Οι αλλαγές στο σχολείο μετά το 1917
Του Σωτήρη Μάρταλη
Η συγκρότηση του σοβιετικού σχολείου, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Μπολσεβίκοι στην εκπαιδευτική τους πολιτική, οι διαφορετικές απόψεις για την εκπαίδευση και η τύχη της προσπάθειάς τους, είναι τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν σε αυτό το κείμενο.
Αρχικά, θα ανατρέξουμε επιγραμματικά στις προηγούμενες εμπειρίες και τις απόψεις που διαμόρφωσαν για την εκπαίδευση ο Μαρξ και ο Ένγκελς.
Προηγούμενες εμπειρίες:
Οι απόψεις του Μαρξ
και του Ένγκελς
Η πρώτη φορά που οι εργάτες ήρθαν στην εξουσία, ήταν οι 72 μέρες της Παρισινής Κομμούνας. Στη σύντομη διάρκειά της, η Κομμούνα θεσμοθέτησε το χωρισμό της εκπαίδευσης από την εκκλησία, την αυτονομία της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε κάθε τοπική κομμούνα, τη δωρεάν υποχρεωτική παιδεία για όλους, τη δωρεάν χορήγηση σε όλους του μαθητές του απαραίτητου γραφικού υλικού, την ενοποίηση της διδασκαλίας με τη λογική και το πείραμα, καθώς και την εκπαίδευση για τις τέχνες. Παράλληλα προγραμμάτισε τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή, δηλαδή το συνδυασμό της γενικής εκπαίδευσης με τα πρακτικά μαθήματα. Αυτές οι αποφάσεις δεν πρόλαβαν να γίνουν πράξη λόγω της καταστολής της Κομμούνας,
αξιοποιήθηκαν όμως από τον Μαρξ και τον Ένγκελς στις μετέπειτα αναφορές τους για την εκπαίδευση.
Η άποψη του Μαρξ και του Ένγκελς βασιζόταν στη θέση ότι η μέθοδος
παραγωγής καθορίζει ολόκληρη την κοινωνική οργάνωση, άρα και η
εκπαίδευση καθορίζεται αποφασιστικά από την παραγωγή.
Στις καπιταλιστικές κοινωνίες η εκπαίδευση στηρίζει την εξουσία της
αστικής τάξης, έτσι οι εργάτες διδάσκονται τις αναγκαίες δεξιότητες για
να δουλεύουν στα εργοστάσια, καθώς και την υποταγή στο καθεστώς. Η
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης προϋποθέτει όχι μόνο διδασκαλία των
δεξιοτήτων, αλλά συγχρόνως αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» ο Μαρξ κι ο Ένγκελς σημειώνουν ως στόχους:
«Δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλα τα παιδιά. Κατάργηση της
εργασίας των παιδιών στα εργοστάσια με τη σημερινή της μορφή.
Συνδυασμός της εκπαίδευσης με την υλική παραγωγή κ.λπ.»(1).
Στις «Αρχές του κομμουνισμού» ο Ένγκελς διατυπώνει τις υποχρεώσεις στην
εκπαίδευση: «Εκπαίδευση όλων των παιδιών, απ’ τη στιγμή που θα μπορούν
να ζουν και να κινούνται χωρίς την ανάγκη μητρικής φροντίδας, σε
κρατικά ιδρύματα και με έξοδα του κράτους»(2).
Στο συνδυασμό της εκπαίδευσης με την παραγωγή, και στην άρση του
διαχωρισμού χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, ο Μαρξ και ο
Ένγκελς έβλεπαν την προλεταριακή διαπαιδαγώγηση στο μέλλον.
Χαρακτηριστικά στο Κεφάλαιο ο Μαρξ αναφέρει «από το εργοστασιακό
σύστημα, όπως μπορούμε λεπτομερειακά να το παρακολουθήσουμε στον
Ρόμπερτ Όουεν, ξεφύτρωσε το σπέρμα της μελλοντικής παιδείας, που θα
συνδυάζει για όλα τα παιδιά πάνω από μια ορισμένη ηλικία παραγωγική
εργασία με διδασκαλία και γυμναστική, όχι μονάχα ως μια μέθοδο για το
ανέβασμα της κοινωνικής παραγωγής, αλλά ως τη μοναδική μέθοδο για την
παραγωγή πολύπλευρα αναπτυγμένων ανθρώπων»(3).
Οι αναφορές των Μαρξ και Ένγκελς έδιναν μια πρώτη κατεύθυνση προς την
πολυτεχνική εκπαίδευση, όμως αυτή ήταν ακόμα ένας πολύ γενικός
«οδηγός».
Το πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας (που
είχε εγκρίνει το 2ο συνέδριο, το 1903) βασιζόταν σε αυτές τις
κατευθύνσεις. Για την εκπαίδευση υπογράμμισε: Χωρισμός της εκκλησίας
από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία. Γενική δωρεάν και
υποχρεωτική εκπαίδευση έως το 16ο έτος της ηλικίας. Χορήγηση στα φτωχά
παιδιά τροφής, ενδυμασίας και σχολικών βιβλίων με έξοδα του κράτους.
Απαγόρευση της παιδικής εργασίας μέχρι την ηλικία των 15 χρονών.
Δικαίωμα του λαού να σπουδάζει στη μητρική του γλώσσα.
Μία μεγάλη εμπειρία που αφομοίωσαν οι Μπολσεβίκοι, ήταν οι μορφές
μαζικής συμμετοχής και ελέγχου που εμφανίστηκαν στην πρώτη επανάσταση
το 1905 και μετά. Οι μαθητές συμμετείχαν στη γενική απεργία και την
εξέγερση. Στα σχολεία εξέλεξαν «υπευθύνους», οι οποίοι φρόντιζαν για
την τάξη στα κτίρια και παράλληλα εξέλεξαν αντιπροσώπους που
συμμετείχαν στην απεργιακή επιτροπή σε κάθε πόλη. Η υποχώρηση όμως μετά
το 1905 δεν επέτρεψε τη διατήρηση αυτής της μορφής «αυτοδιεύθυνσης» στα
σχολεία και η κυβέρνηση απαγόρευσε έπειτα από 6 μήνες κάθε σχετική
κατάκτηση.
Τα προβλήματα αμέσως
μετά την επανάσταση
Η τσαρική Ρωσία ήταν μία αχανής χώρα, με περισσότερες από 100
εθνότητες. Χαρακτηριστικό της πολυμορφίας είναι ότι διάφορες γλώσσες
εθνοτήτων ανήκουν σε διαφορετικές «οικογένειες», από την ινδοευρωπαϊκή
και τη σλαβική έως την τουρκική και την περσική. Η κατάσταση ήταν ακόμη
περισσότερο περίπλοκη, αν λάβει κανείς υπόψη του και τον σημαντικό
αριθμό μειονοτήτων που κατοικούσαν στα όρια καθεμιάς από τις σοβιετικές
δημοκρατίες.
Ο μαζικός αναλφαβητισμός ήταν η βαριά «κληρονομιά» που άφησε η
τσαρική Ρωσία στο νέο εργατικό κράτος. Τέσσερις στους πέντε δεν ήξεραν
γραφή και ανάγνωση (για την ακρίβεια, σύμφωνα με τον Λένιν, το 79%. )
Χαρακτηριστικά είναι τα ποσοστά των αναλφάβητων στην περιφέρεια: στους
Κιργίζιους το 99,4%, στους Τουρκμένιους 99,3%, στους Ουζμπέκους 98,4%
και στους Κοζάκους 98%. Τα 4/5 των παιδιών και των εφήβων δεν μπορούσαν
να φοιτήσουν ούτε στα δημοτικά σχολεία. Η παιδική εργασία ήταν κανόνας,
δούλευαν παιδιά ηλικίας ακόμα και 6-7 χρονών για 7-8 καπίκια την ημέρα.
Όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης, και ειδικά οι ανώτερες και οι
ανώτατες, ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των πλουσίων. Το
εκπαιδευτικό σύστημα, όπου λειτουργούσε, βασιζόταν στην αποστήθιση και
επέτρεπε τις σωματικές τιμωρίες.
Μετά τη νίκη της επανάστασης στις 26 Οκτωβρίου του 1917 ανακηρύχθηκε η
νέα κυβέρνηση, στο δεύτερο συνέδριο των Σοβιέτ στην Πετρούπολη. Ο
Ανατόλι Βασίλιεβιτς Λουνατσάρσκι ήταν ο λαϊκός επίτροπος εκπαίδευσης.
Ο Νικολάι Σουχάνοφ σημείωνε ότι τα ονόματα των κομισάριων (υπουργών)
που με φωνές επευφημήθηκαν κατά την ανακήρυξή τους, ήταν του Λένιν, του
Τρότσκι και του Λουνατσάρσκι. Αυτό, σκέφθηκε, οφειλόταν στο ότι τα
ονόματά τους ήταν περισσότερο δημοφιλή στους εκτός των Μπολσεβίκων
ψηφοφόρους.
Ο Λουνατσάρσκι υποχρεώθηκε ουσιαστικά να καταλάβει το παλιό Υπουργείο της Εκπαίδευσης.
Να πώς περιγράφει την κατάληψη του υπουργείου Παιδείας, η Ν.
Κρούπσκαγια, το Νοέμβρη του 1917: «Έπρεπε να σπάσει ο παλιός κρατικός
μηχανισμός, ο ένας κρίκος μετά τον άλλο. Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός
αντιδρούσε, οι υπάλληλοι των παλιών υπουργείων, των παντός είδους
κρατικών ιδρυμάτων αποφάσισαν να σαμποτάρουν με κάθε τρόπο τη δουλειά
κι έτσι να εμποδίσουν τη σοβιετική εξουσία να οργανώσει καινούριο
κρατικό μηχανισμό. Θυμάμαι πως “πήραμε την εξουσία” στο Υπουργείο της
Λαϊκής Παιδείας: Ο Ανατόλι Βασίλιεβιτς Λουνατσάρσκι κι εμείς, μια
ολιγάριθμη ομάδα κομματικών στελεχών, πήγαμε στο κτίριο του υπουργείου,
που βρισκόταν κοντά στη γέφυρα Τσερνισέρ. Κοντά στο υπουργείο υπήρχε
ένα φυλάκιο σαμποτέρ που προειδοποιούσαν όσους πήγαιναν στο υπουργείο,
υπάλληλους και επισκέπτες, ότι δεν δουλεύει το υπουργείο, κάποιος
μάλιστα επεχείρησε να πιάσει κουβέντα με μας σχετικά με το θέμα αυτό
και να μας επηρεάσει. Στο υπουργείο δε βρήκαμε κανένα υπάλληλο, εκτός
από τους κλητήρες και τις καθαρίστριες. Περάσαμε από τα άδεια δωμάτια.
Πάνω στα τραπέζια ήταν ατακτοποίητα χαρτιά. Μετά πήγαμε σε κάποιο
γραφείο, όπου κάναμε την πρώτη συνεδρίαση του Λαϊκού επιτροπάτου της
παιδείας»(4).
Παρά την αισιοδοξία η οποία διέκρινε τις πρώτες ανακοινώσεις του
Λουνατσάρσκι, τα προβλήματα ήταν τεράστια. Η άρνηση συνεργασίας των
υπαλλήλων του κεντρικού εκπαιδευτικού μηχανισμού ήταν σχεδόν καθολική.
Αν η άρνηση συνεργασίας περιοριζόταν απλώς τους διοικητικούς
υπάλληλους, το πρόβλημα θα μπορούσε ως ένα βαθμό να λυθεί γρήγορα.
Όμως, συνδυαζόταν με την άρνηση συνεργασίας των ίδιων των
εκπαιδευτικών, η πλειοψηφία των οποίων ήταν εχθρικά τοποθετημένη
απέναντι στη σοβιετική εξουσία. Η συνδικαλιστική ομοσπονδία των
εκπαιδευτικών, η Πανρωσική Ένωση των Εκπαιδευτικών (Π.Ε.Ε.) ελεγχόταν
από εσέρους και καντέτους. Ήταν δε τόσο πολωμένη απέναντι στους
Μπολσεβίκους, που έφτασε στο σημείο να αποβάλει λίγο μετά την
επανάσταση κάποιους γνωστούς δασκάλους, γιατί συνεργάζονταν με την
επαναστατική κυβέρνηση.
Τα προβλήματα όμως δεν σταματούσαν στην άρνηση των εκπαιδευτικών. Στα
σχολεία υπήρχαν μόνο τα διδακτικά βιβλία της εποχής του Τσάρου. Δεν
υπήρχαν αρκετοί δάσκαλοι, ακόμα και αν δεχόντουσαν να συνεργαστούν. Δεν
είχαν καν τα απαραίτητα κτίρια για να παρέχουν καθολική εκπαίδευση.
Συγχρόνως δεν ήταν όλα τα παιδιά πρόθυμα να πάνε στα σχολεία. Πολλοί
γονείς, ειδικά οι αγρότες, είχαν μάθει να βλέπουν τα παιδιά σαν
εργατικά χέρια και φοβόντουσαν ότι, στέλνοντάς τα στο σχολείο, θα τα
χάσουν από τη δουλειά.
Τα πρώτα μέτρα
Αμέσως μετά την επανάσταση οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να εκδίδουν
διατάγματα για την εκπαίδευση. Όλα αυτά ενσωματώθηκαν στον πρώτο
εκπαιδευτικό νόμο της 16ης Οκτωβρίου 1918. Στην εισαγωγή του, οι
«Βασικές Αρχές του Ενιαίου Σχολείου Εργασίας» ενσάρκωναν το πνεύμα και
τις ιδέες της επανάστασης.
Στο νόμο αυτό περιγραφόταν η σοσιαλιστική κοινότητα σαν ένα «ενιαίο
εργοστάσιο» στο οποίο η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα έδινε τη
θέση της στους ίσους και ενωμένους ανθρώπους. Το σχολείο, λοιπόν, θα
είχε σαν σκοπό να εκπαιδεύσει αυτόν τον μελλοντικό άνθρωπο. Η μέθοδος
για την επίτευξη αυτού του σκοπού ήταν η «πολυτεχνική» εκπαίδευση. «Ο
σκοπός του Σχολείου Εργασίας δεν είναι η εξάσκηση της μιας ή της άλλης
τέχνης αλλά η προσφορά μιας “πολυτεχνικής” εκπαίδευσης που θα δίνει στα
παιδιά τη γνώση των μεθόδων εργασίας»(5).
Αυτός ο νόμος χώριζε τα σχολεία σε δύο βαθμίδες: Η πρώτη αφορούσε
τις ηλικίες 8-13 ετών και η δεύτερη ήταν τετραετής και κάλυπτε τις
ηλικίες 13-17, όμως η εκπαίδευση θα ήταν «ενιαία», αφού τα παιδιά θα
τέλειωναν υποχρεωτικά και τις δυο βαθμίδες (φυσικά και στις δύο
βαθμίδες η εκπαίδευση παρεχόταν δωρεάν). Τα σχολεία θα αποκτούσαν μικτό
χαρακτήρα. Η εκπαίδευση γινόταν κοσμική και καταργείτο η διδασκαλία των
θρησκευτικών σε όλα τα σχολεία. Ο νόμος προέβλεπε ότι θα έπρεπε να
μοιράζονται ζεστά γεύματα δωρεάν σ’ όλους τους μαθητές. Εγκαθίδρυε την
πλήρη αυτονομία των σχολείων που θα διευθύνονταν από μία «σχολική
κοινότητα» (συνέλευση) που περιελάμβανε όλους τους δασκάλους και τους
μαθητές, από 12 χρονών και πάνω, καθώς και τους υπόλοιπους εργαζόμενους
στο σχολείο. Αυτή η συνέλευση θα χάραζε την πολιτική της κοινότητας και
θα εξέλεγε έναν ανακλητό διευθυντή, καθώς και εκτελεστικές επιτροπές. Η
ύλη και οι μέθοδοι διδασκαλίας καθορίζονταν από ένα «σχολικό συμβούλιο»
ή σχολικό σοβιέτ, που αποτελείτο από «το εκπαιδευτικό προσωπικό,
αντιπροσώπους των μαθητών, των εργατών της περιοχής και των Τοπικών
Υπηρεσιών Εκπαίδευσης».
Την ίδια περίοδο καταργήθηκαν η δουλειά στο σπίτι και η σωματική
τιμωρία. Καταργήθηκαν οι κατατακτήριες εξετάσεις και τα πανεπιστήμια
άνοιξαν για όλους (άνω των 16) που ήθελαν να φοιτήσουν σ’ αυτά. Ως
αποτέλεσμα του μέτρου υπήρξε ένας άμεσος διπλασιασμός του αριθμού των
φοιτητών, από 38.440 το 1917-18 σε 69.645 το 1918-19. Οι βαθμοί στο
σχολείο καταργήθηκαν το 1919(6).
Οι Μπολσεβίκοι γνώριζαν ότι η εργατική εξουσία όφειλε να κατακτήσει
την ηγεμονία στη ρωσική κοινωνία. Το σχολειό και η κουλτούρα
γενικότερα, ήταν ένα βασικό όργανο για να επιτευχθεί αυτή η ηγεμονία.
Το 8ο συνέδριο του ΚΚΡ(μπ) το 1919 υπογράμμιζε: «Το σχολείο από όργανο
κυριαρχίας της αστικής τάξης θα πρέπει να μετασχηματισθεί, σε όργανο
κατάργησης του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις, σε όργανο τελικά της
κομμουνιστικής ανοικοδόμησης της κοινωνίας»(7), ενώ έθετε ως στόχο την
κατάρτιση νέων δασκάλων που θα είναι διαφωτισμένοι με τις ιδέες του
κομμουνισμού.
Έτσι ένα βασικό ζήτημα που απασχολούσε τους Μπολσεβίκους ήταν η αλλαγή
των συσχετισμών δύναμης στο χώρο των εκπαιδευτικών. Σε αυτή την
κατεύθυνση εντάχθηκε και η δημιουργία της «Ένωσης των Διεθνιστών
Δασκάλων» (στις αρχές του Δεκέμβρη 1917) ως αντίβαρο της συντηρητικής
Πανρωσικής Ένωσης Εκπαιδευτικών. Η καινούργια Ένωση συνένωσε τους
δασκάλους που πέρασαν με το μέρος της σοβιετικής εξουσίας. Η «Ένωση των
Διεθνιστών Δασκάλων» είχε ως σκοπό τη συσπείρωση του δημοκρατικού
τμήματος των εκπαιδευτικών και την προσέλκυση στο πλευρό της σοβιετικής
εξουσίας των ταλαντευόμενων.
Σε έκκληση που δημοσιεύτηκε στις 6 (19) του Δεκέμβρη στην εφημερίδα
«Πράβντα», η Ένωση τους καλούσε να μπουν στην καινούργια οργάνωση «για
να δημιουργήσουν το νέο σοσιαλιστικό σχολείο μαζί με το λαό». Την
άνοιξη του 1918 στις γραμμές της είχαν ενταχθεί ήδη 12 χιλιάδες
παιδαγωγοί. Η Ένωση αυτή ήταν ο βασικός πυρήνας της Ένωσης των
Εκπαιδευτικών, που δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 1919.
Στο λόγο του στο 1ο πανρωσικό συνέδριο των Διεθνιστών Δασκάλων, στις 5 Ιούνη του 1918, ο Λένιν τόνιζε, μεταξύ άλλων:
«Οι
δάσκαλοι πρέπει να γίνουν ένα με όλη την αγωνιζόμενη μάζα των
εργαζομένων. Το καθήκον της νέας παιδαγωγικής είναι να συνδέσει τη
δράση του δασκάλου με το καθήκον της σοσιαλιστικής οργάνωσης της
κοινωνίας. Πρέπει να πούμε πως η βασική μάζα της διανόησης της παλιάς
Ρωσίας αποδείχνεται ανοιχτός αντίπαλος της σοβιετικής εξουσίας, και δεν
υπάρχει αμφιβολία πως δεν είναι εύκολο να υπερνικήσουμε τις δυσκολίες
που δημιουργεί αυτό το ζήτημα»(8).
Ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος του 1918 ήταν δύο μήνες στη διάρκεια
των οποίων κρίθηκε ο αρχικός χαρακτήρας των εκπαιδευτικών
μετασχηματισμών μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους παιδαγωγούς ήταν
σοβαρές και με τεράστιο ενδιαφέρον, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα.
Λόγω των διαφορών στις συζητήσεις, καθυστέρησε η αρχή του σχολικού
έτους το 1918 έως την 1η του Οκτώβρη.
Δύο κυρίως τάσεις αντιπαρατέθηκαν στο 1ο πανρωσικό συνέδριο για την
εκπαίδευση που έγινε στη Μόσχα από τις 26 Αυγούστου μέχρι τις 4 του
Σεπτέμβρη του 1918.
Η πρώτη εκπροσωπήθηκε από το Λουνατσάρσκι, τον Ποκρόβσκι και τη
Μενζίνσκαγια. Ήταν η επονομαζόμενη «Σχολή της Πετρούπολης», επηρεασμένη
από τις παιδαγωγικές καινοτομίες του κινήματος της Νέας Αγωγής, που
εξέφραζε κυρίως ο Αμερικάνος Ντιούι. Η δεύτερη, που εκπροσωπούνταν
κυρίως από τον Πόζνερ και τον Λεπεσίνσκι, ήταν η «Ομάδα της Μόσχας», η
οποία έβρισκε την κατεύθυνση της «Σχολής της Πετρούπολης» πολύ
ακαδημαϊκή και είχε την άποψη ότι η εκπαίδευση κατά ένα μεγάλο μέρος
έπρεπε να περάσει μέσα από την πραγματική ζωή. Υποστήριζε ότι η
εργασιακή και η ακαδημαϊκή μόρφωση έπρεπε να ενοποιηθούν, έδινε βάρος
στη χειρωνακτική εργασία και πρότεινε την οργάνωση του σχολείου ως
παραγωγική κομμούνα.
Ο Λένιν μίλησε στις 28 του Αυγούστου, την τρίτη μέρα των εργασιών του
συνεδρίου. Η επιλογή του Ενιαίου Σχολείου Εργασίας εξυπηρετούσε πολύ
πιο αποτελεσματικά, από τις προτάσεις της «Ομάδας της Μόσχας» την
τακτική του μπολσεβίκικου κόμματος.
Έτσι το συνέδριο συζήτησε το Νόμο για το Ενιαίο Σχολείο Εργασίας της
Σοβιετικής Ρωσίας, που αργότερα επικυρώθηκε και στις 16 Οκτώβρη 1918
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιζβέστιγια».
Όμως η άγρια πραγματικότητα που επικρατούσε στη Ρωσία, δημιουργούσε
πλέον τεράστια πίεση. Δεν ήταν μόνο η μεγάλη καθυστέρηση της Ρωσίας,
ούτε μόνον το τεράστιο ποσοστό αναλφάβητων, αλλά ούτε και η
αντιπολίτευση των συντηρητικών εκπαιδευτικών. Οι συνέπειες του εμφυλίου
πολέμου στη εκπαίδευση ήταν τεράστιες.
Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου καταστράφηκαν, εντελώς ή εν μέρει,
χιλιάδες σχολεία. Στα δυο χρόνια του λιμού (το 1921-23), το οικονομικό
χάος και η φτώχεια οδήγησαν στο κλείσιμο 27.000 σχολείων κυρίως στην
ύπαιθρο. Η Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει: «Δεν γινόταν καμία
δουλειά στο σχολείο, δεν υπήρχαν εγχειρίδια, δεν υπήρχε ύλη, οι
δάσκαλοι ζούσαν σαν ζητιάνοι, τα σχολεία κατέρρεαν». Ο αριθμός των
άπορων παιδιών, ορφανών του εμφυλίου πολέμου, παιδιών που τα είχαν
εγκαταλείψει οι γονείς τους γιατί δεν μπορούσαν να τα θρέψουν, παιδιών
που επέζησαν ακολουθώντας τους διάφορους στρατούς ή περιφέρονταν
ζητιανεύοντας και κλέβοντας –τα περισσότερα κάτω των 13 χρόνων– έφθασαν
να είναι 7-9 εκατομμύρια το 1920!
Οι Μπολσεβίκοι παλεύουν αυτό το φαινόμενο και ιδρύουν τις «παιδικές
αποικίες» όπως τις ονόμασαν τότε. Το 1917, 30.000 παιδιά φοιτούν σ’
αυτές και το 1921-22 έχουν φθάσει στις 540.000!
Συγκροτούν επίσης μόνιμη τη Επιτροπή για την εξάλειψη του
αναλφαβητισμού. Μέχρι τον Οκτώβρη του 1921 έμαθαν γράμματα 4,8
εκατομμύρια άνθρωποι. Στη χώρα δημιουργήθηκαν 88.534 κέντρα εξάλειψης
της αγραμματοσύνης, 427 φροντιστήρια κυβερνείων και 20.370 φροντιστήρια
νομών. Το σύνολο των βιβλιοθηκών που λειτούργησαν μέχρι το Φλεβάρη του
1921 έφθασε στις 33.940
Αλλά η πραγματικότητα ήταν ακόμα σκληρή. Από το 1921 φαινόταν κιόλας
πως το εννιάχρονο σχολειό ήταν προς το παρόν άπιαστο όνειρο.
Αποφασίστηκε (ως προσωρινό μέτρο) η υποχρεωτική εκπαίδευση να
περιοριστεί κατ’ αρχήν στα επτά χρόνια.
Ενδεικτικό για το τι θα βάραινε στις επιλογές των Μπολσεβίκων είναι ένα
συμβάν που αναφέρεται σε μια επίσκεψη του Λένιν μαζί με τον
Λουνατσάρσκι στο σχολείο Πουτέσκι. Εκεί ο Λένιν ζήτησε από το διευθυντή
να τους δείξει τη βιβλιοθήκη. Ρώτησε, μάλιστα, να πληροφορηθεί πόσες
ώρες η βιβλιοθήκη θα ήταν ανοιχτή για τους εργάτες που θα ήθελαν να
διαβάσουν, όταν σχόλναγαν από τη δουλειά. «Ο διευθυντής κοίταξε
σκεπτικός τον Λένιν και του απάντησε: «Το χειμώνα κλείνουμε πριν να
σχολάσουν οι εργάτες, γιατί σκοτεινιάζει νωρίς, σύντροφε Επίτροπε, και
δεν έχουμε φώτα!».
Όταν τελείωσε η επίσκεψη και πήραν το δρόμο του γυρισμού, ο
Λουνατσάρσκι έβγαλε το μπλοκάκι και το ξύλινο μολύβι του και ρώτησε:
«Τι σκέφτεσαι, σύντροφε Ίλιτς, για το σχολείο;». «Λάμπες, πολλές
λάμπες. Πρέπει ν’ αγοράσουμε λάμπες, να στείλουμε σε όλες τις
βιβλιοθήκες της Ρωσίας, για να είναι ανοιχτές όλο το εικοσιτετράωρο!»,
απάντησε ο Λένιν.
Για να υπάρχει η επιλογή της ανάγνωσης έπρεπε να υπάρχουν βιβλία, βιβλιοθήκες και λάμπες.
Η υποχώρηση της ΝΕΠ
Κομβικό σημείο για τις εξελίξεις στην εκπαίδευση, όπως θα δούμε
παρακάτω, ήταν η εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ), μιας
πολιτικής που υιοθετήθηκε ως προσωρινή υποχώρηση(9) και αναγκαστική
επιλογή από τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους, όμως επίσης μια πολιτική
με σοβαρές συνέπειες. Οι «νέπμεν», δηλαδή το στρώμα που προέκυψε από
την εφαρμογή της ΝΕΠ (στελέχη στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στη
διοίκηση, αστικά στρώματα μεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων, πλούσιοι και
μεσαίοι αγρότες κ.λπ.), ζητούν την επιστροφή στο «σοβαρό σχολείο», σ’
ένα σχολείο «κοινωνικής προαγωγής βασισμένης στην επιλογή και στην
ιδεολογία της άμιλλας, δηλ. βαθμολογία και εξετάσεις(10). Ζητούν την
επιστροφή στη στενή σύνδεση γνώσεων και επαγγέλματος, λένε «όχι» στην
πολυτεχνική και απαιτούν κυρίως τεχνική εκπαίδευση.
Στον νόμο για την εκπαίδευση του 1923 είναι εμφανής η επιρροή αυτών των
απόψεων, αλλά συνεχίζουν να διατηρούνται πολλά από αυτά που
θεσμοθετήθηκαν με το νόμο του 1918.
Στο νόμο του 1923 επιβιώνει η απαγόρευση της θρησκευτικής εκπαίδευσης.
Και επιβεβαιώνεται η μικτή εκπαίδευση σε όλα τα σχολεία. Εμφανίζεται
μία καινούργια διαίρεση των βαθμίδων της εκπαίδευσης: το Σχολείο της
Πρώτης Βαθμίδας με τετραετή φοίτηση (για τα παιδιά 8-12 ετών) και το
Σχολείο της Δεύτερης Βαθμίδας με πενταετή φοίτηση (για τις ηλικίες
12-17 ετών). Η δεύτερη βαθμίδα, χωρίζεται σε δύο Κύκλους, ο πρώτος με 3
χρόνια εκπαίδευσης και ο δεύτερος με 2. Επιβεβαιώνεται η κατάργηση όλων
των ποινών.
Σημαντική ήταν όμως η υποχώρηση στον τομέα της αυτοδιοίκησης των
σχολείων. Ο νόμος του ’23 δίνει την υπευθυνότητα για την εκπαιδευτική,
οικονομική και διοικητική δραστηριότητα του κάθε σχολείου στον
διευθυντή, ο οποίος πλέον διορίζεται από τις Τοπικές Υπηρεσίες
Εκπαίδευσης. Το προσωπικό, εκτός των εκπαιδευτικών (δηλαδή
καθαρίστριες, τεχνικοί κ.λπ.) μπορεί πλέον να διορίζεται και να
απολύεται από τον διευθυντή. Το Σχολικό Συμβούλιο αποτελείται από όλους
τους δασκάλους, έναν αντιπρόσωπο του κατώτερου προσωπικού και τον
γιατρό του σχολείου. Οι τοπικοί πυρήνες του Κομμουνιστικού Κόμματος,
των συνδικάτων, των τοπικών Σοβιέτ και της Κομμουνιστικής Νεολαίας
μπορούν να στείλουν τους αντιπροσώπους τους. Ο διευθυντής σε περίπτωση
που διαφωνεί με τις αποφάσεις του Σχολικού Συμβουλίου έχει τη
δυνατότητα να σταματήσει την εφαρμογή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο
Διευθυντής έχει το δικαίωμα να λάβει μέτρα χωρίς συζήτηση στο Σχολικό
Συμβούλιο.
Ο νέος νόμος δεν καθόριζε τον δωρεάν χαρακτήρα της δημόσιας παιδεία και
έτσι επέτρεψε να υπάρξουν τα δίδακτρα (τουλάχιστον το ένα τρίτο από τα
παιδιά πλήρωναν δίδακτρα, απαλλασσόντουσαν όμως τα φτωχότερα από αυτά).
Αυτό το μέτρο κρατήθηκε μέχρι το 1925, οπότε επίστρεψε η δημόσια
υποχρεωτική εκπαίδευση και καταργήθηκαν τα δίδακτρα.(11)
Σαφής υποχώρηση ήταν και η παλινόρθωση του διπλού εκπαιδευτικού δικτύου
(γενική παιδεία–επαγγελματική εκπαίδευση), με τη μορφή των
εργοστασιακών σχολείων για μαθητευόμενους.
Μόλις το 50% των παιδιών της σχολικής ηλικίας είχε φοιτήσει σε σχολείο,
σημείωνε η Κρούπσκαγια το 1923. Το εφτάχρονο σχολείο για όλα τα παιδιά
ήταν ακόμα μόνο στόχος. Ένα ποσοστό μόλις 9% περίπου τελείωνε αυτό το
εφτάχρονο σχολείο, ενώ η πραγματικότητα ήταν το τετράχρονο σχολείο.
Ακόμα χειρότερα, η εκπαίδευση είχε συρρικνωθεί από πολυτεχνική, όπως τη
έλεγαν, σε μονοτεχνική κυρίως στα τεχνικά επαγγελματικά σχολεία, με
αντικειμενικό στόχο να παράγει καταρτισμένους απόφοιτους. Προς το τέλος
του 1927-28 καταργήθηκε η ελεύθερη πρόσβαση, στις πανεπιστημιακές
σχολές.
Ήταν φανερό πως τα κοινωνικά προνόμια, οι καινούργιες μορφές κοινωνικών
διαφορών που εμφανιζόντουσαν έτειναν να εισχωρήσουν και πάλι στο
σχολειό.
Ο Λένιν, στα τελευταία χρόνια του, η Κρούπσκαγια και ο Λουνατσάρσκι
είχαν συνείδηση αυτής της διάβρωσης του Ενιαίου Σχολείου Εργασίας. Στις
αρχές της δεκαετίας του ‘20 προσπάθησαν να το υπερασπίσουν και
συγκρούστηκαν δημόσια, όποτε χρειάστηκε, (π.χ. με εκπροσώπους των
πανρωσικών συνδικάτων, που ήθελαν πολύ στενή εξειδικευμένη
επαγγελματική κατάρτιση). Το Ενιαίο Σχολείο Εργασίας θα επικριθεί ως
ουτοπικό και αποτυχημένο, κατά την περίοδο της ΝΕΠ και ο Λουνατσάρσκι
και η Κρούπσακαγια θα υποχρεωθούν να ακολουθήσουν μια συμβιβαστική
πολιτική, μέχρι το 1929.
Η σταλινική περίοδος
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 με την εισαγωγή του πρώτου πεντάχρονου
πλάνου, έρχεται και το σημείο καμπής στην εκπαίδευση. Χαρακτηριστική
είναι η επιχειρηματολογία του παιδαγωγού Πίνκεβιτς, για τις αλλαγές στη
εκπαίδευση μετά την εισαγωγή των πεντάχρονων πλάνων:
«Η Σοβιετική Ένωση έχει θέσει στον εαυτό της το καθήκον να
ξεπεράσει τις καπιταλιστικές χώρες στον τομέα της τεχνικής και της
οικονομίας. Γι’ αυτό και προβάλλει η ανάγκη για πειθαρχία στο σχολείο.
Οι κανονισμοί των σοβιετικών πολυτεχνικών σχολείων απαιτούν ο
διευθυντής και οι δάσκαλοι να διεξάγουν έναν σκληρό αγώνα για να
εντείνουν την πειθαρχία ανάμεσα στους μαθητές, με πειθαρχικά μέτρα όταν
αυτό είναι αναγκαίο, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και την προσωρινή αποβολή
από το σχολείο».
Η τρομερή προσπάθεια να σπρωχθεί η παραγωγή στο απόλυτο όριό της,
συμπεριλαμβανόμενης και της παραγωγής ειδικών και ειδικευμένων εργατών,
έβαλε τρομερή πίεση σε πόρους και τις ανθρώπινες σχέσεις στο σχολείο.
Το 1928 υπήρχαν 160.000 φοιτητές σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Κατά
την περίοδο του δεύτερου πεντάχρονου πλάνου (1933-37), αυτά τα ιδρύματα
είχαν εντολή να παράγουν 340.000 ειδικούς, δηλαδή δύο φορές παραπάνω
απ’ όσους είχαν παραχθεί την περίοδο του πρώτου πεντάχρονου.
Το 1931 η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος σε διάταγμα για την
εκπαίδευση ανέφερε: «Η θεμελιώδης ανεπάρκεια του σχολείου (αυτού της
δεκαετίας του 1920) δεν προσφέρει επαρκή γενική εκπαίδευση και είναι
απογοητευτική στην αποστολή της προετοιμασίας πλήρως εγγράμματων ατόμων
για τεχνικά και ανώτερης εκπαίδευσης ιδρύματα, άτομα που θα έχουν
θεμελιώδεις γνώσεις»
Σε αυτή τη βάση επιστρέφουν οι εξετάσεις, ο πλήρης χωρισμός γενικής και
επαγγελματικής εκπαίδευσης, καθώς η πειθαρχία με ιδιαίτερη
στρατιωτικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Τέλος, καταργήθηκε
σταδιακά μέχρι το οριστικό της τέλος το 1943, η μικτή εκπαίδευση.
Τους λόγους εκθέτει ο ακαδημαϊκός V. Potemkin:
«Ως αποτέλεσμα ετών εμπειρίας, η χωριστή εκπαίδευση συνιστά τα
ακόλουθα: Οι μαθητές αυτών των σχολείων έγιναν περισσότερο επιμελείς
στα μαθήματά τους, οι μαθητές συμπεριφέρονται με περισσότερο απλό και
σοβαρό τρόπο στα χωριστά σχολεία».
Ο συνδυασμός εργασίας και εκπαίδευσης στα σχολεία τέλειωσε το 1937 και
τα εργαστήρια έκλεισαν. Οι δάσκαλοι «εργασίας» επανεκπαιδεύτηκαν σε
άλλα καθήκοντα ή διώχτηκαν από την εκπαίδευση.
Αυτή την περίοδο οι μαθητές αποκλείσθηκαν από τη διοίκηση των
σχολείων, ενώ παράλληλα τους οδηγούσαν να συμμετέχουν σε οργανώσεις
νεολαίας, οι οποίες σε σχέση με το σχολείο είχαν πολύ δευτερεύοντα
καθήκοντα. Τα παιδιά μέχρι 10 χρονών συμμετείχαν στους Οκτωβριστές,
μέχρι 15 στους Πρωτοπόρους και μέχρι 27 στην Κομσομόλ.
Ένα από τα πιο ισχυρά κίνητρα που έσπρωχνε τους μαθητές να συμμετέχουν
σ’ αυτές τις οργανώσεις και να υποτάσσονται στις επιθυμίες της
γραφειοκρατίας, ήταν το γεγονός ότι μόνο οι καλοί Πρωτοπόροι, μπορούσαν
να κάνουν αίτηση για να γίνουν μέλη της οργάνωσης της Κομσομόλ, έτσι
ώστε να μπορούν να ελπίζουν ότι θα ανελιχθούν στην εξουσία ή
τουλάχιστον, ότι θα βρουν μία καλή δουλειά.
Ο Πίνκεβιτς (1935) λέει: «Αυτή η οργάνωση [οι νέοι Πρωτοπόροι] δεν
αναμιγνύεται με τις δουλειές του διευθυντή ή των δασκάλων, αλλά
οργανώνει τους μαθητές και προσφέρει πολιτική και σωματική αγωγή». Και
για να είναι βέβαιος πως έγινε κατανοητός τελειώνει το κεφάλαιο «Μορφές
μαθητικής αυτοδιοίκησης» με τη δήλωση: «Καμιά από τις οργανώσεις που
αναφέραμε δεν μπορεί να αναιρέσει απόφαση του διευθυντή. Η δουλειά τους
είναι να τον βοηθούν με συμβουλές και να επιθεωρούν το σχολείο. Δεν
έχουν απολύτως καμία διοικητική λειτουργία».
Χαρακτηριστικό της πειθαρχίας με την οποία λειτουργούσαν τα σχολεία ήταν οι είκοσι «Κανόνες για μαθητές» του 1943.
Σταχυολογούμε μερικούς από αυτούς:
Να είμαι επιμελής στη μελέτη και συνεπής στις παρουσίες μου και να μην καθυστερώ ποτέ στην τάξη.
Να υπακούω χωρίς ερωτήσεις στις οδηγίες του σχολείου, στο διευθυντή και στους δασκάλους.
Να πηγαίνω στο σχολείο καθαρός, φροντισμένος και ευπρεπώς ντυμένος. Να κρατάω τη θέση μου στην τάξη νοικοκυρεμένη.
Να
κρατάω επακριβείς σημειώσεις για την ανατεθείσα εργασία στο σπίτι και
να δείχνω αυτές τις σημειώσεις στους γονείς μου και να κάνω όλη μου την
εργασία στο σπίτι χωρίς βοήθεια.
Να μη χρησιμοποιώ άσχημες εκφράσεις, να μη καπνίζω και να μη χαρτοπαίζω.
Το σχολείο της σταλινικής περιόδου χαρακτηρίζεται από το διπλό
εκπαιδευτικό δίκτυο με έμφαση στην ανώτερη τεχνική και επαγγελματική
εκπαίδευση. Στην αυστηρή ομοιομορφία στην εμφάνιση, στην αυστηρή
πειθαρχία και στο συγκεντρωτισμό. Παράλληλα γίνεται μια προσπάθεια
ταχύτατου αλφαβητισμού, νέων και ηλικιωμένων ως αναγκαία προϋπόθεση για
την εισαγωγή νέων μεθόδων στην καλεκτιβοποιημένη γεωργία και
βιομηχανία, καθώς υπήρχαν πλέον τα πεντάχρονα πλάνα και οι απαιτήσεις
τους. Οι βαθμοί και οι εξετάσεις συμβάλλουν μέσα σ’ αυτό το διπλό
εκπαιδευτικό δίκτυο, στην αναπαραγωγή κοινωνικών προνομίων
συγκεκριμένων στρωμάτων της σοβιετικής κοινωνίας και φυσικά συμβάλλουν
και στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής του κρατικού καπιταλισμού
στη Σοβιετική Ένωση.
Οι Μπολσεβίκοι μετά τη νίκη της οκτωβριανής επανάστασης προσπάθησαν
να εφαρμόσουν σοσιαλιστική πολιτική στην εκπαίδευση. Αυτή η προσπάθεια
εστιάστηκε στην πολυτεχνική εκπαίδευση, στη σύνδεση της διανοητικής και
της χειρονακτικής εργασίας, στην απελευθέρωση της πρόσβασης στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση, στο κτύπημα του αναλφαβητισμού. Παράλληλα αυτή
η προσπάθεια απελευθέρωσε τη συμμετοχή και την αυτενέργεια των μαζών.
Αυτό συνέβαλε στην τεράστια υποστήριξη που κέρδισαν οι Μπολσεβίκοι.
Τέτοιου τύπου δυνάμεις είναι οι δυνάμεις που απελευθερώνει η
επανάσταση. Τέτοιου τύπου δυνάμεις είναι οι δυνάμεις που απελευθέρωσε
το ‘17 και μας δίνει τη δυνατότητα πάντα να ελπίζουμε και να
υπολογίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον.
Το άρθρο αυτό βασίστηκε στην εισήγηση για τις «Ανατροπές στη
εκπαίδευση» που πραγματοποιήθηκε στο τριήμερο εκδηλώσεων για τα 90χρονα
από την Οκτωβριανή Επανάσταση, το οποίο πραγματοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ στο
Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 9-10-11 Νοέμβρη 2007.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς. «Το μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Εκδόσεις «Ηριδανός» σελ. 73
2. Φρίντριχ Ένγκελς. «Αρχές του κομμουνισμού». Άπαντα Φ. Ένγκελς Εκδόσεις «Μπάϋρον» τόμος 9 σελ.40
3. Καρλ Μαρξ. «Το κεφάλαιο». Έκδοση και μετάφραση Γ. Σκουριώτη, 1954. Τόμος 1, σελ.522
4. Ναντέζντα Κρούπσκαγια. «Αναμνήσεις από τον Λένιν»
5. Channie Rosenberg. «Εκπαίδευση και σοσιαλισμός. Για ποια παιδεία παλεύουμε». Εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, 1999
6. Sheila Fitzpatrick. «The commissariat of enlightenment». Cambridge University Press, 1970
7. Sheila Fitzpatrick. «Education and social mobility in the Soviet Union 1921-1934». Cambridge University Press, 1979
8. Β. Ι. Λένιν, «Άπαντα». Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Τόμος 36, σελ. 420
9. Ε. Χ. Κάρρ «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Εκδόσεις» Υποδομή. Τόμος 2, σελ. 350
10. Σαρλ Μπετελέμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ». Εκδόσεις Ράππα. Τόμος 2, σελ. 179
11. Channie Rosenberg. «Εκπαίδευση και σοσιαλισμός. Για ποια παιδεία παλεύουμε», Εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία, 1999, σελ. 79