Αναγκαία η εργατική αντεπίθεση
Κλιμάκωση της αντίστασης με αφετηρία τη ΔΕΘ
Σε δύο παράλληλα -αλλά αλληλοτροφοδοτούμενα- πεδία παίζονται οι πολιτικές αλλά και οι κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις.
Τ ο ένα είναι το πεδίο της άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας -αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «πολιτικό σκηνικό»- και το άλλο είναι το πιο βαθύ πεδίο της εξουσίας, όπου η κυρίαρχη τάξη διαμορφώνει τους όρους για την αντιμετώπιση της διεθνούς οικονομικής κρίσης και υπαγορεύει τις επιλογές που οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες θεωρούν απαραίτητες για τα συμφέροντά τους.
Αδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ.
Η κυβέρνηση Καραμανλή έχει αποδειχθεί σαν μια αδύναμη κυβέρνηση. Η
σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική την έχει οδηγήσει σε μαζικές απώλειες
επιρροής πριν καν κλείσει 5 χρόνια στην εξουσία. Τα σκάνδαλα των
ομολόγων, του Ζαχόπουλου, της Ζίμενς, έφεραν τον Καραμανλή
επανειλημμένα στα όρια της κατάρρευσης. Κατόρθωσε μέχρι τώρα να ξεφύγει
μόνο χάρη στα χάλια των αντιπάλων του. Καλύτερη απόδειξη για αυτό είναι
ότι, πριν ακόμα κλείσει χρόνος από τη «νίκη» της Ν.Δ. στις εκλογές του
2007, φουντώνει η συζ ήτηση για την ανάγκη ανασχηματισμού ή ακόμα και
«πρόωρων» (κατά 3 ολόκληρα χρόνια!) εκλογών.
Μέχρι στιγμής ο Καραμανλής διαμηνύει ότι θα αποφύγει τέτοιες
«δραματικές» κινήσεις και ότι θα προσπαθήσει να συνεχίσει να κυβερνά με
το υπάρχον σχήμα. Όμως τίποτα πλέον δεν είναι σίγουρο. Οι φήμες για
επερχόμενες αποκαλύψεις που θα συνδέουν εν ενεργεία υπουργούς και το
ταμείο της Ν.Δ. με τις μίζες της Ζίμενς, κάνουν το ενδεχόμενο στροφής
προς τις κάλπες εξαιρετικά πιθανό.
Ο Καραμανλής ανεβαίνει στην ΔΕΘ με τελείως άδειο το σακούλι των
δημαγωγικών υποσχέσεων. Στη συνάντησή του με τους συνδικαλιστές της
ΓΣΕΕ ήταν απόλυτα κυνικός («…αν ήμουν στη θέση σας δεν θα περίμενα
τίποτα από τη ΔΕΘ!»). Η «Καθημερινή» απαιτεί από την κυβέρνηση
«θαρραλέα στάση» για την επιβολή σκληρών οικονομικών και αντικοινωνικών
μέτρων. Τα παπαγαλάκια του Ρουσόπουλου ετοιμάζουν το έδαφος: τα σκληρά
μέτρα είναι, λέει, αναγκαία και αναπόφευκτα, το πραγματικό δίλλημα
είναι -τάχα- «ή μέτρα ή χάος».
Εντυπωσιακή είναι επίσης η προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ. Απέναντι σε μια
κυβέρνηση που σπαράσσεται από τα σκάνδαλα, το επιτελείο του Γ.
Παπανδρέου αποφάσισε να δώσει, λέει, την έμφαση στην προβολή «θετικών
προτάσεων διακυβέρνησης» (δηλαδή να αποφύγει τον «λαϊκισμό» και να
κατεβάσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους…). Ελάχιστους μήνες μετά την
αποπομπή Σημίτη, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σκέφτεται να αντιμετωπίσει την
κρίσιμη φθινοπωρινή περίοδο προβάλλοντας τα «επιτεύγματα» της…
σημιτικής κυβερνητικής περιόδου! Οι υποσχέσεις για «αριστερή στροφή»
απωθούνται ξανά στα χρονοντούλαπα.
Τα δύο κόμματα εξουσίας, παρά την οργή και την αγανάκτηση που
συσσωρεύονται στη βάση της κοινωνίας, ευθυγραμμίζονται σε μια ακόμα πιο
ανάλγητα νεοφιλελεύθερη προοπτική, γιατί αυτή έρχεται ως επιταγή από τα
κέντρα της πραγματικής εξουσίας.
Απληστία του κεφαλαίου
Οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές και οι τραπεζίτες έχουν πλέον ως δεδομένες
τις συνθήκες της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Και η πραγματική
κατεύθυνση που θα απαιτούν -αν δεν τρομάξουν από τις απαντήσεις του
εργατικού κινήματος- είναι να σκληρύνει η οικονομική και κοινωνική
πολιτική ώστε να προστατευτούν τα κέρδη τους, τα μερίδιά τους στις
«αγορές», οι θέσεις τους στο διεθνή ανταγωνισμό. Ζητούν ήδη και θα
ζητούν όλο και πιο πιεστικά από την (όποια) κυβέρνηση να κάνει εδώ αυτά
που κάνει ο Σαρκοζί στη Γαλλία και ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία. Το
κεφάλαιο στρέφεται σε μια ακραία άπληστη και αντεργατική νεοφιλελεύθερη
πολιτική.
Όλα τα μέτρα που ετοιμάζει η κυβέρνηση κινούνται σε αυτήν την
κατεύθυνση: νέα φοροεπιδρομή στα χαμηλά εισοδήματα, σκληρή πολιτική
μισθών παρά τη δραματική ακρίβεια, ιδιωτικοποιήσεις και πλήρης
ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων σε όλες τις ΔΕΚΟ, υποβάθμιση των
ασφαλιστικών δικαιωμάτων (βλέπε ψαλίδι στα ΒΑΕ) και της περίθαλψης
(βλέπε εξαγγελίες Αβραμόπουλου). Οι κοινωνικές δαπάνες αναδεικνύονται
σε κρίσιμο μέτωπο: η απειλή του Αλογοσκούφη για «μηδενικές αυξήσεις»
στους προϋπολογισμούς όλων των υπουργείων σημαίνει ότι στα νοσοκομεία,
στα σχολεία, στις συγκοινωνίες, στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, στην
καθαριότητα κ.λπ. θα δημιουργηθούν συνθήκες κόλασης για τα λαϊκά
στρώματα.
Αυτή η πολιτική θα ανοίξει ακόμα περισσότερο την ψαλίδα ανάμεσα στις
προσδοκίες του κόσμου και την επιρροή της Ν.Δ. αλλά και του ΠΑΣΟΚ. Όλοι
ξέρουν ότι ο δικομματισμός βαδίζει προς ιστορικά αρνητικό ρεκόρ
εκλογικής επιρροής και αυτό αναμένεται να επιβεβαιωθεί στις
φθινοπωρινές δημοσκοπήσεις και πολύ περισσότερο στις κάλπες των
ευρωεκλογών.
Όμως η ανατροπή αυτής της πολιτικής δεν μπορεί να στηριχτεί (μόνο ή κυρίως) στις κάλπες.
Αγώνες
Ο μόνος τρόπος για να προστατευτούν κρίσιμα εργατικά και κοινωνικά
δικαιώματα είναι μια σοβαρή κλιμάκωση των αγώνων από τα κάτω. Με στόχο
όχι μόνο να απαντηθούν οι προκλήσεις της Ν.Δ. (και η ευθυγράμμιση του
ΠΑΣΟΚ) αλλά να ανατραπεί η συνολική πολιτική που υπαγορεύει η κυρίαρχη
τάξη.
Σήμερα οι εργαζόμενοι δε χρειάζονται «βοηθήματα» για να βγάλουν το
χειμώνα, αλλά μια συνολική αντεπίθεση για ουσιαστικές αυξήσεις στους
μισθούς και τις συντάξεις που θα αντιστρέφει τη διάβρωση του εργατικού
εισοδήματος από τη διαρκή λιτότητα και τη φοροεπιδρομή. Σήμερα οι
εργαζόμενοι δεν χρειάζονται απλώς υπεράσπιση των εργασιακών σχέσεων,
αλλά αντιστροφή των συνεπειών που έχει συσσωρεύσει ο καρκίνος της
ελαστικοποίησης (π.χ. με την απαίτηση να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου
όλες οι «συμβάσεις» έργου ή χρόνου…). Σήμερα οι κοινωνικές δαπάνες δε
χρειάζονται απλές «βελτιώσεις», αλλά σαρωτικές διεκδικήσεις με στόχο να
διασφαλιστεί ανθρώπινη περίθαλψη και εκπαίδευση στην τεράστια
πλειοψηφία των μισθωτών. Με τέτοια «προγραμματικά» στοιχεία ανατροπής
θα πρέπει η Αριστερά να αντιμετωπίσει την περίοδο.
Οι αγώνες των εργαζομένων ασφαλώς εξακολουθούν να χρειάζονται το
οργανωμένο δίκτυο των συνδικάτων. Όμως δεν υπάρχουν περιθώρια για
αυταπάτες. Η ΔΑΚΕ απλώς δημαγωγεί, προσπαθώντας να περιορίσει τις
απώλειες της Ν.Δ. Η ΠΑΣΚΕ, ακολουθώντας την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, σηκώνει
λευκή σημαία ακόμα και όταν δέχεται επιθέσεις που απειλούν τις
τελευταίες οργανωμένες δυνάμεις της (π.χ. στις τράπεζες, στον ΟΤΕ, στη
ΔΕΗ, στον ΟΣΕ…). Η λυκοσυμμαχία των δύο παρατάξεων στην ηγεσία της ΓΣΕΕ
έχει ήδη αποδειχθεί απολύτως ακατάλληλη για να οργανώσει ακόμα και την
πιο μετριοπαθή αντίσταση. Όμως, σε όλους τους εργασιακούς χώρους είναι
πλέον ορατές σημαντικές μειοψηφίες που αναζητούν μαχητικές απαντήσεις,
που θέλουν να οργανώσουν τους αγώνες, που μπορούν εύκολα σε συνθήκες
αγωνιστικής ανάτασης να μετατραπούν σε ηγετικές πλειοψηφίες. Σε αυτόν
τον κόσμο -στα ερωτήματά του, τις ανάγκες του, στις προσπάθειές του-
πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας.
Η περίοδος απαιτεί και ταυτόχρονα επωάζει μια εργατική αντεπίθεση.
Ο παράγοντας αυτός θα κρίνει τον πραγματικό συσχετισμό μεταξύ κεφαλαίου
και εργασίας, αυτός επίσης θα κρίνει -τελικά- και τις πολιτικές
εξελίξεις. Με αυτά τα καθήκοντα έχουμε να αναμετρηθούμε σε μια χρονιά
πολιτικά κρίσιμη.
Σε αυτή την αναμέτρηση, τα φετινά συλλαλητήρια στη ΔΕΘ θα είναι ο πρώτος σταθμός.