Οι εθνικισμοί στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού
Ο ι πρόσφατες εξελίξεις στον Καύκασο υπενθύμισαν, με τραγικό για τους λαούς της περιοχής τρόπο, τέσσερα πράγματα. Πρώτον, ο κόσμος δεν αποτελείται από έναν πανίσχυρο υπεριμπεριαλισμό, από μια αυτοκρατορία στα κελεύσματα της οποίας υποκλείνονται οι πάντες. Αντίθετα, ο κόσμος αποτελείται από πολλούς αντίπαλους ιμπεριαλισμούς, ακριβώς επειδή ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, ενός συστήματος που υπάρχει μόνον μέσα από τον ανταγωνισμό διαφορετικών κεφαλαίων. Ο ανταγωνισμός των πολλών διαφορετικών κεφαλαίων, που καταλήγει στον ανταγωνισμό μεταξύ κρατών, σημαίνει και ακατάπαυστους πολέμους, σε μια κλίμακα που ποτέ δεν υπήρξε στα προηγούμενα οικονομικά συστήματα εξαιτίας της τεχνολογικής και βιομηχανικής τους υστέρησης σε σχέση με τον καπιταλισμό. Ακόμη κι αν υπήρχε ένας υπεριμπεριαλισμός, ο πολυπολικός κόσμος που μοιάζει να επανεμφανίζεται δεν είναι λιγότερο ακίνδυνος. Ο κίνδυνος γενικευμένης ανάφλεξης, ακόμη και θερμοπυρηνικής –παρότι μακρινό– φαντάζει σήμερα ως πιθανό σενάριο, ενώ μέχρι και τις 6 Αυγούστου φαινόταν σαν μιαν απειλή που είχε «εξοριστεί» στο ιστορικό παρελθόν.
Δεύτερον, ο δρόμος του εθνικισμού είναι ταυτόχρονα βλακώδης και αιματοβαμμένος και, όσον αφορά τους εμπλεκόμενους λαούς, δεν υπάρχει τελικός νικητής. Ο εθνικιστικός τυχοδιωκτισμός, κυρίως του θλιβερού δικηγόρου από τη Ν. Υόρκη, που ακούει στο όνομα Μιχαΐλ Σαακασβίλι, αλλά και οι πρόθυμες συμμετρικές αντιδράσεις των άλλων εθνικιστών ηγετών του Καυκάσου δείχνουν το πού μπορούν να οδηγήσουν οι σοβινιστικές υστερίες που καλλιεργούνται συστηματικά σε περιοχές όπως η γειτονιά μας, τα Βαλκάνια.
Τρίτον, η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς στην Ελλάδα και αλλού προειδοποιούσε ότι η επιβολή της αλλαγής συνόρων στη Σερβία με την πίεση του δυτικού ιμπεριαλισμού όχι μόνον δημιουργούσε ένα κράτος προτεκτοράτο στην περιοχή, αλλά αποτελούσε και προηγούμενο για ανάλογες κινήσεις και από το άλλο στρατόπεδο, δηλ. τη Ρωσία.
Τέταρτον, η ολυμπιακή εκεχειρία είναι μια φενάκη, ένα αστείο με το οποίο βαρέθηκε να παίζει ακόμη και ο Έλληνας πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς.
Τα γεγονότα
Παρότι στην Ελλάδα υπήρξε σχετικά αντικειμενική πληροφόρηση (εξαιτίας της σύναψης οικονομικών και πολιτικών συμμαχιών της ελληνικής άρχουσας τάξης με τους Ρώσους καπιταλιστές), στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, η κρίση παρουσιάστηκε ως μονομερής και απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία. Στην πραγματικότητα ήταν ο Σαακασβίλι εκείνος που –παρότι λίγες ώρες πριν είχε συμφωνήσει σε ανακωχή με τους Οσέτους αυτονομιστές και παρότι μόλις άρχιζαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες– εισέβαλε με όλη τη δύναμη πυρός του γεωργιανού στρατού στη Νότια Οσετία και σχεδόν ισοπέδωσε την πρωτεύουσα Τσχινβάλι. Η ρωσική και οσετική πλευρά κάνουν λόγο για 1.500 νεκρούς αμάχους, κι όσο κι αν υπερβάλλουν προπαγανδιστικά, το μέγεθος της σφαγής είναι αυτής της τάξης.
Έπειτα από δύο 24ωρα η ρωσική πλευρά απάντησε τρέποντας σε φυγή το γεωργιανό στρατό, όχι μόνον από τη Ν. Οσετία αλλά και από την Αμπχαζία, την άλλη περιοχή που ζητά αυτονομία από τη Γεωργία. Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές υπήρχε ρωσική στρατιωτική παρουσία μέσα στην καθαυτό Γεωργία: στο λιμάνι Πότι, στο Γκόρι και στο Σενάκι, όπου ο γεωργιανός στρατός διατηρούσε μια μεγάλη βάση.
Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε ραγδαία κλιμάκωση μιας υποβόσκουσας ενδοϊμπεριαλιστικης αντιπαράθεσης: Ξέσπασε ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, καθώς οι πρώτες απειλούσαν τη δεύτερη με αποβολή από διεθνείς οργανισμούς όπως το G8 και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Στο παιχνίδι μπήκε και η Ουκρανία, που απείλησε να μην επιτρέψει επιστροφή του ρώσικου στόλου στην Κριμαία, ενώ η Πολωνία έσπευσε να υπογράψει τη συμφωνία για την εγκατάσταση τμήματος της λεγόμενης «αντιπυραυλικής ασπίδας» στο έδαφός της. Στις 25 Αυγούστου η ρωσική Δούμα ενέκρινε ομόφωνα το αίτημα της ηγεσίας των Αμπχάζιων και των Νοτιοοσέτων για αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους και εκκρεμούσε πλέον η υπογραφή του Μεντβέντεφ για να αποκτήσει νομική υπόσταση η απόφαση αυτή της Δούμας.
Η άνοδος των εθνικισμών
Πριν ακόμη καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση, η Γεωργία είχε ήδη, από το 1989, ξεκινήσει την απόσχισή της από ΕΣΣΔ. Το Λαϊκό Μέτωπο της Νότιας Οσετίας ζήτησε, από την πλευρά του, καθεστώς «αυτόνομης δημοκρατίας» απέναντι στη Γεωργία. Ως απάντηση η Τιφλίδα επέβαλε τα γεωργιανά ως μόνιμη επίσημη γλώσσα σε όλη την επικράτεια. Το 1990 οι γεωργιανές αρχές απαγόρευσαν τη λειτουργία κομμάτων στις περιφέρειες της χώρας, πράγμα που στόχευε σαφώς ενάντια στο Λαϊκό Μέτωπο της Ν. Οσετίας. Τότε οι Νοτιοοσέτοι ανακήρυξαν την Οσετία σε Σοβιετική Δημοκρατία μέλος της ΕΣΣΔ. Ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης πλέον Γεωργίας, Ζβιάντ Γκαμσαχούρντια ανταπάντησε καταργώντας τελείως το καθεστώς αυτονομίας της Ν. Οσετίας το Δεκέμβριο του 1990. Το 1991 η κλιμάκωση οδήγησε σε πόλεμο και το Τσχινβάλι έγινε, και τότε, στόχος των Γεωργιανών με αποτέλεσμα να υπάρξουν 1.000 νεκροί, καθώς και 100.000 Οσέτοι και 23.000 Γεωργιανοί πρόσφυγες. Αντίστοιχες συγκρούσεις έγιναν και στην Αμπχαζία. Τελικά, το 1992 η Γεωργία αναγκάστηκε να δεχθεί κατάπαυση του πυρός και εγκατάσταση ειρηνευτικής δύναμης από Οσέτους, Ρώσους και Γεωργιανούς. Η αδιέξοδη εθνικιστική πολιτική του Γκαμσαχούρντια οδήγησε στη βίαιη ανατροπή του το 1992 και στην ανάληψη της προεδρίας από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Έντουαρντ Σεβαρτνάτζε. Παρότι φιλικός προς τις ΗΠΑ στην αρχή, στη διάρκεια της δεκαετούς εξουσίας του, ο Σεβαρτνάτζε τελικά έστρεψε τη χώρα σε συμμαχία με τη Ρωσία.
Σαακασβίλι
Όμως το καθεστώς Σεβαρτνάτζε βυθίστηκε γρήγορα στη διαφθορά. Η λαϊκή δυσαρέσκεια έγινε η πρώτη ύλη στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και άλλων αμερικανικών οργανώσεων «διάδοσης της δημοκρατίας», όπως το NED (Εθνικό Κληροδότημα για τη Δημοκρατία). «Εκλεκτός» τους έγινε πλέον ο Μιχαΐλ Σαακασβίλι, σπουδαγμένος σε αμερικανικά πανεπιστήμια, πρώην στέλεχος μεγάλου δικηγορικού γραφείου της Ν. Υόρκης, αλλά καθόλου αμόλυντος από τη διαφθορά αφού ήταν υπουργός Δικαιοσύνης του Σεβαρτνάτζε. Το 2003 υλοποιήθηκε από τους παραπάνω μηχανισμούς η «Ρόδινη Επανάσταση» που απομάκρυνε βίαια τον Σεβαρτνάτζε και άνοιξε το δρόμο στον Σαακασβίλι, ο οποίος εκλέχθηκε πρόεδρος το 2004.
Με την άνοδό του στην εξουσία ο Σαακασβίλι συνέχισε την παραδοσιακή αυταρχική πολιτική: αποδυνάμωσε το Κοινοβούλιο, περιόρισε την πολιτική έκφραση, άσκησε πιέσεις στα ΜΜΕ και τη δικαιοσύνη, εκβιάζοντας και φυλακίζοντας επικριτές και πολιτικούς του αντιπάλους. Το Νοέμβριο του 2007 χτύπησε βίαια τις κινητοποιήσεις της αντιπολίτευσης και απαγόρευσε τις διαδηλώσεις. Το Γενάρη του 2008 επικράτησε άνετα στις πρόωρες εκλογές, καθώς οι βασικοί πολιτικοί του αντίπαλοι βρίσκονταν στη φυλακή και στην εξορία, κατηγορούμενοι συλλήβδην ως «πράκτορες των Ρώσων». Είναι χαρακτηριστικό ότι το καθεστώς βρέθηκε στο στόχαστρο ακόμη και της έκθεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Κατάσταση των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων το 2008.
Ο Σαακασβίλι εφάρμοσε –φυσικά– ξετσίπωτο νεοφιλελευθερισμό. Η Παγκόσμια Τράπεζα τον επιβράβευσε χαρακτηρίζοντας τη Γεωργία «πρώτη στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στον κόσμο». Όμως το 2007 η χώρα ήταν μόλις στην 108η θέση στον κόσμο όσον αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της. Σήμερα η επίσημη ανεργία ξεπερνά το 13%, ο μέσος μηνιαίος μισθός δεν ξεπερνά τα 100 δολάρια, το 50% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 25% επιβιώνει με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Πολλές περιοχές της χώρας δεν έχουν επαρκή παροχή ηλεκτρισμού και πόσιμου νερού και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν σε γειτονικές χώρες.
Εθνικισμός
Το χειρότερο είναι ότι ο Σαακασβίλι επανέφερε την εθνικιστική πολιτική του Γκαμσαχούρντια. Θέτοντας ως «εθνικό στόχο» την επανακατάληψη των τριών υπό απόσχιση περιοχών (Ν. Οσετίας, Αμπχαζίας και Ατζαρίας), προσπάθησε να στρέψει τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς τους γειτονικούς λαούς. Έτσι ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμών, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του σχεδίου στρατιωτικής περικύκλωσης της Ρωσίας. Την ίδια στιγμή που η φτώχεια χτυπούσε άγρια τον πληθυσμό, η γεωργιανή κυβέρνηση αύξησε –μέσα σε δύο χρόνια– τις στρατιωτικές δαπάνες κατά 3.000%! (χωρίς να υπολογίζουμε τη δωρεάν βοήθεια που παίρνει από τις ΗΠΑ). Επίσης έχει εμπλέξει τη χώρα πολύ χοντρά και στους άλλους ιμπεριαλιστικούς πολέμους: διατηρεί 2.500 στρατιώτες στο Ιράκ, τους περισσότερους αν εξαιρέσουμε ΗΠΑ και Αγγλία! Η είσοδος στο ΝΑΤΟ φαινόταν ως λογική κορύφωση των παραπάνω, ωστόσο οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης είχαν άλλη άποψη.
Ο πόλεμος-αστραπή, το μπλίτσκριγκ, που επιχείρησε στη Ν. Οσετία ο Σαακασβίλι προέβλεπε το εξής σχέδιο: Οι Ρώσοι θα πιάνονταν στον ύπνο, οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα έβαζαν σε δεύτερη μοίρα την εισβολή και τις σφαγές αμάχων, το ΝΑΤΟ θα εξασφάλιζε τα τετελεσμένα. Όμως ο τζογαδόρος απέτυχε.
Το γιατί επιχείρησε κάτι τόσο ανόητο δεν έχει πια τόση σημασία. Η Κοντολίζα Ράις αρνείται εμφατικά ότι του είχε δώσει το «πράσινο φως», ωστόσο τον Ιούλιο, λίγες ημέρες πριν από τον πόλεμο, η Αμερικανίδα υπουργός είχε επισκεφθεί την Τιφλίδα και είχε κάνει δηλώσεις που σήκωναν «παρερμηνεία», καθώς δεσμεύτηκε για την «εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας».
Υποκρισία
Πολλές δυτικές κυβερνήσεις και ΜΜΕ ανακάλυψαν ξαφνικά τον όρο «ιμπεριαλισμός» μετά την επέμβαση της Ρωσίας στη Γεωργία. Έχουν δίκιο, γιατί περί αυτού πρόκειται: μια κλασική ιμπεριαλιστική επέμβαση που εκμεταλλεύτηκε τις εθνικιστικές εντάσεις σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για τη Ρωσία.
Ο Πούτιν χρησιμοποιεί όλα τα βρόμικα κόλπα που διδάχθηκε από τη Δύση. Π.χ. το έκτο σημείο της «Συμφωνίας Εκεχειρίας» προβλέπει ότι «μέχρι την εγκατάσταση διεθνούς μηχανισμού, οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις θα εφαρμόσουν πρόσθετα μέσα ασφαλείας».
Γι’ αυτό εξάλλου η υποκρισία της Δύσης είναι πια κωμική: Ποιος μπορεί να μιλά για κατάλυση της εδαφικής ακεραιότητας ενός κυρίαρχου κράτους, όταν το Ιράκ, το Αφγανιστάν, ακόμη και ο Λίβανος αποτελούν τις πιο κλασικές –και πολύ πιο αιματηρές– περιπτώσεις ιμπεριαλιστικής επέμβασης της σημερινής εποχής; Ειδικά η Αγγλία δεν δικαιούται να ομιλεί: η περίπτωση της Ν. Οσετίας έχει καραμπινάτη ομοιότητα με τα Φόκλαντ. Σε εκείνο τον πόλεμο στη θέση της Γεωργίας ήταν η Αργεντινή και στη θέση της Ρωσίας, η Αγγλία της Θάτσερ.
Τέλος, ποιος μπορεί να εμφανίζεται ως υπερασπιστής του απαραβίαστου των συνόρων όταν έχει δημιουργήσει το Κόσοβο;
Αίτια
Τελικά όλοι γνωρίζουν ότι η αντιπαράθεση δεν έχει να κάνει με το διεθνές «δίκαιο».
Οι αιτίες της σύγκρουσης είναι η διεκδίκηση σφαιρών επιρροής και η παγίωση στρατηγικών και στρατιωτικών πλεονεκτημάτων για τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς. Οι ΗΠΑ πιέζουν έναν πολύ αδυνατισμένο ιμπεριαλισμό, τον ρώσικο, κι αυτός έχοντας ανακάμψει σχετικά από τη μεγάλη υποχώρηση της δεκαετίας του ’90 μπορεί να απαντά αν τα χτυπήματα που δέχεται είναι πολύ κοντά. Οι μεν καλλιεργούν και εκμεταλλεύονται τον εθνικισμό των Γεωργιανών, οι δε τον εθνικισμό των Οσέτων και των Αμπχάζιων. Το ότι δέχθηκε πρώτος επίθεση δεν καθιστούν το ρωσικό ιμπεριαλισμό λιγότερο αθώο από τον δυτικό. Εξάλλου η προοπτική επανεξοπλισμού του ρωσικού στόλου με πυρηνικά και η απειλή για στόχευση της Πολωνίας αποτελούν σοβαρούς κινδύνους για την ειρήνη αλλά και για τους λαούς του κόσμου.
Η Γεωργία είναι κρίσιμη καθώς από εκεί περνούν όλοι οι μη ρωσικοί αγωγοί ενεργειακών αποθεμάτων της Κασπίας: Υπάρχει ο πετρελαιαγωγός Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν, ο πετρελαιαγωγός Αζερμπαϊτζάν-Σούπσα (λιμάνι της Γεωργίας), ενώ σχεδιάζεται και ο αγωγός Ναβούκο, που θα περνά από Γεωργία και Τουρκία και θα καταλήγει στην Αυστρία. Γι’ αυτούς τους λόγους οι ΗΠΑ δεν θέλουν με τίποτε να χάσουν τον έλεγχο του καθεστώτος της Τιφλίδας και είναι πρόθυμες να κλείσουν τα μάτια σε οποιαδήποτε σφαγή μειονοτήτων προχωρήσει ο Σαακασβίλι. Ωστόσο θα τον αντικαταστήσουν αμέσως αν βρουν άλλον πρόθυμο συνεργάτη, λιγότερο άφθαρτο και περισσότερο συνετό. Όμως βραχυπρόθεσμα οι ΗΠΑ είναι οι χαμένες της τωρινής αντιπαράθεσης.
Ο Πούτιν σημείωσε μιαν αναμφίβολη στρατιωτική και πολιτική επιτυχία. Ο πόλεμος αυτός είχε για τη Ρωσία πολύ καλύτερη εξέλιξη σε σχέση με αυτόν στην Τσετσενία. Ταυτόχρονα η ρωσική επικράτηση αποτέλεσε ένα μήνυμα σε όλες τις χώρες που προέκυψαν μετά τη διάλυση ΕΣΣΔ και που τώρα θέλουν υστερικά να μπουν όσο πιο βαθιά γίνεται στον αμερικανικό άξονα.
Όμως πυροδότησε κι αντίστροφες τάσεις: Η παρουσία του ρωσικού στρατού σε γεωργιανό έδαφος δεν επιτρέπει στον γεωργιανό λαό να ανατρέψει τον Σαακασβίλι, όπως ακριβώς οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί εμπόδισαν για χρόνια τον σερβικό λαό να ανατρέψει τον Μιλόσεβιτς.
Επίσης άλλαξε, εν μέρει, τις διαθέσεις των λαών της Τσεχίας και της Πολωνίας σπέρνοντας περισσότερες αποφάσεις σχετικά με την εγκατάσταση αντιπυραυλικής ασπίδας στο έδαφος τους.
Ελλάδα κι Αριστερά
Η ελληνική άρχουσα τάξη και η κυβέρνησή της προσπαθεί να επανακαθορίσει τις συμμαχίες και τις προτεραιότητές της στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν. Η αμηχανία της φάνηκε ακόμη και στα εξώφυλλα του δεξιού Τύπου, που αναρωτιόντουσαν «και τώρα τι κάνουμε, με ποιον πάμε;». Όμως τελικά η Έλληνες καπιταλιστές βρίσκονται στο ένα από τα δύο μεγάλα στρατόπεδα της περιόδου. Και θα δράσουν ανάλογα. Η ελληνική Αριστερά οφείλει να παλέψει ώστε να αποτρέψει την αποστολή οποιωνδήποτε «ειρηνευτικών» στρατευμάτων στην περιοχή. Θα πρέπει να επιμείνει ώστε να επιστρέψουν και τα υπόλοιπα ελληνικά στρατεύματα από την «πέτρα του σκανδάλου» δηλ. από το Κόσοβο, αλλά και από το Αφγανιστάν. Θα πρέπει να αντιταχθεί στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, απαιτώντας από την κυβέρνηση να μη δεχθεί νέα μέλη (όχι στη βάση του ελληνικού εθνικισμού όπως έγινε με τη Μακεδονία), αλλά στη βάση του διεθνισμού.
Ως λογική απόρροια των παραπάνω θα πρέπει να
να απαιτήσουμε το κλείσιμο των ΝΑΤΟϊκών βάσεων και την έξοδο από το ΝΑΤΟ, αν θέλουμε να μη φαινόμαστε υποκριτές όταν περιμένουμε από άλλους λαούς να μην εγκρίνουν την είσοδο των χωρών τους στη Συμμαχία.
Είναι σαφές για τους περισσότερους ότι κανείς δεν μπορεί να περιμένει μια πιο ειρηνόφιλη πολιτική με την αλλαγή του ενοίκου το Λευκού Οίκου στις ΗΠΑ. Η προώθηση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στις σφαίρες επιρροής της Ρωσίας ξεκίνησε επί μπαμπά Μπους και κορυφώθηκε επί Κλίντον. Όμως υπάρχουν πολλές αυταπάτες για την Ευρώπη.
Ωστόσο, ούτε η «γηραιά ήπειρος» δεν μπορεί να αποτελέσει δύναμη ειρήνης, καθώς είναι ολόψυχα χωμένη στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία, την κάνει σήμερα λιγότερο επιθετική απέναντι στον Πούτιν, αλλά αυτό δεν εξασφαλίζει τίποτε όταν αρχίσει να μιλά η λογική των πυρηνικών κεφαλών. Εξάλλου ποια είναι σήμερα αυτή η περίφημη Ευρώπη; Η Αγγλία του Μπράουν, πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ και βασιλικότερος του βασιλέως. Η Γαλλία του Σαρκοζί, ο οποίος αναβαθμίζει τη θέση της χώρας του στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα στήνοντας στρατιωτικές βάσεις στον Περσικό Κόλπο. Η Ιταλία, η πιο «φιλορωσική» χώρα, είναι στα χέρια του Μπερλουσκόνι και των φασιστών που κατεβάζουν τον στρατό ενάντια στον ίδιο το λαό τους. Οι Βαλτικές Χώρες, επίσης βασιλικότερες του βασιλέως, με φιλοφασιστικές κυβερνήσεις που ασκούν άγρια εθνική καταπίεση ενάντια στις μεγάλες ρωσικές μειονότητες που βρίσκονται στο έδαφός τους. Το μόνο που μένει είναι η Γερμανία της Μέρκελ. Αλλά δεν μπορεί κανείς σοβαρά να βασιστεί σε αυτήν για την ειρήνη στον κόσμο…
Πέτρος Τσάγκαρης