Αγώνας για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού,
του ιμπεριαλισμού και του ρατσισμού
Ανάσα στο δικομματισμό εμφανίζονται να δίνουν τα πρόσφατα γκάλοπ (Κάπα Research, MRB, Alco). Η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται να «τσιμπάνε» μια μικρή άνοδο (από 1 έως 2%), ενώ μικρή κάμψη (περίπου 2%) παρουσιάζουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, σε σύγκριση πάντως με τα ποσοστά-ρεκόρ του προηγούμενου μήνα. Στασιμότητα ή και πτωτική τάση παρουσιάζει το ΚΚΕ.
Α σφαλώς τα γκάλοπ αυτά είναι τμήμα της γενικότερης πολιτικής αντεπίθεσης (που ήδη διευρύνεται σε όλα τα «μεγάλα» ΜΜΕ…) μετά τον πανικό που προκάλεσε η εκτόξευση της Αριστεράς στις μετρήσεις των προηγούμενων μηνών. Το «στήσιμο» του πολιτικού παιχνιδιού είναι μια τακτική που σίγουρα θα χρησιμοποιηθεί στους επόμενους μήνες, αφού μέσα στις συνθήκες της διεθνούς οικονομικής αστάθειας το τελευταίο που θα επιθυμούσαν οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες θα ήταν να αντιμετωπίσουν επιπρόσθετα και μια πολιτική κρίση, που θα δημιουργούσε προβλήματα κυβερνητικής σταθερότητας στην υποστήριξη του νεοφιλελεύθερου προγράμματος.
Παρόλα αυτά, δεν είναι τυχαίο ότι τα γκάλοπ που εμφανίζουν τάση
ανάκαμψης του δικομματισμού έγιναν μέσα στη συγκυρία των συζητήσεων για
τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και το «βέτο» για το όνομα της Δημοκρατίας της
Μακεδονίας. Ο εγκλωβισμός της Αριστεράς στην «εθνική συναίνεση για το
όνομα» άφησε όλα τα περιθώρια για να λειτουργήσει δεξιόστροφα αυτή η
συγκυρία. Δεν είναι τυχαίο ότι στα ίδια γκάλοπ ένα τεράστιο ποσοστό
απορρίπτει ακόμα και το όνομα «Νέα Μακεδονία», δηλαδή την επιλογή του
ελληνικού κεφαλαίου και της διπλωματίας του τουλάχιστον στα 10
τελευταία χρόνια.
Ο Καραμανλής, παίρνοντας το μήνυμα, απειλεί ότι θα βαδίσει προς τις
επόμενες εκλογές με έμφαση στα λεγόμενα «εθνικά» ζητήματα. Ανάλογα
κινείται και ο Παπανδρέου, που, για να συσπειρώσει το ΠΑΣΟΚ, ανέβασε
τους «πατριωτικούς» τόνους, ξεχνώντας ακόμα και τη δική του πολιτική ως
υπουργός Eξωτερικών των κυβερνήσεων Σημίτη. Η Αριστερά πρέπει να σπάσει
τη συναίνεση με αυτήν την πολιτική. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν είναι
πεδίο άσκησης, τάχα, αντιιμπεριαλιστικών ελιγμών. Επίσης, η Αριστερά
οφείλει να θυμηθεί (τουλάχιστον) την ιστορία της και να αντιδράσει στις
εθνικιστικές πιέσεις για το «όνομα».
Όμως η συνέχεια της δημαγωγικής αξιοποίησης των «εθνικών» δεν θα είναι
καθόλου εύκολη υπόθεση ούτε για τον Καραμανλή ούτε για τον Παπανδρέου.
Την καλύτερη απόδειξη την είδαμε με την έκρηξη Τατούλη στην ίδια την
Κ.Ε. της Ν.Δ. («να είστε βέβαιοι ότι όσα νομοσχέδια και να ψηφιστούν,
δεν πρόκειται να εφαρμοστούν αν η κοινωνία δεν τα αποδεχθεί…»). Η
κυβέρνηση της Ν.Δ. βγαίνει σοβαρά τραυματισμένη από τη μάχη του
ασφαλιστικού. Τα εκατομμύρια των διαδηλωτών έχουν ήδη οικοδομήσει τις
δυνατότητες για την αρχή του τέλους του Καραμανλή.
Η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα καυτό εξάμηνο, όπου θα πρέπει να δώσει
μάχη για να εφαρμόσει το νόμο-καρμανιόλα της Πετραλιά. Ταυτόχρονα έχει
μπροστά της τη μάχη για τις αυξήσεις στους μισθούς (που μετά την
κατάπτυστη συμφωνία ΓΣΕΕ-ΣΕΒ περνάει στο πεδίο των κλαδικών
συμβάσεων…). Έχει μπροστά της τη μάχη για την παραπέρα ελαστικοποίηση
των εργασιακών σχέσεων, στα πλαίσια της διαβόητης flexicurity που
υπαγορεύει το διευθυντήριο της Ε.Ε. Και ακόμα έχει μπροστά της τη μάχη
των σαρωτικών ιδιωτικοποιήσεων που απαιτούν οι βιομήχανοι και οι
τραπεζίτες.
Σε αυτά τα μέτωπα θα κριθούν οι πολιτικές εξελίξεις. Ασφαλώς δεν είναι
τα μόνα. Το αποκρουστικό πρόσωπο του ρατσισμού αναδεικνύεται
καθημερινά, όπως με τις αποκαλύψεις για τα φραουλοχώραφα-γκέτο στην
Ηλεία. Οι πατριδοκάπηλες δημαγωγίες έχουν εκρηκτικές αντιφάσεις και
κενά, όπως αυτά που ήρθαν στην επιφάνεια με το σκάνδαλο της εθνικής
ντόπας στην Άρση Βαρών (βλ. σελ. 6-7). Η πρόσδεση της Ντόρας
Μπακογιάννη στο άρμα του Τζορτζ Μπους δέχεται χαστούκια, όπως αυτό της
εξέγερσης στο Ιράκ ή το βάλτωμα του ιμπεριαλισμού στο Αφγανιστάν.
Αυτήν την πολιτική μπορούμε να την ανατρέψουμε, μαζί με την κυβέρνηση
που την υποστηρίζει και μαζί με τη «σταθερότητα» του πολιτικού
συστήματος που την υπηρετεί. Αρκεί η Αριστερά να το επιχειρήσει
πραγματικά. Να ενώσει την ταξική αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό με όλα
τα μέτωπα της περιόδου. Να σπάσει τη συναίνεση στην «εθνική» πολιτική
των εξοπλισμών, της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, των εκβιασμών στους
γείτονές μας στα Βαλκάνια. Να διεκδικήσει και να ανοίξει έναν άλλο
δρόμο, που θα βάζει πραγματικά τις ανάγκες της πλειοψηφίας πάνω από τα
κέρδη, πάνω από τις υποκρισίες, πάνω από τους ελιγμούς της κυρίαρχης
σήμερα μειοψηφίας.