Νικητές και ηττημένοι στις προεδρικές στη Γαλλία

Μαθήματα για την Αριστερά

Φάρος το 4,18% του Μπεζανσενό και της LCR

 

O πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία έστειλε στο δεύτερο γύρο τη μονομαχία μεταξύ Ν. Σαρκοζί (31%) και Σ. Ρουαγιάλ (26%).


Πρόκειται για ένα δίδυμο πραγματικά προκλητικό. Ο Σαρκοζί, μετά τα 12 χρόνια του Σιράκ, είναι μια εξαιρετικά αντιδραστική υποψηφιότητα: στην οικονομία υποστηρίζει τη νεοφιλελεύθερη «θεραπεία-σοκ» που ζητούν οι βιομήχανοι, στη διεθνή πολιτική υποστηρίζει τη σύγκλιση με τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα αναθερμαίνει το γαλλικό εθνικισμό, για τους μετανάστες υιοθετεί τις ρατσιστικές κατευθύνσεις του Λεπέν, ενώ έχει κάνει σημαία την ένταση της καταστολής, φτάνοντας να αποκαλέσει «καθάρματα» τους διαδηλωτές, και ιδιαίτερα τους νέους των προαστίων. Η Ρουαγιάλ, αντίστοιχα, είναι η πιο συντηρητική υποψηφιότητα που έχει προκύψει από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας: δεν τόλμησε να αναδείξει κανένα από τα κεντρικά αιτήματα των εργατών, ζήτησε τη γαλλική σημαία και τον εθνικό ύμνο στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του κόμματός της, ενώ υποχώρησε πρόθυμα στην πίεση του Σαρκοζί για πολιτική πυγμής απέναντι στην «παραβατικότητα».


Η ανικανότητα της    Ρουαγιάλ να εμπνεύσει τον κόσμο μαζικοποίησε την υποψηφιότητα του κεντροδεξιού Μπαϊρού (18,5%), που προσπάθησε να προβληθεί ως «επικίνδυνος για τον Σαρκοζί». Το ποσοστό του ρατσιστική ακροδεξιού Λεπέν έπεσε σημαντικά (στο 10,5% από το 18% του 2002). Αυτό είναι ένα καλό νέο με σχετική όμως σημασία, αφού μεγάλο τμήμα ψηφοφόρων του Λεπέν τρυγήθηκε από τον Σαρκοζί.


Αυτή η τετράδα της συμφοράς και οι θέσεις που υποστήριξε κατά την προεκλογική περίοδο αναδεικνύουν μια συντηρητική μετατόπιση στην κορυφή του πολιτικού σκηνικού, που δείχνει να προσαρμόζεται στις όλο και πιο σκληρές απαιτήσεις των βιομηχάνων και των τραπεζιτών. Όμως προσοχή: η συντηρητική μετατόπιση των πολιτικών ηγεσιών δεν αντανακλά μια ανάλογη πορεία στη βάση της κοινωνίας. Αντίθετα, η Γαλλία παραμένει η χώρα της μεγάλης νίκης του αριστερού «Όχι» στο Ευρωσύνταγμα, της αντινεοφιλελεύθερης εξέγερσης που ανέτρεψε το CPE, της παρατεταμένης εργατικής και νεολαιίστικης αντίστασης. Αυτός ο παράγοντας, που δεν επιτρέπεται να υποτιμηθεί, δείχνει ότι ο -όποιο  ς- νικητής του δεύτερου γύρου θα έχει δύσκολη δουλειά, γιατί θα έχει απέναντί του ένα δυνατό μαζικό κίνημα και τη δράση των εργατών και της νεολαίας από τα κάτω.

Συσχετισμός


Αυτός ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης στη Γαλλία, που δεν έχει τροποποιηθεί σε συντηρητική κατεύθυνση, δημιουργούσε πραγματικά μεγαλύτερες δυνατότητες για την Αριστερά. Η αποτυχία της γαλλικής Αριστεράς να εκφράσει αυτή τη δυναμική είναι ένα χρήσιμο πολιτικό μάθημα. Τα κινήματα, για να ανατρέψουν πολιτικές καταστάσεις, έχουν να λύσουν πολιτικά ζητήματα και να αναδείξουν αυθεντικούς πολιτικούς εκφραστές της δυναμικής τους. Κάθε διάσπαση ανάμεσα στην «κοινωνική» και στην «πολιτική» δράση ήταν και παραμένει μια συντηρητική άποψη, που τροφοδοτεί κυρίως τις ρεφορμιστικές ηγεσίες. Η γαλλική Αριστερά που έδωσε τη μάχη του «Όχι» και του CPE έφτασε στις εκλογές πολυδιασπασμένη. Όμως στη βάση της διάσπασης υπήρχαν κρίσιμες και ουσιαστικές πολιτικές επιλογές.


Την κύρια ευθύνη έχει το ΚΚ Γαλλίας. Όχι -κυρίως- γιατί πρόβαλε την υποψηφιότητα της γραμμετέως του Μαρί Ζορζ Μπιφέ ως -δήθεν- «ενωτικής και πλειοψηφικής» υποψηφιότητας, αλλά γιατί μέχρι και την τελευταία στιγμή αρνήθηκε να απορρίψει ρητά τη στρατηγική της κεντροαριστεράς, να δεσμευτεί ότι δεν θα μπει σε κυβέρνηση μαζί με το σοσιαλφιλελεύθερο Σ.Κ. Αυτή η πολιτική που διασπούσε το μέτωπο του «Όχι» δοκιμάστηκε εκλογικά και αποδοκιμάστηκε.


Η Μάρι Ζορζ Μπιφέ πήρε 707.000 ψήφους και ποσοστό 1,93%. Είναι μια σημαντική ήττα, που πρέπει να αποδοθεί στην άρνηση της ηγεσίας του ΚΚ να αποδοκιμάσει την τακτική της «πληθυντικής Αριστεράς» και που συνεχίζει μια διαρκή πορεία πτώσης: το 1995 ο γραμματέας του ΚΚ Ρομπέρ Υ είχε πάρει 2,6 εκατ. ψήφους και 8,64%. Το 2002 ο Ρομπέρ Υ έπεσε στις 960.000 ψήφους και ποσοστό 3,37%. Η αποτυχία της Μπιφέ φέτος είναι εκκωφαντική και ουσιαστικά κλείνει μια ολόκληρη συζήτηση: ο κόσμος της Αριστεράς απαιτεί να εγκαταλειφθεί η στρατηγική του κυβερνητισμού και της κεντροαριστεράς. Η διαπίστωση αυτή ισχύει για όλα τα κόμματα του Ευρωπαϊκού Κόμματος της Αριστεράς και έχει ιδιαίτερη αξία για τον Συνασπισμό.


Στην εικόνα της γαλλικής Αριστεράς υπάρχει ένα φωτεινό παράδειγμα: η υποψηφιότητα του Ολιβιέ Μπεζανσενό, της τροτσκιστικής LCR (Κομμουνιστικός Επαναστατικός Σύνδεσμος), που συγκέντρωσε 1,6 εκατομμύριο ψήφους (280.000 περισσότερες από το 2002…) και ποσοστό 4,18%. Ξεκινώντας από πιο αδύναμη οργανωτικά βάση σε σχέση με την Μπιφέ και κάτω από τη σκληρή πίεση της «χρήσιμης ψήφου» ενάντια στο Σαρκοζί, το ποσοστό της LCR είναι μια λαμπρή επιτυχία, που εξηγείται μόνο από την πολιτική της: Η LCR και ο Μπεζανσενό είχαν και έχουν ενωτική πολιτική μέσα στο μαζικό κίνημα και στην Αριστερά, πρόβαλλαν και προβάλλουν ένα ουσιαστικό και συγκεκριμένο αντινεοφιλελεύθερο πρόγραμμα διεκδικήσεων (1.500 ευρώ κατώτατος μισθός, απαγόρευση απολύσεων, αξιοποίηση των άδειων κατοικιών, αγώνας ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις…), αλλά επίσης επέμειναν μέχρι τέλους στην απαίτηση για πολιτική ανεξαρτησία απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία ως προϋπόθεση για μια ενωτική προεκλογική καμπάνια του μετώπου του «Όχι». Αυτή η πολιτική ξεχώρισε και νίκησε και αυτό το παράδειγμα έχει γενικότερη σημασία για όλη την ευρωπαϊκή Αριστερά. Η γνωστή εφημερίδα «Le Monde» έγραψε: «Η LCR τοποθέτησε τον εαυτό της στην ηγεσία του αντινεοφιλελεύθερου μετώπου…».


Στη ριζοσπαστική Αριστερά υπήρξαν και άλλες υποψηφιότητες. Η Αρλέτ Λαγκιγέ, της επίσης τροτσκιστικής Lutte Ouvriere (Εργατική Πάλη), έπεσε στο 1,32% (από το περίπου 5% του 2002…), παρόλο που η Αρλέτ ξεκίνησε την προεκλογική καμπάνια της με προβάδισμα έναντι του Μπεζανσενό. Οι αιτίες της πτώσης είναι σαφείς: Η υποτίμηση του νέου διεθνούς κινήματος και -κυρίως- η υποτίμηση του αυθεντικού αιτήματος του κόσμου για ενότητα στη δράση της Αριστεράς. Η ιδεολογική υπεροψία της Αρλέτ («Είμαι αντικαπιταλίστρια και όχι αντινεοφιλελεύθερη…») τιμωρήθηκε και η L.O. βρέθηκε πολύ πίσω από την LCR, παρόλο που η Αρλέτ είναι ιδιαίτερα γνωστή (και συμπαθής) ως παραδοσιακή ακροαριστερή υποψηφιότητα από τη δεκαετία του ’70.
Ο Ζ. Μποβέ (αντιπαγκοσμιοποιητικός αγροτοσυνδικαλιστής), που επιχείρησε να προβληθεί ως «υπεράνω», ως ενωτικός υποψήφιος που τάχα εγγυόταν το ξεπέρασμα των «σεχταριστών» της Αριστεράς, κέρδισε μόλις το 1,3% των ψήφων. Αυτή η αποτυχία διδάσκει ότι η αποφυγή των πολιτικών επιλογών κατά τις πολιτικές μάχες δεν αποτελεί καλή μέθοδο. Το συμπέρασμα απευθύνεται σε ένα τμήμα του Ευρωπαϊκού Φόρουμ που υποστήριζε την υποψηφιότητα του Μποβέ ως εργαλείο ξεπεράσματος των οργανώσεων και των κομμάτων, αλλά και σε ένα τμήμα της Ευρωπαϊκής άκρας Αριστεράς (ανάμεσά τους και οι φωστήρες της IST, του ΣΕΚ Βρετανίας και του αδερφού τμήματός τους στη Γαλλία…), που έβλεπαν στο πρόσωπο του Μποβέ μια αυτονόητη, «πλατιά αντικαπιταλιστική υποψηφιότητα», που θα έπρεπε τάχα να υποστηριχθεί ως η μοναδική μέθοδος για να ξεπεραστεί η «πολυδιάσπαση» του μετώπου του «Όχι».

Μαύρο στο Σαρκοζί


Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την ανάλυση και την επιμονή της LCR. Με αυτόν τον τρόπο αναδείχθηκε ο ουσιαστικός δρόμος -της ενότητας, αλλά στη βάση κρίσιμων πολιτικών επιλογών- που η Αριστερά οφείλει να ακολουθήσει (στη Γαλλία, αλλά και διεθνώς) για να ανατρέψει τη σημερινή κατάσταση.


Μπροστά στο δεύτερο γύρο, όλοι οι υποψήφιοι της Αριστεράς, χωρίς εξαίρεση, καλούν σε μαύρισμα του Σαρκοζί. Όπως διευκρίνισε ο Μπεζανσενό σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία: «Δεν είμαστε υπέρ της Ρουαγιάλ, είμαστε κατά του Σαρκοζί…».
Και καλά κάνουν. Γιατί, παρά τη δεξιά κατρακύλα της Ρουαγιάλ, η κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας είναι διαφορετική από την αντίστοιχη της Δεξιάς. Γιατί ο Σαρκοζί και το πρόγραμμά του αντιπροσωπεύουν ένα σοβαρό κίνδυνο για τους εργάτες και τη νεολαία. Γιατί, τέλος, η Ρουαγιάλ, αν νικήσει, θα είναι πιο ευάλωτη αντίπαλος για το κίνημα.


Οι εκλογές στη Γαλλία ανέδειξαν ένα πολιτικό σκηνικό όπου θα κυριαρχεί η πόλωση. Οι ανάγκες και οι προθέσεις των «καλών συνοικιών» κινούνται σε αντίστροφη κατεύθυνση από τις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και της νεολαίας. Το ζήτημα αυτό θα κριθεί ασφαλώς στους δρόμους και στους αγώνες και όχι στην κάλπη. Αλλά το 1,6 εκατομμύριο ψήφοι που πήρε ο, σχετικά άγνωστος, νεαρός επαναστάτης ταχυδρόμος της LCR δείχνει ότι διαμορφώνεται ένα ρεύμα που θα διεκδικήσει να νικήσει.

Θα είμαστε ολόψυχα στο πλευρό τους!


Αντώνης Νταβανέλλος

Λέξεις Κλειδιά