του Claudio Katz
Μετάφραση: Θάνος Λυκουργιάς
Ο Claudio Katz είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ερευνητής της CONICET (εθνικό συμβούλιο για την επιστήμη και την τεχνολογία, Αργεντινή) και μέλος των οικονομολόγων της Αριστεράς. Το site του είναι www.lahaine.org/katz. Το παρακάτω άρθρο είναι μετάφραση μιας συντομευμένης εκδοχής του αρχικού, που είχε γραφτεί στα ισπανικά το Δεκέμβρη του 2008.
Όταν οι τράπεζες άρχισαν να καταρρέουν, οι νεοφιλελεύθεροι έμειναν
άφωνοι και το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν ήταν να απαιτήσουν κρατική
προστασία. Η επιχειρηματολογία τους άρχιζε και τέλειωνε με το ότι η
κοινωνία πρέπει να παρέχει στις ιδιωτικές τράπεζες όσα χρήματα
χρειαστούν, ότι πρέπει να διασωθούν με δημόσιους πόρους.[1]
Το σύστημα είναι εκτός ελέγχου
Αν όμως η ίδια η καρδιά του
καπιταλισμού χρειάζεται τέτοια στήριξη, τότε όλοι οι ύμνοι υπέρ του
επιχειρηματικού ρίσκου και του ανταγωνισμού σαν πυλώνες του συστήματος
στερούνται κάθε νοήματος στη νέα εποχή που βιώνουμε. Το κατά πόσο
ευσταθούν αυτές οι αντιλήψεις είναι κάτι που δοκιμάζεται στις πιο
κρίσιμες στιγμές. Αν λοιπόν οι ιδιωτικοποιήσεις και η απορύθμιση είναι
χρήσιμες μόνο σε περιόδους ανάπτυξης, τότε αποτυγχάνουν να περάσουν το
τεστ στα δύσκολα.
Οι νεοφιλελεύθεροι αρνούνταν να δουν τις προειδοποιήσεις της
επερχόμενης έκρηξης. Αγνόησαν την ανεξέλεγκτη αύξηση των χρεών, τη
μόχλευση και τις καταρρεύσεις τραπεζών που σημειώθηκαν σε μια σειρά από
χώρες. Και όταν έγινε σαφές ότι τα παραπάνω γεγονότα θα φέρουν
καταιγίδα στην καρδιά του συστήματος, τότε απλώς ενίσχυσαν κι άλλο τις
μερκαντιλιστικές δεισιδαιμονίες τους.[2] Ξεπέταξαν στα γρήγορα το
πρόβλημα, λέγοντας ότι πρόκειται για προσωρινές δυσκολίες και
κατηγόρησαν για λαϊκισμό, όσους ασκούσαν κριτική. Η εθελοτυφλία τους
εξέφραζε τα συμφέροντα μιας ελίτ, τα μέλη της οποίας ανταγωνίζονταν
μεταξύ τους για να αρπάξουν οικονομικά οφέλη.
Οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι εντόπισαν ξαφνικά τις αντιφατικές
συνέπειες του ρίσκου. Καθώς στρίβουν τώρα το τιμόνι προς τον
επιχειρηματικό συντηρητισμό, ξεχνούν τη στήριξη που έδιναν τόσα χρόνια
σ’ αυτή την πολιτική. Πάνω στη μέθη του μπουμ εξυμνούσαν τις αρετές του
κερδοσκοπικού κεφαλαίου που χρηματοδοτούνταν με αυξημένο κίνδυνο και
τώρα πάνω στην κρίση τονίζουν τη σημασία της επιχειρηματικής σύνεσης…
Σε κάθε περίπτωση πάντως συνεχίζουν να αγνοούν το γεγονός ότι οι
μεγάλες οικονομικές κρίσεις δεν έρχονται σαν αποτέλεσμα της ατομικής
συμπεριφοράς του καθενός επιχειρηματία.
Αυτό που καθορίζει την ανοδική ή καθοδική τροχιά της συσσώρευσης
είναι οι ίδιες οι αντιφάσεις του συστήματος και όχι η ατομική ψυχολογία
του κάθε καπιταλιστή.
Όλοι οι πρωταγωνιστές σ’ αυτό το καθεστώς είναι υποχρεωμένοι να αντλούν
αξία από τις επενδύσεις τους, οι οποίες επηρεάζουν τους ανταγωνιστές
τους και δεν γίνεται να αποτραπούν οι συστηματικές ανισορροπίες που
προκύπτουν από αυτές τις δραστηριότητές τους.
Η σημερινή κρίση διαλύει το μύθο ότι οι τραπεζίτες (και οι
μαθηματικοί τους) έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται και να
διαχειρίζονται επικερδώς τα σημάδια του κινδύνου που στέλνει η αγορά.
Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί οι διοικητικοί υποτίμησαν τις απειλές
της κατάρρευσης, επειδή πήραν μέρος σε ένα παιχνίδι οπού οι παίχτες
πρέπει συνεχώς να ανεβάζουν το ποντάρισμα.[3] Ο κανόνας των αυξανόμενων
ωφελειών εμποδίζει την ικανότητά τους να αποτιμήσουν τους κινδύνους που
υπάρχουν στα δάνεια που παρέχουν. Και όταν τα λάθη αυτά φανερώνονται,
τότε οι τραπεζίτες μεταβιβάζουν τις ολέθριες συνέπειες στο σύνολο της
κοινωνίας.
Έλλειψη εμπιστοσύνης
Ορισμένοι νεοφιλελεύθεροι αποδίδουν ευθέως τα αίτια της κρίσης σε λάθη
της νομισματικής πολιτικής. Στην επιχειρηματολογία τους αναφέρουν πως
οι μειώσεις των επιτοκίων, εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας, οδήγησαν
σε πολλαπλασιασμό των δανειοδοτήσεων εκ μέρους των τραπεζών.[4] Η
επιχειρηματολογία αυτή δίνει συγχωροχάρτι στις τράπεζες για τις ευθύνες
που έχουν σχετικά με τη δημιουργία της στεγαστικής φούσκας. Όμως στην
πραγματικότητα η πτώση των επιτοκίων, που σήμερα καταγγέλλουν,
επανενεργοποίησε την οικονομία και έδωσε τη δυνατότητα στους
χρηματοδότες να πλουτίσουν από το κύμα των δανειζόμενων. Αυτός ήταν και
ο λόγος που τότε δεν αμφισβήτησαν καθόλου μια νομισματική πολιτική που
σε καμία στιγμή δεν τους υποχρέωνε να προχωρήσουν σε δανειοδοτήσεις
οποιασδήποτε μορφής.
Από την άλλη, ο ιδιότυπος αυτός διαχωρισμός των ευθυνών ανάμεσα στους
κυβερνητικούς και τους τραπεζίτες παραβλέπει τους στενούς δεσμούς που
υπάρχουν ανάμεσα στους προαναφερθέντες. Οι άνθρωποι, που καταλήγουν να
διοικούν την Κεντρική Τράπεζα ή το Υπουργείο Οικονομικών, ξεκινούν τις
καριέρες τους από μεγάλες τράπεζες και συνήθως επιστρέφουν σε αυτά τα
πόστα μόλις αποσυρθούν από τις κρατικές υπηρεσίες.
Όταν η έλλειψη αξιόπιστων εξηγήσεων για τα παραπάνω γίνεται εμφανής,
τότε οι νεοφιλελεύθεροι καταφεύγουν στα κλασικά θεωρήματά τους. Έχουν
ανάγει την εμπιστοσύνη σε ένα μαγικό όρο που εξηγεί την εμβάθυνση, τη
συνέχιση ή και το ξεπέρασμα ακόμα της κρίσης. Υποθέτουν πως η κρίση
προέκυψε από την απώλεια αυτής της αρετής και θεωρούν πως το πρόβλημα
θα λυθεί, όταν ξαναϋπάρξει εμπιστοσύνη. Το τι σκέφτεται ο κάθε
επιχειρηματίας θεωρείται πως είναι αυτό που καθορίζει την πορεία του
οικονομικού κύκλου. Στην πραγματικότητα όμως η ανοδική και η καθοδική
πορεία του οικονομικού κύκλου συνδέονται με μια αντίστροφη σχέση. Οι
καπιταλιστές επενδύουν όταν διαβλέπουν κέρδη, ενώ αποσύρουν τα κεφάλαιά
τους στην αντίστροφη περίπτωση. Άρα, όσο η κρίση μειώνει την
κερδοφορία, καμία παραίνεση δεν θα υπερκεράσει την απαισιοδοξία τους.
Οι πιο έμπειροι οικονομολόγοι παραδέχονται πως «ο καπιταλισμός θα
παραμείνει παγιδευμένος» από τη σοβαρότητα της κρίσης. Την ίδια στιγμή
ποντάρουν πως θα είναι μια μικρής διάρκειας και διαχειρίσιμη κρίση που
θα ξεπεραστεί με την επάνοδο της «οικονομίας της αγοράς».[5] Αλλά αυτές
οι προσδοκίες έρχονται σε αντίθεση με τις ζοφερές διαγνώσεις που οι
ίδιοι κάνουν και επίσης σκοντάφτουν στην εξαφάνιση της νεοφιλελεύθερης
ομοφωνίας μέσα στα κυρίαρχα στρώματα. Η ελπίδα πως η παρούσα κρίση
είναι μια μικρή δόνηση ή πως δεν θα προκαλέσει ζημιές που θα τραβήξουν
σε μάκρος είναι περισσότερο ευχολόγιο και λιγότερο ρεαλισμός.[6]
Κερδοσκοπία και απορύθμιση
Οι κεϊνσιανοί έχουν πλέον
εκθρονίσει τους αντιπάλους τους στα ΜΜΕ. Κομπάζουν για το γεγονός ότι
είχαν προβλέψει την κρίση και είχαν θέσει επανειλημμένα ερωτηματικά,
όσον αφορά την οικονομική απορύθμιση. Στην πλειοψηφία τους όμως έχουν
τις ίδιες προτεραιότητες με την τραπεζική ελίτ και δεν άσκησαν καθόλου
κριτική παρά μόνο τα τελευταία χρόνια.
Όταν το σύστημα επιδοκίμαζε τα μέτρα-προσβολή για την κοινωνία -τα
οποία εγκαινίασαν ο Reagan και η Thatcher, ο υπερασπιστής του
κεϊνσιανισμού Joseph Stiglitz ήταν πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο
George Soros πλούτιζε παίζοντας παιχνίδια με τις συναλλαγματικές
ισοτιμίες και ο Jeffrey Sachs εφάρμοζε προγράμματα δομικών
αναπροσαρμογών στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η ίδια αλλαγή
στρατοπέδου σημειώνεται και σήμερα. Ο Alan Greenspan έχει μετριάσει τη
νεοφιλελεύθερη ζέση του, ενώ ο Martin Feldstein προωθεί τις δημόσιες
δαπάνες.[7] Αλλά η ικανότητα να αναγνωρίζεις προς τα πού φυσάει ο
άνεμος δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να εξηγείς με σαφήνεια την κρίση.
Μια κοινή ερμηνεία και των δύο κυρίαρχων οικονομικών σχολών[8]
είναι η συσχέτιση της κρίσης με τα «υπερβολικά μπόνους των
στελεχών».[9] Αυτά τα δωράκια καταδικάζονται πλέον τόσο σθεναρά όσο και
οι απάτες που διέπραξαν άνθρωποι σαν τον Bernard Madoff.[10] Τα
περιστατικά αυτά παρουσιάζονται κάθε φορά σαν εξαιρέσεις και όχι σαν
τυπικές εκφράσεις των κυρίαρχων τραπεζικών πρακτικών. Στο κυρίαρχο
περιβάλλον ατιμωρησίας των τελευταίων ετών έχει διαπραχθεί κάθε είδους
κομπίνα. Οι βασικοί αρχιτέκτονες αυτών των περιστατικών ήταν οι
τραπεζίτες και οι κατασκευαστικές εταιρείες που έφτιαξαν τη στεγαστική
φούσκα.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πάντως ότι αυτό το γενικευμένο καθεστώς
απάτης δεν είναι κάτι διαφορετικό από τα κύματα κερδοσκοπίας που
παράγει κατά περιόδους ο καπιταλισμός για να αυξήσει τις πιστώσεις. Οι
επεκτάσεις αυτές προϋποθέτουν χρηματοδότες που έχουν την ικανότητα να
εφευρίσκουν νέα, περίπλοκα εργαλεία δανεισμού. Και καθώς όλα αυτά τα
άτομα κερδίζουν ανάλογα με τον αριθμό των πιστώσεων που εξσφαλίζουν, θα
τείνουν πάντα να παρακάμψουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Ορισμένοι κεϊνσιανοί -όπως ο Paul Krugman και ο Paul Samuelson[11]-
αποδίδουν την παραπάνω αύξηση στην έλλειψη ρυθμίσεων και ελπίζουν πως η
θέσπιση αυστηρότερων κανόνων θα λύσει το πρόβλημα.[12] Όμως τέτοιοι
κανόνες αφθονούν στην νομική «ζούγκλα» και καθορίζονται από τα διάφορα
τραπεζικά λόμπι που επιβάλουν τη θέλησή τους εκεί που χρειάζεται. Είναι
αυτές οι δομές λοιπόν, και όχι η αφηρημένη «ανεπάρκεια νόμων», που
επιδείνωσαν την κρίση. Ορισμένες πολιτικές τείνουν να αφήνουν στους
τραπεζίτες την ευθύνη να επιλέξουν με σύνεση τις κινήσεις τους ( όπως
π.χ. οι συμφωνίες της Βασιλείας), ενώ άλλες πολιτικές δίνουν κίνητρο
στις τράπεζες να συνεργαστούν στενότερα με τις αρχές ( μέσω της
ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών). Αλλά αυτοί οι οργανισμοί δεν
λειτουργούν ποτέ στο κενό.
Η φαντασίωση ότι η επανάληψη της κρίσης θα αποφευχθεί μέσω νομικών
μέτρων έχει αρχίσει να αποκτά ξανά ισχύ. Αυτές οι αναταραχές όμως είναι
κληρονομιά για τον καπιταλισμό και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να
εξαλειφθούν. Το σύστημα από μόνο του είναι που δημιουργεί πιέσεις ώστε
να αυξηθεί η αξία του κεφαλαίου και δημιουργεί «αντισώματα» για να
«αποστειρώσει» τους περιορισμούς που ισχύουν κάθε φορά. Τα φαινόμενο
αυτό παρατηρήθηκε π.χ. με την εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού και θα
εμφανιστεί εκ νέου, όταν ο καπιταλισμός θα θελήσει να αποκαταστήσει τα
ποσοστά κέρδους.
Επίσης, αν όλο το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί απλώς με επαρκή
εποπτεία, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να ανησυχούμε τόσο πολύ για το
μέλλον της οικονομίας. Υπάρχει ήδη μεγάλη συναίνεση στο να τροποποιηθεί
η λειτουργία των τραπεζών, με έλεγχο των χρηματιστηριακών πράξεων και
να περιοριστούν οι πιο επικίνδυνες δραστηριότητες. Αλλά είναι προφανές
ότι αυτά τα μέτρα δεν είναι παρά μπαλώματα.
Οι κεϊνσιανοί εξιδανικεύουν τους κανονισμούς που επιβάλλουν οι
καπιταλιστικές κυβερνήσεις για να αποκατασταθεί η τάξη στις αγορές.
Υποθέτουν ότι οι περιορισμοί αυτοί θα καθορίσουν τη δυναμική του
τραπεζικού τομέα, παραλείποντας ότι πρέπει να υπάρχει υποστήριξη από το
κράτος για να μπουν σε κυκλοφορία τα ομόλογα και οι κάθε λογής τίτλοι.
Αυτό που επιτρέπει την έκδοση και κυκλοφορία των τίτλων είναι η κρατική
υποστήριξη που θεωρείται πως υπάρχει σε αυτούς. Αυτή η κρατική εγγύηση
είναι που επιτρέπει στο χρήμα να κυκλοφορήσει, στα κρατικά ομόλογα να
εκδοθούν και στους διάφορους ιδιωτικούς τίτλους να ανταλλαγούν στην
αγορά. Όταν αυτές οι εγγυήσεις απουσιάζουν, οι διάφορες ρυθμίσεις
μένουν μετέωρες και η κρίση αποκτά τη σοβαρότητα που έχει σήμερα.
Οι ετερόδοξοι[13] οικονομολόγοι συνεχίζουν να αγνοούν αυτό το
πρόβλημα. Ως ένθερμοι υποστηρικτές του καπιταλισμού και του κράτους,
θεωρούν πως η εφαρμογή των καλύτερων δυνατών ρυθμίσεων θα γίνει προς
όφελος του κοινού συμφέροντος. Η διάσωση των τραπεζών διέψευσε
κατηγορηματικά αυτή την προσέγγιση και επίσης –και αυτό είναι πολύ πιο
σημαντικό– δημιούργησε μια κατάσταση στην οποία η δυνατότητα του
κράτους να υποστηρίζει όλα τα οικονομικά εργαλεία, που είναι σε
λειτουργία, τελεί υπό αμφισβήτηση. Το σύστημα δεν είναι ευάλωτο λόγω
της έλλειψης εκείνης ή της άλλης ρύθμισης, αλλά εξαρτάται από τη
σοβαρότητα και την εξέλιξη της κρίσης.
Το πλέον αξιοσημείωτο τους τελευταίους μήνες είναι πάντως ο σχεδόν
θρησκευτικός τρόμος που βιώνουν οι κεϊνσιανοί, όταν πρέπει να
αντιπαρατεθούν με τους τραπεζίτες. Ο Krugman και ο Stiglitz υποστήριξαν
τη διάσωση των τραπεζών χωρίς να αξιώσουν αποζημιώσεις ή να ζητήσουν να
επιβληθούν ποινές. Αποδέχονται πλήρως τη γραμμή της «έλλειψης
ρευστότητας», που προπαγανδίζουν οι τραπεζίτες, και όταν οι τράπεζες
λάβουν κρατική βοήθεια και συνεχίσουν να μη δίνουν πιστώσεις, οι
οικονομολόγοι αυτοί δεν διαμαρτύρονται καθόλου.
Οι σύγχρονοι superstar της οικονομικής σκέψης έχουν προσέξει τα
πενιχρά αποτελέσματα που είχε η μείωση των επιτοκίων, σε ό,τι αφορά τις
επενδύσεις και την κατανάλωση. Γνωρίζουν καλά ότι οι τραπεζίτες
αξιοποιούν τα πιο φτηνά πλέον κεφάλαια για να καλύψουν κάποιες από τις
απώλειές τους, για να ανοικοδομήσουν τις επιχειρήσεις τους ή να
εξαγοράσουν άλλες. Το μπλόκο αυτό θα μπορούσε εύκολα να ξεπεραστεί μέσω
της απαλλοτρίωσης-κρατικοποίησης των τραπεζών που ζήτησαν βοήθεια, αλλά
οι νέοι αγαπημένοι του συστήματος έχουν φροντίσει να βάλουν στο ράφι
κάθε στρατηγική που θα «σκότωνε» τους τραπεζίτες.
Συντονισμός και επανενεργοποίηση
Πολλοί κεϊνσιανοί αποδίδουν
την εξάπλωση της κρίσης παγκοσμίως στην έλλειψη διακρατικού
συντονισμού. Ο Krugman και ο Stiglitz τονίζουν ιδιαίτερα αυτό το
πρόβλημα.[14] Προειδοποιούν ότι πρέπει να υπάρξουν συντονισμένες
δημόσιες επενδύσεις, υποτιμήσεις νομισμάτων με σχεδιασμό και εμπορικός
προστατευτισμός.
Η υποστήριξή τους στις συγχρονισμένες αντιδράσεις αντανακλά το διεθνή
χαρακτήρα της κρίσης. Καθώς οι δονήσεις ταρακουνούν τη σημαντικότερη
οικονομία του πλανήτη, η μεταφορά των πιέσεων στην Ευρώπη και την
Ιαπωνία επιταχύνεται και μαζί της καταρρέει και η πιθανότητα των
αναδυόμενων οικονομικά χωρών να αποσυνδεθούν από την κρίση. Ούτε καν η
Ελβετία και οι χώρες του Περσικού Κόλπου δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από
το τσουνάμι, το οποίο επίσης φρενάρει την ατμομηχανή της κινεζικής
οικονομίας και απειλεί να αναπαράγει τη δοκιμασία της Λατινικής
Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η παγκόσμια εμβέλεια της κρίσης υποχρέωσε τους ετερόδοξους
οικονομολόγους να ψάξουν για θεραπείες συντονισμένα. Γι’ αυτό το λόγο
είχαν αντιδράσει στην αρχή της κρίσης στις διασώσεις που έβλαπταν
γειτονικές οικονομίες. Ειδικά στην Ευρώπη, η έντονη διαφωνία, που
υπήρξε ανάμεσα σε διάφορες χώρες οι οποίες ήθελαν να διασώσουν τα
τραπεζικά τους αποθέματα, οδήγησε σε ένα συνολικό κατρακύλισμα.
Όλοι οι κεϊνσιανοί συνηγορούν πλέον για μια γενική εφαρμογή του
βρετανικού μοντέλου κεφαλαιοποίησης των τραπεζών σαν απάντηση στην
κρίση.[15] Οι διαφορετικοί τρόποι εφαρμογής αυτής της πολιτικής, που
παρατηρούνται ανάμεσα στους Γάλλους (όπου το κράτος ελέγχει το
διοικητικό συμβούλιο των τραπεζών) και τους Αμερικάνους (όπου δεν
υπάρχει καμία παρέμβαση στο management των τραπεζών), όπως και οι
αγγλοαμερικάνικες πιέσεις να διατηρηθεί η ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων
στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, δεν αναιρούν την αναζήτηση για κοινή
αντιμετώπιση της κρίσης.
Το να υπάρξει ένα νέο Bretton Woods,[16] όπως υποστηρίζει ο
Stiglitz, είναι κάτι πολύ πιο φιλόδοξο, αλλά παραμένει χωρίς
περιεχόμενο.[17] Το να καθοριστεί ένας νέος δανειστής έκτακτης ανάγκης
και να θεσπιστούν κάποια κριτήρια για άλλα νομίσματα (καλάθι βασικών
αγαθών, πολυμερισμός, bancor), όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση να
σταθεροποιηθεί κάπως η οικονομική καταιγίδα. Και επίσης, τέτοιου τύπου
δεσμεύσεις μπορούν να υπάρξουν μόνο μετά από συμφωνία για τις σχέσεις
ισχύος που θα υπάρχουν ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Μια τέτοια
συμφωνία φαντάζει πιο πιθανό να υπάρξει προς το τέλος της κρίσης και
όχι στην αρχή της.
Η ροή του δολαρίου και του ευρώ είναι ένα ξεκάθαρο σύμπτωμα που
δείχνει τον αρχικό χαρακτήρα των δονήσεων. Το αμερικάνικο δολάριο
μετατράπηκε μεμιάς σε καταφύγιο όλων των αρχουσών τάξεων του κόσμου.
Αλλά τα τεράστια φορολογικά και εμπορικά ελλείμματα θέτουν τη
σταθερότητα του εγχειρήματος σε αμφισβήτηση.
Το ευρώ επίσης πρόσφερε κάλυψη στους επενδυτές, που εγκατέλειπαν τις
λιγότερο ασφαλείς ευρωπαϊκές χώρες (Πολωνία, Δανία, Ελβετία και
Ισλανδία). Κανείς όμως δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι εξελίξεις, καθώς
θα εφαρμόζονται οι διατάξεις της συνθήκης του Μάαστριχτ για τους
προϋπολογισμούς. Ακόμα πιο επικίνδυνη είναι η αύξηση του χρέους που
παρατηρείται σε διάφορες χώρες της παλαιάς Ευρώπης (Ιταλία, Ελλάδα και
Ισπανία).
Όλες οι «αγγελικές» συγκλίσεις, που παρουσιάζονται προς τα έξω,
κρύβουν τους σκληρούς κανόνες της πραγματικής πολιτικής, η οποία
εφαρμόζεται στις επίσημες συναντήσεις. Στη σύνοδο του τελευταίου
Νοεμβρίου, στην οποία συμμετείχαν 20 αρχηγοί κρατών, οι ΗΠΑ. απαίτησαν
γενικές δεσμεύσεις για να διασωθούν οικονομικά. Η προσπάθεια ήταν να
συνεχίσει αδιάκοπα η ροή των κεφαλαίων από την Ασία και τις
πετρελαιοπαραγωγικές χώρες προς το Βορρά.
Έχοντας αυτά στο μυαλό, οι G7 επεκτάθηκαν συμπεριλαμβάνοντας πλέον την
Κίνα, τη Ρωσία, τη Βραζιλία, την Ινδία και τη Σαουδική Αραβία. Η
παρουσία των υπολοίπων χωρών ήταν περισσότερο τυπική, καθώς η
Αργεντινή, η Ινδονησία, το Μεξικό και η Τουρκία είναι στη λίστα των
ασθενών και όχι σε αυτές που προσφέρουν χρήμα. Στις επόμενες συνόδους ο
Ομπάμα θα συνεχίσει αυτή την πολιτική.
Όλοι οι κεϊνσιανοι ζητούν να αναμορφωθεί το ΔΝΤ με μια νέα
οικονομική αρχιτεκτονική που θα έχει σαν προτεραιότητα να
ανασυγκροτηθούν οι χτυπημένες τράπεζες. Έχοντας ως στόχο την
επανεκίνηση του ΔΝΤ σαν διαχειριστή αυτής της ροής κεφαλαίου, έχουν ήδη
αρχίσει να σχεδιάζονται οι παραχωρήσεις προς τους υποστηρικτές αυτού
του εγχειρήματος. Τα κίνητρα, που θα προταθούν, μπορούν να συσχετισθούν
με την ήδη εφαρμοζόμενη πώληση μετοχών των πιο χτυπημένων τραπεζών
στους υποστηρικτές τους στην Ασία και τον Αραβικό κόσμο. Σε κάθε
περίπτωση πάντως το ΔΝΤ θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ο αντιπρόσωπος
των «εισπρακτόρων» του χρέους, το οποίο θα κληθούν να πληρώσουν οι λαοί
των αναπτυσσόμενων χωρών.
Ο ρόλος αυτός, που δεν δείχνει να ενοχλεί καθόλου τον Stiglitz και τον
Krugman, ξεγυμνώνει τις φαντασιώσεις ορισμένων ηγετών της Λατινικής
Αμερικής που ελπίζουν σε μια γενναιόδωρη στροφή από πλευράς ΔΝΤ. Οι
ελπίδες για «δάνεια χωρίς προϋποθέσεις σε όσους τα έχουν περισσότερο
ανάγκη» παραμένουν ανεκπλήρωτες, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τις πιστώσεις
που δόθηκαν στην Ουκρανία και την Ουγγαρία (και γίνονται
διαπραγματεύσεις για να δοθούν επίσης στο Πακιστάν και την Ισλανδία).
Οι συμφωνίες, που κλείνουν, εμπεριέχουν όλες τις νεοφιλελεύθερες
απαιτήσεις.
Βλέποντας λοιπόν τις πολιτικές τους να εφαρμόζονται, οι κεϊνσιανοί
υποθέτουν ότι επιβεβαιώνεται η υπεροχή του προγράμματός τους. Αυτό όμως
αποδεικνύει απλά τη συγγένεια που έχουν με τα προγράμματα των αντιπάλων
τους. Το ΔΝΤ και όλες οι συντηρητικές κυβερνήσεις αποδέχτηκαν τις
κεϊνσιανές προτάσεις για επανενεργοποίηση της οικονομίας για τον
απλούστατο λόγο ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης οι άρχουσες τάξεις
υποστηρίζουν τις δημόσιες δαπάνες για να επιβραδύνουν την ύφεση.
Ο Ομπάμα είναι έτοιμος να θέσει σε εφαρμογή το μεγαλύτερο πρόγραμμα
δημόσιων επενδύσεων για τις υποδομές των ΗΠΑ, αξίας 136 δισ. δολαρίων.
Αντίστοιχα πακέτα προτείνονται από τους νεοφιλελεύθερους ηγέτες της
Ευρώπης (170 δισ. ευρώ) και τη δεξιά κυβέρνηση της Ιαπωνίας. Ο κοινός
στόχος αυτών των πρωτοβουλιών είναι να βοηθηθούν οι τραπεζίτες και οι
βιομήχανοι που έχουν επηρεαστεί από την οικονομική καταστροφή. Οι
κεϊνσιανοί στηρίζουν αυτά τα μέτρα, αλλά προειδοποιούν για πιθανή
αποτυχία τους, αν δεν εφαρμοστούν εγκαίρως ή αν εφαρμοστούν με
ακατάλληλα εργαλεία και σε ανεπαρκείς δόσεις.
Όμως η σοβαρότητα της κρίσης υποχρεώνει τους μάγους των ετερόδοξων
οικονομικών να ζητήσουν υψηλότερη φορολογία για τους πλούσιους και
χαμηλότερες πολεμικές δαπάνες (Stiglitz) ή την απευθείας διοχέτευση
δημόσιου χρήματος στην οικονομία, παρακάμπτοντας τις τράπεζες.
Όλοι οι κεϊνσιανοί ελπίζουν σε μια αναβίωση του καπιταλισμού, που θα
στηριχθεί σε μέτρα ελέγχου του οικονομικού κύκλου ανάπτυξης και ύφεσης.
Δεν μπορούν να δουν τα όρια που έχουν οι προτάσεις τους, όπως επίσης
και τον περιορισμένο αντίκτυπο λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών. Για να
κατανοήσουμε το τι συμβαίνει, χρειάζεται να στραφούμε σε άλλες θεωρίες.
«Χρηματοοικονομικοποίηση»
Καθώς η κρίση βαθαίνει, έχει
αναβιώσει το ενδιαφέρον για μια μαρξιστική ερμηνεία των γεγονότων,
ειδικότερα για μια ανάλυση που θα εξηγεί με σαφήνεια τον εγγενή
χαρακτήρα των καπιταλιστικών ανισορροπιών. Αυτή η οπτική απορρίπτει τις
ψυχολογικές ή αυτόματες ερμηνείες και υπογραμμίζει τη σημασία του
ανταγωνισμού για το κέρδος στη σημερινή κρίση. Πατώντας σ’ αυτό το
έδαφος, μένουμε σε δύο βασικές αιτίες για τη σημερινή κατάσταση
(υπερσυσσώρευση και υπερπαραγωγή) και σε έναν πυροδότη της κρίσης
(αυξήσεις τιμών στις πρώτες ύλες).[18]
Το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης μεγάλωνε παράλληλα με την
τρομακτική αύξηση ρευστότητας, που κυκλοφορούσε στη χρηματοοικονομική
σφαίρα. Τα κεφάλαια αυτά δεν αξιοποιούνταν για κάποια παραγωγική
συσσώρευση, αλλά μετατρεπόντουσαν σε αεριτζίδικο κεφάλαιο, χωρίς να
υπάρχει κανένας αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία. Οι αποδόσεις από
τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες κατάφεραν βήμα βήμα να
δημιουργήσουν μια «ατροφία» που, με τη σειρά της, έφερε την αποσάθρωση
των τραπεζών.[19]
Η διαδικασία της υπερσυσσώρευσης έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, προϋποθέτει περίπλοκες ασφαλίσεις και μηχανισμούς μόχλευσης.
Κόβοντας τίτλους σε κομμάτια και ενώνοντάς τα με άλλους τίτλους, οι
τραπεζίτες γέμισαν τον πλανήτη με ευάλωτα «χαρτιά». Άπλωσαν το ρίσκο,
τεμαχίζοντας τους πιο επικίνδυνους τίτλους και τοποθετώντας τους σε
διαφορετικά επενδυτικά πακέτα. Με αυτό τον τρόπο οι ΗΠΑ εξήγαν το
μεγαλύτερο μέρος του τοξικού τους χρέους, συνήθως τοποθετώντας το σε
ομόλογα ασφάλισης κινδύνου (credit default swaps) και σε δομημένα
ομόλογα – τα οποία είναι περίπλοκοι τρόποι ασφάλισης έναντι
χρηματοοικονομικού κινδύνου. Το Δημόσιο, πολλά πανεπιστήμια και πολλά
συνταξιοδοτικά ταμεία αγόρασαν αυτά τα «εργαλεία», καθώς τσίμπησαν το
δόλωμα των πολύ υψηλών αποδόσεων, που υποσχόντουσαν, και τώρα θα πρέπει
να δώσουν εξηγήσεις σε αυτούς των οποίων τα χρήματα επένδυσαν.
Η διεθνοποίηση των χρηματοοικονομικών ανισορροπιών είναι το δεύτερο
χαρακτηριστικό της υπερσυσσώρευσης. Από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα,
τα πλεονασματικά κεφάλαια διαχέονταν σε διάφορες αγορές από δω και από
κει, προκαλώντας έτσι την κατάρρευση των αποταμιεύσεων στις ΗΠΑ,
σοβαρές δονήσεις στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα και προβλήματα στις
γιαπωνέζικες τράπεζες. Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, προκλήθηκε η κρίση
στη νοτιοανατολική Ασία το ’94-’95 και ο παγκόσμιος σεισμός που
προκάλεσε την κατάρρευση ενός από τα πιο αποδοτικά αμοιβαία κεφάλαια,
του long-term capital management fund, που συνδεόταν με επενδυτές στη
Ρωσία (1998). Ήδη από αυτά τα παραδείγματα φαίνεται πως η απουσία
ελέγχου πάνω στα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα έπαιξε μεγάλο ρόλο
σε αυτά τα ξεσπάσματα, προμηνύοντας τη σημερινή κατάσταση.
Η επέκταση του ιδιωτικού χρέους είναι το τρίτο χαρακτηριστικό. Αυτή
η κομπίνα έφερε επιπλέον κέρδη από τα λεφτά των εργατών, καθώς οι
τράπεζες πρόσφεραν απλόχερα πιστώσεις που οι εργάτες έπαιρναν για να
διατηρήσουν τα βιοτικά τους στάνταρ και να καλύψουν τα έξοδα για
εκπαίδευση των παιδιών τους και για την τρέχουσα κατανάλωσή τους. Με
αυτό τον τρόπο οι εργάτες μετατρέπονταν σε δέσμιους πελάτες τραπεζών
και υπέφεραν από δόσεις που δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Η κρίση ξέσπασε
με έναν από τους διάφορους τύπους πιστώσεων που δόθηκε μαζικά σε
ανθρώπους με ακανόνιστο και πολύ χαμηλό εισόδημα.
Αυτού του τύπου οι «μπίζνες» διαμορφώθηκαν μέσα σε συνθήκες
πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας και προέκυψαν από την επίθεση του
νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η σημερινή κρίση προετοιμάστηκε εκείνη
την περίοδο, την περίοδο που σταθεροποιήθηκε η ηγεμονία των τραπεζών.
Και το γεγονός ότι η κρίση ξεκίνησε τότε –και όχι στην αρχή του αιώνα
μας, όπως ισχυρίζονται κάποιοι– δεν είναι καθόλου ασήμαντο.
Διαμορφώθηκε με τη στήριξη των τμημάτων της αστικής τάξης, που ήταν
διατεθειμένα να παραχωρήσουν ένα μέρος από τα κέρδη τους, προκειμένου
να προωθηθεί η επίθεση στα κοινωνικά κεκτημένα και να ξεζουμιστεί
οικονομικά η κοινωνία στο σύνολό της.
Μέσω αυτού του σχεδίου οι ρυθμοί εκμετάλλευσης αποκαταστάθηκαν, καθώς
οι μάνατζερ απέκτησαν τη δύναμη να πειθαρχήσουν τους εργάτες και καθώς
οι οικονομικές δραστηριότητες στράφηκαν προς την είσπραξη
βραχυπρόθεσμων αποδόσεων από τα χρηματιστήρια. Το ξεχείλωμα αυτής της
διαδικασίας απειλεί τα ίδια τα προνόμια των τραπεζιτών.[20]
Η υπερ-συσσωρευτική κρίση έχει ήδη προκαλέσει ασυνήθιστες απώλειες
πλεονασματικού κεφαλαίου που κυκλοφορούσε στα χρηματιστήρια. Αν και
αυτή η κατάρρευση έχει να κάνει με αεριτζίδικο κεφάλαιο και όχι με
πραγματική αγοραστική δύναμη, τα τριάντα τρισ. δολάρια που έγιναν
καπνός τους τελευταίους δώδεκα μήνες, είναι μια καλή έκφραση της
εκκαθάρισης που εξελίσσεται. Την ίδια στιγμή, οι μετοχές έχουν
υποχωρήσει κατά 30 με 40% στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και μεταξύ 44 και 70%
στις υπόλοιπες χρηματαγορές. Αυτά τα ποσοστά πλησιάζουν αρκετά στις
απώλειες της τάξης του 75% που σημειώθηκαν την περίοδο 1929-1932…[21]
Το τεστ της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η κατάρρευση του
χρηματιστικού κεφαλαίου δεν είναι κάτι το εντελώς ανεξάρτητο από το
παραγωγικό κεφάλαιο. Η κατάρρευση αυτή εκφράζει επίσης ένα γενικευμένο
πλεόνασμα στα εμπορεύματα. Αυτή η υπερ-παραγωγή είναι το κύριο αίτιο
της σημερινής κρίσης. Αυτό που ισχύει είναι ότι οι χρηματοοικονομικοί
τίτλοι αποτελούν υποσχέσεις έναντι κερδών που πραγματοποιούνται από
δραστηριότητες στο βιομηχανικό τομέα και στον τομέα των υπηρεσιών.
Το πλεόνασμα των εμπορευμάτων εκφράζει την αύξηση στην παραγωγή (όπως
επίσης και στην παραγωγικότητα) που ξεπερνά τη δυνατότητα να αγοραστούν
αυτά τα εμπορεύματα. Η υπερ-παραγωγή πρωτοεμφανίστηκε στις κατασκευές
με τον πολλαπλασιασμό των σπιτιών, που έφτασε να είναι πολύ πιο πέρα
από όσο έφταναν οι δυνητικοί αγοραστές. Το πρόβλημα τονίζεται πλέον από
το μεγάλο αριθμό εξώσεων και κατασχέσεων, που αφήνουν τα σπίτια άδεια.
Ο μηχανισμός δούλευε αρχικά μέσω πιστώσεων υψηλού κινδύνου, αλλά χάλασε
από την εγγενή τάση του καπιταλισμού να υπερπαράγει.[22]
Μέχρι να σκάσει, η στεγαστική φούσκα αναπαρήγαγε την ευφορία που
συνόδευε τις μετοχές των τεχνολογικών εταιριών κατά την άνθηση των
επενδύσεων σε τσιπ και υπολογιστές στην αρχή της δεκαετίας του ’90. Για
να είμαστε πιο ακριβείς, από την πρώτη κατάρρευση σιδηρόδρομου στα μέσα
του 19ου αιώνα, όλα τα αξιοσημείωτα κύματα κερδοσκοπίας στήριζαν τα
κέρδη τους, επικεντρώνοντας σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία κάθε φορά.
Όμως οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν ποτέ το τίμημα, όταν ο τροχός
γυρίζει. Η αμερικανική στεγαστική φούσκα θα μετατρέψει 7,3 εκατομμύρια
ιδιοκτήτες σε βαθιά χρεωμένους ανθρώπους και θα πετάξει στο δρόμοι άλλα
4,3 εκατομμύρια. Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει απολύτως κανένα
σχέδιο για να σταματήσουν οι κατασχέσεις.
Ο κορεσμός των αγαθών επεκτείνεται σε όλους τους τομείς, αλλά χτυπά με
μεγαλύτερη σκληρότητα την αυτοκινητοβιομηχανία. Καθώς οι πωλήσεις
πέφτουν και δημιουργείται αύξηση στα αποθέματα, η General Motors, η
Ford και η Chrysler βρίσκονται στα όρια της πτώχευσης.[23] Σε αυτό τον
τομέα απασχολούνται 2,2 εκατομμύρια εργάτες και οι δραστηριότητές του
παρέχουν έμμεσα δουλειά σε περίπου άλλους τόσους.
Όμως, ο δραματικός αυτός κοινωνικός αντίκτυπος δεν επηρέασε ιδιαίτερα
την απροθυμία του Μπους, όταν χρειάστηκε να στηρίξει αυτές τις
επιχειρήσεις. Η απραξία του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο που
βοηθήθηκαν οι τράπεζες. Η διαφορά στην αντιμετώπιση είχε να κάνει με
την υπεροχή των τραπεζών και την απαίτηση όλων των δυνάμεων του
συστήματος να ξεζουμιστεί η εργατική τάξη,
Οι νομοθέτες έβαζαν ως προϋπόθεση για κρατική ενίσχυση τη μείωση
των μισθών, τις απολύσεις και την ελαστικοποίηση των εργασιακών
σχέσεων. Στις διαπραγματεύσεις με την UAW[24] απαίτησαν άμεση μείωση
μισθών στις Μεγάλες Τρεις (τις εταιρίες που προαναφέρθηκαν) στα
κατώτερα επίπεδα άλλων εταιριών (όπως η Nissan και η Toyota). Ο στόχος
ήταν να πέσουν οι μισθοί μέχρι το διεθνή μέσο όρο και μέσω των
περικοπών σε θέσεις εργασίας να αρχίσει να μειώνεται το κόστος των
επιδομάτων και των συντάξεων. Αν η επίθεση των αφεντικών περάσει, τότε
η επίδρασή της θα μεταφερθεί και σε άλλους κλάδους. Το τεστ της
αυτοκινητοβιομηχανίας είχε εφαρμοστεί πιλοτικά στην αεροπορική
βιομηχανία και είναι ακριβώς το χειρουργείο που προετοιμάζεται για
όλους.
Παγκόσμια υπερπαραγωγή
Η ίδια υπερπαραγωγή που επηρεάζει
διεθνώς τα εργοστάσια της General Motors, της Ford και της Chrysler
(ιδιαίτερα στον Καναδά και την Αγγλία) χτυπά πλέον και τους
ισολογισμούς της Nissan, της Suzuki και της Toyota και σύντομα θα
φτάσει και στους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Ο διεθνής αυτός αντίκτυπος
αποδεικνύει και το διεθνή χαρακτήρα της υπερπαραγωγής στα εμπορεύματα.
Προκειμένου να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους, οι
αυτοκινητοβιομήχανοι αναδιοργάνωσαν δραστικά τις παραγωγικές τους
διαδικασίες την τελευταία δεκαετία. Η αναπροσαρμογή του κόστους τους
τελικά συνέβαλε στη σημερινή υπερπροσφορά οχημάτων.
Η αυτοκινητοβιομηχανία στηρίζεται σε ένα παγκόσμιο μοντέλο
ανταγωνισμού, που οδήγησε σε πτώση των μισθών, όταν οι Ασιάτες
κατασκευαστές έκαναν την είσοδό τους. Μετά από πολλά χρόνια παραγωγικής
πλημμύρας φτηνών αγαθών, όλες οι γωνιές του πλανήτη έχουν πλέον
γεμίσει. Η υπερπαραγωγή είναι μια άμεση συνέπεια της μεταστροφής των
κατασκευαστικών επενδύσεων που έκαναν οι πολυεθνικές προς την Κίνα,
όπου, αξιοποιώντας την επανάσταση στις μεταφορές και τις
τηλεπικοινωνίες, πλούτισαν από την εργασία του εξαθλιωμένου κινεζικού
προλεταριάτου.
Η υπερπροσφορά στα αγαθά μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλους τομείς
(κλωστοϋφαντουργία, οικιακά, ηλεκτρονικά) και έχει την τάση να
προκαλέσει σημαντική πτώση στις τιμές. Η πτώση αυτή έκανε τους πρώτους
της υπαινιγμούς στη βιομηχανική σφαίρα, ξεκινώντας με την ασιατική
κρίση το 1997 και συνεχίστηκε, αν και ήταν φαινομενικά κρυμμένη, από
τον απότομο πληθωρισμό στα τρόφιμα και τα καύσιμα. Καθώς η κρίση
ωριμάζει, η αποπληθωριστική σπείρα τείνει να σταθεροποιείται.[25]
Οι υπερβολικές πτώσεις των επιτοκίων δεν θα ανακόψουν αυτή την πορεία,
καθώς το μειωμένο κόστος του χρήματος έχει μικρό αντίκτυπο στις
οικονομικές δραστηριότητες. Από όλες τις συνέπειες της σοβαρότητας της
κρίσης (ύψος διατραπεζικού δανεισμού, πτώση στις τιμές των σπιτιών,
περιορισμός της κατανάλωσης), η πιο σημαντική παράμετρος είναι ο
αποπληθωρισμός. Αν δεν ελεγχθεί η πτώση των τιμών, είναι πολύ πιθανό να
ανοίξει ο δρόμος για την ύφεση.
Η τρέχουσα υπερπαραγωγή παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με
τις αντίστοιχες της δεκαετίας του ’60. Τότε η ανάκαμψη της γιαπωνέζικης
και της γερμανικής οικονομίας μείωσαν τις τιμές στην παγκόσμια αγορά,
προετοιμάζοντας το έδαφος για το τέλος του μεταπολεμικού φορντικού
καπιταλισμού.[26]
Όμως εκείνη η κρίση ακολουθήθηκε από τη νεοφιλελεύθερη αναδιοργάνωση
που επέτρεψε στις πολυεθνικές να παράγουν στην Ασία καταναλωτικά αγαθά
που προορίζονταν για τη Δύση. Η διαδικασία αυτή έριξε την αξία των
παλαιών πλεονασμάτων, αναδιοργάνωσε τις αγορές, περιθωριοποίησε
κάποιους καπιταλιστές και δημιούργησε νέα προϊόντα, που γέμισαν την
παγκόσμια αγορά.
Ο ρόλος των πρώτων υλών
Άλλη μια παράμετρος, που πυροδότησε την κρίση, ήταν η αύξηση των τιμών
στα βασικά καταναλωτικά αγαθά τα τελευταία έξι χρόνια. Σ’ αυτή την
ανοδική διαδρομή τα κόστη αυξήθηκαν σημαντικά και οι πληθωριστικές
πιέσεις περιόρισαν την κερδοφορία. Όσες επιχειρήσεις ανταγωνίζονταν
μέσω πολιτικών μείωσης τιμών είχαν δυσκολίες να προσαρμοστούν στην
άνοδο της τιμής του πετρελαίου, των μετάλλων και των τροφίμων.
Οι τιμές των πρώτων υλών ανέβηκαν ακόμα περισσότερο τα τελευταία
χρόνια λόγω των πιέσεων των κερδοσκόπων, οι οποίοι προσπάθησαν να
καλύψουν τις απώλειες που είχαν στα χρηματιστήρια με την απόκτηση
βασικών αγαθών (και το τζογάρισμα με αυτά στη συνέχεια). Αυτό το κύμα
αγορών άλλαξε τις τιμές των αγαθών σε σχέση με τη συνηθισμένη προσφορά
και ζήτηση. Τα επενδυτικά κεφάλαια υπολόγιζαν σε μια σύντομη σε
διάρκεια κρίση που θα κρατούσε τις τιμές ψηλά, αλλά η οικονομική
κατάρρευση γύρισε τις επιλογές τους σε βάρος τους. Οι τιμές των σιτηρών
έπεσαν στο μισό, ενώ ο ΟΠΕΚ[27] δεν μπόρεσε να αποτρέψει την επιστροφή
της τιμής του πετρελαίου στο ύψος του προηγούμενου έτους.
Αποδείχτηκε πως ήταν εξίσου δύσκολο να προβλεφθούν οι εξελίξεις των
τιμών και σ’ αυτές τις αγορές. Ο αντίκτυπος του συμπιεζόμενου
οικονομικού περιβάλλοντος στην τυπική κυκλική πορεία των τιμών αυτών
των προϊόντων αύξησε κι άλλο τη δυσκολία να προβλεφθούν οι τιμές.
Επίσης, η φυσική καταστροφή του περιβάλλοντος από τον καπιταλισμό θα
μπορούσε να προκαλέσει μια σοβαρότατη μείωση στις μη-ανανεώσιμες πηγές,
των οποίων η υποκατάσταση θα απαιτούσε μεγάλης κλίμακας επενδύσεις,
κάτι που φαντάζει απίθανο σε συνθήκες κρίσης. Και τέλος, η σταθερή
προτεραιότητα του Πενταγώνου για πολέμους που θα φέρουν τον έλεγχο στην
προσφορά των πρώτων υλών είναι ένας ακόμη παράγοντας που προκαλεί
αβεβαιότητα.
Σ’ αυτό το επίπεδο, η βασική διαμάχη έχει να κάνει με την
αντικατάσταση του ακατέργαστου πετρελαίου με μη επιβαρυντικές για το
περιβάλλον πηγές ενέργειας. Το στρατιωτικό-πετρελαϊκό λόμπι, με την
ισχυρή επιρροή που έχει, πίεζε τον Μπους να συνεχίσει να εξαρτάται από
εισαγόμενα πετρέλαια, παρά το γεγονός ότι η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων
γίνεται όλο και πιο σπάνια, το κόστος εξόρυξης αυξάνεται και αιματηρές
μάχες μαίνονται στις περιοχές-κλειδιά της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής
και της Κεντρικής Ασίας. Ο Ομπάμα υποσχέθηκε να ακολουθήσει διαφορετικό
δρόμο, όμως το νέο σενάριο της οικονομικής στασιμότητας και η πτώση της
τιμής του πετρελαίου δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια.[28]
Οι διακυμάνσεις των τιμών επηρεάζουν τις υποανάπτυκτες χώρες που
υποφέρουν σταθερά από τις πτωτικές τάσεις. Δυστυχώς γι’ αυτές όμως δεν
κατάφεραν ποτέ να επωφεληθούν από την περίοδο της ανόδου των τιμών,
ώστε να απεξαρτηθούν, έστω μερικώς, από την υποχρεωτική εξαγωγή των
πρώτων υλών τους. Αυτή η δυστυχία επαναλαμβάνεται με την τωρινή κρίση,
αλλά φτάνει στα άκρα πλέον ο διαχωρισμός ανάμεσα στο γκρουπ των
ημι-αναπτυγμένων χωρών και το μεγάλο όγκο του εξαθλιωμένου Τρίτου
Κόσμου.
Πολωμένη παγκόσμια κατανάλωση
Η τρέχουσα κρίση μπορεί να
εξηγηθεί επίσης από τον περιορισμό της ζήτησης. Διευρύνοντας τις
κοινωνικές ανισότητες, ο νεοφιλελευθερισμός προώθησε μια άμεση μείωση
στην αγοραστική δύναμη (μείωση μισθών), όπως επίσης και μια έμμεση
(εργασιακή αστάθεια, ευελιξία και ανασφάλεια). Η υπερπαραγωγή μπορεί να
ειδωθεί και σαν μια κρίση υποκατανάλωσης, που εμπόδισε τη διατήρηση των
συνηθισμένων τιμών της αγοράς, λόγω περιορισμένης αγοραστικής δύναμης
των καταναλωτών.
Το πρόβλημα αυτό είναι επακόλουθο της ποσοστιαίας μείωσης της
συμμετοχής των μισθών στο συνολικό εισόδημα των αναπτυγμένων
οικονομιών. Η αυξανόμενη ανεργία αντικατέστησε το μοντέλο των αυξήσεων
στους μισθούς ανάλογα με την παραγωγικότητα με ένα σχέδιο παγώματος
μισθών. Η έκρηξη του δανεισμού με subprime δάνεια είναι μια ακόμα
ένδειξη του κοινωνικού χάσματος που διαχωρίζει το 90% των πτωχευμένων
οφειλετών με το 10% των πιστωτών που ζουν στην αφθονία.[29]
Η υπερπροσφορά εμπορευμάτων και η περιορισμένη κατανάλωση είναι δύο
όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά η σημασία της πρώτης είναι δομικά
μεγαλύτερη από της δεύτερης. Ενώ η υπερπαραγωγή αποτελεί τον κινητήριο
μοχλό των αναστατώσεων που ταρακουνούν τον καπιταλισμό, οι περιορισμοί
στη ζήτηση είναι ένα δευτερεύον ζήτημα. Η περιοδική υπερπροσφορά αγαθών
είναι η βασική αντίφαση ενός συστήματος που κυριαρχείται από τις
αντιπαλότητες ανάμεσα στους ανταγωνιστές, κάτι που αποτελεί το λόγο για
τον οποίο δεν παράγονται τα είδη και οι ποσότητες των αγαθών που είναι
πραγματικά αναγκαία για την κοινωνία. Αυτή η ανισορροπία διαχωρίζει τη
διαχρονική καπιταλιστική υπερπαραγωγή από κάθε προηγούμενο κοινωνικό
σύστημα.
Ο ανταγωνισμός για παραγωγή με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και την
υψηλότερη δυνατή παραγωγικότητα είναι πιο σημαντικός παράγοντας στη
δημιουργία της κρίσης από τα εμπόδια που εμφανίζονται στην κατανάλωση
των εμπορευμάτων. Και ενώ ο καπιταλισμός διαθέτει πολλά εργαλεία για να
αντιμετωπίσει την τελευταία ανισορροπία, αντίθετα οι τρόποι για να
εκτονωθεί η ακόρεστη δίψα για κέρδος είναι σπάνιοι. Οι οικονομικές
ανισορροπίες που οδηγούν στην υπερπαραγωγή είναι υπεύθυνες για τις
ανισορροπίες που συνοδεύουν την κρίση ρευστοποίησης.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η σημαντικότερη παράμετρος δεν είναι η
περιορισμένη αγοραστική δύναμη, αλλά η ανισομέρεια της παγκόσμιας
ζήτησης. Το οικονομικό σχέδιο που στηριζόταν στην αμερικάνικη
κατανάλωση κινεζικών αγαθών (τα οποία χρηματοδοτούσε όλος ο υπόλοιπος
κόσμος), είχε ως προϋπόθεση να αυξάνεται διαρκώς η αμερικανική
κατανάλωση. Η αύξηση αυτή καλυπτόταν από την ανεξέλεγκτη αύξηση του
δανεισμού. Ο ιδιωτικός δανεισμός αυξήθηκε στις ΗΠΑ από 47% του
προσωπικού εισοδήματος σε 117% το 2007, ενώ αυξήθηκε από 25% του ΑΕΠ σε
98%.[30]
Αυτό το μοντέλο της πολωμένης διεθνούς κατανάλωσης έχει δεχτεί
σοβαρά χτυπήματα από την κρίση. Οι ελπίδες για ανάκαμψή του μέσω
αύξησης της ασιατικής δαπάνης σε συνδυασμό με αυστηρότητα από τη Δύση
έχει ξεφτίσει, όπως επίσης και οι ψευδαισθήσεις για μια εφικτή
«αποσύνδεση» των δύο. Ενώ ο συνολικός όγκος αγορών για τα 1,3
δισεκατομμύρια Κινέζους ανέρχεται σε 1,2 τρισ. δολάρια, οι αντίστοιχες
δαπάνες 300 εκατομμυρίων Αμερικανών ανέρχονται σε 9,7 τρισ. Προφανώς,
κάθε αλλαγή σ’ αυτές τις αναλογίες θα είναι μια μακρά και επίπονη
διαδικασία.
Η απότομη πτώση της αμερικανικής και ευρωπαϊκής κατανάλωσης δεν θα
βελτιώσει την αγοραστική δύναμη των υποανάπτυκτων χωρών. Αντιθέτως, 40
εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι θα βιώσουν την πείνα το 2008
(ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό σε 963 εκατομμύρια) και αυτό είναι
απλώς μια ένδειξη των βασάνων που έρχονται για τον Τρίτο Κόσμο. Ένα
τεράστιο μέρος των καταναλωτικών αγαθών που λείπουν από τον
υποανάπτυκτο κόσμο σπαταλούνται στις αναπτυγμένες οικονομίες,
βαθαίνοντας το χάσμα που χωρίζει τις περιοχές του πλανήτη που έχουν
μείνει πίσω από αυτές που συγκεντρώνουν τον παγκόσμιο πλούτο.
Η έλλειψη της ζήτησης είναι ένας σημαντικός παράγοντας, αλλά είναι
εντελώς δευτερεύων σε σχέση με την υπερπαραγωγή. Είναι σημαντικό να
ξεκαθαριστεί αυτή η ιεραρχία και η σύγκλιση που υπάρχει ανάμεσα στις
δύο ανισορροπίες, προκειμένου να αναλυθούν οι αντιφάσεις που επηρεάζουν
το σύγχρονο καπιταλισμό.[31]
Τι είδους πτώση στο ποσοστό κέρδους;
Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι άλλη μια βασική παράμετρος που
δείχνει το μέγεθος της κρίσης. Η πτώση αυτή ήταν αναμενόμενη,
ενισχύθηκε από την κατάρρευση της Wall Street και θα επιβεβαιωθεί από
την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων. Η πτώση αυτή αντισταθμίζει
την ισχυρή αποκατάσταση της κερδοφορίας που είχε εμφανιστεί από την
αρχή της δεκαετίας του ’80 και είχε στηριχθεί στην επίθεση του
κεφαλαίου στην εργασία. Ορισμένοι μαρξιστές οικονομολόγοι εκτίμησαν
αυτή την πτώση στις μελέτες τους για την πτωτική τάση του ποσοστού
κέρδους.[32]
Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λέει πως το επίπεδο
των κερδών, που βγάζουν οι καπιταλιστές, τείνει να πέσει, καθώς οι
αυξήσεις στις επενδύσεις μειώνουν την αναλογία της ζωντανής εργασίας
(της εργασίας που προσφέρουν άμεσα οι εργάτες) σε σύγκριση με τη νεκρή
εργασία (εργασία που έχει ενσωματωθεί στην κατασκευή μηχανών και την
παραγωγή πρώτων υλών). Καθώς η υπεραξία, που αποτελεί τη βάση των
κερδών, δημιουργείται από τη ζωντανή εργασία, η αύξηση της
κεφαλαιοποίησης οδηγεί σε περιορισμό του ποσοστού κέρδους.
Με ποιο τρόπο επιβεβαιώνει η τρέχουσα κρίση αυτό το αξίωμα; Ο
συσχετισμός έχει αποδοθεί έμμεσα στην εξάρτηση της συσσώρευσης από την
άμεση εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Η στρατηγική στροφή των
μεγάλων εταιριών προς την ασιατική ήπειρο τους έφερε σε επαφή με τη
μεγαλύτερη προσφορά φτηνής εργασίας στον πλανήτη. Η στροφή αυτή δεν θα
είχε συμβεί ποτέ, αν τα κέρδη προέρχονταν από εκμηχάνιση ή από την
ειδικευμένη εργασία.
Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνεία της κρίσης σαν αποτέλεσμα της πτώσης του
ποσοστού κέρδους λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας είναι πολύ
αντιφατική. Για να στηριχθεί αυτή η άποψη είναι υποχρεωτικό να υποθέσει
κανείς πως αυτή η πτώση στα ποσοστά κέρδους έχει αρχίσει εδώ και καιρό,
αγνοώντας ότι η κερδοφορία είχε ανακτηθεί λόγω του νεοφιλελευθερισμού.
Όσοι δεν αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός, ή υποστηρίζουν ότι τα ποσοστά
κέρδους βρίσκονταν κάτω από το μεταπολεμικό τους μέσο όρο, προσπαθούν
να επιβάλλουν μια «βιασμένη» ερμηνεία του νόμου του Μαρξ.[33]
Ο νόμος αυτός δεν υποστηρίζει πως υπάρχει μια μόνιμη πτώση του ποσοστού
κέρδους, καθώς αυτό θα καθιστούσε τη συνέχιση του καπιταλισμού
ανέφικτη. Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους δεν
λειτουργεί με γραμμικό τρόπο, ούτε μπορεί να εξηγήσει κάθε αλλαγή στη
διαδικασία της συσσώρευσης. Ο νόμος δίνει απλώς έναν παράγοντα στην
ερμηνεία των κρίσεων με μεταβαλλόμενη σημασία, ανάλογα με τους σπασμούς
που βιώνει κάθε φορά το σύστημα. Η χρησιμότητά του στην ερμηνεία της
κρίσης του 1930 ή της κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του ’70 δεν του
δίνει υποχρεωτικά την πρώτη θέση στην ιεραρχία των εργαλείων που
ερμηνεύουν τη σημερινή κρίση.
Το ποσοστό κέρδους ανέβηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπεσε τη
δεκαετία του ’70, αυξήθηκε οριακά τις επόμενες δεκαετίες και άρχισε
πρόσφατα να καταρρέει. Στις περιόδους που τα κέρδη περιορίζονται, ο
νόμος του Μαρξ λειτουργεί πλήρως, ενώ στις περιόδους που τα κέρδη
ανακάμπτουν, οι παράγοντες που αντισταθμίζουν την πτώση κυριαρχούν και
επί του νόμου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 μέχρι και τη σημερινή
κρίση, η τελευταία περίπτωση ήταν και αυτή που υπερίσχυε, βάσει της
αύξησης της εκμετάλλευσης, της μείωσης των μισθών και της πτώσης των
τιμών συγκεκριμένων εισαγωγών.
Αν η ερμηνευτική πρωτοκαθεδρία αποδοθεί στο νόμο, όσον αφορά την
ανάλυση της σημερινής περιόδου, πρέπει να οριστεί μια εξίσου σημαντική
σχέση στις διαδικασίες των επενδύσεων που καθορίζουν τη μείωση των
ποσοστών κέρδους. Αυτή η κατηγοριοποίηση θα αξίωνε πως ο
νεοφιλελευθερισμός προήλθε ή καθορίστηκε από τεράστιες μηχανολογικές
επενδύσεις ή εργοστασιακό εκσυγχρονισμό. Είναι μάλλον δύσκολο να
υποστηριχθεί με αξιοπιστία αυτή η διάγνωση.
Το πιο μεγάλο πρόβλημα που συναντά κανείς, όταν προσπαθεί να
αξιοποιήσει το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους για να
ερμηνεύσει τη σημερινή κρίση, είναι πιθανότατα η διαφοροποίηση των
κέντρων κερδοφορίας που παρατηρείται ανάμεσα στις διάφορες
καπιταλιστικές δραστηριότητες εγχώρια και διεθνώς. Αυτές οι
διαφοροποιήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην αμερικάνικη περίπτωση.
Ενώ οι αμερικάνικες εταιρίες με διεθνείς δραστηριότητες ήταν ιδιαίτερα
κερδοφόρες, όσες είχαν μόνο εγχώρια δραστηριότητα είδαν τα κέρδη τους
να πέφτουν.
Η μείωση του ποσοστού της ζωντανής εργασίας –που παρέχει την άμεση πηγή
του κέρδους– πνίγει το ποσοστό του κέρδους. αλλά αυτή η αντίφαση μπορεί
να ξετυλιχθεί μόνο μέσα από την κύηση, την ωρίμανση και το ξέσπασμα της
υπερπαραγωγής. Η μελέτη αυτού του συσχετισμού είναι ένα ζήτημα που
παραμένει σε εκκρεμότητα για τα μαρξιστικά οικονομικά.
Το χρονικό και η σημασία
Ποιο είναι το χρονικό της σημερινής
κρίσης; Πότε ξεκίνησε το ξέσπασμα του τσουνάμι; Είναι προφανές ότι
άρχισε πριν από την πτώση των χρηματιστηρίων και την αδυναμία
αποπληρωμής εκ μέρους όσων δανείστηκαν τα subprime προϊόντα. Μόνο η πιο
στενόμυαλη οικονομική ορθοδοξία θα μπορούσε να εξηγήσει το μέγεθος
αυτής της κρίσης με τέτοια μεταφυσικά κριτήρια.
Ορισμένοι θεωρητικοί εντοπίζουν με ακρίβεια τις ρίζες της κρίσης στη
σταθεροποίηση του νεοφιλελευθερισμού. Καθώς το εργατικό κίνημα
υποχώρησε στις αναπτυγμένες χώρες, οι άρχουσες τάξεις τέλειωσαν την
κρίση της δεκαετίας του ’70 και σφυρηλάτησαν το συσσωρευτικό μοντέλο,
που πλέον έχει ναυαγήσει. Η σημερινή κατάσταση είναι λοιπόν αποτέλεσμα
των κοινωνικών μετασχηματισμών και των οικονομικών αντιφάσεων που το
σύστημα δημιούργησε.[34]
Μια διαφορετική οπτική για τη σημερινή κρίση είναι ότι πρόκειται
για μια νέα βαθμίδα στη σκάλα της παρατεταμένης κρίσης, που ξεκίνησε
στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Αυτή η οπτική υποστηρίζει πως η μακρά
υποτροπή αναβλήθηκε μέσω τεχνικών μέσων και αύξησης του χρέους, που
ωστόσο δεν μπόρεσε να αποτρέψει τελικά τη συνέχιση της χρόνιας
οπισθοδρόμησης.[35]
Το πρόβλημα της δεύτερης οπτικής βρίσκεται στον ανακριβή συσχετισμό
που δίνεται ανάμεσα στη σημερινή κρίση και τις αλλαγές που συνέβησαν
στο σύστημα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Δεν εξηγείται το πώς η
φιλελευθεροποίηση των χρηματοοικονομικών, η διεθνοποίηση της παραγωγής
και η επέκταση των πολυεθνικών δημιούργησαν τις αλλαγές που πυροδότησαν
το σημερινό παγκόσμιο τσουνάμι. Ούτε διαφωτίζει καθόλου όσον αφορά το
πώς ο ανταγωνισμός για παραγωγή περισσότερων αγαθών με χαμηλότερους
μισθούς εξαπέλυσε την υπερπαραγωγή ή πώς οι μηχανισμοί ασφάλισης των
δανείων προκάλεσαν την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου.
Ανατρέχοντας τέσσερις δεκαετίες πριν την κρίση, τότε οι οικονομικές
αλλαγές που επεξεργάστηκε ο νεοφιλελευθερισμός χάνουν κάθε σημασία για
την ερμηνεία του τι συμβαίνει σήμερα. Για να το πούμε διαφορετικά, ένας
τέτοιος παρατεταμένος λήθαργος είναι εντελώς ασύμβατος με τη σπασμωδική
λειτουργία του καπιταλισμού. Το σύστημα διαβρώνεται διαρκώς από τη
φρενήρη δυναμική του.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήταν ένα σημάδι στασιμότητας. Εάν υπάρχει
υπερπαραγωγή, υπάρχει λόγω της έντασης της βιομηχανικής δραστηριότητας.
Οι δύο δεκαετίες έντονου ανταγωνισμού ανάμεσα στις πολυεθνικές
αντικρούουν τη λανθασμένη εικόνα των μονοπωλίων σαν ιδρύματα που
εμποδίζουν την καινοτομία ή συμφωνούν στη μοιρασιά των αγορών ανάμεσά
τους.
Μια άλλη αντίφαση ανάμεσα στους μαρξιστές εστιάζει στη σημασία του
σημερινού σοκ. Ορισμένοι συγγραφείς αποδίδουν τη σημερινή έκρηξη σε μια
φάση κατάρρευσης του καπιταλισμού, η οποία είναι το επακόλουθο μιας
φάσης αλματώδους ανάπτυξης στο παρελθόν. Χρησιμοποιούν τη θεωρία του
κύκλου ζωής για να επιβάλλουν μια άκαμπτη οροθέτηση ανάμεσα σε
περιόδους ακμής και παρακμής για τα κοινωνικά συστήματα.[36]
Αλλά η χρησιμότητα αυτής της επιχειρηματολογίας είναι πολύ αμφίβολη. Ο
καπιταλισμός αναδύθηκε από τη λεηλασία της περιφέρειας, εξαθλίωσε δια
της βίας τους αγρότες και σταθεροποιήθηκε από την εκμετάλλευση των
εργατών. Αργότερα διεξήγαγε ενδο-ιμπεριαλιστικούς πολέμους, που
εξολόθρευσαν εκατομμύρια και σήμερα καταστρέφει το περιβάλλον. Το ίδιο
το σύστημα δημιουργεί τέτοιες καταστροφές και δεν έχει πολύ νόημα να
προσπαθούμε να ιεραρχήσουμε τι ήταν πιο βάρβαρο.
Αναμφισβήτητα, τα όρια του συστήματος μπορεί να προσεγγισθούν με
την ίδια του την ανάπτυξη. Αλλά αυτά τα όρια είναι ποιοτικά ή κοινωνικά
και όχι γεωγραφικά ή ποσοτικά. Ούτε «η εξάντληση των εγχώριων αγορών»
(όπως πίστευε η Ρόζα Λούξεμπουργκ), ούτε «ο βαθμός άντλησης της
υπεραξίας» (όπως πίστευε ο Henryk Grossman) αποτελούν ανυπέρβλητα
εμπόδια για τη συσσώρευση. Ο καπιταλισμός αντιδρά σ’ αυτή την ασφυξία
με το άνοιγμα καινούργιων περιοχών για εκμετάλλευση (όπως έγινε με το
πρώην «σοσιαλιστικό» μπλοκ) ή με νέους τομείς επενδύσεων
(ιδιωτικοποιήσεις)
Οι βαρβαρότητες στην ιστορία του καπιταλισμού είναι υπεραρκετές για
να τον καταδικάσουμε. Τα καθημερινά βάσανα, που επιβάλλει το σύστημα,
δεν χρειάζονται και νέους επιθετικούς προσδιορισμούς. Είναι λάθος να
πιστεύουμε ότι το σύστημα είχε πιο ανθρώπινο πρόσωπο στο παρελθόν.
Αρκεί να θυμόμαστε τη δουλεία, τις λεηλασίες και τη δημογραφική σφαγή
(θανάτους κατά τη γέννα) ή την παιδική εργασία και τη δεκαεξάωρη
ημερήσια εργασία κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση (στη διάρκεια της
απογείωσής της). Για τους εργάτες δεν υπήρξε καμία «χρυσή εποχή» υπό
τον καπιταλισμό.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο μόνος σχετικός διαχωρισμός στον οποίο
μπορούμε να προχωρήσουμε είναι αυτός ανάμεσα σε περιόδους κοινωνικών
διεκδικήσεων και επιτυχιών και σε περιόδους κοινωνικής ήττας. Αυτές οι
περίοδοι ποικίλουν σε εύρος και εξαρτώνται περισσότερο από την ένταση
των αγώνων (ή την απειλή της επανάστασης) και λιγότερο από τη
στασιμότητα ή την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Μετά το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο (τότε που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως το
σύστημα ήταν ώριμο), κερδήθηκαν περισσότερα κοινωνικά οφέλη από
οποιαδήποτε άλλη περίοδο του καπιταλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, μια μοιρολατρική αντίληψη της ιστορίας βγάζει εκτός
μάχης την πολιτική δράση που στοχεύει στο να πετύχει νίκες, ώστε να
αποτελειώσει τον καπιταλισμό. Η εμπειρία λέει πως και οι δύο παραπάνω
στόχοι μπορούν να επιτευχθούν μέσα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ο
καπιταλισμός δεν θα αυτοεξαλειφθεί από την εσωτερική του διάβρωση. Ο
καπιταλισμός θα εξαφανιστεί, όταν οι καταπιεσμένοι θα χτίσουν μια
σοσιαλιστική εναλλακτική λύση.
Τρία σενάρια
Διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις θα
υποβληθούν σε δοκιμασία τους επόμενους μήνες, καθώς η κρίση θα
βαθαίνει. Ο ρυθμός της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης για το 2009 θα
είναι χαμηλός (1,9%) και μηδενικός ή και αρνητικός για τις αναπτυγμένες
οικονομίες. Στις ΗΠΑ οι επενδύσεις πέφτουν, οι απώλειες των ιδιωτικών
επενδύσεων πολλαπλασιάζονται και οι ελπίδες για ανάκαμψη μέσω εξαγωγών
διαψεύδονται. Μόλις επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο και στην Ευρώπη, θα
υπάρξει δραστική υποχώρηση στη μισή παγκόσμια οικονομία.
Οι τράπεζες θα συνεχίσουν να παίρνουν δισεκατομμύρια δολάρια με μορφή
κρατικής ενίσχυσης. Η Citibank, για παράδειγμα, ενισχύθηκε με
περισσότερα χρήματα από όσα πήραν η AIG, η Fannie Mae, η Freddie Mac
και η Washington Mutual μαζί. Αλλά οι τράπεζες θα συνεχίσουν να
χρησιμοποιούν αυτά τα χρήματα για να καλύπτουν τις απώλειές τους ή για
να προχωρούν σε εξαγορές άλλων επιχειρήσεων. Δεν θα ξαναβάλουν μπροστά
τις πιστώσεις, ούτε θα δώσουν εξηγήσεις όσον αφορά το πού πηγαίνουν τα
χρήματα που τους δίνει το κράτος. Αυτή η ατιμωρησία έδωσε τη δυνατότητα
στη γιγαντιαία Morgan Stanley να απορροφήσει όλους τους περιφερειακούς
ανταγωνιστές της και να μετατραπεί μέσα σε λίγους μήνες σε εμπορική
τράπεζα.
Σε αντίθεση με αρκετές από τις μεταπολεμικές εθνικοποιήσεις, στις
τρέχουσες διασώσεις αποκλείεται κάθε έλεγχος στις τράπεζες, σαν
αντάλλαγμα των χρημάτων που προσφέρονται. Η ελπίδα να αλλάξει αυτή η
πολιτική με την επικράτηση του Ομπάμα ξέφτισε, όταν ορίστηκε το
επιτελείο του. Ο Ομπάμα επέλεξε την αφρόκρεμα των χρηματιστών (Volcker,
Rubin, Geithner, Summers) για να στείλει ένα μήνυμα συνέπειας προς τους
τραπεζίτες. Αυτές οι επιλογές επισκιάζουν τα μεταρρυθμιστικά σχέδια για
αύξηση της φορολογίας στους πλούσιους, παροχή Υγείας για όλους τους
εργαζόμενους ή μείωση του κόστους της Εκπαίδευσης.
Αντιμετωπίζοντας την κατακόρυφη πτώση της οικονομικής
δραστηριότητας, ο Ομπάμα αποφάσισε να αυξήσει κι άλλο το υπερ-σχέδιό
του για δημόσια έργα. Θα προσπαθήσει να ξαναδημιουργήσει τα τέσσερα
εκατομμύρια θέσεις εργασίας, που θα χαθούν τους επόμενους μήνες. Κανείς
όμως δεν ξέρει πώς αυτά τα σχέδια συμφιλιώνονται με την αδιάκοπη
στήριξη των τραπεζών. Αν και οι τεράστιες δημόσιες δαπάνες θα
επικυρωθούν νομικά, αργά ή γρήγορα θα υπάρξει ζήτημα χρηματοδότησής
τους.
Η επανεμφάνιση ενός New Deal συναντά διάφορα εμπόδια. Η αμερικάνικη
οικονομία έχει χάσει τον κεντρικό χαρακτήρα που της επέτρεπε να
εφαρμόζει πολιτικές που να έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Η εξέλιξη της
διεθνοποίησης θα την υποχρεώσει να προσανατολιστεί σε παγκόσμια
κλίμακα. Πιο συγκεκριμένα, η εξάρτησή της από ξένη χρηματοδότηση θα
περιορίσει την ικανότητα να είναι αυτάρκης αποκλειστικά και μόνο από
την εγχώρια φορολογία.
Ούτε η επανενεργοποίηση της πολεμικής οικονομίας, που έβαλε τέλος
στη μεγάλη Ύφεση του ’30, είναι εφικτή. Η απουσία ενδο-ιμπεριαλιστικών
αντιπαραθέσεων και η ανάπτυξη της στρατιωτικής τεχνολογίας δεν αφήνουν
περιθώρια για δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω μιλιταριστικής
δραστηριότητας.
Έτσι λοιπόν υπάρχουν τρία πιθανά σενάρια. Το πιο αισιόδοξο λέει πως τα
κεϊνσιανά μέτρα θα έχουν το αποτέλεσμα που υπολογίζεται και η κρίση θα
διαρκέσει για ένα χρόνο. Το ΔΝΤ εκτιμά πως θα υπάρξει ανάκαμψη το 2010.
Από την άλλη, αν τα αντικυκλικά μέτρα έχουν μόνο δευτερεύουσα επίδραση
(ή παράγουν εφήμερα αποτελέσματα που θα ακολουθηθούν ξανά από πτώση),
τότε ο πλανήτης θα παγιδευτεί σε μια αποπληθωριστική παράλυση, σαν αυτή
που καθήλωσε την Ιαπωνία τη δεκαετία του ’90. Το τρίτο σενάριο
προβλέπει επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του ’30.
Το τελευταίο σενάριο υπονοεί δραματική χειροτέρευση της ήδη
υπάρχουσας εικόνας. Η αμερικάνικη ύφεση έχει διαρκέσει ένα χρόνο,
ξεπερνώντας ήδη τους 8 μήνες ύφεσης μεταξύ 1990 και 2001 και τους 16
μήνες μεταξύ 1973 και 1981. Η απειλή των 43 μηνών υποχώρηση, που
ξεκίνησε το 1929, είναι ακόμα απλώς μια απειλή.
Τα ίδια συμβαίνουν και με το ΑΕΠ. Η πτώση μεταξύ 0,8 και 1,2% το 2008
είναι πολύ διαφορετική από την πτώση κατά 33% που συνέβη μεταξύ 1929
και 1933 (συμπεριλαμβανομένης της πτώσης στη βιομηχανική παραγωγή κατά
55% και της πτώσης στις επενδύσεις κατά 88%). Σε κοινωνικό επίπεδο, η
επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης θα σήμαινε ποσοστό φτώχειας ίσο με το 50%
και ποσοστό ανεργίας 30% στις βιομηχανικές χώρες, αντίστοιχο αυτού που
βίωσε η Αργεντινή στο διάστημα 2001-2002.
Δεν μπορούμε να πούμε αν η κρίση σήμερα θα έχει τα ίδια αποτελέσματα,
αλλά για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες αυτό το φάντασμα πλανιέται πάνω
από την παγκόσμια οικονομία.
Η έναρξη της αντίστασης
Η μαζική ανεργία είναι η μεγαλύτερη
απειλή αυτή τη στιγμή για τους εργάτες. Ο Διεθνής Οργανισμός
Εργασίας[37] υπολογίζει πως έρχονται 20 εκατομμύρια νέες απολύσεις
παγκοσμίως, κάτι που θα σημάνει και τη μεγαλύτερη ανεργία από τη
δεκαετία του ’80. Το πιο τρομακτικό από όλα είναι η ταχύτητα με την
οποία χάνονται οι δουλειές.
Έχουν περάσει δεκαετίες από την τελευταία φορά που 533 χιλιάδες θέσεις
εγασίας χάθηκαν σε ένα μήνα (κάτι που συνέβη το Νοέμβρη του 2008). Για
τις τριάντα πιο αναπτυγμένες χώρες, ο ΟΟΣΑ[38] υπολογίζει ποσοστά
ανεργίας 5,6% για το 2008, 6,9% για το 2009 και 7,2% για το 2010. Στις
ΗΠΑ το ποσοστό είναι ήδη 6,7% και στην ευρωζώνη είναι 7,7%. Άλλοι
οικονομολόγοι θεωρούν πιθανά διψήφια ποσοστά ανεργίας.
Η ζοφερή αυτή πρόβλεψη δεν εμποδίζει πολλούς αναλυτές να ισχυρίζονται
ότι «ο καπιταλισμός έχει την ικανότητα να ανακάμψει».[39] Αυτές οι
σχηματοποιήσεις –που είναι αισιόδοξες σε βαθμό εθελοτυφλίας– υποφέρουν
από μια σχεδόν σχιζοφρενική αποσύνδεση ανάμεσα στην πρόγνωση και τη
διάγνωση. Κομπάζουν για το σύστημα, αποκηρύσσουν τη βοήθεια στις
τράπεζες και κατακρίνουν την επίθεση στους εργάτες. Αποκλείουν όμως την
πιθανότητα της λαϊκής αντίστασης, που θα έφτανε στο σημείο να πολεμήσει
ξεκάθαρα τον καπιταλισμό. «Αγχώνονται» μονίμως ότι «οι συνθήκες δεν
είναι ώριμες για να τα βάλουμε με τον καπιταλισμό»…
Η υπόθεση ότι ένα «άλλο μοντέλο» του ίδιου όμως συστήματος θα
επικρατήσει αναπόφευκτα, έτσι ώστε να τροποποιήσει τις υπερβολές του
καπιταλισμού, είναι η ηρεμιστική πεποίθηση που το σύστημα
προπαγανδίζει. Η άκριτη αναπαραγωγή αυτής της πρότασης παίρνει ως
δεδομένη τη νίκη των κυρίαρχων τάξεων. Στην πραγματικότητα ποτέ, καμία
μάχη δεν είναι χαμένη εκ των προτέρων. Η μόνη βεβαιότητα είναι το
μαρτύριο όσων απέφυγαν να τη δώσουν.
Μέχρι στιγμής επικρατεί η σύγχυση. Η οικονομική κατάρρευση
ταρακούνησε τις μάζες στις αναπτυγμένες οικονομίες, που είχαν συνηθίσει
να βλέπουν τέτοιες καταστάσεις μόνο σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η άφιξη
του τσουνάμι στο κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού έχει δημιουργήσει
μια ταραχή που έχει αρχίσει να μεταφράζεται σε κοινωνικούς αγώνες.
Η πρώτη σημαντική εξέγερση ξέσπασε στην Ελλάδα και έχει ένα είδος
ομοιότητας με το γαλλικό Μάη του ’68. Η εξέγερση αυτή μπορεί να
αποτελέσει το πρώτο βήμα μιας νέας εποχής. Η αντίδραση των μαθητών
απέναντι στην αστυνομική καταστολή της δεξιάς κυβέρνησης έφερε απεργίες
και μαζικότατες διαδηλώσεις που είχαν τρομακτικό αντίκτυπο σε όλη την
Ευρώπη. Αντίστοιχα, στην Ιταλία και την Ισπανία γίνονται πορείες για
την Παιδεία, που συγκλίνουν με τους εργατικούς αγώνες.
Η μαχητικότητα των νέων –που αντιμετωπίζουν την υψηλότερη ανεργία και
την πιο επισφαλή εργασία– μπορεί να αποτελέσει το βαρόμετρο της μάχης,
που βρίσκεται στα σπάργανα. Σε πιο εμβρυακό στάδιο στις ΗΠΑ, οι εργάτες
που κατέλαβαν το εργοστάσιο της Republic Windows[40], υπερασπιζόμενοι
τους μισθούς τους, πέτυχαν μια συμβολική νίκη. Είναι όλα τα παραπάνω
ενδείξεις αλλαγών στην κλίμακα της ταξικής πάλης;
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες ο καπιταλισμός βιώνει την κρίση
στην ίδια του την καρδιά και θα υποβάλει τη νέα γενιά των εργατών σε
δοκιμασία. Η αντίδρασή τους θα είναι η πιο σημαντική παράμετρος σε μια
περίοδο που θα σημαδευτεί από αναταραχές, ανακατατάξεις και
αυτοσχεδιασμούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Martin Wolf, «Ε hora de um regate abrangente no Mercado», Financial Times, Οκτώβρης 2008.
2. ΣτΜ: Ο μερκαντιλισμός ήταν η οικονομική φιλοσοφία και πρακτική του
16ου και 17ου αιώνα. Με λίγα λόγια μπορούμε να πούμε πως το νόημά του
ήταν να αντιμετωπίζει τα εμπορικά συμφέροντα σαν εθνική πολιτική,
επιδοτώντας τις εξαγωγές και βάζοντας δασμούς για να εμποδίζει τις
εισαγωγές.
3. ΣτΜ: Ο Katz αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο φτιάχτηκε η φούσκα
των subprime δανείων. Για μεγαλύτερη κατανόηση, διαβάστε το άρθρο του
Joel Geier «Η απειλή της οικονομικής κρίσης», στη Διεθνιστική Αριστερά,
Τεύχος 14.
4. Daniel Marx, «La crisis termino: Vendran mas ajustes», Ambito Financiero, Μάρτης 2008.
5. The Economist-La Nacion, «El capitalism esta acorralado, pero aun sirve», Οκτώβρης 2008.
6. «Οι θεωρίες της Δεξιάς στέλνουν το καθησυχαστικό μήνυμα ότι ένα
κεφάλαιο κλείνει… αλλά η άποψη ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός μαζί
με το τέλος του ιμπεριαλισμού είναι ηλιθιότητα», Jorge Cantaneda, La
Nacion, Δεκέμβρης 2008.
7. ΣτΜ: Ο Joseph Stiglitz είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο
Κολούμπια και βραβευμένος με Νόμπελ οικονομικών για το 2001. Είναι από
τους σημαντικότερους οικονομολόγους με κεϊνσιανό τρόπο σκέψης και τα
άρθρα και οι προτάσεις του έχουν πολύ μεγάλο βάρος στη συζήτηση για την
αντιμετώπιση της κρίσης. Ο George Soros είναι ο 29ος πιο πλούσιος
άνθρωπος στον κόσμο, διάσημος επιχειρηματίας με πολλές δραστηριότητες,
πιο γνωστός πάντως σαν ο πιο πετυχημένος κερδοσκόπος στα παιχνίδια με
συναλλαγματικές ισοτιμίες στην ιστορία. Ο Jeffrey Sachs είναι
οικονομολόγος και ακαδημαϊκός, γνωστός μεταξύ άλλων σαν εμπνευστής των
οικονομικών θεραπειών-σοκ που προέβλεπαν απότομη φιλελευθεροποίηση και
εφαρμόστηκαν στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ και αλλού. Ο Alan
Greenspan είναι πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας.
Έχει ασκηθεί κριτική εναντίον του για την υποστήριξη που έδινε στα
subprime προϊόντα. Ο Martin Feldstein είναι επίσης οικονομολόγος και
ήταν ο κύριος σύμβουλος του Ronald Reagan σε θέματα οικονομίας.
8. ΣτΜ: Οι κεϊνσιανοί και οι μονεταριστές.
9. Edmund Phelps, «Los bancos deberan buscar un Nuevo rol», Clarin, Νοέμβρης 2008.
10. ΣτΜ: Ο Bernard Madoff είναι πρώην επικεφαλής του αμερικάνικου
χρηματιστηρίου NASDAQ (που αφορά κυρίως μετοχές προηγμένης
τεχνολογίας). Ο Madoff αξιοποίησε τη θέση του, στήνοντας μια τεράστια
κομπίνα του τύπου πυραμίδας (ή αλλιώς αεροπλανάκι). Το κόλπο είναι ότι
έταζε επενδυτικά σχέδια με τεράστιες αποδόσεις και χρησιμοποιούσε τα
λεφτά, όσων έμπαιναν στο παιχνίδι, για να ξεπληρώσει τους
προηγούμενους, παίρνοντας φυσικά προμήθειες και ο ίδιος. Η απάτη έφτασε
στο ύψος των 50 δισ. δολαρίων και ο Madoff καταδικάστηκε σε ποινή
φυλάκισης 150 ετών.
11. ΣτΜ: Ο Paul Krugman είναι σημαντικός οικονομολόγος που βραβεύτηκε
με το Νομπελ οικονομίας το 2008 για το έργο του και κυρίως για τις
προτάσεις του σχετικά με την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο Paul Samuelson
είναι επίσης μεγάλος κεϊνσιανός οικονομολόγος, βραβευμένος με το νόμπελ
οικονομίας του 1970.
12. «Υπήρξε ένα παράλληλο τραπεζικό σύστημα, χωρίς τις παραδοσιακές ρυθμίσεις», Paul Krugman.
13. ΣτΜ: Εδώ ο Katz ειρωνεύεται τους λεγόμενους ορθόδοξους
οικονομολόγους, τους οικονομολόγους δηλαδή των σχολών που
προαναφέρθηκαν.
14. Paul Krugman, «La riesgosa negative de alemania», New York Times-La Nacion, Δεκέμβρης 2008.
15. Joseph Stiglitz, «El dolar ya no sirve como reserve», Clarin, Νοέμβρης 2008.
16. ΣτΜ: Το Bretton Woods ήταν η συμφωνία που έγινε ανάμεσα στα μεγάλα
βιομηχανικά κράτη για τον καθορισμό των εμπορικών και
χρηματοοικονομικών σχέσεων, που θα ίσχυαν με τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου
Πολέμου και θα ξαναέβαζαν μπροστά την παγκόσμια οικονομία.
17. Το σχέδιο προβλέπει την αγορά από το κράτος μετοχών των τραπεζών που χρειάζονται βοήθεια.
18. Claudio Katz, «Leccion acceleradade capitalism», Μάης 2008.
19. Τα χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας περιγράφουν μεταξύ άλλων οι
Cristopher Rude, «El rol de la disciplina en la estrategia imperial»,
El imperial recargado, 2005, και Bryan Dick, «The inventiveness of
capital», Ιούλης 2008, www.workersliberty.org
20. Το μοντέλο αυτό αναπτύχθηκε από τον Claudio Katz, «Enigmas
contemporaneos de las finanzas y la moneda», Revista Ciclos, Σεπτέμβρης
2008.
21. Clarin, Νοέμβρης 2008.
22. Διαβάστε Orlando Cauto Leiva, «La economia mundial: La crisis inmobilaria de Estado Unido», Μάρτης 2008.
23. ΣτΜ: Το άρθρο γράφτηκε πριν την πτώχευση της General Motors.
24. ΣτΜ: Το UAW είναι μεγάλο συνδικάτο εργαζομένων στην
αυτοκινητοβιομηχανία, που εκπροσωπεί εργάτες στην Αμερική και το
Πουέρτο Ρίκο.
25. Οι Michel Aglietta και Laurent Berrebi αναδεικνύουν αυτή τη διαδικασία. «Desordes dans le capitalisme mondial», 2007.
26. ΣτΜ: Η βασική ιδέα του φορντισμού ήταν η εξασφάλιση σταθερής
ανάπτυξης μέσω μαζικής παραγωγής και ταυτόχρονης εξίσου μαζικής
κατανάλωσης. Η εφαρμογή του φορντισμού έφερε σημαντικές αλλαγές τόσο
στην παραγωγή αγαθών, όσο και στην κατανάλωση –για την οποία αξίζει να
τονιστεί η παγκοσμιοποίηση των καταναλωτικών αγαθών σαν χαρακτηριστικό.
27. ΣτΜ: Ο ΟΠΕΚ είναι το καρτέλ 13 μεγάλων πετρελαιοπαραγωγών χωρών. Ο
ΟΠΕΚ παίζει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας προσφοράς
πετρελαίου, όπως επίσης για την τιμή και τις γενικότερες πολιτικές γύρω
από αυτό.
28. Ο Amin περιγράφει αυτές τις μιλιταριστικές τάσεις και ο Klare την
περιπλοκότητα των ζητημάτων του πετρελαίου. Samir Amin, «Financial
collapse, systemic crisis?», 2008, Michael Klare, «Mauvaises nouvelles
a la pompe», Impecor 537, Απρίλης 2008.
29. Στο σύνολο των G7, οι μισθοί σαν ποσοστό του ΑΕΠ έπεσαν από 66,5 το
1982 σε 57,2 το 2006. Husson Michel, «La lignes de fracture», Politis
en 990, Φεβρουάριος 2008.
30. Clarin, Σεπτέμβρης 2008.
31. Οι αναταράξεις, που εξελίσσονται σήμερα, πρέπει να αντιμετωπιστούν
σαν μια ενισχυμένη αναπαραγωγή των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στο
σύστημα. Αυτή η μεθοδολογία προτάθηκε από τον Μπουχάριν και αναπτύχθηκε
από τον Μαντέλ. Nikolai Bukharin, «Imperialism and capitalist
accumulation», Ernest Mandel, «Late capitalism».
32. Τα παραπάνω συγκεντρώθηκαν και αναλύθηκαν από τον Claudio Katz,
«Una interpretacion contemporanea de la ley de la tendencia decreciente
da la tasa de ganancia», Herramiento 13, καλοκαίρι 2008.
33. Αυτό είναι το πρόβλημα που προκύπτει με την κατηγοριοποίηση που
έχει κάνει ο Jose Castillo στο «Crisis economica mundial en el marco de
40 anos de crisis cronica del capitalism», Aporrea, Ιούλης 2008.
34. Leo Panitch και Sam Gindlin, «Global Capitalism and American imperialism», New Left Review, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2005.
35. Robert Brenner, «A devastating crisis», Against the current 132, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008.
36. Οι Esteban Mercandante και Noda Marin αναπτύσσουν αυτό το σκεπτικό
στο «Gradualism y catastrofismo», Lucha de clases 7, Οκτώβρης 2007.
37. ΣτΜ: Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας είναι το τμήμα του ΟΗΕ που ασχολείται με ζητήματα εργασίας.
38. ΣτΜ: Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης είναι ένας
διεθνής οργανισμός, στα πλαίσια του οποίου οι 30 χώρες- μέλη –όλες
αναπτυγμένες οικονομικά– συζητούν για οικονομικά, κοινωνικά και
περιβαλλοντικά θέματα, ανταλλάσσουν απόψεις και εμπειρίες και ενίοτε
περνούν αποφάσεις με δεσμευτικό χαρακτήρα.
39. Carlos Vilas, «Confusions y auto-enganos», Pagina 12, Νοέμβρης
2008. Πάνω στα ίδια ζητήματα, διάφοροι συγγραφείς εξηγούν πώς το
παγκόσμιο σύστημα θα συνεχίσει να είναι ο καπιταλισμός και δεν υπάρχει
τρόπος να καταρριφθεί. Tumini Humberto, «Capitalismo mundial: Derrumbe
o nueva etapa», www.libresdelsur.org.ar/spip.php, Φεβρουάριος 2008.
40. ΣτΜ: Η κατάληψη της Republic Windows από τους εργαζόμενους, που
δούλευαν σε αυτή, έφερε στο προσκήνιο μια τακτική που μετά τη δεκαετία
του ’30 –ειδικά στις ΗΠΑ– είχε ξεχαστεί και με αυτό τον τρόπο
σηματοδότησε το πέρασμα σε μια νέα φάση για το εργατικό κίνημα.