Σ τον 21o αιώνα του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν άμεσα από λιμό.«Η κατάσταση στην Αϊτή υπογράμμισε ορισμένα προβλήματα που τραυματίζουν τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Η Αϊτή έχει αρκετά τρόφιμα στις αγορές της για να θρέψει τον πληθυσμό της, αλλά οι τιμές αυξήθηκαν πέρα από τις δυνατότητες πολλών φτωχών των πόλεων ώστε να μπορούν να τα πληρώσουν», Wall Street Journal.Αυτό είναι το κύριο πρόβλημα για τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών που εξεγέρθηκαν λόγω πείνας, αλλά και περισσοτέρων ακόμα, αφού το μισό περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού (3 δισ. άνθρωποι) ζει με λιγότερα από 2 δολ. τη μέρα, ενώ 1 δισ. άνθρωποι ζουν με λιγότερο από 1 δολ. τη μέρα. Πολλοί από αυτούς τρώνε σήμερα τη μισή ποσότητα από αυτήν που έτρωγαν πέρυσι.
Στην αγορά της Ασίας η τιμή του ρυζιού διπλασιάστηκε σε ένα μήνα, ενώ τριπλασιάστηκε σε 3 μήνες (τον Ιανουάριο πουλιόταν 375 δολ./τόνο και τον Απρίλιο 1.000 δολ./τόνο). Σε ένα χρόνο το καλαμπόκι ακρίβυνε διεθνώς κατά 31%, το ρύζι 74%, η σόγια 87%, το σιτάρι 130% και τα γαλακτοκομικά 80%.
Το Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης υπολογίζει ότι για κάθε 1% αύξηση στην τιμή των βασικών τροφίμων 16 εκατ. άνθρωποι εισέρχονται στην τροφική ανασφάλεια. Κι αυτό με δεδομένο ότι οι τωρινές αυξήσεις οδήγησαν στην πείνα επιπλέον 100 εκατ. ανθρώπους και ότι κάθε μέρα πεθαίνουν 25.000 άνθρωποι από την πείνα.
Στην Αϊτή το 80% των ανθρώπων ζει με λιγότερα από 2 δολ. τη μέρα και καταναλώνει 1.640 θερμίδες, δηλαδή 640 θερμίδες λιγότερες από αυτές που χρειάζεται ένας ενήλικας, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων του ΟΗΕ. Εξηγείται έτσι γιατί χιλιάδες άνθρωποι ξεσηκώθηκαν σε διάφορες πόλεις για έξι μέρες και πήραν με τις πέτρες τους κυανόκρανους της «ειρηνευτικής» δύναμης του ΟΗΕ, εξεγέρσεις που άφησαν το λιγότερο πέντε νεκρούς πίσω τους.
Στην Αίγυπτο το 40% του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 2 δολ. τη μέρα, ενώ η τιμή του ψωμιού δεκαπλασιάστηκε τους τελευταίους μήνες και του ρυζιού διπλασιάστηκε σε μία εβδομάδα. Ο ελάχιστος εθνικός μισθός παραμένει στα ίδια επίπεδα από το 1984. Οι χιλιάδες εργάτες στην κλωστοϋφαντουργία στη Μαχάλα αντέδρασαν στις 6-7 Απριλίου με απεργίες και διαδηλώσεις, κάτι που στην Αίγυπτο είναι παράνομο. Οι επιθέσεις της αστυνομίας αντί να τρομάξουν τους εξεγερμένους τους εξόργισαν περισσότερο.
Στο Ιράκ, τη στιγμή που η εισβολή των ΗΠΑ φαίνεται να έχει στοιχίσει πάνω από 3 τρισ. δολάρια, τα μηνιαία σιτηρέσια κόπηκαν στο μισό λόγω «ανεπαρκών πόρων και πληθωρισμού των τροφίμων», πλήττοντας 10 εκατ. Ιρακινών που επιβιώνουν από αυτά. Σύμφωνα με την αναφορά της Oxfam International για το 2007, ο παιδικός υποσιτισμός από 19% που ήταν πριν από την εισβολή εκτινάχθηκε στο 28% σήμερα, ενώ το 43% των Ιρακινών υποφέρει από την απόλυτη φτώχεια.
Εξεγέρσεις εναντίον των θηριωδών αυξήσεων στα βασικά τρόφιμα έγιναν στο Μπανγκλαντές, στην Μπουργκίνα Φάσο, στην Ακτή του Ελεφαντοστού, στην Καμπότζη, στις Φιλιππίνες, στο Πακιστάν, στην Υεμένη, στην Αιθιοπία, σε όλες τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, στο Ουζμπεκιστάν, στην Ταϊλάνδη. Συνολικά τριάντα επτά χώρες στον πλανήτη αντιμετωπίζουν «επισιτιστική κρίση», που σημαίνει ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και εξεγείρονται.
Στις ΗΠΑ την προηγούμενη χρονιά η τιμή των αυγών αυξήθηκε κατά 25%, του γάλακτος 17% και του ρυζιού, των ζυμαρικών και του ψωμιού 12%, ενώ 28 εκατ. Αμερικανοί αναμένουν να επιβιώσουν φέτος από τα κουπόνια τροφίμων.
Οι πολυεθνικές θησαυρίζουν
Η επανεμφάνιση της μαζικής πείνας γίνεται την ώρα που σημειώνονται απίστευτα κέρδη των πολυεθνικών: η γνωστή αγροβιομηχανία Monsanto διπλασίασε κατά το πρώτο 3μηνο του 2008 το καθαρό της εισόδημα, από 543 εκατ. δολάρια (στο αντίστοιχο 3μηνο του 2007) σε 1,12 δισ. δολάρια.
Η βιομηχανία ζωοτροφών Cargill αύξησε το ίδιο 3μηνο τα κέρδη της κατά 86% (από 553 εκατ. δολάρια στα 1,030 δισ. δολάρια). Η μεταποιητική βιομηχανία σόγιας, καλαμποκιού και σιταριού Archer Daniels Midland ανέβασε τα κέρδη της κατά 42%, ενώ από τις επιχειρήσεις εμπορίας και χειρισμού των σπόρων δεκαεξαπλασίασε το λειτουργικό κέρδος της. Η Mosaic Company, από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες λιπασμάτων, το πρώτο 3μηνο του 2008 δωδεκαπλασίασε τα κέρδη της. Στην Κίνα οι τιμές των λιπασμάτων αυξήθηκαν κατά 44%, ενώ και στην Ελλάδα οι αυξήσεις λιπασμάτων και ζωοτροφών φέτος κυμαίνονται από 40% έως και 120%!
Οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν αλλά το παράδοξο (;) είναι ότι οι αυξήσεις αυτές δεν κατέληξαν στους παραγωγούς-αγρότες-κτηνοτρόφους. Το 75% των φτωχών του πλανήτη είναι αγρότες, αλλά μόνο το 4% της οικονομικής βοήθειας που χορηγείται στις «αναπτυσσόμενες» χώρες καταλήγει στον αγροτικό τομέα. Σύμφωνα με την COAG (ισπανική Συντονιστική Ένωση Αγροτών και Κτηνοτρόφων), υπολογίζεται ότι τα τρόφιμα «φορτώνονται» ένα 600% στην τιμή τους από τον πρωτογενή παραγωγό μέχρι τον τελικό καταναλωτή. Αυτό μπορούμε να το πιστέψουμε από την εγχώρια εμπειρία μας, αν θυμηθούμε το καρτέλ γάλακτος: οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες συμφώνησαν να μειώσουν όλες μαζί την τιμή αγοράς του γάλακτος από τους παραγωγούς, ενώ οι τιμές πώλησης στους καταναλωτές ήταν οι υψηλότερες σε όλη την Ευρώπη. Τα αμνοερίφια φέτος πουλήθηκαν από τους κτηνοτρόφους φτηνότερα από πέρυσι ενώ οι χονδρέμποροι τα πούλησαν στους καταναλωτές ακριβότερα!
Αυτή είναι η ελευθερία της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού.
Κερδοσκοπία
Ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα στη διατροφή Ζαν Ζιγκλέρ δήλωσε: «Παρά τις ελαφρύνσεις του χρέους τους, 122 χώρες έχουν σωρευμένα χρέη ύψους 2.100 δισ. δολαρίων το 2007. Τα σχέδια του ΔΝΤ επιβάλλουν πάντα καλλιέργειες για εξαγωγή που πρέπει να αποφέρουν συνάλλαγμα και να επιτρέπουν στις χώρες του Νότου να πληρώσουν τους τόκους στις τράπεζες του Βορρά».
Ωστόσο, ο Μπαν Κι Μουν και η Παγκόσμια Τράπεζα βρήκαν τη «λύση» στην τωρινή επισιτιστική κρίση: να διπλασιάσουν τα αγροτικά δάνεια προς την Αφρική. Με το… αζημίωτο φυσικά.
Ακριβώς έτσι δημιουργήθηκε για μια ακόμα φορά το πρόβλημα του λιμού (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους) των φτωχότερων πληθυσμών.
Γιατί πρόκειται για ένα πρόβλημα που επανεμφανίζεται τακτικά. Η λεγόμενη «πράσινη επανάσταση» του ’60-70 υποτίθεται ότι έλυσε το πρόβλημα της πείνας με τους υπερ-παραγωγικούς σπόρους των αγροβιομηχανιών, που όμως απαιτούσαν τεράστιες ποσότητες νερού και λιπασμάτων και απαιτούσαν φυτοφάρμακα. Προσωρινά τράφηκε ο κόσμος στην Ινδία, στην Κίνα και στο Βιετνάμ, όμως μολύνθηκε και εξαντλήθηκεο υδροφόρος ορίζοντας, ενώ οι αγροβιομηχανίες και οι κατασκευαστικές που δημιούργησαν τα φράγματα (που αποδείχτηκαν μοιραία και καταστροφικά λάθη για τα ποτάμια και το νερό) μοιράστηκαν τις επιδοτήσεις και τα δάνεια των παγκόσμιων οργανισμών «βοηθείας».
Γιατί λοιπόν το «λυμένο» πρόβλημα επανήλθε; Υπάρχει επάρκεια τροφίμων;
Φυσικά και υπάρχει επάρκεια τροφίμων. Το πρόβλημα το δημιουργούν οι κερδοσκόποι στα χρηματιστήριο του Σικάγο, του Λίβερπουλ κ.λπ., που με πρόσχημα τη μειωμένη παραγωγή τροφίμων λόγω είτε βιοκαυσίμων, είτε ξηρασιών-πλημμυρών, «παίζουν» με τις τιμές των τροφίμων, αφού απέτυχαν στο χρηματοπιστωτικό και κατασκευαστικό τομέα. Οι τεράστιες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για βιομάζα βιοκαυσίμων φυσικά και αποτελούν πρόβλημα (κυρίως γιατί δεν αποφέρουν καθαρότερη από τον άνθρακα ενέργεια), όμως δεν ευθύνονται για τις αυξήσεις των τιμών του ρυζιού.
Ο Μπαν Κι Μουν δήλωσε αισιόδοξος για την αντιμετώπιση της κρίσης, αφού «έχουμε τους πόρους. Έχουμε τη γνώση. Ξέρουμε τι να κάνουμε.». Ο Ζαν Ζιγκλέρ ανταπάντησε: «Χρόνια έχουμε τους πόρους και τη γνώση, αλλά δεν αποτρέψαμε τίποτα», και κατηγόρησε για την κρίση «τις απεχθείς πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, την κερδοσκοπία και τα βιοκαύσιμα».
Οι λύσεις που προτείνονται είναι νέα δάνεια στις «αναπτυσσόμενες» χώρες για να αγοράσουν νέους σπόρους, λιπάσματα και φυτοπροστατευτικά από τις πολυεθνικές αγροβιομηχανίες. Με αυτά θα παραγάγουν νέα προϊόντα, τα οποία δε θα φάνε οι ίδιοι οι παραγωγοί, αλλά θα τους τα πάρουν άλλες πολυεθνικές (μεταποίησης, διακίνησης και εμπορίας) ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη, τα παλιά και τα καινούρια. Τις τιμές των νέων προϊόντων θα τις καθορίσουν στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων «δυναμικοί» επιχειρηματίες και, στο όνομα της αναμενόμενης μειωμένης παραγωγής, θα τις τινάξουν στα ύψη.
Αν περιμένουμε από τις «δυνάμεις της αγοράς» και τον «υγιή ανταγωνισμό», παρόμοιες κρίσεις θα χτυπάνε την πόρτα όχι μόνο των φτωχότερων του πλανήτη αλλά και της «μεσαίας» τάξης των πιο εύπορων κοινωνιών (βλέπε Ελλάδα και Ευρώπη).
Η ανατροπή αυτού του παράλογου συστήματος γίνεται ιστορικά επείγον καθήκον για όλους μας.
Κατερίνα Γιαννούλια