Καμιά συναίνεση - Ανατροπή
Έ να απίστευτο γαϊτανάκι εκβιασμών εξελίσσεται γύρω μας, με στόχο να μας πείσουν ότι οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις και οι πρωτοφανείς περικοπές δαπανών, μισθών και συντάξεων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος του ΓΑΠ είναι, τάχα, αναγκαίο κακό.
Το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον Παπούλια, οι δηλώσεις των τροϊκανών για την αναγκαιότητα «ευρύτερης» πολιτικής στήριξης του Μνημονίου, οι συστάσεις της Ουάσιγκτον για «κυβέρνηση τεχνοκρατών», οι απειλές της Δαμανάκη από τις Βρυξέλλες, οι άμεσα πολιτικές δηλώσεις του… Βαρδή Βαρδινογιάννη κ.λπ. ήταν τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της αναζήτησης, αλλά και της επιδίωξης της διαβόητης συναίνεσης τουλάχιστον μεταξύ ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και των «προθύμων» δορυφόρων τους.
Η κυβέρνηση δεν δίστασε να επισείσει τον κίνδυνο μιας «εσωτερικής» στάσης πληρωμών (όχι ασφαλώς προς τους δανειστές, αλλά προς τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους), παίρνοντας το ρίσκο ακόμα και ενός πανικού απόσυρσης των καταθέσεων από τις τράπεζες.
Νέος δανεισμός
Στη βάση της δημιουργίας αυτού του κλίματος
έκτακτης ανάγκης βρίσκονται υπαρκτοί παράγοντες. Τα νούμερα της
πολιτικής και των δεσμεύσεων του Μνημονίου 1 απλώς δεν βγαίνουν. Η
κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, εγκλωβισμένη μέσα στα όρια της πολιτικής των
δανειστών και της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, δεν βλέπει άλλη λύση από
διαδοχικούς δανεισμούς, για να εξυπηρετεί… τα δάνεια που… εξυπηρετούν το
χρέος.
Ήδη στον τύπο δημοσιεύονται προβλέψεις για νέο
δανεισμό 65 δισ. ευρώ ως το 2015 (συνδεδεμένο με Μνημόνιο 2) και επόμενο
δανεισμό 80 δισ. ευρώ (συνδεδεμένο με Μνημόνιο 3) στην επόμενη τριετία.
Πρόκειται για ένα καταστροφικό σπιράλ διαρκούς δανεισμού με πρωτοφανείς
άγριους όρους, που καταλήγει σε διόγκωση του χρέους(!) και κυρίως
καταλήγει με βεβαιότητα στη δημιουργία συνθηκών κοινωνικής ερήμωσης.
Αυτή η λογική, σε συνθήκες κρίσης, δεν έχει καμιά απολύτως διέξοδο.
Στις
εβδομάδες που απομένουν ως τα τέλη Ιούνη –οπότε η σύνοδος κορυφής της
ΕΕ θα εγκρίνει τους ευρωπαϊκούς χειρισμούς για το χρέος– οι δανειστές
έχουν κάνει καθαρό ότι απαιτούν εγγυήσεις ότι θα πληρωθούν στο ακέραιο
τα κεφάλαιά τους, αλλά και οι τοκογλυφικοί τόκοι, κλείνοντας κάθε
συζήτηση για οποιαδήποτε παραλλαγή «αναδιάρθρωσης» του χρέους.
Προϋποθέσεις
Ως
πρώτη προϋπόθεση βάζουν την (πολιτικά διευρυμένη) έγκριση του
μεσοπρόθεσμου προγράμματος, που οργανώνει μια πρωτοφανή πολιτική
λιτότητας για πολλά χρόνια. Το μοντέλο των χωρών της Βαλτικής –πιο
συγκεκριμένα της Εσθονίας, που περιέκοψε στον πρϋπολογισμό της δαπάνες
της τάξης του 15% του ΑΕΠ– δεν προβάλλεται τυχαία. Ταυτόχρονα, απαιτούν
ως «εγγυήσεις» τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και το λουκέτο σε μια
τουλάχιστον ΔΕΚΟ. Αρχίζοντας από τον ΟΤΕ, που θα πρέπει να έχει πουληθεί
ολοκληρωτικά μέχρι τα τέλη Ιούνη(!), η κυβέρνηση οφείλει να δεσμευτεί
για άμεσες πωλήσεις μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων, γης και ακινήτων,
αξίας 50 δισ. ευρώ! Και εδώ ως μοντέλο προβάλλεται η περίπτωση της
Ανατολικής Γερμανίας, όπου οι ιδιωτικοποιήσεις ανατέθηκαν σε
«ανεξάρτητους τεχνοκράτες» και άφησαν πίσω τους την ατέλειωτη φτώχεια
και δυστυχία, σε μια περιοχή που κάποτε ήταν κέντρο βιομηχανίας και
παραγωγής βαρειών και εξελιγμένων προϊόντων.
Ήδη στο διεθνή
Τύπο εμφανίζονται «αναλύσεις» που λένε ότι η λεηλασία των 50 δισ. είναι
μόνο η αρχή, θέτοντας ως στόχο των ιδιωτικοποιήσεων τα 300 δισ. ευρώ(!),
δηλαδή ενός ποσού διπλάσιου από το αρχικό χρέος, το οποίο –τάχα– μας
διευκολύνουν να αποπληρώσουμε οι αλληλέγγυοι της ΕΕ, της ΕΚΤ και του
ΔΝΤ. Τα προγράμματα αυτά –αν υλοποιηθούν– θα συνιστούν την πιο
κολοσσιαία μεταφορά πλούτου από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα στην
ιστορία του καπιταλισμού στην Ελλάδα.
Αυτή η πολιτική πέρα από ακραία
αντιδραστική είναι και απολύτως αδιέξοδη. Η ίδια η έκθεση της τρόικας
υπογραμμίζει ότι βασική αιτία της αποτυχίας του Μνημονίου 1 είναι η
αδυναμία(;) της κυβέρνησης να συλλέξει φόρους από την κυρίαρχη τάξη. Η
φορολόγηση των κερδών στην Ελλάδα περιορίζεται στο 15,9% έναντι του 33%
της ΕΕ, ενώ η αναλογία μεταξύ εισοδημάτων ιδιοκτησίας ως προς τις
αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα φτάνει στο 0,43, όταν στην ΕΕ περιορίζεται
στο 0,25.
Σε απλά ελληνικά τα νούμερα αυτά σημαίνουν ότι ο
πλούτος στην Ελλάδα ληστεύει τους εργαζόμενους, ενώ ταυτόχρονα
φοροδιαφεύγει μαζικά. Και με αυτό ως δεδομένο, δεν υπάρχει καμιά λύση
στην ανάκαμψη των δημόσιων οικονομικών, πολύ περισσότερο όταν όλη η
συζήτηση και οι πολιτικές αναζητούν μεγαλύτερα «κίνητρα» και
περισσότερες «διευκολύνσεις» για τους ιδιώτες καπιταλιστές.
Συναίνεση
Αυτή
η στροφή στην οικονομία και στην πολιτική έχει πολλές δυσκολίες να
υλοποιηθεί στην πράξη. Και γι’ αυτό η συναίνεση γίνεται σύνθημα των
ημερών για κάθε υποστηρικτή του συστήματος.
Ο ΓΑΠ, μετά την
αποτυχία των συναντήσεων με τους πολιτικούς αρχηγούς και του συμβουλίου
υπό τον Παπούλια, υποχρεώνεται να πιει το ποτήρι της «βήμα προς βήμα»
σύγκλισης με τον Σαμαρά. Έχει ήδη καταγράψει τη συμφωνία για τις
ιδιωτικοποιήσεις, τη συμφωνία για την ανάθεσή τους σε ανεξάρτητους
τεχνοκράτες «κοινής αποδοχής», ενώ προτείνει την κοινή διαπραγμάτευση
απέναντι στην τρόικα, ζητώντας ως αντίτιμο τις ψήφους της ΝΔ για το
μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Παρ’ όλα αυτά η δήλωση ότι «εκλογές θα γίνουν το
2013» ακούγεται πλέον όλο και λιγότερο πειστική, αφού ακόμα και η
αρθρογραφία του Ψυχάρη από το φιλοκυβερνητικό «Βήμα» προετοιμάζει πλέον
το έδαφος για άμεσες εκλογές.
Ο Σαμαράς απέφυγε, μέχρι σήμερα,
να δώσει αμέριστη υποστήριξη στον Παπανδρέου μπροστά στις δυσκολίες της
κυβέρνησης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της κάλπης, όπου ελπίζει να
καταγράψει πρωτοκαθεδρία. Όμως αυτή η στάση δεν έχει τίποτα κοινό με
αντίσταση στο Μνημόνιο: Η πρόταση Σαμαρά για μεγαλύτερη μείωση της
φορολογίας των κερδών και για μείωση της φορολογίας των πλουσίων
(ανώτατος συντελεστής 30%), αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η ΝΔ
κινείται στα δεξιά του ΠΑΣΟΚ.
Προβλήματα
Τα γκάλοπ
όμως έρχονται να υπενθυμίσουν στους καπιταλιστές ότι η οργάνωση της
συναίνεσης είναι μια πιο σύνθετη διαδικασία από την πίεση για σύγκλιση
μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Σήμερα τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ
συμπιέζονται σε ποσοστά γύρω στο 20%, δίνοντας στη Ντόρα το δικαίωμα να
μιλά για «τέως μεγάλα κόμματα».
Όμως η πραγματική κατάσταση
των κομμάτων-πυλώνων του δικομματισμού είναι ακόμα χειρότερη. Στο ΠΑΣΟΚ
οι ομαδικές αποχωρήσεις οργανώσεων (ΠΑΣΚΕ ΟΤΑ, άλλων ΔΕΚΟ κ.λπ.) και οι
συλλογικές διαφοροποιήσεις (Νομαρχιακή Α΄ Θεσσαλονίκης) τείνουν να
γίνουν ρεύμα. Ένα ρεύμα πολύ πιο επικίνδυνο για τον ΓΑΠ από τις ατομικές
διαφωνίες βουλευτών και τα προβλήματα στη διασφάλιση «συναίνεσης» μέσα
στην ίδια την κυβέρνηση.
Στη ΝΔ ισχύουν ανάλογα προβλήματα. Ο
Σαμαράς υποχρεώθηκε επειγόντως να βάλει νερό στο κρασί του μετά το
συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, όταν δυνάμεις της «αγοράς» του θύμισαν τη
βασική υποχρέωση της ΝΔ, ως αστικό κόμμα, να πειθαρχεί στις
προτεραιότητες του συστήματος. Αυτή την υποχρέωση –που φωναχτά
υπογραμμίζουν η Ντόρα και ο Καρατζαφέρης– σημείωνε και η απειλητική
σιωπή των «βαρόνων» της Δεξιάς στο εσωτερικό της ΝΔ, όπου οι
Αβραμόπουλος-Δήμας κ.λπ. παραμένουν πολύ πιο ισχυροί από τα κολεγιόπαιδα
τύπου Χρ. Λαζαρίδη…
Ανατροπή
Η συνεργασία μεταξύ
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ –ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο– θα έδινε μια κυβέρνηση
σίγουρα πολύ πιο αντιφατική, αλλά καθόλου πιο ισχυρή από τις κυβερνήσεις
του Κ. Καραμανλή (του νεότερου) ή του Κ. Σημίτη. Χωρίς καμιά δυνατότητα
για σύγκριση με την ισχύ των κυβερνήσεων του Κ. Καραμανλή (του
πρεσβύτερου) ή του Ανδρέα Παπανδρέου. Όμως ακόμα και μια τέτοια
κυβέρνηση είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος του
μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Οι διαπιστώσεις αυτές αναδεικνύουν την
αξία της απόρριψης της συναίνεσης και του προσανατολισμού στην ανατροπή,
που είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση στην πολιτική των δανειστών και
την κυρίαρχης τάξης.
Και αυτή την κατεύθυνση οφείλει να
υλοποιήσει η Αριστερά στην περίοδο που έρχεται, με άξονα το σύνθημα:
«Δεν χρωστάμε-Δεν πουλάμε-Δεν πληρώνουμε». Και τη διεκδίκηση μιας
ουσιαστικής αναδιανομής του πλούτου, με άμεση προτεραιότητα την ενίσχυση
των μισθών και των συντάξεων και την υπεράσπιση των κοινωνικών δαπανών.