Στις 25/8 πέθανε και το τελευταίο ενεργό πολιτικά μέλος της δυναστείας των Κένεντι, ο Έντουραντ (Τεντ) Κένεντι. Όπως και τα αδέλφια του παρουσιάζονταν πάντα στην παγκόσμια κοινή γνώμη ως το αποκορύφωμα της προοδευτικότητας της πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ. Η αντίθεσή του στην εισβολή στο Ιράκ, αλλά κυρίως η υποστήριξη των δικαιωμάτων των φτωχών, των ηλικιωμένων, των παιδιών των μειονοτήτων, των γυναικών και των μεταναστών, έδωσαν στον Έ. Κένεντι τα εύσημα του πλέον προοδευτικού γερουσιαστή. Γι’ αυτό και συγκέντρωνε πάντα την οργή και το μίσος της Δεξιάς και των οπαδών της. Όπως, όμως γνωρίζουμε και από την περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, το μίσος της Δεξιάς δεν σε κάνει αυτομάτως αυθεντικό εκφραστή των λαϊκών συμφερόντων: Ο Έ. Κένεντι υπήρξε για πολλά χρόνια υπερασπιστής του πολέμου στο Βιετνάμ. Μετά το 1974 έπαψε να υποστηρίζει το νόμο περί καθολικής δημόσιας ασφάλισης, που ο ίδιος είχε προτείνει το 1971, και άρχισε να υποστηρίζει το «ρόλο» των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Επίσης από το 1974 και μετά άρχισε να ζητά την απορρύθμιση (δηλ. την κατάργηση των κρατικών ελέγχων και των εργατικών δικαιωμάτων) στις αεροπορικές και τις μεταφορικές εταιρείες – οι συνέπειες αυτής της πολιτικής πληρώνονται μέχρι σήμερα με την κατάρρευση των αεροπορικών εταιρειών και τη σχεδόν απόλυτη έλλειψη σωματείων στις οδικές μεταφορές.
Το χειρότερο όμως για τον Ε. Κένεντι ήταν ο ρόλος του ακριβώς ως ο «ογκόλιθος» του προοδευτισμού: από τη στιγμή που επέλεγε να στραφεί δεξιά σε κάποιο ζήτημα, αυτόματα σήμαινε ότι μαζί του παρασυρόταν η μεγάλη μάζα του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι νόμοι του Μπους για την εκπαίδευση το 2001 και για την υγεία το 2003 αποτέλεσαν ακριβώς τέτοιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις.