Ποιους συμφέρει η κεντροαριστερά;

Επανέρχεται η συζήτηση για «πολυκομματική κυβερνώσα πλειοψηφία»

 

Επισήμως, οι αποφάσεις των συνεδρίων των κομμάτων της Αριστεράς έχουν κλείσει τη συζήτηση για την προοπτική συγκυβέρνησης μαζί με το ΠΑΣΟΚ, τη διαβόητη κεντροαριστερή στρατηγική. Ουσιαστικά όμως -όπως φάνηκε και στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Κ. Λαλιώτη- η συζήτηση συνεχίζεται.

Ο  Κ. Λαλιώτης, παρουσιάζοντας το βιβλίο του «Η πυξίδα – το διαχρονικό ΠΑΣΟΚ», δήλωσε: «Η πολυκομματική κυβερνώσα Κεντροαριστερά σε πολλές χώρες της Ευρώπης είναι μια πραγματικότητα. Γιατί να μην προχωρήσουμε και στην Ελλάδα; Σε αυτό το θεμελιακό ερώτημα οφείλουμε να απαντήσουμε όλοι». Ο γκουρού του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ συμπλήρωσε: «Οι προγραμματικές συγκλίσεις μαζί με τις αντίστοιχες και αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες αποτελούν τη λυδία λίθο για να οδηγηθούμε σε μια σύγχρονη ριζοσπαστική πλειοψηφική πολυκομματική Κεντροαριστερά…».

Αυτές τις προτάσεις συμμερίστηκαν στην ίδια συζήτηση ο Κ. Σκανδαλίδης,
ο Δημ. Ρέππας και ο Α. Λοβέρδος (δηλαδή, ως άθροισμα, το «όλον ΠΑΣΟΚ»),
ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την πρόταση του Γ. Παπανδρέου προς την ηγεσία
του ΣΥΝ για «σύσταση κοινών επιτροπών διαβούλευσης και διαλόγου».


Στη πρόταση ανταποκρίθηκε άμεσα ο πρώην Πρόεδρος του ΣΥΝ, Ν.
Κωνσταντόπουλος, υπογραμμίζοντας ότι: «Ο σημερινός εκλογικός νόμος
δίνει τη δυνατότητα για μια προεκλογική συνεργασία για τη διαμόρφωση
ενός ευρύτατου εκλογικού σχήματος που θα συμπεριλαμβάνει όλες τις
δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, της δημοκρατικής ανανεωτικής αριστεράς
και των νέων ριζοσπαστικών κινημάτων» και ζήτησε μια «νέα προγραμματική
πρόταση εναλλακτικής πολυκομματικής διακυβέρνησης και προοδευτικής
πλουραλιστικής πλειοψηφίας». Λίγες ημέρες αργότερα, με συνέντευξή του
στην «Ελευθεροτυπία», ο Ν. Κωνσταντόπουλος πρότεινε τη δημιουργία ενός
«νέου κόμματος» από τις δυνάμεις που προανέφερε.

Συνασπισμός


Ασφαλώς θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε ότι η άποψη Κωνσταντόπουλου
εκφράζει σήμερα κεντρικό ρεύμα στον Συνασπισμό. Το 4ο συνέδριο απέρριψε
τις θέσεις αυτές και η μέχρι σήμερα πολιτική του Αλ. Αλαβάνου δεν
δημιούργησε προβλήματα σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Όμως, θα ήταν επίσης
άδικο να ισχυριστούμε ότι στο Συνασπισμό έχουν κλείσει με σταθερότητα
το ζήτημα, ότι (έστω για την παρούσα πολιτική περίοδο…) έχουν
αποκλείσει την (επι)στροφή στην κεντροαριστερά. Για να δούμε αυτήν την
αντιφατικότητα, ας πάρουμε ως παράδειγμα ορισμένες βασικές τοποθετήσεις
του Αλ. Αλαβάνου στη Βουλή:


Στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής
ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσε την ομιλία του με την έκκληση για ανατροπή
«από τα κάτω» της κυβέρνησης Καραμανλή και της πολιτικής τους, καλώντας
σε συνέχεια του δρόμου που έδειξε η μεγάλη πανεργατική απεργία της
12/12. Ήταν μια σαφής και σωστή τοποθέτηση, από αυτές που ενισχύουν το
ρεύμα προς τη ριζοσπαστική Αριστερά, από αυτές που ενισχύουν πολιτικά
(ακόμα και εκλογικά) το ΣΥΡΙΖΑ. Η διαφορά με τη γενικόλογη (τάχα
«αντικαπιταλιστική») ρητορεία της Αλ. Παπαρήγας ήταν ολοφάνερη.


Στη συζήτηση για το σκάνδαλο Ζαχόπουλου, ο Αλ. Αλαβάνος ζήτησε -και
σωστά!- «να φύγει αυτή η Κυβέρνηση». Όμως συνέχισε: «Πιστεύουμε ότι
υπάρχει εναλλακτική λύση… Καλούμε τους πολίτες να συνεχίσουν να
ενισχύουν τις δυνάμεις της ενωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς ως ένα
πυρήνα μιας νέας πλειοψηφίας που θα δώσει την εναλλακτική λύση στον
τόπο μας». Αυτή η πρόταση έχει πολλά και επικίνδυνα κενά που
«επικοινωνούν» με την άποψη Κωνσταντόπουλου: ποιες θα είναι οι δυνάμεις
που θα συγκροτήσουν αυτή τη «νέα πλειοψηφία»; Ποια θα είναι η
«εναλλακτική λύση» στον Καραμανλή; Μπορεί η ριζοσπαστική Αριστερά να
είναι «πυρήνας» μιας νέας κυβέρνησης; Με ποια πολιτική, ποιες
προϋποθέσεις, ποιες ανατροπές;

Μαρξισμός


Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, η Αριστερά οφείλει να παραμείνει σταθερή σε μια σειρά βασικές θέσεις:
* Μια πρώτη θέση -που προκύπτει από το μαρξισμό και την πολιτική
παράδοση του κινήματος- είναι η εκτίμηση ότι στον καπιταλισμό την
πραγματική εξουσία δεν κατέχει η εκάστοτε «κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Την έχουν οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες, αυτοί που ελέγχουν την
οικονομία, την παραγωγή και (τελικά) το κράτος. Η κυρίαρχη τάξη τα
τελευταία 20 χρόνια δεν παίζει με «πειραματισμούς» και
διαπραγματεύσεις. Μένει αυστηρά προσηλωμένη στη σκληρή αντεργατική
πολιτική που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. Και έχει χιλιάδες τρόπους
να επιβάλει αυτήν την πολιτική σε κάθε κυβερνητικό κόμμα, συνασπισμό ή
«κυβερνώσα πλειψηφία».


* Μια δεύτερη θέση -που προκύπτει αβίαστα από την ευρωπαϊκή
πολιτική ιστορία των τελευταίων χρόνων- είναι ότι τα σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα πήραν ενεργό μέρος στην επιβολή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης.
Για την ακρίβεια, οι πρώτες μεγάλες κατακτήσεις του νεοφιλελευθερισμού
έγιναν στην εποχή όπου στις 13 από τις 15 -τότε- χώρες της Ε.Ε. υπήρχαν
σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Αυτό το γεγονός σηματοδότησε τη ραγδαία
μετατόπισή τους προς τα δεξιά, την υποβάθμιση των σχέσεων τους με τα
συνδικάτα, την υποτίμηση των σχέσεων τους με την εργατική βάση, τον
οργανωτικό εκφυλισμό τους κ.λπ.

Ανατροπή

 Η θέση της ΔΕΑ

* Η Αριστερά μπορεί να αναπτυχθεί μόνον ως δύναμη αντίστασης και ανατροπής.
* Η τακτική μας απέναντι στην κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ αποσκοπεί στον απεγκλωβισμό κόσμου από τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική και όχι στον επανεγκλωβισμό της Αριστεράς στην πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας.
* Οι «θετικές» προτάσεις μας, οι μεταρρυθμίσεις που διεκδικούμε είναι τα άμεσα και συγκεκριμένα αιτήματα του κόσμου και του κινήματος και όχι αφηρημένα σχέδια διαταξικών –τάχα- λύσεων στα αδιέξοδα του συστήματος.
* Η Αριστερά δεν είναι ασφαλώς αδιάφορη στο ζήτημα της εξουσίας. Όμως οι κυβερνήσεις στις οποίες μπορεί να φιλοδοξεί να συμμετάσχει είναι μόνον οι εργατικές κυβερνήσεις. Κυβερνήσεις, δηλαδή, που στηρίζονται στις κοινωνικές ανατροπές και όχι στους συμβιβασμούς με τους πραγματικούς κατόχους της εξουσίας μέσα στον καπιταλισμό.

 


Αυτή η μετάλλαξη είχε ως συνέπεια το γεγονός ότι οι «συμμαχικές»
κυβερνήσεις που στηρίζονταν στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όχι μόνον δεν
αποδείχθηκαν «προοδευτικές» αλλά, αντίθετα, υπήρξαν σκληρά
νεοφιλελεύθερες, με δυσδιάκριτες διαφορές από τις καθαρόαιμες
συντηρητικές κυβερνήσεις. Οι δυνάμεις της μη -σοσιαλδημοκρατικής
αριστεράς που συμμετείχαν σε αυτούς τους «πειρασμούς» πλήρωσαν βαρύ
τίμημα (τόσο το ΚΚ Γαλλίας χθες, όσο και οι σύμμαχοι του Πρόντι στην
Ιταλία σήμερα…).


* Οι εργαζόμενοι και η νεολαία σήμερα χρειάζονται την Αριστερά ως
πολιτικό εργαλείο για την ανατροπή του νεοφιλελευθισμού, για την
ανατροπή της δικτατορίας των κερδών και της αγοράς πάνω στους ανθρώπους
και στις ανάγκες τους. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται την αριστερά ως
πολιτικό ρεύμα αντίστασης και ανατροπής. Όχι ως δύναμη «υπευθυνότητας»,
ως παράγοντα εκπόνησης κυβερνητικών σεναρίων μέσα στις δίνες των
πολιτικών και οικονομικών κρίσεων. Σε αυτές τις δίνες δεν υπάρχει
«πρόγραμμα» που θα εκπροσωπεί δίκαια και τους καπιταλιστές και τους
εργάτες, δεν υπάρχει «συμβόλαιο» που θα ικανοποιεί και τους από πάνω
και τους από κάτω.


Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε στις εκλογές της 16/9 (και σε όλες τις
δημοσκοπήσεις στη συνέχεια) ότι μπορεί να συγκροτήσει ορμητικό πολιτικό
ρεύμα. Αυτή η επιτυχία στηρίχθηκε στην απόρριψη της κεντροαριστερής
στρατηγικής, στη στροφή προς τη ριζοσπαστική Αριστερά που οικοδομήθηκε
στο νέο διεθνές κίνημα. Οι «κυβερνητικοί» προβληματισμοί θα ακύρωναν
αυτή την κατάκτηση, θα οδηγούσαν σε μια δικαιολογημένη κρίση
εμπιστοσύνης του κόσμου προς το ΣΥΡΙΖΑ. Κατά συνέπεια θα οδηγούσαν σε
μια ραγδαία πολιτική (και εκλογική) κατάρρευση. Όπως συνέβει παλιότερα
και στους καθαρόαιμους εκφραστές αυτών των απόψεων μέσα στην αριστερά,
που -αναζητώντας τα μεγάλα ακροατήρια και τους μεγάλους ρόλους-
βρέθηκαν στα όρια της πολιτικής επιβίωσης ή στις αποθήκες του ΠΑΣΟΚ.


Αντώνης Νταβανέλλος

Λέξεις Κλειδιά