Σύγκρουση μεταξύ στρατού και Ερντογάν
Στις 27 Απρίλη ο αρχηγός του τουρκικού στρατού, στρατηγός Μπουγιούκανιντ, παρενέβη στο ζήτημα της εκλογής του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας δηλώνοντας απειλητικά ότι ο στρατός είναι «εγγυητής του λαϊκού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους» και ότι δεν θα ανεχθεί πρόεδρο που δεν θα είναι πραγματικά κεμαλιστής.
Η απάντηση του πρωθυπουργού Ερντογάν ήταν το ίδιο σκληρή. Από τη δική του πλευρά μίλησε για μερικούς καιροσκόπους που δεν σέβονται τους θεσμούς, την ενότητα της κοινωνίας κλπ., ενώ δήλωσε ότι θα επιμείνει στην υποψηφιότητα του Αμπντουλάχ Γκιούλ. Το ζήτημα όμως είχε πάψει να είναι θεσμικό και διαδικαστικό από μέρες.
Είχε προηγηθεί, στις 24 του μηνός, στην Άγκυρα μια διαδήλωση, αντικυβερνητική και εθνικιστική, 300 χιλιάδων και ακολούθησε μια ανάλογη στην Ιστανμπούλ με ένα εκατομμύριο σχεδόν οπαδούς των εθνικιστών με τουρκικές σημαίες και φωτογραφίες του Κεμάλ. Και όλα αυτά ενώ η κοινή γνώμη της χώρας είχε σοκαριστεί από ένα ακόμη άγριο έγκλημα: τη δολοφονία 3 ευαγγελιστών χριστιανών στην Μαλάτια από μια φασιστική ομάδα.
Τελικά τι κρύβεται πίσω απ’ τη σύγκρουση εθνικιστών και ισλαμιστών και τι σημαίνει για την Αριστερά της Τουρκίας και όχι μόνο;
Το σύνταγμα του 1982
Το 1980 έγινε στην Τουρκία ένα ακόμα στρατιωτικό πραξικόπημα. Στη
διακήρυξη της, η τότε χούντα του Κενάν Εβρέν είχε καθορίσει τους
εχθρούς της ως εξής: κομμουνισμός, φασισμός, κουρδικός σεπαρατισμός,
ισλαμικός φονταμενταλισμός. Στην πράξη το πραξικόπημα στόχευε να
τσακίσει το εργατικό κίνημα και την Αριστερά που για 20 χρόνια είχαν
καθοριστική δύναμη. Το χτύπημα ήταν συντριπτικό: 650.000 συλλήψεις και
ανακρίσεις με βασανιστήρια, 50.000 πολιτικοί πρόσφυγες στις χώρες της
Ευρώπης, 20.000 πολιτικοί κρατούμενοι, απαγχονισμοί αγωνιστών για
«εγκλήματα κατά του κράτους» και δολοφονίες μέσα στις φυλακές…
Τη νίκη της η αντίδραση προσπάθησε να την παγιώσει με ένα νέο σύνταγμα
που όχι μόνον καταργούσε όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά και
εγκαθίδρυε ένα δικέφαλο κρατικό τέρας, με το στρατό να παίζει
καθοριστικό ρόλο σε σχέση με την κοινοβουλευτική κυβέρνηση, που της
άφηνε περιθώρια αυτονομίας μόνο για την οικονομική πολιτική.
Με νικημένη την εργατική τάξη το καθεστώς επέβαλε την στροφή και στην
οικονομία. Το παλιό μοντέλο των μεγάλων κρατικών εργοστασίων, που είχαν
γίνει τα προηγούμενα χρόνια άντρο του μαχητικού συνδικαλισμού,
εγκαταλείφτηκε. Το νέο μοντέλο ήταν οι μικρές και ευέλικτες
επιχειρήσεις εξαγωγής προϊόντων, η δουλειά με το κομμάτι και η φτηνή
εργασία.
Στη δεκαετία του ’80 η τεράστια δυσαρέσκεια των λαϊκών στρωμάτων δεν
μπορούσε να βρει ριζοσπαστική διέξοδο. Η Αριστερά είχε συντριβεί και το
κενό της ανέλαβε να το καλύψει, με κρατική υποκίνηση, ο ισλαμισμός.
Ταυτόχρονα όμως η εποχή έδωσε την ευκαιρία να ανθίσει μια νέα αστική
τάξη, στα νέα βιομηχανικά κάτεργα της Ανατολίας, με κέντρο την
υφαντουργία, με ρίζες στην επαρχία και με συντηρητικά ήθη, πολύ άπληστη
αλλά και σε αντίθεση με το βιομηχανικό και πολιτικό κατεστημένο της
Ιστανμπούλ και της Άγκυρας.
Στη δεκαετία του ’90 για πρώτη φορά καταγράφτηκε αυτή η ανερχόμενη
δύναμη μέσα απ’ το ισλαμικό κόμμα του Ερμπακάν. Το 2001 την Τουρκία την
έπληξε μια σοβαρή οικονομική κρίση που προκάλεσε ακόμη και την οργή των
μεσαίων στρωμάτων. Ένα νέο, πιο μετριοπαθές, ισλαμικό κόμμα με ηγέτη
τον Ερντογάν, αξιοποιώντας την οικονομική κρίση της προηγούμενης
χρονιάς και τα σκάνδαλα διαφθοράς της εθνικιστικής κυβέρνησης του
Ετσεβίτ, σάρωσε στις εκλογές έχοντας ως κύρια εκλογική δεξαμενή τους
φτωχούς των πόλεων. Το 2004, στις δημοτικές εκλογές, διεύρυνε ακόμη
περισσότερο την πολιτική του ηγεμονία κυριαρχώντας σχεδόν σε όλες τις
μεγάλες πόλεις.
Η ισλαμική κυβέρνηση του Ερντογάν είχε να αντιμετωπίσει απ’ την αρχή
πολλά ανοιχτά μέτωπα. Κουρδικό, Ε.Ε., Κυπριακό, πόλεμος στο Ιράκ,
οικονομική κρίση, δημοκρατικά δικαιώματα κ.λπ. Το πιο καθοριστικό
μέτωπο ήταν αυτό της οικονομίας. Η κυβέρνηση των ισλαμιστών ακολούθησε
χωρίς αναστολές τη σκληρή αντεργατική πρόταση του ΔΝΤ με αποτέλεσμα τη
δραματική χειροτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης. Όμως οι
ρυθμοί ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας ήταν εντυπωσιακοί, με
αποτέλεσμα να κερδίσει έτσι την εμπιστοσύνη των διεθνών οικονομικών
κύκλων, αλλά και να πετύχει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων
με την Ε.Ε. Ταυτόχρονα η Τουρκία με την διέλευση πολλών αγωγών
πετρελαίου και φυσικού αερίου υψώθηκε πολύ σε στρατηγικό ανάστημα. Έτσι
η οικονομική άνοδος, η πρόοδος με την Ε.Ε. και η εξομάλυνση των σχέσεων
με την Ελλάδα ενίσχυσαν πολύ τις θέσεις των ισλαμιστών και άλλαξαν τους
συσχετισμούς μέσα στην άρχουσα τάξη με αποτέλεσμα το παλιό κεμαλικό
οικονομικό πολιτικό κατεστημένο να αισθάνεται ότι προκαλείται.
Η αντεπίθεση
των εθνικιστών
Προς το τέλος του 2006, οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεσαν πολύ κάτω απ’ το
προβλεπόμενο και το ΔΝΤ απαίτησε ένα νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων με
επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων και κατάργηση κάθε προστατευτικής
ρύθμισης για την εργασία κ.λπ. Τον Δεκέμβριο του 2006 η Ε.Ε. πάγωσε την
ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά του
εθνικισμού. Την ίδια ώρα το Ιράκ μετατρεπόταν όλο και περισσότερο σε
«πρόβλημα ασφαλείας» για την Τουρκία. Το αυτόνομο ιρακινό Κουρδιστάν,
με τη στήριξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, γινόταν όλο και πιο
ισχυρό οικονομικά και οργανωτικά αποσταθεροποιώντας τα γειτονικά κράτη
με κουρδικό πληθυσμό. Στις αρχές του φετινού Απρίλη, ο Μπουγιούκανιντ
ζήτησε την πολιτική κάλυψη της κυβέρνησης προκειμένου να εισβάλουν τα
τουρκικά στρατεύματα στο βόρειο Ιράκ με πρόσχημα την καταδίωξη του ΡΚΚ,
αλλά ο Ερντογάν αρνήθηκε προκαλώντας την οργή των εθνικιστικών κύκλων.
Σ’ αυτό το φόντο, το ζήτημα της εκλογής του προέδρου της δημοκρατίας
πήρε το χαρακτήρα της διαμάχης μεταξύ αντίπαλων δυνάμεων της εξουσίας
με απρόβλεπτο αποτέλεσμα.
Η Τουρκία είναι ένα μεγάλο κράτος με πάνω από 70 εκατομμύρια πληθυσμό,
ενώ είναι τοποθετημένη στην πιο ευαίσθητη περιοχή του πλανήτη
κατέχοντας κεντρική θέση ανάμεσα στα Βαλκάνια, τον Καύκασο και τη Μέση
Ανατολή. Οι συνέπειες από τη νίκη των κεμαλιστών εθνικιστών δεν θα
είναι μικρές. Στο εσωτερικό της χώρας τα μικρά και δειλά βήματα
εκδημοκρατισμού (κατάργηση της θανατικής ποινής, τηλεοπτικό κανάλι με
προγράμματα στην κουρδική γλώσσα, περιορισμός των βασανιστηρίων κ.λπ.)
θα σβηστούν. Η μέγγενη που ακόμη και τώρα επιβάλλει στην ελευθερία
έκφρασης το άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα «για την προσβολή του
τουρκισμού» θα γίνει αβάσταχτο (ήδη μέσα σε δύο χρόνια είναι δεκάδες οι
δίκες κατά αντιπολιτευόμενων διανοούμενων, π.χ. Ορχάν Παμούκ, και
αρκετοί απ’ αυτούς βρίσκονται στις φυλακές). Οι οριακές συνδικαλιστικές
ελευθερίες θα καταργηθούν ακόμη μια φορά και οι αριστερές και κουρδικές
οργανώσεις θα κυνηγηθούν αμείλικτα. Στο εξωτερικό, το κουρδικό και το
κυπριακό θα ξαναγίνουν ζητήματα οξείας αντιπαράθεσης με τις γειτονικές
χώρες. Για όλους αυτούς τους λόγους η τουρκική και η ελληνική Αριστερά
πρέπει να συναντηθούν και έχουν πολλά να σχεδιάσουν από κοινού για την
ειρήνη στο Αιγαίο και την Κύπρο και την εργατική αλληλεγγύη.
Η τουρκική Αριστερά
Σε μεγάλα κομμάτια αγωνιστών του κινήματος στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά
ερωτήματα για την εικόνα κατακερματισμού και αδυναμίας της τουρκικής
Αριστεράς. Ας μη ξεχνάμε όμως ότι έχει δώσει σκληρές μάχες ενάντια στις
χούντες και το καθεστώς πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος. Η τωρινή
αδυναμία της δεν μπορεί να μας αποτρέψει από το να είμαστε αισιόδοξοι
για το μέλλον. Η τουρκική εργατική τάξη είναι ένας μεγάλος ταξικός
στρατός 12 εκατομμυρίων και βρίσκεται σε αναβρασμό. Οι καμπάνιες για
τους επισφαλείς εργαζόμενους αναπτύσσονται σε πολλές βιομηχανικές
περιοχές της χώρας, οι πρωτοβουλίες για τα «εργατικά σπίτια»
συγκεντρώνουν πολλούς ακτιβιστές στις φτωχές συνοικίες των
μεγαλουπόλεων, ιδιαίτερα την Ιστανμπούλ. Η αλληλεγγύη στις μειονότητες
κατακτά συνεχώς έδαφος. Και τους τελευταίους μήνες ο εργατόκοσμος της
Τουρκίας και οι άλλοι καταπιεσμένοι έδωσαν το βροντερό «παρών» τους δύο
φορές. Στην κηδεία του Χραντ Ντινκ 100 χιλιάδες φώναξαν «είμαστε όλοι
Αρμένιοι» ενάντια στη φασιστική και ρατσιστική βία. Στη Νεβρόζ, την
κουρδική γιορτή της άνοιξης, δύο εκατομμύρια Τούρκοι και Κούρδοι
συμμετείχαν σε διάφορες εκδηλώσεις και διαδηλώσεις για δημοκρατικά
δικαιώματα.
Στην Πρωτομαγιά, στην πλατεία Τακσίμ της Ιστανμπούλ, ήταν εκεί όλη η
εργατική τάξη με τις συνδικαλιστικές και πολιτικές της οργανώσεις, απ’
τις πιο συντηρητικές μέχρις τις πιο ριζοσπαστικές. Ήταν εκεί σπάζοντας
την απαγόρευση και τιμώντας τη μνήμη των 38 συντρόφων που δολοφονήθηκαν
30 χρόνια πριν, την Πρωτομαγιά του 1977. Αυτή τη φορά οι τραυματίες
μαζί με τους συλληφθέντες ήταν εκατοντάδες. Αποδεικνύοντας ότι ο αγώνας
της Αριστεράς είναι εκεί και όχι στα συλλαλητήρια των στρατηγών οι
οποίοι απεργάζονται νέα χτυπήματα κατά του εργατικού κινήματος.
Παναγιώτης Λίλης