Η μάχη ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 είναι αποφασιστικής σημασίας. Αφορά ασφαλώς το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης, αφού αν πέσει αυτός ο βασικός φραγμός αντίστασης στην πολιτική ιδιωτικοποίησης των ΑΕΙ, οι συνέπειες θα είναι μεγάλες. Όμως, όχι μόνο. Αφορά, επίσης, το μέλλον όλων των κατακτήσεων που κάποτε ονομάζαμε «κοινωνικό κράτος». Οι αντιμεταρρυθμίσεις Καραμανλή είναι πακέτο. Έχουν ως στόχο την αναβάθμιση των συμφερόντων της «επιχείρηματικότητας» -δηλαδή των καπιταλιστών- σε βάρος των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων των εργαζομένων, παντού: στις Τράπεζες, στα νοσοκομεία, στις ΔΕΚΟ, στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια…!
Η υπονόμευση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε όλους αυτούς τους
μεγάλους χώρους, προετοιμάζει το έδαφος για τις επερχόμενες «θεματικές»
αντιμεταρρυθμίσεις: στις εργασιακές σχέσεις, στο ασφαλιστικό, στις
συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες.
Σε όλους αυτούς τους χώρους υπήρξε μαζική αντίσταση στο πρόγραμμα
Καραμανλή. Όμως, παρά τους αγώνες και τους «συμβιβασμούς» που επέβαλαν
στα επιτελεία της δεξιάς, οι νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις προχώρησαν. Το
μέτωπο της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί εδώ υπάρχουν
συγκεντρωμένες δυνάμεις που μπορούν να οδηγήσουν την Κυβέρνηση στην
ήττα και την πρώτη σημαντική ανατροπή του προγράμματός της.
Ακριβώς γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία η στάση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, που
συμπλέει με τη Ν.Δ. στην προσπάθεια να ανοίξουν το δρόμο για τα
αρπακτικά της αγοράς στην ανώτατη εκπαίδευση. Ο Γ. Παπανδρέου,
ψηφίζοντας μαζί ε τον Καραμανλή υπέρ της αναθεώρησης του Άρθρου 16,
κάνει μια εμβληματική πολιτική κίνηση που θα συνοδεύει το κόμμα του για
πολύ καιρό, σε όλα τα μέτωπα, συμπεριλαμβανομένων και των επερχόμενων
εκλογών. Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, η σύγκλιση μεταξύ σοσιαλδημοκρατών
και δεξιάς, προκειμένου να στηριχθούν τα συμφέροντα των βιομηχάνων και
των τραπεζιτών, παρουσιάζεται στα μάτια του κόσμου, με τον πιο
αποκαλυπτικό και αποστομωτικό τρόπο.
Σε όλη την Ευρώπη, για πολλές δεκαετίες, εκατομμύρια εργαζόμενοι –παρά
τις διαφωνίες και τις απανωτές διαψεύσεις των ελπίδων τους –στήριξαν
και ψήφιζαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, θεωρώντας ότι αυτή είναι ένας
«ρεαλιστικός» δρόμος για να υπερασπίζουν τις κατακτήσεις τους απέναντί
στις επιθέσεις της δεξιάς. Οι πολιτικές των σοσιαλδημοκρατικών
κυβερνήσεων –σήμερα ακόμα, στη Βρετανία του Τόνι Μπλερ, χθες στη
Γερμανία του Σρέντερ, λίγο παλιότερα στη Γαλλία του Ζοσπέν –γκρέμισαν
σε σημαντικό βαθμό αυτήν την αυταπάτη. Δημιουργήθηκε έτσι ένα κρίσιμο
πολιτικό κενό, που δίνει στις πολιτικές εξελίξεις σε όλες τις χώρες της
Ε.Ε., έναν αβέβαιο και απρόβλεπτο χαρακτήρα. Η οργή και η αγανάκτηση
του κόσμου εκδηλώνεται με γρήγορες μετακινήσεις, με αποδοκιμασία των
νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων, με απρόβλεπτες ανατροπές των πολιτικών
συσχετισμών.
Αυτό το κενό ερμηνεύει την υπολογίσιμη άνοδο της ακροδεξιάς στην
Ευρώπη, που προσπαθεί, δημαγωγώντας ασύστολα, να κρύψει το ρατσιστικό,
φιλοναζιστικό προσωπείο της και να εμφανιστεί ως δήθεν
«αντιπλουτοκρατική» δύναμη, με αναφορές στα συμφέροντα των εργαζομένων.
Όμως, κυρίως, αυτό το κενό εκδηλώνεται με τις αυξημένες δυνατότητες του
χώρου της ριζοσπαστικής νέας Αριστεράς, σε όλη των Ευρώπη. Στην
Ολλανδία, πριν λίγους μήνες, ένα μικρό ριζοσπαστικό κόμμα με μαοϊκό
παρελθόν, εκτινάχθηκε στις εκλογές πάνω από το 16%. Στη Γαλλία, λίγα
χρόνια πριν, εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν τους τροτσκιστές υποψήφιους
στις προεδρικές εκλογές. Στη Γερμανία, το νέο «Αριστερό Κόμμα» εξέφρασε
την επιλογή εκατομμυρίων ψηφοφόρων που μαύρισαν την Μέρκελ αλλά και τον
Σρέντερ. Ανάλογες εκλογικές «εκπλήξεις» εκδηλώθηκαν στη Πορτογαλία, στη
Βρετανία κ.λπ. Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην Ευρώπη: στη Βραζιλία,
6 εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν το κόμμα για το Σοσιαλισμό κα την
Ελευθερία (PSOL), που αποσχίστηκε από το σοσιαλδημοκρατικό PT του
προέδρου Λούλα, καταψηφίζοντας τον νεοφιλελεύθερο απολογισμό της
κυβέρνησής του. Ασφαλώς σε όλους αυτούς του σχηματισμούς υπάρχουν
κρίσιμα ιδεολογικά και πολιτικά προβλήματα, που θα κρίνουν την
αποτελεσματικότητα και την πορεία τους στο μέλλον.
Όμως, αυτό που σημειώνουμε εδώ, είναι ότι ένα υπολογίσιμα μαζικό πλέον
τμήμα των εργαζομένων έχει ήδη διακρίνει τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση,
στρέφεται προς τα αριστερά και στηρίζει έτσι μια πολιτική διεργασία
στρατηγικής σημασίας.
Η συζήτηση για της εκλογές έχει ανοίξει. Την ανοίγει ο ίδιος ο
Καραμανλής, δηλώνοντας με αλαζονεία και επίπλαστη αυτοπεποίθεση ότι θα
πάει στην κάλπη με κεντρικό ερώτημα την έγκριση των «μεταρρυθμίσεων».
Όμως η απροσδιοριστία σχετικά με τον χρόνο των εκλογών (το 2008; Φέτος
του Οκτώβρη; Τον ερχόμενο Μάη-Ιούνη;) αποδεικνύει τους βαθύτερους
φόβους τους και τους προσεκτικούς υπολογισμούς για να μην προκύψει
«αποσταθεροποιητικό» αποτέλεσμα. Το παράδειγμα της Γερμανίας ήταν
διδακτικό: η Μέρκελ ερχόταν ως «σίγουρος νικητής», όμως μετά την κάλπη
και την έλλειψη αυτοδυναμίας, οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες
υποχρεώθηκαν να υπαγορεύσουν τους δύσκολους όρους του «μεγάλου
συνασπισμού» μεταξύ δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας. Όταν έρθει η ώρα των
εκλογών θα πρέπει να βρούμε τον τρόπο, μαζικά και αποτελεσματικά, να
μαυρίσουμε τον Καραμανλή αλλά και να αποδοκιμάσουμε με σαφήνεια τον Γ.
Παπανδρέου…
Όμως δεν είμαστε στην ώρα της κάλπης. Είμαστε στην πιο αποφασιστική ώρα
του αγώνα για να μπει φραγμός, για να ξηλωθούν οι νεοφιλελεύθεροι,
αντιδραστικές αντιμεταρρυθμίσεις. Στο άρθρο 16 κρίνεται η πορεία του
προγράμματος Καραμανλής και, κατά συνέπεια, η κατεύθυνση των πολιτικών
εξελίξεων.
Κεντρικός «φάκελος» του παρόντος φύλλου της ΔΑ είναι το αφιέρωμα στη
μάχη του άρθρου 16, στη μάχη της εκπαίδευσης, ενάντια στην συνταγματική
κατοχύρωση του νεοφιλελευθερισμού (βλ. σελ.12-32). Το κείμενο για την
«εξέγερση των πιγκουίνων» υπογραμμίζει τη διεθνή διάσταση του αγώνα: ο
νεοφιλελευθερισμός, στην πιο ατόφια μορφή του επιβλήθηκε στη Χιλή,
χάρις στο «σιδερένιο κράτος» της δικτατορίας του Πινοσέτ. Λίγα μόνο
χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, οι μαθητές και η νεολαία,
με μια πολύμηνη εξέγερση, ξεσηκώθηκαν ενάντια στην απόλυτη κυριαρχία
της αγοράς στο σχολείο, ενάντια στο μοντέλο που «ονειρεύονται» και εδώ
οι Γιαννάκου και Καραμανλής.
Αν και τα φώτα της δημοσιότητας είναι στραμμένα στην εκπαίδευση, ως
κεντρικός στόχος των κυβερνήσεων παραμένουν οι εργασιακές σχέσεις. Στην
Ε.Ε. βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία «ευθυγράμμισης και συντονισμού
της εργατικής νομοθεσίας των χωρών-μελών». Η λέξη «Flexicuriry» άλλο
ένα κατασκεύασμα του καταραμένης γλώσσας του νεοφιλελευθερισμού
διευθυντηρίου, θα μας απασχολήσει έντονα στους μήνες που έρχονται (βλ.
σελ. 8).
Όμως η απειλή της κυριαρχίας του κέρδους, έχει και άλλες πτυχές που
κάνουν το κλασσικό δίλλημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;» όλο και πιο
επίκαιρο. Ακόμα και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο εφιάλτης μιας
πανδημίας της γρίπης των πουλερικών δε έχει καθόλου απομακρυνθεί (βλ.
σελ. 42). Σε αυτό τον παράξενο χειμώνα που ζούμε φέτος, ακούγονται ως
όλο και πιο πειστικές οι προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο υπερθέρμανσης
του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή. Ο μεγάλος τύπος αναφέρει ότι
κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί σκέφτονται πλέον επείγοντα μέτρα.
Ακόμα και ο Μπους, λέει, ετοιμάζεται να κηρύξει τον πόλεμο ενάντια στην
«οικονομία του πετρελαίου». Στην πραγματικότητα, οι κυρίαρχες τάξεις
έντρομες μπροστά στις απίστευτες καταστροφές και τις τεράστιες
οικονομικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η υπερθέρμανση στο άμεσα
ορατό μέλλον, εξετάζουν το ενδεχόμενο μαζικής στροφής στο πυρηνικά
εργοστάσια. Είναι όμως η πυρηνική ενέργεια εναλλακτική λύση στο
αδιέξοδο του πετρελαίου; (βλ. σελ. 39).
Ένα βασικό γνώρισμα της εποχής μας είναι η άμεση σχέση ανάμεσα στις
οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές με τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού
και του πολέμου. Η ήττα του Ισραήλ στο Λίβανο ήταν μια κορυφαία εξέλιξη
που τροποποιεί τα δεδομένα για όλη την επίθεση των μεγάλων δυνάμεων
στην Ανατολή.
Παρόλα αυτά στη συζήτηση -ιδιαίτερα μέσα στην Ευρωπαϊκή Αριστερά-
αναδείχθηκαν πολλά προβλήματα και αμφιταλαντεύσεις, ειδικά γύρω από τις
εκτιμήσεις για των αντίσταση των ισλαμικών ρευμάτων στο Λίβανο και την
ευρύτερη περιοχή (βλ. σελ. 33).
Το ερώτημα «τι Αριστερά χρειαζόμαστε;» παραμένει κεντρικό. Το άρθρο του
Αχμέτ Σόκι (βλ. σελ. 46) εξετάζει τα ερωτήματα για την οργάνωση,
αντλώντας μαθήματα από τις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά και από τις
διαφορετικές αναζητήσεις στη σημερινή εποχή. Το 2006, συμπληρώθηκαν 70
χρόνια από τις δίκες της Μόσχας από το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία
της Αριστεράς (βλ. σελ. 53).
Το παρόν φύλλο ολοκληρώνεται με την παρουσίαση δύο σημαντικών βιβλίων,
του Ν. Πουλαντζά, που επανεκδόθηκαν πρόσφατα. Πρόκειται για το κλασικό
«Φασισμός και δικτατορία», όπως και το «Η κρίση των δικτατοριών» (βλ.
σελ. 61).