Της σύνταξης

thumb_exofillο
Η  περίοδος, που βρίσκεται μπροστά μας, δεν θα καθοριστεί πολιτικά από την απόφαση του Καραμανλή για το χρόνο των εκλογών –όπως ισχυρίζονται τα μίντια. Θα καθοριστεί από τη σύμπτωση δύο μεγάλων αποσταθεροποιητικών δυνάμεων: την οικονομική κρίση και την πολιτική κρίση.

Έχει ήδη διαψευστεί ο ισχυρισμός των διανοούμενων του συστήματος ότι η οικονομική κρίση θα περιοριστεί σε κάποιο τμήμα του «εποικοδομήματος». Στην αρχή μας είπαν ότι αφορά μόνο τις τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Mετά ανακάλυψαν τις ευθύνες των golden boys γενικότερα. Σήμερα υποχρεώνονται να ρίχνουν το ανάθεμα στην κερδοσκοπία, ακόμα γενικότερα. Η παράταση των δυσκολιών τους και η γενίκευση των απειλών πείθουν ακόμα και τον πιο δύσπιστο ότι είμαστε ήδη στη δίνη μιας κρίσης του συστήματος συνολικά, μιας κρίσης του καπιταλισμού, της σημαντικότερης από την εποχή του μεγάλου κραχ, το 1929. (βλ. τα άρθρα: «Η χειρότερη κρίση του καπιταλισμού μετά το 1929», σελ. 13, και «Ποιος χρειάζεται τον Κέινς», σελ. 28).
Οι αλλαγές μέσα σ’ αυτή την κρίση θα είναι υποχρεωτικές, για μια μακρά και επώδυνη περίοδο. Ήδη, οι κυβερνήσεις ανακοινώνουν σκληρά προγράμματα που, στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης, βάζουν στο στόχαστρο όλα τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα.

 

Παρ’ όλα αυτά, είναι ψευδής ο ισχυρισμός ότι τα
αντεργατικά–αντικοινωνικά μέτρα είναι αναγκαία, γιατί τάχα «δεν
υπάρχουν λεφτά». Οι κυβερνήσεις ανακοινώνουν επίσης προγράμματα που
διαθέτουν αμύθητους πόρους για τη στήριξη των καπιταλιστών. Τα 28 δισ.
Ευρώ, που η κυβέρνηση Καραμανλή διέθεσε στις Τράπεζες, είναι ένα
πρόγραμμα κατά πολύ μεγαλύτερο από το Γ΄ ΚΠΣ, που υπολογίζεται ότι
συνολικά φτάνει περίπου στα 22 δισ. ευρώ…


Είναι σίγουρο ότι η όξυνση της καπιταλιστικής επιθετικότητας θα
είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής. Το «πακέτο»
Παπαθανασίου είναι ενδεικτικό: πάγωμα μισθών, πάγωμα προσλήψεων,
τσεκούρι στις κοινωνικές δαπάνες, αύξηση των φόρων στα λαϊκά στρώματα,
επιμονή στις ιδιωτικοποιήσεις… Και είναι μόνον η αρχή. Όλα
προειδοποιούν ότι έρχεται νέα γενικευμένη «παρέμβαση» μετά τις
ευρωεκλογές (ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, φοροεπιδρομή) και τρίτο
«κύμα» από το φθινόπωρο (ασφαλιστικό).


Όμως είναι επίσης σίγουρο ότι η κατεύθυνση αυτή θα βρει μπροστά της
απειλητικές αντιστάσεις. Ο Δεκέμβρης στην Ελλάδα έγινε πανευρωπαϊκά
κατανοητός ως μια προειδοποίηση για τις κυοφορούμενες εξελίξεις. Η
λαϊκή εξέγερση στη Γουαδελούπη και τη Μαρτινίκα υποχρέωσε τους «από
πάνω» σε άτακτη υποχώρηση, δημιουργώντας πανικό στο Παρίσι. Λίγες
εβδομάδες μετά ο Σαρκοζί βρέθηκε αντιμέτωπος με μια θηριώδη γενική
απεργία και με εκατομμύρια διαδηλωτές. Τα πανό, που καλούσαν σε «γενική
απεργία ενάντια στο κεφάλαιο», δεν υποστηρίζονταν από κάποιες
εκατοντάδες μέλη των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς, αλλά από
χιλιάδες και χιλιάδες εργαζόμενους και νέους. Και, ως γνωστόν, το
Παρίσι είναι το «πολιτικό εργαστήριο» που προειδοποιεί για τις τάσεις
σε όλη την Ευρώπη. Γι’ αυτό άλλωστε οι αναφορές στην ανάγκη «ενός νέου
Μάη του ’68» δεν περιορίζονται πλέον στα αριστερά έντυπα, αλλά
εξαπλώνονται στον Τύπο μεγάλης κυκλοφορίας.
Αυτά τα προβλήματα θα έχει να διαχειριστεί, στους μήνες που έρχονται, ο Καραμανλής.


Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ είχε πάρει ήδη την
κατηφόρα, πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση. Ο θυμός του κόσμου
εκφράστηκε με μαζικές απώλειες της ΝΔ, ελάχιστους μήνες μετά την
εκλογική νίκη της, διαψεύδοντας τους δημοσκόπους, που έβλεπαν τον
Καραμανλή να διατηρεί ένα σταθερό έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων.


Μια κυβέρνηση που βαδίζει προς την ήττα και την πτώση της, δεν
είναι ικανή να στηρίξει τα μέτρα που οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες
υπαγορεύουν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτή η διαπίστωση έχει
ανοίξει τη συζήτηση για τις «διευρύνσεις». Η πρώτη και εύκολη
διεύρυνση, στην κατεύθυνση της «μεγάλης Δεξιάς», με τη συμπαράταξη
ΝΔ–ΛΑΟΣ, προτάθηκε ήδη από τον Καρατζαφέρη. Η απόρριψή της δεν
οφείλεται σε κάποια «στάση αρχών» του Καραμανλή, στην τάχα άρνησή του
να συνεργάζεται με «τα άκρα». Οφείλεται στη διάγνωση ότι μια τέτοια
κυβέρνηση –παρόλο που αριθμητικά θα είχε μεγαλύτερη άνεση στη βουλή–
πολιτικά και κοινωνικά θα ήταν ακόμα λιγότερο πειστική και
νομιμοποιημένη. Γι’ αυτό στην πραγματικότητα οι άνθρωποι του κεφαλαίου,
όταν μιλούν για τις πολιτικές συμμαχίες που χρειάζονται, όλο και πιο
καθαρά δείχνουν το «μεγάλο συνασπισμό», τη συνεργασία ΝΔ–ΠΑΣΟΚ, με
πρωτοκαθεδρία όποιου συνέταιρου του δικομματισμού κερδίσει τις επόμενες
εκλογές…


Προς το παρόν ο Καραμανλής ουσιαστικά υποχρεώνεται να παραμένει
στην εξουσία και να παίρνει μέτρα, με τον κίνδυνο να μετατρέψει την
επερχόμενη ήττα σε πανωλεθρία του κόμματός του. Όμως προσοχή. Η
αντιπολιτευτική τακτική του «ώριμου φρούτου» απέναντι σε μια κυβέρνηση
που παραπαίει, μια τακτική γενικά και πάντοτε προβληματική, είναι
κυριολεκτικά δίκοπο μαχαίρι μέσα στις συνθήκες της κρίσης. Το
παράδειγμα του Μπερλουσκόνι στη διπλανή Ιταλία προειδοποιεί ότι αν δεν
βρούμε τις δυνάμεις να ανατρέψουμε αυτή την αντεργατική–αντικοινωνική
κυβέρνηση, τότε η Δεξιά μπορεί να αποκτήσει ελπίδες αντεπίθεσης,
εκμεταλλευόμενη τους φόβους, τις απελπισίες, τις διασπάσεις του κόσμου
μέσα σε μια σκοτεινή εποχή.
Αυτή η διαπίστωση υπογραμμίζει τις ευθύνες της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ.


Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κόμμα του Γ. Παπανδρέου είναι
πλέον στην πρώτη θέση. Φυσιολογικά. Ο θυμός του κόσμου γκρεμίζει τον
Καραμανλή. Η αντικαπιταλιστική ριζοσπαστικοποίηση δεν εμφανίζεται
αυτόματα και ομοιογενώς. Είναι κατανοητό να στρέφονται χιλιάδες
άνθρωποι στην αυταπάτη της «εύκολης», της κοινοβουλευτικής πρώτης
λύσης, στην ελπίδα ότι η επιστροφή των σοσιαλδημοκρατών στην
κυβερνητική εξουσία ίσως σημάνει έναν καπιταλισμό «με ανθρώπινο
πρόσωπο». Όμως αυτές οι αυταπάτες και αυτές οι ελπίδες είναι πιο
επιφανειακές από ποτέ.


Μια επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία δεν θα έχει καμιά σχέση ούτε
με το 1981 –όταν ο κόσμος πανηγύριζε στους δρόμους την πτώση της
Δεξιάς– ούτε καν με το 1993 –όταν σημαντικά τμήματα του εργατικού
κινήματος (πχ. ΕΑΣ, ΟΤΕ, καθηγητές…) πανηγύρισαν την πτώση του
Μητσοτάκη σαν δική τους νίκη. Γι’ αυτό φροντίζει η ίδια η πολιτική του
ΠΑΣΟΚ. Ο Γ. Παπανδρέου δεν έχει δεσμευτεί με κανένα κρίσιμο αίτημα του
κόσμου. Η «πράσινη ανάπτυξη» και η «ηλεκτρονική κατάρτιση» ακούγονται
σαν κακόγουστα αστεία μπροστά στην αγριότητα της διαρκούς λιτότητας,
της ελαστικοποίησης, των περικοπών. Η επαναπροσέγγιση με τον Σημίτη
υπογραμμίζει την «υπευθυνότητα» της αντιπολιτευτικής τακτικής και τον
συντηρητικό «ρεαλισμό» στις προτάσεις αντιμετώπισης της κρίσης. Το
ΠΑΣΟΚ βαδίζει προς την εξουσία πιο αποδυναμωμένο ως κόμμα από ποτέ.
Γιατί έχει εξασθενίσει τις σχέσεις του με τους εργαζόμενους και
γενικότερα με τους «μη–προνομιούχους». Γιατί μέσα στην κρίση, οι
καπιταλιστές και οι εργαζόμενοι –οι δύο βασικές «βάρκες» της κοινωνίας–
απομακρύνονται και συγκρούονται, κάνοντας έτσι τη σοσιαλδημοκρατική
στρατηγική και τακτική εύθραυστη και αναποτελεσματική.


Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση θα είναι ακόμα πιο αδύναμο από τη ΝΔ, γιατί
αποτελεί ένα λιγότερο συμπαγές «σώμα» από τη Δεξιά μπροστά στις
προκλήσεις της κρίσης. Γι’ αυτό ξεπηδά κι από τις δικές του τάξεις ο
προβληματισμός για το «μεγάλο συνασπισμό» (Αλ. Παπαδόπουλος, Πάγκαλος
κ.α.). Και αν αυτές οι φωνές ακούγονται τώρα –στην παρατεταμένη
προεκλογική περίοδο– την επομένη των εκλογών θα γίνουν δυνατότερες και
οι υποστηρικτές τους θα διπλασιαστούν…


Η πιο σημαντική παρενέργεια του σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού
είναι η απαράδεκτη γραμμή στην ηγεσία των συνδικάτων. Η ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ,
με τη γραμμή του «διαλόγου» με τον ΣΕΒ, έχει υψώσει λευκή σημαία
απέναντι στην κρίση. Το τι αγώνες θα χρειαστούμε ακόμα και για την
υπεράσπιση των βασικών εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, έχει γίνει
ζήτημα συστηματικής δράσης, ανάλυσης και προπαγάνδας, των αγωνιστών της
Αριστεράς και της βάσης των συνδικάτων.
Γίνεται σαφές ότι ο κρίσιμος ρόλος, στους μήνες που έρχονται, ανήκει στην Αριστερά.


Το ΚΚΕ επιφύλαξε δύο δυσάρεστες ειδήσεις. Τη στάση του κατά το Δεκέμβρη
2008 και τις αποφάσεις του 18ου συνεδρίου για την ιστορία του κινήματος
και το σοσιαλισμό. Ο ιδιότυπος «σεχταρισμός» του –Αριστερός
βερμπαλισμός στα χαρτιά και συντηρητική ψηφοθηρία στην πράξη– οδηγείται
στα άκρα. Τα συμπεράσματά του από το Δεκέμβρη είναι ότι η «απότομη»
κλιμάκωση των αγώνων, που θα κουβαλάει «ανώριμες» μάζες στην πολιτική,
όχι μόνον «δεν μπορεί να φτάσει σε νίκες», αλλά θα είναι «επικίνδυνος»
παράγοντας για το κόμμα και την προοπτική. Έτσι κεντρικά ηγετικά
στελέχη, με την αρθρογραφία τους στο Ριζοσπάστη, προετοιμάζουν τα μέλη
και τους οπαδούς του ΚΚΕ όχι μόνο για τη συνέχεια της διασπαστικής
«μοναχικής» πορείας, αλλά για τη συστηματοποίηση της καταγγελίας κάθε
«ανεξέλεγκτου» αγώνα. Οι απαράδεκτες δηλώσεις της Παπαρήγα έξω από το
Μαξίμου το Δεκέμβρη, θα γίνουν «σήμα κατατεθέν» της ηγεσίας του ΚΚΕ για
μια ολόκληρη περίοδο.


Ταυτόχρονα, η πλήρης αποκατάσταση του σταλινισμού είναι η απολύτως
λάθος απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα στρατηγικής, που φυσιολογικά θα
επανατεθούν μέσα στους εργαζόμενους και τη νεολαία στις συνθήκες μιας
μεγάλης κρίσης του συστήματος. Ο σταλινισμός στην Ευρώπη έχει
αναμετρηθεί και στο παρελθόν με τη σοσιαλδημοκρατία και –παρά την τότε
αίγλη της ΕΣΣΔ– ηττήθηκε. Αν το σύνολο της Αριστεράς ακολουθούσε τις
ιδέες που σήμερα σερβίρει το ΚΚΕ, τότε θα δουλεύαμε όλοι για έναν νέο
ιστορικό κύκλο επανισχυροποίησης της σοσιαλδημοκρατίας…


Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε μια δύσκολη και πολύ ουσιαστική
αλλαγή σελίδας. Κατά την περίοδο της διαλυτικής κρίσης στο ΠΑΣΟΚ
(διαμάχη Παπανδρέου–Βενιζέλου, Ζήμενς κ.λπ.) είδε τα δημοσκοπικά
ποσοστά του να εκτινάσσονται κοντά στο 20%. Η αριστερόστροφη πολιτική
(«αυθάδεια» απέναντι στον Καραμανλή, άνευ όρων υποστήριξη του κινήματος
για το άρθρο 16) απέδειξε ότι αποδίδει, κάνοντας αυτό το «μέτωπο» της
Αριστεράς πόλο ελπίδας χιλιάδων ανθρώπων που έσπαζαν (και εξακολουθούν
να μπορούν να σπάσουν) από την επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας.


Η ηγεσία του ΣΥΝ επέλεξε να επιχειρήσει να ανταποκριθεί σ’ αυτή την
πρόκληση με το άνοιγμα στην προβληματική της κυβερνητικής λύσης («με
κορμό τη ριζοσπαστική αριστερά»…). Στην 1η Πανελλαδική Σύσκεψη του
ΣΥΡΙΖΑ είχαμε προειδοποιήσει για τους κινδύνους αυτής της πολιτικής,
επιμένοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται μόνο στο
έδαφος της «μαζικής και αποτελεσματικής, κοινωνικής και πολιτικής
αντιπολίτευσης».


Σήμερα η ανασύνταξη του ΠΑΣΟΚ και η προοπτική της εκλογικής νίκης
του έχει αντικειμενικά περιορίσει τις δυνατότητες «απόσπασης» τμημάτων
της επιρροής του εκλογικά, παρόλο που παραμένει ορθάνοιχτη η δυνατότητα
κερδίσματος κόσμου, με σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες, στην αγωνιστική
και πολιτική κίνηση προς τα Αριστερά. Η κυβερνητική προβληματική
επέτεινε αυτή τη δυσκολία. Πολύ περισσότερο, όταν εκδηλώθηκαν οι
διαφωνίες της δεξιάς «ανανεωτικής» πτέρυγας του ΣΥΝ, που ξαναζέσταναν
την κεντροαριστερή στρατηγική της κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ.
Οι κινήσεις αυτές είχαν συνέπειες αποσυσπείρωσης στο ΣΥΡΙΖΑ.

Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σημείο αναφοράς ενός πολύ
σημαντικού τμήματος της Αριστεράς. Το μέλλον του θα κριθεί στις
πολιτικές μάχες που είναι μπροστά μας και που θα αποτελέσουν κεντρικά
σημεία της Πανελλαδικής Σύσκεψης: α) Την επιβεβαίωση της απόρριψης της
κεντροαριστερής στρατηγικής στις μετεκλογικές συνθήκες και ειδικά στο
σενάριο έλλειψης αυτοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ. β) Την επιλογή ενός
προγράμματος «μεταβατικών» διεκδικήσεων, την απαίτηση κάποιων
«μεταρρυθμίσεων» που θα λογοδοτούν σε εργατικές και κοινωνικές ανάγκες,
με την ταυτόχρονη απόρριψη μιας συνολικής «μεταρρύθμισης», μιας
ουτοπικής και δεξιόστροφης αναζήτησης μιας νέας σταθερότητας
(κεϊνσιανής ή άλλης…) του συστήματος. γ) Τη διατύπωση μιας Αριστερής
απάντησης στα «ευρωπαϊκά» θέματα, που θα αντιστέκεται στην υπαρκτή ΕΕ
του κεφαλαίου, του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού. δ) Στη βάση αυτών των
πολιτικών απαντήσεων, την οργανωτική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ με
κριτήρια την αξιοποίηση του ανένταχτου δυναμικού και τη διασφάλιση
«μακράς πνοής» στο εγχείρημα.
Με αυτά τα κριτήρια η ΔΕΑ θα αντιμετωπίσει την περίοδο που έρχεται.