Η αποχώρηση του Όσκαρ Λαφοντέν από την ηγεσία του Αριστερού Κόμματος για λόγους υγείας όξυνε τη συζήτηση για το μέλλον της γερμανικής Αριστεράς.
Ο «κόκκινος Όσκαρ» εγκατέλειψε το SPD, όταν ως υπουργός Οικονομικών επιχείρησε να εφαρμόσει κεϊνσιανές πολιτικές, που προκάλεσαν την αντίδραση του καγκελάριου Σρέντερ, και στη συνέχεια έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση του Αριστερού Κόμματος.
Σε ένα κόμμα διχασμένο από το δίλημμα συνεργασία ή όχι με το SPD, ο Λαφοντέν θεωρούνταν ο πιο σημαντικός εκφραστής της αριστερής πτέρυγας, που αρνείται τη συγκυβέρνηση με τους σοσιαλδημοκράτες. Μετά την αποχώρησή του, όλοι οι παράγοντες από το δεξιό ως τον κεντροαριστερό Τύπο δεν κρύβουν τη χαρά τους και τους ευσεβείς πόθους τους: Χωρίς τον Λαφοντέν, γράφουν, είτε οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι θα επιστρέψουν στο SPD και η Αριστερά θα διαλυθεί, είτε το κόμμα θα καταλάβουν οι «πραγματιστές» και η συγκυβέρνηση θα γίνει πραγματικότητα.
Είναι γεγονός ότι ο Λαφοντέν, ως η πιο δυναμική και αναγνωρισμένη προσωπικότητα της Αριστεράς στη Γερμανία, έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του κόμματος. Όμως οι «αναλύσεις» ξεχνάνε ότι το Αριστερό Κόμμα δεν δημιουργήθηκε επειδή απλά το ήθελε ο Λαφοντέν. Γεννήθηκε μέσα στους απεργιακούς αγώνες ενάντια στα νεοφιλελέυθερα μέτρα του SPD, χτίστηκε και μαζικοποιήθηκε από εργαζόμενους και νεολαίους που αναζητούν μια άλλη Αριστερά. Σε όλους αυτούς η μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατιά δεν έχει να προσφέρει τίποτα.
Όμως, ενόψει του συνεδρίου, όπου θα εκλεγεί νέα ηγεσία και όπου το Αριστερό Κόμμα θα συζητήσει το πρόγραμμά του και θα αποφασίσει για τη στάση του απέναντι στο SPD, η μάχη για τον προσανατολισμό του είναι σίγουρα ανοιχτή. Σε αυτή την κρίσιμη μάχη, ο Λαφοντέν φρόντισε να συμβάλει αποχωρώντας. Κάλεσε την Αριστερά «να οξύνει το πολιτικό της προφίλ» και να επικεντρώσει στο ερώτημα «ποιος θα πληρώσει την κρίση». Αλλά κυρίως προειδοποίησε πως, αν δεν το κάνει, θα ακολουθήσει τον κατήφορο του SPD.