Του
Πάνου Πέτρου
Η εξέγερση της ιταλικής νεολαίας το περασμένο φθινόπωρο ήταν η πρώτη απάντηση στον Μπερλουσκόνι, αλλά και ο πρώτος μεγάλος αγώνας στην Ευρώπη μέσα στην οικονονομική κρίση. Τη σκυτάλη πήραν οι εργατικοί αγώνες που σάρωσαν τη χώρα από την αρχή της χρονιάς.
Τ ον Απρίλη του 2008, η εικόνα μετά τις εκλογές στην Ιταλία θύμιζε
καταστροφή. Ο Μπερλουσκόνι είχε επιστρέψει ξανά στην εξουσία. Τα
ακροδεξιά κόμματα ανέβασαν σημαντικά τα ποσοστά τους και κατέλαβαν
σημαντικές θέσεις στη νέα κυβέρνηση. Στη χώρα του άλλοτε κραταιού
Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η Αριστερά έμενε εκτός βουλής για
πρώτη φορά από το 1945.
Το μεγαλύτερο κόμμα στην ιταλική Αριστερά, η Κομμουνιστική Επανίδρυση,
πλήρωσε τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση Πρόντι με την εκλογική της
συντριβή και βρέθηκε σε παραλυτική κρίση. Οι σχηματισμοί της
επαναστατικής Αριστεράς (μέχρι πρότινος στο εσωτερικό της Επανίδρυσης)
όπως η Sinistra Critica, πέρα από τη συσπείρωση ενός (πολύτιμου)
δυναμικού, δεν ήταν σε θέση να μείνουν ανεπηρρέαστοι από το γενικότερο
κλίμα απογοήτευσης, πόσο μάλλον να το αντιστρέψουν.
Η πολιτική ήττα, σε συνδυασμό με την καταστροφική διετία Πρόντι,
δημιούργησε κλίμα ήττας και στο κοινωνικό πεδίο. Το αντιρατσιστικό και
το αντιπολεμικό κίνημα, αφού χτυπήθηκαν από την υποτιθέμενη «δική τους»
κυβέρνηση και έχοντας απέναντί τους τον «οδοστρωτήρα» Μπερλουσκόνι και
την ενισχυμένη ακροδεξιά, βρέθηκαν σε υποχώρηση. Η «κοινωνική ειρήνη»
των συνδικάτων με την κεντροαριστερά -που πληρώθηκε με το προχώρημα των
αντεργατικών «μεταρρυθμίσεων»- είχε αφοπλίσει τα συνδικάτα και έκανε
τους σκληρούς απεργιακούς αγώνες του 2005 ενάντια στον Μπερλουσκόνι να
μοιάζουν με μακρινό παρελθόν και αδύνατο να επαναληφθούν τώρα. Ο γ.γ.
της Επανίδρυσης, Μπερτινότι, ανέλυε τη νέα κατάσταση ως μια «ριζική
συντηρητική στροφή της ιταλικής κοινωνίας». Το κλίμα ήταν τέτοιο που
έκανε αυτό το αυθαίρετο συμπέρασμα (που «ξεχνούσε» τι μεσολάβησε το
2006-2008 και τις ευθύνες της Επανίδρυσης) αληθοφανές.
Η επίθεση της κυβέρνησης
Οι πρώτοι μήνες της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι έδιναν την εντύπωση μιας
κυβέρνησης χωρίς αντίπαλο, αποφασισμένης μετά την Αριστερά να τσακίσει
τα συνδικάτα και κάθε αντίσταση. Πρώην μέλη του ανοιχτά φασιστικού MSI
κατέλαβαν υπουργεία και δήμους (η δημαρχία της Ρώμης, από το 1945 στα
χέρια της Αριστεράς και της κεντροαριστεράς, πέρασε στο νεοφασίστα
Αλεμάνο). Με πρόσχημα τη «μεταναστευτική απειλή», εξοπλίστηκε η
δημοτική αστυνομία και σώματα στρατού κατέβηκαν στους δρόμους.
Πλάι-πλάι με τις δυνάμεις καταστολής, φασιστικές ομάδες και νεοσύστατες
«επιτροπές πολιτών» εξαπέλυαν πογκρόμ εναντίον μεταναστών. Οι
φασιστικές συμμορίες ένιωσαν την «άνεση» να επιτίθενται σε αριστερούς
στα πανεπιστήμια, στα γραφεία της ομοσπονδίας CGIL, στην κρατική
ραδιοτηλεόραση. Τα λεγόμενα «κοινωνικά κέντρα» (καταλήψεις που
λειτουργούν ως δίκτυο οργάνωσης της δράσης της ιταλικής Αυτονομίας και
συγκεντρώνουν χιλιάδες νέους) άρχισαν να δέχονται επιθέσεις από την
αστυνομία και να κλείνουν. Ο Μπερλουσκόνι έκλεισε συμφωνία για την
ιδιωτικοποίηση της Αλιτάλια, άνοιξε τη συζήτηση για νόμο που θα
περιορίζει το δικαίωμα στην απεργία και ανακοίνωσε την πρόθεσή του να
αποκτήσει η Ιταλία πυρηνική ενέργεια. Ήταν τέτοιο το σοκ, που ακόμα και
ο αξιοπρεπής Τύπος της άρχουσας τάξης διεθνώς απεφάνθη πως ο όρος
«κεντροδεξιά», που χρησιμοποιεί συνήθως, δεν περιγράφει την ιταλική
κυβέρνηση, η οποία είναι «πραγματικά δεξιά».
Τότε, ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν αυτό που θα ακολουθούσε. Το
«θερμό φθινόπωρο» του 2008. Από την «ηττημένη» Ιταλία θα ερχόταν η
πρώτη μαζική απάντηση στην κρίση.
Η κυβέρνηση, με περιθωριοποιημένη την Αριστερά, πίστευε ότι το
πρόγραμμά της θα περνούσε με περίπατο. Όμως υπολόγιζε χωρίς τον
«ξενοδόχο»: το εργατικό και το νεολαιίστικο κίνημα, την πραγματική
αντιπολίτευση στους δρόμους.
Μετά την παράλυση που έφερε το αρχικό σοκ, ξέσπασαν οι πρώτες
σποραδικές αντιδράσεις, με επίκεντρο την πάλη ενάντια στην προκλητική
ακροδεξιά των πρώτων μηνών. Ο θάνατος δύο Αφρικανών προκάλεσε
οργισμένες διαδηλώσεις των μεταναστών. Η προσπάθεια το αεροδρόμιο της
Σικελίας να πάψει να φέρει το όνομα αντιφασίστα αγωνιστή και να πάρει
το όνομα στρατηγού του Μουσολίνι προκάλεσε κινητοποιήσεις χιλιάδων
κατοίκων. Φοιτητές έκαναν τις πρώτες μικρές αντιφασιστικές
συγκεντρώσεις στα πανεπιστήμια.
Στις αρχές Οκτώβρη μια αντικυβερνητική διαδήλωση της Αριστεράς έδωσε
την ευκαιρία να εκφραστεί συνολικά η οργή των «από κάτω» ενάντια σε
κάθε πτυχή της πολιτικής Μπερλουσκόνι. Στη Ρώμη συγκεντρώθηκαν 300.000
εργάτες, φοιτητές, μετανάστες, οικολόγοι, αντιφασίστες. Σε πανεθνικές
διαδηλώσεις της συνομοσπονδίας CGIL ενάντια στα αυξανόμενα εργατικά
«ατυχήματα» συμμετείχαν ένα εκατομμύριο εργάτες σε όλη τη χώρα.
Η διαδήλωση ήταν μια πρώτη εκκωφαντική απάντηση στις θεωρίες
«συντηρητικοποίησης» της ιταλικής κοινωνίας. Όπως δήλωνε τότε ο
επικεφαλής του συνδικάτου των εργατών μετάλλου, FIOM: «Φάνηκε στις
διαδηλώσεις πως ο κόσμος θέλει να παλέψει. Το πρόβλημα βρίσκεται στα
γραφεία των κομμάτων της Αριστεράς και των συνδικάτων». Στην ίδια
διαδήλωση, ο νέος γ.γ. της Επανίδρυσης, Φερέρο, δήλωνε πως «η υποχώρηση
έληξε». Λίγο καιρό πριν είχε εκλεγεί από το συνέδριο του κόμματος, ως
επικεφαλής μια οριακής αριστερής πλειοψηφίας που απέρριψε την πολιτική
του Μπερτινότι και διακήρυξε ως στόχο τον επαναπροσανατολισμό της
Επανίδρυσης στα κινήματα αντίστασης.
Το «ανεξέλεγκτο κύμα»
Η διαδήλωση απέδειξε ότι ενάντια στον Μπερλουσκόνι υπήρχε οργή και
διάθεση για αντίσταση. Αλλά για να εκφραστεί αυτή με αγώνες χρειαζόταν
ένας καταλύτης. Με τις ηγεσίες των συνδικάτων και της Αριστεράς σε
παράλυση, το ρόλο αυτό έπαιξε το συγκλονιστικό νεολαιίστικο κίνημα που
ξέσπασε στα μέσα Οκτώβρη και το οποίο έγινε γνωστό ως «ανεξέλεγκτο
κύμα». Αφορμή για τον ξεσηκωμό ήταν η ολομέτωπη επίθεση της κυβέρνησης
στη δημόσια παιδεία με τη μεταρρύθμιση Τζελμίνι, που απολύει 120.000
καθηγητές και εργαζόμενους από σχολεία και σχολές, μετατρέπει τα
πανεπιστήμια σε ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου, μειώνει τις ώρες
διδασκαλίας σε νηπιαγωγεία και σχολεία, καταργώντας τα ολοήμερα
σχολεία, κλείνει σχολεία στο φτωχό Νότο, μειώνει κατά 7,8 δισ. ευρώ τις
δαπάνες για την εκπαίδευση και επαναφέρει την ποδιά και τη βαθμολόγηση
της «διαγωγής» ως κριτήριο προαγωγής στην επόμενη τάξη.
Στις 16 Οκτώβρη μαθητές και καθηγητές έκαναν διαδηλώσεις σε όλη την
Ιταλία ενάντια στα μέτρα και ένα εκατομμύριο Ιταλοί βρέθηκαν και πάλι
στους δρόμους. Την επόμενη μέρα, τα συνδικάτα βάσης (COBAS) κάλεσαν σε
απεργία στην οποία, χωρίς την κάλυψη των τριών μεγάλων ομοσπονδιών και
με την πολιτική στήριξη μόνο της Sinistra Critica, συμμετείχαν 2
εκατομμύρια απεργοί, ενώ στη διαδήλωση, που έγινε υπό συνεχή βροχή,
συμμετείχαν πάνω από 300.000 διαδηλωτές (ανάμεσά τους πολλά μέλη της
CGIL, η οποία δεν καλούσε στην απεργία). Το κάλεσμα για απεργιακή δράση
βρήκε ανταπόκριση σε πιο πλατιά στρώματα από την «επιρροή» των
διοργανωτών, προκαλώντας ενθουσιασμό στον κόσμο που ήθελε να παλέψει.
Από αυτή την άποψη, η 17 Οκτώβρη ήταν η μέρα που σηματοδότησε την αρχή
του ιταλικού «θερμού φθινοπώρου». Τις επόμενες δύο βδομάδες μαζικές
συνελεύσεις, που για πρώτη φορά μετά από χρόνια δεν χωρούσαν στα
αμφιθέατρα, αποφάσισαν καταλήψεις πανεπιστημίων σε όλες τις μεγάλες
πόλεις, ενώ «άγριες διαδηλώσεις» (αιφνιδιαστικές, χωρίς την έγκριση της
αστυνομίας, εμπνευσμένες από τον αγώνα των Γάλλων φοιτητών ενάντια στον
CPE το 2006) συγκέντρωναν χιλιάδες φοιτητές.
Το κύμα καταλήψεων εξαπλώθηκε και στα σχολεία και οι διαδηλώσεις έγιναν
καθημερινό φαινόμενο, με τους γονείς να συμμετέχουν σε κοινές
εκδηλώσεις στους δρόμους και στα σχολεία μαζί με τους μαθητές. Την
Πέμπτη 30 Οκτώβρη οι ομοσπονδίες των δασκάλων και των καθηγητών μαζί με
τις φοιτητικές ενώσεις κήρυξαν γενική απεργία (αυτή τη φορά με την
κάλυψη και της CGIL), στην οποία το ποσοστό συμμετοχής έφτασε το
πρωτοφανές για την Ιταλία 90%! Η 30 Οκτώβρη αναδείχθηκε ως μέρα
πανεθνικού ξεσηκωμού ενάντια στην κυβέρνηση, στον οποίο συμμετείχαν
πάνω από ένα εκατομμύριο διαδηλωτές, φοιτητές, μαθητές, εκπαιδευτικοί,
νέοι εργάτες σε όλη την Ιταλία. Όλες οι μεγάλες πόλεις συγκλονίστηκαν
από μαζικά συλλαλητήρια.
Ο εκπαιδευτικός ξεσηκωμός ήταν έκφραση της οργής των νέων και των
εργατών ενάντια στη συνολική πολιτική της κυβέρνησης και των
καπιταλιστών. Ως κεντρικό σύνθημά του το «κύμα» ανέδειξε το «Δεν θα
πληρώσουμε εμείς την κρίση σας!». Το ένα εκατομμύριο διαδηλωτές στη
Ρώμη απαίτησε την παραίτηση, εκτός της Τζελμίνι, και του υπουργού
Οικονομικών. Η φοιτητική διαδήλωση στο Μιλάνο πολιόρκησε το
χρηματιστήριο.
Η απάντηση του Μπερλουσκόνι
Η κυβέρνηση προσπάθησε να κάνει επίδειξη πυγμής απέναντι στο κίνημα. Ο
Μπερλουσκόνι στοχοποίησε την «άκρα Αριστερά που υποκινεί τις
καταλήψεις», απείλησε να στείλει ένοπλους αστυνομικούς στα κατειλημμένα
πανεπιστήμια και να συλλάβει όσους συμμετείχαν στις «άγριες
διαδηλώσεις» και όσους έβαλαν λουκέτο στα σχολεία τους. Μέσα στην
ένταση, η ιταλική Δεξιά έδειξε το πιο αποκρουστικό της πρόσωπο. Οι
φασιστικές ομάδες επιχείρησαν αρχικά να εμφανιστούν ως «μέρος του
κινήματος», αλλά πετάχτηκαν έξω από τους μαθητές. Επανεμφανίστηκαν με
λοστούς για να επιτεθούν στις διαδηλώσεις, αλλά και πάλι οι διαδηλωτές
τους απώθησαν. Η κυβερνητική προπαγάνδα (ανασύροντας πολύ παλιά «όπλα»)
κατηγορούσε τους φοιτητές ως «νέους Ερυθροταξιαρχίτες» και στοχοποιούσε
τα πανεπιστήμια ως «το μέρος όπου παραδοσιακά γεννιέται η τρομοκρατία».
Η χυδαία επίθεση θύμιζε τα «μολυβένια χρόνια» της δεκαετίας του ’70.
Έτσι βγήκε «στον αφρό» και ένας από τους διαβόητους πρωταγωνιστές
εκείνης της εποχής, το ιστορικό στέλεχος της Χριστιανοδημοκρατίας
Κοσίγκα (πρώην πρόεδρος της δημοκρατίας, υπουργός, βουλευτής). Σε
συνέντευξή του συμβούλεψε τον υπουργό Εσωτερικών: «Να αποσύρει τις
αστυνομικές δυνάμεις από τους δρόμους και τα πανεπιστήμια, να
διεισδύσει στο κίνημα με προβοκάτορες έτοιμους για όλα και να αφήσει
για καμιά δεκαριά μέρες τους διαδηλωτές να καταστρέφουν τα μαγαζιά και
να καίνε τα αυτοκίνητα και τις πόλεις. Μετά, με τη δύναμη της λαϊκής
συναίνεσης, ο ήχος από τις σειρήνες των ασθενοφόρων θα σκεπάσει τον ήχο
από τις σειρήνες των αυτοκινήτων της Αστυνομίας και των καραμπινιέρων.
Οι δυνάμεις της τάξης δεν θα είναι πια υποχρεωμένες να δείχνουν έλεος
και θα τους στέλνουν όλους στο νοσοκομείο. Δεν θα τους συλαμβάνουν,
αφού αργότερα οι δικαστές θα τους αφήσουν ελεύθερους, αλλά θα τους
δέρνουν αλύπητα, και αυτούς και τους καθηγητές τους που τους
ενθαρρύνουν. Όχι τους γηραιότερους βέβαια, τις δασκαλίτσες όμως ναι,
και αυτές».
Η νέα «στρατηγική της έντασης» όμως δεν μπόρεσε να σπάσει το ηθικό
των φοιτητών. Τις μέρες που οι απειλές βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους,
η απάντηση ήρθε από ανακοίνωση των κατειλημμένων σχολών του
πανεπιστημίου Λα Σαπιέντζα της Ρώμης: «Αφού θέλουν να χτυπήσουν τις
καταλήψεις, ας καταληφθούν άλλες χίλιες σχολές και σχολεία!». Κάλεσμα
που βρήκε ανταπόκριση, καθώς οι καταλήψεις συνεχίστηκαν και να
πολλαπλασιάστηκαν ραγδαία.
Η επίδειξη πυγμής του Μπερλουσκόνι βρήκε απέναντί της την
αποφασιστικότητα των ξεσηκωμένων νέων. Έτσι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να
«παγώσει» τη «μεταρρύθμιση», για να γίνει, όπως είπε, πρώτα διάλογος με
γονείς, καθηγητές και φοιτητές. Ήταν μια πρώτη νίκη για το κίνημα και
του έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ορμή. Οι καταλήψεις αποφάσισαν να
συνεχιστούν, μέχρι να ηττηθεί οριστικά η «μεταρρύθμιση». Στις 7
Νοέμβρη, πανεθνική μέρα δράσης των φοιτητών, έγιναν διαδηλώσεις σε
περισσότερες από 100 πόλεις. Στη Ρώμη καταλήφθηκαν γέφυρες και
σιδηροδρομικοί σταθμοί, ενώ τρένα ακινητοποιήθηκαν από χιλιάδες
φοιτητές στη Νάπολη, με το σύνθημα: «Αποκλείετε το μέλλον μας,
αποκλείουμε την πόλη». Ακολούθησε η δεύτερη γενική απεργία των
συνδικάτων της εκπαίδευσης και η κοινή διαδήλωση με τους φοιτητές στις
14 Νοέμβρη. Η συμμετοχή στην απεργία ήταν και πάλι συγκλονιστική, ενώ
πάνω από διακόσιες χιλιάδες διαδηλωτές πλημμύρισαν για μια φορά ακόμη
τους δρόμους της Ρώμης.
Το κίνημα, εκτός από την αναβολή της μεταρρύθμισης και το πρώτο χτύπημα
στον Μπερλουσκόνι, πέτυχε μια συνολικότερη ανατροπή του μετεκλογικού
πολιτικού σκηνικού, το οποίο σαρώθηκε. Στους δρόμους της Ιταλίας δεν
έβλεπε κανείς πια το στρατό, αλλά δεκάδες, μικρές ή μεγάλες διαδηλώσεις
που έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Οι μέρες που φασιστικές ομάδες
επιτίθονταν σε αριστερούς φοιτητές στα πανεπιστήμια ανενόχλητα πέρασαν
και οι φασίστες πετιούνται έξω από τις μαθητικές διαδηλώσεις. Οι
φοιτητές έχουν δηλώσει πως το κίνημά τους είναι και
αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό. Σε πολλές διαδηλώσεις κυριαρχούσαν
αντιρατσιστικά συνθήματα και μετανάστες στέκονταν στα πεζοδρόμια,
χειροκροτώντας τους φοιτητές. Από τις μέρες των διαδηλώσεων μέχρι και
σήμερα οι εξεγερμένοι ανακατέλαβαν πολλά «κοινωνικά κέντρα». Η επίσημη
ακροδεξιά στη διάρκεια του φθινοπώρου αναδιπλώθηκε και είναι πιο
«μαζεμένη» απ’ ό,τι το καλοκαίρι. Η δημοτικότητα του Μπερλουσκόνι από
το 68% του Σεπτέμβρη κατρακύλησε στο 45% σήμερα.
Νεολαία και εργαζόμενοι
Αυτή η ανατροπή και το «σήμα» αντεπίθεσης που έστειλε το νεολαιίστικο
κίνημα έφτασε στους χώρους δουλειάς. Όπως προειδοποιούσαν οι ιταλικές
εφημερίδες από τις πρώτες μέρες του ξεσηκωμού, βλέποντας την πλατιά
συμπαράσταση του κόσμου, «ο ιός της εξέγερσης εξαπλώνεται». Στις 10
Νοέμβρη οι εργαζόμενοι σε τρένα, λεωφορεία και τραμ κατέβηκαν σε 24ωρη
απεργία για τη νέα τους Σύμβαση. Στην Alitalia, όπου ο Μπερλουσκόνι
είχε πετύχει συμβιβασμό με τα συνδικάτα για την ιδιωτικοποίησή της
(είναι χαρακτηριστικό το πανό που ανάρτησαν οι φοιτητές σε ποδοσφαιρικό
αγώνα: «Δεν θα γίνουμε Alitalia»), από τις 11 Νοέμβρη, χωρίς την κάλυψη
των συνδικάτων, ξέσπασαν συνεχόμενες απεργίες. Σε μια περίοδο που ο
Μπερλουσκόνι ετοιμάζει επίθεση στο δικαίωμα στην απεργία, οι «άγριες»
απεργίες της Alitalia, ήδη κηρυγμένες παράνομες από την κυβέρνηση, ήταν
ένα ακόμη σημαντικό βήμα για το κίνημα. Στο βιομηχανικό Βορρά,
εργοστασιακά σωματεία προχώρησαν σε απεργίες ενάντια στα κλεισίματα
εργοστασίων και το FIOM προκήρυξε γενική απεργία των μεταλλεργατών στις
12 Δεκέμβρη.
Από τη μεριά των φοιτητών, μετά την πρώτη φάση του ξεσπάσματος, το
«κύμα» έγινε μια υπαρκτή δύναμη. Στα μέσα Νοέμβρη, στο πανεπιστήμιο Λα
Σαπιέντζα της Ρώμης έγινε πανεθνική συνέλευση, στην οποία συμμετείχαν
χιλιάδες φοιτητές, συζήτητησαν επί ώρες για την παιδεία που θέλουν, για
το πώς συνεχίζεται η μάχη ενάντια στον Μπερλουσκόνι και εξελέγη
συντονιστική επιτροπή. Το «κύμα» έβγαλε δικές του αφίσες και
προκηρύξεις και οργάνωσε συνελεύσεις πανεπιστημίων και πανεθνικές μέρες
δράσεις. Στις 28-29 Νοέμβρη πραγματοποιήθηκε διήμερο «πανεθνικής
δράσης» σε κάθε πόλη της Ιταλίας, με διαδηλώσεις και μαθήματα στους
δρόμους (στα οποία συμμετείχαν και προσωπικότητες όπως ο Ντάριο Φο).
Στο διήμερο εγκαινιάστηκε επίσης μια νέα μορφή δράσης, όπως είναι η
μαζική δωρεάν είσοδος στα θέατρα, που συνήθως γίνεται δεκτή με
ενθουσιασμό από το κοινό, αλλά και τους θιάσους. Το διήμερο δράσης
έδειξε για άλλη μια φορά τον πολιτικό χαρακτήρα που έχει πάρει το
κίνημα.
Στη Νάπολη οι φοιτητές κατέλαβαν τα γραφεία της Trenitalia,
διαμαρτυρόμενοι για το θάνατο εργαζόμενου στους σιδηροδρόμους και τα
συνεχή εργατικά ατυχήματα, που έχουν πολλαπλασιαστεί στην Ιταλία. Στην
Πάντοβα οι διαδηλωτές ματαίωσαν εκδήλωση του ιταλικού συνδέσμου
βιομηχάνων, με θέμα: «Το πανεπιστήμιο σε μετασχηματισμό». Σε πολλές
πόλεις διαδηλώσεις «πολιόρκησαν» τις τράπεζες. Το ζήτημα της
υποχρηματοδότησης αναδείχθηκε με τραγικό τρόπο, όταν σε σχολείο του
Τορίνο το ταβάνι κατέρρευσε και σκοτώθηκε ένας 17χρονος μαθητής. Την
επόμενη μέρα οι φοιτητές του Λα Σαπιέντζα κρέμασαν ένα πανό, που
έγραφε: «Όχι άλλοι θάνατοι λόγω των περικοπών. Ντροπή σας», και
ανέβαλαν τα εγκαίνια της ακαδημαϊκής χρονιάς από τον πρύτανη, που
υποστηρίζει φανατικά τις μεταρρυθμίσεις. Ενδεικτική της συμπαράστασης
στον αγώνα των φοιτητών είναι η εμφάνιση σε χιλιάδες παράθυρα και
μπαλκόνια σπιτιών μιας αφίσας που έγραφε: «Έχουν δίκιο!».
Αυτοί οι δύο παράγοντες, ο νεολαιίστικος ξεσηκωμός με την πλατιά
συμπαράσταση που έχει κερδίσει και το ξέσπασμα εργατικών αγώνων,
πέτυχαν ένα σημαντικό βήμα για το κίνημα. Κάτω από την πίεσή τους,
έσπασε το «συναινετικό» μέτωπο των τριών μεγάλων ομοσπονδιών CGIL, UIL
και CISL, καθώς η CGIL (η μεγαλύτερη ομοσπονδία στη χώρα) εγκατέλειψε
την «υπεύθυνη γραμμή» διαλόγου με την κυβέρνηση και μετέτρεψε την
απεργία του FIOM στις 12 Δεκέμβρη σε γενική απεργία, την οποία στήριξαν
και τα COBAS. Η γενική απεργία ήταν μόνιμο αίτημα των φοιτητών από τον
Οκτώβρη. Όταν κηρύχθηκε, το κίνημα έριξε όλες του τις δυνάμεις για την
επιτυχία της με μια «βδομάδα δράσης», κατά την οποία με εξορμήσεις σε
δρόμους, πλατείες και θέατρα καλούσαν τον κόσμο σε «κοινωνική απεργία
ενάντια στον Μπερλουσκόνι στις 12 Δεκέμβρη». Οργανώθηκαν επίσης
εξορμήσεις σε χώρους δουλειάς, ενώ στα πανεπιστήμια έγιναν συναντήσεις
με εκπροσώπους της CGIL και των COBAS με στόχο «μια μεγάλη κοινή
διαδήλωση, για να μπορέσει το “κύμα” να μιλήσει με τους εργάτες».
Η γενική απεργία ήταν η πρώτη μεγάλη μαζική, ενωτική απάντηση στον
Μπερλουσκόνι. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες απήργησαν και κατέβηκαν
στους δρόμους της Ιταλίας. Τα ταχυδρομεία, οι μεταφορές, πολλά
αεροδρόμια, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, οι τράπεζες και οι
αυτοκινητοβιομηχανίες παρέλυσαν. Πάνω από 1,5 εκατομμύριο εργάτες,
φοιτητές και άνεργοι διαδήλωσαν σε κάθε πόλη της Ιταλίας, παρά την
καταρρακτώδη βροχή. Στο κεντρικό συλλαλητήριο της Μπολόνια
συγκεντρώθηκαν 200.000 διαδηλωτές. Παράλληλα, η απεργία έδωσε την
ευκαιρία να συναντηθούν στους δρόμους η νεολαιίστικη εξέγερση με το
εργατικό κίνημα. Ενώ η ιταλική οικονομία βρίσκεται επίσημα σε ύφεση και
το «πακέτο διάσωσης» του Μπερλουσκόνι φορτώνει την κρίση στις πλάτες
των εργαζομένων και της νεολαίας, η πολεμική κραυγή των απεργών στις 12
Δεκέμβρη ήταν το σύνθημα του νεολαιίστικου κινήματος: «Δεν θα
πληρώσουμε εμείς τη δική σας κρίση!». Το σύνθημα έγινε «συγκεκριμένο»
στα πανό των διαδηλωτών, που έγραφαν: «Ενωμένοι ενάντια στις
απολύσεις», «Περισσότερες θέσεις εργασίας, μεγαλύτεροι μισθοί,
μεγαλύτερες συντάξεις, περισσότερα εργασιακά δικαιώματα, φοροαπαλλαγές
στους εργάτες».
Μετά την επιτυχία της γενικής απεργίας, η συζήτηση στα αμφιθέατρα
επικεντρώθηκε στη συστηματική επιδίωξη της συμμαχίας με το εργατικό
κίνημα. Η ανοιχτή επιστολή του πανεπιστημίου Λα Σαπιέντζα προς τους
εργαζόμενους αναφέρει: «...ξεκινήσαμε με το σύνθημα “Δεν θα πληρώσουμε
εμείς τη δική σας κρίση”. Το “εμείς” δεν είναι οι φοιτητές, αλλά όλοι
εμείς που δεν δημιουργήσαμε την κρίση και γι’ αυτό δεν πρόκειται να την
πληρώσουμε. Να την πληρώσουν οι επιχειρηματίες και οι τραπεζίτες. Αυτό
λέει το σύνθημά μας». Και συνεχίζει: «…αλλά δεν αρκεί, για να χτίσουμε
τη συμμαχία μας, να βρισκόμαστε στον ίδιο δρόμο, την ίδια μέρα.
Χρειαζόμαστε κοινές διεκδικήσεις, αυτές που επείγουν για όλους μας,
αυτές που πρέπει και μπορούμε να κατακτήσουμε άμεσα…».
Στο δρόμο των φοιτητών οργάνωσαν τη δράση τους και οι μαθητές.
Παραμονές της γενικής απεργίας, στην Πίζα οργάνωσαν τη δική τους
πανεθνική συνέλευση που καλούσε τους μαθητές σε συμμετοχή στη γενική
απεργία και έβαζε και αυτή στόχο την κοινή δράση, λέγοντας: «… «εμείς»,
που δεν θα πληρώσουμε την κρίση, είμαστε οι μαθητές, οι φοιτητές, αλλά
και οι επισφαλείς εργαζόμενοι, οι μετανάστες, οι δάσκαλοι, οι
εργαζόμενοι στην Αλιτάλια... στις 12 Δεκέμβρη θα καταλάβουμε τις
πλατείες, όχι για να δείξουμε απλά αλληλεγγύη στους εργάτες, αλλά για
να χτίσουμε μαζί τους έναν κοινό αγώνα».
Το πιο ελπιδοφόρο χαρακτηριστικό αυτών των ημερών ήταν το γεγονός
ότι η διάθεση για κοινή δράση υπήρχε τόσο στα σχολεία και τις σχολές
όσο και στους χώρους δουλειάς. Οι νέοι εργαζόμενοι, η αντίστοιχη
ιταλική «γενιά των 700 ευρώ», οι λεγόμενοι εκεί «πρεκάριοι»
(επισφαλείς), συμμετείχαν όσο μπορούσαν στις διαδηλώσεις των φοιτητών
και των μαθητών από την πρώτη στιγμή. Στις 12 Δεκέμβρη βρήκαν την
ευκαιρία να απεργήσουν και να διαδηλώσουν μαζικά για πρώτη φορά, όπως
και πολλοί μετανάστες, ιδιαίτερα στο Νότο. Επίσης, μέσα σε αυτό το
«θερμό φθινόπωρο», εμφανίστηκε ξανά η παράδοση του ιταλικού «1968»,
όπως την περιέγραφε φοιτητής του Τορίνο στους συναδέλφους του στην
Μπολόνια. Οι φοιτητές του Τορίνο εξορμούσαν τα πρωινά στις πύλες της
ΦΙΑΤ Μιραφιόρι, αλλά συνέβαινε και το αντίστροφο: «Εργάτες έρχονται
στις πύλες του πανεπιστημίου για να συζητήσουν μαζί μας, για να
οργανώσουν και αυτοί όπως και εμείς τους αγώνες τους».
Μετά το Δεκέμβρη, και αφού οι νόμοι της Τζελμίνι ψηφίστηκαν με
συνοπτικές διαδικασίες (δεν έγινε καν συζήτηση στη βουλή) και ενώ οι
σχολές ήταν κλειστές, το βάρος της αντίστασης στον Μπερλουσκόνι σηκώνει
πλέον το εργατικό κίνημα, με ραχοκοκαλιά τους αγώνες ενάντια στα
κλεισίματα εργοστασίων στο βορρά (FIAT), τις απεργίες στις Μεταφορές
και το συγκλονιστικό αγώνα του προσωπικού εδάφους στην Αλιτάλια, που
συνεχίζει τις «άγριες» απεργίες ακόμα και μετά την επαναλειτουργία της
νέας, ιδιωτικής Αλιτάλια. Η κεντρική μάχη δίνεται από την CGIL ενάντια
στην προσπάθεια της κυβέρνησης, με τη συναίνεση των δύο άλλων
ομοσπονδιών, να καταργήσει τις συλλογικές συμβάσεις.
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός, μετά τη 12 Δεκέμβρη, ήταν η γενική
απεργία που κάλεσαν το FIOM και η CGIL στις 13 Φλεβάρη. Παρά τις
εκκλήσεις του Μπερλουσκόνι και της ομοσπονδίας CSIL, «να μη διακόπτεται
η παραγωγή μέσα στην κρίση», η απεργία είχε μεγάλη επιτυχία και στη
συγκέντρωση της Ρώμης διαδήλωσαν 700.000 απεργοί.
Εικονική απεργία
και εικονική δημοκρατία
Λίγες μέρες μετά την απεργία, η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο που
περιορίζει το δικαίωμα στην απεργία στο χώρο των Μεταφορών και, όπως
καταγγέλουν οι συνδικαλιστές, το μοντέλο θα επεκταθεί και σε άλλους
χώρους. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, αν το συνδικάτο δεν έχει εγγεγραμένο
το 50% των εργαζομένων δεν μπορεί να κηρύξει απεργία. Οι πιο
αντιδραστικές προβλέψεις όμως γι’ αυτό το νομοσχέδιο μιλάνε για
απαγόρευση του κλεισίματος δρόμων, γραμμών και αεροδρομίων (συνήθης
τακτική των φοιτητών, την οποία χρησιμοποίησαν και οι εργαζόμενοι
απεργοί το Γενάρη), για κυρώσεις ενάντια σε απεργούς που θα δείχνουν
«ανυπάκοη» συμπεριφορά και για την υποχρεωτική δήλωση μέρες πριν από
κάθε εργαζόμενο για το αν θα πάρει μέρος στην απεργία. Υποστηρίζει την
«εικονική απεργία», κατά την οποία οι εργαζόμενοι θα δουλεύουν, δεν θα
πληρώνονται και οι μισθοί τους θα δίνονται από την εργοδοσία σε κάποιο
«ταμείο» που είτε θα διαφημίζει τα αιτήματα των «απεργών» σε εφημερίδες
είτε θα χρηματοδοτεί «φιλανθρωπίες»(!!!). Όπως ανακοίνωσε το κόμμα
Ιταλία των Αξιών του Ντι Πιέτρο (ο δικαστής της υπόθεσης «καθαρά
χέρια») «γιατί να μη συζητάμε για εικονική απεργία, αφού ο Μπερλουσκόνι
μας οδηγεί σε εικονική δημοκρατία;». Στο μέτρο εναντιώνεται η CGIL, σε
αντίθεση με τις άλλες δύο ομοσπονδίες που πήραν τον κατήφορο του
διαλόγου, ο οποίος δεν έχει σταματημό...
Το μέτωπο ανάμεσα στην κυβέρνηση και το εργατικό κίνημα παραμένει
ανοιχτό. Στις σχολές οι αγώνες μπορεί να μην έχουν την ένταση και την
έκταση του φθινοπώρου, αλλά στο εσωτερικό τους οι δράσεις και η
πολιτική συζήτηση συνεχίζονται αμείωτα και η «ομαλότητα» δεν έχει
καταφέρει να αποκατασταθεί. Ο δρόμος για το κίνημα στην Ιταλία δεν
είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά σίγουρα μετά τον νεολαιίστικο
ξεσηκωμό του φθινοπώρου και το πέρασμα του αγώνα στα εργοστάσια και
τους χώρους δουλειάς, οι επόμενες μάχες θα δοθούν από καλύτερες θέσεις.
Το «θερμό φθινόπωρο», χωρίς να πετύχει κάποια ορατή «υλική» νίκη,
υπήρξε σημείο καμπής για τις εξελίξεις στην Ιταλία. Λίγο αυθαίρετα
ίσως, αλλά δίκαια, θα το χαρακτήριζε κανείς «ισοφάριση» της ήττας του
Απριλίου. Σε μια χώρα που έδειχνε παγωμένη, το «κύμα» για τρεις μήνες
κατέλαβε τους δρόμους. Έδειξε ότι ο πιο «ισχυρός άντρας» της άρχουσας
τάξης δεν είναι από ατσάλι. Σήκωσε το γάντι σε μια σειρά επιθέσεις και
ανοιξε με όρους κινήματος την αντιπαράθεση για ζητήματα όπως η
αντιρατσιστική δράση, η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς απειλής, η ανάγκη
συνδικαλισμού και δράσης των «πρεκάριων». Η νεολαία μπόρεσε με τον
ξεσηκωμό της και το συστηματικό της προσανατολισμό στην κοινή δράση να
σπάσει την αδράνεια των συνδικάτων, να φέρει τον «ιό» της εξέγερσης στα
εργοστάσια και να «παραδώσει τη σημαία του αγώνα στα χέρια των
εργατών». Κυρίως, έστειλε σε όλη την Ευρώπη σήμα αντεπίθεσης, τη στιγμή
που ξεδιπλωνόταν η κρίση. «Χάρισε» στο κίνημα και την Αριστερά διεθνώς
το κεντρικό σύνθημα της περίοδου: «Δεν θα πληρώσουμε εμείς τη δική σας
κρίση!».