Το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του ’68 συγκλόνισε τον παγκόσμιο καπιταλισμό και άφησε πολύτιμα διδάγματα για την πάλη μας να αλλάξουμε τον κόσμο σήμερα.
του Πάνου Πέτρου
Σ υμπληρώθηκαν φέτος 40 χρόνια από το 1968, τη χρονιά της τελευταίας μεγάλης έκρηξης των «από κάτω» σε παγκόσμιο επίπεδο. Η χρονιά αυτή σηματοδότησε στην πραγματικότητα μια ολόκληρη περίοδο κατά την οποία ο καπιταλισμός απειλήθηκε διεθνώς. Κάθε χώρα, σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες, έζησε το δικό της «1968». Η συζήτηση για τα χρόνια της εξέγερσης έχει ξανανοίξει σήμερα: εκδόσεις και επανεκδόσεις βιβλίων, ντοκιμαντέρ, αφιερώματα. Αλλά το ενδιαφέρον για το 1968 δεν έχει εμφανιστεί μόνο για επετειακούς λόγους.
Όπως λέγεται αυτές τις μέρες στη Γαλλία, «ο Σαρκοζί ξαναέκανε το
Μάη του ’68 επίκαιρο». Όχι μόνο με τη δηλωμένη πρόθεσή του να τον
«θάψει», αλλά με τη νεοφιλελεύθερη και αντιδραστική πολιτική του, η
οποία κατεβάζει στους δρόμους τους μαθητές, τους φοιτητές, τους
εργάτες, τους μετανάστες, την πολιτική που ξαναφέρνει στην επικαιρότητα
την ανάγκη της εξέγερσης. Και αυτή η εικόνα είναι παγκόσμια. Από τον
πόλεμο και την αντίσταση στο Ιράκ, την Παλαιστίνη και το Λίβανο, ως την
πείνα και τις εξεγέρσεις που προκαλεί στον Τρίτο Κόσμο, από τις
νεοφιλελεύθερες επιθέσεις και τις εργατικές αντιστάσεις που ξεσπούν
στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αποδεικνύονται οι δυνατότητες αλλά και η
επιτακτική ανάγκη για ένα νέο «1968».
Αυτό είναι και το μήνυμα του Μάη που η άρχουσα τάξη προσπαθεί επί
χρόνια να θάψει. Σε πλήθος αφιερωμάτων εμφανίζεται ένα ρεύμα σκέψης με
προεξάρχοντες «μετανοημένους» πρωταγωνιστές των τότε γεγονότων, που
ισχυρίζεται ότι οι επαναστάσεις σήμερα είτε δε χρειάζονται είτε δεν
μπορούν να γίνουν. Όμως η ίδια επιχειρηματολογία ανθούσε και κατά τη
δεκαετία του ’60 -μέχρι να διαψευστεί πανηγυρικά από τα γεγονότα. Και
τότε πατούσε και σε ένα πολύ πιο πειστικό έδαφος από ό,τι στις
σημερινές συνθήκες κρίσης του συστήματος.
Πριν την καταιγίδα
Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ο καπιταλισμός ζούσε τα «χρυσά
χρόνια» μιας παρατεταμένης ανάπτυξης. Η ανάπτυξη αυτή μείωνε στο
ελάχιστο την ανεργία και εξασφάλιζε στους εργάτες ένα βιοτικό επίπεδο
καλύτερο από την τραγική περίοδο ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους
πολέμους. Η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν σε ένα πολιτικό οικοδόμημα
συναίνεσης ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και τα συνδικάτα, στη συνεργασία
των δύο με το κράτος.
Στην Αγγλία το προεκλογικό σλόγκαν μιας κυβέρνησης Συντηρητικών ήταν
«Ποτέ δεν ήσασταν καλύτερα», και σε αυτό συμφωνούσαν τόσο οι Εργατικοί
όσο και οι ηγεσίες των συνδικάτων. Στις ΗΠΑ το 1964 εκλεγόταν με
συντριπτικά ποσοστά ο Δημοκρατικός Λίντον Τζόνσον. Προεκλογικά
εμφανιζόταν με τον ιδιοκτήτη της Φορντ δεξιά του και τον επικεφαλής των
συνδικάτων των αυτοκινητοβιομηχανιών στα αριστερά του. Κέρδιζε τις
ψήφους των μαύρων και ταυτόχρονα πάνω από τους μισούς ψήφους των
ρατσιστών λευκών του Νότου: ήταν ο πρόεδρος-σύμβολο της συναίνεσης. Στη
Δυτική Γερμανία, η Σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε ακόμα και φραστικά την
αναφορά της στο σοσιαλισμό στο συνέδριο του 1959, ενώ λίγα χρόνια μετά
σχημάτιζε κυβέρνηση συνασπισμού με τη Χριστιανοδημοκρατία.
Οι σκληροί ταξικοί αγώνες έμοιαζαν μακρινό παρελθόν, οδηγώντας
κάποια τμήματα της αριστερής διανόησης στη «μεταρρυθμιστική αισιοδοξία»
που έβλεπε μέσα στον καπιταλισμό το τέλος της ανεργίας και της
φτώχειας, τις δυνατότητες για έλεγχο του πληθωρισμού και σχεδιασμό της
οικονομίας και άρα το τέλος της ταξικής πάλης. Άλλοι στρέφονταν στην
«επαναστατική απαισιοδοξία» που έβλεπε τους εργάτες των ανεπτυγμένων
χωρών ως «αφομοιωμένους στο σύστημα» και «ενσωματωμένους στην
καταναλωτική κοινωνία» (χαρακτηριστικό το βιβλίο «Αντίο προλεταριάτο»
που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1968) και αναζητούσαν στους φοιτητές,
στο λούμπεν προλεταριάτο και στα κινήματα του Τρίτου Κόσμου τα νέα
επαναστατικά υποκείμενα.
Όμως η εικόνα αυτή απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Στην ίδια
την Ευρώπη, η συναίνεση δεν ήταν η κυρίαρχη επιλογή για μια σειρά
άρχουσες τάξεις, το αντίθετο μάλιστα. Η Ισπανία και η Πορτογαλία είχαν
πολύχρονες δικτατορίες, όπου κάθε πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση
των εργατών ήταν απαγορευμένη. Στην Ελλάδα η πολιτική κρίση που
προκάλεσε το κίνημα των Ιουλιανών αντιμετωπίστηκε με τη χούντα των
συνταγματαρχών. Στη Γαλλία και την Ιταλία, μετά τον αφοπλισμό των
αντιστασιακών οργανώσεων τα ΚΚ πετάχτηκαν έξω από τις κυβερνήσεις
εθνικής ενότητας και δημιουργήθηκαν σκληρές κυβερνήσεις της Δεξιάς. Στη
Γαλλία το κράτος και ο πρόεδρος Ντε Γκωλ έλεγχαν κάθε πτυχή της
πολιτικής ζωής, ενώ κάθε σημαντική απεργία αντιμετωπιζόταν από τη βίαιη
επέμβαση της αστυνομίας. Στην Ιταλία την εξουσία μονοπωλούσε η
Χριστιανοδημοκρατία με την απόλυτη στήριξη του Βατικανού. Στην ηγέτιδα
του «ελεύθερου κόσμου» Αμερική, οι Πολιτείες του Νότου συντηρούσαν με
την ανοχή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ακέραιες τις ρατσιστικές
νομοθεσίες εις βάρος των μαύρων.
Στις χώρες αυτές (με εξαίρεση τις ΗΠΑ) είναι χαρακτηριστικό ότι η
μεγάλη πλειοψηφία των εργατών και τα πλέον μαχητικά στοιχεία ανάμεσά
τους συγκεντρώνονταν γύρω από τα Κομμουνιστικά Κόμματα που
-αποκλεισμένα από την εξουσία- εξέφραζαν τη ριζοσπαστική αντιπολίτευση.
Η συναίνεση που προσέφερε η Σοσιαλδημοκρατία δεν είχε τίποτα να δώσει
ούτε στους εργάτες ούτε στους αστούς αυτών των χωρών.
Όμως και τα ΚΚ δεν είχαν καμιά πρόθεση να συγκρουστούν με τις
άρχουσες τάξεις των χωρών τους. Χρησιμοποιούσαν τη δύναμή τους για να
διεκδικήσουν πιο αποτελεσματικά την ένταξή τους στον πολιτικό κορμό. Το
είχαν αποδείξει το 1945-47 με τη συνεργασία τους στον αφοπλισμό της
αντίστασης και την πειθάρχηση του μεταπολεμικού εργατικού κινήματος και
συνέχιζαν να το αποδεικνύουν με την πατριωτική φρασεολογία περί
κινδύνου «αμερικανοποίησης» των ευρωπαϊκών χωρών.
Αν κανείς στεκόταν σε αυτή την εικόνα των δεκαετιών του ’50 και του
’60 (την καπιταλιστική ανάπτυξη στηριγμένη είτε στη συναίνεση είτε στην
καταπίεση και την κυριαρχία στην Αριστερά είτε της Σοσιαλδημοκρατίας
είτε των σταλινικών ΚΚ) ήταν εύκολο να απογοητευθεί. Το σκηνικό του
Ψυχρού Πολέμου εγκλώβιζε χιλιάδες αγωνιστές και από τις δυο πλευρές του
«Παραπετάσματος», διευκολύνοντας τις άρχουσες τάξεις σε Ανατολή και
Δύση. Στην Ανατολή, οι εργάτες είτε ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν τη
Σοβιετική Ένωση ενάντια στον ιμπεριαλισμό είτε -όσοι αντιδρούσαν-
ήλπιζαν στις δημοκρατίες της Δύσης και σε μια επέμβαση του ΝΑΤΟ. Στη
Δύση, χιλιάδες απλοί άνθρωποι θεωρούσαν σωστή την πάλη για την
«υπεράσπιση της ελευθερίας» ενώ όσοι αντιδρούσαν έβλεπαν τους
γραφειοκράτες της Μόσχας ως συντρόφους τους.
Στο μεταξύ, ούτε τα ΚΚ απείλησαν ποτέ με τη δράση τους τους
καπιταλιστές ούτε το ΝΑΤΟ είχε την πρόθεση να βοηθήσει τους
εξεγερμένους εργάτες στο Βερολίνο το 1953 ή στην Ουγγαρία το 1956. Η
αριστερή διανόηση της Δύσης (ακόμα και προσωπικότητες του τροτσκισμού)
είχε εγκλωβιστεί στην ψευδή εικόνα των δύο αντίπαλων στρατοπέδων.
Ξεκινούσαν από την υποστήριξη της ΕΣΣΔ (ως τάχα μοναδική εναλλακτική
στον καπιταλισμό) και όταν προδίδονταν οι ελπίδες τους κατέληγαν σε
υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας «ενάντια στο σταλινικό
ολοκληρωτισμό». Ελάχιστοι έβλεπαν τα στοιχεία της επερχόμενης έκρηξης
εκείνα τα χρόνια. Όμως μέσα από αυτήν τη διαδικασία της ανάπτυξης ο
καπιταλισμός όδευε προς την κρίση που τον συγκλόνισε το 1968 και τα
χρόνια μετά.
Η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα του ’50 και των αρχών του ’60
στηριζόταν στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά αυτή η ανάπτυξη έφερε ριζικές
αλλαγές στη βάση του οικοδομήματος που είχε χτιστεί τα προηγούμενα
χρόνια. Και ήταν θέμα χρόνου οι ξεπερασμένες δομές να αμφισβητηθούν. Η
διαδικασία που εξελισσόταν παράλληλα με το οικονομικό «μπουμ» (και η
οποία υποτιμήθηκε στις αναλύσεις της αριστερής διανόησης) επιβεβαίωσε
μια βασική μαρξιστική αρχή: ο καπιταλισμός, καθώς αναπτυσσόταν,
μαζικοποιούσε και δυνάμωνε τον «ιστορικό του νεκροθάφτη», την εργατική
τάξη.
Η νέα εργατική τάξη
Όταν ξεκίνησε η οικονομική άνθηση, η πλειοψηφία του πληθυσμού στις
μεσογειακές χώρες ήταν αγρότες, οι οποίοι ακόμα και στη Βόρεια Ευρώπη
αποτελούσαν ένα πολύ σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Η μεγάλη μάζα των
αγροτών μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την άρχουσα τάξη ως αντίπαλο
δέος στις πιέσεις των εργατών. Οι αγρότες, αντιμετωπίζοντας την πόλη
και τον σύγχρονο τρόπο ζωής ως απειλή, μπορούσαν να χειραγωγηθούν από
τις κυβερνήσεις και την εκκλησία, να πειστούν ότι εχθρός τους είναι η
Αριστερά. Χρησιμοποιήθηκαν ως στήριγμα από τον Φράνκο στην Ισπανία και
τον Σαλαζάρ στην Πορτογαλία. Στην Ιταλία η αντικομμουνιστική «Καθολική
Δράση» είχε χτίσει έναν ολόκληρο μηχανισμό ελέγχου της αγροτιάς και
συγκέντρωνε 3 εκατομμύρια μέλη. Στη Γαλλία, οι ψήφοι των αγροτών
εξασφάλιζαν στις κεντροδεξιές μεταπολεμικές κυβερνήσεις και μετά το
1958 στον Ντε Γκωλ την πλειοψηφία.
Όμως η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας απαιτούσε μια μαζική
μετανάστευση των αγροτών στις πόλεις για να εργαστούν στα εργοστάσια. Ο
αγροτικός πληθυσμός από το 1950 ως το 1967 μειώθηκε ραγδαία και αυτή η
μείωση συνοδευόταν από την απότομη αύξηση και τη συγκεντροποίηση του
προλεταριάτου στις πόλεις. Το πρώτο διάστημα η ιστορική αλλαγή που
συνέβαινε δεν μπορούσε να είναι ορατή.
Οι νέοι εργάτες αρχικά εξυπηρετούσαν τους καπιταλιστές στην πάλη τους
ενάντια στους παλιούς, μαχητικούς, συνδικαλισμένους εργάτες. Ερχόμενοι
από το χωριό, κουβαλούσαν τα αγροτικά ήθη του ατομισμού και του
συντηρητισμού μαζί τους. Συνήθως ήταν ευγνώμονες που βγήκαν από τη
φτώχεια της αγροτικής ζωής και ικανοποιημένοι που έβρισκαν ένα μισθό. Η
πλειοψηφία τους έμενε είτε εκτός συνδικάτων είτε οργανώνονταν σε
εργοδοτικά και καθολικά σωματεία.
Όμως η περίοδος της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης τέλειωνε και έδινε τη
θέση της σε μια άγρια κούρσα ανταγωνισμών μεταξύ των καπιταλισμών. Και
αυτή η κούρσα γινόταν στην πλάτη αυτών των νέων εργατών. Σύντομα
καταλάβαιναν πως ο μισθός δεν αρκούσε για να συντηρηθεί μια οικογένεια,
υφίσταντο μια άγρια εντατικοποίηση της δουλειάς και την πιο σκληρή
πειθαρχία στο εργοστάσιο. Στο βωμό της ανταγωνιστικότητας θυσιάζονταν
το ωράριο και οι μισθοί τους. Η μεγάλη αυτή μάζα νέων εργατών συσσώρευε
οργή για τις συνθήκες δουλειάς της ενώ -χωρίς τις αγωνιστικές εμπειρίες
των παλιών εργαζομένων που συσπειρώνονταν στα ΚΚ και τα συνδικάτα τους-
εξέφραζε το θυμό της με μια αποστροφή προς τα πολιτικά κόμματα.
Όμως εκτός από την έλλειψη εμπειρίας, η νέα αυτή γενιά δεν
κουβαλούσε και την «πείρα» από τις ήττες του παρελθόντος. Αυτός ο
παράγοντας θα ήταν καθοριστικός στα γεγονότα που θα ακολουθούσαν. Στα
μέσα της δεκαετίας του ’60 ήρθαν οι πρώτες προειδοποιήσεις για αυτό που
θα ακολουθούσε. Απεργίες «από τα κάτω» ξέσπαγαν στην Ιταλία και τη
Γαλλία. Ακόμα και στην Ισπανία του Φράνκο (από το 1962 έως το 1967) η
εργατική τάξη μέσω του κινήματος των Εργατικών Επιτροπών ξαναβγήκε
στους δρόμους για πρώτη φορά από την ήττα στον Εμφύλιο το 1939.
Στις ΗΠΑ η οικονομική ανάπτυξη έφερε χιλιάδες μαύρους μετανάστες από
τον αγροτικό Νότο στο Βορρά, για να δουλέψουν στις
αυτοκινητοβιομηχανίες. Το Δημοκρατικό Κόμμα έπρεπε να λαμβάνει πια
υπόψη του τις ψήφους των μαύρων κοινοτήτων και κήρυξε τους ρατσιστικούς
νόμους του Νότου αντισυνταγματικούς. Η απόφαση, αν και ήταν μια
ψηφοθηρική κίνηση που έμεινε στα χαρτιά καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση
δεν υποχρέωσε τις πολιτειακές κυβερνήσεις να καταργήσουν τη νομοθεσία,
πυροδότησε ανάμεσα στους μαύρους του Νότου το Κίνημα για τα Πολιτικά
Δικαιώματα.
Ενώ στη Δύση άρχιζε να ραγίζει η μεταπολεμική συναίνεση, ταυτόχρονα
ράγιζε και ο σταλινικός μονόλιθος στην Ανατολή. Η αρχή είχε γίνει το
1956 με την αποκήρυξη των εγκλημάτων του Στάλιν από τον Χρουστσόφ, αλλά
και την αιματηρή καταστολή της Ουγγρικής Επανάστασης από τα σοβιετικά
τανκς, που δεν είχε μεγάλες συνέπειες για το κύρος της «ορθοδοξίας» της
Μόσχας. Αλλά το 1962, προέκυψε ρήξη στις σχέσεις ανάμεσα στους δύο
γίγαντες του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Τη στιγμή που η ΕΣΣΔ
εγκατέλειπε και στα λόγια πια την παγκόσμια επανάσταση (καθώς έχοντας
εδραιωθεί ως δεύτερη υπερδύναμη της ήταν πια αχρείαστη), οι ηγέτες της
υπανάπτυκτης Κίνας, στην προσπάθειά τους να «φτάσουν τη Δύση» συνδύαζαν
τις σταλινικές πρακτικές στο εσωτερικό της χώρας με μια επαναστατική
ρητορεία για να αποκτούν επιρροή. Η ρήξη είχε αντίκτυπο στην Αριστερά
της Δύσης, όπου ακολούθησαν μικρές διασπάσεις στα ΚΚ από αγωνιστές που
ευθυγραμμίστηκαν με την Κίνα.
Όμως το γεγονός που επηρέασε καταλυτικά τη διεθνή Αριστερά, αλλά και το
κίνημα, ήταν η Πολιτιστική Επανάσταση. Ο πρόεδρος Μάο -που είχε βρεθεί
σε δυσκολίες μετά την αποτυχία του οικονομικού «Μεγάλου Άλματος»- στην
αντιπαράθεσή του με τη γραφειοκρατία του κόμματος αποφάσισε να
κινητοποιήσει τις μάζες με στόχο να ισχυροποιήσει και πάλι τη θέση του.
Αν και δεν επρόκειτο ούτε για προλεταριακή (ο ίδιος ο Μάο είχε πει πως
η επανάσταση πρέπει να μείνει έξω από τα εργοστάσια) ούτε για
επανάσταση (μια και ο στόχος κάθε επανάστασης, η κρατική εξουσία,
έμεινε άθικτη), χιλιάδες αγωνιστές στη Δύση την εξέλαβαν ως τέτοια. Γι’
αυτούς ο Μάο και η Πολιτιστική Επανάσταση συμβόλιζαν τον αγώνα ενάντια
στους γραφειοκράτες, τη ρήξη με το συντηρητισμό των ΚΚ.
Την ίδια περίοδο που αυτές οι ιδέες διέγειραν την αριστερή νεολαία στη
Δύση, ανερχόταν και το αστέρι του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ο Τσε,
εγκαταλείποντας τις θέσεις του στην κυβέρνηση της Κούβας για να
πολεμήσει στο Κονγκό και τη Βολιβία, εξαπολύοντας το σύνθημα «ένα, δύο,
τρία, πολλά Βιετνάμ», γινόταν παγκόσμιο σύμβολο επαναστατικής
αφοσίωσης. Ο ηρωικός θάνατός του στη Βολιβία ερχόταν σε πλήρη αντίθεση
με το βόλεμα των γραφειοκρατών του Κρεμλίνου αλλά και των ηγεσιών των
ΚΚ.
Οι ιδέες του Μάο και του Τσε, η αυτοθυσία, η δύναμη της θέλησης, η μάχη
κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, επηρέασαν σημαντικά χιλιάδες νεολαίους
που αναζητούσαν εναλλακτικές λύσεις απέναντι στα συμβιβαστικά ΚΚ.
Το φοιτητικό κίνημα
Όμως δεν ήταν οι ιδέες που από μόνες τους κινητοποίησαν τους χιλιάδες
φοιτητές σε όλη τη Δύση. Βρήκαν πρόσφορο έδαφος στα πανεπιστήμια όπως
αυτά είχαν διαμορφωθεί στη διάρκεια του οικονομικού «μπουμ». Οι αλλαγές
που έφερε η καπιταλιστική ανάπτυξη στην κοινωνία και που υπονόμευαν τη
σταθερότητά της δεν περιορίστηκαν στα εργοστάσια. Μέσα στις συνθήκες
διαρκούς ανάπτυξης, η άρχουσα τάξη δεν είχε ανάγκη μόνο από τον
τεράστιο όγκο ανειδίκευτων εργατών για να γεμίσει τα εργοστάσιά της.
Χρειαζόταν και νέους, τεχνικά καταρτισμένους και εξειδικευμένους
εργάτες για να οργανώσουν και να εξορθολογίσουν την παραγωγή.
Αυτή η συνεχώς διευρυνόμενη ανάγκη «άνοιξε τις πύλες» των πανεπιστημίων
σε μεγάλο πλήθος νεολαίων. Τα ανώτατα ιδρύματα έπαψαν να είναι οι
κλειστές λέσχες της «χρυσής νεολαίας» που μορφωνόταν απομακρυσμένη από
την κοινωνία, προκειμένου να γίνει η αυριανή άρχουσα τάξη. Τα ΑΕΙ
μαζικοποιήθηκαν από παιδιά των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων. Αυτή η
μετάλλαξη στη μαζικότητα και την ταξική προέλευση των φοιτητών
μετέτρεψε τα πανεπιστήμια σε χώρους συλλογικούς αλλά και χώρους
πολιτικής συζήτησης. Οι φοιτητές αντιδρούσαν πρώτα και κύρια στις
συνθήκες του πανεπιστημίου, ενάντια στις απαράδεκτες συνθήκες
ιδεολογικής καταπίεσης και τις ελλείψεις σε υποδομές, μέχρι την
καθηγητική αυθεντία και την αυθαιρεσία των πρυτανικών αρχών. Βλέποντας
την αναντιστοιχία ανάμεσα στην, τάχα, «φιλελεύθερη» ιδεολογία που
διδάσκονταν και θα καλούνταν αύριο να διδάξουν και τη σκληρή κοινωνική
πραγματικότητα του πολέμου, των ρατσιστικών διακρίσεων, των
δικτατοριών, οι φοιτητές αντιδρούσαν ενάντια στις πανεπιστημιακές και
τις κρατικές αρχές.
Η τάση αυτή εκδηλωνόταν στο πεδίο της κουλτούρας. Αναπτυσσόταν
-ιδιαίτερα στις ΗΠΑ- ένα ρεύμα αμφισβήτησης και φυγής, όπως εκφραζόταν
από τη ροκ μουσική, τη μποέμικη ζωή, τη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών.
Όμως, ένα σημαντικό τμήμα φοιτητών, αποφασισμένο να παλέψει ενάντια
στον ιμπεριαλισμό και το ρατσισμό και αντιμέτωπο με την κρατική
εξουσία, στρεφόταν στη δράση.
Η κατάληψη του θρυλικού Μπέρκλεϊ το 1964 ήταν μόνο η αρχή ενός
διεθνούς κύματος φοιτητικών καταλήψεων και διαδηλώσεων στις ΗΠΑ, στην
Αγγλία, στη Δυτική Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία. Οι κινητοποιήσεις
αυτές δεν γίνονταν μόνο από πολιτικοποιημένους φοιτητές. Συχνά τις
κινητοποιήσεις καλούσαν ακόμα και απολίτικες φοιτητικές ενώσεις, είτε
οργανώσεις όπως το αμερικανικό και το γερμανικό SDS, που είχαν προκύψει
μέσα από τους κόλπους των Δημοκρατικών και των Σοσιαλδημοκρατών
αντίστοιχα. Οι πλέον ριζοσπαστικοποιημένοι φοιτητές είχαν μια αόριστα
«αντιεξουσιαστική» και ηθική αντίληψη για την πάλη τους. Συχνά
εμπνέονταν από φιλοσόφους όπως ο Μαρκούζε, που έβλεπε τους φοιτητές ως
επαναστατικό υποκείμενο έναντι των «ενσωματωμένων» εργατών. Μέσα από
αυτό το ρεύμα εμφανίστηκαν οι «χαρισματικοί» ηγέτες όπως ο Κον Μπεντίτ
στη Γαλλία, ο Ρούντι Ντούτσκε στη Γερμανία, ο Μάριο Σαβίνο στις ΗΠΑ.
Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις λόγω αυτού του «φοιτητοκεντρικού»
χαρακτήρα τους, φτάνοντας στο αποκορύφωμά τους, υποχωρούσαν.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η Γερμανία, όπου δραστηριοποιήθηκε
το 1967-68 το πιο μαχητικό και ηρωικό φοιτητικό κίνημα. Κινητοποιήσεις
ενάντια στην επίσκεψη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, στην επίσκεψη του Σάχη
του Ιράν, στη χούντα των συνταγματαρχών, δράσεις ενάντια στους νεοναζί
συγκέντρωναν χιλιάδες φοιτητές στο Βερολίνο (μέσα στην πόλη-σύμβολο του
Ψυχρού Πολέμου) που αμφισβητούσαν τις «ορθοδοξίες» και των δύο πλευρών
του Τείχους. Η απόπειρα δολοφονίας του Ρούντι Ντούτσκε πυροδότησε ένα
κύμα κινητοποιήσεων σε όλη τη Γερμανία. Όμως λίγους μήνες μετά, το SDS,
που μέχρι τότε οργάνωνε τις κινητοποιήσεις, διαλυόταν στο συνέδριό του.
Παρά την υποχώρηση των κινητοποιήσεων, οι φοιτητές που συμμετείχαν
σε αυτές δεν «πήγαν σπίτια τους», δεν ήταν πια οι ίδιοι. Η άμπωτη του
αντι-πολιτικού κινήματος μετέτρεψε τα πανεπιστήμια σε χώρους ζωηρής
ιδεολογικής συζήτησης. Η φύση των ιμπεριαλιστικών πολέμων, τα αίτια του
ρατσισμού, όλο το κοινωνικό οικοδόμημα ήταν στο επίκεντρο των
αναζητήσεων χιλιάδων φοιτητών, των οποίων τα αυτιά -ιδιαίτερα μετά το
Βερολίνο- ήταν ανοιχτά προς τους επαναστάτες φοιτητές. Όταν τα ΚΚ
φώναζαν για «ειρήνη στο Βιετνάμ», οι χιλιάδες διαδηλωτές έκαναν
«σημαία» τους τα συνθήματα των επαναστατών για «νίκη στους Βιετκόνγκ».
Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν το γεγονός που λειτούργησε ως σημείο
αναφοράς και πηγή έμπνευσης για τα φοιτητικά κινήματα. Από αυτή την
άποψη θα μπορούσαμε να πούμε πως η εξέλιξη του πολέμου αποτέλεσε τη
σπίθα του παγκόσμιου 1968.
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι το 1968 ξεκινούσε με την επίθεση του
Τετ, την πιο σημαντική εξέλιξη στο μέτωπο του Βιετνάμ, που έδωσε το
μήνυμα του βίαιου τέλους της μεταπολεμικής «ηρεμίας», το σινιάλο για
την παγκόσμια «αντεπίθεση» των «από κάτω».
Βιετνάμ
Στη διάρκεια του Τετ (της βιετναμέζικης Πρωτοχρονιάς), παραδοσιακά η
ένταση των συγκρούσεων μειωνόταν. Εκείνη τη χρονιά, ξημερώνοντας η
πρώτη μέρα της γιορτής (στις 30 Ιανουαρίου), στρατιώτες του Βορείου
Βιετνάμ και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (NLF), πραγματοποίησαν
μια αιφνιδιαστική επιδρομή, έφτασαν μέχρι τη Σαϊγκόν, την πρωτεύουσα
του Νοτίου Βιετνάμ και κύρια βάση των ΗΠΑ, πολιορκώντας για 6 ώρες την
ίδια την αμερικανική πρεσβεία. Μετά από σκληρή μάχη οι αντάρτες
απωθήθηκαν από την πρεσβεία στη Σαϊγκόν, αλλά αυτή η επίθεση-σοκ ήταν
μόνο η αρχή μιας τεράστιας κλίμακας γενικευμένης αντεπίθεσης των
Βιετκόνγκ σε όλο το μέτωπο του πολέμου.
Μέχρι το 1968, ο πόλεμος εξελισσόταν κυρίως με τη μορφή
ανταρτοπολέμου στην ύπαιθρο. Κατά τη διάρκεια των εορτών, όταν χιλιάδες
Βιετναμέζοι πήγαιναν στις πόλεις για να δουν συγγενείς και να
γιορτάσουν, χιλιάδες Βιετκόνγκ μεταφέρθηκαν μέσα στις πόλεις του Νοτίου
Βιετνάμ. Παράλληλα μετέφεραν μαζικά εξοπλισμό, τον οποίο έθαψαν σε
νεκροταφεία για να τον χρησιμοποιήσουν όταν θα ερχόταν η στιγμή.
Η έκταση της βιετναμέζικης αντεπίθεσης ήταν σαρωτική. Εβδομήντα
χιλιάδες στρατιώτες επιτέθηκαν σε 34 από τις 44 περιφερειακές
πρωτεύουσες του Νότου, πάνω από 100 στόχοι χτυπήθηκαν ταυτόχρονα. Τόσο
η Σαϊγκόν, όσο και η ιστορική πρωτεύουσα, η Χούε, καταλήφθηκαν από τους
Βορειοβιετναμέζους και σε αυτές κυμάτισαν οι σημαίες του Εθνικού
Απελευθερωτικού Μετώπου.
Η απάντηση των ταπεινωμένων και πανικόβλητων στρατοκρατών ήταν «μια από
τις πιο υστερικές χρήσεις δύναμης πυρός στην ιστορία». Ο αμερικανικός
στρατός αδυνατούσε να διώξει τους Βιετκόνγκ από τις πόλεις, δεν είχε
ούτε τους στρατιώτες ούτε τη στήριξη στις πόλεις για να τα καταφέρει.
Έτσι ακολούθησε ένα καταστροφικό κύμα βομβαρδισμών από αέρος και μια
απίστευτη βαρβαρότητα στα πεδία των μαχών. Η Σαϊγκόν εκκενώθηκε από
τους Βιετκόνγκ μετά από 3 εβδομάδες σκληρών μαχών. Η Χούε άντεξε 25
μέρες, με μάχες σπίτι με σπίτι και ανηλεείς βομβαρδισμούς που
ισοπέδωσαν το 80% της πόλης. Ολόκληρη η ύπαιθρος κάηκε από τις ναπάλμ
για να εξοντωθούν οι βάσεις των ανταρτών.
Η συντριπτική υπεροχή σε όπλα έδωσε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να απωθήσουν
τους Βιετκόνγκ πίσω στις αρχικές τους θέσεις και να σταματήσουν τελικά
την επίθεση του Τετ.
Πέρα όμως από τη στρατιωτική έκβαση, ο συνολικός αντίκτυπος της
επίθεσης του Τετ ήταν τέτοιος που ουσιαστικά άλλαξε τη ροή του πολέμου
και αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τις ΗΠΑ στο Βιετνάμ.
Η επίθεση του Τετ διέλυσε την προπαγάνδα του Πενταγώνου ότι η νίκη
ερχόταν σύντομα. Αποδεικνυόταν ότι το καθεστώς του Νοτίου Βιετνάμ δεν
είχε κανένα λαϊκό έρεισμα σε αντίθεση με τους Βιετκόνγκ. Ήταν μια
διεφθαρμένη δικτατορία που στηριζόταν μόνο στην αμερικανική στρατιωτική
παρουσία για να επιβιώνει. Οι μάχες -όχι πια στη ζούγκλα αλλά στις
πόλεις του Νότου- «μπήκαν» στα σπίτια των Αμερικάνων από την τηλεόραση
και τις εφημερίδες. Η κοινή γνώμη δεν πίστευε πια σε μια νίκη στο
Βιετνάμ. Το σοκ της επίθεσης του Τετ διέσπασε και την άρχουσα τάξη των
ΗΠΑ. Ο κυβερνήτης του Μίσιγκαν, Ρόμνεϊ, δήλωνε πως «αν αυτό που
βλέπουμε είναι η αποτυχία των Βιετκόνγκ, ελπίζω να μη ζήσουμε ποτέ μια
νίκη τους». Εξέφραζε τις ανησυχίες σημαντικού τμήματος των καπιταλιστών
που έβλεπε πια στο Βιετνάμ ένα δαπανηρό πόλεμο, που δεν έδειχνε να
τελειώνει, και που επιπλέον «έστρεφε τη νεολαία ενάντια στις καλύτερες
παραδόσεις της χώρας».
Οι φόβοι τους ήταν πραγματικοί. Το αντιπολεμικό κίνημα γνώριζε μια
σταδιακή μαζικοποίηση και ανάπτυξη τα προηγούμενα χρόνια. Μετά το Τετ,
το αντιπολεμικό αίσθημα γινόταν πλειοψηφικό στην κοινή γνώμη. Ο Λίντον
Τζόνσον (4 χρόνια πριν, ο πρόεδρος που «ένωνε» πίσω του όλη την
Αμερική) όχι μόνο δεν ξανακατέβηκε στις εκλογές αλλά αποσύρθηκε από την
πολιτική. Στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, τον Αύγουστο του
1968, χιλιάδες αντιπολεμικοί ακτιβιστές συγκεντρώθηκαν στο Λίνκολν
Παρκ, λίγο έξω από το συνεδριακό κέντρο και το κέντρο της πόλης. Για
τρεις μέρες το πάρκο και οι δρόμοι του Σικάγου έγιναν πεδίο μάχης. Η
αγριότητα της αστυνομίας ήταν πρωτοφανής και στρεφόταν ενάντια σε
όλους, διαδηλωτές, συμπαραστάτες, περαστικούς, δημοσιογράφους. Χιλιάδες
αγωνιστές έχασαν κάθε αυταπάτη για τους Δημοκρατικούς στο Σικάγο. Αλλά
στο Σικάγο δεν κατέρρεε μόνο η εικόνα των Δημοκρατικών, αλλά και η
εικόνα του «ελεύθερου κόσμου» που υπερασπίζονταν, τάχα, οι ΗΠΑ.
Μαύροι Πάνθηρες
Το 1968 το σύστημα κλονιζόταν σοβαρά μέσα στην καρδιά του, τις ΗΠΑ.
Εκείνη η χρονιά δεν σηματοδοτούσε μόνο τη ριζοσπαστική στροφή του
αντιπολεμικού κινήματος, αλλά και του κινήματος των μαύρων με τη
μαζικοποίηση των Μαύρων Πανθήρων.
Το κίνημα, που είχε ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας του ’50 στον
ρατσιστικό Νότο ως Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, μέσα από μια
διαδρομή γεμάτη σκληρές εμπειρίες έδινε τη θέση του στο ριζοσπαστικό
κίνημα της Μαύρης Δύναμης. Το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα έδωσε
πολλές μάχες ενάντια στους φυλετικούς διαχωρισμούς και υπέρ του
δικαιώματος ψήφου. Καταλήψεις κτιρίων μόνο για λευκούς, διαδηλώσεις,
προσπάθειες για εγγραφή μαύρων στους εκλογικούς καταλόγους. Όλες αυτές
οι κινητοποιήσεις, με κορυφαία την ιστορική Πορεία στην Ουάσινγκτον
όπου ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε τον περίφημο λόγο του I have a
dream…, είχαν ως στόχο να κερδίσουν την υποστήριξη των Δημοκρατικών.
Αυτή τη λογική εξυπηρετούσε και η ιδεολογία της «μη-βίας» που κήρυττε ο
ηγέτης του κινήματος, Λούθερ Κινγκ.
Σταθμό στη ρήξη του κινήματος με τη λογική της «μετριοπάθειας» (στο
όνομα μιας συμμαχίας με τους Δημοκρατικούς) αποτέλεσε το συνέδριο του
Δημοκρατικού Κόμματος στην Ατλάντα. Αγωνιστές της «Φοιτητικής Μη Βίαιης
Συντονιστικής Επιτροπής» (SNCC) επιχείρησαν να εκλέξουν μαύρους
αντιπροσώπους από τον βαθιά συντηρητικό Μισισιπή για το συνέδριο. Ο
πρόεδρος Τζόνσον αρνήθηκε να δεχτεί τους Αφροαμερικανούς συνέδρους και
διέλυσε τη συγκέντρωσή τους με την αστυνομία. Κάθε αυταπάτη είχε πλέον
διαλυθεί. Με τα λόγια των ηγετών της SNCC: «Μετά τα γεγονότα στην
Ατλάντα, ο αγώνας μας δεν ήταν πια για τα πολιτικά δικαιώματα, αλλά για
την απελευθέρωσή μας».
Μετά τα γεγονότα στην Ατλάντα, χιλιάδες νέοι μαύροι εγκατέλειψαν τη
λογική του Λούθερ Κινγκ, ακολουθώντας μια άλλη ηγετική μορφή του
κινήματος, τον Μάλκολμ Χ. Ο Μάλκολμ, πρώην μέλος του Έθνους του Ισλάμ
με το οποίο ήρθε σε ρήξη, πάλευε και για τους φτωχούς μαύρους των γκέτο
του «φιλελεύθερου» Βορρά. Έβλεπε την αντιρατσιστική πάλη ως κομμάτι της
αντιιμπεριαλιστικής παγκόσμια, τα έβαζε και με τους Δημοκρατικούς. Στη
«μη-βία» αντιπρότεινε την αυτοάμυνα των μαύρων με «κάθε αναγκαίο μέσο»
(το περίφημο σύνθημα: “by any means necessary”). Δολοφονήθηκε το
Φλεβάρη του 1965. Αλλά οι ιδέες του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη
ριζοσπαστικοποίηση του μαύρου κινήματος.
Ένα χρόνο μετά, στηριγμένο σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις ιδέες,
ιδρυόταν το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων. Ήταν το πρώτο κόμμα μαύρων με
αναφορές στο μαρξισμό και την ανατροπή του καπιταλισμού. Οργάνωνε τα
γκέτο των μεγαλουπόλεων. Τα μέλη του αναλάμβαναν από προγράμματα
επισιτισμού των φτωχών στις κοινότητες, μέχρι ένοπλες περιπολίες στις
γειτονιές μαύρων, που δεν επέτρεπαν στην αστυνομία να πλησιάζει.
Το 1968 ο Λούθερ Κινγκ, έχοντας επηρεαστεί από τη φτώχεια στο
Βορρά, την υποκρισία των Δημοκρατικών και τον πόλεμο στο Βιετνάμ,
στρεφόταν και ο ίδιος προς τα αριστερά. Στις ομιλίες του κατήγγειλε
ανοιχτά τον πόλεμο στο Βιετνάμ και έφτανε να αμφισβητεί το
καπιταλιστικό σύστημα. Στις αρχές του χρόνου βρέθηκε στο Μέμφις για να
συμπαρασταθεί σε μια απεργία μαύρων εργατών και να οργανώσει την
«πορεία των φτωχών στην Ουάσινγκτον». Εκεί δολοφονήθηκε από το FBI. Με
τη δολοφονία του κήρυκα της «μη-βίας» από την κυβέρνηση, πέθαινε και η
ιδεολογία του. Ακολούθησαν βίαιες εξεγέρσεις μαύρων σε 100 πόλεις στις
ΗΠΑ. Η κυβέρνηση χρειάστηκε να στείλει το στρατό -και σε πολλές
περιπτώσεις να δοθούν πολυήμερες μάχες με νεκρούς και τραυματίες- για
να καταπνίξει τις εξεγέρσεις, «ο πόλεμος ερχόταν σπίτι» κυριολεκτικά.
Οι Μαύροι Πάνθηρες το καλοκαίρι του 1968 αποκτούσαν χιλιάδες μέλη σε
δεκάδες πόλεις. Το 43% της μαύρης νεολαίας δήλωνε «τεράστιο σεβασμό για
το Κόμμα των Πανθήρων». Η σύλληψη ενός εκ των ηγετών τους, του Χιούι
Νιούτον, με την απειλή θανατικής ποινής, έκανε τους Πάνθηρες ακόμα πιο
δημοφιλείς πανεθνικά. Η καμπάνια «Ελευθερώστε τον Νιούτον» συγκέντρωσε
δεκάδες χιλιάδες μαύρους, έκανε τους Μαύρους Πάνθηρες σημείο αναφοράς
για κάθε μαύρο αγωνιστή. Ήταν τότε που ο διαβόητος Χούβερ του FBI
ονόμαζε το κόμμα τους «νούμερο ένα δημόσιο κίνδυνο».
Οι Πάνθηρες δεν έβαλαν τις επαναστατικές ιδέες μόνο στα γκέτο των
μαύρων. Λευκοί αγωνιστές που πάλεψαν το προηγούμενο διάστημα για τα
δικαιώματα των μαύρων μαζί με τον Λούθερ Κινγκ και τις μη βίαιες
οργανώσεις του Νότου, μέσα στο κλίμα ριζοσπαστικοποίησης που προκαλούσε
το Βιετνάμ, στρέφονταν τώρα στις ιδέες των Πανθήρων. Σε συγκεντρώσεις
στα πανεπιστήμια, σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις, οι ομιλίες των Μαύρων
Πανθήρων έβρισκαν θερμή ανταπόκριση και ενίσχυαν ακόμη περισσότερο το
ρεύμα προς τα αριστερά μέσα στις ΗΠΑ. Το αντιπολεμικό και το
αντιρατσιστικό κίνημα γενίκευαν τις εμπειρίες τους και στρέφονταν
ενάντια στην άρχουσα τάξη της χώρας συνολικά.
Αυτό που έλειψε το 1968 στις ΗΠΑ για να μετατρέψει το εκρηκτικό
κλίμα που επικρατούσε σε γενικευμένο ξεσηκωμό, η μαζική δράση των
εργατών, ήταν αυτό που την ίδια χρονιά έκανε τον γαλλικό Μάη παγκόσμιο
σημείο αναφοράς.
Μάης
Η Γαλλία στις αρχές του Μάη ζούσε τον δικό της φοιτητικό ξεσηκωμό. Όλα
είχαν ξεκινήσει από τις κινητοποιήσεις στο πανεπιστήμιο της Ναντέρ,
όπου δρούσε η ομάδα του Κον Μπεντίτ, με μικρές παρεμβάσεις όπως το
μποϊκοτάρισμα των εξετάσεων για να προκαλέσουν τις πανεπιστημιακές
αρχές. Η πρυτανεία απάντησε καλώντας την αστυνομία, η οποία συνέλαβε
τους «υποκινητές». Την ώρα της σύλληψής τους, ξεσπούσαν και οι πρώτες
συγκρούσεις φοιτητών με την αστυνομία. Στις 3 Μάη μια συγκέντρωση
φοιτητών στη Σορβόνη για να αποφασιστούν δράσεις ενάντια στις συλλήψεις
διαλύθηκε από νέα επέμβαση της αστυνομίας μέσα στο ίδρυμα. Ακολούθησαν
συγκρούσεις όλο το βράδυ.
Η αστυνομική καταστολή, οι συλλήψεις αγωνιστών φοιτητών πυροδότησαν
την ιδέα για καταλήψεις σε όλη τη χώρα. Η αδιάλλακτη στάση της
κυβέρνησης συναντούσε την όλο και πιο μαχητική αντίδραση των φοιτητών.
Οι φοιτητικές διαδηλώσεις στο Παρίσι, οι συγκρούσεις με την αστυνομία
στη γειτονιά του Καρτιέ Λατέν ήταν καθημερινό και -κυρίως- όλο και πιο
μαζικό φαινόμενο. Μέσα στον ξεσηκωμό τους, οι φοιτητές, αντιμέτωποι όχι
πια με τον πρύτανη ή την οικογένεια αλλά με το αστικό κράτος,
ριζοσπαστικοποιούνταν και αμφισβητούσαν τα πάντα.
Τα πανεπιστήμια είχαν μετατραπεί σε χώρους πολιτικής συζήτησης και
οργάνωσης του αγώνα. Μέσα στην κατειλημμένη Σορβόνη (το σύμβολο του
αγώνα, με την κόκκινη σημαία να έχει αντικαταστήσει τη γαλλική)
χιλιάδες φοιτητές στριμώχνονταν σε αίθουσες για να συζητήσουν από τη
σεξουαλική απελευθέρωση μέχρι τον Τσε Γκεβάρα και το Βιετνάμ. Μια
πυρετώδης «παραγωγή» προκηρύξεων και αφισών εξελισσόταν μέσα στα
ιδρύματα. Από τη μεριά της η κυβέρνηση, απέναντι στη γενίκευση της
φοιτητικής εξέγερσης, απαντούσε με τον μόνο τρόπο που είχε φανεί
αποτελεσματικός τα προηγούμενα χρόνια απέναντι στις εργατικές
κινητοποιήσεις, την ακόμα πιο άγρια καταστολή.
Τη νύχτα της 10ης προς τις 11 Μάη το Παρίσι ζούσε την ιστορική «νύχτα
των οδοφραγμάτων». Μια μεγάλη φοιτητική διαδήλωση, κυκλωμένη από την
αστυνομία, αποφάσισε να σηκώσει οδοφράγματα και να δημιουργήσει μια
«απελευθερωμένη ζώνη» μέσα στο Παρίσι. Η επίθεση της αστυνομίας ήταν
πιο βάρβαρη από ποτέ, αλλά η αντίσταση των φοιτητών ήταν συγκλονιστική.
Οι συγκρούσεις κράτησαν μέχρι τα ξημερώματα, τα δακρυγόνα έφταναν στα
μπαλκόνια των σπιτιών, στο παρισινό μετρό, έπνιγαν το Παρίσι. Οι γύρω
κάτοικοι άρχισαν να ενισχύουν τους «πολιορκημένους» φοιτητές με ψωμί
και νερό, νέοι εργάτες σχολώντας από τη δουλειά έτρεξαν στα οδοφράγματα
να βοηθήσουν.
Όλη η Γαλλία έζησε τη νύχτα των οδοφραγμάτων από το ραδιόφωνο. Ο
αντίκτυπος ήταν τεράστιος. Η τακτική της κυβέρνησης είχε γυρίσει
μπούμερανγκ. Οι φοιτητές -χωρίς να ρισκάρουν μεροκάματα ή τη δουλειά
τους- είχαν την «πολυτέλεια» να αντισταθούν στη σκληρή στάση του
κράτους. Επιπλέον, δεν είχαν τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των
συνδικάτων να τους ελέγξουν, ενώ όπλο τους ήταν και η ταξική τους
προέλευση. Η μεσαία τάξη έβλεπε τα παιδιά της να κυνηγιούνται από την
αστυνομία και αγανακτούσε. Στις 11 Μάη, τα 4/5 της γαλλικής κοινωνίας
ήταν με το μέρος των φοιτητών. Αυτή ήταν η «ασπίδα» τους ενάντια στην
καταστολή.
Αυτό το μαζικό ρεύμα συμπαράστασης, ακόμα και η συμμετοχή εργατών στις
συγκρούσεις, ανάγκασε τη CGT (το ελεγχόμενο από το Κομμουνιστικό Κόμμα
Γαλλίας συνδικάτο) να καλέσει σε απεργία και διαδήλωση διαμαρτυρίας για
την καταστολή στις 13 Μάη. Μέχρι τότε, το ΚΚΓ κατηγορούσε τους φοιτητές
ως «παιδιά των αστών που αύριο θα αναλάβουν την επιχείρηση του μπαμπά»
ή ως «επικίνδυνους προβοκάτορες και αριστεριστές». Στην πραγματικότητα,
οι ηγέτες του ΚΚΓ φοβόντουσαν την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει το
ανεξέλεγκτο φοιτητικό κίνημα (και οι επαναστάτες φοιτητές που
βρίσκονταν στην ηγεσία του) στην εργατική του βάση και έκαναν ό,τι
μπορούσαν για να απομονώσουν τους φοιτητές από τους εργάτες.
Η ίδια η γενική απεργία δεν σήμαινε κάποια αλλαγή στάσης. Ήλπιζαν
ότι η CGT θα έμπαινε επικεφαλής του κινήματος για να μπορέσει να το
«μαζέψει», ότι η 13η Μάη θα ήταν το τέλος. Είχαν πέσει τελείως έξω.
Στις 13 Μάη, ένα εκατομμύριο διαδηλωτές πλημμύρισαν το Παρίσι στη
μεγαλύτερη διαδήλωση από την απελευθέρωση το 1945. Η συσσωρευμένη
εργατική οργή έβρισκε την ευκαιρία να ξεσπάσει. Και η δύναμη της
διαδήλωσης γέμιζε τους εργάτες με αυτοπεποίθηση. Η γενική απεργία
έμελλε να μην είναι το τέλος, αλλά η αρχή της εξέγερσης του Μάη.
Την επόμενη μέρα, σε κάποιους εργατικούς χώρους οι εργάτες
αρνήθηκαν να επιστρέψουν στη δουλειά. Άλλοι, που δεν απέργησαν στις 13,
έβγαιναν τώρα σε απεργία. Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα
εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Χωρίς τα συνδικάτα να την κηρύξουν ποτέ,
ξεκινούσε μια γενική απεργία διαρκείας στη Γαλλία. Στις 20 Μάη
απεργούσαν 10 εκατομμύρια εργάτες. Σε πολλά εργοστάσια οι εργαζόμενοι
καταλάμβαναν τις μονάδες και κλείδωναν στα γραφεία τους διευθυντές.
Καταπιεσμένη για χρόνια, και με την αυτοπεποίθηση που μετέφερε ο
ανυποχώρητος αγώνας των φοιτητών, η εργατική τάξη έμπαινε μαζικά σε
κίνηση, παραλύοντας τη χώρα.
Η γενική απεργία ενίσχυσε τον αέρα της εξέγερσης, τα ανατρεπτικά
συνθήματα των φοιτητών έβρισκαν μαζική ανταπόκριση, αποκτούσαν νόημα
μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης εργατικής εξέγερσης. Η απεργία έπαιρνε
το χαρακτήρα «γιορτής» που άγγιζε τους πάντες: οι χορεύτριες στα Φολί
Μπερζέρ, οι ποδοσφαιριστές, οι νεκροθάφτες απεργούσαν! Ο αστικός Τύπος
περιέγραφε την κατάσταση εύστοχα: «Αν πάρει κανείς τηλέφωνο την Τράπεζα
της Γαλλίας δεν μπορεί να ξέρει ποιος θα του απαντήσει!». Ο Ντε Γκωλ
ανακοίνωνε δημοψήφισμα για την παραμονή του στην προεδρία, αλλά δεν
έβρισκε τυπογραφείο για να τυπώσει τα ψηφοδέλτια. Ακόμα και οι Βέλγοι
τυπογράφοι αρνήθηκαν να του δώσουν τη βοήθειά τους.
Τα «τείχη» ανάμεσα στους φοιτητές και τους εργάτες άρχισαν να σπάνε. Οι
επαναστάτες φοιτητές μπαίνουν μπροστά σε διαδηλώσεις που ξεκινάνε από
τα πανεπιστήμια για να καταλήξουν έξω από τα κατειλημμένα εργοστάσια.
Συναντάνε τις αλυσίδες των γραφειοκρατών της CGT, που δε διστάζουν να
επιτεθούν στους φοιτητές για να κρατήσουν τους εργάτες «αμόλυντους» από
τις ιδέες της εξέγερσης. Πολλοί νέοι εργάτες συμμετέχουν στις
συζητήσεις μέσα στα πανεπιστήμια, δρουν από κοινού με τους φοιτητές
μέσα από τις Επιτροπές Δράσης που έχει στήσει η επαναστατική Αριστερά
στα πανεπιστήμια και που πολλαπλασιάζονται διαρκώς.
Η κυβέρνηση επιχείρησε έναν ακόμη ελιγμό στις 25-27 Μάη. Στις
διαπραγματεύσεις της Γκρενέλ συμφώνησε με τα συνδικάτα: έδινε
σημαντικές παροχές σε μισθούς, ωράρια, συνδικαλιστικές ελευθερίες,
προκειμένου να κλείσουν οι απεργίες. Όμως οι συμφωνίες έπρεπε να
εγκριθούν από τις γενικές συνελεύσεις που μέσα στον εργατικό ξεσηκωμό
είχαν αναδειχθεί ως ανώτερα όργανα. Εκεί οι εκπρόσωποι της CGT που
ανακοίνωναν τη συμφωνία γιουχάρονται από τη βάση τους μαζικά, κανένας
δεν ήθελε να επιστρέψει στη δουλειά. Η CGT αναγκάζεται να συνεχίσει να
στηρίζει τις απεργίες για να μη χάσει πλήρως τον έλεγχο.
Μπροστά στη νέα αποτυχία, ο «ακλόνητος» στρατηγός Ντε Γκωλ
εγκαταλείπει τη χώρα στις 29 Μάη. Η διαδήλωση την ίδια μέρα είναι μια
συγκλονιστική επίδειξη δύναμης των εργατών. Εκείνη τη μέρα κανείς δεν
ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη Γαλλία, ο ίδιος ο Ντε Γκωλ
σκέφτεται την παραίτηση: «Όλα χάθηκαν, η χώρα έπεσε στα χέρια των
κομμουνιστών!» λέει στο στρατηγό Μασί που συνάντησε στη Γερμανία.
Όμως οι «κομμουνιστές» δεν ήθελαν τη χώρα στα χέρια τους. Η
προοπτική ανατροπής του Ντε Γκωλ προκάλεσε αμηχανία. Συνδικαλιστές της
CGT δήλωναν χρόνια μετά: «Δεν υπήρχε κανείς να διαπραγματευτούμε...».
Από την άλλη, οι ομάδες της επαναστατικής Αριστεράς ήταν πολύ νέες και
άπειρες, οι σχέσεις τους με τις μάζες και -κυρίως- με τους εργάτες ήταν
νωπές και περιορισμένες, δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν ακόμα το ΚΚΓ
για την ηγεμονία του κινήματος.
Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Ντε Γκωλ και μπόρεσε να περάσει τις επόμενες
μέρες στην αντεπίθεση. Τα γαλλικά σώματα στρατού που βρίσκονταν στη
Γερμανία «αμόλυντα» από την εξέγερση μετακινούνται προς τη Γαλλία. Η
«σιωπηρή πλειοψηφία» (οι κλεισμένοι στα σπίτια τους κάτοικοι των
εύπορων συνοικιών) κατεβαίνει στους δρόμους υπερ του Ντε Γκωλ και ο
πρόεδρος προκηρύσσει εκλογές για να προστατέψει τη «δημοκρατική
νομιμότητα». Το ΚΚΓ δεν είχε καμιά πρόθεση να διαταράξει τη
«δημοκρατική νομιμότητα» και ρίχνει όλες του τις δυνάμεις στο κλείσιμο
των απεργιών και τον προσανατολισμό του κόσμου στην εκλογική τακτική.
Χρειάστηκε η επέμβαση των CRS στα εργοστάσια, οι σκληρές μάχες με την
αστυνομία και πολλές παροχές από τους καπιταλιστές για να επιστρέψει η
Γαλλία στην ομαλότητα. Αλλά με τη στήριξη της ηγεσίας του ΚΚΓ η
κυβέρνηση τα καταφέρνει. Και στις εκλογές ο Ντε Γκωλ επανεκλέγεται, ενώ
το ΚΚΓ πληρώνει την απογοήτευση που έχει σπείρει στον κόσμο με τη
μείωση των ποσοστών του. Μέσα στο κλίμα «ομαλότητας» και «νομιμότητας»
που καλλιεργεί η Αριστερά, ο κόσμος που μέχρι πρότινος έβλεπε στην
εξέγερση τη λύση τώρα υποχρεώνεται να αποδεχτεί μια εκλογική ήττα.
Το ΚΚΓ οδήγησε το Μάη στην ήττα, αλλά δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τις
ιδέες του. Το «Μια Μόνο Λύση, Επανάσταση» έγινε μαζικό σύνθημα και
πόλος έλξης για χιλιάδες αγωνιστές που έψαχναν στα αριστερά του ΚΚΓ.
Και αυτή η επιστροφή των επαναστατικών ιδεών, η ρήξη με το σταλινισμό,
θα ενισχυόταν και από τα γεγονότα στην άλλη μεριά του τείχους, στην
Τσεχοσλοβακία.
Το ράγισμα
του σταλινικού μονόλιθου
Η Τσεχοσλοβακία ήταν η χώρα του Ανατολικού Μπλοκ που έμεινε έξω από τις
«ταραχές» της δεκαετίας του ’50. Η Ουγγρική Επανάσταση, η εξέγερση στην
Ανατολική Γερμανία, το κίνημα στην Πολωνία δεν είχαν επηρεάσει τη χώρα
με την πιο σταθερή οικονομία στο Ανατολικό Μπλοκ. Όμως η οικονομική
ύφεση δεν άργησε να φτάσει και στην Τσεχοσλοβακία, προκαλώντας
διεργασίες ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της χώρας γύρω από την ανάγκη
μεταρρυθμίσεων. Μια ομάδα γραφειοκρατών με επικεφαλής τον Ντούμπτσεκ
μπόρεσε να απομακρύνει τον «σκληροπυρηνικό» Νοβότνι από την γραμματεία
του κόμματος και να εξαγγείλει μέτρα φιλελευθεροποίησης.
Ο Νοβότνι απευθύνθηκε στο στρατό και ετοίμαζε πραξικόπημα ενάντια στους
αντιπάλους του. Η κομματική γραφειοκρατία -μη μπορώντας να τα βάλει
μόνη της με το στρατό- στράφηκε σε δυνάμεις έξω από αυτή. Κάλεσε τους
φοιτητές και τους διανοούμενους να υπερασπιστούν τις μεταρρυθμίσεις. Οι
τελευταίοι δεν χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να κινητοποιηθούν.
Καταπιεσμένοι για χρόνια από το καθεστώς του Νοβότνι ξεσηκώθηκαν,
φέρνοντας έναν άνεμο ελευθερίας στην πολιτική συζήτηση, στα ΜΜΕ, στις
συνελεύσεις των πανεπιστημίων, στους δρόμους. Σε κάποια συνδικάτα οι
εργάτες απομάκρυναν τους διορισμένους γραφειοκράτες και εξέλεγαν δικούς
τους αντιπροσώπους. Το Μάρτη ο Νοβότνι παραδεχόταν την ήττα του και ο
Ντούμπτσεκ έσπευδε να «μαζέψει» το κίνημα.
Αλλά από τη στιγμή που «άνοιξε το καπάκι», βγήκε στην επιφάνεια όλη η
δυσαρέσκεια των καταπιεσμένων, που δεν είχαν καμιά διάθεση να
επιστρέψουν στην παλιά κατάσταση, που έβλεπαν την «Άνοιξη της Πράγας»
ως μια μεγάλη ευκαιρία για ένα σοσιαλισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο». Το
ανεξέλεγκτο της εξέγερσης ανησύχησε το Κρεμλίνο. Τον Αύγουστο του 1968
τα σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία και κατέλαβαν σύντομα
όλες τις πόλεις. Ο Ντούμπτσεκ και η ηγεσία του ΚΚ συνελήφθησαν και
στάλθηκαν στη Μόσχα.
Αλλά το ΚΚΣΕ δεν είχε φροντίσει να έχει οποιοδήποτε στήριγμα μέσα
στο ΚΚ Τσεχοσλοβακίας. Οι οπαδοί του Ντούμπτσεκ πραγματοποίησαν
συνέδριο του κόμματος και καταδίκασαν την εισβολή. Τα ΜΜΕ μετέδιδαν τις
εικόνες της κατεχόμενης Πράγας και της μαζικής ανυπακοής χιλιάδων
ανθρώπων στον σοβιετικό στρατό. Όμως η κομματική γραφειοκρατία που ήταν
επικεφαλής του αγώνα στόχευε σε μια διαπραγμάτευση με τη Μόσχα και όχι
φυσικά σε επαναστατική αλλαγή στη χώρα. Μετά από 6 μέρες, ο Ντούμπτσεκ
επέστρεφε στην Πράγα με στόχο την «ομαλοποίηση» της πολιτικής ζωής. Οι
γραφειοκράτες είχαν συμφωνήσει με το Κρεμλίνο στην απαγόρευση όλων των
ελευθεριών που είχαν κατακτηθεί στη διάρκεια της Άνοιξης της Πράγας.
Απολύσεις δημοσιογράφων, επιστροφή της λογοκρισίας, αποκατάσταση των
διωγμένων γραφειοκρατών, καθαιρέσεις όσων κομματικών στελεχών
πρωτοστάτησαν ενάντια στον Νοβότνι.
Ο μονολιθικός γραφειοκρατικός έλεγχος επέστρεφε, αλλά όχι χωρίς
αντίσταση. Οι πρώην «ήρωες» της εξέγερσης όπως ο Ντούμπτσεκ τώρα ήταν
στα μάτια χιλιάδων ανθρώπων προδότες. Το Νοέμβρη, με πρωτοβουλία
ριζοσπαστών φοιτητών, που εναντιώνονταν στο καθεστώς επηρεασμένοι από
τα γεγονότα στη Δύση, τα πανεπιστήμια της χώρας καταλήφθηκαν σε
διαμαρτυρία. Εργατικές συνελεύσεις δήλωναν την αλληλεγγύη τους στους
φοιτητές, απειλούσαν με απεργίες εάν η κυβέρνηση επιτιθόταν στους
καταληψίες.
Οι καταλήψεις κράτησαν 3 μέρες και έφεραν το καθεστώς στα πρόθυρα νέας
κρίσης. Αλλά οι φοιτητές δεν ήταν έτοιμοι για μια κλιμάκωση που θα
σήμαινε απευθείας σύγκρουση με τις κρατικές δυνάμεις και τον ρωσικό
στρατό, ούτε οι «ριζοσπάστες» ήταν σίγουροι για τη στρατηγική που
χρειαζόταν. Την τρίτη μέρα αποφασίστηκε το τέλος των κινητοποιήσεων.
Τις επόμενες βδομάδες η συμμαχία φοιτητών-εργατών βάθυνε. Το νέο
συνδικάτο μεταλλεργατών έβγαλε επίσημη απόφαση «συμμαχίας με τους
φοιτητές». Η αποκατάσταση της γραφειοκρατικής εξουσίας δεν ήρθε
αδιαμαρτύρητα. Το Γενάρη του 1969 η αυτοπυρπόληση ενός φοιτητή σε
ένδειξη διαμαρτυρίας κατέβασε 800.000 στο δρόμο. Το Μάρτη η εθνική
ομάδα χόκεϊ κέρδιζε τη ρωσική ομάδα και σε πολλές πόλεις ξεσπούσαν
βίαια επεισόδια. Στην επέτειο της ρωσικής εισβολής τον Αύγουστο
σημειώνονταν νέες ταραχές στην Πράγα.
Οι διαδηλώσεις δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν από μόνες τους τη
γραφειοκρατία. Αλλά οι εικόνες της εξέγερσης και της ρωσικής εισβολής
(τις ίδιες μέρες που στις ΗΠΑ γίνονταν οι συγκρούσεις στο Σικάγο)
αποδείκνυαν ότι όση ελευθερία είχε ο «ελεύθερος κόσμος» άλλο τόσο
σοσιαλισμό είχε το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο».
Οι αγωνιστές της μιας πλευράς του τείχους ταυτίζονταν με τους
αγωνιστές της άλλης. Χιλιάδες άνθρωποι απελευθερώνονταν από τον
εγκλωβισμό στο ψυχροπολεμικό κλίμα. Στα μάτια τους η άρχουσα τάξη σε
Ανατολή και Δύση εμφανιζόταν ως το ίδιο μισητή.
Το ξεσκέπασμα της φύσης των ανατολικών καθεστώτων στα μάτια
εκατομμυρίων ανθρώπων δεν μπορούσε να αγνοηθεί ούτε από τα δυτικά
Κομμουνιστικά Κόμματα. Οι ίδιες ηγεσίες που χειροκρότησαν τη σφαγή των
Ούγγρων εργατών το 1956 τώρα καταδίκαζαν την εισβολή και
διαφοροποιούνταν δημόσια από τη Μόσχα. Τα κίνητρα και η κατάληξη αυτής
της στροφής ήταν τελείως διαφορετικά από τις ελπίδες των νέων
αγωνιστών. Όμως η στροφή αυτή ήταν το «επίσημο» τέλος της σταλινικής
«ορθοδοξίας», και βοηθούσε τη γενιά που πολιτικοποιούνταν μέσα από τα
γεγονότα του 1968 στην αναζήτησή της για επαναστατικές πολιτικές και
όχι στην πολιτική που υπαγόρευε το «παγκόσμιο κέντρο».
Πόσο μάλλον όταν, το ίδιο καλοκαίρι, το διεθνές ρεύμα αμφισβήτησης
κλόνιζε και το «μετριοπαθές» μοντέλο του σταλινισμού, τη Γιουγκοσλαβία.
Ο «σοσιαλισμός της αυτοδιαχείρισης και της αγοράς» που είχε επιβάλει η
άρχουσα τάξη της χώρας θεωρούνταν μοντέλο τόσο για τη «ριζοσπαστική»
γραφειοκρατία στην Ανατολή όσο και για τη «ριζοσπαστική»
Σοσιαλδημοκρατία στη Δύση. Πίσω από την «αυτοδιαχείριση» κρυβόταν ο
ελεύθερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους διευθυντές εργοστασίων σε βάρος
των εργατών, ενώ οι ίδιοι δρούσαν συντονισμένα ενάντια στην εργατική
τάξη, σαν στελέχη της κρατικής μηχανής και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Τον Ιούνη του 1968, μια φοιτητική κινητοποίηση βρέθηκε αντιμέτωπη με
την αστυνομική καταστολή. Ξέσπασαν επιτόπου συγκρούσεις ανάμεσα στους
χίλιους συγκεντρωμένους φοιτητές και την αστυνομία. Την άλλη μέρα
κατελήφθη το πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και το κίνημα εξαπλώθηκε και
στα άλλα ιδρύματα.
Τα συνθήματα των φοιτητών στράφηκαν ενάντια στο καθεστώς του Τίτο.
Κατήγγειλαν την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς των εργατών και τους
παχυλούς μισθούς των διευθυντών: «περισσότερα σχολεία, λιγότερα
αυτοκίνητα» και «κάτω η κόκκινη αστική τάξη» ήταν τα συνθήματά τους. Το
καθεστώς περικύκλωσε τα πανεπιστήμια με την αστυνομία για να
απομονώσουν τους φοιτητές ενώ κομματικά στελέχη περνούσαν στις
εργατικές συνελεύσεις αποφάσεις καταδίκης των φοιτητών. Είχαν πετύχει
την απομόνωση των φοιτητών από την πλειοψηφία της εργατικής τάξης αλλά
αυτό δεν ήταν απόλυτο. Τμήματα εργατών κοιτούσαν προς τη φοιτητική
εξέγερση. Ένας εργάτης δήλωνε πως «είπαμε στους φοιτητές ότι απέδειξαν
ότι είναι κι αυτοί κομμάτι της εργατικής τάξης και το ξέραμε πια ότι
δεν μπορούμε να μεταρρυθμίσουμε αυτή την ηγεσία που έχουμε».
Η καταστολή θα μπορούσε να πυροδοτήσει εργατική έκρηξη. Έτσι το
καθεστώς αποφάσισε έναν ελιγμό. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τίτο στις 10 Ιούνη
σε εθνικό διάγγελμα πήρε το μέρος των φοιτητών. Δήλωσε πως το πρόγραμμά
τους είναι σωστό και θα υλοποιηθεί. Τώρα οι ίδιοι θα έπρεπε να
ασχοληθούν με τα προβλήματα των πανεπιστημίων. Οι περισσότεροι φοιτητές
(με την αυταπάτη για διαφορές ανάμεσα στην «παλιά φρουρά» του Τίτο που
πολέμησε τους ναζί και τους «νέους γραφειοκράτες») έκαναν πίσω και το
κίνημα υποχώρησε. Το καθεστώς, επιλέγοντας αυτόν το δρόμο, μπόρεσε -σε
αντίθεση με τον Ντε Γκωλ- να απομονώσει το πολιτικοποιημένο κομμάτι των
φοιτητών από την πλειοψηφία. Σύντομα μπόρεσε να συλλάβει τους
επικεφαλής των κινητοποιήσεων και να κλείσει το Κέντρο Φιλοσοφίας και
Κοινωνιολογίας, το κέντρο της αμφισβήτησης στο καθεστώς.
Μεξικό
Ο άνεμος της εξέγερσης του 1968 έσπασε και την ακριβή «βιτρίνα» του
καπιταλισμού, τους Ολυμπιακούς αγώνες. Η Ολυμπιάδα εκείνης της χρονιάς
γινόταν στο Μεξικό. Η κυβέρνηση της χώρας φιλοδοξούσε να παρουσιάσει
την εικόνα μιας εντυπωσιακά αναπτυσσόμενης χώρας, οι ΗΠΑ φιλοδοξούσαν
να τονώσουν τα πατριωτικά ιδεώδη τα οποία αποστρεφόταν η νεολαία, η
Σοβιετική Ένωση φιλοδοξούσε να αποδείξει την υπεροχή του
«σοσιαλιστικού» αθλητισμού. Οι άρχουσες τάξεις παγκόσμια ήθελαν να
«ξεπλύνουν» το Σικάγο, το Βιετνάμ, την Τσεχοσλοβακία, να αντιπαραθέσουν
στις επαναστατικές ιδέες της νεολαίας τα «ολυμπιακά ιδεώδη», να στήσουν
μια καπιταλιστική γιορτή.
Όμως το κίνημα τους χάλασε τα σχέδια. Το Μεξικό κυβερνιόταν από το
διεφθαρμένο Επαναστατικό Θεσμικό Κόμμα (PRI), το οποίο αντιμετώπιζε με
την καταστολή το σύνολο της Αριστεράς. Από το καλοκαίρι του 1968,
φοιτητικές διαδηλώσεις, με αιτήματα όπως η απελευθέρωση των πολιτικών
κρατουμένων και η αποχώρηση της αστυνομίας από τα πανεπιστήμια,
βρίσκονταν σε ανοιχτή σύγκρουση με την αστυνομία και το στρατό. Στις 30
Ιούλη στρατιώτες με τανκς και πολυβόλα στάλθηκαν ενάντια στις
φοιτητικές διαδηλώσεις.
Το φοιτητικό κίνημα της χώρας σύντομα αποκτούσε τη συμπάθεια της
κοινής γνώμης. Οι φοιτητές επιδίωκαν την κοινή δράση με τους εργάτες,
«μπριγάδες» προπαγάνδας στέλνονταν στις φτωχογειτονιές και τα
εργοστάσια για να ενημερώσουν για τα αιτήματα του κινήματος. Οι
διαδηλώσεις των φοιτητών ήταν σε θέση να κατεβάζουν μέχρι και 500.000
στο δρόμο, ενώ ξένες εφημερίδες ανέφεραν ότι οι φοιτητές δεν δίσταζαν
να απαντήσουν στα αστυνομικά πυρά και να πυρπολούν λεωφορεία.
Η μαχητικότητα του κινήματος και οι πρώτοι δεσμοί που αποκτούσε με
την εργατική τάξη, απειλούσαν να τινάξουν την Ολυμπιάδα στον αέρα. Η
κυβέρνηση θα έκανε τα πάντα για να μη χαλάσει η «γιορτή». Στις 2
Οκτώβρη, οι φοιτητές καλούσαν διαδήλωση στην Πλατεία των Τριών
Πολιτισμών. Από νωρίς 5.000 στρατιώτες είχαν κυκλώσει τους
συγκεντρωμένους, λίγο μετά την έναρξη της διαδήλωσης, ελικόπτερα που
πετούσαν πάνω από την πλατεία έδωσαν το σήμα και άρχισαν οι πρώτοι
πυροβολισμοί προς το κτίριο που βρίσκονταν οι ομιλητές. Ακολούθησε
μακελειό. Οι στρατιώτες ακολουθούμενοι από τανκς άνοιξαν πυρ προς πάσα
κατεύθυνση, η διαδήλωση πνίγηκε στο αίμα. Το «σφαγείο» άφησε πίσω του
πάνω από 300 νεκρούς (ο αριθμός παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα) και
εκατοντάδες τραυματίες και συλληφθέντες. Η Εθνική Απεργιακή Επιτροπή
των φοιτητών οδηγήθηκε στη φυλακή. Τα επόμενα χρόνια το PRI θα εξαπέλυε
τον «βρόμικο πόλεμο» ενάντια στην Αριστερά.
Η κυβέρνηση επέβαλε με το αίμα τη «σταθερότητα», αλλά οι εικόνες της
Πλατείας των Τριών Πολιτισμών αποκάλυπταν το πραγματικό πρόσωπο της
κυβέρνησης του PRI και τη σκληρή πραγματικότητα πίσω από το μοντέλο
«ανάπτυξης». Οι ίδιοι οι Ολυμπιακοί αγώνες αποτέλεσαν τελικά χώρο όπου
το κίνημα μπόρεσε να καταφέρει ένα ακόμη πλήγμα στη «βιτρίνα» του
καπιταλισμού.
Ήταν η τελετή απονομής μεταλλείων στο αγώνισμα των 200 μ. Ο Τόμι
Σμιθ και ο Τζον Κάρλος, μαύροι αθλητές, πρώτος και τρίτος αντίστοιχα,
ανεβαίνουν στο βάθρο. Την ώρα που ακούγεται ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ και
υψώνεται η αμερικανική σημαία, οι δύο αθλητές στρέφουν τα κεφάλια τους
από τη σημαία και υψώνουν τις γροθιές τους φορώντας μαύρα γάντια (το
σύμβολο των Μαύρων Πανθήρων). Ο λευκός Αυστραλός που μοιράζεται μαζί
τους το βάθρο φοράει κονκάρδα της OPHR, οργάνωσης των μαύρων αθλητών
για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Ολυμπιάδα όχι μόνο δεν αποτέλεσε το
θρίαμβο των πατριωτικών ιδεών για την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, αλλά
εξελισσόταν σε βήμα καταγγελίας των φυλετικών διακρίσεων. Τα μετάλλια
αφαιρέθηκαν από τους δύο αθλητές οι οποίοι διώχτηκαν από το Μεξικό και
αποκλείστηκαν από κάθε αγωνιστική δραστηριότητα. Αλλά η δράση στους
αγώνες συνεχίστηκε: οι τρεις μαύροι νικητές στα 400 μέτρα εμφανίζονται
στην απονομή φορώντας μαύρους μπερέδες (και αυτό σύμβολο των Πανθήρων),
η εκπρόσωπος της ομάδας μαύρων αθλητριών που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο
κολύμβησης στα 4Χ100 αφιέρωσε τη νίκη στους Σμιθ και Κάρλος, η ομάδα
κωπηλασίας (όλοι λευκοί φοιτητές του Χάρβαρντ) έβγαλαν δήλωση
συμπαράστασης στους μαύρους συναθλητές τους και στον αγώνα κατά των
φυλετικών διακρίσεων.
Από τη δημόσια καταγγελία δεν γλίτωσε η ΕΣΣΔ. Οι αγώνες γίνονταν
λίγο μετά την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας, Τσεχοσλοβάκα αθλήτρια
που έχει κερδίσει μετάλλιο την ώρα που ακούγεται ο ρωσικός εθνικός
ύμνος κατεβαίνει επιδεικτικά από το βάθρο. Εκείνη τη χρονιά ακόμα και
οι Ολυμπιακοί αγώνες, η φιέστα των καπιταλιστών, θα έμενε στην ιστορία
της αντίστασης ενάντια στις ιδέες των «από πάνω».
Το καυτό φθινόπωρο
Ο απόηχος των κινητοποιήσεων έφτασε και στον ευρωπαϊκό νότο. Το 1968
βρήκε τη συνέχειά του στην Ιταλία. Η εκτίμηση της γαλλικής Αριστεράς
για ένα «θερμό φθινόπωρο» στα εργοστάσια μετά την υποχώρηση του
απεργιακού κινήματος τον Ιούνιο θα επιβεβαιωνόταν στη χώρα του κράτους
της Χριστιανοδημοκρατίας, της ιδεολογικής κυριαρχίας του Βατικανού και
της υποχώρησης του συνδικαλισμού στα εργοστάσια.
Το ιταλικό φοιτητικό κίνημα είχε ξεσπάσει νωρίτερα από αυτό της
Γαλλίας και κράτησε πολύ περισσότερο. Οι πρώτες κινητοποιήσεις είχαν
ξεκινήσει το 1967 και -όπως και στη Γαλλία- κάθε άλλο παρά «πολιτικές»
ήταν. Οι αυξήσεις στα δίδακτρα, οι μέθοδοι διδασκαλίας και οι
εξεταστικές ήταν τα θέματα τα οποία απασχολούσαν τους φοιτητές στο
Τρέντο, το Τορίνο, τη Γένοβα. Τα πανεπιστήμια είχαν μαζικοποιηθεί για
τις ανάγκες της ανάπτυξης, αλλά δεν μπορούσαν να καλύψουν αυτές τις
ανάγκες. Ενώ το 1923 υπήρχαν 2.000 καθηγητές για 40.000 φοιτητές, το
1967 υπήρχαν 3.000 καθηγητές για 450.000 φοιτητές. Τη διδασκαλία
αναλάμβαναν χαμηλόμισθοι βοηθοί καθηγητών με τραγικές ελλείψεις σε
βιβλία και βιβλιοθήκες. Οι καθηγητές -δεμένοι με το
Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα- αρνούνταν κάθε μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση
που θα έθιγε τα προνόμιά τους.
Μέχρι το Φλεβάρη του 1968, το κίνημα έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ιταλία
και έφτασε στα λύκεια της χώρας. Έχοντας ξεκινήσει υιοθετώντας τη
λογική της μη-βίας, βρισκόμενοι αντιμέτωποι με την αστυνομική
βαρβαρότητα, οι φοιτητές περνάνε στην αντεπίθεση με σημείο καμπής τα
γεγονότα στη Ρώμη το Φλεβάρη του 1968. Μια διαδήλωση ενάντια στην
καταστολή δέχτηκε άγρια επίθεση έξω από το κτίριο της βουλής. Την άλλη
μέρα, οι φοιτητικές γειτονιές είχαν μετατραπεί σε πεδίο μάχης ανάμεσα
στην αστυνομία και χιλιάδες φοιτητές. Η αναμετάδοση των γεγονότων
πυροδότησε ανάλογες συγκρούσεις σε κάθε πόλη που είχε φοιτητικό
πληθυσμό.
Η σκληρότητα της σύγκρουσης και η εχθρική στάση των δύο κομμάτων της
Αριστεράς (οι Σοσιαλιστές συγκυβερνούσαν με τη Χριστιανοδημοκρατία, ενώ
το Ιταλικό ΚΚ, διεκδικώντας το «σεβασμό» του πολιτικού συστήματος,
κατήγγειλε τους φοιτητές ως «αντικομμουνιστές προβοκάτορες») οδήγησαν
στη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος. Ανακατεμένες οι ιδέες της
«φοιτητικής δύναμης», του Μαρκούζε, του Γκεβάρα, της «Μαύρης Δύναμης»
και της Πολιτιστικής Επανάστασης γίνονταν σημεία αναφοράς στα
πανεπιστήμια.
Καθοριστικό ρόλο στην πιο βαθιά πολιτικοποίηση του ιταλικού
φοιτητικού κινήματος έπαιξαν τα γεγονότα του γαλλικού Μάη. Πάρα πολλοί
φοιτητές προσανατολίζονταν πλέον στην κοινή δράση με την εργατική τάξη.
Στήθηκαν οι πρώτες επιτροπές που θα έκαναν «εργατική δουλειά»,
απευθυνόμενες στα εργοστάσια για να διαδώσουν τις επαναστατικές ιδέες
και εκεί. Οι πρώτες προσπάθειες δεν έδειχναν να φέρνουν άμεσα
αποτελέσματα όπως προσδοκούσαν οι φοιτητές, ενώ το κίνημα συνολικά
έμοιαζε να φτάνει στην ύφεσή του.
Αλλά οι εξελίξεις μέσα στα εργοστάσια, ανέτρεψαν τα δεδομένα. Η
πρώτη «σπίθα» ήταν χαρακτηριστική των αλλαγών που συνέβαιναν στην
Ιταλία αλλά και πανευρωπαϊκά πίσω από τη βιτρίνα της ανάπτυξης του
καπιταλισμού και της, τάχα, «ενσωμάτωσης» των εργατών. Ήταν μια απεργία
στην Pirelli, όπου ο συνδικαλισμός από το 1950 ήταν τελείως αδύναμος,
για χρόνια δεν γίνονταν καν διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες. Η
απεργία του Φλεβάρη του 1968 ήταν μια τυπική κινητοποίηση των
συνδικαλιστικών ηγεσιών στην προσπάθειά τους να εμφανιστούν ως ισάξιοι
διαπραγματευτές με την εργοδοσία. Αλλά για πρώτη φορά η κινητοποίηση
είχε τη μαζική συμμετοχή των εργατών, οι οποίοι κατεβαίνοντας για πρώτη
φορά σε απεργία, δεν ήθελαν να γυρίσουν στη δουλειά χωρίς να νικήσουν.
Όταν οι ομοσπονδίες έκλεισαν την απεργία, οι κινητοποιήσεις
συνεχίστηκαν. Από το Μάρτη μέχρι το Σεπτέμβρη ξεσπάνε διαρκώς απεργίες
«από τα κάτω», οι οποίες αγνοούν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και
προσελκύουν όλο και περισσότερους εργάτες.
Τα χαρακτηριστικά της απεργίας είναι αυτά που οδήγησαν πανεθνικά
στο «θερμό φθινόπωρο» των εργατών. Ήταν μια απεργία ενάντια στην άγρια
εντατικοποίηση και τις άθλιες συνθήκες δουλειάς, ένα ζήτημα που οι
μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες δεν είχαν ανοίξει ποτέ. Γινόταν από
τους νέους, ανειδίκευτους εργάτες που δεν είχαν καμιά εμπειρία
συνδικαλισμού και έμεναν έξω από τα συνδικάτα. Η ηγεσία της απεργίας
δεν ήταν οι συνδικαλιστές των ομοσπονδιών αλλά ομάδες αριστερών
αγωνιστών, συνήθως με τον τίτλο «Ενωτική Επιτροπή Βάσης» (CUB), και
έκαναν κριτική στις ηγεσίες των ομοσπονδιών. Το απεργιακό ξέσπασμα πήρε
αυτό τον ορμητικό χαρακτήρα μέσα από τη σύνδεση αυτών των τριών
στοιχείων.
Η ανάπτυξη της μαζικής παραγωγής είχε δημιουργήσει ένα νέο τμήμα της
εργατικής τάξης, τους νέους ανειδίκευτους εργάτες. Οι συμβολικές
κινητοποιήσεις των συνδικάτων -πίεση προς τους εργοδότες για αυξήσεις
στους μισθούς δεν κάλυπταν αυτό το τμήμα. Για τους ανειδίκευτους
εργάτες το ζήτημα ήταν η ανατροπή των προσπαθειών εντατικοποίησης μέσα
στο εργοστάσιο, των εργασιακών συνθηκών, της διευθυντικής πειθαρχίας. Η
αντίσταση σε αυτές τις επιθέσεις απαιτούσε καθημερινές κινητοποιήσεις,
συνεχή αγώνα, στηριγμένο στη μαζική συμμετοχή της βάσης. Αυτό ήταν κάτι
που οι καπιταλιστές δεν θα ανέχονταν με τίποτα, και γι’ αυτό και τα
επίσημα κόμματα της Αριστεράς δεν μπορούσαν να στηρίξουν αυτούς τους
αγώνες αποφασιστικά. Άφηναν έτσι «χώρο» στους αγωνιστές της
επαναστατικής Αριστεράς να αποκτήσουν σχέση με αυτούς τους εργάτες.
Η αγωνιστική διάθεση που εκφράστηκε στην Pirelli νωρίτερα το
φθινόπωρο του 1968 ήταν διάχυτη. Η δολοφονία δύο απεργών εργατών γης
από την αστυνομία προκάλεσε απεργίες διαμαρτυρίας σε όλη την Ιταλία,
που οδήγησαν σε μια γενική απεργία το Δεκέμβρη που παρέλυσε τη Ρώμη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αναβρασμού, οι επαναστάτες φοιτητές είχαν την
ευκαιρία να συνδεθούν με τους εργάτες. Το πρώτο και καθοριστικό βήμα
έγινε στην επέτειο του γαλλικού Μάη στην απεργία στη FIAT στο Τορίνο. Η
απεργία της Πρωτομαγιάς στη FIAT -ένας ακόμη χώρος με πλήρη έλλειψη
εργοστασιακού συνδικαλισμού- εξαπλώθηκε στη μεγάλη μάζα των
ανειδίκευτων εργατών. Όλο το Μάη και τον Ιούνιο το εργοστάσιο είχε
παραλύσει. Οι λίγοι φοιτητές των «επιτροπών» που για μήνες
επισκέπτονταν τις πύλες της FIAT με το ξέσπασμα της απεργίας ενώθηκαν
με ομάδες που έρχονταν να βοηθήσουν στην παρέμβαση. Στα τέλη του Μάη, η
συντριπτική πλειοψηφία των αγωνιστών φοιτητών του κινήματος του ’68
βρισκόταν καθημερινά στις πύλες της FIAT. Η σύνδεση που πέτυχαν οι
φοιτητές με τους εργάτες ξεπέρασε τα όνειρα των Γάλλων επαναστατών
φοιτητών. Τα γεγονότα της Γαλλίας, τα χαρακτηριστικά των νέων εργατών,
η απουσία της ελεγχόμενης από το ΚΚΙ CGIL έκαναν το χαρακτηρισμό
«φοιτητές» θετικό για τους απεργούς.
Η απόπειρα των συνδικάτων να κλείσουν την απεργία στις 14 Ιούνη απέτυχε
παταγωδώς. Και προκάλεσε μαζικές συνελεύσεις φοιτητών-εργατών οι οποίες
ανέλαβαν ουσιαστικά την ηγεσία των κινητοποιήσεων. Στις 21 Ιούνη
καθιερώθηκαν οι «φοιτητικές-εργατικές» συνελεύσεις που συνεδρίαζαν ανά
πόλη κάθε βδομάδα. Μια περιφερειακή γενική απεργία που κάλεσαν στις 3
Ιούλη τα συνδικάτα εξελίχθηκε σε μια άγρια σύγκρουση των εργατών της
FIAT με την αστυνομία που κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα. Η «μάχη του
Corso Triano» μετά από 2 μήνες απεργίας ήταν μόνο η αρχή ενός
παρατεταμένου «θερμού φθινόπωρου» που έμελλε να κρατήσει 7 χρόνια. Το
φθινόπωρο του 1969 μια απεργία στις βιομηχανίες μετάλλου οδήγησε στην
εξάπλωση της μαχητικότητας της FIAT σε όλη την ιταλική βιομηχανία. Οι
επαναστάτες ήταν σε θέση να καθοδηγούν απεργίες στη FIAT και να
εξαπλώσουν την επιρροή τους ανάμεσα στους νέους εργάτες σε δεκάδες
εργοστάσια. Οι απεργοί της FIAT τραγουδούσαν «Ανιέλι, η Ινδοκίνα είναι
στο εργοστάσιό σου».
Το φθινόπωρο του 1969, η μαχητικότητα της FIAT και της Pirelli είχε
εξαπλωθεί σε κάθε εργοστάσιο, και ξεπερνούσε συχνά τα συνδικάτα. Η
οικονομική αιμορραγία τριών μηνών απεργιών δεν έκαμπτε τους εργάτες,
που απαιτούσαν αναγνώριση των νέων δημοκρατικών οργανώσεών τους στα
εργοστάσια, μείωση του ωραρίου, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά δικαιώματα,
κοινωνικές παροχές. Η αγωνιστική διάθεση κινητοποιούσε μετά από χρόνια
και τα «λευκά κολάρα», που κατέβαιναν μαζικά σε απεργίες μετά από
χρόνια, στο πλευρό των εργατών. Οι μαθητικές διαδηλώσεις του φθινοπώρου
κατέληγαν συμβολικά στη μονάδα της FIAT στο Τορίνο.
Ο τερματισμός των απεργιών του φθινοπώρου για τις συμβάσεις δεν σήμανε
το τέλος του αγώνα. Το 1970 ξέσπασαν απεργίες και καταλήψεις σε 4.000
εργοστάσια. Την άνοιξη του 1971 γραφόταν στις εφημερίδες ότι «η
εργατική τάξη βγήκε από τους αγώνες του 1969-70 κουρασμένη, αλλά
ανικανοποίητη. Το αποτέλεσμα ήταν συνεχόμενοι αυθόρμητοι αγώνες που
έχουν μισοπαραλύσει τη βιομηχανία».
Το «παρατεταμένο θερμό φθινόπωρο» των εργατών δεν συνέβαινε σε
πολιτικό κενό. Ο ιταλικός καπιταλισμός, ενώ κορυφωνόταν ο διεθνής
ανταγωνισμός, προσπαθούσε να βγει από το τέλμα που τον οδηγούσε το
ιδιότυπο «κράτος της Χριστιανοδημοκρατίας». Το πιο «προοδευτικό»
κομμάτι του κεφαλαίου απαιτούσε μεταρρυθμίσεις. Η είσοδος των
Σοσιαλιστών στην κυβέρνηση εξυπηρετούσε αυτόν το στόχο. Όμως οι
εσωτερικές διενέξεις στην άρχουσα τάξη δεν επέτρεπαν να προχωρήσει
καμιά μεταρρύθμιση. Οι «προοδευτικοί» καπιταλιστές ήλπιζαν σε μια μικρή
αύξηση της δύναμης των συνδικάτων, ικανή να οδηγήσει το «βαθύ κράτος»
της Δεξιάς σε υποχωρήσεις. Αυτή την προσπάθεια ο εργατικός ξεσηκωμός
που ξέφυγε από τον έλεγχο των συνδικαλιστών και προκάλεσε παρατεταμένη
οικονομική και πολιτική κρίση την τίναξε στον αέρα.
Τα συνδικάτα, από τη CGIL του ΚΚΙ μέχρι την καθολική και τη
σοσιαλδημοκρατική ομοσπονδία, έσπευσαν να στηρίξουν τους αγώνες για να
μη χάσουν οριστικά το τρένο. Δέχτηκαν τη δημιουργία εργοστασιακών
συμβουλίων με την αρμοδιότητα να λύνουν τις διαφορές με την εργοδοσία
σε κάθε εργοστάσιο. Ήταν μια μορφή συγχώνευσης των δημοκρατικών οργάνων
του κινήματος με τα συνδικάτα, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στους
συνδικαλιστές να ελέγξουν τις κινητοποιήσεις. Παράλληλα, με μια σειρά
24ωρων απεργιών με αίτημα «μεταρρυθμίσεις», επιχείρησαν να κατευθύνουν
την εργατική μαχητικότητα στη στρατηγική τους, αυτήν της συμμαχίας με
τα προχωρημένα τμήματα του κεφαλαίου.
Το ΚΚ Ιταλίας μπόρεσε να κερδίσει το χαμένο έδαφος, να αυξήσει
σημαντικά τη δύναμη των συνδικάτων και τη δική του επιρροή μέσα στα
εργοστάσια. Αλλά δεν μπορούσε αυτόματα να βάλει τέλος στις εργατικές
κινητοποιήσεις. Και η δύναμη του εργατικού κινήματος κόστιζε πάρα πολύ
σε όλους τους καπιταλιστές, «μεταρρυθμιστές» και «αντιδραστικούς». Μια
κεντροαριστερή κυβέρνηση επιχείρησε χωρίς επιτυχία το 1970, αφήνοντας
την οικονομία να κυλήσει σε μια ύφεση, να κάμψει τη μαχητικότητα των
απεργών. Η αποτυχία αυτή έδωσε θάρρος στη Δεξιά, τα καθυστερημένα
κομμάτια του κεφαλαίου και τους διεφθαρμένους Χριστιανοδημοκράτες που
φοβόντουσαν κάθε μεταρρύθμιση να εξαπολύσουν τη δική τους επίθεση.
Φασιστικές συμμορίες ανασυγκροτήθηκαν για να ανακόψουν οποιαδήποτε
μεταρρύθμιση: βομβιστικές επιθέσεις, καθημερινές επιθέσεις στην
Αριστερά, αυξανόμενη υποστήριξη στο νεοφασιστικό MSI.
Η άρχουσα τάξη δεν συμμεριζόταν την κατεύθυνση προς ένα φασιστικό
πραξικόπημα. Αλλά η διαβόητη «στρατηγική της έντασης» εξυπηρετούσε τα
σχέδιά της, αύξανε την πίεση στο Κομμουνιστικό Κόμμα να ελέγξει ακόμα
πιο στενά τα συνδικάτα και να επιστρέψει οριστικά στο δρόμο των ομαλών,
ελεγχόμενων αλλαγών «από τα πάνω». Το ΚΚΙ υπέκυψε στις πιέσεις. Υπό την
απειλή της πτώσης της κεντροαριστερής κυβέρνησης ανέστειλε τις
απεργιακές κινητοποιήσεις ενώ ο γενικός γραμματέας του κόμματος δήλωνε
πως το ζήτημα στα εργοστάσια είναι πώς θα αυξηθεί η παραγωγικότητα. Το
1972 η Χριστιανοδημοκρατία εξέλεγε δική της κυβέρνηση χωρίς τη
συμμετοχή των Σοσιαλιστών και εξαπέλυε ένα όργιο τρομοκρατίας ενάντια
στο εργατικό κίνημα και την επαναστατική Αριστερά.
Οι συντονισμένες επιθέσεις φασιστών-αστυνομίας αυξήθηκαν κατακόρυφα,
αλλά συνάντησαν αντίσταση. Το μαχητικό κλίμα των εργοστασίων
μεταφέρθηκε στους δρόμους, η Αριστερά αντεπιτέθηκε με δυναμικές
αντιδιαδηλώσεις. Στα εργοστάσια νέες απεργίες ξέσπασαν το 1972 και
συνεχίστηκαν και το 1973. Οι παλιές δομές του ιταλικού κράτους
κατέρρεαν και δεν μπορούσαν πια να ελέγξουν την πολιτική ζωή. Τα
καθολικά και τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα έχαναν τα μέλη τους, η
διαβόητη, άλλοτε κυρίαρχη στην επαρχία και στους νέους εργάτες
«Καθολική Δράση» έβλεπε την επιρροή της να εκμηδενίζεται. Ένα
δημοψήφισμα για το διαζύγιο το 1974, που η Δεξιά ήλπιζε να
κινητοποιήσει τις καθολικές ψήφους και να τσακίσει την Αριστερά, γύρισε
μπούμερανγκ με τη συντριπτική νίκη του «υπέρ του διαζυγίου». Τα
γεγονότα των προηγούμενων χρόνων είχαν αλλάξει τους ανθρώπους, που δεν
είχαν πια καμιά εμπιστοσύνη στους επισκόπους.
Ο ιταλικός καπιταλισμός, εισερχόμενος στην περίοδο κρίσης, δεν
μπορούσε ούτε να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις ούτε να επιβληθεί με την
καταστολή, αντιμετωπίζοντας ένα επικίνδυνο αδιέξοδο. Η παρατεταμένη
«κρίση των θεσμών» προκαλούσε τέτοια ανησυχία για το μέλλον του
ιταλικού καπιταλισμού που το 1975 η εργασιακή ειρήνη πληρώθηκε ακριβά
από τους καπιταλιστές, με μια ρύθμιση που αποζημίωνε αυτόματα τους
εργάτες για τις συνέπειες του πληθωρισμού.
Τη διέξοδο από την κρίση προσφέρθηκε να δώσει στον καπιταλισμό το
Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Προσανατολισμένο από δεκαετίες στην
αποδοχή του από την άρχουσα τάξη ως κομμάτι του «εθνικού κορμού» και
πιστό στη «νομιμότητα» και έχοντας ως στρατηγική επιλογή τη συμμαχία με
το «προοδευτικό» κεφάλαιο για να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, όταν
βρέθηκε αντιμέτωπο με τη βαθιά πολιτική κρίση ολοκλήρωσε και επίσημα τη
δεξιά στροφή του στην κοινοβουλευτική, αστική νομιμότητα. Η αιματηρή
ανατροπή της κυβέρνησης «Λαϊκής Ενότητας» του Αλιέντε στη Χιλή έδωσε το
ιδεολογικό υπόβαθρο στον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ να προωθήσει την ιδέα
μιας συμμαχίας με τη Δεξιά.
Η Χιλή, κατά τον Μπερλινγκουέρ, αποδείκνυε ότι μια χώρα πολωμένη
ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά κινδυνεύει με εμφυλίους πολέμους και
πραξικοπήματα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ο «ιστορικός συμβιβασμός»
ανάμεσα στα δύο κόμματα, που θα εξασφάλιζε τη σταθερότητα για να
μπορέσουν να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις που επιθυμούσε το
προοδευτικό τμήμα του κεφαλαίου. Ο σχηματισμός κυβέρνησης με
κομμουνιστές συνάντησε την αντίθεση όλης της άρχουσας τάξης. Είτε
«προοδευτικό» είτε «αντιδραστικό», το κεφάλαιο δεν ήθελε στην κυβέρνηση
ένα κόμμα ευάλωτο στις πιέσεις των εργατών. Οι ΗΠΑ δεν ήθελαν
Κομμουνιστικό Κόμμα σε κυβέρνηση χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ. Παρόλα αυτά, το
ΙΚΚ άσκησε την πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού» στους δρόμους και
τα εργοστάσια. Έριξε όλες του τις δυνάμεις στο κλείσιμο των απεργιών,
στην ανοχή στη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση για να αποκατασταθεί η
ηρεμία και να αποφευχθεί μια ιταλική «Χιλή».
Την προσπάθεια αυτή το ΙΚΚ δεν την έκανε χωρίς αντίπαλο. Μέσα από
τις καταλήψεις του 1968, τις απεργίες στην Pirelli και τη FIAT, το
«θερμό φθινόπωρο», η -ανύπαρκτη ως το 1968- επαναστατική Αριστερά είχε
γνωρίσει μια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη. Στην Ιταλία δρούσαν τρεις
οργανώσεις με χιλιάδες μέλη και τεράστια αναγνωσιμότητα των εντύπων
τους. Η ομάδα γύρω από το περιοδικό Il Manifesto, που αποχώρησε από το
ΙΚΚ και συγκέντρωσε γύρω από τα έντυπά της χιλιάδες αγωνιστές του ’68,
ήταν η πρώτη οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς που εξέδιδε
καθημερινή εφημερίδα, που λειτουργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας της
Αριστεράς.
Η Avanguardia Operaia, που ξεκίνησε από μια ομάδα τροτσκιστών
διανοουμένων, τους εργάτες της CUB στην Pirelli και φοιτητές του
Μιλάνου, χτίστηκε μεθοδικά μέσα στους αγώνες για να ενωθεί στη συνέχεια
με διάφορες «μαρξιστικές-λενινιστικές» οργανώσεις και να επηρεαστεί
καθοριστικά από τις ιδέες της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Τέλος, και η οργάνωση-σύμβολο του ιταλικού Μάη, η Lotta Continua, είχε
δημιουργηθεί μέσα από τις συνελεύσεις εργατών-φοιτητών, και την
παρέμβαση μιας ομάδας «εργατιστών» διανοουμένων γύρω από τον Σόφρι.
Είχε συγκεντρώσει στις γραμμές της χιλιάδες μαχητικούς εργάτες και
έμπαινε μπροστά σε κάθε μάχη που ξεσπούσε. Λειτουργούσε περισσότερο ως
κέντρο συντονισμού των «πρωτοποριών» σε κάθε χώρο, απορρίπτοντας τα
οργανωτικά μοντέλα και τη συγκεκριμένη ιδεολογία και στρατηγική,
αντανακλώντας τις ιδέες του Σόφρι που έβλεπε τα συνδικάτα, τα κόμματα,
οτιδήποτε εκτός εργοστασίου ως εχθρικό στην επανάσταση,
αντιπαραθέτοντας το «αυθόρμητο». Αυτές οι οργανώσεις αποτελούσαν μια
υπολογίσιμη δύναμη μέσα στην εργατική τάξη και τα μέλη τους επηρέαζαν
τους εργάτες σε δεκάδες εργοστάσια.
Αλλά το κρίσιμο ζήτημα για αυτές τις οργανώσεις ήταν η αντιμετώπιση του
Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος με τα 1,5 εκατομμύριο μέλη και την
κυρίαρχη παρουσία μέσα στα συνδικάτα. Οι αδυναμίες αυτών των
οργανώσεων, που είχαν μόλις χτιστεί και μαζικοποιηθεί απότομα μέσα στην
έκρηξη των αγώνων, επέτρεψαν στο ΚΚΙ να επιβάλει στο κίνημα την
επιστροφή στην «ομαλότητα». Η Lotta, η πλέον ριζωμένη από τις
επαναστατικές οργανώσεις στα εργοστάσια, αρνούνταν να κάνει δουλειά
μέσα στα συνδικάτα, να στηρίξει τα εργοστασιακά συμβούλια και να δράσει
από κοινού με τη βάση της CGIL για να επηρεάσει τα μέλη της. Η απουσία
των επαναστατών έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να μπορέσει το ΚΚΙ να
κυριαρχήσει στους χιλιάδες εργάτες που μαζικοποιούσαν τα συνδικάτα.
Στην υποχώρηση των αγώνων, τα συνδικάτα ήταν αυτά που εξασφάλιζαν
κάποιες κατακτήσεις για τους εργάτες, και λειτουργούσαν ως προστασία
απέναντι στις διώξεις που εξαπέλυαν οι εργοδότες. Όταν η άρχουσα τάξη
έβαλε μπρος τη «στρατηγική της έντασης», η αντιπαράθεση με τους
φασίστες και την αστυνομία έγινε κέντρο της πολιτικής της Lotta
Continua, με δεκάδες ηρωικές συγκρούσεις στους δρόμους και την
προσπάθεια δημιουργίας «κόκκινων βάσεων». Αλλά σύντομα φάνηκε ότι η
συντονισμένη επίθεση εργοδοτών και άκρας Δεξιάς δεν μπορούσε να
αντιμετωπιστεί μόνο με διαδηλώσεις και συγκρούσεις στους δρόμους.
Η ανάλυση του Il Manifesto, που έβλεπε στην αριστερή μετατόπιση του ΙΚΚ
τη λύση και στη «Λαϊκή Ενότητα» της Χιλής τον μόνο δρόμο να
αντιμετωπιστεί η (υποτιθέμενη) φασιστική απειλή, έγινε κυρίαρχη και
στις άλλες οργανώσεις. Η Lotta Continua από την αποχή πέρασε στην
άκριτη υποστήριξη για το Κομμουνιστικό Κόμμα στις εκλογές του 1975. Η
Avanguardia, που συμμετείχε σε ψηφοδέλτιο μαζί με το Il Manifesto,
εντοπίζοντας την πραγματική απειλή της συμμαχίας ρεφορμιστών και
Δεξιάς, πραγματοποίησε στροφή το 1976, υιοθετώντας τη θεωρία της
φασιστικής απειλής και την ανάγκη για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Στις εκλογές του 1976, η Χριστιανοδημοκρατία ανεβάζει τα ποσοστά
της και βγαίνει πρώτη. Το ΚΚΙ συγκέντρωσε το εντυπωσιακό 34% αλλά η
εξέλιξη μετεκλογικά δεν ήταν η «κυβέρνηση της Αριστεράς» που ήλπιζαν
και οι επαναστατικές οργανώσεις, αλλά η πολιτική του «ιστορικού
συμβιβασμού». Η απογοήτευση ήταν διάχυτη και οδήγησε σε κρίση. Η Lotta
Continua κατέρρευσε στο συνέδριο του 1976, οι αγωνιστές της στράφηκαν
στη δουλειά μέσα από «αυτόνομα» κινήματα. Οι ηγέτες του Il Manifesto
επέστρεψαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ διάσπαση έγινε και στην
Avanguardia. Οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς βρίσκονταν και
πάλι σε απομόνωση, ενώ η υποστηριζόμενη από το ΚΚ κυβέρνηση της Δεξιάς
εξαπέλυε την αντεπίθεσή της.
Το 1977 ξεσπά ένας νέος φοιτητικός ξεσηκωμός. Αλλά το ΙΚΚ είναι πλέον
σε θέση να απομονώσει το κίνημα από τα εργοστάσια. Αυτή η απομόνωση
επέτρεψε στην αστυνομία να είναι αδίστακτη στις επιθέσεις της.
Διανοούμενοι γύρω από τον Νέγκρι ανέπτυξαν τη θεωρία σύμφωνα με την
οποία η επανάσταση θα ξεπηδούσε μέσα από τη βία των περιθωριοποιημένων
της κοινωνίας. Αυτές οι ιδέες συσπείρωναν τους απογοητευμένους από την
πτώση της επαναστατικής Αριστεράς αγωνιστές, που στράφηκαν στην ένοπλη
δράση. Αλλά με την υποχώρηση του κινήματος, η ένοπλη δράση απομονωμένων
ομάδων αποδεικνυόταν καταστροφική και αδιέξοδη. Το Κομμουνιστικό Κόμμα
μπορούσε να καταδικάζει ανοιχτά πια τους φοιτητές ως «παρανοϊκούς
εχθρούς της δημοκρατίας» και να στηρίζει νόμους έκτακτης ανάγκης που
επέτρεψαν στην αστυνομία να εξαπολύσει πογκρόμ με την κατηγορία της
τρομοκρατίας ενάντια σε οποιονδήποτε είχε σχέση με την επαναστατική
πολιτική.
Το ρεύμα της «Αυτονομίας» που το 1977 έδειχνε ως η εναλλακτική στην
αποτυχία της «πολιτικής Αριστεράς» βρέθηκε σύντομα σε αδιέξοδο.
Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε υπηρετήσει τον καπιταλισμό στη
μάχη του ενάντια στο επαναστατικό κίνημα, έχοντας προδώσει χιλιάδες
αγωνιστές. Αλλά η επαναστατική Αριστερά, πληρώνοντας την απειρία και τα
λάθη της, δεν υπήρχε πλέον ως μαζική, πειστική εναλλακτική λύση.
Τα επόμενα χρόνια
Ο «Μάης» έφτασε με καθυστέρηση στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που
είχαν δικτατορικά καθεστώτα. Αλλά είχε φτάσει με την ίδια σαρωτική ορμή
του 1968, απελευθερώνοντας τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις που
καταπιέζονταν για δεκαετίες.
Στην Ελλάδα το «1968» είχε αρχίσει στη δεκαετία του ’60 με τους
μαζικούς αγώνες ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος, με αποκορύφωμα τα
Ιουλιανά το 1965, για να διακοπεί βίαια από τη χούντα των
συνταγματαρχών. Αλλά ήταν αδύνατο για το καθεστώς να συγκρατεί για
πάντα την κοινωνική έκρηξη που γεννούσε το σύστημα. Το 1973 ο διεθνής
άνεμος εξέγερσης έφτανε στην Ελλάδα («απόψε θα γίνει Ταϋλάνδη» όπως
έλεγε το σύνθημα των εξεγερμένων φοιτητών). Την εξέγερση του
Πολυτεχνείου και την πτώση της δικτατορίας θα διαδέχονταν οι άγριοι
εργατικοί αγώνες της Μεταπολίτευσης που ανάγκασαν τους καπιταλιστές να
παραχωρήσουν πολλά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Την ίδια χρονιά με την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών, κατέρρεε
και το δικτατορικό καθεστώς στην Πορτογαλία. Μια ανταρσία των
ριζοσπαστικοποιημένων (από τους αποικιακούς πολέμους) αξιωματικών,
«άνοιξε το καπάκι» για να βγει η συσσωρευμένη οργή των «από κάτω» στην
επιφάνεια. Η εργατική τάξη, ξεκινώντας από μαζικούς αγώνες για την
πλήρη αποφασιστοποίηση του κράτους, έφτασε να απειλεί με ανατροπή τον
ίδιο τον καπιταλισμό. Η ανταρσία «πέρασε» από τις ανώτερες βαθμίδες του
στρατού στους απλούς φαντάρους. Όλο το 1974 και το 1975 μια -πολύ
«πρωτόγονη» βέβαια- συμμαχία εργατών-στρατιωτών στους δρόμους γέμιζε
εφιάλτες την πορτογαλική αλλά και την πανευρωπαϊκή αστική τάξη. Ο
πορτογαλικός καπιταλισμός αναγκάστηκε να προχωρήσει σε
εκδημοκρατικοποίηση της πολιτικής ζωής και να ικανοποιήσει αρκετά από
τα αιτήματα των εργατών. Για να συνέλθει οριστικά χρειάστηκε την
ενίσχυση από τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία και -κυρίως- την πολύτιμη χείρα
βοηθείας του -«ορθόδοξου» σταλινικού παρεπιπτόντως- ΚΚ Πορτογαλίας.
Το 1975 έπεφτε μετά από δεκαετίες και το φασιστικό καθεστώς στην
Ισπανία. Ο Φράνκο λίγο πριν πεθάνει είδε το «οικοδόμημά» του να
ετοιμάζεται να καταρρεύσει μέσα σε μαζικές απεργίες που δεν μπορούσε
πια να καταστείλει και να ελέγξει. Η «διαθήκη» του για μια αδιάρρηκτη
συνέχεια του καθεστώτος μετά από αυτόν, τσακίστηκε από τους αγώνες των
εργατών. Τα σχέδια των επιγόνων του για ομαλή μετάβαση σε ένα ακροδεξιό
καθεστώς με «δημοκρατική» νομιμοποίηση το ίδιο.
Στην Ισπανία η άρχουσα τάξη, αξιοποίησε γρήγορα τα μαθήματα της
Πορτογαλίας και δεν απειλήθηκε με ανατροπή η ίδια. Έπαιξε το «χαρτί»
της σοσιαλδημοκρατίας πριν μπει σε περιπέτειες. Ενώ ο γ.γ. του ΚΚΙ και
θεωρητικός «Πάπας» του ευρωκομμουνισμού, Καρίγιο, αποδείχθηκε ίσως ο
πιο πρόθυμος από τους ομολόγους του να βοηθήσει στην ομαλή
μεταπολίτευση. Αν και δεν απειλήθηκε άμεσα ο ισπανικός καπιταλισμός, το
απεργιακό ξέσπασμα και το «φάντασμα» της Πορτογαλίας πέτυχαν να
κατοχυρώσουν δικαιώματα όπως ο συνδικαλισμός που δεν ήταν καθόλου μέσα
στους σχεδιασμούς της άρχουσας τάξης για τη μετα-Φράνκο εποχή.
Αλλά και στις ανεπτυγμένες δημοκρατίες του δυτικού καπιταλισμού, η
άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να ησυχάσει. Στην Αγγλία το 1974 η κυβέρνηση
των Τόρηδων έπεφτε από απεργιακούς αγώνες που κορυφώθηκαν με μια
συγκλονιστική γενική απεργία. Στις ΗΠΑ το 1975 ο Ρίτσαρντ Νίξον
αναγκαζόταν σε παραίτηση μετά το σκάνδαλο Γούοτεργκέιτ και ενώ λίγο
νωρίτερα την ίδια χρονιά η Σαϊγκόν είχε πέσει στα χέρια των Βιετκόγκ
και οι ΗΠΑ εγκατέλειπαν ταπεινωμένες το Βιετνάμ.
Το κύμα αγώνων που ξεκίνουσε το Γενάρη του ’68 με την επίθεση του
Τετ αποδεικνυόταν πολύ πιο επικίνδυνο από ένα «ξέσπασμα». Ήταν μια
διεθνής αντεπίθεση των καταπιεσμένων που απείλησε σοβαρά τον
καπιταλισμό. Για χρόνια, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 το σύστημα
δοκιμάστηκε και κλονίστηκε σοβαρά. Οι καπιταλιστές χρειάστηκαν μια
δεκαετία περίπου για να αποκαταστήσουν τον έλεγχό τους στην κοινωνία
και να ανασάνουν ανακουφισμένοι.
Η κληρονομιά του ‘68
Η σημασία του 1968 είναι τόσο σημαντική που και φέτος, 40 χρόνια μετά,
υπήρξε πλήθος αφιερωμάτων από εφημερίδες, περιοδικά, site, κυκλοφόρησαν
βιβλία, προβλήθηκαν ντοκυμαντέρ για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου.
Όμως η παρουσίαση της εξέγερσης είναι τέτοια που αυτό που επιχειρεί
είναι ουσιαστικά να την «ξεγυμνώσει» από τα επικίνδυνα για το σύστημα
μηνύματα που στέλνει μέχρι σήμερα. Αυτή η προσπάθεια δημιουργίας ενός
«ανέμελου», «νεανικού» και -πάνω απόλα- ακίνδυνου Μάη είναι πολύ παλιά.
Η αίγλη του Μάη δεν επιτρέπει στην άρχουσα τάξη είτε να τον «θάψει»
είτε να του επιτεθεί ευθέως ιδεολογικά, γι’ αυτό πάντα επιχειρούσε να
τον διαστρεβλώσει σύμφωνα με τις ανάγκες της. Προσπάθησε να αποκρύψει
τη δράση των εργατών και να εμφανίσει ως βασικό άξονα της εξέγερσης της
νεολαίας τη χρήση ναρκωτικών και το «καλοκαίρι της αγάπης». Αυτή η
αστεία προπαγάνδα δε μπορεί να σταθεί μπροστά στο «πείσμα» των
πραγματικών γεγονότων.
Όμως η πιο επικίνδυνη προσπάθεια διαστρέβλωσης του Μάη (που κορυφώθηκε
φέτος) είναι η πιο «ακαδημαϊκή» και με αριστερό «άλλοθι». Είναι η άποψη
που κλήθηκαν να προωθήσουν μετανοημένοι πρωταγωνιστές όπως ο -θλιβερός
πια- Κον Μπεντίτ και οι διαβόητοι «νέοι φιλόσοφοι». Το 1968 υποτίθεται
ότι ήταν μια «μεταμοντέρνα» εξέγερση που σηματοδότησε το τέλος της
μαρξιστικής προσέγγισης της ιστορίας. Εμφανίζεται ως μια εξέγερση
«πολυκεντρική», χωρίς ένα επαναστατικό υποκείμενο, μια «πανσπερμία
κινημάτων κοινωνικής κριτικής», χωρίς το κεντρικό αίτημα της ανατροπής
του καπιταλισμού και την προσανατολισμένη δράση σε αυτόν το στόχο.
Η ταξική σύγκρουση εμφανίζεται ως «μια ακόμα πτυχή» του 1968, και
μάλιστα ως ο «επιθανάτιος ρόγχος» της «παλαιού τύπου» ταξικής
σύγκρουσης. Αυτό το ιδεολόγημα (που διαπέρασε και τις γραμμές της
Αριστεράς) έστρωσε το δρόμο στο «τέλος της ιστορίας» και -ακόμη
χειρότερα- έφτασε να εμφανίζει το... νεοφιλελευθερισμό ως γέννημα του
Μάη! Ξεκινώντας από την υποβάθμιση της ταξικής πάλης και την προβολή
μιας αφηρημένης «κοινωνικής κριτικής» για τις πιο δεξιές
«μεταμοντέρνες» προσεγγίσεις, η αμφισβήτηση του θρησκευτικού
συντηρητισμού έγινε άλλοθι για την ισλαμοφοβία. Ο διεθνισμός
παρουσιάζεται σαν άλλοθι για την Ε.Ε. Η πάλη ενάντια στην κρατική
εξουσία εμφανίζεται να δικαιώνεται στη λατρεία του «ατόμου», στην
ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του «ανόθευτου ανταγωνισμού».
Η υπεράσπιση τέτοιων αντιδραστικών θέσεων είναι μια λογική κατάληξη εάν
«ξεχάσει» κανείς το πραγματικό υπόβαθρο και το χαρακτήρα της σύγκρουσης
του 1968. Και η εξέγερση εκείνης της περιόδου έπιανε το νήμα της
Πετρούπουλης του 1917 και της Βαρκελώνης του 1936. Ήταν -με τα δικά της
χαρακτηριστικά- συνέχεια των εργατικών επαναστάσεων και της πάλης του
«βυθού» της κοινωνίας να ανατρέψει τους εκμεταλλευτές του. Τα ίδια τα
γεγονότα που χαρακτήρισαν τον παγκόσμιο Μάη μιλάνε από μόνα τους. Τον
«τόνο» στην περίοδο έδινε ο αντιϊμπεριαλιστικός αγώνας των Βιετναμέζων
και η διεθνιστική αλληλεγγύη των Αμερικανών που κήρυσσαν τον «πόλεμο»
στην δική τους αστική τάξη με το σύνθημα «φέρτε τον πόλεμο μέσα στις
ΗΠΑ». Οι Μαύροι Πάνθηρες που για να απαλλάγει ο μαύρος πληθυσμός από
την καταπίεση πάλευαν να τσακίσουν το σύστημα που στηριζόταν στην
εκμετάλλευσή τους. Και κυρίως τον τόνο έδινε η -«παλαιομαρξιστική»-
μεγαλύτερη γενική απεργία της ιστορίας που έκανε τον γαλλικό Μάη
παγκόσμιο και διαχρονικό σημείο αναφοράς.
Η «συγκεντρωτική» κατεύθυνση των εξεγερμένων ενάντια στον
καπιταλισμό και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της εκμεταλλευόμενης τάξης, του
προλεταριάτου σε αυτήν την πάλη δεν ήταν τυχαία. Το σύστημα που
δημιουργεί τον ρατσισμό, τον πόλεμο, που καλλιεργεί τις συντηρητικές
ιδεολογίες, στηρίζει την ίδια του την ύπαρξή στην εκμετάλλευση των
εργατών. Αυτή η εκμετάλλευση δεν είναι μια «πτυχή» της φύσης του
καπιταλισμού, αλλά η ουσία του. Αυτό είναι που κάνει τον αγώνα των
εργατών εναντίον του «κεντρικό», που κάνει την εξέγερση των εργατών τη
μόνη θανάσιμη απειλή για το σύστημα. Και με τη μαζική είσοδο των
εργατών στο προσκήνιο το 1968, η εξέγερση πήρε σαφή χαρακτήρα ανατροπής
του συστήματος.
Τα ίδια τα συνθήματα της περιόδου εξέφραζαν αυτήν την ελπίδα, της
ανατροπής του συστήματος, του τέλους της εκμετάλλευσης. Από το «Φέρτε
τον πόλεμο σπίτι» στις ΗΠΑ και τις προσπάθειες των επαναστατικών μαύρων
οργανώσεων αλλά και του Λούθερ Κινγκ πριν δολοφονηθεί να συνδεθεί το
αντιρατσιστικό με το εργατικό κίνημα. Μέχρι τα αντικαπιταλιστικά
συνθήματα του κινήματος στη Δυτική Γερμανία και το «Εργατική εξουσία»
στα πανώ των Άγγλων φοιτητών. Από το «Ανιέλι, η Ινδοκίνα είναι στο
εργοστάσιό σου» των Ιταλών απεργών, στις κόκκινες σημαίες που
κυριαρχούσαν στις εργατικές διαδηλώσεις στο Τορίνο και το Μιλάνο, που
κυμάτιζαν στα γαλλικά πανεπιστήμια και τα οδοφράγματα των φοιτητών. Στα
φοιτητικά δωμάτια, στα πανεπιστήμια, στους δρόμους και στις διαδηλώσεις
έβλεπε κανείς μόνο τα πορτρέτα του Μαρξ, του Λένιν, του Γκεβάρα, του
Τρότσκι, του Μάο, της Λούξεμπουργκ, του Χο-Τσι-Μινχ.
Ιδιαίτερα στη Γαλλία που έγινε σημείο αναφοράς, τα ευφάνταστα
συνθήματα που χάρισαν μια ιδιαίτερη ομορφιά και γοητεία στην εξέγερση:
-«Η φαντασία στην εξουσία», «κάτω απ’ το λιθόστρωτο υπάρχει παραλία»-
κ.λπ., η αμφισβήτηση στο σύστημα από πλατιά τμήματα του πληθυσμού και η
κριτική σε κάθε είδους καταπίεση, «πάτησαν» στις απελευθερωτικές
δυνάμεις που «εξαπέλυσε» η γενική απεργία διαρκείας για να βγουν στο
προσκήνιο. Οι διαδηλώσεις δεν έληγαν πια με τη «Μασσαλιώτιδα» αλλά με
τη Διεθνή. Η «πολυχρωμία» του Μάη δε λειτούργησε αντιπαραθετικά, αλλά
μπόρεσε να αναδειχθεί με μαζικότητα μόνο μέσα από την κυριαρχία του
«κόκκινου». Μέσα από τη συγκέντρωση στο σύνθημα «Μια μόνο λύση,
Επανάσταση» που έγινε οδηγός δράσης για εκατομμύρια αγωνιστές.
Και ακόμα και αν κάποιοι δεν συνειδητοποιούν το μέγεθος της απειλής
που αποτελούσε ο Μάης για τους καπιταλιστές, το κατάλαβαν καλύτερα από
όλους οι ίδιοι. Μπορεί να το δει κανείς στον πανικό και την απελπισία
τους κατά την κορύφωση της εξέγερσης. Στην παραίτηση του Λίντον Τζόνσον
που ομολογούσε θλιμμένος ότι «αυτή η χώρα συγκλονίζεται από ένα
αγεφύρωτο χάσμα», στο «όλα χάθηκαν, η χώρα έπεσε στα χέρια των
κομμουνιστών» του Ντε Γκωλ, ακόμα και στις φήμες ότι τον Μάη κάποιοι
Γάλλοι καπιταλιστές εγκατέλειπαν τη χώρα. Αλλά κυρίως το μέγεθος της
απειλής φαίνεται από τη λυσσασμένη τους προσπάθεια να αντιμετωπίσουν
την εξέγερση. Οι άρχουσες τάξεις παγκόσμια χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για
να γλιτώσουν. Εξαπέλυσαν την πιο άγρια καταστολή ενάντια στο κίνημα (με
τα CRS, με τα γεγονότα στο Σικάγο, τη «στρατηγική της έντασης» και τη
στήριξη φασιστικών ομάδων στην Ιταλία μέχρι το φλερτάρισμα με την ιδέα
πραξικοπημάτων σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία και τον εμφύλιο
πόλεμο στην Πορτογαλία).
Και από την άλλη, υποχρεώθηκαν σε υποχωρήσεις που ξεκινούσαν από
επώδυνες για τους ίδιους υλικές παραχωρήσεις στην εργατική τάξη
(ωράρια, αυξήσεις, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, συνδικαλιστικές
ελευθερίες) και έφταναν στη ριζική αλλαγή του εποικοδομήματος με το
οποίο ασκούσαν τον έλεγχό τους στην κοινωνία επί δεκαετίες. Ο
συντηρητισμός του ’50, η εκκλησιαστική ηθική, η σεξουαλική καταπίεση,
το πρότυπο της «χαρούμενης νοικοκυράς», η «λευκή Αμερική» του
Μακαρθισμού, η κυριαρχία του Βατικανού στην ιταλική κοινωνία, το
«πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» στην Ελλάδα, η μεταπολεμική
αντικομμουνιστική «εθνικοφροσύνη», όλα αυτά σαρώθηκαν. Τα βήματα που
έγιναν για την ισότητα των φύλων, η δυνατότητα των ομοφυλόφιλων να
διαδηλώνουν, το ενδεχόμενο η Αμερική να αποκτήσει σήμερα μαύρο πρόεδρο
οφείλονται στον Μάη. Οι δικτατορίες στη Νότια Ευρώπη, τα ψυχροπολεμικά
κράτη της Δεξιάς σε Γαλλία και Ιταλία, ο θεσμοθετημένος ρατσισμός στον
αμερικάνικο Νότο κατέρρευσαν. Κατακτήθηκαν αδιανόητες στη δεκαετία του
’50 συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες. Τα πανεπιστήμια από
«στρατώνες», έγιναν κέντρα πολιτικής και ιδεολογικής συζήτησης, η
κατάληψη «καθιερώθηκε» ως το πιο δυνατό όπλο του φοιτητικού κινήματος.
Αυτός ο συνδυασμός της πιο ανελέητης καταστολής από τη μια και
τέτοιων ριζικών ανατροπών στις δομές και την ηθική του καπιταλισμού από
την άλλη δεν θα μπορούσε να προκύψει απλά από την «αμφισβήτηση της
νεολαίας στη συντήρηση». Ήταν η πυρετώδης προσπάθεια των καπιταλιστών
να σώσουν την ίδια τους την ύπαρξη. Και αν το «καρότο και το μαστίγιο»
μπόρεσε να τους γλιτώσει και στη δεκαετία του ’70 να αποκαταστήσουν τον
έλεγχό τους στην κοινωνία, ο Μάης τους ενοχλεί μέχρι σήμερα.
Τόσο οι υλικές κατακτήσεις που επέβαλλε, τις οποίες επιχειρούν επί
δεκαετίες να πάρουν πίσω με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση, όσο και το
«φάντασμα» της εξέγερσης το οποίο τους τρομάζει μέχρι σήμερα. Η
μετεκλογική φράση του Σαρκοζί «να τελειώνουμε με τον Μάη του ‘68»
συμπυκνώνει το μένος της άρχουσας τάξης ενάντια στις συλλογικές
συμβάσεις, την προστασία κατά των απολύσεων, τα συνδικαλιστικά
δικαιώματα, το άσυλο στα πανεπιστήμια. Αλλά και τον φόβο τους απέναντι
στην «εξωφρενική αντίληψη ότι οι διαδηλώσεις και οι απεργίες θα
καθορίσουν την οικονομία, ότι η πολιτική γίνεται στο πεζοδρόμιο» όπως
έγραφε απηυδησμένος ο γαλλικός δεξιός Τύπος για τις συνεχείς
κινητοποιήσεις ενάντια στα μέτρα του «Σαρκό».
Και στην Ελλάδα δεν ακούμε σπάνια μπλε και πράσινους νεοφιλελεύθερους
να ισχυρίζονται ότι «πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε πια στη
Μεταπολίτευση», ότι άγριες απεργίες, καταλήψεις και κατακτήσεις όπως το
πανεπιστημιακό άσυλο πρέπει να πάψουν να υπάρχουν.
Πέρα από τις ανατροπές που έφερε στο σύστημα, το 1968 έφερε ριζικές και
πολύ σημαντικές αλλαγές και μέσα στην Αριστερά. Μετά από δεκαετίες
κυριαρχίας του, έσπασε ο σταλινικός μονόλιθος. Για πρώτη φορά η
«ορθοδοξία» της Μόσχας και οι ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε
όλο τον κόσμο δέχθηκαν αμφισβήτηση από τα αριστερά και μάλιστα με
μαζικούς όρους, από χιλιάδες νέους αγωνιστές που έψαχναν πιο
επαναστατικές τακτικές και στρατηγική από αυτήν των «βολεμένων
γραφειοκρατών».
Για όλους αυτούς, τους φοιτητές και τους νέους εργάτες, τα ΚΚ δεν
ήταν τα «κόμματα της αντίστασης», τα «ιστορικά κόμματα της εργατικής
τάξης», αλλά τα κόμματα που καταδίκαζαν τις κινητοποιήσεις των
φοιτητών, που δεν στήριζαν τις προσπάθειες των νέων εργαζομένων να
αντισταθούν και καταδίκαζαν σαν «ακραίες» και «προβοκατόρικες» τις
άγριες απεργίες, τα κόμματα που δε στήριξαν τον αγώνα των Αλγερινών ή
των Βιετναμέζων ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Αυτοί οι αγωνιστές, μαζικοποίησαν ή έφτιαξαν από το μηδέν οργανώσεις
της επαναστατικής Αριστεράς. Ερχόταν στο προσκήνιο μια αγωνιστική
πρωτοπορία που επιχειρούσε μισοσυνειδητά μισοασυνείδητα, να ξαναπιάσει
το -κομμένο βίαια από το σταλινισμό- νήμα των ιδεών του πραγματικού
Λένιν, του Τρότσκι, της Λούξεμπουργκ. Το δίλημμα και η διαχωριστική
γραμμή «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» επανήλθε ως στρατηγική συζήτηση με
μαζικούς όρους. Αλλά και με οργανωτικούς όρους, γεννιόταν μια νέα,
επαναστατική Αριστερά που αποτελούσε ένα συγκροτημένο αντίπαλο δέος στα
μεταρρυθμιστικά ΚΚ.
Η εξέγερση ανέδειξε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις «δύο
Αριστερές» εμφατικά. Ήταν οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, οι
οποίες σε όλες τις χώρες έδωσαν σκληρή μάχη να οξυνθεί η σύγκρουση με
τον καπιταλισμό και έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις στο να
προσανατολίσουν το κίνημα στην κατεύθυνση της ανατροπής του συστήματος.
Ήταν οι αγωνιστές αυτών των οργανώσεων που μπήκαν μπροστά στις πιο
άγριες μάχες και που η σύνδεσή τους με τη μεγάλη μάζα των εργατών και
των φοιτητών που κατέβαιναν μαζικά στους δρόμους ήταν η μεγάλη απειλή
για τους καπιταλιστές. Και αυτό το ήξεραν καλά οι καπιταλιστές οι
οποίοι κατεύθυναν την πιο άγρια καταστολή εναντίον τους. Κατά την
αντεπίθεση των «από πάνω» καθώς το κίνημα υποχωρούσε, στο στόχαστρο
πρώτα και κύρια βρέθηκαν οι πρωτοπορίες που είχαν αποκτήσει αγωνιστικές
εμπειρίες και στελέχωναν την νέα επαναστατική Αριστερά με πιο εμφατικό
παράδειγμα την Ιταλία (αλλά και εξίσου σκληρές διώξεις σε όλες τις
χώρες).
Από την άλλη, ο καπιταλισμός -πέρα από τις προσπάθειές του με τη
βία και με υποχωρήσεις- δεν θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί χωρίς την
καθοριστική στήριξη που του πρόσφεραν στις κρίσιμες στιγμές τα
Κομμουνιστικά Κόμματα. Η στάση τους, είτε «ορθόδοξα» είτε
«ευρωκομμουνιστικά», απέναντι στο κίνημα υπήρξε όμοια σε κάθε χώρα.
Έχοντας κοινή αφετηρία τη λογική της μεταρρύθμισης του συστήματος και
ενός ομαλού, «ειρηνικού» περάσματος στο σοσιαλισμό κατέληξαν να παίξουν
κατασταλτικό ρόλο απέναντι στην εξέγερση. Έριξαν όλες τους τις δυνάμεις
στο να στραγγαλίσουν την επιρροή των «αριστεριστών» και να περιορίσουν
το κίνημα στο να μην παρασύρεται σε «τρέλες» προκειμένου να επιτευχθεί
ο «ρεαλιστικός», δήθεν, στόχος της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Στο όνομα αυτού του στόχου, κατέληξαν να λειτουργούν απεργοσπαστικά,
εχθρικά προς το κίνημα φτάνοντας στο σημείο σε αρκετές περιπτώσεις να
δίνουν κάλυψη στην κρατική καταστολή. Τα κόμματα αυτά έπαιξαν
καθοριστικό ρόλο στο να μπει τέλος στις κινητοποιήσεις μέσα από
«συμβόλαια» με τις άρχουσες τάξεις. Αλλού το ονόμασαν «ιστορικό
συμβιβασμό», αλλού «κοινωνικό συμβόλαιο», αλλού «μορατόριουμ», αλλά
παντού εξασφάλισαν την κοινωνική ειρήνη που χρειάζονταν οι καπιταλιστές
για να ανασυνταχθούν.
Η επιτυχία των ρεφορμιστικών κομμάτων στο να κυριαρχήσουν μέσα στο
κίνημα και να μπορέσουν να το κατευθύνουν στην «ομαλότητα» δεν αποτελεί
κάποια ιστορική δικαίωση της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής. Η «μάχη» στο
εσωτερικό του κινήματος ήταν από την αρχή άνιση για τους επαναστάτες.
Οι οργανώσεις τους ήταν νέες από κάθε άποψη. Ηλικιακά, τα περισσότερα
στελέχη και μέλη τους που κλήθηκαν να καθοδηγήσουν μια εξέγερση ήταν
φοιτητές και νεαροί εργάτες που είτε είχαν πρόσφατα αποχωρήσει από τα
ΚΚ απογοητευμένοι, είτε μόλις πρωτοέμπαιναν στην πολιτική. Οι ίδιες, ως
οργανώσεις, συνήθως μετρούσαν λίγα χρόνια ή και μήνες ζωής και οι
δεσμοί τους με την εργατική τάξη ήταν νωποί και καθόλου σταθεροί.
Η πολιτική τους και η τακτική τους καθοριζόταν καθημερινά μέσα στις
απότομες στροφές και τη φωτιά της εξέγερσης, ενώ δεν είχαν προλάβει να
συγκροτήσουν ένα σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό. Τότε ακόμα ανακάλυπταν
την επαναστατική παράδοση, ενώ δέχονταν παράλληλα επιρροές από κάθε
«νέα ιδέα» που έβγαινε στο προσκήνιο: μαοϊσμός, Μαύρη Δύναμη, Μαρκούζε,
γκεβαρισμός, πίστη στη δράση των εργατών και στη λογική των «αντάρτικων
εστιών» ταυτόχρονα, οι επαναστατικές οργανώσεις δεν είχαν προλάβει να
ξεδιαλύνουν τις ιδεολογικές αναφορές τους.
Δεν είχαν την παραμικρή εμπειρία στην τακτική του ενιαίου μετώπου, τον
μόνο τρόπο δηλαδή με τον οποίο θα μπορούσαν να δώσουν συστηματικά τη
μάχη επιρροής και συσχετισμών με τα ρεφορμιστικά κόμματα. Ήταν τόσο
«φρέσκιες» που δυσκολεύονταν να συνδεθούν με την πραγματική
επαναστατική παράδοση του Λένιν και του Τρότσκι.
Απέναντί τους, είχαν κόμματα εκατοντάδων χιλιάδων μελών, που
επηρέαζαν εκατομμύρια εργάτες είτε σε εκλογικό είτε σε συνδικαλιστικό
επίπεδο. Μετρούσαν δεκαετίες ζωής, δράσης, ισχυρών δεσμών με την
εργατική τάξη. Είχαν πανίσχυρους μηχανισμούς και έμπειρα στελέχη ενώ
ήταν τα κόμματα με την αίγλη του Οκτώβρη και των αδελφικών δεσμών με το
«διεθνές κέντρο» του «κομμουνιστικού κινήματος».
Δεν ήταν καθόλου εύκολο για τους επαναστάτες να μπορέσουν να σπάσουν
αυτήν την επί δεκαετίες παραδοσιακή κυριαρχία των ΚΚ στα εργοστάσια.
Μπόρεσαν να επηρεάσουν τμήματα της εργατικής τάξης, να κατευθύνουν σε
ένα βαθμό τις εξελίξεις, αλλά όχι να αποκτήσουν την ηγεμονία του
κινήματος συνολικά. Άλλωστε τη στιγμή που οι ίδιοι συναντούσαν τη
λυσσασμένη εχθρότητα του αστικού κράτους, τα ρεφορμιστικά κόμματα
δέχονταν κάθε στήριξη από τους καπιταλιστές προκειμένου να μπορέσουν να
κυριαρχήσουν. Ο πολιτικός πρωτογονισμός των οργανώσεων της
επαναστατικής Αριστεράς κόστισε ακόμη περισσότερο όταν η «ομαλότητα»
αποκαταστήθηκε και οι συνθήκες για την επαναστατική Αριστερά
δυσκόλεψαν.
Όπως, όμως, φάνηκε τα επόμενα χρόνια -με αμείλικτο τρόπο-, δεν
επρόκειτο για μια ιστορική επικράτηση της «μεταρρύθμισης», αλλά για
νίκη στο συγκεκριμένο «γύρο». Αφού οδήγησαν το κίνημα στον εκλογικό
δρόμο, τα Κομμουνιστικά Κόμματα απέτυχαν στο στόχο της κατάληψης της
κυβερνητικής εξουσίας. Αφενός οι καπιταλιστές στηρίχτηκαν στα ΚΚ για να
αντιμετωπίσουν την εξέγερση, αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να τα
στηρίξουν στην κυβέρνηση. Αφετέρου, τα ίδια τα ΚΚ προσπαθώντας να
πετύχουν το στόχο της εκλογικής πλειοψηφίας, να εμφανιστούν «υπεύθυνα»
για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τμημάτων της άρχουσας τάξης και των
μεσαίων στρωμάτων, ακολούθησαν μια σοσιαλδημοκρατική πρακτική και
ρητορεία.
Και αυτό που πέτυχαν ήταν να αναστήσουν την, νεκρή σε πολλές χώρες,
σοσιαλδημοκρατία. Τα μεγαλύτερα ΚΚ στην ιστορία, το γαλλικό και το
ιταλικό, είδαν τους περιθωριοποιημένους για δεκαετίες σοσιαλδημοκράτες
να ενισχύονται αλματωδώς. Το γαλλικό ΚΚ μεταβλήθηκε σε πολιτικό «νάνο»
μπροστά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ενώ το ιταλικό ΚΚ μεταλλάχτηκε το ίδιο
σε μια απ’ τις πιο δεξιές σοσιαλδημοκρατίες της Ευρώπης. Στην
Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα όπου δεν υπήρξε ποτέ ή είχε
πάψει για δεκαετίες να υπάρχει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, εμφανίστηκαν
σχεδόν από το μηδέν ο Σοάρες, ο Γκονζάλες και ο Παπανδρέου για να
κυριαρχήσουν μέσα στην εργατική τάξη και να θριαμβεύσουν εκλογικά.
Παντού οι καπιταλιστές προτίμησαν την (πιο «συνεπή») σοσιαλδημοκρατία
για να εξασφαλίσουν την εργατική συναίνεση. Και παντού οι πολιτικές των
ΚΚ οδήγησαν στη στροφή των εργατών στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που
-σε ένα βαθμό- κέρδισαν επιρροή «βγαίνοντας από τα αριστερά» σε επίπεδο
ρητορείας.
Η πολιτική των ρεφορμιστών δεν μπόρεσε να κερδίσει σχεδόν τίποτα
για για την εργατική τάξη. Είτε μέσα από κυβερνήσεις «πληθυντικής
Αριστεράς», είτε μέσα από την «υπεύθυνη αντιπολίτευση» και την ανοχή σε
σοσιαλδημοκρατικές (αλλά και δεξιές) κυβερνήσεις, το μεταρρυθμιστικό
όραμα αποδεικνυόταν χίμαιρα. Τα ΚΚ στο όνομα της μετριοπάθειας
ανέχτηκαν ή και συνέβαλλαν στην αντεπίθεση του κεφαλαίου που μετά την
οικονομική κρίση του 1977 έβαζε μπρος για να πάρει πίσω ό,τι έχασε το
1968. Ο πολιτικός λόγος τους αλλά και η δράση τους μετακινούνταν όλο
και πιο δεξιά όσο υποχωρούσε το κίνημα και εντεινόταν η επίθεση των
καπιταλιστών.
Οι μεταρρυθμιστές, είτε στην εκδοχή των ΚΚ, είτε στην εκδοχή της
αναγεννημένης σοσιαλδημοκρατίας, δεν μπόρεσαν καν να πετύχουν
σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Και ο νεοφιλελευθερισμός ως κυρίαρχη επιλογή
της άρχουσας τάξης τις επόμενες δεκαετίες αποδείχθηκε ακόμη πιο σκληρός
για τους ρεφορμιστές. Μην αφήνοντας κανένα περιθώριο για
μεταρρυθμίσεις, αφαίρεσε το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Με πιο
εμφατική την κρίση των δύο άλλοτε κραταιών ΚΚ, του ιταλικού και του
γαλλικού. Το ΚΚΓ μετά τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση της «πληθυντικής
Αριστεράς» με τους Σοσιαλιστές καταρρίπτει το ένα αρνητικό εκλογικό
ρεκόρ μετά το άλλο φτάνοντας σήμερα σε ιστορικά χαμηλή επιρροή. Ενώ
στην Ιταλία, τη χώρα που το ΙΚΚ συγκέντρωνε πάνω από 1 εκατομμύριο μέλη
και ποσοστά άνω του 30% στις εκλογές, η μακριά διαδρομή από την
προδοσία του «ιστορικού συμβιβασμού» στην νεοφιλελεύθερη και ρατσιστική
κυβέρνηση Πρόντι οδήγησε στην πρώτη βουλή χωρίς αριστερό βουλευτή μετά
το 1945.
Ο «ρεαλισμός» του μεταρρυθμιστικού δρόμου αποδείχτηκε η μεγαλύτερη
ουτοπία. Οι κυβερνήσεις της Αριστεράς, η «υπεύθυνη» πολιτική, η
μετριοπάθεια του «ειρηνικού δρόμου» δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν για
τους εργάτες ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό όσων κατέκτησε η «τρέλα» και οι
«ουτοπίες» του 1968. Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Ακόμα και στο πεδίο
των μεταρρυθμίσεων, των μικρών βελτιώσεων στη ζωή των «από κάτω», ήταν
οι επαναστατικές πολιτικές που αγκαλιάστηκαν από δεκάδες χιλιάδες
ανθρώπους το 1968 που μπόρεσαν να πετύχουν νίκες. Η κυριαρχία των
μεταρρυθμιστικών πολιτικών τα επόμενα χρόνια αυτό που «πέτυχε» ήταν να
αρχίσει το ξήλωμα όλων των παραχωρήσεων που κέρδισε από τους αστούς ο
«μπαμπούλας» της επανάστασης.
Σήμερα, για να μπει ένα τέλος στο νεοφιλελεύθερο σάρωμα αυτών των
κατακτήσεων, για να μπορέσουμε να πετύχουμε σημαντικές νίκες είναι
αναγκαία μια αντεπίθεση ανάλογη του 1968. Είναι ανάγκη και στην
καθημερινή δράση μας στους αγώνες και στο όραμά μας να πιάσουμε το νήμα
της επαναστατικής έκρηξης του 1968.
Και μια νέα έκρηξη, εκτός από αναγκαία, είναι και εφικτή. Χρόνια σαν το
1968 υπήρξαν και θα υπάρξουν ξανά. Έρχονται περίοδοι που η συσσωρευμένη
οργή για την καταπίεση και την εκμετάλλευση βγαίνει στην επιφάνεια.
Εκατομμύρια άνθρωποι παύουν να ανέχονται τις συνθήκες γύρω τους και να
τις θεωρούν αυτονόητες όπως συνήθως. Αποκτούν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις
τους, πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Τέτοιες εκρήξεις από
τα κάτω αλλάζουν τους ίδιους τους ανθρώπους που μπαίνουν στη μάχη για
να αλλάξουν τον κόσμο. «Απλοί» άνθρωποι ξεπερνούν τις ηγεσίες τους,
οργανώνουν αυθόρμητες απεργίες, κατεβαίνουν στους δρόμους, στήνουν
οδοφράγματα, παίρνουν τον αγώνα και τις ζωές τους στα χέρια τους,
ηγέτες της βάσης αναδεικνύονται κατά χιλιάδες και εκατομμύρια.
Είναι χρόνια επαναστατικής ελπίδας, όταν για εκατομμύρια ανθρώπους η
επανάσταση παύει να είναι ουτοπία και είναι πρόθυμοι να παλέψουν
ηρωικά, με κάθε μέσο για να ανατρέψουν τους εκμεταλλευτές τους. Το 1968
που έγινε στον «ανεπτυγμένο» καπιταλισμό και μέσα στην καρδιά του είναι
το πιο εμφατικό παράδειγμα. Ένα σημαντικό ποσοστό των Αμερικάνων το
1968 δήλωναν επαναστάτες, η πλειοψηφία της μαύρης νεολαίας δήλωναν
Μαύροι Πάνθηρες, χιλιάδες Ιταλοί εργάτες έβαζαν τις επαναστατικές ιδέες
και τακτικές σε κάθε εργοστάσιο της χώρας, τα πανώ στα κατειλημμένα
εργοστάσια της Γαλλίας ξεκίνησαν να διεκδικούν «Αυξήσεις-σύνταξη», μετά
«Κυβέρνηση Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών-Συνδικάτων» για καταλήξουν στο
τέλος να απαιτούν «εργατικό έλεγχο στην παραγωγή».
Ανάλογες εκρήξεις θα έρθουν. Οι καταστροφικές συνέπειες για την
εργατική τάξη των τριών δεκαετιών νεοφιλελεύθερων επιθέσεων, το γύρισμα
της κοινωνίας δεκαετίες πίσω σε επίπεδο δικαιωμάτων, οι εντεινόμενες
ρατσιστικές πολιτικές, δεν μένουν αναπάντητα. Ενώ οι χαμένοι πόλεμοι
στη Μέση Ανατολή, η περιβαλλοντική καταστροφή, η οικονομική κρίση και η
παγκόσμια πείνα που έχουν να διαχειριστούν οι καπιταλιστές κάνει το
μείγμα ακόμη πιο εκρηκτικό.
Η βαρβαρότητα στην οποία ωθεί την κοινωνία το σύστημα είναι πλέον
συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη που βλέπουν τις ζωές
τους να χειροτερεύουν δραματικά σε κάθε επίπεδο ενώ ο παραγόμενος
πλούτος και οι τεχνολογικές δυνατότητες έχουν ξεπεράσει κάθε
προηγούμενο. Δεν μπορούμε και δεν είναι το κρίσιμο να κάνουμε
προβλέψεις για το πότε και από πού θα ξεσπάσει το επόμενο επαναστατικό
κύμα.
Αυτό που μπορούμε και είναι κρίσιμο να κάνουμε είναι στο μεταξύ να
δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις ώστε οι «από κάτω» να είμαστε έτοιμοι και
καλύτερα οργανωμένοι όταν θα χρειαστεί να δοθεί η μάχη.
Το μάθημα για πολλούς αγωνιστές του 1968 ήταν ότι για να τα βάλουν με
την οργανωμένη αντίδραση των «από πάνω» και να μπορέσουν να
αμφισβητήσουν την κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας και των ΚΚ, να
ηγηθούν του κινήματος για να το οδηγήσουν στη νίκη δεν αρκούσε η καλή,
επαναστατική, διάθεση μερικών αγωνιστών. Χρειάζονταν μαζικές
επαναστατικές οργανώσεις με ιδεολογία και στρατηγική, με εμπειρία από
αγώνες, με οργανωμένη παρέμβαση και δεσμούς με το κίνημα.
Αυτό παραμένει πολύτιμο μάθημα και καθήκον κάθε αγωνιστή μέχρι σήμερα.
Στηρίζοντας την ταξική αντίσταση σήμερα, ετοιμαζόμαστε ταυτόχρονα για
τις μελλοντικές εξεγέρσεις χτίζοντας και ενισχύοντας οργανωτικά,
πολιτικά, ιδεολογικά το επαναστατικό ρεύμα μέσα στην Αριστερά και το
κίνημα. Το πρόβλημα με τον «Μάη» δεν ήταν ότι «πήγε πολύ μακριά» όπως
ισχυρίζεται από τότε μέχρι σήμερα η μεταρρυθμιστική άποψη. Ήταν ότι δεν
μπόρεσε να πάει μέχρι τέλους, μέχρι την ανατροπή του καπιταλισμού και
το οριστικό τέλος της εκμετάλλευσης. Θα χρειαστεί μια μαζική
επαναστατική Αριστερά ώστε ο επόμενος «Μάης» να φτάσει μέχρι τη νίκη
και την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από κάθε εκμετάλλευση και
καταπίεση.