Η παραγραφή δεν θα τους γλιτώσει
Τ ο αιφνιδιαστικό και πρόωρο κλείσιμο της Βουλής, με το πρόσχημα των ευρωεκλογών, αποδεικνύει την ακραία αστάθεια του πολιτικού συστήματος.
Παρόλο που η πρωτοβουλία του Καραμανλή έχει αυταρχικά και «βοναπαρτιστικά» χαρακτηριστικά, αποτελεί απόδειξη αδυναμίας και όχι δύναμης.
Η κυβέρνηση επιδίωξε και πέτυχε, με αυτόν τον ακραία αυθαίρετο
τρόπο, την παραγραφή των ποινικών ευθυνών μεγαλοστελεχών της για τα
σκάνδαλα της περιόδου από το 2004 μέχρι σήμερα (ομόλογα, Βατοπέδι,
Παυλίδης κ.ά.). Όμως, το πέτυχε με μεγάλο κόστος: Η τεράστια πλειοψηφία
του κόσμου –ακόμα και το 40% των ψηφοφόρων της ΝΔ– κατανόησαν την
πρωτοβουλία Καραμανλή ως μια βίαιη πράξη συγκάλυψης.
Η κυβέρνηση επιδίωξε και πέτυχε να σταματήσει τη συνέχεια της συζήτησης
στη Βουλή για νέα μεγάλα σκάνδαλα που έχει θρέψει η πολιτική των
αντιμεταρρυθμίσεων (Ζίμενς, Γερμανός κ.ά.). Όμως, επίσης με μεγάλο
κόστος, η συνέχεια των αποκαλύψεων και της δημόσιας συζήτησης για τα
σκάνδαλα είναι απλώς αναπόφευκτη.
Ο Καραμανλής, για να σώσει το κόμμα του, δε δίστασε «να παίξει με τους
θεσμούς». Στην πρώτη φάση, αξιοποιώντας τον Σανιδά ως κομματάρχη της
ΝΔ, ανέδειξε στα μάτια του κόσμου πολύτιμες αλήθειες για την, τάχα,
ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Σήμερα, κλείνοντας εσπευσμένα και βίαια τη
βουλή, οδηγεί μαζικά τμήματα του κόσμου σε σωστά και σκληρά
συμπεράσματα για την αξία του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού. Η κυβέρνηση,
θυσιάζοντας τέτοιες «αξίες» των αστικών ιδεών, αγοράζει απλώς χρόνο.
Ελπίζει να ηττηθεί στις ευρωεκλογές μόνο με 3% και στη συνέχεια να
ανακάμψει παίζοντας το χαρτί της «υπευθυνότητας» στην οικονομία, με
στόχο να φτάσει σε εκλογές αργότερα, όταν θα έχει κάποιες ελπίδες
νίκης.
Μόνο που, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, ο Καραμανλής θα είναι
υποχρεωμένος να πάρει νέα, σκληρά, αντεργατικά και αντικοινωνικά μέτρα.
Η ιδέα ότι για να ξεφύγει από τα σκάνδαλα, θα καταφύγει στον άγριο
νεοφιλελευθερισμό, μπορεί να περιγραφεί μόνο από την παροιμία «μπρος
γκρεμός και πίσω ρέμα». Καθυστερώντας την εκλογική αναμέτρηση, ο
Καραμανλής το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να μετατρέψει μια σοβαρή
ήττα του κόμματός του σε πανωλεθρία.
Ο δικομματικός χαρακτήρας των σκανδάλων είναι κρίσιμος παράγοντας για
τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Βερελής είναι ο τρίτος (μετά τους Τσουκάτο,
Μαντέλη) μεγάλος «σημιτοφύλακας» που πιάνεται στα πράσα. Η προσπάθεια
των ΜΜΕ να παρουσιάσουν την παραίτησή του ως «γενναία πράξη» είναι
απλώς αστεία. Στη Γερμανία οι αποκαλύψεις για τη ΜΑΝ συνεχίζονται και
ήδη δύο στελέχη της εταιρείας έχουν προφυλακιστεί, ενώ ανακρίνονται ως
ύποπτοι πάνω από 100 (!) και έχει εντοπιστεί ποσό μεγαλύτερο των 15
εκατομμυρίων ευρώ που διατέθηκε για μίζες στην Ελλάδα. Η δήλωση του
Βερελή ότι θέλει η παραίτησή του να λειτουργήσει ως «καταλύτης» για τη
διαφθορά, ίσως αποδειχθεί προφητική. Πράγματι, μεγάλα τμήματα του
κόσμου έχουν πλέον όλο το «υλικό» για να σκεφτούν, για να διαπιστώσουν
ότι τα σκάνδαλα δεν είναι «αταξίες», αλλά αναπόσπαστο στοιχείο της
νεοφιλελεύθερης πολιτικής, είτε στην πράσινη εκδοχή του καλπασμού προς
την ΟΝΕ, είτε στη γαλάζια εκδοχή των αντιμεταρρυθμίσεων.
Οι Πρετεντέρηδες, ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ (Βενιζέλος, Διαμαντοπούλου,
Χρυσοχοΐδης, Λοβέρδος κ.ά.) και ένα «σοβαρό» τμήμα της ΝΔ φωνάζουν
πλέον δυνατά ότι αυτό το παιχνίδι είναι καταστροφικό και ότι πρέπει να
σταματήσει επειγόντως. Από τη σκοπιά των βιομηχάνων και των τραπεζιτών
αυτό είναι απολύτως σωστό. Ο εκφυλισμός των «θεσμών» γίνεται
επικίνδυνος παράγοντας για το σύστημα συνολικά, επιτείνει την πολιτική
αστάθεια και ενισχύει τις δυνατότητες αντίστασης των «από κάτω». Δεν
είναι τυχαίο ότι οι ίδιοι πρωταγωνιστές διακρίνονται για την απέχθειά
τους προς την Αριστερά και τη φιλικότητά τους προς τα σχέδια του
«μεγάλου συνασπισμού», της προοπτικής συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ για να
βοηθήσει το σύστημα να αντιμετωπίσει την κρίση.
Για τους «από κάτω» τα πράγματα τοποθετούνται τελείως διαφορετικά.
Έχουμε κάθε λόγο να απολαμβάνουμε την ξεφτίλα των αντιπάλων μας, να
απαιτούμε την ανεμπόδιστη συνέχεια των αποκαλύψεων για τα σκάνδαλα.
Όμως, ταυτόχρονα, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει στον
καπιταλισμό η λύση της «κάθαρσης» (το 1989 είναι το καλύτερο παράδειγμα
του αδιεξόδου αυτής της πολιτικής). Τα σκάνδαλα προκύπτουν αβίαστα στο
έδαφος της καπιταλιστικής απληστίας που θεριεύει η νεοφιλελεύθερη
πολιτική. Αυτή την πολιτική πρέπει να ανατρέψουμε, με τρόπο που να «μη
μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα». Φωνάζοντας δυνατά στη σημερινή συγκυρία:
Δεν θα πληρώσουμε εμείς τη δική σας κρίση. Οι ανάγκες μας πάνω από τα
κέρδη σας…