Βελτρόνι δεν σταματά ούτε την ακροδεξιά
Η πανωλεθρία της Κεντροαριστεράς αλλά και της Αριστεράς στην Ιταλία κορυφώθηκε με το πέρασμα της δημαρχίας της Ρώμης στα χέρια του πρώην (;) φασίστα Τζιάνι Αλεμάνο που υποστηρίχθηκε από τον Μπερλουσκόνι. Στις εκλογές ο Αλεμάνο πήρε το 53,6% έναντι 46,3% του Φραντσέσκο Ρουτέλι, πρώην δημάρχου και «εκλεκτού» του Δημοκρατικού Κόμματος. Την ίδια στιγμή το σκηνικό ολοκληρωνόταν με την ανάδειξη του επίσης πρώην (;) φασίστα Τζανφράνκο Φίνι στην προεδρία της ιταλικής Βουλής.
Ε ίναι χαρακτηριστικό ότι η Ρώμη βρισκόταν στον έλεγχο της Αριστεράς (ή της Κεντροαριστεράς) τα τελευταία 15 χρόνια, ενώ ποτέ δεν είχε περάσει στα χέρια φασίστα δημάρχου από την εποχή του Μουσολίνι, δηλ. από το 1942.
Ο 50χρονος Αλεμάνο εντάχθηκε σε νεαρή ηλικία στο φασιστικό κόμμα MSI και διετέλεσε γραμματέας του Μετώπου της Νεολαίας. Το 1982 συνελήφθη και φυλακίστηκε για βομβιστική επίθεση στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης. Αργότερα αποφάσισε να ενταχθεί στο «κιριλέ» ρεύμα των φασιστών και το 1994 εξελέγη βουλευτής της Εθνικής Συμμαχίας, διατελώντας μάλιστα λίγο μετά υπουργός Γεωργίας του Μπερλουσκόνι (2001-2006). Ο Αλεμάνο δεν κρύβει τις απόψεις του και φοράει επιδεικτικά στο λαιμό του τον κέλτικο σταυρό, σύμβολο κυρίως των Γάλλων φασιστών.
Οι λόγοι της επικράτησής του είναι ίδιοι με τους λόγους της νίκης του Μπερλουσκόνι στις γενικές εκλογές.
Το Νοέμβρη του 2007, μετά το βιασμό και το φόνο μιας 47χρονης Ιταλίδας σε μια από τις άθλιες παραγκουπόλεις που περιτριγυρίζουν τη Ρώμη, άρχισε ένα ρατσιστικό πογκρόμ σε όλη την Ιταλία, με στόχο τους Ρομά και τους Ρουμάνους, αλλά, τελικά, όλους τους μετανάστες. Σε αυτά πογκρόμ πρωτοστάτησε η κεντροαριστερά: Στη Ρώμη ο τότε δήμαρχος Βάλτερ Βελτρόνι –και μετέπειτα ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος– ανακήρυξε τους Ρουμάνους μετανάστες ως «το μεγαλύτερο πρόβλημα» της πόλης, τους καταλόγισε την αύξηση της «εγκληματικότητας» και προσανατόλισε όλες τις δημοτικές υπηρεσίες σε δράση εναντίον τους (η επίθεση του ιταλικού κράτους ήταν τόσο βίαιη που προκάλεσε την επίσημη διαμαρτυρία της ρουμανικής κυβέρνησης). Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Βελτρόνι, ο δήμαρχος της Μπολόνια, Σέρτζιο Κομφεράτι, πρώην ηγετικό στέλεχος της εργατικής συνομοσπονδίας CGIL, συνεργάστηκε επισήμως με την Εθνική Συμμαχία (δηλ. τους φασίστες) για να προωθήσει την πολιτική «τάξης και ασφάλειας» στην πόλη του. Τέτοιες πολιτικές εξηγούν το υποτιθέμενα αναπάντεχο φαινόμενο ψηφοφόροι της Αριστεράς μέσα στα συνδικάτα να ψηφίζουν την ακροδεξιά στις γενικές εκλογές (το 40% των μελών του αριστερού συνδικάτου μετάλλου FIOM ψήφισε Λίγκα του Βορρά).
Ρατσισμός
Αντί για πάλη ενάντια στις ρατσιστικές ιδέες και πρακτικές, η κεντροαριστερά (αλλά και η Αριστερά που τη στήριζε) υιοθέτησε τη γραμμή της Δεξιάς ενάντια στους μετανάστες και την «εγκληματικότητα». Ο λόγος ήταν απλός: η κεντροαριστερά όχι μόνον δεν ήθελε να συγκρουστεί με το νεοφιλελευθερισμό, αλλά τον εφάρμοσε στην πράξη. Αυτή η πολιτική στο σύγχρονο καπιταλισμό πάει χέρι-χέρι με το ρατσισμό από τα πάνω, επειδή πρέπει οι κυβερνήσεις να δώσουν στο λαό εξιλαστήρια θύματα. Αυτή η πολιτική όμως ανοίγει το δρόμο στους γνήσιους εκφραστές της, στους επαγγελματίες του είδους:
Ο Αλεμάνο έθεσε στο κέντρο της προεκλογικής του εκστρατείας την «ασφάλεια» και την αντιμετώπιση της μετανάστευσης. Πριν από τις εκλογές συναντήθηκε με στελέχη της κυβέρνησης Σαρκοζί και δήλωσε πως το σχέδιό του είναι «η γαλλική προεδρία της Ε.Ε. να δώσει την ευκαιρία για κοινό αγώνα στην αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης, κυρίως σε ό,τι αφορά το πρόβλημα των νομάδων». «Οφείλουμε να ξαναγίνουμε κύριοι της πατρίδας μας», έλεγε το κύριο σύνθημα της προεκλογικής του εκστρατείας και εξήγγειλε την πρόθεσή του να απελάσει 20.000 μετανάστες που ζουν στη Ρώμη, επειδή «έχουν διαπράξει εγκλήματα». Για την πάταξη όμως της «εγκληματικότητας» ο νέος δήμαρχος προχώρησε πέρα από τους «ερασιτέχνες» προκατόχους του, καθώς εξήγγειλε ότι θα δώσει στους δημοτικούς αστυνομικούς το δικαίωμα να οπλοφορούν. Η απειλή για το εργατικό κίνημα, τους μετανάστες και την Αριστερά αρχίζει έτσι να γίνεται πολύ υλική.
Πέτρος Τσάγκαρης