Του Πέτρου Τσάγκαρη
Π ροκειμένου να μην πληρώσουν ούτε ευρώ οι πραγματικοί υπεύθυνοι της κρίσης του χρέους, πολλοί Γερμανοί αξιωματούχοι, αλλά και άλλοι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι των καπιταλιστών, ισχυρίζονται με κάθε ευκαιρία ότι το χρέος χωρών όπως η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία (τις περιγράφουν με το ρατσιστικό PIGS –δηλ. γουρούνια– από τα αγγλικά αρχικά των τεσσάρων χωρών), οφείλεται στο γεγονός ότι οι λαοί αυτοί κατανάλωναν περισσότερα από όσα παρήγαγαν, ότι δηλ. υπεύθυνη είναι καταναλωτική μανία του κόσμου. Πρόκειται για θρασύτατη διαστρέβλωση. Στους εργαζόμενους, ειδικά στην Ελλάδα, δεν παραχωρήθηκαν, ούτε από το δημόσιο ούτε από τον ιδιωτικό τομέα, παχυλοί μισθοί τους οποίους να ξόδεψαν χωρίς φειδώ. Αντίθετα, οι μισθοί είναι οι πιο χαμηλοί στην ευρωζώνη και ακόμη και η στοιχειώδης κατανάλωση (σίτιση, στέγαση κ.λπ.) στηρίζεται σε δανεικά από τις ελληνικές τράπεζες. Αν κάποιοι βγήκαν κερδισμένοι απ’ όλη την προηγούμενη περίοδο ήταν οι Έλληνες καπιταλιστές (είτε ως εργοδότες, λόγω χαμηλών μισθών, είτε ως εργολήπτες με τα μεγάλα δημόσια έργα από την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων).
Ο καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ Αιμίλιος Αυγουλέας τα λέει ρητά: «Η χώρα δανείζεται χρήματα και κατασπαταλεί κοινοτικούς πόρους τα τελευταία δέκα χρόνια με σκοπό, στην κυριολεξία, τον πλουτισμό των ολίγων και την καταρράκωση της οικονομικής θέσης (και της αξιοπρέπειας) των πολλών». («Αυγή», 31/1)
Αλλά δεν είναι μόνον οι Έλληνες καπιταλιστές που ωφελήθηκαν. Γιατί, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι γερμανικές καταγγελίες ήταν ορθές, τότε αυτή η «καταναλωτική μανία» των Ελλήνων, των Πορτογάλων, των Ισπανών και των Ιταλών ήταν που διέσωσε τη γερμανική οικονομία καθώς παρείχε την απαραίτητη ζήτηση για να συνεχίσει να «δουλεύει η μηχανή» και μάλιστα σε περίοδο έντονης ύφεσης, όπως ήταν η προηγούμενη διετία. Τα αυτοκίνητα που αγοράζονταν με δανεικά στην Ελλάδα στήριζαν τις βιομηχανίες της βόρειας Ευρώπης.
Κερδοσκόποι
Σε κάθε περίπτωση το χρέος μοιάζει στις σημερινές συνθήκες με πηγάδι χωρίς πάτο: δεν έχει σημασία πόσο δανείστηκαν οι χώρες, αφού οι κερδοσκόποι (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, hedge funds και γενικά όλοι αυτοί οι οργανισμοί που απέδειξαν πρόσφατα ότι είναι οι ίδιοι οι αιτίες της κρίσης) εκβιάζουν ζητώντας υψηλότερα επιτόκια. Εξαιτίας της συσσώρευσης αυτών των τόκων, το πρωτογενές χρέος διογκώνεται και οι Έλληνες εργαζόμενοι, εν είδει Σίσυφου, θα πιέζονται για όλο και χαμηλότερες αποδοχές. Γι’ αυτό, το ζήτημα του χρέους είναι κυρίως πολιτικό: Αν από τη μια μεριά την κυβέρνηση την πιέζει το διεθνές κεφάλαιο με τους μηχανισμούς του, από την άλλη πρέπει να πιέσει η εργατική τάξη με το πεζοδρόμιο. Είναι ζήτημα συσχετισμού δύναμης.
Παλιότερα οι επαναστατημένες χώρες δεν αναγνώριζαν το εξωτερικό χρέος που είχαν δημιουργήσει τα προηγούμενα αντιλαϊκά καθεστώτα. Κλασικό παράδειγμα η Ρωσία του 1917. «Αριστερισμός και ανεύθυνες προτάσεις», θα ήταν η πρώτη κραυγή που θα εκστομίζονταν σήμερα. Όμως μια τέτοια κίνηση από μια υποτιθέμενη αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα θα επέφερε ντόμινο: Γιατί θα αποτελούσε το παράδειγμα και για τα άλλα «γουρούνια» αν ανέτρεπαν τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις τους.
Σήμερα δεν έχουμε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο πολιτικής κρίσης, όμως αξίζει να δούμε τι κάνουν κάποιοι άλλοι. Υπάρχουν πέντε χώρες που οι «διεθνείς αγορές» (δηλ. το Bloomberg) θεωρούν ότι ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο χρεοκοπίας απ’ ό,τι η Ελλάδα –και γι’ αυτό υποχρεώνονται να δανείζονται με μεγαλύτερο επιτόκιο. Η μία από αυτές τις χώρες, η Ισλανδία, ετοιμάζει δημοψήφισμα για να ρωτήσει τους πολίτες της αν πρέπει να αναγνωρίσουν και να πληρώσουν το εξωτερικό χρέος των ισλανδικών τραπεζών που φαλήρισαν. Γι’ αυτή την πολιτική απόφαση ο Μπράουν χαρακτήρισε την Ισλανδία ως… χώρα-τρομοκράτη, αλλά δεν την πτόησε. Μια άλλη από τις πέντε αυτές χώρες, η Βενεζουέλα, κάνει ακόμη «χειρότερα» πράγματα, όπως κοινωνική πολιτική και δαπάνες σε υγεία, παιδεία κ.λπ.
Αν, αντίθετα, κοιτάξει κανείς τα παραδείγματα των χωρών που ακολούθησαν τις συνταγές που επέβαλαν παλιότερα οι διεθνείς δανειστές (δηλ. το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.) θα δει ότι επήλθε είτε κατάρρευση είτε τεράστια και διαρκής φτώχεια για τη μάζα του πληθυσμού. Η Ρουμανία του Τσαουσέσκου υπήρξε ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα για το πού έφτασε το βιοτικό επίπεδο του λαού ακριβώς επειδή η χώρα μηδένισε το εξωτερικό της χρέος. Η Ιρλανδία δείχνει ότι και σήμερα αυτή η πολιτική είναι ξανά αδιέξοδη, ακόμη κι αν η χώρα ανήκει στην ευρωζώνη: οι τεράστιες περικοπές μισθών, που έγιναν με τη συναίνεση των συνδικαλιστικών ηγεσιών, δεν έβγαλαν τη χώρα από την κρίση και φυσικά δεν βελτίωσαν σε τίποτε τη θέση της συντριπτικής πλειονότητας των εργαζομένων.
Στόχοι
Για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και τους απολογητές του μπορεί πρώτη προτεραιότητα να είναι η διατήρηση του ισχυρού ευρώ. Πρόκειται ταυτόχρονα για ιδεοληψία, αλλά και για υπεράσπιση των συμφερόντων του πιο επιθετικού τμήματος της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό θέλουν μείωση ελλειμμάτων και χρεών.
Όπως απέδειξε, όμως, η οκτάχρονη ιστορία του κοινού νομίσματος, η ισχύς του δεν σήμανε τίποτε για τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων. Αντίθετα περισσότερο συνδέθηκε με πτώση της αγοραστικής τους δύναμης.
Γι’ αυτό φαίνεται εντελώς παράταιρο που υπάρχουν και μέσα στην Αριστερά φωνές «ρεαλισμού» που καλούν σε μείωση του ελλείμματος και αποπληρωμή του χρέους. Δεν μπορεί κάτι τέτοιο να αποτελεί σκοπό της Αριστεράς. Είναι μη ρεαλιστικό σε συνθήκες νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού να μειωθεί το έλλειμμα και το χρέος υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Να φορολογηθεί δηλ. το μεγάλο κεφάλαιο και οι τράπεζες, να πάψει η εισφοροδιαφυγή και η εισφοροκλοπή κ.λπ. Για την άρχουσα τάξη και τα φερέφωνά της η μείωση του χρέους και του ελλείμματος ισούται με «περιστολή των δαπανών», δηλ. με μείωση μισθών και κοινωνικών παροχών. Για να εμποδίσουμε αυτή την πολιτική πρέπει να οργανώσουμε αγώνες.