Εκπαίδευση, δάση, ελευθερίες στο στόχαστρο της Ν.Δ.
Του Σωτήρη Μάρταλη
Κάθε αστικό Σύνταγμα περιγράφει την κυριαρχία της αστικής τάξης και του κράτους της πάνω στην εργατική τάξη και στο σύνολο της κοινωνίας. Είναι η «καταστατική» έκφραση της κυριαρχίας της στα μέσα παραγωγής, κατοχυρώνει την ατομική ιδιοκτησία και το κέρδος. Παρ’ όλα αυτά, τα αστικά Συντάγματα περιέχουν διατάξεις που εκφράζουν αξίες που προέρχονται από προηγούμενες περιόδους, όταν η αστική τάξη συγκρουόταν με τη φεουδαρχία ή που υπερασπίζουν ελευθερίες και δικαιώματα που κατακτήθηκαν σε προηγούμενες περιόδους, με σκληρούς αγώνες από την εργατική τάξη και το κίνημα. Τέτοιες διατάξεις είναι αυτές π.χ. που μιλάνε για ίσα δικαιώματα, για υπεράσπιση ζωής, τιμής και ελευθερίας χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, αυτές που απαγορεύουν την έκδοση πρόσφυγα που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας και αυτές που υπερασπίζουν δικαιώματα όπως της δημόσιας δωρεάν παιδείας, της υγείας κ.ά.
Ένα ερώτημα που χρειάζεται απάντηση είναι αν ο αγώνας ενάντια στην αναθεώρηση του Συντάγματος, για την υπεράσπιση διατάξεων όπως οι προηγούμενες, σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε το υπάρχον Σύνταγμα, δηλαδή τον καταστατικό χάρτη της αστικής τάξης.
Η υπεράσπιση από το κίνημα ελευθεριών και δικαιωμάτων, χρησιμοποιώντας
και το επιχείρημα της συνταγματικής ή νομικής κατοχύρωσής τους, δεν
σημαίνει υποταγή στην αστική νομιμότητα αλλά ξεσκέπασμα της αστικής
τάξης, που, προκειμένου να επιβάλει τις ταξικές της επιλογές, δεν
υπολογίζει τους νόμους και το Σύνταγμα που η ίδια αποφάσισε και
επέβαλε. Αντίθετα, τα ρεφορμιστικά κόμματα υπερασπίζονται την αστική
νομιμότητα και τους θεσμούς, ανεξάρτητα από τους συσχετισμούς μεταξύ
κινήματος και καπιταλιστών.
Η προωθούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος από την κυβέρνηση της Ν.Δ.
έχει στόχο τη συνταγματική κατοχύρωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με
την απόλυτη επιβολή της αγοράς και των καπιταλιστών στο πεδίο των
δημοσίων αγαθών. Αυτός ο στόχος αποτελεί στρατηγική πολιτική επιλογή,
όπως φαίνεται και από την ουσιαστική συναίνεση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ.
Το Σύνταγμα είναι ο καταστατικός χάρτης που περιλαμβάνει τους
θεμελιώδεις κανόνες με βάση τους οποίους λειτουργεί το κράτος. Κάθε
Σύνταγμα αποτυπώνει το συσχετισμό δύναμης που έχει διαμορφώσει η ταξική
πάλη καθώς και τις κυρίαρχες τάσεις του πολιτικού συστήματος στη
δεδομένη περίοδο.
Το Σύνταγμα του 1975 αποτυπώνει το συσχετισμό δύναμης της
μεταπολίτευσης, καταγράφει, από τη μία πλευρά, τη σταθεροποίηση του
αστικού πολιτικού συστήματος και, από την άλλη, τα δικαιώματα και τις
ελευθερίες που κέρδισε το κίνημα με τους αγώνες του για την ανατροπή
της δικτατορίας, καθώς και με τις εργατικές αντιστάσεις στο ξεκίνημα
της μεταπολίτευσης.
Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε για πρώτη φορά το 1986, ακολούθησε η αναθεώρηση του 2001 και τώρα ετοιμάζουν την επόμενη.
Η αναθεώρηση του 2001 ήταν σαρωτική: αναθεωρήθηκαν 92 άρθρα, με
πλειοψηφία 151 βουλευτών, γιατί στην προηγούμενη Βουλή είχε δοθεί
εντολή από 180 βουλευτές. Παρά τη συναίνεση των δύο κομμάτων, μέσα σε
μια πενταετία έφτασαν να χρειάζονται αναθεώρηση της αναθεώρησης. Έτσι,
η προτεινόμενη σήμερα αναθεώρηση μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια αυτής του
2001 και η σημερινή πρόταση εστιάζεται στην επιβολή χωρίς όρια των
οικονομικών και επιχειρηματικών δικαιωμάτων της αστικής τάξης,
παράλληλα με την ισχυροποίηση των κεντρικών μηχανισμών του
κράτους-επιτελείου. Οι απανωτές αναθεωρήσεις είναι ένδειξη των αναγκών
για αλλαγές της αστικής τάξης, αλλά και της προσπάθειας για αποφυγή της
όποιας κοινωνικής αναταραχής που πιθανά θα δημιουργούσε μια ριζική
αναδιάρθρωση αντί της λύσης των επανειλημμένων αναθεωρήσεων.
Όπως προβλέπει το άρθρο 110 του Συντάγματος, η αναθεώρηση αποφασίζεται
από την πλειοψηφία της Βουλής, η οποία καθορίζει τις διατάξεις που θα
αναθεωρηθούν σε δύο ψηφοφορίες της ολομέλειας, οι οποίες πρέπει να
απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον ένα μήνα. Αν αποφασιστεί η αναθεώρηση,
αυτή υλοποιείται από την επόμενη Βουλή, που θα προκύψει μετά τις
βουλευτικές εκλογές. Αυτή θα αποφασίσει το περιεχόμενο των άρθρων που
θα αναθεωρηθούν. Αν η απόφαση της τωρινής Βουλής για την αναθεώρηση του
Συντάγματος ληφθεί με πλειοψηφία των τριών πέμπτων (180 βουλευτές),
τότε η επόμενη Βουλή θα μπορεί να αποφασίσει το περιεχόμενο των άρθρων
που θα αναθεωρηθούν με απλή πλειοψηφία (151 βουλευτές), δηλαδή και μόνο
οι ψήφοι των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος θα είναι αρκετές για να
ληφθεί η απόφαση. Αν η απόφαση της σημερινής Βουλής για την αναθεώρηση
του Συντάγματος ληφθεί με πλειοψηφία μικρότερη των τριών πέμπτων του
όλου αριθμού των μελών της (δηλαδή λιγότερους από 180 βουλευτές), τότε
η επόμενη Βουλή θα μπορεί να αποφασίσει το περιεχόμενο των άρθρων που
θα αναθεωρηθούν με πλειοψηφία των τριών πέμπτων (δηλαδή τουλάχιστον με
180 βουλευτές).
Τα άρθρα
- Κεντρική πολιτική σημασία έχει η αναθεώρηση του άρθρου 16, που αφορά
την εκπαίδευση. Το άρθρο αυτό κατοχυρώνει τη δωρεάν δημόσια ανώτατη
εκπαίδευση, την ελευθερία στη διδασκαλία και στην έρευνα, καθώς και τη
δημόσια χρηματοδότηση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ενώ
απαγορεύει την ίδρυση ανώτατων σχολών από ιδιώτες. Η αναθεώρηση του
άρθρου 16 σημαίνει ότι παύει να είναι υποχρέωση της πολιτείας η παροχή
δωρεάν και δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης σε όλους τους πολίτες, δηλαδή
προωθείται η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση της ανώτατης
εκπαίδευσης. Τα πανεπιστήμια θα λειτουργούν με τους κανόνες και την
πειθαρχία της αγοράς, ως μια υπηρεσία παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Η έξοδος των ΑΕΙ-ΤΕΙ από το «μονοπώλιο του κράτους» και η υποτιθέμενη
ανάθεση σε «μη κερδοσκοπικούς» φορείς είναι το πρώτο αλλά αποφασιστικό
βήμα για τη συνταγματική νομιμοποίηση των ιδιωτικών ΑΕΙ, πράγμα που
φαίνεται και από την πρόταση για τη νομιμοποίηση των «παραρτημάτων
ανεγνωρισμένων ιδρυμάτων της αλλοδαπής».
Χαρακτηριστικό είναι ότι για τις ανώτερες επαγγελματικές σχολές
(ΣΕΛΕΤΕ, Σιβιτανίδειος κ.ά.), η πρότασή τους δεν προϋποθέτει τον «μη
κερδοσκοπικό χαρακτήρα».
- Στο περιβάλλον και στα δάση δόθηκε με την προηγούμενη αναθεώρηση ένα
μεγάλο χτύπημα με τον τεχνητό διαχωρισμό δάσους, δασικής έκτασης και
της αρχής της αειφορίας. Έτσι, όταν η δασική βλάστηση είναι αραιή,
πρόκειται περί δασικής έκτασης και όχι δάσους και σύμφωνα με την «αρχή
της αειφορίας» είναι αποδεκτή η εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων, με
την προϋπόθεση της διασφάλισης της ύπαρξής τους και για τις επόμενες
γενιές. Σήμερα, με την αλλαγή των άρθρων 24 και 117, δεν γίνεται μόνο
αποδεκτή η εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων. Επιπλέον, προβλέπουν
διάταξη με την οποία οι δασικές εκτάσεις μπορούν να εντάσσονται στο
χωροταξικό και πολεοδομικό σχέδιο της χώρας. Ανοίγει ο δρόμος για την
οικοπεδοποίηση των δασικών εκτάσεων και αποχαρακτηρίζονται τουλάχιστον
40-45.000 στρέμματα, δηλαδή το 1/3 του δασικού πλούτου της χώρας.
Σύμφωνα με δήλωση του πρωθυπουργού, όποια έκταση έχει διατηρήσει τη
δασική της μορφή μετά το 1975 θα θεωρείται εφεξής ως δασική έκταση.
Αντιθέτως, ό,τι κάηκε, αποψιλώθηκε, καταπατήθηκε, οικοδομήθηκε
αυθαίρετα και παράνομα πριν το 1975 θα νομιμοποιείται. Με τον τρόπο
αυτό καταργείται ουσιαστικά η υποχρεωτική αναδάσωση, την οποία
προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 117, παράγραφος 3), αλλά και όλοι
οι προηγούμενοι δασικοί νόμοι, δηλαδή καταργείται η αρχή «άπαξ δάσος
πάντα δάσος», την οποία μέχρι τώρα εφάρμοζε το Συμβούλιο της
Επικρατείας.
- Όσον αφορά τη δικαιοσύνη, η νέα αναθεώρηση προβλέπει την ίδρυση
Συνταγματικού Δικαστηρίου (άρθρο 100). Ουσιαστικά, ιδρύει ένα
υπερδικαστήριο, το οποίο θα αποφαίνεται για τη συνταγματικότητα των
νόμων και τη συμβατότητά τους με τις διατάξεις της Ε.Ε. Αντίθετα, μέχρι
σήμερα, όλα τα δικαστήρια όλων των βαθμίδων και δικαιοδοσιών είχαν τη
δυνατότητα να εξετάσουν και να αποφανθούν για τη συνταγματικότητα ενός
νόμου. Στόχος είναι η απαλλαγή της εκάστοτε κυβέρνησης από τις
«καθυστερήσεις» που δημιουργούν οι αποφάσεις του ΣτΕ, το οποίο
διατηρούσε μια κάποια απόσταση από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτή η
αλλαγή θα καταστήσει πιο ελεγχόμενη από την εκτελεστική εξουσία την
εξέταση της συνταγματικότητας των νόμων, ενώ παράλληλα δημιουργεί μια
περισσότερο συγκεντρωτική δομή που δεν αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο για
τυχόν παρεκκλίσεις. Η συγκεκριμένη αλλαγή θα λύσει προβλήματα για την
κυβέρνηση, όπως αυτά για την καταβολή αναδρομικών που δικαιούνταν
εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, τα οποία για να μην τα δώσει η σημερινή
κυβέρνηση ψήφισε αντισυνταγματική νομοθετική διάταξη. Έτσι θα επιβληθεί
έλεγχος σε δικαστικές αποφάσεις που έχουν σχέση με την εφαρμογή της
εισοδηματικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης.
Με την αναθεώρηση των άρθρων 95 και 98 ιδρύεται ειδικό τμήμα στο ΣτΕ
για γρήγορη εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων και παράλληλα του αφαιρούν
την αρμοδιότητα ελέγχου των συμβάσεων των δημοσίων έργων, προμηθειών
και υπηρεσιών, που μεταφέρεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Όσο αφορά στις αποδοχές και στις συντάξεις των δικαστών, καθώς και στις
όποιες διαφορές αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους, σύμφωνα με την
αναθεώρηση του άρθρου 88, θα παραπέμπονται προς επίλυση στο
Συνταγματικό Δικαστήριο.
- Στο θέμα της εργασίας, στο Σύνταγμα του 1975 η εργασία χαρακτηρίζεται
ως δικαίωμα των πολιτών, παράλληλα με την υποχρέωση της πολιτείας να
δημιουργεί συνθήκες για την απασχόληση όλων των πολιτών. Στην
επερχόμενη αναθεώρηση, η υποχρέωση της πολιτείας αντικαταστάθηκε με τη
φράση «η πολιτεία υποχρεούται να μεριμνά για την εμπέδωση της
κοινωνικής συνοχής». Η αναθεώρηση του άρθρου 103, με πρόσχημα την
εξέλιξη των υπαλλήλων του δημοσίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου,
προβλέπει την τροποποίησή του έτσι ώστε να επιτρέπει την κάλυψη
οργανικών θέσεων από υπαλλήλους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Με αυτό
τον τρόπο ανοίγουν το παράθυρο για την κατάργηση της μονιμότητας των
δημοσίων υπαλλήλων.
Με την τροποποίηση του άρθρου 104, εισάγουν την προσωπική ευθύνη του
υπαλλήλου για κάθε πράξη ή παράλειψη απέναντι στο Δημόσιο αλλά και
απέναντι στον πολίτη, δηλαδή για οποιοδήποτε πρόβλημα της υπηρεσίας
(καθυστέρηση έκδοσης σχετικής πράξης ή καθυστέρηση ελέγχου που
οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους, όπως, για παράδειγμα, έλλειψη
προσωπικού) θα ευθύνεται ο υπάλληλος, ο οποίος θα καλείται, εκτός των
πειθαρχικών του ευθυνών, να αποζημιώσει το Δημόσιο ή τον πολίτη.
- Με την αναθεώρηση του άρθρου 29 για τον οικονομικό έλεγχο των
κομμάτων ανοίγουν το δρόμο για την οικονομική και πολιτική χειραγώγηση
της λειτουργίας των κομμάτων από την εκάστοτε κυβέρνηση.
- Με την αναθεώρηση του άρθρου 28 παράγραφος 3, προβλέπουν την εμπέδωση
των κανόνων του κοινοτικού δικαίου με πλειοψηφία του κοινοβουλίου.
Μειώνεται δηλαδή ο αριθμός των βουλευτών που είναι απαραίτητος για την
εκχώρηση αρμοδιοτήτων στα κοινοτικά όργανα του Ε.Ε.
- Η αλλαγή του άρθρου 102 για την Τοπική Αυτοδιοίκηση προβλέπει ότι «οι
OTA να καθορίζουν και να εισπράττουν τοπικά έσοδα από φόρους και τέλη»
και να «ασκούν φορολογική πολιτική». Πρόκειται για τη συνταγματική
θεσμοθέτηση των OTA ως φορομπηχτικών μηχανισμών, που παράλληλα
απαλλάσσει την κυβέρνηση από τις οικονομικές υποχρεώσεις της προς την
Τοπική Αυτοδιοίκηση, ενώ σπρώχνει τους ΟΤΑ σε ιδιωτικοποιήσεις για να
εξασφαλίσουν τη λειτουργία δημοτικών υπηρεσιών.
Η μάχη ενάντια στην αναθεώρηση του Συντάγματος είναι δύσκολη γιατί αυτή
διεξάγεται από στη Βουλή, μακριά από τους εργασιακούς χώρους και με
επιλεκτική και μικρή πληροφόρηση. Παρ’ όλα αυτά, το στραπατσάρισμα της
κυβέρνησης ακόμη και σε ένα μέτωπο μπορεί να οδηγήσει τον αντίπαλο στην
παράλυση και στην ήττα σε όλη τη γραμμή. Το πιο δύσκολο θέμα για την
κυβέρνηση φαίνεται να είναι η αναθεώρηση του άρθρου 16. Το μέτωπο στην
εκπαίδευση έχει ανοίξει από την άνοιξη και έχει φέρει ήδη νίκες στο
κίνημα. Ένα μόλις χρόνο πριν, η Γιαννάκου και το επιτελείο του
Καραμανλή θεωρούσαν ότι η πολιτική ιδιωτικοποίησης στα ΑΕΙ είναι
δεδομένη, αφού είχαν εξασφαλισμένη τη συναίνεση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ
στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Ακολούθησαν οι φοιτητικές καταλήψεις της
άνοιξης, που ανάγκασαν την κυβέρνηση σε μια πρώτη ήττα, με αναστολή της
συζήτησης για το νόμο-πλαίσιο. Οι έξι εβδομάδες απεργίας των δασκάλων
και των καθηγητών το φθινόπωρο, μαζί με τις μαθητικές και φοιτητικές
καταλήψεις, απέδειξαν τι εκπλήξεις επιφυλάσσει η περίοδος που ζούμε
στους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού.
Στις 10 Γενάρη ξεκίνησε η συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του
άρθρου 16 και οργανώθηκαν οι πρώτες μαζικές κινητοποιήσεις με
πρωτοβουλία των συνδικάτων των εκπαιδευτικών ΠΟΣΔΕΠ, ΟΛΜΕ, ΔΟΕ. Η μάχη
αυτή είναι ακόμα στην αρχή της και μπορεί να πάρει τις διαστάσεις της
νίκης του ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα ή της κατάρρευσης του CPE στη Γαλλία.
Αρκεί οι κινητοποιήσεις να οργανωθούν με τρόπο πλατύ και ταυτόχρονα
μαχητικό.