7η Συνδιάσκεψη της ΔΕΑ

thumb_08-αυτοκόλλητο-για-τους-φακέλους
Η 7η Συνδιάσκεψη θα ξεκινήσει το Σάββατο 19 Απρίλη στις 3 μ.μ. με την προσέλευση και εγγραφή των συνέδρων και των προσκαλεσμένων. Από τις 5 μ.μ. έως τις 8 μ.μ. θα γίνει η συζήτηση για τις πολιτικές εξελίξεις. Την Κυριακή 20 Απρίλη στις 10 π.μ. θα συζητήσουμε το χτίσιμο της ΔΕΑ. 2-3 μ.μ θα γίνει διάλειμμα για φαγητό. Θα ακολουθήσει 3-5 μ.μ η συζήτηση για την παρέμβασή μας στη νεολαία. Τέλος, οι ψηφοφορίες για την πολιτική απόφαση και την εκλογή νέων οργάνων θα γίνουν 5-6 μ.μ.
Στις συζητήσεις της συνδιάσκεψης μπορούν να παρέμβουν με τοποθετήσεις όλοι, σύνεδροι και παρατηρητές.

Στο χώρο της συνδιάσκεψης θα λειτουργεί βιβλιοπωλείο με δεκάδες τίτλους καθώς και με όλες τις εκδόσεις της οργάνωσης. Ακόμη θα υπάρχει μπαρ. Έχει προβλεφθεί φαγητό για το βράδυ του Σαββάτου και την Κυριακή το μεσημέρι.
Μετά το τέλος της συζήτησης το Σάββατο θα συνεχίσει να λειτουργεί το μπαρ έτσι ώστε να μας δοθεί η δυνατότητα να διασκεδάσουμε και να κουβεντιάσουμε πιο χαλαρά.


Η εισήγηση για τις πολιτικές εξελίξεις

1.

Η περίοδος των «παχιών αγελάδων», το πάρτι του
νεοφιλελευθερισμού για τους καπιταλιστές, έχει φτάσει στο τέλος. Το σπάσιμο της
φούσκας των ακινήτων (αρχικά στις ΗΠΑ και ήδη και στην Ε.Ε.), οι συνέπειες στο
τραπεζικό σύστημα και τα χρηματιστήρια, η απογείωση των τιμών του πετρελαίου
και της σχέσης μεταξύ ευρώ-δολαρίου (ήδη 1:1,5) και η κάμψη των ρυθμών
μεγέθυνσης των οικονομικών, δείχνουν ότι το σύστημα έχει πλέον μπει σε συνθήκες
ύφεσης με ανοιχτή την προοπτική να βυθιστεί σε μια σημαντική κρίση (αυτό είναι
ένα πρώτο θέμα που οφείλουμε να επεξεργαστούμε αξιοποιώντας και τις εργασίες
οργανώσεων και μαρξιστών από το διεθνές κίνημα).

2.

Η ύφεση θα σημάνει όξυνση της επιθετικότητας των
καπιταλιστών στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές. Ήδη ο αρχιτραπεζίτης
της Βρετανίας δήλωσε ότι «οι εργαζόμενοι πρέπει να ξεχάσουν το βιοτικό επίπεδο
των τελευταίων 20 χρόνων, γιατί στο επόμενο διάστημα αυτό θα είναι ανέφικτο».
Αυτή θα είναι η γραμμή στις ΗΠΑ και την Ε.Ε., ενώ κατά πόδας ακολουθεί ήδη ο Ν.
Γκαργκάνας εκφράζοντας τους ντόπιους καπιταλιστές.

Η διαρκής λιτότητα, οι δραστικές περικοπές κοινωνικών
δαπανών (με έμφαση στην ασφάλιση, την υγεία, την εκπαίδευση κ.ά.), η διαρκής
«φιλελευθεροποίηση» των εργασιακών σχέσεων (με έμφαση την «απελευθέρωση» των
μαζικών απολύσεων στην Ε.Ε. μέσω της flexicurity) και οι
ιδιωτικοποιήσεις, θα είναι τα διαρκή συνθήματα των κυρίαρχων τάξεων. Η
υλοποίησή τους προϋποθέτει «ισχυρές κυβερνήσεις» που δεν θα διστάζουν να
συγκρούονται με τις διαθέσεις των πλατιών λαϊκών πλειοψηφιών για να επιβάλλουν
τις αντιμεταρρυθμίσεις.

 

3.

Αυτή η κατεύθυνση είναι ήδη δεδομένη, όμως αυτό δεν
σημαίνει ότι είναι εύκολο να υλοποιηθεί.

Οι συνθήκες ύφεσης-κρίσης οξύνουν τα ερωτήματα τακτικής
και τους ανταγωνισμούς:

α) Για την
αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήδη εκδηλώθηκε μια μαζική
«προστατευτική» κρατική παρέμβαση. Στη Βρετανία, στην κοιτίδα του ακραιφνούς
νεοφιλελευθερισμού στην Ε.Ε., ο Μπράουν προχώρησε στην «κρατικοποίηση» της
τράπεζας Northern
Rock για να τη σώσει από την
κατάρρευση. Οι καπιταλιστές, για να λύσουν δικά τους προβλήματα, δεν διστάζουν
να χρησιμοποιούν τα «κρατιστικά» εργαλεία που θυμίζουν τον «κεϊνσιανισμό» του
‘70. Όμως αυτό δεν φτάνει ποτέ στα ζητήματα που αφορούν τους εργαζόμενους και
τα λαϊκά στρώματα: η νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα δεν τίθεται σε αμφισβήτηση
όσον αφορα τις πολιτικές για τα εισοδήματα, τα κοινωνικά δικαιώματα, τις
εργασιακές σχέσεις. Οι κυρίαρχες τάξεις εξακολουθούν να μη «διαπραγματεύονται»,
να μη θεωρούν σημαντικό κριτήριο την αναζήτηση «συναίνεσης», να μην ακολουθούν
πολιτικές «κοινωνικών συμβολαίων». Όμως αυτές οι αντιφάσεις θα γίνονται όλο και
πιο δύσκολα διαχειρίσιμες, πιο βασανιστικές, για τις κυβερνήσεις και τα κόμματά
τους (αυτά ήδη φαίνονται στις παλινωδίες του Σαρκοζί, της Μέρκελ, την πολιτική
κρίση στην Ιταλία, τα θέματα της υγείας και της ασφάλισης που παρεισφρέουν στην
προεκλογική καμπάνια των ΗΠΑ μεταξύ Ομπάμα-Κλίντον κ.λπ.).

 

β) Οι
αντιφάσεις θα εκφραστούν και με την όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών.

- Η «συμμαχία των προθύμων» –με επίκεντρο τις ΗΠΑ–
βαλτώνοντας στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, κατέγραψε την αποτυχία της τακτικής ότι
μπορεί από μόνη της να επιβάλει «πειθαρχία» για λογαριασμό του πιο ισχυρού
τμήματος του παγκόσμιου συστήματος. Η υποχώρηση από αυτήν την τακτική έχει
πολλά σκληρά αγκάθια τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ε.Ε.

- Η οικονομική άνοδος των «νέων δυνάμεων» (Ρωσία, Κίνα,
Ινδία, Βραζιλία) που ήδη διεκδικούν και γεωπολιτικούς νέους ρόλους, θα
επιτείνει το παραπάνω πρόβλημα.

- Η νέα κρίση στα Βαλκάνια –με την «ανεξαρτητοποίηση» του
Κοσόβου και την κρίση με το όνομα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας– δείχνει το
πόσο δύσκολες γίνονται πλέον οι «περιφερειακές τακτοποιήσεις», αφού εκεί, εκτός
από τις μεγάλες δυνάμεις, παίζουν σημαντικό ρόλο και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των
τοπικών υπο-ιμπεριαλισμών. Και τέτοιες «εστίες» υπάρχουν πολλές στο σύγχρονο
κόσμο…

 

γ) Σε
αυτές τις συνθήκες απολύτως κρίσιμος παράγοντας είναι το ξεδίπλωμα της
εργατικής-λαϊκής αντίστασης στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, όσο και του
αντιϊμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος, για να εμποδιστούν ακόμα πιο
σκληρές, αντιδραστικές και επικίνδυνες κατευθύνσεις. Αυτή η τάση για αναβάθμιση
της παγκόσμιας αντίστασης ενισχύεται μέσα από την ανάδειξη θεμάτων όπως η
κλιματική αλλαγή, που αναδεικνύουν την κλιμάκωση της αντίστασης ως επείγον θέμα
και δίνουν στο μαζικό κίνημα «οικουμενικό» κύρος.

Σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχίζεται η τάση υποβάθμισης των
αυταπατών για τους «θεσμούς» και τις κυβερνήσεις, ενώ αναβαθμίζεται και το
αίτημα για ένα ισχυρό μαζικό κίνημα αντίστασης, το ρεύμα του «να αλλάξουμε τον
κόσμο με δράση από τα κάτω». Παρά την υποχώρηση του οργανωμένου
αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος (Παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ σε
αδιέξοδο) λόγω των προβλημάτων πολιτικής γραμμής που αναδείχθηκαν (κυβερνητισμός
σε Βραζιλία, Ιταλία κ.λπ.), είναι σημαντικό να μην υποτιμήσουμε αυτή τη στροφή
στις διαθέσεις, ακόμα και στις ιδέες, πλατειών τμημάτων της νεολαίας και των
εργαζομένων. Φέτος, 40 χρόνια από την έκρηξη του διεθνούς Μάη του ’68, αξίζει
να θυμόμαστε ποιες μεταβολές μπορεί να εγκυμονεί η απόσυρση των λαϊκών ελπίδων
από τους «θεσμούς» και η αναζήτηση λύσεων μέσα από την αντίσταση και το κίνημα.

 

4.

Ζούμε μια μεταβατική εποχή. Οι «από πάνω» επεξεργάζονται
τις αναγκαίες στροφές στην τακτική για να μπορούν να συνεχίζουν να είναι
κυρίαρχοι. Οι «από κάτω» κλιμακώνουν διεθνώς την αντίστασή τους, η οποία όμως
δεν έχει φτάσει ακόμα στο αναγκαίο επίπεδο για να θέσει το ζήτημα της
ανατροπής. Ταυτόχρονα, αποσύρουν σταδιακά την εμπιστοσύνη τους από τα αστικά
και παλιά ρεφορμιστικά κόμματα, αναζητούν νέα «εργαλεία» οργάνωσης του αγώνα
τους, χωρίς να έχουμε φτάσει ακόμα στην ανάδειξη νέων ορμητικών στροφών προς τα
αριστερά, με την καθαρότητα και τη μαζικότητα που είδαμε στον προηγούμενο γύρο
τέτοιας έκρηξης, στο διεθνή Μάη του ‘68. Σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους, η
σημασία και η αξία της συστηματικής και οργανωμένης δράσης της Επαναστατικής
Αριστεράς έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία.

 

5.

Αυτές οι διεθνείς τάσεις εκφράζονται με μεγαλύτερη ένταση
και καθαρότητα στις εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα.

α) Λίγους
μόνο μήνες μετά τις εκλογές της 16/09/07, τίποτα δεν θυμίζει τη νίκη του
Καραμανλή. Η επιρροή της Ν.Δ. μειώνεται με γρήγορους ρυθμούς, μέσα στην
ατμόσφαιρα της αγανάκτησης για την ακρίβεια, το ασφαλιστικό και τις
ιδιωτικοποιήσεις. Επίσης μέσα στο κλίμα των σκανδάλων και της προφανούς
απώλειας του ελέγχου από τη Ν.Δ. πάνω στις αντιμαχόμενες ομάδες των
καπιταλιστών και των τσιρακιών τους στον Τύπο. Οι ελπίδες τους για τον
Καραμανλή ως «ηγέτη της επόμενης δεκαετίας» έχουν ήδη καταρρεύσει. Τα σενάρια
διαδοχής, παρόλο που έχουν ήδη ανοίξει (βλ. Ντόρα Μπακογιάννη) όχι μόνο δεν
λύνουν το πρόβλημα, αλλά το επιτείνουν, αφού προσθέτουν στο πρόβλημα της φθοράς
της Ν.Δ. το πρόβλημα ενός «εσω-δεξιού» πολέμου για τον έλεγχο του κόμματος.

 

β) Στη
βάση της φθοράς της Ν.Δ. βρίσκεται ένας μεγάλος παράγοντας: η μαζική αντίσταση
στις αντιμεταρρυθμίσεις. Τις ελπίδες για ηγεμονία του Καραμανλή γκρέμισαν οι
αγώνες για το άρθρο 16, οι απεργοί της 12/12/07, οι δάσκαλοι, τα λιμάνια, οι
τραπεζοϋπάλληλοι, η ΔΕΗ κ.λπ. Το ποτάμι της 12/12/07 είχε την ίδια πολιτική
σημασία που είχε για τον Σημίτη ο απεργιακός σεισμός ενάντια στο ασφαλιστικό
Γιαννίτση. Στη δύναμη των αγώνων πρέπει πάντα να προσθέτουμε τη δύναμη της
οργής: δίπλα στα 2,5 εκατομμύρια εργαζομένων που απέργησαν στις 12/12/07,
στέκουν ακόμα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, νέοι, άνεργοι, συνταξιούχοι
κ.λπ. που θα ήθελαν να αγωνιστούν, αλλά για διάφορους λόγους δεν μπορούν. Αυτό
σε τίποτα δεν μειώνει την οργή τους, την κάθετη διαφωνία τους με τις αντιμεταρρυθμίσεις,
την υποστήριξή τους στους αγώνες. Γι’ αυτό π.χ. η σκληρή απεργία των δασκάλων
είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Γι’ αυτό στα γκάλοπ
εμφανίζονται να καταδικάζουν την πολιτική της Ν.Δ. πολύ μεγαλύτεροι αριθμοί από
αυτούς που απεργούν ή διαδηλώνουν. Τις πολιτικές ελπίδες της Ν.Δ. τίναξε στον
αέρα ο ίδιος ο κόσμος, η αποστροφή και η αγανάκτηση απέναντι στο
νεοφιλελευθερισμό.

 

γ) Ο ίδιος
παράγοντας εξηγεί και την κρίση του ΠΑΣΟΚ που, παρότι είναι στην αντιπολίτευση
και παρότι –τάχα– έλυσε το «εσωτερικό» πρόβλημα ηγεσίας, βυθίζεται σε ιστορικά
χαμηλά επίπεδα επιρροής, κινδυνεύοντας να βρεθεί κάτω από το 30% για πρώτη φορά
από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η ερμηνεία είναι απλή: η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ
αρνείται να διαφοροποιηθεί από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που υπαγορεύουν οι
βιομήχανοι και οι τραπεζίτες, αρνείται να ταυτιστεί ακόμα και με τα πιο απλά
αιτήματα του κόσμου, δεν καλύπτει ούτε τις διαθέσεις της δικής του κοινωνικής
βάσης.

Σε αυτό το έδαφος, η κρίση του ΠΑΣΟΚ θα συνεχιστεί. Η
προσπάθεια της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ να ανακάμψει εκλογικά διατηρώντας μια
νερόβραστη σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική –με πρότυπο τον Μπλερ ή το Δημοκρατικό
Κόμμα των ΗΠΑ– έχει ως προϋπόθεση την υποχώρηση των παραγόντων που καθόρισαν
τον πολιτικό σκηνικό: του θυμού του κόσμου απέναντι στις νεοφιλελεύθερες
πολιτικές, της ελπίδας στους αγώνες ως του μόνου τρόπου για να ανατρέψει
επιθέσεις. Και κάτι τέτοιο δεν «παίζει» στον ορίζοντα. Αντίθετα, η σκλήρυνση
της αντίστασης του κόσμου στον Καραμανλή, ξεσκεπάζει την πολιτική και του Γ.
Παπανδρέου, εκθέτει την υποταγή του ΠΑΣΟΚ στους τραπεζίτες και τους βιομήχανους
και προκαλεί ακόμα μεγαλύτερες απώλειες στο ΠΑΣΟΚ.

 

δ) Ακριβώς
επειδή η «αντιπολίτευση» στη Ν.Δ. έγινε από τα κάτω και από τα αριστερά, δεν
καταγράφεται άνοδος της επιρροής του ΛΑΟΣ. Όμως δεν έχουμε κανένα λόγο
«χαλάρωσης» ενάντια στην οργανωμένη ακροδεξιά. Τόσο γιατί οι εξελίξεις με το
Μακεδονικό μπορεί να τους δώσουν κάποιες ευκαιρίες. Κυρίως, όμως, γιατί η
ύπαρξη του ΛΑΟΣ επιχειρεί να «νομιμοποιήσει» την «κρυφή» ακροδεξιά
δραστηριότητα: τις ρατσιστικές επιθέσεις, τα εθνικιστικά δηλητήρια κ.λπ. Στο
μέτωπο αυτό θα συνεχίσουμε, όπως μέχρι τώρα πρωτοπόρα κινητοποιούμαστε, με
κέντρο τις αντιρατσιστικές, αντιφασιστικές πρωτοβουλίες όποτε είναι απαραίτητο,
αλλά και τη γενικότερη προπαγάνδα μέσα από την εφημερίδα, τις συζητήσεις μας
κ.λπ. (ο ρόλος του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών θα συζητηθεί ιδιαίτερα).

 

ε) Η
γρήγορη και ταυτόχρονη φθορά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ συνοδεύεται με στροφή του
κόσμου προς τα αριστερά. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ
ξεπερνά ήδη το 20% που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ στην περίοδο από τη
Μεταπολίτευση. Αυτή η εξέλιξη ανοίγει δύο μεγάλα ερωτήματα: α. Πώς
αντιμετωπίζουμε την πολιτική κρίση που έρχεται; β. Τι είδους Αριστερά χρειαζόμαστε;

 

6.Όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, οι πολιτικοί
συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί, οδηγούν σε πολιτική κρίση που θα απειλεί την
πολιτική σταθερότητα στη διαχείριση του συστήματος. Ακόμα και με το νέο
εκλογικό νόμο –που δίνει μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα– η «αυτοδυναμία» (η
βασική επιλογή διακυβέρνησης του ελληνικού καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια)
είναι σε σοβαρή αμφισβήτηση. Ασφαλώς στη συζήτηση για την προοπτική της
πολιτικής κρίσης θα πρέπει να αποφεύγουμε ένα κλίμα αφηρημένου ντετερμινισμού.
Η πολιτική καθορίζεται από συσχετισμούς δύναμης και όχι από τα νούμερα των
δημοσκοπήσεων. Οι καπιταλιστές έχουν την πραγματική εξουσία και αυτό τους δίνει
μεγάλα περιθώρια αναδιάταξης των σημερινών τάσεων. Π.χ. να επιχειρήσουν να
ενισχύσουν ξανά τη Ν.Δ., να σχηματίσουν κεντροδεξιό κόμμα-δεκανίκι, ή να
επιβάλουν αν κριθεί αναγκαίο, όπως λένε οι περισσότεροι «αναλυτές» (μεταξύ τους
και ο Μητσοτάκης…), το γερμανικό μοντέλο της κυβέρνησης ενός «Μεγάλου
Συνασπισμού» μεταξύ Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ.

Όμως, παρ’ όλα αυτά, η δυναμική της πολιτικής κρίσης δεν
μπορεί να υποτιμηθεί. Οι συνθήκες αστάθειας δεν συμβαδίζουν με τις ανάγκες των
καπιταλιστών για ισχυρές κυβερνήσεις. Η δημιουργία νέων κομμάτων δεν είναι
εύκολη υπόθεση, ενώ μια συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ θα προκαλούσε μαζική μετατόπιση
οπαδών του ΠΑΣΟΚ ενισχύοντας ακόμα περισσότερο το ανεξέλεγκτο ρεύμα προς τα
αριστερά. Όλα θα κριθούν από το πώς θα αντιμετωπίσει το κίνημα αυτήν την
περίοδο. Πρέπει να δώσουμε τη μάχη για τη μετατροπή της πολιτικής αστάθειας σε
ευκαιρία για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Οι καπιταλιστές πρέπει να
υποχρεωθούν να πληρώσουν: να αναγκαστούν να δεχθούν νίκες του κόσμου στο
εισόδημα, στην απασχόληση, στα κοινωνικά δικαιώματα, στις πολεμικές δαπάνες,
στη φορολογία κ.λπ.

Μια πρώτη αναγκαία παρατήρηση είναι ότι αυτή η αντιστροφή
της οικονομικής και κοινωνικής «κατεύθυνσης» των τελευταίων 20 χρόνων, δεν
μπορεί να γίνει κοινοβουλευτικά. Βασική μέθοδος για την ανατροπή του
νεοφιλελευθερισμού ήταν, είναι και θα είναι οι αγώνες, η δράση από τα κάτω. Η
κλιμάκωση, ο συντονισμός, η ενοποίηση των αγώνων, η ανάπτυξη μορφών ελέγχου από
τα κάτω, θα είναι το βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής της Οργάνωσής μας και
στην περίοδο που έρχεται.

Μια δεύτερη αναγκαία παρατήρηση είναι ότι η διεκδίκηση της
ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού δεν χωρίζεται με σινικό τείχος από τον
αντικαπιταλισμό, από τη γενικότερη αμφισβήτηση του συστήματος. Ούτε
διεκδικούμε, ούτε είναι εφικτή, κάποια επιστροφή σε ένα μη-νεοφιλελεύθερο, σε
ένα κεϊνσιανό μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτά είναι πιθανό να
εμφανιστούν ως σοσιαλδημοκρατικές ονειροφαντασίες ή ως σύγχρονες εκδοχές της
παλιάς «στρατηγικής των σταδίων» σε ένα τμήμα της Αριστεράς (τόσο του ΣΥΝ, όσο
και του ΚΚΕ). Όμως δεν θα έχουν καμιά πραγματική δυναμική: η νεοφιλελεύθερη
επιθετικότητα είναι συνυφασμένη με τον σύγχρονο καπιταλισμό και δεν υπάρχει
κανένα τμήμα του που να είναι «συμβατό» με κάποια «αντινεοφιλελεύθερη»
πολιτική.

 

7.Είναι φανερό ότι σε μια τέτοια κρίσιμη περίοδο, η
ανταπόκριση της Αριστεράς θα είναι καθοριστικός παράγοντας. Στις δημοσκοπήσεις,
ο ΣΥΡΙΖΑ (πάνω από 17%) ξεπερνά ήδη σε πρόθεση ψήφου του ΚΚΕ (γύρω στο 7%).

 

α. Το ΚΚΕ
πληρώνει, έτσι, τα μεγάλα κενά στην πολιτική του. Η ιδιόμορφα κοινοβουλευτική
παθητικότητά του («πρώτα να μεγαλώσει το Κόμμα και μετά αποφασιστικοί αγώνες»)
έρχεται σε αντίθεση με την τάση του κόσμου να αντισταθεί στις
αντιμεταρρυθμίσεις. Αυτό ήρθε στην επιφάνεια σε δύο κρίσιμα μέτωπα: Ι) Στο
εργατικό κίνημα, όπου το ΠΑΜΕ όχι μόνο δεν μπόρεσε να δώσει δείγματα «ταξικής»
οργάνωσης των αγώνων, αλλά στις 12/12/07 έχασε και το στοίχημα της μαζικής
καταγραφής, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των απεργών συμμετείχε στα μπλοκ των
συνδικάτων. ΙΙ) Στην πολιτική, όπου η απόρριψη της ενότητας στη δράση και η
ιδιόμορφη «φιλικότητα» προς τη Ν.Δ., έκαναν το ΚΚΕ να χάνει από το ΣΥΡΙΖΑ το
στοίχημα της έλξης κόσμου που αποδεσμεύεται από το ΠΑΣΟΚ.

Αυτές οι δύο ήττες ανοίγουν χοντρά ζητήματα στο ΚΚΕ:
ζήτημα συγκεκριμενοποίησης στρατηγικής (τι σημαίνει λαϊκή εξουσία και
οικονομία;), ζήτημα συμμαχιών και τακτικής (τι επιδιώκει το ΚΚΕ μέσα στην
περίοδο –πέρα από την κοινοβουλευτική ενίσχυσή του– και μαζί με ποιους μπορεί
να το επιδιώξει;) και φυσιολογικά ανοίγουν ζήτημα ηγεσίας. Η αντιμετώπιση όλων
αυτών των ζητημάτων μαζί είναι δύσκολη δουλειά και το ΚΚΕ μπορεί εύκολα
να περάσει από τη σημερινή στασιμότητα σε πτωτική στάση. Η Παπαρήγα μπορεί να
δηλώνει «δεν αισθανόμαστε πανικό», αλλά το γεγονός ότι υποχρεώνεται να κάνει τη
δήλωση δείχνει αρκετό πανικό. Την εικόνα συμπληρώνει η δημόσια διαφοροποίηση
ορισμένων «προσωπικοτήτων» (π.χ. Λαζόπουλος, Μαχαιρίτσας κ.λπ.) που στην
προηγούμενη περίοδο λειτουργούσαν ως μαζική στηρίγματα και ως πηγές κύρους για
το ΚΚΕ. Είναι πολύ σημαντικό ότι οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μετακίνηση κόσμου
από το ΚΚΕ προς το ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει επικοινωνία στον κόσμο
της Αριστεράς. Το μόνο όπλο της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι οι αδυναμίες και οι
δεξιόστροφες τάσεις του ΣΥΝ. Γι’ αυτό, οι δικοί μας σύντροφοι, ειδικά στη
νεολαία, πρέπει να ανοίξουν συστηματική συζήτηση με τον κόσμο του ΚΚΕ. Επίσης
τα έντυπά μας πρέπει να παίρνουν υπόψη και να καλύπτουν και αυτόν τον
παράγοντα.

 

β. Στον
ΣΥΝ αισθάνονται ως οι νικητές της περιόδου. Η αριστερή στροφή του 4ου Συνεδρίου
σταθεροποιήθηκε και εμπεδώθηκε ως κυρίαρχη στο 5ο Συνέδριο, αφού αποδείχθηκε
ότι ήταν η βάση για να ξεκολλήσει ο ΣΥΝ από το όριο του 3%. Ο Αλαβάνος με
αριστερές επιλογές στη Βουλή έκανε άλμα δημοτικότητας και πολιτικού ρόλου.
Σήμερα έχει τη δυνατότητα να αναδιατάσσει τις ισορροπίες στο κόμμα του,
στηρίζοντας την ηγεσία Τσίπρα και περιορίζοντας το ρόλο όλων των τάσεων, αλλά
κυρίως της δεξιάς-εκσυγχρονιστικής πτέρυγας. Ο ΣΥΝ στρατολογεί σχετικά μαζικά,
αλλάζοντας σύνθεση ως κόμμα. Το αντίτιμο για αυτά τα κέρδη, είναι ότι
στρατολογεί σχεδόν αποκλειστικά στη βάση της αριστερής στροφής, στη βάση της
απόρριψης της κεντροαριστεράς και ότι, επίσης, το κέρδισμα αυτού του κόσμου
είναι αρκετά χαλαρό, δεν στηρίζεται σε σχέσεις (βαθιάς) εμπιστοσύνης.

Όμως η απόρριψη της κεντροαριστεράς δεν είναι δεδομένη
στον ΣΥΝ μακροπρόθεσμα. Το 5ο Συνέδριο βεβαίως απέρριψε τα σενάρια κυβερνητικής
συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Αλλά κεντροαριστερά δεν είναι μόνον αυτό. Η πρόταση
Αλαβάνου για «κυβέρνηση της Αριστεράς με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», μπορεί να
αποτελέσει τη βάση επαναδιατύπωσης της κεντροαριστερής στρατηγικής στις νέες
συνθήκες, στις συνθήκες θρυμματισμού και κατάτμησης του ΠΑΣΟΚ. Το 5ο Συνέδριο
του ΣΥΝ διασκέδασε αυτές τις ερμηνείες (βλ. πολιτική απόφαση) βάζοντας έμφαση
στις κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση της κυβερνητικής
εξουσίας από την Αριστερά. Έτσι, το μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι
εφικτό. Όμως το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Οι αιφνίδιες στροφές προς την
κεντροαριστερά δεν προκύπτουν (συνήθως) από «προδοτικές» διαθέσεις των ηγεσιών.
Προκύπτουν από κάτι βαθύτερο: την έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής στα
ρεφορμιστικά κόμματα που σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας του συστήματος
«πιέζονται» να επανέλθουν στο «ρεαλισμό», στις «θετικές λύσεις» για λογαριασμό
του συστήματος και (τάχα και) των εργαζομένων. Ειδικά στον ΣΥΝ η τάση αυτή ενισχύεται
μέσα από την οργανωμένη σχέση του με το Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα και τον
δεξιόστροφο «ευρωκεντρικό» προσανατολισμό του.

Με αυτή την έννοια εκτιμάμε ότι το πρόβλημα με την
κεντροαριστερά θα επανέλθει, με τη μορφή της αντιπαράθεσης με τον κυβερνητισμό
και τον προγραμματικό «ρεαλισμό» στην αντιμετώπιση της περιόδου. Ούτε εδώ
υπάρχει περιθώριο για αφηρημένες αντιμετωπίσεις: Είναι ανοιχτή πολιτική μάχη το
πώς θα αντιδράσει ο κόσμος που σήμερα κερδίζεται στη βάση της «αριστερής
στροφής», αλλά και ένα τμήμα στελεχών που διαπιστώνει ότι οι «επιτυχίες»
έρχονται μέσα από την κίνηση προς τα αριστερά…

Η τακτική μας απέναντι στον ΣΥΝ είναι άμεσα δεμένη με την
τακτική μας στον ΣΥΡΙΖΑ.

 

8.Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια αναμφισβήτητη πολιτική επιτυχία.
Αποτελεί το εργαλείο για να εκφραστεί η τάση που δήλωνε η βασική προεκλογική
αφίσα της ΔΕΑ: «Μαύρο στη Ν.Δ., καμιά εμπιστοσύνη στο ΠΑΣΟΚ», «Για μια ισχυρή
ριζοσπαστική Αριστερά-στήριγμα των αγώνων».

Η ανάπτυξη αυτού του ρεύματος μας γεμίζει αισιοδοξία.
Επιβεβαιώνει κάποιες δύσκολες επιλογές που η ΔΕΑ έκανε πρωτοπόρα, όχι μόνο το
2007 αλλά και το 2004 όταν τα «στοιχήματα» ήταν πολύ δυσκολότερα.

Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ πάτησε σε δύο στοιχεία: την ενωτική
του πολιτική, αλλά και τη ριζοσπαστική αριστερή πολιτική. Η ΔΕΑ υπεράσπισε και
υπερασπίζει και τα δύο αυτά στοιχεία ως απαραίτητες προϋποθέσεις για τη
συνέχεια του ανοδικού ρεύματος. Το ενωτικό έχει ήδη κατοχυρωθεί, αλλά το
ριζοσπαστικό αριστερό στοιχείο είναι ζήτημα ανοιχτής πολιτικής μάχης.

Κατανοούμε το ΣΥΡΙΖΑ ως μορφή Ενιαίου Μετώπου, ειδικού
τύπου, στο πολιτικό πεδίο. Ενιαίου Μετώπου, γιατί πρόκειται για πολιτική
συνεργασία κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς με διαφορετικές στρατηγικές
και ιδεολογικές αναφορές. Ειδικού τύπου, γιατί στον ΣΥΡΙΖΑ οφείλουμε να
διασφαλίσουμε τη συμμετοχή και τον ενεργό ρόλο των χιλιάδων και χιλιάδων
ανένταχτων της Αριστεράς. Σε αυτήν την άποψη θα επιμείνουμε: η ΔΕΑ θα
λειτουργήσει ως μία επαναστατική-σοσιαλιστική πτέρυγα μέσα σε ένα πλατύ
πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι θα δίνουμε με συνέπεια και
εντιμότητα τη μάχη για να διασφαλίζονται οι όροι για τη συνέχεια στην ενότητα
δράσης. Όμως, ταυτόχρονα, θεωρούμε αδιαπραγμάτευτη την ιδεολογική και
οργανωτική ανεξαρτησία μας, την απόλυτη ελευθερία κριτικής, δημόσιας διαφωνίας
κ.λπ. Παράλληλα με τη συστηματική υποστήριξη της ενότητας στη δράση, θα δίνουμε
με έμφαση και συνέπεια τη μάχη για την ανάπτυξη της δικής μας στρατηγικής και
οργάνωσης, τη μάχη για το κέρδισμα του κόσμου στις δικές μας απόψεις. Δεν
υπάρχει καμιά αντίφαση σε αυτή τη διπλή τακτική. Συμβαδίζει με τη θεωρητική
παράδοση μας (4 πρώτα συνέδρια της 3ης Διεθνούς), αλλά και τις ανάγκες στη ζωή:
το ένα σκέλος (αυτονομία της οργάνωσης) είναι απόλυτη προϋπόθεση για τη
συνέπεια στο δεύτερο σκέλος (ειλικρινής υποστήριξη της ενότητας στη δράση και
όχι πολιτικαντισμοί). Δεν συμμεριζόμαστε τις αυταπάτες για «ανασύνθεση της
Αριστεράς»: οδηγούν σε ιδεολογική και πολιτική επικυριαρχία της ρεφορμιστικής
στρατηγικής και σε διάλυση του μετώπου ενότητας στη δράση. Το παράδειγμα
αποσύνθεσης στην Ιταλία είναι διδακτικό.

Στο πεδίο της πολιτικής, θα υποστηρίζουμε τη γραμμή να
αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως το κέντρο μιας μαχητικής κοινωνικής και πολιτικής
αντιπολίτευσης, με στόχο την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Θα απορρίπτουμε
τον κυβερνητισμό μέσα στους σημερινούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς
ως μορφή επιστροφής στην κεντροαριστερά και το σοσιαλφιλελευθερισμό. Θα
στηρίζουμε με όλες μας τις δυνάμεις την άποψη ότι η πρόταση εξουσίας της
Αριστεράς οφείλει να είναι ο σοσιαλισμός, η ανατροπή της αστικής εξουσίας και η
ανάπτυξη της αυθεντικής και δημοκρατικής εξουσίας των εργαζομένων. Θα
διεκδικούμε ως «μεταβατικό» πρόγραμμά μας προς αυτή την κατεύθυνση, την
υιοθέτηση των αιτημάτων των πιο προωθημένων τμημάτων του μαζικού κινήματος,
απορρίπτοντας τις όποιες ιδέες, τάχα, «θετικών εναλλακτικών λύσεων» που
υπόσχονται να λύσουν ταυτόχρονα τα αιτήματα των εργατών και τα προβλήματα των
βιομηχάνων.

Τέλος στο οργανωτικό πεδίο, θα υποστηρίζουμε την ενίσχυση
και την καλύτερη δυνατή συγκρότηση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να λέμε ψέματα
στον κόσμο και να τάζουμε λύσεις που γνωρίζουμε ότι δεν θα δουλέψουν. Το
απαραίτητο βήμα είναι η συγκρότηση και ο πολλαπλασιασμός των Τοπικών Επιτροπών.
Οι οποίες θα πρέπει να αναπτυχθούν με μία δραστήρια και αριστερή δουλειά στη
βάση. Στην κατεύθυνση αυτή τα μέλη της ΔΕΑ θα δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό.

Καθήκον της νέας Κ.Ε. θα είναι να επεξεργαστεί
συγκεκριμένα, πολιτικά και οργανωτικά, αυτήν την τακτική.

 

27/02/08

Η Κ.Ε.

Λέξεις Κλειδιά