Το άρθρο αυτό αποτελεί συμπύκνωση μιας ευρύτερης – ανέκδοτης ακόμη– μελέτης του Δημήτρη Μπελαντή με τίτλο «Κριτική στη θεωρία του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό – από τον Κάουτσκι στον ντ’ Αλέμα».
του Δημήτρη Μπελαντή
Τ ο ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα των μέσων της δεκαετίας του 1940, μέσα από την εμπειρία του φασισμού και της αντίστασης, φτάνει σε ένα στρατηγικό δίλημμα. Η στρατηγική που έχει χαράξει από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 (7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς) είναι αυτή του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου και των συμμαχιών με τη σοσιαλδημοκρατία και τη δημοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης, του «εθνικού» του πια ρόλου. Η στρατηγική αυτή δεν εγκαταλείπει ρητά την επανάσταση, νοούμενη λίγο ή πολύ ως μια μορφή εφόδου (αν και τη μεταθέτει σε ένα απώτατο, μη ορατό μέλλον, όταν επιτέλους θα ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι). Η ουσία όμως της καθημερινής πολιτικής είναι οι συμφωνίες με τις προοδευτικές αστικές δυνάμεις όχι μόνο για την ανατροπή ή την απόκρουση του φασισμού/ναζισμού, αλλά και για τη φιλολαϊκότερη διαχείριση του αστικού κράτους (Κλαουντίν, 1981). Τα ΚΚ μπαίνουν μετά το 1935 στη συζήτηση για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να γίνονται –ακόμη– κλασικά μεταρρυθμιστικά κόμματα.
Η μεσοπολεμική στρατηγική της Κομμουνιστικής Διεθνούς περνά από δύο
φάσεις ανάμεσα στο 1928 και στο 1939: τη «σοσιαλφασιστική» και τη
«λαϊκομετωπική (1935-39).
Κατά την α’ φάση, η οποία αρχίζει με το 6ο Συνέδριο της
Κομμουνιστικής Διεθνούς (1928), τα ΚΚ προετοιμάζονται για μια «γενική
έφοδο» κατά του καπιταλισμού, που «καταρρέει στο πλαίσιο της γενικής
του κρίσης» (ανάλυση του οικονομολόγου της Γ΄ Διεθνούς, περίφημου
Ούγγρου μαρξιστή Ευγένιου Βάργκα, ο οποίος προέβλεψε την οικονομική
κρίση του 1929). Το πρόβλημα σε αυτήν τη γραμμή είναι ότι ερμηνεύει τη
διεθνή οικονομική κρίση του καπιταλισμού (1928-32) ως αυτόματα πολιτική
κρίση (οικονομισμός, Πουλαντζάς, 1975) και ότι, ανεξαρτήτως των ειδικών
συνθηκών κάθε χώρας/κοινωνικού σχηματισμού, θεωρεί ότι υπάρχουν
επαναστατικές συνθήκες παντού. Η γραμμή αυτή ενισχύει το διεθνή
ενθουσιασμό για το Α΄ πεντάχρονο πλάνο στη Σοβιετική Ένωση (1928-32)
και απομακρύνει τις αντιδράσεις για τη βίαιη κολεκτιβοποίηση, τη
διάρρηξη της εργατοαγροτικής συμμαχίας στην ΕΣΣΔ και τις πρώτες
κομματικές διώξεις. Αν η ΕΣΣΔ είναι «επαναστατικό κράτος», κάθε κριτική
σε βάρος της αποβαίνει αντικειμενικά «αντεπαναστατική».
Τα ΚΚ δεν επιδίδονται σε πραξικοπηματικές απόπειρες κατάληψης της
εξουσίας, όπως στις αρχές της δεκαετίας του ’20 (Λένιν, Αριστερισμός),
αλλά υιοθετούν μια βερμπαλιστική επαναστατική συνθηματολογία, ένα
«ριζοσπαστικό εκλογικισμό» (με πολλές ομοιότητες με το ΚΚΕ σήμερα) και
αποδοκιμάζουν κάθε πολιτική ενιαίου μετώπου κατά του φασισμού (Τρότσκι,
Ο φασισμός). Η σοσιαλδημοκρατία θεωρείται «σοσιαλφασισμός». Ως
αποτέλεσμα, η αδυναμία/απροθυμία του γερμανικού ΚΚ να οργανώσει μια
συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες κατά του ανερχόμενου ναζισμού
οδηγεί –μεταξύ άλλων– στην πρωθυπουργία του Χίτλερ τον Γενάρη του 1933,
στην εκλογική του νίκη τον Μάρτη του ίδιου χρόνου και στην εδραίωση του
ναζιστικού καθεστώτος. Το μεγαλύτερο ΚΚ της Διεθνούς στην Ευρώπη (το
οποίο το 1932-33 φτάνει το 15% περίπου) διαλύεται. Ορθά, η Αριστερή
Αντιπολίτευση αλλά και η αριστερή σοσιαλδημοκρατία επικρίνουν τον
ακραίο σεχταρισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς (άλλο θέμα ότι και η
ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας δεν ήθελε το ενιαίο μέτωπο από
αντικομμουνιστική λογική).
Στη β’ φάση, η Κομμουνιστική Διεθνής, προσαρμόζοντας τη στρατηγική της
στην ήττα του 1933 και στην αιμορραγία των κομμάτων της, και με
πρωτοβουλία των Στάλιν, Δημητρόφ και Τολιάτι, κάνει στροφή 180 μοιρών
και οδηγείται στη «δεξιά» στρατηγική του λαϊκού μετώπου (7ο Συνέδριο
Κομμουνιστικής Διεθνούς, Αύγουστος 1935). Η στροφή αυτή έχει μονιμότερο
χαρακτήρα από τη στρατηγική του «σοσιαλφασισμού». Η Διεθνής θεωρεί ότι
ο φασισμός εκφράζει την απειροελάχιστη χρηματιστική ολιγαρχία («200
οικογένειες» στη Γαλλία). Αντίθετα, η μη μονοπωλιακή αστική τάξη και
συλλήβδην η μικροαστική τάξη –σε συνδυασμό και με την ανάπτυξη
παραγωγικών δυνάμεων και την τάση κοινωνικοποίησης της παραγωγής στο
μονοπωλιακό καπιταλισμό– παίζουν προοδευτικό ρόλο και είναι σύμμαχοι
στον αγώνα κατά του φασισμού για στερέωση της αστικής δημοκρατίας και
τροπή της σε «λαϊκή δημοκρατία» και για ειρηνική συνύπαρξη με την ΕΣΣΔ.
Η ΕΣΣΔ προχωρά σε μια στρατηγική συμμαχιών με τις δυτικές δημοκρατίες
κατά του φασιστικού κινδύνου με μόνιμα χαρακτηριστικά, ενώ η αστική
δημοκρατία αποκτά πλέον θετικό πρόσημο για την εργατική τάξη. Κόμματα
καθαρά αστικά, όπως οι Γάλλοι Ριζοσπάστες, θεωρούνται προοδευτικά και
το ΚΚ Γαλλίας προχωρά το 1936 σε εκλογική/κυβερνητική συμμαχία με το
Σοσιαλιστικό Κόμμα και τους Ριζοσπάστες του Μπριάν. Όρος της συμμαχίας
είναι η αποδυνάμωση του μεγάλου απεργιακού κινήματος και η αποθάρρυνση
των επαναστατικών βλέψεων. Ο γραμματέας του ΚΚ Μορίς Τορέζ δηλώνει ότι
οι κομμουνιστές «ξέρουν πότε πρέπει να σταματούν μια απεργία»
(καλοκαίρι 1936). Είναι ο Στάλιν πολύ πριν από το 20ό Συνέδριο που
ενθαρρύνει τη λογική της πάλης μέσα στους θεσμούς και του μακρού,
σταδιακού και ειρηνικού περάσματος
Η ίδια λογική ακολουθείται στην Ισπανία το 1936. Εδώ ένα πολύ
ισχυρότερο εργατικό κίνημα (δύο χρόνια πριν στις Αστούριες έχει
κατασταλεί από το στρατό μια μεγάλη εξέγερση των ανθρακωρύχων) φτάνει
στην κυβέρνηση μετά τη νίκη του λαϊκού μετώπου το 1936 και σχηματίζεται
κυβέρνηση σοσιαλιστών, κομμουνιστών και φιλελευθέρων. Στα αριστερά του
ΚΚ το τροτσκίζον POUM και, ιδίως, η πρωταγωνιστική στο ισπανικό κίνημα
αναρχικών τάσεων CNT.
Η δημιουργία επαναστατικής κρίσης στην Ισπανία του 1936-37 (καταλήψεις
εργοστασίων και αυτοδιεύθυνση, καταλήψεις φεουδαλικών ιδιοκτησιών γης,
μαζικός εξοπλισμός της εργατικής τάξης) οδηγεί στο φασιστικό
πραξικόπημα του Φράνκο και στον εμφύλιο πόλεμο του 1936-39.
Αποδυναμώνεται έτσι η πεποίθηση περί «ειρηνικού περάσματος» στο
σοσιαλισμό. Το ΚΚ και το ΣΚ με την υποστήριξη του Στάλιν πολεμούν και
καταστέλλουν άγρια τις επαναστατικές τάσεις μέσα στο δημοκρατικό
στρατόπεδο (Βαρκελώνη, Μάιος 1937), βάσει της άποψής τους ότι η
ριζοσπαστικοποίηση/υπέρβαση/πτώση της αστικής δημοκρατίας θα πολώσει
όλες τις δυνάμεις κατά της ισπανικής δημοκρατίας και θα ενισχύσει το
φασισμό και τη γερμανοϊταλική επέμβαση. Υποστηρίζουν ότι, αν η Ισπανία
μείνει αστικοδημοκρατική, θα διατηρήσει τη διεθνή συμπάθεια. Παρά την
ήττα της επανάστασης –ή, καλύτερα, χάρη σε αυτήν–, η ισπανική
δημοκρατία απομονώνεται εσωτερικά και διεθνώς και ηττάται.
Είναι ο ίδιος ο Στάλιν που με τη δύναμη της NKVD επιβάλλει αιματηρά
(σχήμα οξύμωρο) στην Ισπανία του 1936-39 το σχήμα της υποταγής του
εργατικού κινήματος στο όριο της αστικής δημοκρατίας και του «ειρηνικού
περάσματος» (Κλαουντίν, 1981, Φ. Μόροου, Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ κ.ά.)
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (μετά το σύντομο διάλειμμα
του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ) ακολουθείται η στρατηγική του
λαϊκομετωπισμού-εθνικομετωπισμού με τις δημοκρατικές αστικές δυνάμεις
και τους Συμμάχους. Παρά το ότι μια ορισμένη μίνιμουμ στρατηγική
αντιφασιστικής ενότητας ήταν αναγκαία, οι Σοβιετικοί και τα ΚΚ λυγίζουν
το ραβδί προς τα «δεξιά», διαλύοντας την Κομμουνιστική Διεθνή και
υποτάσσοντας τις μεταπολεμικές προοπτικές λαϊκής εξουσίας στις ανάγκες
των Συμμάχων και της ΕΣΣΔ. Υποτιμάται τόσο η ταξική πάλη μέσα στα μπλοκ
της Αντίστασης όσο και ο ίδιος ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του Β΄
Παγκόσμιου Πολέμου (αυτό δε σημαίνει ότι η απολύτως εξωπραγματική
πολιτική του ντεφετισμού ήταν ορθή).
Η πολιτική της «συμφιλίωσης» επιδοκιμάζεται αλλά και υποκινείται από το
σοβιετικό κέντρο, το οποίο, για χάρη της αντιφασιστικής ενότητας,
αποθαρρύνει τα εγχειρήματα κατάληψης της εξουσίας μετά την αποχώρηση
των ναζί από τις κατεχόμενες χώρες όπου οι κομμουνιστές είναι κοινωνικά
ισχυροί και μαζικοί (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Ιταλία). Εντέλει,
το σοβιετικό κέντρο δεν επιζητεί την επαναστατική λύση αλλά τη διανομή
σφαιρών επιρροής με τη Δύση μετά την ήττα του ναζισμού. Η «κατάκτηση»
της εξουσίας στην Ανατολική Ευρώπη δεν αποτελεί επαναστατική εμπειρία
(αν και η περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας το 1948 υπήρξε πιο σύνθετη),
αλλά επιβολή του σοβιετικού μοντέλου από τον Κόκκινο Στρατό.
Στην Ελλάδα το ΚΚΕ ακολουθεί μια καταστροφικά «δεξιά» πολιτική
παράδοσης της εξουσίας στους αστούς πολιτικούς και στη Βρετανία
(Λίβανος, Καζέρτα, 1944) και, όταν εξαναγκάζεται στην ένοπλη εξέγερση
από τις μάζες, δεν έχει την υποστήριξη της ΕΣΣΔ. Ανάμεσα στο 1945 και
στην αρχή του εμφύλιου πολέμου έχει γραμμή «ειρηνικού περάσματος» (7ο
Συνέδριο 1945).
Στη Γιουγκοσλαβία και στην Κίνα η επανάσταση νικά χάρη στην αυτονομία
των ηγεσιών των ΚΚ από το σοβιετικό κέντρο και στη χάραξη μιας
ενδογενούς επαναστατικής γραμμής μαζών – η Μόσχα έχει επιχειρήσει να
μπλοκάρει αυτήν τη διαδικασία. Στην Κίνα ο Στάλιν ζητά συμφιλίωση με
τον Τσανγκ Κάι Σεκ επαναλαμβάνοντας τις καταστροφικές για το ΚΚ
εισηγήσεις του της περιόδου 1925-1927 (Τρότσκι, 1979). Στη
Γιουγκοσλαβία ο Στάλιν ζητά αρχικά (ως το 1943) συνεννόηση με τον
Μιχαήλοβιτς και τους Βρετανούς (Κλαουντίν, 1981). Ο Τίτο τον αγνοεί.
Στη μεταπολεμική Γαλλία και Ιταλία τα ΚΚ αποκηρύσσουν την επαναστατική
δυνατότητα και τα όργανα λαϊκής εξουσίας για χάρη της ειρηνικής
εξέλιξης, της «δημοκρατίας» και της «εθνικής συμφιλίωσης» σε
αντιφασιστική κατεύθυνση. Το Ιταλικό ΚΚ κηρύσσει το αστικό Σύνταγμα του
1949 «Σύνταγμα της εργασίας», παρανοώντας ότι η αναφορά του στην
εργασία ως δικαιώματος και αξίας δεν έχει σε καμία περίπτωση
αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο (Παντσιέρι, 1983).
Η εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη (1945-1948)
Η στρατηγική του λαϊκομετωπισμού (πολύ διαφορετική από τη λενινιστική
και γκραμσιανή στρατηγική του ενιαίου μετώπου, η οποία κήρυσσε την
ενότητα της εργατικής βάσης κομμουνιστών και σοσιαλιστών και όχι την
υπαγωγή των κομμουνιστών στην αστική δημοκρατία) οδηγεί στην
εγκατάλειψη της δυναμικής για –ένοπλη και βασισμένη στις μαχητικές
ομάδες των κομμουνιστών– σοσιαλιστική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη μετά
τον πόλεμο. Όπου οι κομμουνιστές συγκροτούν αρκετά νωρίς μια
διαφορετική ανεξάρτητη στρατηγική από αυτήν του σοβιετικού κέντρου
επιτυγχάνουν (Γιουγκοσλαβία και Κίνα). Αντίθετα, όπου οδηγούνται σε
εμφύλιο χωρίς συνεκτική στρατηγική και με παλινωδίες και
λαϊκομετωπικούς πειρασμούς (Ελλάδα) ηττώνται. Ο γενικός κανόνας είναι
αυτός που εφαρμόζουν οι Τορέζ στη Γαλλία και Τολιάτι στην Ιταλία:
άμβλυνση του μαζικού κινήματος, παράδοση των όπλων, ενσωμάτωση στο
κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Σε μια περίοδο που το εργατικό κίνημα είναι
πολύ ισχυρό (μεγάλες απεργίες σε Γαλλία και Ιταλία το 1945-48) και που
υπάρχουν ακόμη δομές της Αντίστασης και έμβρυα εργατικής εξουσίας, τα
ΚΚ προχωρούν στην άμβλυνση των αγώνων και στην ένταξή τους στο πλαίσιο
της αστικής δημοκρατίας – και αυτά σε μια περίοδο που το ΝΑΤΟ φτιάχνει
τη μυστική οργάνωση «Γκλάντιο» στη Δυτική Ευρώπη και ετοιμάζεται για
εμφύλιο πόλεμο. Αν και η Κομινφόρμ το 1947-48 θα μεμφθεί τον
κομμουνιστικό ρεφορμισμό για τακτικούς λόγους (Ψυχρός Πόλεμος), η
γραμμή αυτή της προσαρμογής είναι και σοβιετικής έμπνευσης. Ιδίως στην
Ιταλία, υπάρχει ισχυρή εσωκομματική αντίσταση στη γραμμή αυτή μεταξύ
των παλαιών ανταρτών ηγετών γύρω από τον Πιέτρο Σέκια, η οποία όμως
ηττάται (με δεδομένη και την αρνητική εικόνα από τη θέση των Ελλήνων
κομμουνιστών το 1946-49). Η τάση αυτή κρύβει τα όπλα για έναν επόμενο
γύρο: οι ηγέτες του αντάρτικου πόλης του ’70 θα αναζητήσουν έμπνευση
από την παράδοση του Σέκια.
Το αν υπήρχαν προοπτικές επιτυχίας της επανάστασης (με δεδομένη και την
παρουσία των Αμερικανών στην Ευρώπη) είναι ιστορικά ανοιχτό (ο
Κλαουντίν δέχεται ότι υπήρχαν τέτοιες δυνατότητες), σε κάθε περίπτωση
όμως μετρά η επιλογή των ΚΚ να διαφοροποιηθούν ριζικά από μια
επαναστατική δυνατότητα και να προσανατολιστούν σε
θεσμικό/κοινοβουλευτικό ρόλο. Αυτή η επιλογή σημαίνει την αρχή ενός
στρατηγικού βαθέματος προς τον ειρηνικό δρόμο και τη (συγ)κυβερνητική
εκδοχή του λαϊκομετωπισμού (Τολιάτι), τη στροφή προς ένα «νέου νέου
τύπου» θεσμικό κομμουνιστικό κόμμα και πολιτική με έμφαση στις εκλογές
και στις κοινοβουλευτικές μάχες και μεταρρυθμίσεις. Ο Τολιάτι ονομάζει
αυτή τη στροφή από τον ταξικό ρόλο του ΚΚ Ιταλίας στον εθνικό ρόλο του
Ιταλικού ΚΚ («Στροφή του Σαλέρνο»).
Λέγεται ότι ο Τολιάτι πριν από τις κρίσιμες ιταλικές εκλογές του 1948
δήλωνε σε στενό κύκλο ότι δεν επιζητούσε την εκλογική νίκη, γιατί κάτι
τέτοιο θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο. Ακόμη και μια καθαρή εκλογική
νίκη, που θα πόλωνε τα δυο στρατόπεδα, θεωρείται από τη «μετωπική»
ηγεσία των Ιταλών κομμουνιστών πρόκληση προς την αστική τάξη.
Η μετάβαση στο ειρηνικό πέρασμα και οι αμφισβητήσεις της στη δεκαετία του 1960: δυτικά ΚΚ και Μάης του ’68
Στα ύστερα χρόνια του Στάλιν (1945-53) η γραμμή του «ειρηνικού
περάσματος» κυριαρχεί στην πρακτική των ΚΚ (με εξαίρεση περιπτώσεις
εμφύλιων συγκρούσεων σε Ελλάδα, Μαλαισία, Βιετνάμ, Φιλιππίνες κ.α.),
αλλά δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί στρατηγικά και θεωρητικά.
Οι παλινωδίες του Στάλιν αλλά και ο Ψυχρός Πόλεμος ευνοούν συχνά μια
λεκτική και μόνο επαναστατική ρητορεία (αν και ο Στάλιν κατά κανόνα
ζητά από τη διεθνή εργατική τάξη να σηκώσει τις σημαίες της «ειρήνης
και της δημοκρατίας» – Κλαουντίν, 1981).
Η συγκυρία της «Μυστικής έκθεσης Χρουστσόφ» και της αποσταλινοποίησης
στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) σημαίνει και την παγίωση της γραμμής
του ειρηνικού περάσματος στα δυτικά ΚΚ με τη σφραγίδα των Σοβιετικών
(Μαντέλ, 1982). Η «ειρηνική συνύπαρξη» απαιτεί απομάκρυνση από τις
«επαναστατικές χίμαιρες». Το Κινεζικό ΚΚ (αλλά και ο διεθνής
τροτσκισμός) καταδικάζει αυτήν τη γραμμή, με αποτέλεσμα μικρά σχίσματα
στα δυτικά ΚΚ. Προφανώς, η γραμμή του ειρηνικού περάσματος αποτελεί μια
νέα κυρίαρχη ανάγνωση του παλαιού οικονομισμού/εξελικτισμού της
Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς: η μεταπολεμική ανάπτυξη του
καπιταλισμού διευρύνει τις παραγωγικές δυνάμεις, κοινωνικοποιεί την
παραγωγική διαδικασία, οδηγεί στη σύζευξη κράτους και μονοπωλίων και
δημιουργεί έναν κρατικό μηχανισμό αστικό ακόμη αλλά ώριμο για το
σοσιαλισμό: το ειρηνικό πέρασμα είναι το φυσικό αποτέλεσμα ενός προτσές
όπου η ώριμη αστική κοινωνία και η έντονα κοινωνικοποιημένη παραγωγή
της αποτινάσσει τους ιδιοποιητές/παράσιτα, μια χούφτα μεγάλους
μονοπωλιακούς ομίλους (θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού,
Πουλαντζάς, 1975). Η θεώρηση αυτή κατανοεί το αστικό κράτος ως ουδέτερο
εργαλείο που θα περάσει από τα μονοπώλια σε εμάς, που δεν έχει εγγενή
ταξικά χαρακτηριστικά (τελείως αντίθετα, από την άποψη του Λένιν στο
Κράτος και επανάσταση). Για τα ΚΚ πλέον η εξουσία είναι θέμα
διακυβέρνησης, κατοχής του ουδέτερου κράτους μέσα από τον εκλογικό
αγώνα. Ορίζονται δύο στάδια, ένα δημοκρατικό-αντιμονοπωλιακό, όπου θα
αποκαθηλώσουμε τα μονοπώλια και την εξουσία τους, και ένα γνήσια
σοσιαλιστικό, όπου θα εγκαθιδρυθεί η σοσιαλιστική εξουσία και θα
ληφθούν μέτρα αντίστοιχα με αυτά της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Στη δεκαετία του 1960 ολοκληρώνεται η διαδικασία της «ανοικοδόμησης»
και του οικονομικού θαύματος στη Δυτική Ευρώπη και αρχίζουν να
συσσωρεύονται νέες αντιφάσεις και επαναστατικές δυνατότητες – για πρώτη
φορά μετά τα κύματα της δεκαετίας του ’20 και της περιόδου 1945-1948.
Ολοκληρώνεται η διαδικασία προς το μεγάλο τεϊλορικό εργοστάσιο (Κοριά,
1986) και οξύνεται η πάλη του εργάτη αυτής της μορφής με το δεσποτισμό
της καπιταλιστικής διεύθυνσης. Ενισχύεται η διεθνοποίηση του κεφαλαίου
και εισάγεται μαζικά η μεταναστευτική εργατική δύναμη στις μητροπόλεις
της Δυτικής Ευρώπης. Παράλληλα αναπτύσσεται το κίνημα της νεολαίας, που
αμφισβητεί τις παραγωγικές, ηθικές και κοινωνικές αξίες της αστικής
κοινωνίας εκείνης της εποχής. Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας είναι η
έκρηξη του 1968. Εργατικός και φοιτητικός Μάης στη Γαλλία, εργατικό
«θερμό φθινόπωρο» στην Ιταλία του 1968-69 και ιταλικός φοιτητικός Μάης
του 1968-73, άνοδος μιας Νέας Επαναστατικής Αριστεράς σε Δυτική Ευρώπη
και ΗΠΑ, υποστήριξη του Βιετνάμ και των αντιαποικιακών κινημάτων.
Ύστερα από πολλά χρόνια δημιουργείται εκ νέου μια μαζική κουλτούρα
εξέγερσης και διερεύνησης της επαναστατικής δυνατότητας. Από τον Μάη θα
γεννηθούν ή θα ενισχυθούν ρεύματα όπως ο ευρωπαϊκός μαοϊσμός και η
Σχολή του Παρισιού, ο νεοτροτσκισμός του Μαντέλ., η Μηνιαία Επιθεώρηση
στις ΗΠΑ, θα αναβιώσουν ρεύματα όπως ο συμβουλιακός κομμουνισμός (Γκι
Ντεμπόρ, Πάνεκοκ-Μπορντίγκα-Μάτικ-Ρίλε κ.ά., εν μέρει ο «Σοσιαλισμός ή
βαρβαρότητα») ή ο κλασικός αναρχισμός, αμερικανικά εξεγερσιακά ρεύματα
με έντονο και το φυλετικό στοιχείο (Μαύροι Πάνθηρες) κ.ά.
Με τα πολιτικά και θεωρητικά εργαλεία του επίσημου σοβιετικού μαρξισμού
στην κατοχή τους και τη γραμμή του «ειρηνικού περάσματος», δεν είναι
προς έκπληξη το ότι τα δυτικά ΚΚ αντιτάχθηκαν σθεναρά στα εξεγερσιακά
μηνύματα και πρακτικές του 1968 και τα θεώρησαν μη ελεγχόμενα και
«προβοκατόρικα». Ιδίως στη Γαλλία, το ΚΚ των Βαλντέκ Ροσέ και Μαρσέ
παίρνει ανοιχτά ανταγωνιστική θέση προς το κίνημα και ανακηρύσσεται σε
«κόμμα της τάξης». Οι συνδικαλιστικές του δυνάμεις (CGT) παίρνουν μέρος
στις απεργίες, αλλά ωθούν σε συμβιβασμό και απομόνωση των ακραίων
τάσεων, συχνά δε συγκρούονται άμεσα με αυτές. Το πιο ευέλικτο Ιταλικό
ΚΚ των Λ. Λόνγκο και Ε. Μπερλίνγκουερ είναι πιο ανοιχτό στα νέα
εργατικά και νεολαιίστικα κινήματα (κινήματα με ακροαριστερό ή και
αναρχικό πολιτικό πρόσημο) και, χωρίς να συμφωνεί με την προοπτική
τους, αφομοιώνει μέρος των άμεσων αιτημάτων τους. Η γραμμή κατά την
οποία οι δυτικές κοινωνίες είναι ώριμες για ένα επαναστατικό άλμα και
την υπέρβαση της μετωπικής στρατηγικής απορρίπτεται ασυζητητί από τα ΚΚ
(Il Manifesto, 1976). Ακόμη και το πιο δημοκρατικό ΙΚΚ διαγράφει τα
«αριστερά» στελέχη του, ενώ στηρίζει τις ακραίες κατασταλτικές
στρατηγικές του ιταλικού κράτους απέναντι όχι μόνο στις ένοπλες
οργανώσεις, αλλά και στην άκρα Αριστερά (σύλληψη πολλών στελεχών της
στις 7-4-1979).
Μέσα στα μεγάλα φορντικά εργοστάσια διεξάγεται μεταξύ 1968 και 1977 μια
λυσσασμένη πάλη ανάμεσα στο Ιταλικό ΚΚ, που επιζητεί μια
αντιπροσώπευση/μεσολάβηση/διευθέτηση της σύγκρουσης, και στην άκρα
Αριστερά, που επιζητεί ένα προχώρημα της σύγκρουσης ως τη ρήξη και τη
δυαδική εξουσία (Μπαλεστρίνι, 1979). Δεν είναι τυχαίο το ότι η ένταση
αυτή βιώνεται από την ιταλική αστική τάξη (μερίδα της οποίας καταφεύγει
στον εκφασισμό και σε τρομοκρατικά χτυπήματα με τη στήριξη του κρατικού
μηχανισμού), αλλά και από τμήματα του κινήματος, που περνούν στο ένοπλο
με την εκτίμηση ότι η ρήξη πλησιάζει (η εκ των υστέρων κριτική σε αυτά
δεν πρέπει να αγνοεί ότι το ζήτημα της ρήξης ήταν εκείνη την εποχή
ζήτημα διαλόγου πολλών χιλιάδων ανθρώπων στην ιταλική κοινωνία).
Μετά το 1975 αναπτύσσονται στην Ιταλία τα «αυτόνομα» κοινωνικά ρεύματα,
τα οποία, όχι πλέον από μια λογική «εργατισμού» αλλά από μια λογική
«κόκκινων χώρων ελευθερίας», αντιπαρατίθενται με την καπιταλιστική
νομιμότητα. Η σύγκρουση γίνεται πιο πολύμορφη, αλλά ως το 1980 (μεγάλη
ήττα εργατικού κινήματος στη Fiat) δεν αμβλύνεται.
Αν για το ΙΚΚ η έξοδος από τη σύγκρουση είναι ο «ιστορικός
συμβιβασμός», για μεγάλα κομμάτια του κινήματος της περιόδου είναι η
ριζοσπαστικοποίηση των μορφών και του λόγου του κινήματος (κατά της
εργοστασιακής διεύθυνσης, κατά της ηθικής ή φυλετικής αυθεντίας, αλλά
και κατά της δομής του κράτους με άμεσο τρόπο).
Επίσης, στην Πορτογαλία το τοπικό ΚΚ συγκρούεται με τα τμήματα του
εξεγερμένου στρατού που αναζητούν μια αντικαπιταλιστική προοπτική
(Καρβάλιο). Σε όλες τις περιπτώσεις όπου εμφανίζεται μια
αντικαπιταλιστική δυναμική τα ΚΚ εμφανίζονται ως δύναμη της τάξης. Αυτό
δεν είναι άσχετο από το γεγονός ότι έχει προχωρήσει στη Δύση το
κεϊνσιανό κράτος πρόνοιας και τα ΚΚ στη Γαλλία και στην Ιταλία
εκφράζουν πλατιά εργατικά και μικροαστικά στρώματα που τάσσονται υπέρ
του νεοκαπιταλιστικού κοινωνικού συμβολαίου (υποκατάσταση της ασθενούς
σοσιαλδημοκρατίας).
Η επαγγελία του ευρωκομμουνισμού
(1975-85): Καρίγιο,
Κάουτσκι και Πουλαντζάς
Η θέση του ευρωκομμουνισμού (όπως διατυπώνεται στα μέσα του ’70 πιο
πολιτικά από τον Ε. Μπερλίνγκουερ και πιο θεωρητικά από τον Σ. Καρίγιο
του ΚΚ Ισπανίας) είναι μια θέση που προσπαθεί να κλείσει την αντίφαση
ανάμεσα σε μια πολιτική μεταρρυθμίσεων στη Δύση, στην πρακτική
απομάκρυνση από την επανάσταση και σε μια άκριτη υποστήριξη των
καθεστώτων της Ανατολής. Αποστασιοποιούμενα τα δυτικά ΚΚ από τη
νεοσταλινική Ανατολή ήδη από την εποχή της Άνοιξης της Πράγας
(Αύγουστος 1968), αποστασιοποιούνται ταυτόχρονα και από τη θεολογική
υπαγωγή τους σε ένα σοβιετικής έμπνευσης λενινισμό. Στο κλασικό έργο
του ο Καρίγιο εγκαταλείπει τον πυρήνα του λενινισμού, διατηρεί την
ανάλυση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και θεωρητικοποιεί το
σταδιακό και ειρηνικό πέρασμα ως τη μόνη δυνατότητα για τη Δύση.
Μάλιστα, οι ευρωκομμουνιστές, αν και αντίθετοι στο αίτημα για
επαναστατική ρήξη του Μάη, αφομοιώνουν σημαντικές όψεις της
δευτερεύουσας αλλά ισχυρής διάστασής του ως κριτικής της νεωτερικότητας
(φεμινισμός, οικολογία, νέα κινήματα, αυτοδιαχείριση κ.λπ.).
Η θέση του Καρίγιο του 1977 για μια «επανάσταση με συναίνεση»
(revolution by consent) επαναλαμβάνει εν πολλοίς το Δρόμο προς την
εξουσία του επαναστάτη Κάουτσκι του 1909. Η αστική δημοκρατία γίνεται
όλο και περισσότερο μια αριστερή υπόθεση και περιθωριοποιεί τις αστικές
δυνάμεις (που, σύμφωνα με τον Καρίγιο, εκφράζουν μια ασήμαντη κοινωνική
μειοψηφία). Στο τέλος, θα πάρουμε την κυβερνητική εξουσία και έτσι θα
ολοκληρωθεί η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Μια βίαιη απάντηση του
εχθρού δεν είναι απίθανη, αλλά όσο περισσότερο έχουμε την πλειοψηφία με
το μέρος μας ο εχθρός δε θα την επιχειρήσει γιατί ξέρει πως θα χάσει
(Χιλή ’73;).
Μια πολύ σημαντική διαφορά του Καρίγιο από τον Κάουτσκι –το κοινό
τους σημείο εντοπίζεται στην ουδέτερη σύλληψη του κρατικού μηχανισμού
της αστικής δημοκρατίας, ο οποίος θεωρείται μόνο εργαλειακά ταξικός
λόγω της αστικής κυβέρνησης και του πολύμορφου ελέγχου της «αστικής
κοινωνίας» πάνω του– είναι το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το
σημείο ο Κάουτσκι του 1909 τοποθετείται αριστερότερα από τον Καρίγιο
του 1977. Ενώ ο δεξιός ευρωκομμουνισμός συνδέει την ειρηνική κατάληψη
της εξουσίας με μια πορεία γραμμικών διαρθρωτικών αλλαγών, ο Κάουσκι
κατανοεί ότι α) το αστικό κράτος μάλλον αντιδραστικοποιείται στις
συνθήκες μονοπωλιακής κυριαρχίας, άρα η δυνατότητα μεταρρυθμίσεων είναι
υπαρκτή μεν αλλά περιορισμένη προ της ανάληψης της κυβερνητικής
εξουσίας και δεν οδηγεί στο σοσιαλισμό παρά μόνο αν οι σοσιαλιστές
μονοπωλήσουν την κυβερνητική εξουσία (από αυτή την άποψη ο Κάουσκι
κατακεραυνώνει τη συμμετοχή των σοσιαλιστών σε αστικές κυβερνήσεις
συνεργασίας) και β) ο κίνδυνος γενικής ρήξης και εμφύλιου πολέμου δεν
αποτρέπεται μόνο με τη δική μας καλή βούληση, αλλά εναπόκειται εν
πολλοίς στην όξυνση της ταξικής πάλης και στη στρατηγική του αντιπάλου
μας. Άλλο αν ο Κάουτσκι υπερτιμά το εργατικό κίνημα στη Δύση και το
θεωρεί παντοδύναμο, άρα ικανό να περνά στιγμιαία από μια
κοινοβουλευτική σε μια στρατηγική ρήξης («όταν μας επιτεθούν»). Η
εμπειρία του 1914 αλλά και της Χιλής του 1973 τον διαψεύδει ιστορικά.
Ο ιταλικός ιδίως ευρωκομμουνισμός υιοθετεί μια ύστερη ανάγνωση των
θέσεων του Γκράμσι για τον «πόλεμο θέσεων» και την ανάληψη της
ηγεμονίας. Αποσιωπά έτσι ότι ο Γκράμσι ενέτασσε τον «πόλεμο θέσεων» σε
μια δυτική λενινιστική στρατηγική (συνθετότερη από το ρωσικό
λενινισμό), αλλά και ότι ποτέ δεν ξέχναγε τον κείμενο πίσω από τη
«βελούδινη ηγεμονία» ατσάλινο μηχανισμό καταναγκασμού του αστικού
κράτους (Π. Άντερσον, 1979). Στη φυλακή του Μουσολίνι δε θα ήταν και
εφικτό να τον ξεχάσει.
Το εγχείρημα του «δημοκρατικού δρόμου» ως σταδιακού και ειρηνικού
προϋποθέτει την όλο και μεγαλύτερη πρόσβαση της Αριστεράς στη
διαχείριση του αστικού κράτους και τελικά στη διακυβέρνησή του. Οριακή
μορφή αυτής της στρατηγικής αποτέλεσε ο ιταλικός «ιστορικός
συμβιβασμός», δηλαδή η ψήφος ανοχής του ΙΚΚ στις κυβερνήσεις
χριστιανοδημοκρατικής ηγεσίας (1975-79). Αφού η Δεξιά αξιοποίησε τη
στήριξη του ΙΚΚ σε μια φάση αντιδραστικοποίησης του ιταλικού κράτους,
στο τέλος το ώθησε για άλλη μια φορά εκτός κυβερνητικού φάσματος. Άλλες
μορφές ήταν α) το «κοινό πρόγραμμα» στη Γαλλία και η συμμετοχή του
Γαλλικού ΚΚ στις πρώτες κυβερνήσεις Μιτεράν ως το 1983 και β) η κριτική
στήριξη των ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ. στο ΠΑΣΟΚ στην πρώτη φάση μετά το 1981.
Ο ευρωκομμουνισμός γνώρισε μια πολύ πιο ριζοσπαστική ανάγνωση στο
ύστερο έργο του Νίκου Πουλαντζά (Πουλαντζάς, 1982 και 1984, αλλά και
Κλαουντίν, 1977). Εδώ απορρίπτεται ο γραμμικός και άνευ ρήξεων
κυβερνητισμός του Καρίγιο και αναζητάται μια μορφή δημοκρατικού δρόμου
που θα συνδέει την πάλη για την κοινοβουλευτική ανάληψη της
διακυβέρνησης με μια σειρά αμεσοδημοκρατικών μορφών και κινημάτων ρήξης
που θα αποσταθεροποιούν τις δομές του αστικού κράτους, χωρίς όμως τη
συγκρότηση δυαδικής εξουσίας. Αυτή η ενδιάμεση τοποθέτηση μεταξύ του
κλασικού αντικαπιταλισμού (που εξακολουθεί να προτείνει τη λενινιστική
«δυαδική εξουσία») και του ευρωκομμουνιστικού κλασικού κυβερνητισμού δε
βρήκε πεδίο εφαρμογής και απέτυχε.
Ο Πουλαντζάς υποστηρίζει ένα εν δυνάμει δυαδικό σχήμα, το οποίο όμως
απαγορεύεται να φτάσει στην πλήρη δυαδικοποίηση της εξουσίας. Από τη
μια πλευρά έχουμε την κλασική κατάληψη της κυβέρνησης από την Αριστερά
(σύμφωνα και με το «κοινό πρόγραμμα» του 1978-82 της Αριστεράς στη
Γαλλία). Ο Πουλαντζάς δέχεται –και σε αυτό υπερβαίνει τον κλασικό
καουτσκισμό του Καρίγιο– ότι η κατάληψη του κυβερνητικού κέντρου δεν
οδηγεί σε κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από μόνη της. Υποστηρίζει τα
λαϊκά κινήματα βάσης, τα οποία θα πιέζουν την Αριστερά να μην
ενσωματωθεί στον αστικό κρατικό μηχανισμό. Τα προβλήματα της ενδιάμεσης
τοποθέτησης του Πουλαντζά είναι σημαντικά.
-Δεν εξηγεί πώς οι επαναστάτες θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν τους
μηχανισμούς καταναγκασμού, όπου –κατά τη θέση του Πουλαντζά– έχουν
περιθωριακή και απολύτως κυριαρχούμενη θέση. Όμως, χωρίς ανατροπή των
μηχανισμών καταναγκασμού, κάθε ριζοσπαστικό μέτρο της αριστερής
κυβέρνησης υπόκειται σε ανατροπή (Χιλή 1973, Ισπανία 1936, Τσάβεζ 2002
κ.ά.).
- Δεν εξηγεί πώς θα ενεργοποιηθεί μια στρατηγική κοινωνικοποίησης των
μέσων παραγωγής, παρά τους προσωρινούς συμβιβασμούς με τον αστικό
κρατικό μηχανισμό. Αποδέχεται εν μέρει μια μεταβατική αντιμονοπωλιακή
περίοδο, αν και ο ίδιος παλιότερα είχε καταδικάσει τη λογική των
σταδίων, και τη διατήρηση για μεγάλο διάστημα αναγκαίων δομών
σχεδιασμού και διεύθυνσης του καπιταλιστικού κράτους. Σε αυτό ο
Πουλαντζάς προσεγγίζει τον πρώιμο καουτσκισμό.
-Αποδέχεται ότι η άμεση δημοκρατία, αν δε συνδυαστεί με την
αντιπροσωπευτική, οδηγεί σε «ολοκληρωτικούς κινδύνους». Ακόμη και αν
αυτό είναι αληθές, εσφαλμένα ο Πουλαντζάς ταυτίζει την αστική
κοινοβουλευτική δημοκρατία με μια αντιπροσωπευτική δομή εντός του
εργατικού κράτους (π.χ., Συντακτική Συνέλευση).
Το μοντέλο του Πουλαντζά δεν εφαρμόστηκε. Υπερίσχυσε η κλασική-δεξιά
εκδοχή του «ευρωκομμουνισμού». Τα ΚΚ επέλεξαν τη συγκυβέρνηση, και
μάλιστα άνευ όρων – έδρεψαν την περιθωριοποίησή τους και την πώληση της
πολιτικής ισχύος τους σε μια σοσιαλδημοκρατία που η ίδια έπαυε σταδιακά
να είναι σοσιαλδημοκρατική και γινόταν φιλελεύθερη.
Από τον ευρωκομμουνισμό
στην ευρωαριστερά (1985-2007)
Σταδιακά, με προεξάρχον το ηγεμονικό Ιταλικό ΚΚ, τα ευρωκομμουνιστικά
κόμματα κατανοούν την αποτυχία ενός διακριτού κομμουνιστικού
μεταρρυθμισμού και τείνουν προς την κλασική σοσιαλδημοκρατία. Τα
ρεύματα που εγκαταλείπουν τον κομμουνισμό δε γίνονται έστω φανατικοί
κεϊνσιανοί σοσιαλδημοκράτες, αλλά πολιτικά και οικονομικά φιλελεύθεροι.
Όπως οι «Δημοκράτες της Αριστεράς» στην Ιταλία, εκστασιάζονται από τη
«Νέα Σοσιαλδημοκρατία» και τον «Τρίτο Δρόμο» του Μπλερ, την
παγκοσμιοποίηση, την αγορά και τον «ιμπεριαλισμό των δικαιωμάτων» (βλ.
Γιουγκοσλαβία 1999). Η Δεξιά της ευρωαριστεράς κάνει το δικό της Μπαντ
Γκόντεσμπεργκ, παύει να μιλά για «σοσιαλισμό» από το 1990 και εξής
(Σασούν, 2000).
Αλλά και κομμουνιστικά κόμματα που δε μετεξελίσσονται, όπως το Γαλλικό
ΚΚ και η Επανίδρυση (Αριστερά της Ευρωαριστεράς), δε μένουν αλώβητα από
τον κυβερνητισμό, ούτε υιοθετούν πάντοτε μια κινηματική λογική. Η δεξιά
ευρωκομμουνιστική μήτρα αναπαράγει συνεχώς την έλξη της συμμετοχής σε
αστικές κυβερνήσεις τύπου Ζοσπέν ή Πρόντι (ενώ και αυτός ο Κάουτσκι το
1909 την καταδίκαζε, ενόσω ο γενικός συσχετισμός δύναμης είναι υπέρ του
κεφαλαίου) και την υπαγωγή των στόχων του κινήματος στον εκλογικισμό
και στη θεσμολαγνεία. Για να μη μιλήσουμε για την ταύτιση εν πολλοίς
πια του «σοσιαλισμού» με το κράτος πρόνοιας.
Παρ’ όλα αυτά, η ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων ενάντια στο
νεοφιλελευθερισμό και στην παγκόσμια καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η
ανάρρωση από το ιδεολογικό σοκ του «1989» όχι μόνο αναπαράγει
αντικαπιταλιστικά ρεύματα στα αριστερά των ευρωαριστερών λογικών
(δηλαδή της αποδοχής του ειρηνικού δρόμου και σταδιακά της μεικτής
οικονομίας), αλλά και συντείνει στην όσμωση δημιουργικών στοιχείων του
«αριστερού ευρωκομμουνισμού» (πόλεμος θέσεων και αποσταθεροποίηση
ηγεμονίας κεφαλαίου, σοσιαλισμός με δημοκρατία, αυτονομία μαζικών
κινημάτων, κριτική στο σταλινισμό, κριτική στο γραφειοκρατισμό κ.ά.) με
τον εν τη γενέσει αντικαπιταλισμό του 21ου αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Φ. Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος,
Γράμματα, 1981. Ειδικά για την περίοδο του σοσιαλφασισμού και τη
γερμανική ήττα, τόμος Α΄, σελ. 123-158. Για την περίοδο του λαϊκού
μετώπου και την ήττα του κινήματος σε Ισπανία και Γαλλία, σελ. 158-228.
Για το μεταπολεμικό οπορτουνισμό του ΙΚΚ και του ΓΚΚ τόμος Β΄, σελ.
15-80.
Φ. Μόρροου, Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ισπανία, Αθήνα, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη.
Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ, Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας, Αθήνα, Οδυσσέας, 1977.
Π. Τολιάτι, Στο σοσιαλισμό με ειρήνη και δημοκρατία, Αθήνα, Ειρήνη, χ. χρ.
Ρ. Παντσιέρι στο Παντσιέρι-Τρόντι-Νέγκρι, Νεοκαπιταλισμός και επαναστατικό κίνημα, Αθήνα, 1983.
Συζητήσεις στο Παγκόσμιο Κομμουνιστικό Κίνημα (η ρήξη ΚΚ Ιταλίας με ΚΚ Κίνας το 1963-64), Πλανήτης.
Κ.Κάουτσκι, The Road to Power, 1909, στο www.marxists.org.
Β. Ι. Λένιν, Ο αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Θεμέλιο.
Β. Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή,1997.
Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ, Κλασσικά Κείμενα, χ. χρ.
Il Manifesto 1976, 200 θέσεις για τον κομμουνισμό, Εξάντας (κείμενα των
Ρ. Ροσάντα, Λ. Μάγκρι κ.ά., εκτενής αναφορά στη στρατηγική του
«μετωπισμού» μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Μπ. Κοριά, Ο εργάτης και το χρονόμετρο, Κομμούνα,1986.
Γ. Μηλιός, Δ. Ψαρράς, Η θεωρία του ευρωκομμουνισμού στο Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση, 11/1980, σελ. 32, επ.
Ε. Μαντέλ, Ειρηνική συνύπαρξη και παγκόσμια επανάσταση, Ύψιλον, 1982.
Ε. Μαντέλ, Κριτική του ευρωκομμουνισμού, Νέα Σύνορα, 1981.
Ε. Μπερλίνγκουερ, Ο ιστορικός συμβιβασμός-Κείμενα, Θεμέλιο, 1975.
Ν. Μπαλεστρίνι, Τα θέλουμε όλα, Αίολος, 1979.
Σ. Καρίγιο, Ευρωκομμουνισμός και κράτος, Θεμέλιο.
Φ. Κλαουντίν, Ευρωκομμουνισμός και σοσιαλισμός, Μπουκουμάνης, 1977.
Ν. Πουλαντζάς, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Θεμέλιο, 1975.
Πορεία προς έναν προβληματικό ευρωκομμουνισμό, στον τόμο «Για τον Γκράμσι – μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ», Πολύτυπο, 1982.
Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Θεμέλιο, 1984.
Π. Άντερσον, Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, Αθήνα, Μαρξιστική Επιθεώρηση, 1979.
Λ. Τρότσκι, Ο φασισμός και το εργατικό κίνημα στη Γερμανία (κείμενα του 1930-1933), Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη.
Λ. Τρότσκι, Η Κομμουνιστική Διεθνής μετά τον Λένιν, Αλλαγή, 1979.
Ντ. Σασούν, 100 χρόνια σοσιαλισμού, τόμος Β΄, Λιβάνης, 2000.