Το δεύτερο μέρος της παρουσίασης του βιβλίου του Πιερ Μπρουέ, από το τεύχος 52 του International Socialist Review.

Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, το Γενάρη του 1919, από αντιδραστικές ένοπλες συμμορίες που δρούσαν με την ενθάρρυνση και υπό την προστασία της κυβέρνησης SPD, χώρισε με αίμα τους σοσιαλδημοκράτες που ήθελαν να μεταρρυθμίσουν το γερμανικό καπιταλισμό σε συμμαχία με την αστική τάξη και τους σοσιαλιστές επαναστάτες που ήθελαν να ανατρέψουν το σύστημα του κέρδους και να το αντικαταστήσουν με μια επαναστατική εργατική κυβέρνηση.
Το πρώτο μέρος αυτής της παρουσίασης κάλυψε την ανάλυση του Πιερ Μπρουέ για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως το ξέσπασμα της επανάστασης το Νοέμβρη του 1918, τα οποία διέσπασαν το μεγαλύτερο σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο και έφεραν πρώην συντρόφους σε αντίπαλα στρατόπεδα. Το δεύτερο μέρος θα εξετάσει τι ακολούθησε. Συγκεκριμένα: Τις δυσκολίες και τις επιτυχίες στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός επαναστατικού μαζικού κόμματος, του Κομουνιστικού Κόμματος (KPD), σε διαχωρισμό και αντιπαράθεση με το SPD. Τα εμπόδια στην προσπάθεια δημιουργίας μιας συλλογικής και ικανής επαναστατικής ηγεσίας. Την εξέλιξη της στρατηγικής και της τακτικής του KPD. Τέλος, τα οφέλη και τα προβλήματα που προέκυψαν από την ίδρυση της Κομουνιστικής Διεθνούς.
Η πάλη ενάντια στον αριστερισμό
Τους πρώτους μήνες του 1919, ένας εμφύλιος πόλεμος μαινόταν σε όλη τη Γερμανία. Οι εργάτες εξεγέρθηκαν αυθόρμητα ενάντια στην απόπειρα των αφεντικών και της ηγεσίας του SPD να συντρίψουν τα εργατικά συμβούλια και να καταστρέψουν τη βάση της δύναμης των εργατών. Τα Freikorps, μια δύναμη μερικών δεκάδων χιλιάδων πρώην αξιωματικών του στρατού που ήταν καλοπληρωμένοι και αντιδραστικοί πολιτικά, μεταφέρονταν από πόλη σε πόλη και έσπαγαν τις απεργίες, άνοιγαν πυρ ενάντια σε διαδηλώσεις, δολοφονούσαν ριζοσπάστες εργάτες και αιχμαλώτιζαν χιλιάδες.
Αυτά τα τάγματα στην υπηρεσία του SPD δολοφόνησαν χιλιάδες εργάτες. Στη συνέχεια τα αφεντικά έβαλαν σε μαύρες λίστες χιλιάδες επαναστάτες εργάτες. Η ματαιότητα των απομονωμένων εξεγέρσεων, που δεν συντονίζονταν από ένα πειθαρχημένο επαναστατικό κόμμα, ήταν ένα μάθημα το οποίο εμπεδώθηκε με πολύ βαρύ κόστος. Αυτό εξηγεί γιατί ο αναρχισμός δεν έπαιξε ποτέ σημαντικό ρόλο στο γερμανικό εργατικό κίνημα, ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές της επανάστασης.
Ο Πάουλ Λέβι, που αναδείχθηκε ως βασικός ηγέτης του KPD μετά τις δολοφονίες της Λούξεμπουργκ και άλλων ηγετικών στελεχών του κόμματος το 1919, δήλωνε:
«Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας κομουνιστής στη Γερμανία που να μη μετανιώνει για το ότι η ίδρυση ενός Κομουνιστικού Κόμματος δεν έγινε πολύ πιο νωρίς, πριν τον πόλεμο…».
Το ζήτημα που τίθετο πλέον ήταν πώς χτίζεται ένα τέτοιο κόμμα. Στο ιδρυτικό συνέδριο, το Δεκέμβρη του 1918, το KPD είχε μόνο μερικές χιλιάδες μέλη. Μετά την αιματηρή καταστολή των αρχών του 1919, κατόρθωσε να αναπτυχθεί ταχύτατα σε πάνω από 90.000 μέλη. Αλλά στο μεταξύ «διαποτίστηκε» από αριστερισμό –ας θυμηθούμε ότι στο ιδρυτικό συνέδριο η πλειοψηφία εναντιώθηκε στην παρέμβαση στις κοινοβουλευτικές εκλογές και αρνήθηκε τη δουλειά μέσα στα υπάρχοντα συνδικάτα– ενώ μετά βίας λειτουργούσε ως ένα στοιχειωδώς συντονισμένο πανεθνικά κόμμα.
Τους νεαρούς, ανυπόμονους αγωνιστές του KPD δεν τους απασχολούσε καθόλου το ζήτημα της σύνδεσης με τις μεγάλες «μεραρχίες» της εργατικής τάξης, που εξακολουθούσαν να έχουν αυταπάτες για το ρεφορμιστικό SPD ή το κεντριστικό Ανεξάρτητο SPD (USPD). Τα περισσότερα νεαρά μέλη του κόμματος αρνούνταν να αναγνωρίσουν τον αντίκτυπο που είχε στην εργατική τάξη η ήττα στις αρχές του 1919.
Η υποχώρηση των εργατικών συμβουλίων, το Δεκέμβρη του 1918, έκανε τους περισσότερους εργάτες να αποδεχτούν ότι ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα ήταν να ψηφίσουν τους σοσιαλιστές υποψήφιους στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Στις εκλογές στις 19 Γενάρη, το SPD κέρδισε 11,5 εκατομμύρια ψήφους και το USPD άλλα 2 εκατομμύρια. Αθροιστικά είχαν το 46% της πανεθνικής ψήφου και αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής ψήφου. Η έκκληση του KPD για αποχή στις εκλογές αγνοήθηκε πλήρως. Κι όμως οι περισσότεροι νέοι κομουνιστές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα κι αντίθετα καλούσαν για την άμεση ανατροπή της κυβέρνησης SPD, που είχε μόλις σχηματιστεί, όπως και του ηγέτη του SPD, Φρίντριχ Έμπερτ, που εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη νέα βουλή το Γενάρη του 1919.
Το ζήτημα της αντιμετώπισης του αριστερισμού προκάλεσε έναν έντονο τριμερή διάλογο ανάμεσα στον Πάουλ Λέβι, τον Καρλ Ράντεκ και τον Βλαντιμίρ Λένιν. Δύο παράγοντες έπαιζαν ρόλο σ’ αυτή τη συζήτηση.
Ο πρώτος ήταν το ζήτημα της πιθανότητας μιας άμεσης επανάστασης. Ακόμα και μετά την καταστολή το Γενάρη του 1919, ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι οι εργάτες ίσως μπορούσαν ακόμα να καταλάβουν την εξουσία, έστω κι αν δεν είχαν στη διάθεσή τους ένα καλά οργανωμένο επαναστατικό κόμμα. Το Μάρτη εκείνης της χρονιάς, ανακηρύχθηκε η σοβιετική κυβέρνηση στην Ουγγαρία, με την καθοδήγηση του πρόσφατα συγκροτημένου Κομουνιστικού Κόμματος, υπό την ηγεσία του Μπέλα Κουν. Ο Λένιν, αν και ανησυχούσε ότι ο Κουν εμπιστευόταν υπερβολικά τους Σοσιαλδημοκράτες, που δήλωναν ότι υποστηρίζουν τη νέα κυβέρνηση, εξακολουθούσε να ελπίζει σε νέες εξελίξεις. Ο Ράντεκ και ο Λέβι ήταν πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στην αισιοδοξία του Λένιν. Στα μέσα του 1919 και οι δυο συμφωνούσαν ότι:
«Η αυταπάτη μιας γρήγορης νίκης [στη Γερμανία] προέκυπτε από τη λάθος ερμηνεία των μαθημάτων της Ρωσικής Επανάστασης, οι συνθήκες της οποίας… δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ίδιες με αυτές της επανάστασης στην Ευρώπη. Καταρχήν, ο Πόλεμος, ο οποίος στη Ρωσία είχε κινητοποιήσει την αγροτιά στο πλευρό του προλεταριάτου, είχε πλέον τελειώσει. Σε κάθε περίπτωση, η αγροτιά στη Δύση ήταν λιγότερο ομογενοποιημένη από τη Ρωσική αγροτιά. Επιπλέον, η ρωσική αστική τάξη ήταν νεαρή, αδύναμη, βαθιά υποκείμενη στο ξένο κεφάλαιο και είχε αποκτήσει για πρώτη φορά πολιτική εξουσία μόλις το Μάρτη του 1917… Ενώ η αστική τάξη στην Ευρώπη ήταν έμπειρη, καλά οργανωμένη στη βάση της οικονομικής της συγκέντρωσης, είχε πλούσια εμπειρία δεκαετιών εξουσίας και, τέλος, είχε διδαχθεί από τη ρωσική εμπειρία… Στις ανεπτυγμένες χώρες, οι αυταπάτες για την ικανότητα του καπιταλισμού να ξεπεράσει την κρίση του ήταν ισχυρότερες, ειδικά στο πιο προνομιούχο στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας. Αν και μακροπρόθεσμα αυτό το στρώμα θα ενωθεί με το υπόλοιπο προλεταριάτο, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι οι επόμενοι μεγάλοι προλεταριακοί αγώνες θα έχουν μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα και, συνεπώς, η διαδικασία της αλλαγής των συνειδήσεων των μαζών θα είναι μακρά».
Ο δεύτερος παράγοντας που έπαιζε ρόλο σ’ αυτή τη συζήτηση ήταν μια διαφωνία ως προς το αν κάποιοι «αριστεριστές» θα μπορούσαν να πειστούν ή, ακόμα κι αν δεν γινόταν να πειστούν, θα έπρεπε παρ’ όλα αυτά να γίνουν ανεκτοί μέσα στο κόμμα ως αντίβαρο στα πιο συντηρητικά στοιχεία.
Σε αυτό το σημείο, ο Λέβι ήταν μόνος απέναντι στον Ράντεκ και τον Λένιν. Ως το φθινόπωρο του 1919, ο Λέβι είχε πειστεί ότι οι αριστεριστές έπρεπε να διωχτούν με κάθε κόστος, προκειμένου να επιτευχθεί η ενότητα με τους επαναστάτες εργάτες που παρέμεναν στην αριστερή πτέρυγα του USPD. Προσπαθούσε να αναδιοργανώσει το κόμμα από την κορυφή ως τη βάση, ενώ επέμενε ότι όσα μέλη δεν συμφωνούν με την παρέμβαση στις κοινοβουλευτικές εκλογές και αρνούνται να αναγνωρίσουν την πειθαρχία στην Κεντρική Επιτροπή του KPD θα πρέπει να διαγραφούν. Οι χειρισμοί του Λέβι κόστισαν στο KPD πάνω από τα μισά του μέλη. Ο Λένιν και ο Ράντεκ συμφωνούσαν με την πρόθεση του Λέβι να μετασχηματίσει το KPD, αλλά διαφωνούσαν με τη διάσπαση. Ο Λένιν έφτασε να προσφερθεί δημοσίως να μεσολαβήσει ο ίδιος ανάμεσα στον Λέβι και κάποιες από τις πτέρυγες των «αριστεριστών».
Αλλά ο Λέβι αρνήθηκε να υποχωρήσει. Αν και δεν φτάνει στο σημείο να το διατυπώσει ανοιχτά, ο Μπρουέ φαίνεται να πιστεύει ότι ο Λέβι είχε δίκιο, έστω και αν ο χειρισμός του ήταν πολύ σκληρός. Περιγράφει την αποσύνθεση των αριστερίστικων ρευμάτων. Άλλες διολίσθησαν προς τον αναρχισμό ή την αφηρημένη προπαγάνδα και κάποιες έστριψαν απότομα προς τα δεξιά.
Αν και διχασμένοι σε αυτή τη διαμάχη, ο Λέβι, ο Λένιν και ο Ράντεκ, όπως και οι βασικότεροι ηγέτες των Μπολσεβίκων και του KPD, συμφωνούσαν ότι ο μόνος τρόπος να μετασχηματιστεί το KPD σε μαζικό, επαναστατικό κόμμα ήταν να βρεθεί ο τρόπος να κερδίσει στις γραμμές του τους εκατοντάδες χιλιάδες μαχητικούς εργάτες, που μέχρι τότε αρνούνταν να ενταχθούν στο KPD και παρέμεναν στην αριστερή πτέρυγα του USPD.
Κερδίζοντας την αριστερά του USPD
Όπως θυμόμαστε, όταν η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ εγκατέλειψαν το USPD το Δεκέμβρη του 1918 για να ιδρύσουν το KPD, τα περισσότερα μέλη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος αρνήθηκαν να τους ακολουθήσουν. Επαναστάτες όπως ο Ρίχαρντ Μίλερ και ο Ερνστ Ντάιμιγκ παρέμειναν στο ίδιο κόμμα με τον Καρλ Κάουτσκι και τον Έντουαρντ Μπερνστάιν. Ο Μπρουέ περιγράφει το USPD ως ένα «κεντριστικό» κόμμα, εγκλωβισμένο ανάμεσα στον αυξανόμενο ριζοσπαστισμό της βάσης του και τη συνεχή προσήλωση της πλειοψηφίας της ηγεσίας του στο μεταρρυθμισμό. Αλλά αυτή η πολιτική σχιζοφρένεια δεν εμπόδισε το κόμμα να αναπτυχθεί ταχύτατα, από τα 100.000 μέλη το Νοέμβρη του 1918 στα 300.000 το Μάρτη του 1919 και τα 800.000 μέλη ως το φθινόπωρο του 1920. Το USPD εξέδιδε 57 εφημερίδες και είχε εκατομμύρια ψηφοφόρους υποστηρικτές. Εκατομμύρια εργάτες το αντιλαμβάνονταν ως τη ριζοσπαστική εναλλακτική στο SPD, ενώ το KPD παρέμενε στο περιθώριο.
Το βάθεμα της κρίσης του γερμανικού καπιταλισμού και η υπεράσπιση του καπιταλισμού από το SPD ριζοσπαστικοποιούσε όλο και περισσότερο τους εργάτες στο USPD, που είχαν κουραστεί από την προσήλωση της ηγεσίας του κόμματός τους στη συνεργασία με το SPD. Επιπλέον, η Ρωσική Επανάσταση ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στη βάση του USPD. Αν και δεν εμπιστεύονταν το KPD που το θεωρούσαν ανώριμο, θαύμαζαν τους Μπολσεβίκους. Όμως η ηγεσία του USPD απείχε πολύ από το να είναι επαναστατική. Ένα τμήμα της έφτανε μέχρι το σημείο να πιέζει για μια «σοσιαλιστική επανένωση» με το SPD. Αυτή η συζήτηση απασχόλησε κάθε τομέα δουλειάς του USPD, ιδιαίτερα στα συνδικάτα, όπου οι επαναστάτες αρνούνταν να υποστηρίξουν τις κυβερνητικές πολιτικές ταξικής συνεργασίας, οι οποίες απαιτούσαν από τους Γερμανούς εργάτες να κάνουν θυσίες για να αποπληρωθούν τα πολεμικά χρέη των Γερμανών αφεντικών.
Σ’ αυτό το ζήτημα ο Λένιν διαφωνούσε με τους υποστηρικτές του Λέβι στο KPD γύρω από το πώς θα συνδεθεί με την αριστερή πτέρυγα του USPD και θα την κερδίσει στον κομουνισμό. Τον Οκτώβρη του 1919, ο Λένιν έγραψε ένα άρθρο στο οποίο
«καταδίκαζε τη διάσπαση… με την αριστερή πτέρυγα [του KPD] και επέκρινε την αριστερή πτέρυγα του USPD» για το ότι συνδυάζει «με τρόπο δειλό και χωρίς αρχές, τις παλιές μικροαστικές προκαταλήψεις για την κοινοβουλευτική δημοκρατία, με την κομουνιστική αναγνώριση της σημασίας της προλεταριακής επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου και της σοβιετικής εξουσίας».
Αυτή η τοποθέτηση ήταν σε εμφανή αντίθεση με την πολιτική του Λέβι για την απομόνωση των «αριστεριστών» μέσα στο KPD και χειρονομίες καλής θέλησης προς την αριστερή πτέρυγα του USPD. Ο Αύγουστος Ταλχάιμερ, ένα από τα ιδρυτικά ηγετικά στελέχη του Σπάρτακου, απάντησε στον Λένιν για την εναντίωσή του στη διάσπαση του KPD, εξηγώντας την άποψη του κόμματος για τους αριστερούς ηγέτες του USPD:
«Έχουν παρασυρθεί μαζί με τις μάζες. Έχουν εξελιχθεί με τις μάζες και θα συνεχίσουν να εξελίσσονται μαζί τους και θα κάνουν κι άλλα λάθη μαζί τους. Η στάση μας απέναντι στα λάθη και τις αδυναμίες τους θα είναι, όπως και στο παρελθόν, μια ειλικρινής και σκληρή κριτική. Αλλά δεν έχουμε καμιά πρόθεση να τους βάλουμε στο ίδιο τσουβάλι… με τους προδότες του σοσιαλισμού».
Όπως σημειώνει ο Μπρουέ: «μια πρώτη συζήτηση, εξ αποστάσεως, ξεκίνησε να ξεδιπλώνεται ανάμεσα στους Ρώσους και τους Γερμανούς κομουνιστές, πάνω σε μια βάση ισότητας, γύρω από το ζήτημα του πώς θα κερδηθούν οι μάζες στην επαναστατική πολιτική». Πριν αναπτύξει τις κριτικές του στο KPD, ο Λένιν πάντοτε ξεκινούσε με την εισαγωγική παραδοχή ότι οι πληροφορίες του για τη συγκεκριμένη κατάσταση ήταν πολύ περιορισμένες εξαιτίας του εμπάργκο. Όμως είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι αυτή η διαμάχη προέκυπτε από την έλλειψη ενημέρωσης ή από τους τόνους που χρησιμοποιούνταν και δεν αφορούσε κάτι πιο ουσιαστικό. Εν συντομία, ο Λένιν φαίνεται ότι φοβόταν μήπως ο ζήλος του Λέβι ενάντια στους αριστεριστές, σε αντιπαραβολή με το σεβασμό και την πρόθεση συνύπαρξης που είχε απέναντι στους αριστερούς του USPD, έκρυβαν μια γενικότερη διστακτικότητα «να το πάει μέχρι τέλους». Τα γεγονότα θα έκριναν αν οι φόβοι του Λένιν ήταν βάσιμοι.
Η ριζοσπαστικοποίηση του USPD και ο συνεχιζόμενος διάλογος μεταξύ Λέβι και Λένιν δοκιμάστηκαν, όταν δεξιοί αξιωματικοί του στρατού με την ηγεσία του Βόλφγκανγκ Καπ εξαπέλυσαν ένα πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση SPD το Μάρτη του 1919. Το πραξικόπημα απειλούσε να εγκαθιδρύσει μια στρατιωτική δικτατορία, εξοντώνοντας όχι μόνο το KPD, αλλά και το SPD και το USPD. Ενώ ο Έμπερτ και όλοι οι υπουργοί της κυβέρνησης εγκατέλειψαν το Βερολίνο, αναζητώντας ασφάλεια σε κάποιον πιστό στρατηγό, οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν με μια γενική απεργία. Καθοδηγούνταν από αριστερά μέλη του USPD και τον Καρλ Λέγκιεν, τον βασικό ηγέτη των συνδικάτων του SPD στο Βερολίνο. Ο Λέγκιεν δεν ήταν αριστερός ριζοσπάστης, αλλά σε αντίθεση με τον Έμπερτ, του οποίου η δύναμη στηριζόταν στον εκλογικό μηχανισμό, η δική του θέση στηριζόταν στην ισχύ των συνδικάτων. Ο Λέγκιεν συνειδητοποίησε ότι ο Καπ με τους πραξικοπηματίες σκόπευαν να συντρίψουν όχι μόνο την άκρα Αριστερά, αλλά όλες τις εργατικές οργανώσεις. Οπότε έριξε το σημαντικό κύρος του στη στήριξη του αγώνα. Στις 15 Μάρτη, η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών είχε παραλύσει. «Η γενική απεργία τους έχει στραγγαλίσει με την τρομακτική, σιωπηλή της δύναμη», περιέγραφε ένας Βέλγος σοσιαλιστής.
Δυστυχώς, η εθνική ηγεσία του KPD στην Τσεντράλε [σσ: Κεντρική Επιτροπή], που βρισκόταν στο Βερολίνο, δεν μπορούσε να δει αυτό που έβλεπε ο Λέγκιεν. Τις πρώτες ώρες μετά το πραξικόπημα, το KPD ενθάρρυνε τους εργάτες να απέχουν από τη μάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση SPD και τους πραξικοπηματίες.
«Η εργατική τάξη θα αναλάβει τον αγώνα ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία σε συνθήκες και με μέσα τα οποία θα κρίνει κατάλληλα», έγραφε η «Rote Fahne». «Αυτές οι συνθήκες δεν υπάρχουν ακόμα». Ο Λέβι, που τότε βρισκόταν στη φυλακή, ξεσπάθωσε ενάντια στην αριστερίστικη παθητικότητα της Τσεντράλε. Η Τσεντράλε άλλαξε γρήγορα τη θέση της και κάλεσε τα μέλη του κόμματος να στηρίξουν τη γενική απεργία. Αλλά η ζημιά είχε γίνει. Για άλλη μια φορά, η ανωριμότητα και η απειρία του KPD το οδήγησαν να χάσει μια σημαντική ευκαιρία να αποδείξει στους Γερμανούς εργάτες την ικανότητά του να ηγηθεί –ή να βρεθεί σε μια θέση που θα του επέτρεπε να παίξει κεντρικό ρόλο στις εξελίξεις μετά την ήττα του πραξικοπήματος.
Σε άλλα μέρη της Γερμανίας, εκτός Βερολίνου, το KPD ρίχτηκε στη μάχη, στο πλευρό των αγωνιστών του USPD. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα στο Κέμνιτζ, όπου το ηγετικό στέλεχος του KPD, Χάινριχ Μπράντλερ, πήρε την πρωτοβουλία για μια ενιαιομετωπική δράση που βοήθησε το KPD να μετατραπεί σε ηγετική δύναμη της εργατικής τάξης σε αυτή την πόλη. Αλλά γενικότερα, το κόμμα έπαιξε μόνο έναν υποστηρικτικό ρόλο στη δράση. Μέσα σε λίγες μέρες, το πραξικόπημα είχε ηττηθεί, καθώς οι εργάτες απεργούσαν και σχημάτιζαν Κόκκινες Φρουρές.
Ο Λέβι ισχυριζόταν ότι το κόμμα όφειλε να είχε προωθήσει τα ακόλουθα συνθήματα, όπως τα συνοψίζει ο Μπρουέ: «Τον εξοπλισμό του προλεταριάτου, τον αγώνα ενάντια στους πραξικοπηματίες μέχρι την άνευ όρων παράδοσή τους και την άμεση σύλληψη των ηγετών και των συνεργατών τους». Ισχυριζόταν ότι, αν η γενική απεργία διεξαγόταν με βάση αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε να δημιουργήσει τη δυνατότητα για μια πιθανή μελλοντική επανεμφάνιση των εργατικών σοβιέτ σε όλη τη Γερμανία. Αντί γι’ αυτό, το κίνημα τελικά δεν κατάφερε να πάει πιο πέρα από την αποτροπή της απόπειρας πραξικοπήματος του Καπ. Ο Λέβι είχε αναμφίβολα δίκιο ότι μια τέτοια προσέγγιση θα έδινε στην γενική απεργία έναν καθαρό στόχο και ακόμα κι αν το KPD ήταν πολύ αδύναμο για να οδηγήσει την απεργία σε καθαρή νίκη, μετατρέποντας πλήρως αυτά τα συνθήματα σε δράση, θα είχε βοηθήσει στον προσανατολισμό της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, θα είχε τραβήξει την αριστερή πτέρυγα πιο αποφασιστικά μακριά από τους κεντριστές ηγέτες και θα εκτόξευε το κόμμα σε έναν κεντρικό ρόλο μέσα στην επαναστατική διαδικασία. Ήταν άλλη μια κρίσιμη χαμένη ευκαιρία.
Η ήττα του πραξικοπήματος Καπ αποκατέστησε τη μαχητική διάθεση των εργατών, μετά από έναν χρόνο αστυνομικής τρομοκρατίας. Επίσης εξέθεσε τους ηγέτες του SPD ως είτε απρόθυμους, είτε ανίκανους να παλέψουν ενάντια στην άκρα Δεξιά. Στις εκλογές του Ιούνη του 1920, οι ψήφοι του USPD ανέβηκαν από τα 2,3 εκατομμύρια του Γενάρη του 1919 σε πάνω από 5 εκατομμύρια. Οι ψήφοι του SPD έπεσαν στα 6 εκατομμύρια από τα 11,9 εκατομμύρια αντίστοιχα. Το KPD κέρδισε 589.000 ψήφους στην πρώτη του συμμετοχή σε εκλογές. Όπως σημειώνει ο Μπρουέ:
«Η μάζα των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης είχε μετακινηθεί για πρώτη φορά. Η κάλπη έδειξε ότι οι εργαζόμενοι απομακρύνονταν απότομα από τη Σοσιαλδημοκρατία».
Επαναστατική ενότητα
Την ώρα που μέσα στο KPD είχε ξεσπάσει μια οξεία συζήτηση γύρω από τις τακτικές του κόμματος στη διάρκεια του πραξικοπήματος Καπ, η πιο σημαντική εξέλιξη ήταν η επιθυμία της πλειοψηφίας της βάσης του USPD να έρθει σε ρήξη με την κεντριστική του ηγεσία και να μετατοπιστεί «προς τη Μόσχα», όπως περιγράφει ο Μπρουέ.
Η Συνδιάσκεψη του USPD το 1920, στη Χάλε της Γερμανίας, εξελίχθηκε σε αποφασιστική αναμέτρηση μεταξύ δεξιάς και αριστερής πτέρυγας. Ο Ρώσος Μπολσεβίκος ηγέτης Γκρεγκόρι Ζινόβιεφ μίλησε στη Συνδιάσκεψη με την ιδιότητα του επικεφαλής της Κομουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), καλώντας το USPD να ενταχθεί στην Κομιντέρν. Ο Μπρουέ περιγράφει τη σκηνή:
«Η μάχη θα ξεκινούσε πραγματικά, όταν ανέβηκε ο Ζινόβιεφ στο βήμα. Μίλησε για πάνω από 4 ώρες, στα γερμανικά. Αρχικά με αρκετή δυσκολία και ένα κάποιο άγχος και στη συνέχεια με ένα κύρος που του επέτρεψε να πετύχει τον μεγαλύτερο ρητορικό του θρίαμβο σε μια ήδη καταξιωμένη πολιτική διαδρομή».
Λες κι έπρεπε να τονιστεί η συνυφασμένη φύση της Ρωσικής και της Γερμανικής Επανάστασης, στην ομιλία του Ζινόβιεφ απάντησε ο Τζούλι Μάρτοφ, ο βασικός ηγέτης των Μενσεβίκων, που παρότρυνε τα μέλη του USPD να μην ενωθούν με το KPD. Τελικά, ο Κάουτσκι, ο Μπερνστάιν και ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την πλειοψηφία των συνέδρων του USPD από το να ψηφίσει υπέρ της πρότασης Ζινόφιεφ και οι σύνεδροι της δεξιάς πτέρυγας αποχώρησαν από τη Συνδιάσκεψη. Πήραν την εκδίκησή τους απέναντι στον Ζινόβιεφ, όταν συνέδραμαν στο να απελαθεί από τη Γερμανία 12 μέρες μετά.
Η ενοποίηση των πάνω από 400.000 μελών της αριστερής πτέρυγας του USPD με τα 50.000 μέλη του KPD προχώρησε στη διάρκεια του Νοέμβρη, μέχρι το ενοποιητικό συνέδριο στις αρχές Δεκέμβρη του 1920. Επιτέλους, είχε γεννηθεί ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα, ανεξάρτητο από τους ρεφορμιστές γραφειοκράτες που κυριαρχούσαν στο κίνημα στη διάρκεια του πολέμου και της πρώτης φάσης της επανάστασης. «Κάλλιο αργά παρά ποτέ», όπως έλεγε ο Ζινόβιεφ. Ο Μπρουέ συνοψίζει τη σύνθεση του ενοποιημένου κόμματος:
«Μέσα στο Ενωμένο Κόμμα υπήρχαν άνθρωποι της προπολεμικής παλιάς φρουράς ριζοσπαστών, ο πυρήνας των πιστών υποστηρικτών της Λούξεμπουργκ, αλλά και άνθρωποι που πάντοτε ήταν αριστεροί Σοσιαλδημοκράτες… Μαζί με αυτούς υπήρχαν οι μαχητικοί εργάτες, τα οργανωτικά στελέχη της εργατικής τάξης, οι ηγέτες των μεγάλων μαζικών απεργιών στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια του Πολέμου, αυτοί που είχαν χτίσει τα εργατικά συμβούλια και ο πυρήνας των επαναστατών αντιπροσώπων του Βερολίνου στη διάρκεια του Πολέμου και της Επανάστασης, όπως ο Ρίχαρντ Μίλερ».
Οι Ντάουμιγκ και Λέβι εξελέγησαν συμπρόεδροι του κόμματος, ενώ 8 μέλη της αριστεράς του USPD και 5 μέλη του KPD απάρτιζαν την Τσεντράλε. Στη συνέχεια, ο Λέβι περιέγραψε τη στρατηγική μέσα από την οποία θα κέρδιζε η γερμανική εργατική τάξη την επανάσταση:
«Σε καμιά χώρα της Δυτικής Ευρώπης δεν θα προχωρήσει η επανάσταση με τον ταχύ ρυθμό με τον οποίο έτρεξε φαινομενικά στη Ρωσία μεταξύ Φλεβάρη και Νοέμβρη του 1917. Λέμε “φαινομενικά”, γιατί τείνουμε να ξεχνάμε ότι η Ρωσική Επανάσταση είχε ήδη περάσει από τα πρώτα της μαθήματα 10 χρόνια νωρίτερα… Ήδη, το γεγονός ότι μπήκαμε στην εποχή της επανάστασης στη Γερμανία και στη Δυτική Ευρώπη χωρίς να έχουμε Κομουνιστικά Κόμματα, το γεγονός ότι αυτά έπρεπε να συγκροτηθούν στη διάρκεια της ίδιας της επανάστασης, και επειδή γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους τα λάθη, οι ελλείψεις… του προλεταριάτου διπλασιάστηκαν και τριπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης –όλα αυτά αποκλείουν να υπάρξει μια διαδρομή τόσο καθαρή και ευθεία όπως αυτή που ακολούθησε η Ρωσική Επανάσταση».
Έχοντας κατακτήσει τις προϋποθέσεις του μαζικού μεγέθους, των καθαρών αρχών και της οργανωτικής ανεξαρτησίας και καθώς δρούσε σε ένα περιβάλλον οξείας καπιταλιστικής κρίσης, το KPD και η γερμανική εργατική τάξη έμοιαζαν να βρίσκονται επιτέλους στο δρόμο προς την επανάσταση.
Όμως πολύ σύντομα προέκυψαν δύο προβλήματα που συνδέονταν στενά μεταξύ τους. Πρώτον, θα μπορούσε η ηγεσία αυτού του νέου κόμματος να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως καθοδηγητική δύναμη για εκατοντάδες χιλιάδες κομματικά μέλη; Και δεύτερον, ποιες στρατηγικές και τακτικές θα μπορούσαν να βοηθήσουν το κόμμα να κερδίσει την αποφασιστική μερίδα της εργατικής τάξης προς το στόχο της επανάστασης;
Ένας στρατός χωρίς στρατηγούς;
Ο Ιταλός επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι έγραψε κάποτε ότι είναι πιο δύσκολο να δημιουργήσεις ένα καλό γενικό επιτελείο από ό,τι να δημιουργήσεις έναν καλό στρατό. Φυσικά τα δύο αυτά καθήκοντα δεν μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει σε απομόνωση το ένα από το άλλο. Όμως στη διαδικασία συγκρότησης ενός καλού στρατού, είναι χρήσιμο να μάθουν οι στρατηγοί να συνεργάζονται, ώστε να δημιουργήσουν ένα γενικό επιτελείο στο οποίο αξιοποιούνται όλες οι αρετές και περιορίζονται όλες οι αδυναμίες κάθε αξιωματικού. Στη διάρκεια της Ρώσικης Επανάστασης, οι Μπολσεβίκοι το κατόρθωσαν αυτό. Η αντίληψη που είχε ο Λένιν για τις δυναμικές του Μπολσεβίκικου Κόμματος δεν λειτουργούσε αντιπαραθετικά, αλλά συμπληρωματικά με την καλύτερη κατανόηση που είχε ο Τρότσκι για τις διαθέσεις των βιομηχανικών προαστίων της Πετρούπολης και της φρουράς, ενώ και τα δύο βελτιώνονταν από τη γνώση που είχε το κορυφαίο οργανωτικό στέλεχος των Μπολσεβίκων, Γιάκοβ Σβερντλόφ, για το ποιους μπορούν να εμπιστευτούν, να πιστέψουν και σε ποιους να στηριχτούν σε κάθε προάστιο της πόλης. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ηγεσίας των Μπολσεβίκων είναι ότι, παρά την απίστευτη πίεση που δέχτηκε το 1917, όχι μόνο δεν διασπάστηκε, αλλά διευρύνθηκε. Ακόμα και η διαρροή των σχεδίων της εξέγερσης του Οκτώβρη από τον Ζινόβιεφ και τον Καμένεφ δεν οδήγησε στη διάσπασή της. Δεν θα ανοίξουμε εδώ τη συζήτηση περί του γιατί συνέβη αυτό, αλλά κάποιοι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην επιτυχία των Μπολσεβίκων ήταν: η κοινή εμπειρία της επανάστασης και της καταστολής το 1905, η εκτίμηση που είχε ο Λένιν στο ρόλο των ηγετικών στελεχών και η ύπαρξη μιας ηγετικής ομάδας μακράς συνύπαρξης, που είχε συνηθίσει να διεξάγει σκληρές συζητήσεις και μετά να δρα ενωμένα.
H Τσεντράλε του ενιαίου KPD είχε κοινές εμπειρίες επανάστασης και καταστολής, αλλά δεν τις είχε ζήσει μέσα στο ίδιο κόμμα. Ακόμα και μέσα στον πυρήνα της ιστορικής ηγεσίας του Σπάρτακου, ο Χάινριχ Μπράντλερ και ο Βίλχελμ Πίκ δεν είχαν πολλές εμπειρίες συνεργασίας με τον Λέβι κι ακόμα λιγότερες με την Κλάρα Τσέτκιν. Ακόμα χειρότερα, 3 μήνες μετά το σχηματισμό του κόμματος, οι Λέβι, Ντάιμιγκ, Μπρας και Χόφμαν αποχώρησαν από το κόμμα, ενώ τους ακολούθησε λίγο αργότερα ο Γκέγιερ. Η Τσέτκιν δεν έφυγε από το κόμμα, αλλά παραιτήθηκε από την Τσεντράλε ταυτόχρονα με τον Λέβι. Με άλλα λόγια, 6 από τα 12 εκλεγμένα μέλη της ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένων των δύο συμπροέδρων, έφυγαν από το κόμμα ή έστω από την ηγεσία του, λίγο μετά την ίδρυσή του.
Γιατί βυθίστηκε η ηγεσία σε μια τόσο άμεση κρίση; Ο Μπρουέ σκιαγραφεί τρεις αιτίες. Πρώτον, ο ίδιος ο Λέβι, παρά το προφανές ταλέντο και την αυτοθυσία του, δεν αποδέχτηκε ποτέ πλήρως το ρόλο του ως ηγέτη του κόμματος. Αρκετές φορές χρειάστηκε να τον πείσει ο Ράντεκ να παραμείνει στην ηγεσία. Δεύτερον, αν και οι Ράντεκ και Λέβι είχαν συνεργαστεί στενά για να γίνει πράξη το ενωμένο KPD, ο Ράντεκ αναρωτιόταν διαρκώς αν ο Λέβι είχε οπορτουνιστικές τάσεις. Στην ουσία, ο Ράντεκ φοβόταν ότι ο Λέβι ήταν τόσο συγκεντρωμένος στην πάλη απέναντι στον αριστερισμό, που θα φοβόταν να δράσει όταν πρέπει. Μοιάζει παράδοξο το ότι επηρεάστηκαν οι τύχες ενός κόμματος του μεγέθους του KPD από τη διαφωνία μεταξύ δύο ανθρώπων, αλλά η πάλη μεταξύ Ράντεκ και Λέβι ήταν στην πραγματικότητα μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος που σχετιζόταν με την υποχώρηση της Ρωσικής Επανάστασης και την επιρροή των Ρώσων Μπολσεβίκων στο KPD. Ο Μπρουέ καταπιάνεται πολύ εκτεταμένα με την περιγραφή και τον εντοπισμό του αντίκτυπου που είχε η Κομιντέρν μέσα στο KPD, τον οποίο παρουσιάζει ως την Τρίτη αιτία για τη διάσπαση της ηγεσίας του KPD.
Το KPD και οι Μπολσεβίκοι
Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Μπρουέ εξηγεί ότι η Λούξεμπουργκ κατέληξε στην ανάγκη ενός επαναστατικού κόμματος ανεξάρτητου από τους ρεφορμιστές ηγέτες μόνο προς το τέλος της ζωής της και το κόμμα που ίδρυσε, παρέμεινε περιθωριοποιημένο.
Οι ηγέτες του KPD, αν και συμφωνούσαν επί της αρχής στην ανάγκη ρήξης με τη ρεφορμιστική Δεύτερη Διεθνή, παρέμειναν πολύ πιο διστακτικοί από τον Λένιν στο να φτάσουν αυτή τη μάχη ως τα οργανωτικά της αποτελέσματα. Όταν οι Μπολσεβίκοι ίδρυσαν την Τρίτη Διεθνή το Μάρτη του 1919, ο εκπρόσωπος του KPD είχε την εντολή να ψηφίσει εναντίον της ίδρυσης, με το σκεπτικό ότι οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για ένα τέτοιο βήμα. Η άρνηση του KPD να συνδράμει στην ίδρυση της νέας Διεθνούς αποδείχθηκε γρήγορα πολύ κοντόφθαλμη στην πράξη, όταν φάνηκε ότι η ίδια η συζήτηση εντός του USPD για το ζήτημα της ένταξής του στην Τρίτη Διεθνή ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους κερδήθηκε η αριστερή πτέρυγα αυτού του κόμματος στην ενότητα με το KPD. Έτσι, όπως υπογραμμιζόταν και από τις παρεμβάσεις του Ζινόβιεφ και του Λένιν που βοήθησαν στη δημιουργία του ενιαίου KPD, οι Μπολσεβίκοι είχαν παίξει έναν κρίσιμο ρόλο, τον οποίο εκείνη την εποχή αναγνώριζαν όλοι.
Όμως, ως το 1921, τα πράγματα είχαν γίνει πιο πολύπλοκα. Η οικονομική κατάσταση στη Σοβιετική Ρωσία ήταν τραγική και η εξέγερση της Κροστάνδης απειλούσε να ανοίξει το δρόμο για μια νέα Βρετανική στρατιωτική επίθεση. Η ένδεια της σοβιετικής κυβέρνησης την υποχρέωσε να υιοθετήσει τα μέτρα «ελεύθερης αγοράς», τα οποία απαιτούσαν τα εκατομμύρια μικροί αγρότες –τη λεγόμενη Νέα Οικονομική Πολιτική. Στη διάρκεια αυτής της κρίσης, ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν απορροφημένοι από την προσπάθεια να κρατήσουν όρθια την επανάσταση και η ηγεσία της Κομιντέρν πέρασε όλο και πιο αποκλειστικά στον Ζινόβιεφ και μια μικρή ομάδα αμφιλεγόμενων διεθνών «κομισάριων», οι οποίοι αναλάμβαναν να εκτελέσουν τις οδηγίες του. Η Διεθνής υποχωρούσε όλο και περισσότερο από το ιδανικό της δημοκρατικής συζήτησης προς τις γραφειοκρατικές εντολές.
Στην περίπτωση του KPD, αυτό σήμαινε ότι ο απεσταλμένος του Ζινόβιεφ στη Γερμανία σφυροκοπούσε τον υποτιθέμενο οπορτουνισμό του Λέβι, επιμένοντας ότι πρέπει να εκδιωχτεί από την Τσεντράλε. Ο Μπρουέ τονίζει ότι είναι βεβαίως πιθανό ότι τουλάχιστον ένα μέρος των επιθέσεων του Ζινόβιεφ και του Ράντεκ απέναντι στον Λέβι να αφορούσε μια απελπισμένη προσπάθεια «να επιταχύνουν τεχνητά την επανάσταση» προκειμένου να σπάσουν την απομόνωση της Ρωσίας. Όμως, ακόμα κι αν αυτό είναι απολύτως αληθές, εξακολουθεί να υπογραμμίζει ότι η ηγεσία του KPD δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να αντισταθεί απέναντι σε τέτοιους είδους παρεμβάσεις και διαχωρίστηκε εύκολα σε κομμάτια.
Τραύματα
Είτε βάση σχεδίου, είτε ως ατύχημα, η διάσπαση στην ηγεσία του KPD άνοιξε το δρόμο για τη διάπραξη ενός τεράστιου λάθους από το νέο κόμμα. Ο Μπέλα Κουν, ο ηγέτης της ηττημένης ουγγρικής σοβιετικής κυβέρνησης, έφτασε στο Βερολίνο προς τα τέλη του Φλεβάρη του 1921. Ο Μπρουέ σημειώνει ότι ακόμα κι αν ο Κουν δεν είχε συγκεκριμένες οδηγίες από τον Ζινόβιεφ ή τον Ράντεκ, η ηγεσία της Κομιντέρν «έλεγε ανοιχτά ότι ακόμα κι αν δεν ήταν νικηφόροι, οι μεγάλοι αγώνες του διεθνούς προλεταριάτου θα επέτρεπαν στη Ρωσία να αποφύγει την υποχρεωτική καταφυγή στη Νέα Οικονομική Πολιτική». Σε κάθε περίπτωση, ο Κουν άρχισε άμεσα να επιχειρηματολογεί υπέρ μιας «επαναστατικής επίθεσης» και αυτή την ιδέα αποδεχόταν και ο Πάουλ Φρέλιχ, που ήταν ένας από τους διαδόχους του Λέβι και της Τσέτκιν στην Τσεντράλε. Η «θεωρία της επίθεσης», όπως έγινε γνωστή, υποστηριζόταν πάνω απ’ όλους μέσα στο Ρωσικό κόμμα από τον Νικολάι Μπουχάριν, ένα σημαντικό ηγετικό στέλεχος των Μπολσεβίκων. Αμέσως μετά την επανάσταση του Οκτώβρη του 1917, ο Μπουχάριν είχε απειλήσει με διάσπαση του Μπολσεβίκικου Κόμματος πάνω στο ζήτημα της εξαπόλυσης ενός επαναστατικού πολέμου ενάντια στο γερμανικό ιμπεριαλισμό. Οι προσπάθειες του Λένιν να τονίσει το γεγονός ότι ο ρωσικός στρατός είχε αποσυντεθεί πλήρως και δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει τους Γερμανούς δεν έπεισαν τον Μπουχάριν, ο οποίος πίστευε ότι το επαναστατικό φρόνημα μπορεί να αντιμετωπίσει τις αντικειμενικές δυσκολίες. Ευτυχώς, ο Λένιν επικράτησε επί των θέσεων του Μπουχάριν σε αυτό το ζήτημα και η θεωρία της επίθεσης δεν δοκιμάστηκε πάνω στη ρωσική εργατική τάξη. Δυστυχώς, η γερμανική εργατική τάξη έμελλε να περάσει από αυτό το πείραμα.
Η Τσεντράλε του KPD ξεκίνησε μια ανεύθυνη απόπειρα να «προκαλέσει» μια απεργία και ένοπλη εξέγερση, παρότι η εργατική τάξη είχε παθητική και αποθαρρυμένη διάθεση. Με άλλα λόγια, επιχείρησε να εμπλακεί στο είδος δράσης που είχε δοκιμάσει το KPD το Γενάρη του 1919 και ενάντια στο οποίο είχαν παλέψει τα προηγούμενα δύο χρόνια ο Λέβι, ο Ράντεκ και ο Μπράντλερ. Πράγματι, ήταν αυτή η μορφή δράσης που είχε απωθήσει την αριστερή πτέρυγα του USPD από το να ενταχθεί στο KPD παλιότερα, από το Δεκέμβρη του 1918. Ο Φρέλιχ είχε ιδεολογική προδιάθεση προς τον αριστερισμό, αλλά είναι πιο δύσκολο να καταλάβουμε γιατί συμφώνησε και μάλιστα καθοδήγησε οργανωτικά τη δράση ο Μπράντλερ, ο οποίος πάντοτε στήριζε τον Λέβι ενάντια στους αριστεριστές.
Τελικά, η λεγόμενη Δράση του Μάρτη ήταν μια απόλυτη καταστροφή. Η έκκληση του KPD σε γενική απεργία αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία από τη μάζα των εργατών, οπότε τα ηγετικά στελέχη του κόμματος έδωσαν εντολή στα άνεργα μέλη να επιχειρήσουν να εμποδίσουν δια της βίας τους εργάτες από το να πάνε για δουλειά. Αυτό προκάλεσε επεισόδια ή και ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στους κομουνιστές και στους άλλους εργάτες. Στον απόηχο του φιάσκο, το κόμμα εξωθήθηκε πάλι στην παρανομία κι έχασε πάνω από 200.000 μέλη, πέφτοντας στα 150.000 μέλη. Εκατοντάδες αγωνιστές του φυλακίστηκαν, 4 καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Μπράντλερ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση για εσχάτη προδοσία.
Αντί να κοιτάξει κατάματα τα ερείπια που προκάλεσε αυτή η πολιτική, ένα μέλος της Τσεντράλε έγραψε: «Ισχυρίζομαι ότι το φταίξιμο βρίσκεται στην αποτυχία των εργαζόμενων μαζών, που δεν κατάλαβαν την κατάσταση και δεν έδωσαν την απάντηση που όφειλαν να δώσουν». Ο Λέβι, που είχε παραιτηθεί από τη Τσεντράλε πριν τη Δράση του Μάρτη, αλλά παρέμενε ακόμα μέλος του κόμματος, αντέδρασε βίαια. Η Τσέτκιν περιέγραψε την αντίδρασή του στον Τρότσκι και τον Λένιν:
«Η ατυχής “Δράση του Μάρτη” τον συγκλόνισε. Πίστευε βαθιά ότι με επιπόλαιο τρόπο έμπαινε σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξη του Κόμματος και ότι σπαταλιόνταν ανεύθυνα όλα αυτά για τα οποία έδωσαν τη ζωή τους η Ρόζα, ο Καρλ, ο Λέο και τόσοι άλλοι. Έκλαιγε, κυριολεκτικά έκλαιγε με πόνο, στη σκέψη ότι το Κόμμα είχε χαθεί. Πίστευε ότι θα μπορούσε να σωθεί μόνο με τις πιο δραστικές μεθόδους».
Ο Λέβι εξαπέλυσε μια βάναυση, αλλά εύστοχη, πολιτική επίθεση στην Τσεντράλε. Όμως στις μέρες της καταστολής που ακολούθησαν τη Δράση του Μάρτη, αυτή η κριτική απορρίφθηκε από τα περισσότερα κομματικά μέλη και θεωρήθηκε επίθεση στο κόμμα. Ο Λέβι διαγράφηκε γρήγορα. Δεν βοήθησε τη θέση του το γεγονός ότι είχε αφήσει τον Κουν να τον παρασύρει νωρίτερα στην παραίτηση από την Τσεντράλε κι ότι στη συνέχεια, αν και ήξερε τουλάχιστον εν μέρει τι πρότεινε ο Κουν, έφυγε για διακοπές λίγες μέρες πριν την έναρξη της Δράσης του Μάρτη.
Η Τσέτκιν επιχείρησε να πείσει τον Λένιν να παρέμβει υπέρ του Λέβι, αλλά ο Λένιν ισχυρίστηκε ότι ο Λέβι προκάλεσε μόνος την οργή εναντίον του, όταν πρώτα εγκατέλειψε τη θέση του στην ηγεσία κι έπειτα έριξε το φταίξιμο σε άλλους για κάτι που αυτός απέτυχε να αποτρέψει. Ο Λένιν πράγματι επιχείρησε να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για μια πιθανή επιστροφή του Λέβι, όταν θα ησύχαζαν τα πνεύματα. Αλλά ο Λέβι δεν επέστρεψε ποτέ στο επαναστατικό κίνημα. Πρώτα μπήκε στο SPD κι έπειτα αυτοκτόνησε το 1930.
Στον απόηχο της καταστροφής του Μάρτη, ο Λένιν και ο Τρότσκι προσπάθησαν να αλλάξουν την πολιτική της ηγεσίας του KPD. Και οι δύο επιτέθηκαν ανοιχτά στον Μπέλα Κουν, κατά το Συνέδριο της Κομιντέρν τον Ιούνη του 1921, όπου συμμετείχαν 33 Γερμανοί αντιπρόσωποι.
Ο Λένιν περιέγραψε την ηλιθιότητα της Δράσης του Μάρτη ως «Kuneries» (σσ: λογοπαίγνιο που παραπέμπει στο όνομα του Κουν και στη γαλλική λέξη για τις «ανοησίες») και γελοιοποίησε την ιδέα μιας διαρκούς επαναστατικής επίθεσης, λέγοντας: «Είναι θεωρία αυτό τελοσπάντων; Με τίποτα. Είναι μια αυταπάτη, είναι ρομαντισμός, καθαρός ρομαντισμός». Παρ’ όλα αυτά, οι Λένιν και Τρότσκι είχαν μεγάλη δυσκολία να πείσουν τους Γερμανούς κομουνιστές για τα λάθη τους. Το λυπηρό είναι ότι τα λάθη του KPD σε κάθε βήμα δεν αποτιμούνταν σοβαρά, αλλά συχνά «ξεπερνιόνταν» χωρίς να βγάζει το κόμμα κανένα καθαρό συλλογικό συμπέρασμα.
Μετά από μια επίπονη συζήτηση, το KPD πείστηκε να υιοθετήσει μια γραμμή που στην ουσία ήταν η στρατηγική του Λέβι για τη σταδιακή ενίσχυση της δύναμης του KPD μέσα από την τακτική του Ενιαίου Μετώπου. Αυτή η τακτική είχε σχηματοποιηθεί και είχε αναπτυχθεί από τον Λέβι, τον Ράντεκ και άλλους κατά τους μήνες πριν τη Δράση του Μάρτη, αν και ήταν προφανές ότι αντιμετωπιζόταν με καχυποψία από τους αριστεριστές. Για παράδειγμα, η Τσεντράλε είχε δημοσιεύσει το Γενάρη του 1921 μια ανοιχτή επιστολή στις εργατικές οργανώσεις, κόμματα και συνδικάτα, όπου πρότεινε κοινή δράση γύρω από άμεσα αιτήματα όπως η υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου και η ένοπλη άμυνα των εργατικών οργανώσεων απέναντι στην ακροδεξιά. Έλεγε σε ένα σημείο:
«Ενώ προτείνουμε αυτή τη βάση για δράση, δεν κρύβουμε ούτε μια στιγμή από τους εαυτούς μας ή από τις μάζες ότι τα αιτήματα τα οποία παραθέτουμε δεν μπορούν να τερματίσουν τη φτώχεια τους. Χωρίς να εγκαταλείπουμε ούτε στιγμή την προπαγάνδα μας μέσα στις μάζες για τον αγώνα για τη δικτατορία [σσ: του προλεταριάτου], ως μόνο δρόμο προς τη σωτηρία, χωρίς να παύουμε να καλούμε τις μάζες και να τις οδηγούμε σε αγώνα για τη δικτατορία σε κάθε ευνοϊκή στιγμή, στο Ενωμένο Γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα είμαστε έτοιμοι για κοινή δράση με τα εργατικά κόμματα για να κερδίσουμε τα αιτήματα που προαναφέρθηκαν».
Σε όλη τη διάρκεια του 1922 και του 1923, το KPD προσπάθησε σκληρά να διορθώσει τη ζημιά που είχε προκαλέσει η Δράση του Μάρτη. Ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο να προτείνουν κοινές συμφωνίες με τα συνδικάτα για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου και την προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Στις 24 Ιούνη του 1922, ένας συντηρητικός υπουργός δολοφονήθηκε από ένα ακροδεξιό τάγμα θανάτου, επειδή ήταν Εβραίος. Ο Μπρουέ περιγράφει ότι το KPD ακολούθησε την ενιαιομετωπική πολιτική του Λένιν, προτείνοντας κοινή δράση στο USPD και το SPD ενάντια στην ακροδεξιά. Μέσα από αυτή την πολιτική, το KPD συνέβαλε στην πυροδότηση μιας σειράς μεγάλων απεργιών, ανακτώντας εν μέρει τη δύναμη που είχε χάσει. Το φθινόπωρο του 1922, το κόμμα είχε περίπου 250.000 μέλη, ανακτώντας δηλαδή 100.000, περίπου τα μισά, από τα μέλη που είχε χάσει μετά τη Δράση του Μάρτη.
1923: Η τελευταία ευκαιρία
Παρά τις απώλειές του, και αριθμητικά και με όρους επιρροής μέσα στην εργατική τάξη, το KPD είχε μια τελευταία ευκαιρία να καθοδηγήσει μια επανάσταση. Στις αρχές του 1923, ο γαλλικός στρατός κατέλαβε τη βασική περιοχή παραγωγής άνθρακα και σιδήρου στη Γερμανία, την Κοιλάδα του Ρουρ, προκειμένου να αποσπάσει τις πολεμικές οφειλές που όριζε η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η κυβέρνηση SPD του Έμπερτ και η γερμανική άρχουσα τάξη επιχείρησαν να αξιοποιήσουν την εισβολή για να κερδίσουν την αφοσίωση των Γερμανών εργατών, ειδικά στο Ρουρ, ενάντια στους Γάλλους. Το KPD συμφωνούσε ότι έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι Γάλλοι, αλλά αρνήθηκε να συμμαχήσει με το SPD ή με τα αφεντικά. Όπως έγραφε ένα ηγετικό του στέλεχος:
«Ήταν αποφασιστικής σημασίας και για τη γερμανική αστική τάξη και για τους Γάλλους στρατηγούς να έχουν τους εργάτες με το μέρος τους… Οι Γάλλοι στρατηγοί συνειδητά εκμεταλλεύτηκαν το μίσος της γερμανικής εργατικής τάξης απέναντι στα αφεντικά της… Από τη γερμανική πλευρά, έγιναν οι αντίστοιχες προσπάθειες. Ό,τι κι αν συνέβαινε, η σύλληψη ενός διευθυντή, η καταδίκη ενός δημάρχου ή η απέλαση ενός αξιωματούχου, [τα γερμανικά αφεντικά] προσπαθούσαν να ξεκινήσουν μια απεργία, υποσχόμενοι να πληρώσουν τους εργάτες για τα χαμένα μεροκάματα».
Όμως, όπως περιγράφει ο Μπρουέ, αυτή η υποτιθέμενη αλληλεγγύη δεν έφτανε πολύ μακριά. Για παράδειγμα, «το κάρβουνο δεν μοιραζόταν στις εργατικές οικογένειες… παρέμενε αποθηκευμένο στα ορυχεία». Και δεν ήταν αυτό το χειρότερο.
«Φαίνεται ότι από το Νοέμβρη του 1921, οι μεγιστάνες της γερμανικής βιομηχανίας είχαν αποφασίσει ότι η γενική κατάσταση έπρεπε να επιδεινωθεί δραματικά, πριν γίνει εφικτό να βελτιωθεί. Ένας καλπάζων πληθωρισμός θα μπορούσε να εξαλείψει το γερμανικό χρέος, να γονατίσει το κράτος μπροστά τους, να εξαντλήσει τους εργαζόμενους και να αφήσει τους μεγάλους καπιταλιστές ως μόνους κι απόλυτους κυρίαρχους της κατάστασης».
Στις 23 Γενάρη του 1923, το ένα δολάριο άξιζε 8.000 μάρκα. Στις 7 Σεπτέμβρη, άξιζε 60 εκατομμύρια μάρκα κι ένας εργαζόμενος στα ορυχεία χρειαζόταν δουλειά μίας ώρας για να βγάλει τα χρήματα να αγοράσει ένα αυγό. Ο υπερπληθωρισμός τσάκισε τους μισθούς και τις αποταμιεύσεις και οδήγησε σε μια δραματική αύξηση των ανέργων και των αστέγων. Ως το καλοκαίρι του 1923, η κρίση αποκάλυψε την αχρηστία της πίστης των ρεφορμιστών σοσιαλιστών στην ιερότητα του καπιταλισμού, αλλά και την επιλογή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να στηρίζεται σε διαπραγματεύσεις για αυξήσεις μια φορά το χρόνο. Η επιρροή του KPD αυξήθηκε γρήγορα και ξεπήδησαν 20.000 εργοστασιακά και εργατικά συμβούλια σε όλη τη Γερμανία κατά τον απελπισμένο αγώνα για τροφή. Αυτά τα συμβούλια δεν ήταν ίδια με τα σοβιέτ που είχαν αναπτυχθεί το Νοέμβρη του 1918, γιατί οργανώνονταν και δρούσαν μόνο μέσα στον κάθε χώρο δουλειάς χωριστά. Και σε αντίθεση με τα ρωσικά σοβιέτ το 1917, δεν αντιπροσώπευαν τη βάση του στρατού. Ωστόσο, αυτή η μαζική εκτίναξη της οργάνωσης από τα κάτω σε εργοστασιακό επίπεδο, που ανάλογή της δεν έχει υπάρξει παρά απειροελάχιστες φορές στη διεθνή ιστορία του εργατικού κινήματος, έθετε εμφανώς για άλλη μια φορά το ζήτημα της δυνατότητας δυαδικής εξουσίας. Επιπλέον, το KPD είχε γίνει η ηγετική δύναμη στο κίνημα των εργατικών συμβουλίων, κερδίζοντας την αφοσίωση εκατομμύριων εργατών πέρα από τα μέλη του. Για να υπερασπιστεί τους εργάτες από την αστυνομία και την ακροδεξιά, το KPD οργάνωσε μια πολιτοφυλακή που λεγόταν «προλεταριακές εκατονταρχίες». Την Πρωτομαγιά του 1923, 25.000 μέλη τους παρέλασαν μέσα από το κέντρο του Βερολίνου, φορώντας κόκκινα περιβραχιόνια, μια «πραγματική εργατική πολιτοφυλακή» λέει ο Μπρουέ.
Όλα αυτά έτειναν να δείχνουν ότι το KPD είχε επιτέλους ξεπεράσει τα νεανικά λάθη του και γινόταν ένα πραγματικό «μπολσεβίκικο» κόμμα. Όμως ο Μπρουέ ισχυρίζεται ότι αυτό δεν ίσχυε απαραίτητα.
«Στα τέλη του Ιούνη του 1923, ενώ οι Γερμανοί Κομουνιστές ήταν απολύτως πεισμένοι ότι η κατάσταση που είχε προκαλέσει η κρίση στη Γερμανία θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε επανάσταση, εκτιμούσαν ότι είχαν ακόμα επαρκή χρόνο για να ενισχύσουν την επιρροή τους μέσα και γύρω από το προλεταριάτο… [Στη Ρωσία] ο Ζινόφιεφ διακήρυσσε: “Η Γερμανία είναι στην παραμονή της επανάστασης. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η επανάσταση θα έρθει σε ένα μήνα ή σε ένα χρόνο. Ίσως απαιτηθεί περισσότερος χρόνος”.»
Ο Ζινόβιεφ, που είχε ενθαρρύνει το KPD να ορμήσει στην παράνοια του 1921, τώρα πάταγε φρένο και τον απασχολούσε κυρίως να μην επιχειρήσει το KPD να πάρει κάποια πρωτοβουλία χωρίς να έχει εγγυημένους συμμάχους. Η αναζήτηση του Ζινόβιεφ για φίλους του KPD έφτασε στο σημείο να τον κάνει να τους ενθαρρύνει να απευθυνθούν στους φασίστες, οι οποίοι επίσης μισούσαν τη γαλλική κατοχή. Ήταν ένα βραχύβιο περιστατικό, αλλά αποκαλύπτει την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην καθοδήγηση του Λένιν στη Ρωσική Επανάσταση και την προσπάθεια του Ζινόβιεφ να κατευθύνει το KPD από μακριά.
Ο Μπράντλερ, προς τιμήν του, κατάλαβε ότι το KPD έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να καθοδηγήσει ένα πανεθνικό κίνημα, που θα συντονίσει τα ασύνδετα απεργιακά κύματα που ξεσπούσαν σε όλη τη Γερμανία, όπως και ότι μπορεί να ηγηθεί στον εκκολαπτόμενο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της αστυνομίας και των φασιστών, από τη μία, και των εργατικών συμβουλίων και των πολιτοφυλακών από την άλλη. Αν το KPD δεν έπαιρνε την ηγεσία, τότε υπήρχε ο κίνδυνος αναποτελεσματικής και διασκορπισμένης αντίστασης, η οποία θα «ξοδευόταν» από μόνη της σε όλη τη χώρα, όπως συνέβη το 1919. Πρότεινε μια «Αντιφασιστική Μέρα Δράσης» για τις 29 Ιούλη του 1923. Αν και παρέμενε ένα κάλεσμα για ενιαίο μέτωπο ενάντια στη Δεξιά, ήταν εμφανές ότι το KPD και εκατομμύρια ριζοσπαστικοποιημένων εργατών θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν αυτή τη μέρα επίσης για να επιθεωρήσουν τις δυνάμεις τους και για να πιέσουν το USPD και το SPD να παραιτηθούν από την κυβέρνηση. Το σχέδιο του Μπράντλερ υιοθετήθηκε από την Τσεντράλε και ο ίδιος έγραψε το πρωτοσέλιδο άρθρο που το ανακοίνωνε στη «Rote Fahne»:
«Εμείς οι κομουνιστές μπορούμε να νικήσουμε αυτή τη μάχη με την αντεπανάσταση μόνο αν καταφέρουμε να τραβήξουμε τους σοσιαλδημοκράτες και τους ανένταχτους εργάτες στον αγώνα μαζί μας… Το κόμμα μας πρέπει να ανεβάσει τη μαχητικότητα των οργανώσεών του σε τέτοια επίπεδα, που θα διασφαλίζουν ότι δεν θα αιφνιδιαστούν, όταν ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος… Οι φασίστες ελπίζουν να κερδίσουν τον εμφύλιο πόλεμο, χρησιμοποιώντας συντριπτική βιαιότητα… Αν οι φασίστες, οπλισμένοι μέχρι τα δόντια, ανοίξουν πυρ ενάντια στους προλετάριους μαχητές μας, θα πρέπει να μας βρουν έτοιμους να τους εξαφανίσουμε».
Το σχέδιο του Μπράντλερ συγκλόνισε τη Γερμανία. Το SPD και οι συντηρητικοί το κατήγγειλαν. Οι φασιστικές πολιτοφυλακές και η αστυνομία προετοιμάζονταν για σύγκρουση. Οι απεργίες εντάθηκαν και οι εργάτες κατατάσσονταν μαζικά στις προλεταριακές εκατονταρχίες. Στις 23 Ιούλη, ο Γκούσταβ Νόσκε, το ηγετικό στέλεχος του SPD που είχε συμβάλει στην καταστολή των απεργιών του Γενάρη του 1919, εξέδωσε μια απαγόρευση των διαδηλώσεων της Αντιφασιστικής Μέρας στο Ανόβερο. Τον μιμήθηκαν σύντομα και άλλες δημοτικές και περιφερειακές κυβερνήσεις. Τώρα το KPD έπρεπε να πάρει μια απόφαση.
Ασφαλώς, ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ειδικά με δεδομένη την προϊστορία του KPD σε πρόωρες δράσεις, η ηγεσία του κόμματος έπρεπε να αποφασίσει αν ο συσχετισμός ταξικών δυνάμεων είχε αλλάξει προς όφελός του και αν ήταν ή όχι αρκετά ισχυρό για να οδηγήσει την εργατική τάξη, αν όχι σε άμεση επανάσταση, τότε τουλάχιστον στο κατώφλι της. Δυστυχώς, όπως γράφει ο Μπρουέ: «όλες οι παλιές διαφορές επανεμφανίστηκαν αμέσως μέσα στη Τσεντράλε». Ο Μπράντλερ αρχικά πάλεψε να υπερασπιστεί την άποψή του, αλλά στη συνέχεια υποχώρησε. Ανήμποροι να αποφασίσουν οι ίδιοι, έστειλαν τηλεγράφημα στη Μόσχα, ρωτώντας τι να κάνουν. Ο Λένιν είχε κλονιστεί από μια σειρά εγκεφαλικών. Ο Τρότσκι, ο Ζινόβιεφ και ο Μπουχάριν ήταν όλοι τους σε άλλες διαδικασίες. Ο Ράντεκ, που έλαβε το τηλεγράφημα, προειδοποίησε ενάντια στα λάθη του 1921. Οι Ζινόβιεφ και Μπουχάριν, μέσω τηλεγραφήματος, υποστήριξαν την ανυπακοή στην απαγόρευση. Ο Στάλιν διαφώνησε. Τελικά, ο Ράντεκ έστειλε τηλεγράφημα στον Μπράντλερ που έλεγε: «φοβόμαστε ότι είναι παγίδα», και η Αντιφασιστική Μέρα ματαιώθηκε. Φυσικά δεν ήταν έγκλημα να ζητήσουν τη συμβουλή των Μπολσεβίκων, αλλά η ακύρωση μιας δράσης, που ίσως αποδεικνυόταν η έναρξη του αγώνα για την εξουσία στη Γερμανία, εξαιτίας ενός τηλεγραφήματος, αποκάλυψε για άλλη μια φορά την αδυναμία της γερμανικής ηγεσίας.
Μαθήματα του Οκτώβρη
Είναι αδύνατο να πούμε τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, αν το KPD προχωρούσε στην οργάνωση της Αντιφασιστικής Μέρας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μερικές βδομάδες μετά τη ματαίωση της διαδήλωσης, η κυβέρνηση του συντηρητικού πρωθυπουργού Κούνο κατάρρευσε υπό την πίεση ενός κύματος μαζικών απεργιών. Η πτώση της κυβέρνησης Κούνο στα μέσα Αυγούστου έκανε τελικά το KPD και την Κομουνιστική Διεθνή να συνειδητοποιήσουν ότι η κρίση στη Γερμανία ήταν ανάλογη με εκείνη στη Ρωσία κατά τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του 1917. Δηλαδή ότι ωρίμαζε μια προεπαναστατική κατάσταση και το KPD μπορεί σύντομα να βρισκόταν μπροστά στην πάλη για την εξουσία.
Στη Ρωσία, μετά από 6 χρόνια πείνας κι απομόνωσης, η προοπτική μιας σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γερμανία εξύψωσε τις ελπίδες. Οι Ρώσοι εργάτες οργάνωναν μαζικές συγκεντρώσεις, όπου συμφωνούσαν να κόψουν τους ίδιους τους μισθούς τους για να στείλουν χρήματα στη Γερμανία που θα βοηθήσουν την επανάσταση. Οργανώνονταν εθελοντές για να πάνε στη Γερμανία και να πολεμήσουν σε διεθνείς ταξιαρχίες.
Αλλά. όπως έγραφε ο Τρότσκι: «δεν αρκεί να κρατάς σπαθί, πρέπει και να ξέρεις να το χρησιμοποιείς». Τώρα, για άλλη μια φορά ξεδιπλώθηκε η αντιφατικότητα του KPD. Ο Μπράντλερ, αντί να παραμείνει στη Γερμανία, έφυγε για τη Ρωσία μαζί με αρκετά άλλα στελέχη της Τσεντράλε. Εκεί ξόδεψαν ένα μήνα να συζητούν αν θα πρέπει να διαλέξουν μια ημερομηνία για εξέγερση ή να περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ο Τρότσκι, που τώρα έπαιζε το ρόλο που είχε παίξει ο Λένιν το 1917, τους σφυροκόπησε ανηλεώς, απαιτώντας από το KPD να το πάρει απόφαση, να διαλέξει μια ημερομηνία και να προχωρήσει. Πρότεινε να ξεκινήσει η εξέγερση στην επέτειο της εξέγερσης των Μπολσεβίκων. Ο Μπράντλερ πρότεινε να έρθει ο Τρότσκι στο Βερολίνο για να καθοδηγήσει την επανάσταση, αλλά ο Ζινόβιεφ δεν το επέτρεπε, γιατί φοβόταν ότι, αν ο Τρότσκι πετύχαινε, θα τον επισκίαζε στην εντεινόμενη εσωκομματική μάχη στη Ρωσία.
Είναι δύσκολο να πει κανείς αν θα έκανε κάποια διαφορά ο Τρότσκι ή όχι, αλλά τελικά το KPD κατέληξε σε ένα σχέδιο εξέγερσης που έμοιαζε αρκετά με την ιδέα του Ζινόβιεφ για το πώς θα έπρεπε να γινόταν η επανάσταση τον Οκτώβρη του 1917, με την έννοια ότι ήθελε να στηρίζεται στη συμφωνία της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλδημοκρατών για να ξεκινήσει την εξέγερση. Με πρωτοβουλία του Ζινόφιεφ, το σχέδιο του κόμματος ήταν να μπει στις αριστερές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη Σαξονία και τη Θουριγγία και να τις αξιοποιήσει ως βάση για την επανάσταση και για να δώσει όπλα στην εργατική τάξη. Ο Μπράντλερ αργότερα επέμενε ότι είχε εναντιωθεί σε αυτή την κίνηση, υποστηρίζοντας ότι τα όπλα της Σαξονίας και της Θουριγγίας είχαν μεταφερθεί στα οπλοστάσια του Βερολίνου και ότι η είσοδος στις κυβερνήσεις θα αποδυνάμωνε το κίνημα «γιατί οι μάζες πλέον θα περίμεναν από την κυβέρνηση να κάνει αυτά που μόνο οι ίδιες θα μπορούσαν να κάνουν». Σε κάθε περίπτωση, η Σαξονία δεν ήταν το κέντρο της δύναμης της εργατικής τάξης. Αλλά ο Μπράντλερ υποχώρησε στις πιέσεις της Μόσχας.
Τον Οκτώβρη του 1917, ο Τρότσκι και οι Μπολσεβίκοι ηγήθηκαν της εξέγερσης μέσα από τα Σοβιέτ, σε συμμαχία με τις ακροαριστερές πτέρυγες αρκετών άλλων κομμάτων, αλλά ποτέ δεν παραχώρησαν στις ηγεσίες αυτών των άλλων κομμάτων, που στέκονταν μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης, τη δυνατότητα να εμποδίσουν τη δράση τους. Δυστυχώς, στη Γερμανία, ο Μπράντλερ, με τις ευλογίες του Ζινόβιεφ, πρότεινε δημόσια στα τέλη Οκτώβρη στην ηγεσία της αριστερής πτέρυγας του SPD να αρχίσουν μαζί την επανάσταση. Όταν ένας υπουργός του SPD αρνήθηκε να υποστηρίξει την πρόταση του KPD για γενική απεργία σε μια συνδιάσκεψη των εργοστασιακών επιτροπών, ο Μπράντλερ ματαίωσε την εξέγερση. Προσθέτοντας την προσβολή στο τραύμα, το KPD στο Αμβούργο δεν ενημερώθηκε ότι είχε ακυρωθεί η εξέγερση. Εκεί το κόμμα προχώρησε στην υλοποίηση του σχεδίου, απομονώθηκε κι εξοντώθηκε. Εικοσιένα στελέχη του σκοτώθηκαν κι εκατοντάδες τραυματίστηκαν ή φυλακίστηκαν.
Αφού το KPD είχε ξεσηκώσει εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του και εκατομμύρια ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες στο σημείο προετοιμασίας ενός αγώνα για την εξουσία, η ξαφνική και χαοτική απογοήτευση κατέστρεψε τη μαχητική ικανότητα του κόμματος.
Για κάποιες εβδομάδες, ο Ζινόβιεφ προσπάθησε να προσποιηθεί ότι όλα πήγαιναν καλά και ότι η εξέγερση είχε απλώς αναβληθεί. Αλλά, καθώς περνούσε ο χρόνος, η γερμανική αστική τάξη άρπαξε την ευκαιρία να επιβάλει στρατιωτικό νόμο και έγινε εμφανές ότι η επανάσταση είχε ηττηθεί.
Ο Τσότσκι συνόψισε την κατάσταση στο «Μαθήματα του Οκτώβρη», που δημοσιεύτηκε το 1924, όπου έριχνε όλο το φταίξιμο στον Ζινόβιεφ και στην ηγεσία του KPD:
«Στη διάρκεια μιας σχετικά ήπιας κατάστασης στην πολιτική ζωή, [τα λάθη] διορθώνονται, ακόμα κι αν φέρουν απώλειες, δεν θα φέρουν καταστροφή. Αλλά σε περιόδους οξείας επαναστατικής κρίσης, το απολύτως κρίσιμο είναι ο διαθέσιμος χρόνος… Η δυσαρμονία ανάμεσα σε μια επαναστατική ηγεσία (δισταγμοί, ταλαντεύσεις, χρονοτριβή απέναντι στη μανιασμένη επίθεση της αστικής τάξης) και τα αντικειμενικά καθήκοντα, μπορεί να οδηγήσει μέσα σε λίγες βδομάδες ή μέρες σε μια καταστροφή και σε απώλεια εκείνων τα οποία χρειάστηκαν χρόνια για να προετοιμαστούν».
Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι οι κίνδυνοι του συντηρητισμού κατά την επαναστατική συγκυρία ήταν εξίσου καταστροφικοί με τους κινδύνους του αριστερισμού κατά τη μη-επαναστατική συγκυρία. Κανένα επαναστατικό κόμμα, όσο μεγάλο κι αν είναι και όσο βαθιά κρίση κι αν αντιμετωπίζει η αστική τάξη, δεν μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία, αν δεν κατέχει όλο το φάσμα των στρατηγικών και τακτικών και αν δεν αναπτύξει μια βασική ηγεσία που θα έχει το κύρος να τις εφαρμόσει.
Ο Μπρουέ τελειώνει την ιστορία του επιχειρώντας να εξηγήσει γιατί το KPD δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τις αδυναμίες του. Πρώτο, ήταν το ζήτημα της απειρίας. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε», λέει ο Μπρουέ, «ότι οι ηγέτες του KPD είχαν μόνο λίγα χρόνια εμπειριών μέσα σε δύσκολες συνθήκες».
Δεύτερο:
«Δεν υπήρχε Λένιν και, παίρνοντας υπόψη τις ικανότητες των προσωπικοτήτων στην προπολεμική αριστερή αντιπολίτευση στο SPD, δεν υπήρχε τίποτα στην προϊστορία του Κόμματος ή του γερμανικού προλεταριάτου που θα έκανε πιθανή την ανάδυση μέσα σε λίγα χρόνια ανθρώπων ικανών να καθοδηγήσουν μια πετυχημένη επανάσταση ενάντια στην πιο συνειδητή και αποφασισμένη αστική τάξη της Ευρώπης, αν όχι του κόσμου.
Ο συντηρητικός χαρακτήρας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του μηχανισμού του SPD είχε στρέψει τα πιο μαχητικά στοιχεία των εργατών ενάντια στις έννοιες της πειθαρχίας και της οργάνωσης. Οι Κομουνιστές ηγέτες που αναδείχθηκαν μέσα από την προπολεμική Σοσιαλδημοκρατία, κουβαλούσαν αυτό το αποτύπωμα στην τάση τους για οργανωτική παθητικότητα και στη ροπή τους να τρέχουν πίσω από τα γεγονότα».
Τα συμπεράσματα του Μπρουέ πρέπει να είναι αφετηρία για τους μαρξιστές που θέλουν να κατανοήσουν την ήττα στη Γερμανία. Οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες του προπολεμικού γερμανικού καπιταλισμού διαμόρφωσαν με διαλεκτικό τρόπο τις πολιτικές μορφές οργάνωσης που υιοθέτησε η εργατική τάξη, ενώ αυτή η προϊστορία, με τη σειρά της, διαμόρφωνε τις ιδέες και τις εμπειρίες των ηγετικών σοσιαλιστών επαναστατών. Κατόπιν εορτής, ο Λέβι είχε σίγουρα δίκιο, όταν κατέληξε ότι έπρεπε να είχαν αρχίσει να χτίζουν ένα ανεξάρτητο επαναστατικό κόμμα από το 1903, αλλά αυτό προϋπέθετε ότι η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ θα είχαν βγάλει αυτά τα συμπεράσματα υπό συνθήκες που δεν υπήρχαν στη Γερμανία (όπως υπήρξαν στη Ρωσία) ή δεν είχαν υπάρξει ακόμα στη Γερμανία. Αφού κατανόησαν το λάθος τους με καθυστέρηση, εκείνοι οι πολιτικοί ηγέτες που είχαν τη μεγαλύτερη ικανότητα για να το διορθώσουν (Λούξεμπουργκ, Λίμπκνεχτ, Μέρινγκ, Γιόγκισες) δολοφονήθηκαν στις αρχές του 1919. Αυτό που άφησαν πίσω τους δεν ήταν ένα συγκροτημένο Μπολσεβίκικο Κόμμα, αλλά η ιδέα ενός κόμματος, που ασφαλώς αναφερόταν στην παράδοση του Λένιν, αλλά στο εσωτερικό του ήταν έντονα τα ασταθή κι ανυπόμονα αριστερίστικα, εχθρικά και διαχωρισμένα από τα επαναστατικά εργατικά στελέχη, που στην πλειοψηφία τους παρέμειναν στο USPD ως το 1920.
Ο Μπρουέ ορθά τονίζει τη συμβολή του Λέβι ως του βασικού στην πράξη Γερμανού κομουνιστή που κατάλαβε ότι το KPD, με τη μορφή που είχε το 1919, δεν ήταν το KPD που θα μπορούσε να οδηγήσει την εργατική τάξη στην ανατροπή του καπιταλισμού στη Γερμανία. Οδήγησε το κόμμα προς τις ενιαιομετωπικές τακτικές, που τελικά βοήθησαν να κερδηθεί η αριστερή πτέρυγα του USPD και να ιδρυθεί ένα αυθεντικά μαζικό κόμμα πάνω στις αρχές που κληροδότησε η Λούξεμπουργκ. Όμως ο Λέβι, που στρατολογήθηκε σχεδόν τυχαία στο μαρξισμό ως ο δικηγόρος της Λούξεμπουργκ κατά τον πόλεμο, ποτέ δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των στελεχών ούτε του KPD, ούτε του USPD. Και όταν τα πράγματα έφτασαν στα άκρα κατά τα καταστροφικά γεγονότα το Μάρτη του 1921, διέκοψε βίαια τους δεσμούς του, αντί να επιχειρήσει να επουλώσει τα τραύματα του κόμματος και να το βοηθήσει να προχωρήσει. Έκτοτε, η τύχη του KPD ήταν ουσιαστικά στα χέρια του Ζινόβιεφ, του Μπουχάριν, του Ράντεκ και της ηγεσίας της Κομιντέρν, που βρισκόταν στη Μόσχα.
Αν και ο Μπρουέ ορθά σημειώνει ότι δεν υπήρχε ένας Λένιν στο Βερολίνο, πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι και ο ίδιος ο Λένιν δεν αντιλήφθηκε άμεσα τις δυσκολίες μιας επανάστασης στη δυτική Ευρώπη το 1918 και το 1919. Για παράδειγμα, είναι ζήτημα προς συζήτηση το αν είχε δίκιο να πιέσει για την ίδρυση του KPD το Δεκέμβρη του 1918. Ακόμα χειρότερα, μετά το 1921, εξαιτίας της απελπιστικής κατάστασης μέσα στη Ρωσία, αποδείχθηκε αδύνατο για τον Λένιν να διατηρήσει μια καθημερινή επιρροή στη Διεθνή. Ο ρόλος του (και του Τρότσκι) ήταν συχνά να διορθώνει, κατόπιν εορτής, τα λάθη που έκαναν ο Ζινόβιεφ και οι άλλοι. Φτάνοντας στο 1923, το KPD, όπως προσωποποιείται στην περίπτωση του Μπράντλερ, είχε χάσει κάθε ικανότητα να καθοδηγεί τα γεγονότα και παρασυρόταν από τα κύματα της ταξικής πάλης. Ο Λεβί, αρκετά χρόνια μετά, επιτέθηκε με δριμύτητα στην εκτίμηση του Τρότσκι ότι αν το KPD δρούσε όπως είχαν δράσει οι Μπολεσβίκοι τον Οκτώβρη του 1917, τότε ο Οκτώβρης του 1923 θα είχε φέρει τη νίκη του σοσιαλισμού στη Γερμανία. Αλλά και ίδιος ο Λέβι είχε σημαντικό μερίδιο ευθύνης στην αδυναμία του KPD να υλοποιήσει μια τέτοια προοπτική. Στην πολιτική δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Ακόμα και ένα μεγαλύτερο KPD με ισχυρότερη ηγεσία και χωρίς την προϊστορία λαθών του (ή έχοντας βγάλει ορθά συμπεράσματα από αυτά τα λάθη) θα είχε να αντιμετωπίσει τεράστια εμπόδια. Αλλά στο ελάχιστο, θα είχε επιβιώσει για να πολεμήσει ξανά «μια άλλη μέρα». Και οι Μπολσεβίκοι ηττήθηκαν στην πρώτη τους επανάσταση το 1905 κι έπρεπε να περιμένουν 12 χρόνια για μια δεύτερη πετυχημένη ευκαιρία. Η άνοδος του Στάλιν στη Ρωσία και η επακόλουθη σταλινοποίηση των ΚΚ διεθνώς, κατέστρεψε την όποια πιθανότητα είχε το KPD να επαναλάβει μια παρόμοια πορεία όταν ξέσπασε η επόμενη κρίση του γερμανικού καπιταλισμού το 1930.
Αλλά αν το KPD απέτυχε να καθοδηγήσει την επανάσταση, η ειρηνική, μεταρρυθμιστική αστική δημοκρατία, που ονειρεύονταν ο Μπερνστάιν και ο Κάουτσκι, αποδείχθηκε ένα άσχημο αστείο. Κατέληξε στη νίκη των Ναζί του Χίτλερ το 1933, στην πλήρη διάλυση του εργατικού κινήματος στη Γερμανία και την υποχώρηση σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Αυτή η ήττα καταδίκασε τη Ρωσική Επανάσταση σε μακρόχρονη απομόνωση, δημιουργώντας τις απελπιστικές συνθήκες μέσα στις οποίες έχτισε ο Στάλιν τον τερατώδη γραφειοκρατικό κρατικό καπιταλισμό, ο οποίος αποτελούσε την πολιτική και φυσική ακύρωση του πυρήνα του Μπολσεβικισμού σε θεωρία και πράξη. Η προειδοποίηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι θα επικρατήσει είτε ο σοσιαλισμός είτε η βαρβαρότητα αποδείχθηκε προφητική, με ένα τρομακτικό τίμημα. Αλλά μόνο όσοι πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός είναι το ανώτερο και τελικό στάδιο στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν μπορούν να εκτιμήσουν τον ηρωισμό, μαζί με τα λάθη, της γενιάς των ανδρών και των γυναικών του KPD που έδωσαν τη ζωή τους για έναν καλύτερο κόσμο. Ο «επιτάφιος» του Μπρουέ για εκείνους είναι επίσης μια πρόκληση για εμάς:
«Υπό αυτή την οπτική, η ιστορία του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας κατά τα πρώτα χρόνια της Κομουνιστικής Διεθνούς παύει να είναι μια ιστορία αδιέξοδων αυταπατών και γίνεται η προϊστορία ενός αγώνα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα».