Βιβλιοπαρουσίαση: Ρόζα Λούξεμπουργκ "Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;"

thumb_rosa_luxemburgΠώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο; Πώς μπορούμε να καταργήσουμε τον καπιταλισμό και να χτίσουμε μια σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση; Με ποια στρατηγική μπορεί η Αριστερά να είναι νικηφόρα; Τα ερωτήματα αυτά έρχονται όλο και πιο έντονα στην επικαιρότητα μπροστά στην αυξανόμενη βαρβαρότητα και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού.

 

του Δημήτρη Χαριτόπουλου

 

Η  συζήτηση αυτή, για τη στρατηγική της επανάστασης ή της μεταρρύθμισης, δεν είναι καινούργια. Ξεκίνησε στα 1897 στους κόλπους του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) από δυο ηγετικά του στελέχη, τον Εδουάρδο Μπερνστάιν και την Ρόζα Λουξεμπούργκ. Στο βιβλίο του «οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού» ο Μπερνστάιν, βάζοντας τις βάσεις του σύγχρονου ρεφορμισμού, υποστήριξε ότι καθώς προχωρούσε η εξέλιξη του καπιταλισμού καθιστούσε όλο και περισσότερο απίθανη μια γενικευμένη κρίση του, διότι το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής παρουσίαζε μια διαρκώς μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής.

 

Η ικανότητα αυτή του καπιταλισμού εκδηλωνόταν κατά τον Μπερνστάιν
με τη σταδιακή εξαφάνιση των γενικών κρίσεων εξαιτίας της εξέλιξης των
διαφόρων οργανώσεων των επιχειρηματιών (τραστ, καρτέλ κ.τ.λ.), του
πιστωτικού συστήματος (τράπεζες, χρηματιστήρια), των συγκοινωνιών και
του δικτύου πληροφοριών των επιχειρήσεων. Επιπλέον, ο Μπερνστάιν
θεωρούσε δεδομένη την οικονομική και πολιτική άνοδο της εργατικής τάξης
εξαιτίας της συνδικαλιστικής της πάλης. Ταυτόχρονα θεωρούσε ότι το
αστικό κράτος θα γίνεται όλο και πιο «δημοκρατικό» και συνεπώς θα
μπορούσε η Αριστερά να το διαχειριστεί προς όφελος των εργαζομένων.
Βασιζόμενος σε αυτά του τα συμπεράσματα, ο Μπερνστάιν κατέληγε ότι τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν τη δράση τους
όχι προς την ανατροπή του καπιταλισμού και την κατάκτηση της πολιτικής
εξουσίας, που ήταν μέχρι τότε ο διακηρυγμένος τους στόχος, αλλά
χρησιμοποιώντας τους θεσμούς του αστικού κράτους (κοινοβούλιο,
δικαιοσύνη, συνδικάτα) να εισάγουν το σοσιαλισμό με μεταρρυθμίσεις,
μέσα από μια βαθμιαία διεύρυνση του κοινωνικού ελέγχου τόσο των μέσων
παραγωγής όσο και των κοινωνικών θεσμών. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το
απόσπασμα από το βιβλίο του, «ο τελικός σκοπός, όποιος και αν είναι,
δεν είναι για μένα τίποτε, για μένα το παν είναι τι κίνημα».


Στις θέσεις αυτές του Μπερνστάιν απάντησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ,
συγκεντρώνοντας την πολεμική της στο βιβλίο «μεταρρύθμιση ή
επανάσταση». Στο πρώτο μέρος του βιβλίου της εξηγεί ότι για τους
επαναστάτες δεν υπάρχει καμιά αντιδιαστολή ανάμεσα στις κοινωνικές
μεταρρυθμίσεις και στην επανάσταση. Απεναντίας μάλιστα, η πάλη για την
μία ή την άλλη υπόθεση είναι αλληλένδετες. Έγραφε χαρακτηριστικά: «για
την σοσιαλδημοκρατία ο καθημερινός πρακτικός αγώνας για κοινωνικές
μεταρρυθμίσεις, για τη βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού και μέσα
στα πλαίσια ακόμη του υφιστάμενου καθεστώτος, αποτελεί αντίθετα τον
μοναδικό δρόμο καθοδήγησης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και
επίτευξης του τελικού σκοπού, που είναι η κατάκτηση της πολιτικής
εξουσίας και η κατάργηση του συστήματος της μισθοδουλείας. Μεταξύ της
κοινωνικής μεταρρύθμισης και της κοινωνικής επανάστασης υφίσταται για
την σοσιαλδημοκρατία μια αδιάσπαστη συνάρτηση, δεδομένου ότι ο αγώνας
για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είναι το μέσο ενώ ο αγώνας για την
κοινωνική ανατροπή είναι ο τελικός της σκοπός». Στη συνέχεια του
βιβλίου της η Ρόζα απαντά στα ζητήματα που κατά τον Μπερνσταιν
αποτελούν τους λόγους αναίρεσης της επαναστατικής προοπτικής.

Προσαρμογή του καπιταλισμού;


Είναι γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα από την μια μεριά βοηθά τις
επιχειρήσεις να ξεπερνούν τα στενά όρια της προσωπικής τους
ιδιοκτησίας, συγχωνεύοντας πολλά ατομικά κεφάλαια, δίνοντας την
δυνατότητα σε έναν καπιταλιστή να διαχειρίζεται ξένα κεφάλαια, βοηθά
στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων, την διεθνοποίηση της παραγωγής. Με
λίγα λόγια βοηθά τόσο στην αύξηση της καπιταλιστικής παραγωγής όσο και
στην ολοκλήρωση του βιομηχανικού κύκλου. Από την άλλη όμως μεριά, και
για αυτούς ακριβώς τους λόγους, είναι ένας από τους βασικούς
συντελεστές στην δημιουργία των κρίσεων. Αυξάνει τρομακτικά την
ικανότητα παραγωγής ακόμα και πέρα από τα όρια της αγοράς, προκαλώντας
υπερπαραγωγή, πέρα από τα όρια της καταναλωτικής ικανότητας ενώ
ταυτόχρονα καταστρέφει τις παραγωγικές δυνάμεις που το ίδιο έφερε στην
επιφάνια.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι με τις πρώτες ενδείξεις στασιμότητας στην
αγορά, το τραπεζικό σύστημα, τη στιγμή μάλιστα που η παρέμβαση του θα
ήταν αναγκαία, συστέλλεται παγώνοντας την ανταλλαγή (αύξηση επιτοκίων,
μείωση επενδύσεων, ρευστοποίηση κεφαλαίων κ.τ.λ.). Δίνοντας επίσης την
δυνατότητα στον καπιταλιστή να διαχειρίζεται ξένα κεφάλαια, τον ωθεί σε
ασύστολες και ριψοκίνδυνες κερδοσκοπίες αφού στην ουσία δεν
διαχειρίζεται παρά ελάχιστα «πραγματικά» χρήματα άλλα «αέρα»,
προκαλώντας έτσι με την πιο μικρή αιτία προβλήματα στη λειτουργία του
συστήματος. Το τραπεζικό σύστημα σε τελική ανάλυση αναπαράγει και
εντείνει στον ανώτερο βαθμό όλες τις αντιθέσεις του καπιταλισμού
οδηγώντας των με όλο και πιο γρήγορα βήματα, σε όλο και βαθύτερες
κρίσεις.


Οι διάφορες οργανώσεις των καπιταλιστών, με τον ίδιο τρόπο,
αποδεικνύονται άχρηστες ως μέσο προσαρμογής και εξορθολογισμού του
καπιταλισμού. Θεωρητικά οι οργανώσεις αυτές, διεθνοποιώντας την
παραγωγή, έχουν την δυνατότητα να την ρυθμίζουν σύμφωνα με τις
δυνατότητες και τις ανάγκες τις αγοράς, αποφεύγοντας έτσι την αναρχία
και τις κρίσεις που αυτή μπορεί να δημιουργήσει. Η πραγματικότητα είναι
τελείως διαφορετική, αφού η φύση τόσο των οργανώσεων αυτών όσο και του
ιδίου του συστήματος είναι βαθιά ανταγωνιστική. Ο αντικειμενικός σκοπός
όλων των επιχειρηματικών ενώσεων και δραστηριοτήτων είναι η
μεγιστοποίηση του κέρδους, του ή των συγκεκριμένων επιχειρηματιών, σε
βάρος, καταρχάς, των ανταγωνιστών τους.
Με άλλα λόγια, ομάδες καπιταλιστών συγκροτούν καρτέλ για να
ανταγωνιστούν άλλα καρτέλ ανεβάζοντας τον ανταγωνισμό σε διεθνές
επίπεδο. Ποτέ δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ένα καρτέλ που να ενώνει
τους καπιταλιστές παγκόσμια και να καταργεί τον μεταξύ τους
ανταγωνισμό. Επιπλέον αν αυτό ήταν εφικτό, τότε ο καπιταλισμός θα
οδηγούνταν στη στασιμότητα και στη μόνιμη κρίση.

Για τον ρόλο των συνδικάτων


Δεν υπάρχει σίγουρα καμιά αντίρρηση για τον -θετικό εν γένει- ρόλο των
συνδικάτων στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Είναι οι μηχανισμοί μέσα
από τους οποίους οι εργάτες αποκτούν συνείδηση της τάξης τους,
διαπιστώνουν την ανάγκη της οργανωμένης πάλης, αναγνωρίζουν τους
ταξικούς τους εχθρούς και τους εν δυνάμει συμμάχους τους,
συνειδητοποιούν το ρόλο και την δύναμη τους αλλά ταυτόχρονα και τις
αδυναμίες των οργανώσεων αυτών. «Η συνδικαλιστική και κοινοβουλευτική
πάλη θεωρούνται σαν μέσα βαθμιαίας καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησης του
προλεταριάτου για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας» έγραφε η Ρόζα.

 

Όμως τα συνδικάτα, όσο δυνατά και μαχητικά και αν είναι, δεν μπορούν σε
καμία περίπτωση να σταματήσουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Αυτό είναι αδύνατο, γιατί δεν μπορούν να ελέγξουν τους όρους της
αγοράς. Δεν μπορούν για παράδειγμα να καθορίσουν την προσφορά και τη
ζήτηση της εργατικής δύναμης, το μέγεθος ή το είδος της παραγωγής, το
ποσοστό του κέρδους των επιχειρήσεων, τον τρόπο της διάθεσης των
εμπορευμάτων, δεν μπορούν με λίγα λόγια να ανατρέψουν την ουσία της
εκμετάλλευσης. Το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να περιορίζουν την
εκμετάλλευση του προλεταριάτου από το κεφάλαιο, στα πλαίσια που είναι
κάθε φόρα «κανονικά». Στα πλαίσια δηλαδή που βάζει η ίδια η αγορά.

 

thumb_thumb_eduard_bernstein Αυτό στη πράξη σημαίνει ότι αν η οικονομία βρίσκεται σε άνοδο και τα
κέρδη των επιχειρήσεων είναι τεράστια, όπως ήταν για παράδειγμα η εποχή
που η Ρόζα έγραφε το βιβλίο της, τα συνδικάτα μπορούν εξασφαλίσουν για
το προλεταριάτο ένα μικρό τμήμα αυτών των κερδών. Όταν όμως η οικονομία
βρίσκεται σε κρίση και οι καπιταλιστές σε άγρια κόντρα μεταξύ τους,
τότε ο συνδικαλιστικός αγώνας γίνεται πολύ δύσκολος για δύο βασικούς
λόγους. Πρώτον γιατί η ανεργία αυξάνεται περισσότερο από ποτέ και
δεύτερον γιατί τα αφεντικά για να συγκρατήσουν τα ποσοστά του κέρδους
τους επιτίθενται στους μισθούς και στα ασφαλιστικά δικαιώματα των
εργατών. Σε τέτοιες περιόδους, το μόνο που μπορούν να κάνουν τα
συνδικάτα είναι να προσπαθούν να υπερασπίσουν, και όχι πάντα με
επιτυχία, τα κεκτημένα. Ο συνδικαλισμός όχι μόνο δεν κάνει
δευτερεύουσα, άλλα κάνει ολοφάνερη την αναγκαιότητα της οργανωμένης
πολιτικής πάλης των εργατών. Ανάμεσα στην οποία και στους οικονομικούς
αγώνες δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός, όπως οι ρεφορμιστές
υποστηρίζουν. Αντίθετα είναι αλληλένδετοι. Μια απεργία μπορεί να
ξεκινήσει με ένα απλό οικονομικό αίτημα και γενικευόμενη να μετατραπεί
σε μια ευρύτατη αμφισβήτηση, της κυβέρνησης, των θεσμών του αστικού
κράτους (αστυνομία, δικαιοσύνη κ.λπ.).

 

Έγραφε χαρακτηριστικά: «τη μια στιγμή γίνεται ένα μεγάλο κύμα που
σαρώνει όλη τη χώρα, την άλλη χωρίζεται σε ένα γιγάντιο δίκτυο από
αναρίθμητα μικρά ρυάκια. Τώρα αναβλύζει από το έδαφος σαν δροσερή πηγή,
μετά χάνεται κάτω από τη γη. Πολιτικές και οικονομικές απεργίες, και
μαχητικές απεργίες διαρκείας, γενικές κλαδικές απεργίες και τοπικές
απεργίες, ειρηνικοί διεκδικητικοί αγώνες για αυξήσεις και αιματηρές
συγκρούσεις στα οδοφράγματα –όλα αυτά διαπερνώνται, συμβαίνουν
παράλληλα, διασταυρώνονται, είναι μια θάλασσα φαινομένων που
ακατάπαυστα κινούνται, αλλάζουν».
Το βάρος όμως της οργάνωσης της πολιτικής πάλης δεν μπορεί να το
αναλάβει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αλλά το επαναστατικό κόμμα, ο
ρόλος του οποίου είναι αναντικατάστατος.
«Η ταξικά συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να
περιμένει μοιρολατρικά με σταυρωμένα τα χέρια μέχρι να δημιουργηθεί μια
επαναστατική κατάσταση. Αντίθετα, έχει το καθήκον να προηγείται σε
σχέση με τη ροή των γεγονότων, να επιδιώκει την επιτάχυνσή τους,
ξεκαθαρίζοντας στα πιο πλατιά στρώματα του προλεταριάτου ότι ο ερχομός
μιας τέτοιας επαναστατικής περιόδου είναι αναπόφευκτος».

Για τη «δημοκρατικοποίηση» του κράτους


Υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές ότι καταλαμβάνοντας την κοινοβουλευτική
πλειοψηφία, μπορούν με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις να
δημοκρατικοποιήσουν τους θεσμούς και να επιβάλουν «από τα πάνω» το
σοσιαλισμό.
Υποστηρίζουν, όπως έγραφε η Λούξεμπουργκ, ότι «ο κοινοβουλευτισμός
εκφράζει, μέσα από την οργάνωση του κράτους, τα συμφέροντα όλης της
κοινωνίας. Όμως αυτό που εκφράζει ο κοινοβουλευτισμός είναι η
καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή μια κοινωνία στην οποία τα συμφέροντα
των καπιταλιστών κυριαρχούν. Σε αυτήν την κοινωνία, οι
αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, δημοκρατικοί στη μορφή, στο περιεχόμενό τους
αποτελούν όργανα των συμφερόντων της αστικής τάξης».

 

Για τη δήθεν δυνατότητα επιβολής του σοσιαλισμού με μεταρρυθμίσεις
μέσω του κοινουβουλίου, η Λούξεμπουργκ έγραφε εμφατικά: «Εκείνο που
αναγκάζει τον προλετάριο να μπαίνει κάτω από το ζυγό του κεφαλαίου δεν
είναι κανένας νόμος, αλλά η ανάγκη, το γεγονός ότι στερείται μέσων
παραγωγής. Ο προλετάριος με κανένα νόμο στον κόσμο δεν μπορεί να
αποκτήσει μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας παραγωγικά μέσα, γιατί
τα μέσα αυτά δεν του αφαιρέθηκαν με νόμο, αλλά με την οικονομική
εξέλιξη». Ένα σημείο που η Ρόζα έδινε μεγάλη σημασία και που
αποδείχτηκε προφητικό ήταν η εντεινόμενη όξυνση του μιλιταρισμού. Κράτη
που εξοπλίζονται όλο και πιο έντονα σαν αστακοί, είναι παράλογο να
θεωρούνται ότι πορεύονται στον «εκδημοκρατισμό».

Όταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε αυτό το βιβλίο συγκρουόμενη για
πρώτη φορά με το ρεφορμισμό, με τη λογική ότι η επανάσταση είναι
περιττή και ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί, ο κόσμος δεν
είχε ζήσει τους παγκόσμιους πολέμους, τις επαναστάσεις του 1917 στη
Ρωσία και του 1918 στη Γερμανία, το μεγάλο κραχ του 1929. Στηριζόμενη
όμως στη μαρξιστική ιδεολογία, έθεσε την επιλογή της ανθρωπότητας πρώτη
και πιο καθαρά από κάθε άλλο: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Δεν θα
μπορούσε η ιστορία να την επαληθεύσει περισσότερο. Λίγα χρόνια μετά η
μεγάλη ρώσικη επανάσταση έδειξε σε όλο τον κόσμο ποιος είναι ο μόνος
τρόπος που μπορεί η εργατική τάξη να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να
πάρει την εξουσία. Και σήμερα όμως το έργο της δεν θα μπορούσε να είναι
πιο επίκαιρο. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βιώνουν τη
βαρβαρότητα του συστήματος του κέρδους. Στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, στην
Ινδονησία, στην Αφρική και στη Λατινή Αμερική χιλιάδες κόσμος πεθαίνει
κάθε μέρα γιατί τα τρόφιμα που θα μπορούσαν να τους ζήσουν γίνονται
καύσιμα για τις βιομηχανίες, το περιβάλλον καταστρέφεται γιατί κανείς
δεν μπορεί να βάλει όριο στην ασυδοσία των καπιταλιστών, χώρες
ολόκληρες καταστρέφονται για τον έλεγχο των πετρελαίων. Ο καπιταλισμός
σήμερα βρίσκεται στη μεγαλύτερη κρίση του εδώ και δεκαετίες. Όλο και
περισσότερος κόσμος συνειδητοποιεί ότι το σύστημα αυτό δεν είναι
μονόδρομος, ότι ο καπιταλισμός δεν παίρνει διορθώσεις. Η επαναστατική
στρατηγική για να χτίσουμε μια άλλη κοινωνία γίνεται ολοένα και πιο
επίκαιρη και αναγκαία.