του Δημήτρη Μπελαντή
Η ιταλική κομμουνιστική Αριστερά ήδη από τις αρχές του 1960 αρχίζει να διαφοροποιείται στρατηγικά από το σοβιετικό μοντέλο. Η κρίση της αποσταλινοποίησης και η άνοδος του Χρουστσώφ διευκολύνουν την ηγετική ομάδα γύρω από τον Τολιάτι να προτείνει ως κόμμα-πιλότο στην Δυτική Ευρώπη μια στρατηγική ειρηνικού και σταδιακού δρόμου προς τον σοσιαλισμό χωρίς επαναστατική ρήξη . Η «δημοκρατική» αυτή «εναλλακτική λύση» συμμαχεί προσωρινά με τους Σοβιετικούς, οι οποίοι σε αυτή τη φάση προκρίνουν το βάθεμα του λαϊκομετωπισμού (συμμαχία με σοσιαλιστές και προοδευτικά αστικά κόμματα) και τη λογική του ειρηνικού-κοινοβουλευτικού δρόμου στα πλαίσια της «ειρηνικής συνύπαρξης» και «άμιλλας» με τον καπιταλισμό (1).
Στα πλαίσια της σινοσοβιετικής διένεξης ο Τολιάτι παίρνει τη σκυτάλη
της ιδεολογικής σύγκρουσης με το ΚΚ Κίνας και τον «βίαιο εξτρεμισμό»
του. Η στρατηγική, όμως, της μετάβασης μέσω του ιταλικού Συντάγματος
έχει ξεκινήσει ήδη από το 1945 με την «στροφή του Σαλέρνο». Η στροφή
αυτή αποτελεί εξέλιξη της λαϊκομετωπικής γραμμής της Γ΄ Διεθνούς
(1935-1939 –της στρατηγικής δηλαδή συμμαχίας με την σοσιαλδημοκρατία
και την προοδευτική αστική τάξη ενάντια στο φασισμό) και στηρίζεται
στην υπόθεση ότι το ιταλικό Σύνταγμα έχει τις θεσμικές βάσεις για την
μετάβαση, είναι ένα Σύνταγμα της «Εργασίας». Ο Τολιάτι αντλεί
νομιμοποίηση από τη θέση του Γκράμσι περί «πολέμου θέσεων» στη Δύση,
την τροποποιεί όμως σημαντικά ώστε να ταιριάξει στη μη ρηκτική του
στρατηγική.
Η πολιτική κρίση του 1968-1978
Ο Ευρωκομμουνισμός γεννιέται ως απάντηση σε δυο δομικά στοιχεία της
συγκυρίας των τελών του ’60: α) την ιδεολογική σκλήρυνση του ΚΚΣΕ με
την Άνοιξη της Πράγας, την οποία καταδικάζουν τα πιο σημαντικά δυτικά
κουμμουνιστικά κόμματα (Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, στην Ελλάδα το ΚΚΕ
Εσωτερικού), β) την πολιτική και κοινωνική κρίση του Μάη του ’68, η
οποία παίρνει μεγάλες διαστάσεις στην Γαλλία και την Ιταλία, και ιδίως
στην Ιταλία απειλεί όλη την οργάνωση εξουσίας. . .
Στα τέλη του ’60 και ως τα μέσα του ’70 η ιταλική κοινωνία γνώρισε
μια περίοδο εκτεταμένης κοινωνικής αναταραχής στα όρια της
προεπαναστατικής κατάστασης . Στις αρχές του 1970 (από το «θερμό
φθινόπωρο του ’69 και μετά) η αναταραχή αφορά την εξέγερση των εργατών
των μεγάλων εργοστασίων του Βορρά και κυρίως της Φίατ-Μιραφιόρι (του
τεϋλορικού εργάτη της αλυσίδας παραγωγής του Μιλάνου, του Τορίνου
κ.λπ.)(2) – η αναταραχή αυτή οδηγεί σε μια ριζική αλλαγή της εργατικής
νομοθεσίας επί το φιλεργατικότερον (νόμοι όπως το περίφημο Statuto dei
Lavoratori) και σε μια άνθηση μορφών εργατικού ελέγχου (συμβούλια μέσα
στις επιχειρήσεις κ.λπ.). Η αναταραχή αυτή συναντά και μια αντίστοιχη
φοιτητική και εργατική νεολαιίστικη ριζοσπαστικοποίηση –άλλωστε, ως τα
τέλη του ’60 και στην Ιταλία δεν έχει παγιωθεί η συνείδηση του
«κοινωνικού συμβολαίου».Οι φοιτητές σταδιακά στρέφονται στα εργοστάσια
και θέτουν ζήτημα κοινών αγώνων και «εργατικής εξουσίας»(3).
Η ένταση της πολιτικής κρίσης οδηγεί τμήματα της αστικής τάξης σε
σχέδια αποσταθεροποίησης (απόπειρα πραξικοπήματος), σε ενίσχυση της
δεξιάς τρομοκρατίας όπως η βομβιστική σφαγή στην πιάτσα Φοντάνα του
Μιλάνου τον Δεκέμβριο του 1969, σε μορφές ποινικοποίησης των
διαδηλώσεων κ.λπ. Πολλοί μιλούν για μια παρατεταμένη προεπαναστατική
κατάσταση τουλάχιστον ως το 1973. Η επαναστατική Αριστερά ενισχύεται
σημαντικά αλλά δεν συνενώνεται σε μια ενιαία στρατηγική. Εκτός από τις
μαοϊκές και τροτσκιστικές ομάδες, ιδιαίτερα σημαντική είναι η πτέρυγα
του «εργατισμού», η οποία συνδέει την ανάλυση της εργασιακής
διαδικασίας στον νεοκαπιταλισμό με την επαναστατική στρατηγική
(«Εργατική Εξουσία»-Potere Operaio και «Διαρκής Πάλη»-Lotta Continua).
Η δεύτερη φάση αυτής της αναταραχής εξαπλώνεται στα μέσα του 1970 όχι
πια στις μεγάλες συγκεντροποιημένες επιχειρήσεις (οι οποίες και εδώ
βαίνουν
φθίνουσες), αλλά στην εργατική νεολαία, τους ανέργους, τους μερικά
απασχολούμενους, το επιστημονικό «προλεταριάτο» και τους εργαζόμενους
των υπηρεσιών, στο φάσμα που η «Αυτονομία» θα προσδιορίσει ως
«κοινωνικό» εργάτη ή ως «δεύτερη κοινωνία» (Νέγκρι 1983). Ενώ η πρώτη
φάση είναι μια φάση αμφισβήτησης του ηγετικού ρόλου του ΙΚΚ μέσα στο
κίνημα αλλά και ανταγωνιστικής συνύπαρξης ΙΚΚ και επαναστατικής
Αριστεράς μέσα στο κίνημα, η δεύτερη φάση (1973-1979) είναι μια φάση
ανοιχτής εχθρότητας και δυαδικότητας ανάμεσα στο ΙΚΚ του «Ιστορικού
Συμβιβασμού» και το χώρο της επαναστατικής Αριστεράς (ιδίως τις ομάδες
της Αυτονομίας). Είναι η περίοδος όπου παγιώνεται η επιλογή της ένοπλης
πάλης για ένα τμήμα της επαναστατικής Αριστεράς με κορύφωση τη
δολοφονία Μόρο (Μάης του 1978). Πάντως, οι ομάδες της ένοπλης πάλης
(κυρίως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες), αν και συνεργάζονται με τομείς της
Αυτονομίας, έχουν πιο παραδοσιακή μαρξιστική τοποθέτηση.
Η αναταραχή αυτή (η οποία είναι και το σημείο συνάντησης μεταξύ
αντικαπιταλιστικής ανόδου και καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης)
γνωρίζει δύο διαφορετικές διαχειρίσεις από την πλευρά της Αριστεράς. Η
πρώτη διαχείριση αφορά το ΙΚΚ και τον Ιστορικό Συμβιβασμό, η δεύτερη
αφορά τις μη συνεκτικές ομάδες της Άκρας Αριστεράς.
Η στρατηγική του ευρωκομμουνισμού (1973-1979)
Η πρώτη μορφή διαχείρισης αντιστοιχεί στην επεξεργασία του «Ιστορικού
Συμβιβασμού» και της «εθνικής ενότητας» από το ΙΚΚ. Όπως έχει ήδη
αναφερθεί, το ΙΚΚ, αφού πρώτα δοκιμάζει να ανακτήσει τον έλεγχο του
εργατικού κινήματος απέναντι στα αντικαπιταλιστικά ρεύματα, στη
συνέχεια διαμεσολαβεί συνολικά στο χώρο της εργασίας σε ένα εγχείρημα
μάξιμουμ πολιτικού συμβολαίου το οποίο αποκλείει μόνο την Ακροδεξιά και
την Άκρα Αριστερά. Στα πλαίσια αυτού του συμβολαίου, συγκρούεται
αποφασιστικά με τα αντικαπιταλιστικά ρεύματα.
Ταυτόχρονα, είναι σε μεγάλη κοινοβουλευτική άνοδο (εκφράζοντας
αντιφατικά και τη δυναμική του κινήματος). Στα 1973 φτάνει περίπου στα
35 % .
Η περίπτωση της κυβερνητικής πρότασης του ΙΚΚ είναι, όντως,
εντυπωσιακή. Το ΙΚΚ με τη στρατηγική του αυτή παρακάμπτει την εύλογη
μορφή αριστερού κυβερνητισμού, το Μέτωπο με το Ιταλικό Σοσιαλιστικό
Κόμμα (ΙΣΚ). Με τα περίφημα κείμενά του για την πτώση της «Λαϊκής
Ενότητας» στη Χιλή το 1973 ο Ε. Μπερλίνγκουερ ισχυρίζεται ότι μια ένωση
της Αριστεράς δεν μπορεί να κυβερνήσει με το 51% των ψήφων (το μάξιμουμ
μιας τέτοιας προσπάθειας), αλλά χρειάζεται μια ευρύτατη πλειοψηφία,
απαρτιζόμενη από τα τρία βασικά ρεύματα: το κομμουνιστικό, το
σοσιαλιστικό και το καθολικό (το αντίστοιχο στη
Χριστιανοδημοκρατία)(4). Η συμμαχία αυτή παρουσιάζεται ως ο «νέος
αντιφασιστικός άξονας», ως το «συνταγματικό τόξο» κατά της εκτροπής. Σε
μια συγκυρία όπου ούτε η Χριστιανοδημοκρατία ούτε το ΙΚΚ μπορούν να
κυβερνήσουν αυτοδύναμα (το 1976 το ΙΚΚ φτάνει το 34% έναντι 37% της ΧΔ)
, η συνεργασία τους καθίσταται επιτακτική. Το ΙΣΚ είναι ουσιαστικά ο μη
σπουδαίος τρίτος, η θέση του είναι ασήμαντη.
Η στρατηγική αυτή, κατά τις εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΙΚΚ, είναι η
μόνη που οδηγεί προς την εξουσία. Το κόμμα, παρά τη μετριοπάθειά του,
παρά τη διαφοροποίησή του από την ΕΣΣΔ, παρά τη ρητή, τέλος, αναγνώριση
της παραμονής στο ΝΑΤΟ το 1977, λογίζεται ως «αντίπαλος του Ψυχρού
Πολέμου». Ουσιαστικά, το σύστημα λειτουργεί επί τη βάσει του μόνιμου
αποκλεισμού του από τη διακυβέρνηση, από τη «συνωμοσία» των κομμάτων
του νατοϊκού άξονα (την conventio ad escludendum) ώστε να μονοπωλούν
την εξουσία. Άρα, η λύση είναι να νομιμοποιηθεί και να αποκτήσει
κυβερνητικό, ή έστω οιονεί κυβερνητικό, ρόλο με τη συναίνεση της ΧΔ. Να
απομακρύνει τον κίνδυνο της «νατοϊκής εκτροπής» και να εσωτερικευθεί
διά παντός ως κόμμα εξουσίας(5). Η μορφή, τελικώς, που επιλέγεται είναι
η στήριξη της κυβέρνησης Τζ. Αντρεότι με αποχή των κομμουνιστών στη
Βουλή το 1976 και η διαμόρφωση του Κοινού Προγράμματος τον Ιούνιο του
1977. Το συγκυβερνητικό πείραμα διαρκεί από το 1976 ως το 1979, οπότε
εγκαταλείπεται από το ΙΚΚ αλλά και από την Χριστιανοδημοκρατία, η οποία
αναζητά πια προνομιακή συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μπετίνο
Κράξι.
Η διαμεσολάβηση του εργατικού κινήματος σε μια πολιτική «εθνικής
ενότητας» σημαίνει και μια πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης από κοινού
με τα αστικά κόμματα. Αυτό σημαίνει ότι μετά από μια περίοδο πολύ
αναβαθμισμένων εργατικών αιτημάτων και κατακτήσεων, η στήριξη του ΙΚΚ
στη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση συνεπάγεται και μια σειρά μέτρων
λιτότητας και ανάσχεσης του εργατικού εισοδήματος με σκοπό την ενίσχυση
της «εθνικής ανταγωνιστικότητας».
Προέκυψε έτσι μια παράδοξη θεωρία «κομμουνιστικής λιτότητας» και «κομμουνιστικά υποκινούμενου εκσυγχρονισμού»(6).
Σύμφωνα με αυτήν:
1) Η εργατική τάξη έχει άμεσο συμφέρον να εξέλθει η Ιταλία από
την οικονομική κρίση, η οποία οφείλεται κυρίως στον πληθωρισμό και την
υπερπαραγωγή εμπορευμάτων (και όχι στη μειωμένη κερδοφορία του
κεφαλαίου και την υπερσυσσώρευση). Η έξοδος από την κρίση θα είναι η
αφετηρία μιας αναπτυξιακής προσπάθειας με κέρδη για την κοινωνική
προστασία των εργαζομένων, καθώς και η υιοθέτηση ενός σχεδίου
δημοκρατικού προγραμματισμού της οικονομίας. Ακολουθείται δηλαδή το
σχήμα «πρώτα ανάπτυξη, μετά προστασία και αναδιανομή».
2) Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποφευχθεί στο έδαφος της κρίσης η άμεση αναμέτρηση και σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας.
3) Η προοπτική του κόμματος σε αυτή τη φάση δεν είναι η
οικοδόμηση του σοσιαλισμού αλλά η διάσωση της εθνικής οικονομίας και η
αποδοχή θυσιών εκ μέρους των μισθωτών. Η κλίμακα τιμαριθμικής
αναπροσαρμογής των μισθών (scala mobile) θυσιάζεται προς αυτή την
κατεύθυνση. .
4) Ασκείται μια διπλή κριτική στην κρατική διοίκηση και στο
καταναλωτικό μοντέλο του 1950 και του 1960, το οποίο έχει καλλιεργήσει
ο ιταλικός καπιταλισμός .
Επισημαίνονται οι αδυναμίες (πελατειακές σχέσεις, διαφθορά κ.λπ.) του
χριστιανοδημοκρατικού κράτους και ζητείται ο αστικός εκσυγχρονισμός του
(εξορθολογισμός, αποδοτική λειτουργία, παραγωγική και όχι παρασιτική
παρέμβαση σε οικονομία κ.λπ). Δεν αμφισβητείται τόσο ο ταξικός
χαρακτήρας του, αλλά η μη προσαρμοστικότητά του στις ανάγκες της
διεθνούς αγοράς και της καπιταλιστικής ανάπτυξης (η διατύπωση θυμίζει
αρκετά τις αναλύσεις των σοσιαλδημοκρατών στην Ελλάδα του 1990).
Από την άλλη πλευρά, ασκείται καταλυτική κριτική στον «καταναλωτισμό»,
όχι όμως από την οπτική των αξιών του εργατικού κινήματος ή μιας
θεωρίας των «πραγματικών αναγκών» κ.λπ. (όπως έκαναν οι σχολές της
Φραγκφούρτης, του Λούκατς κ.λπ.), αλλά από την οπτική της αναγκαίας
ελάττωσης της εργατικής κατανάλωσης και της ιδεολογικής νομιμοποίησης
της λιτότητας(7). Στη λιτότητα δίδεται «αντικαταναλωτικός» χαρακτήρας,
καταπολέμηση της σπατάλης έως και ποιότητα αλληλεγγύης στον πενόμενο
Τρίτο Κόσμο (ομιλία του Μπερλίνγκουερ στους διανοούμενους 1977).
Προτείνεται ουσιαστικά η συγκράτηση ή και μείωση του εργατικού
εισοδήματος υπέρ μιας αναπτυξιακής προσπάθειας που θα φέρει δουλειά
κ.λπ.
Παρουσιάζεται, λοιπόν, η αντιφατική πραγματικότητα ένα κόμμα, που
θεωρητικά επαγγέλλεται τη σοσιαλιστική μετάβαση, να υποστηρίζει όχι
μόνο την κλασική προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων αλλά και τη
μείωσή τους για να διασωθεί το μοντέλο της κοινωνικής ειρήνης και
διαπραγμάτευσης (ομοίως θα πράξει για μια περίοδο και το Γαλλικό ΚΚ
εντός της κυβέρνησης Μιτεράν). Ο κυβερνητισμός του ΙΚΚ το ωθεί στο να
αναλάβει καθήκοντα διαχειριστή της πρώτης φάσης της καπιταλιστικής
κρίσης και τριτεγγυητή της στάσης των εργαζομένων απέναντι στον ιταλικό
καπιταλισμό.
Η νομιμοποίηση της λιτότητας (όχι απλώς στήριξή της από την
φιλοκομμουνιστική CGIL) είναι αποτέλεσμα μιας διακομματικής οικονομικής
συμφωνίας για τον εξωτερικό δανεισμό της Ιταλίας και την υπαγωγή της
στους όρους του ΔΝΤ .Η συμφωνία αυτή αποτελεί τμήμα της Προγραμματικής
Συμφωνίας του 1977 (Σασούν, σελ. 202 ) και προϋποθέτει μείωση και εδώ
των δημοσίων δαπανών και ανάσχεση του εργασιακού κόστους. Η άλλη λύση
θα ήταν και εδώ μια στρατηγική κλεισίματος και αυτάρκειας, αλλά το ΙΚΚ
δεν αμφισβητεί στο ελάχιστο τον εξαγωγικό προσανατολισμό του ιταλικού
καπιταλισμού.
Η διαχειριστική στάση του ΙΚΚ διογκώνεται και διασαφηνίζεται ακόμη
περισσότερο στο ζήτημα της «δημόσιας ασφάλειας». Η ανάπτυξη
αντικαπιταλιστικών ρευμάτων και πρακτικών στη δεκαετία του ’70 ενέτεινε
το ζήτημα της πολιτικής βίας.
Η όξυνση της σύγκρουσης δημιούργησε τόσο ένα εκτεταμένο φάσμα διάχυτης
κοινωνικής βίας, όσο και τις γνωστές μαζικές οργανώσεις ένοπλης
πολιτικής βίας (Ερυθρές Ταξιαρχίες κ.λπ.). Η στάση του ΙΚΚ
τροποποιείται ριζικά: ενώ σε μια πρώτη φάση υπερασπίζεται τα
δημοκρατικά δικαιώματα (π.χ. καταψήφιση του αντιδραστικού νόμου Ρεάλε),
σε μια δεύτερη φάση δέχεται άκριτα τα έκτακτα μέτρα (αρμοδιότητες
αστυνομίας κατά τη σύλληψη υπόπτων για «τρομοκρατία», φυλακές υψηλής
ασφαλείας, αύξηση ορίων προφυλάκισης κ.λπ.), πρωτοστατεί στη στήριξή
τους και ενισχύει τη χριστιανοδημοκρατική «τρομοϋστερία». Ιδίως μετά τη
δολοφονία Μόρο, το ΙΚΚ (το οποίο σθεναρά έχει αρνηθεί κάθε
διαπραγμάτευση για την ανταλλαγή του Μόρο) υποστηρίζει την εκπληκτική
αυταρχοποίηση που προωθεί ο υπουργός Εσωτερικών Φρ.Κοσίγκα(8).
Κατά ένα διασταλτικό τρόπο, το ΙΚΚ, ιδίως μετά το 1977, προχωρά σε μια
εξίσωση όμοια με εκείνη του αστικού κράτους: όποιος τοποθετείται
κριτικά από τα αριστερά του «Ιστορικού Συμβιβασμού» δεν είναι απλώς μια
Αριστερά που διαφωνεί αλλά μια εκδοχή της «τρομοκρατίας» και του
«εγκλήματος». Η ποινικοποίηση και απονομιμοποίηση της Άκρας Αριστεράς
(και της Αυτονομίας ως ιδιαίτερου ρεύματος) οδηγεί στις μαζικές
συλλήψεις και διώξεις του Απριλίου 1979 και στη συγκρότηση του
«Θεωρήματος Καλότζερο», ενός ιδιότυπου εγκλήματος γνώμης. Όποιος
αποδέχεται και επεξεργάζεται τη θεωρία της ένοπλης ανατροπής δεν μπορεί
παρά να είναι και ο ιδεολογικός συνεργός ή και εγκέφαλος της
«τρομοκρατίας».
Το ΙΚΚ , πολύ περισσότερο και από τη Χριστιανοδημοκρατία, γίνεται -κατά
και μετά τη δολοφονία Μόρο- το κόμμα του «νόμου και της τάξης». Η
έμφαση στην κατασταλτική λειτουργία του κράτους θα λειτουργήσει
συντριπτικά κατά του κινήματος όταν θα ξεσπάσει η μεγάλη σύγκρουση της
ΦΙΑΤ.
Η στάση του ΙΚΚ στα μεγάλα ζητήματα της οικονομίας και της δημόσιας
ασφάλειας στη δεκαετία του 1970 το καθιστά ένα κόμμα κυβερνητικό και
μειώνει την αντιπολιτευτική του εμβέλεια. Έτσι, μια στρατηγική που
στόχο έχει να λειτουργεί ταυτόχρονα ως κόμμα του κινήματος (λιγότερο)
και ως κόμμα της διαχείρισης (περισσότερο) προσκρούει σε σαφή όρια.
Το πρώτο όριο είναι αυτό της ίδιας της δομής του ιταλικού αστικού
κράτους, ενός κράτους που έχει οικοδομήσει πελατειακά η ΧΔ από το 1947.
Όπως αναφέρεται, κανένας διορισμός δεν μπορούσε να γίνει σε αυτό το
κράτος χωρίς τη συναίνεση της ΧΔ ή των εκάστοτε συμμάχων της. Ο
διοικητικός μηχανισμός δεν είχε το βαθμό αυτονομίας από τα κυβερνητικά
κόμματα που διαθέτει σε άλλες χώρες. Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και οι
καλύτεροι νόμοι (παρά το γεγονός ότι το ΙΚΚ δεν προώθησε παρά νόμους
φιλελεύθερης υφής στη διάρκεια του ΙΣ, π.χ. αποασυλοποίηση ψυχοπαθών)
δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν και να εφαρμοστούν από αυτό το κράτος. Το
ΙΚΚ κατέληξε να φέρει ευθύνη για μια πολιτική που ούτε την εκπονούσε σε
σημαντικό βαθμό ούτε είχε τους μηχανισμούς εφαρμογής της.
Το δεύτερο όριο ήταν αυτό της εσφαλμένης εκτίμησης της
καπιταλιστικής κρίσης. Όπως έγινε φανερό και στο πρώτο κεφάλαιο, η
κρίση υπερσυσσώρευσης δεν αποτελεί ούτε απόδειξη της «γενικής κρίσης
του καπιταλισμού» (κατά τη σταλινική θεωρία) ούτε απόδειξη της
«ολόπλευρης δομικής κρίσης» του (κατά την ευρωκομμουνιστική θεωρία). Αν
δεν συντρέξουν όροι της πολιτικής πάλης των τάξεων, η οικονομική κρίση
δεν γεννά από μόνη της ούτε όρους μετασχηματισμού ούτε όρους πολιτικής
κρίσης γενικότερα(9).
Το τρίτο όριο είναι το ροκάνισμα της κοινωνικής βάσης του ΙΚΚ μέσα από
την κλιμάκωση της στρατηγικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η εξέλιξη
αυτή θα φανεί στο τέλος της φάσης του ΙΣ , όταν η διεύθυνση της ΦΙΑΤ
αποφασίζει να κλείσει ένα μεγάλο μέρος της επιχείρησης στο Τορίνο και
να προβεί σε χιλιάδες απολύσεις. Η ΦΙΑΤ αποτέλεσε ακριβώς το εφαλτήριο
των μεγάλων αγώνων του ’60 και του ’70 και η επίθεση στην
επιχειρηματική και κοινωνική οργάνωση γύρω από αυτήν αποτελεί
στρατηγικό πλήγμα στην οργάνωση της εργατικής τάξης στην Ιταλία
_ανάλογο εκείνου των παραδοσιακών κλάδων (εξόρυξης, μεταλλουργίας
κ.λπ.) στη Βρετανία.. Ύστερα από μια πολύμηνη μαζική απεργία, το
κλείσιμο επικυρώνεται μαζί με τις απολύσεις. Το ΙΚΚ αδυνατεί να
στηρίξει αποφασιστικά αυτόν τον μεγάλο ταξικό αγώνα και υφίσταται τις
συνέπειες της ήττας με την απίσχναση της κοινωνικής του βάσης. .
Το τέλος του παραδοσιακού Ιταλικού κομμουνισμού
(1979-1990)
Συνειδητοποιώντας αυτά τα όρια, το ΙΚΚ,απομακρύνεται από τον ΙΣ στα
τέλη του έτους 1980 και περνά στην αντιπολίτευση προτείνοντας τη
«Δημοκρατική Αλτερνατίβα», ένα είδος ενότητας της Αριστεράς. Η διάδοχη
κυβερνητική λύση είναι η διαχείριση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης
από τη συμμαχία ΧΔ/ΙΣΚ με πρωθυπουργό τον Μπετίνο Κράξι. Η δεκαετία του
1980 είναι η δεκαετία του Κράξι.
Αποτελεί την αποκορύφωση και το τέλος της «διεφθαρμένης»
πεντακομματικής Α’ Ιταλικής Δημοκρατίας. Αποκτά, εδώ, ισχύ η θέση των
γενικών διαπιστώσεων κατά την οποία ένα θεσμικό σύστημα αναπαραγωγής,
ένας τρόπος ύπαρξης της παρεμβατικής/προνοιακής ηγεμονικής διαχείρισης
του μονοπωλιακού καπιταλισμού τείνει να συντριβεί απέναντι στις
αναγκαιότητες των νέων μορφών αξιοποίησης όπως αυτές επιβάλλονται από
την πολιτική πάλη των τάξεων.
Η διαχείριση του Κράξι είναι «ρεαλιστικότερη» έναντι της νέας
πραγματικότητας από εκείνη της σκιώδους συγκυβέρνησης ΧΔ-ΙΚΚ. Προχωρά
στην αναδιάρθρωση αποφασιστικά, διατηρώντας κατά τρόπο
κορπορατίστικο/μερικό ορισμένες μορφές και δικαιώματα κοινωνικού
κράτους .Μοχλός αυτής της ισορροπίας υπήρξε μια μορφή φιλελεύθερης
προσωπολατρείας γύρω από το πρόσωπο και τις δεξιότητες του ίδιου του
Κράξι (κατά απομίμηση του Μιτεράν).Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι ο Κράξι
επιδίωκε να ενισχύσει μια δομή της εκτελεστικής εξουσίας γύρω από
αυτόν, μια μορφή προεδρικής δημοκρατίας μετά από αναθεώρηση του
Συντάγματος. Το «προσωποκεντρικό» στυλ αυτό με στοιχεία του life-style
προετοίμασε ουσιαστικά τη μορφή διακυβέρνησης του «ανθρώπου των
επιχειρήσεων», προσωποποιημένη στον Σύλβιο Μπερλουσκόνι.
Η αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών ενός κράτους ορθολογικού,
«ελάχιστου» και εκσυγχρονισμένου, απαλλαγμένου από «πελατειακά» βάρη,
και του υπαρκτού πελατειακού και δυσκίνητου ιταλικού κράτους της ΧΔ,
οδήγησε στην έκρηξη με τη μορφή των «σκανδάλων», του πολιτικού
χρήματος, της διάλυσης των αστικών κομμάτων και της ανακήρυξης της Β΄
Ιταλικής Δημοκρατίας στην περίοδο 1992-1994.
Στα πλαίσια αυτής της ενδοκαθεστωτικής αλλαγής μεταξύ 1989 και
1994, το καύχημα του δυτικού κομμουνισμού, το ΙΚΚ, αποφάσισε να
εγκαταλείψει την κομμουνιστική φυσιογνωμία του και να μετεξελιχθεί σε
κόμμα ευρωαριστερό, σε επαφή και σχέση με τη Σοσιαλιστική Διεθνή. Η
διαδικασία αυτή ξεκινά με πρόταση του τότε ΓΓ του κόμματος Ακίλε Οκέτο
τον Νοέμβριο 1989 (μετά την πτώση του τείχους) και ολοκληρώνεται το
Φεβρουάριο του 1999 στο συνέδριο του Ρίμινι με τη μετονομασία του
κόμματος σε «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς» (PDS)(10). Όπως εξήγησε ο
Οκέτο, το κόμμα είχε μπει από καιρό στη διαδικασία να είναι ένα κόμμα
«δημοκρατικού σοσιαλισμού» (δηλ. σοσιαλδημοκρατίας), αλλά το όνομα και
τα σύμβολά του εμπόδιζαν να το προσεγγίσει ένας ευρύς τομέας της κοινής
γνώμης που συμπαθούσε την Αριστερά αλλά δίσταζε να υποστηρίξει ένα
κομμουνιστικό κόμμα (Σασούν σελ. 420-421).
Η ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε από το ΙΚΚ επαναλήφθηκε πάρα
πολλές φορές από τα πρώην ΚΚ της Ανατολικής Ευρώπης (που με λίγες
εξαιρέσεις ή με μικρές διασπάσεις μετεξελίχθηκαν γοργά μετά το 1990 σε
κόμματα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς), αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και
από κόμματα της Δυτικής Ευρώπης (όπως το μικρού μεγέθους αλλά
σημαντικής ιδεολογικής εμβέλειας ΚΚΕ εσωτ. στην Ελλάδα το 1986-1987).
Προτείνεται δε ακόμη και σήμερα (2008) σε ένα κόμμα με την ιστορικότητα
του γαλλικού ΚΚ μετά την ήττα του στις εκλογές του Μαΐου του 2007.
Η μετεξέλιξη του ΙΚΚ απηχούσε μια επίλυση της αναντιστοιχίας
ιδεολογικών συμβόλων και πραγματικής πολιτικής πρακτικής.Ένα κόμμα
κοινωνικού συμβιβασμού μιλούσε με τη γλώσσα και τα σύμβολα της Τρίτης
Διεθνούς. Αυτό έπρεπε να «αλλάξει».
Η μετεξέλιξη του ΙΚΚ σήμανε μια γενικότερη εξέλιξη του
«ευρωκομμουνισμού» ως ιδιαίτερου ιδεολογικού σχηματισμού στη σκηνή της
Δυτικής Ευρώπης προς το «τέλος του κομμουνισμού» και την έγχυση του
ιδιαίτερου οπλοστασίου του -μετά την επέλευση σημαντικών μεταβολών-¬
στο εκμαγείο της Ευρωαριστεράς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ –ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Βλ. σε Ε. Μαντέλ «Ειρηνική συνύπαρξη και παγκόσμια επανάσταση», Αθήνα 1982, Ύψιλον .
2. Βλ. για τον «Ιταλικό Μάη» αναλυτικά σε Ν. Μπαλεστρίνι «Τα θέλουμε
όλα», Αθήνα 1979, Στοχαστής, Il Manifesto «Η Πράγα είναι μόνη -Θέσεις
για τον κομμουνισμό», Αθήνα 1976, Εξάντας, PDUP –Avangardia, Operaia
«Για το κράτος, το σχολείο, τον κομμουνισμό», Αθήνα 1979, Στοχαστής. Τ.
Νέγκρι «Ο Ιταλικός Μάης- από τον εργάτη-μάζα στον κοινωνικό εργάτη» ,
Αθήνα 1983, εκδ. Κομμούνα.
3. Βλ. και σε ντελ Καρία «Ο Ιταλικός Μάης των φοιτητών», σε Βιάλε –ντελ Καρία- Γκιγιεμπώ «68-Η παγκόσμια έκρηξη», σελ. 109 επ.
4. Βλ. σε Ενρίκο Μπερλίνγκουερ «Ο Ιστορικός Συμβιβασμός», Αθήνα 1975, Θεμέλιο.
5. Σε Σασούν «100 χρόνια σοσιαλισμού» τ. Β’, σελ. 190-200, Αθήνα 2000.
Κατά το συγγραφέα, ο σκοπός του ΙΣ ήταν βασικά η εξάλειψη της «συνθήκης
αποκλεισμού». Με αυτή την έννοια , το ΙΚΚ γνώρισε το δικό του Μπαντ
Γκόντεσμπεργκ (τη δοκιμασία διακυβέρνησης) πολύ πριν μεταλλαχθεί σε
Κόμμα Δημοκρατικής Αριστεράς (PDS) το 1991.
6. Bλ. «Έκθεση στην Κεντρική Επιτροπή ΙΚΚ» του Οκτωβρίου 1976, του
Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, εκλογικό πρόγραμμα ΙΚΚ του 1976, ομιλία του
Λουτσιάνο Λάμα τον Οκτώβριο 1976 σε συνδικαλιστές της CGIL, ομιλία του
Μπερλίνγκουερ στους διανοούμενους τον Ιανουάριο 1977. Όλα παρατίθενται
σε Ε. Μαντέλ «Κριτική του Ευρωκομμουνισμού», Αθήνα 1981, Νέα Σύνορα,
σελ. 206-230, «το Ιταλικό ΚΚ Απόστολος της Λιτότητας».
7. Σε Ε. Μαντέλ οπ.π., σελ. 224 επ.
8. Βλ. σε Δ. Μπελαντή «Αντιτρομοκρατική νομοθεσία και αρχή του κράτους
δικαίου», Αθήνα 1997, Δίκαιο και Οικονομία, σελ. 551 επ., Δ. Δεληολάνη
«Το φαινόμενο της τρομοκρατίας-άνοδος και πτώση των «Ερυθρών
Ταξιαρχιών», Αθήνα 1992, Στοχαστής. Λ. Σάσα «Η υπόθεση Μόρο», Αθήνα
2002 .
Βλ. και σε V. Ferrari “ Symbolischer Nutzen der Gesetzgebung zur
inneren Sicherheit in Italien” in von Blankenburg (hsg) “Politik der
inneren Sicherheit”, Frankfurt a.Main 1980, σελ. 90 επ.
9. Ορθά, αν και από σοσιαλδημοκρατική θέση, ο Σασούν σε αυτό, σελ. 208.
10. Σε Σασούν οπ.π., σελ. 420-422.