Φασισμός και δικτατορία – Κρίση των δικτατοριών
Του Παναγιώτη Λίλλη
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε μια επιστροφή του πολιτικού βιβλίου. Η νέα πολιτικοποίηση βάζει πολλά ερωτήματα και μάλιστα στα πιο δύσκολα ζητήματα, όπως το κράτος, η Αριστερά, ο κυβερνητισμός κ.λπ. Μέσα σ’ αυτό το φόντο, εκδόθηκαν από το «Θεμέλιο» το 2006, μετά από πολλά χρόνια, δύο παλιότερα βιβλία του Νίκου Πουλαντζά: Το κλασσικό έργο του «Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη με το φασισμό» και το γραμμένο μετέπειτα «Η κρίση των δικτατοριών. Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία».
Ο Ν. Πουλαντζάς (1936-1979) διαμορφώθηκε πολιτικά κάτω από τις πιο
διαφορετικές επιρροές, που έδιναν έναν αντιφατικό και «ανοιχτό»
χαρακτήρα στη σκέψη του. Ανήκε στον κύκλο του Αλτουσέρ, αλλά ο Γκράμσι
και ο Μάο καθόρισαν την αρχική του πορεία. Τα έργα του Ν. Π. ανήκουν
στον «κριτικό μαρξισμό» που αναπτύχθηκε κυρίως στην Ευρώπη προς τα τέλη
της δεκαετίας του ’50. Ήταν ένα ρεύμα ιδεών σε πολλά πεδία (απ’ την
πολιτική θεωρία μέχρι την ψυχανάλυση), πολυτασικό και ανομοιογενές,
αλλά σε αντιπαράθεση τόσο με τη σταλινική «ορθοδοξία» όσο και τον
αντικομμουνισμό της σοσιαλδημοκρατίας.
Η περίοδος όμως που διαμορφωνόταν ο Ν. Πουλαντζάς ήταν ταυτόχρονα μια
περίοδος μεγάλων μαζικών και επαναστατικών κινημάτων. Το 1967 είχε
επικρατήσει η Χούντα (στρατιωτική δικτατορία) στην Ελλάδα, ενώ ένα
χρόνο μετά είχαμε το μεγάλο διεθνές «1968», με κεντρικά γεγονότα το
γαλλικό Μάη και την «Άνοιξη της Πράγας». Στη συνέχεια ήταν η
συγκλονιστική εμπειρία της Χιλής (1970-73), η επαναστατική ευκαιρία
στην Πορτογαλία (1974-75) κ.λπ. Ακριβώς σ’ αυτή την περίοδο των μεγάλων
συγκρούσεων και της επαναστατικής αισιοδοξίας, ο Ν. Π. αναπτύσσεται και
ξεχωρίζει σαν συγγραφέας. Απ’ το 1968 μέχρι το 1978, μέσα σε δέκα
χρόνια, έγραψε πέντε βιβλία και πάμπολλα σημαντικά κείμενα.
Αντιφασισμός και σταλινισμός
Το 1969, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το βιβλίο για το φασισμό, ο Ν.
Π., ζώντας στο Παρίσι, ήταν ενεργό μέλος της αντιδικτατορικής πάλης και
είχε ήδη καταπιαστεί με το θέμα, προσπαθώντας να απαντήσει στα
θεωρητικά ζητήματα προσανατολισμού του αγώνα.
O Ν. Π. εξετάζει το φασισμό σαν ένα ιδιότυπο ρεύμα και καθεστώς,
μελετώντας τα κλασικά παραδείγματα του ιταλικού φασισμού και του
γερμανικού ναζισμού, και πάντα σε συνάρτηση με την απάντηση της
εργατικής τάξης και ιδιαίτερα της Τρίτης Διεθνούς, που καθοδηγούσε
εκείνα τα χρόνια τη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική
Ευρώπη. Μιλώντας για την Τρίτη Διεθνή, αναφερόμαστε στην περίοδο από το
1924 μέχρι το 1935, μετά το θάνατο του Λένιν δηλαδή στην περίοδο της
σταλινικής κυριαρχίας.
Κατά τη γνώμη μας, δύο είναι οι κεντρικοί άξονες του βιβλίου: ο πρώτος,
όταν περιγράφει την σταλινική πολιτική περί του «σοσιαλφασισμού» στη
Γερμανία και την καταστροφή που επέφερε στο κίνημα.
Η εργατική τάξη της Γερμανίας ήταν βαθιά διασπασμένη μπροστά στον
κίνδυνο του ναζισμού (1929-33). Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, την
ώρα που ο Χίτλερ ανερχόταν στην εξουσία, ήταν εναντίον κάθε ιδέας περί
ενότητας στη δράση των δύο κομμάτων της εργατικής τάξης, σοσιαλιστών
και κομμουνιστών, με την ανάλυση ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν
«σοσιαλφασισμός» [1]. Ακόμη περισσότερο, είχε ανακηρύξει σε κύριο εχθρό
τη σοσιαλδημοκρατία [2], γκρεμίζοντας έτσι κάθε γέφυρα συνεννόησης με
την εργατική βάση των σοσιαλιστών και άρα τη δυνατότητα μιας εργατικής
αντιφασιστικής συμμαχίας [3]. Η ιστορική ευθύνη που βάρυνε από τότε το
ΚΚΓ για το θρίαμβο του Χίτλερ δεν ήταν μικρότερη αυτής της
σοσιαλδημοκρατίας. Ο Τρότσκι, σε μια περίφημη αποστροφή του,
απολογίζοντας την καταστροφή του γερμανικού προλεταριάτου, είχε πει ότι
«το γερμανικό προλεταριάτο θα ξανασηκωθεί, το γερμανικό Κ.Κ. ποτέ».
Ο δεύτερος άξονας του βιβλίου είναι η προσπάθεια να εξηγήσει στη βάση
των ταξικών σχέσεων αυτή την αυτοκτονική πολιτική της Διεθνούς στη
Γερμανία, και έτσι ανακύπτει το ζήτημα του καθεστώτος της ΕΣΣΔ και του
σταλινισμού. Ο Ν. Π. δεν διστάζει να απορρίψει τις ερμηνείες που ήταν
μέχρι τότε ηγεμονικές, δηλαδή τη θεωρία ότι όλα όσα έγιναν ήταν
υποκειμενικά λάθη σε μια κατά τα άλλα σωστή γενική γραμμή, αλλά και την
άποψη του Τρότσκι ότι τα διάφορα ασυνάρτητα «ζιγκ ζαγκ» της πολιτικής
του σταλινισμού οφείλονταν στην αστάθεια της γραφειοκρατίας σαν
κυβερνητικού στρώματος που έχει «επικαθήσει» πάνω σε μια σοσιαλιστική
βάση.
Η αφετηρία της σκέψης του, κατά τη γνώμη μας, είναι σωστή και είναι η
προσπάθεια να συνδέσει άμεσα την πολιτική της Διεθνούς με την εξωτερική
πολιτική της ΕΣΣΔ και αυτή, με τη σειρά της, με την ταξική φύση του
ρωσικού κράτους. Έτσι τολμάει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στη βάση
της πολιτικής της Τρίτης Διεθνούς και του σταλινισμού είναι η εξουσία
της «σοβιετικής αστικής τάξης».
Ο δρόμος όμως για να φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα είναι προβληματικός
και ακριβώς σ’ αυτό το σημείο φαίνεται το βάρος της κληρονομιάς του
μαοϊσμού. Για τη γέννηση, την ανάπτυξη και την κυριαρχία της
«σοβιετικής αστικής τάξης» υποδεικνύει σαν εξήγηση την «απ’ τα πάνω»
κατάληψη των κρατικών μηχανισμών του σοβιετικού κράτους από την αστική
ιδεολογία και τη σταδιακή μετάλλαξή της από ιδεολογία σε τάξη. Έτσι
όμως αντιστρέφει τη βασική υλιστική άποψη ότι το «κοινωνικό είναι»
καθορίζει την «κοινωνική συνείδηση». Είναι το φαινόμενο που στο χώρο
της θεολογίας ονομάζεται «ενσάρκωση του αγίου πνεύματος». Να τονίσουμε
σ’ αυτό το σημείο ότι την ίδια θεωρία, συνοδευόμενη με πολύ σάλτσα
συνωμωσιολογίας, χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα τα σταλινικά Κ.Κ. για
να ερμηνεύσουν την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» το
1989-91.
Υπάρχει όμως μια ιδιαίτερα αδύναμη πλευρά στο έργο του Ν. Π. Είναι οι
αναφορές του στον Τρότσκι. Γενικά θεωρεί ότι όλες τις αντιπολιτευτικές
τάσεις στο σταλινισμό ήταν παρεκκλίσεις (δεξιές είτε αριστερές), της
ίδιας γενικής γραμμής, που στηρίζονταν στον «οικονομισμό» (οικονομικός
φαταλισμός και εξελικτικισμός, υποτίμηση της ταξικής πάλης) και όχι
άλλες στρατηγικές κατευθύνσεις. Και όμως ο ίδιος ο Ν.Π. παραδέχεται ότι
ο Τρότσκι πάλεψε λυσσωδώς ενάντια στη γραμμή του «σοσιαλφασισμού» και
ότι η τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου ενάντια στο φασισμό θα είχε
θετικές επιπτώσεις παγκόσμιας σημασίας στο εργατικό κίνημα. Με αυτό τον
τρόπο υποτιμά κατάφωρα τον Τρότσκι, που οι αναλύσεις και οι υποδείξεις
του για το φασισμό ανήκουν στα κορυφαία έργα του μαρξισμού μέχρι σήμερα.
Παρ’ όλα αυτά, το «Φασισμός και Δικτατορία» είναι ένα δυνατό και
πρωτοπόρο για την εποχή του βιβλίο που θα μπορούσε να προκαλέσει και να
ανεβάσει το ύψος της πολιτικής συζήτησης στην Αριστερά.
Οι δικτατορίες της Νότιας Ευρώπης και ο ευρωκομμουνισμός
Το βιβλίο «Η κρίση των δικτατοριών» εκδόθηκε το 1975, λίγο μετά από ένα
γελοίο και αποτυχημένο πραξικόπημα που προσπάθησαν να κάνουν κάποια
«κατάλοιπα» της Χούντας, όπως παραδέχεται και ο Τύπος της εποχής. Το
αντικείμενο του βιβλίου ήταν η σχεδόν ταυτόχρονη πολιτική κρίση που
οδήγησε στην πτώση τις τρεις δικτατορίες που υπήρχαν τότε στη Νότια
Ευρώπη (Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία) και η πορεία προς τον
«εκδημοκρατισμό».
Η δομή του βιβλίου είναι η ίδια όπως και στο έργο του για το φασισμό:
παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, οι άρχουσες τάξεις, οι λαϊκές τάξεις
και οι κρατικοί μηχανισμοί. Αυτή τη φορά όμως, το βάθος της ανάλυσης
απέχει πολύ σε ποιότητα απ’ το προηγούμενο έργο. Ακόμη περισσότερο, οι
απόψεις του Ν. Π. αυτή τη φορά είναι μετατοπισμένες και αποπνέουν
απαισιοδοξία.
«Η κρίση των δικτατοριών», αν και δεν δηλώνεται, σκιάζεται απ’ τη
συντριβή και τη σφαγή της Αριστεράς στη Χιλή το 1973. Η μελέτη αυτής
της τραγικής εμπειρίας και τα συμπεράσματα, για τον Ν. Π. αλλά και για
την πλειοψηφία της Αριστεράς, δεν ώθησαν «προς τα αριστερά» αλλά «προς
τα δεξιά». Η ήττα και ο φόβος ενός νέου «Πινοσέτ» οδήγησαν την Αριστερά
στην αναζήτηση στρατηγικών συμμαχιών με τμήματα της αστικής τάξης. Σ’
αυτό το φόντο αναπτύσσεται η ανάλυση για την «ενδογενή» αστική τάξη που
τα συμφέροντά της υποτίθεται ότι συγκλίνουν (έστω και) ευκαιριακά με
τις δημοκρατικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης.
Ποια είναι, όμως, κατά τον Ν.Π. τελικά αυτή η «ενδογενής αστική τάξη»;
Είναι τα νέα βιομηχανικά τμήματα των καπιταλιστών, που κατά τη δεκαετία
του ’60 έδωσαν ώθηση στη δυναμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού
και είναι οργανωμένα στον ΣΕΒ. Πνίγονται, υποτίθεται, απ’ τη στενή
συνεργασία της Χούντας, της μεταπρατικής αστικής τάξης (εφοπλιστές,
τραπεζίτες κ.λπ.) και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και γι’ αυτό ήταν
διατεθειμένα να προσβλέπουν ακόμα και στη συμμαχία με το λαϊκό κίνημα.
Με πυρήνα τη θέση για την «ενδογενή αστική τάξη» και τους ανταγωνισμούς
της με τη μεταπρατική αστική τάξη, αναλύονται οι αντιφάσεις και οι
διαμάχες στους κρατικούς μηχανισμούς της Χούντας, και ιδιαίτερα του
στρατού.
Και βέβαια… ανακαλύπτονται έτσι δυνατότητες και πιθανότητες κοινής
αντιδικτατορικής στάσης ακόμα και με εθνικιστικά τμήματα του ελληνικού
στρατού. Με αυτό τον τρόπο «Η κρίση των δικτατοριών» ήρθε να
υποστηρίξει την πολιτική του «ευρωκομμουνισμού» στην Ελλάδα…
Τι ήταν όμως ο ευρωκομμουνισμός; Όπως έλεγε και ένας απ’ τους ηγέτες
του (ο Σαντιάγκο Καρίλιο, τότε, γενικός γραμματέας του ισπανικού Κ.Κ.),
ήταν η στρατηγική για την εξουσία των μαζικών κομμουνιστικών κομμάτων
στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές ευρωπαϊκές χώρες. Γεννήθηκε μέσα από
μια μακρά πορεία ανεξαρτητοποίησης των κομμουνιστικών κομμάτων της
Δυτικής Ευρώπης απ’ τη Μόσχα αλλά και τις πιέσεις των ευρωπαϊκών
αστικών τάξεων για μια πλήρη προσαρμογή στους θεσμούς, στους νόμους,
στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και τον κυβερνητισμό. Η στρατηγική του
λεγόμενου «δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό» ήταν το περισσότερο
που έδωσε ο ευρωκομμουνισμός στα ζητήματα πολιτικής [4]. Με τον όρο
«δημοκρατικός» οι ευρωκομμουνιστές υπονοούσαν ότι ο άλλος δρόμος, ο
επαναστατικός, είναι μειοψηφικός και πραξικοπηματικός.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε ξεκαθαρίσει από το 1898, ότι η διαφορά μεταξύ
επαναστατών-ρεφορμιστών δεν είναι μόνο ο δρόμος (η τακτική) αλλά και ο
στόχος αυτού του δρόμου, δηλαδή το ίδιο το περιεχόμενο του σοσιαλισμού.
Ακριβώς σ’ αυτό το ζήτημα ο ευρωκομμουνισμός έχει πολλές μαύρες σελίδες
στην ιστορία του. Μπορεί τα διάφορα ευρωκομμουνιστικά κόμματα να
έσπασαν σε κάποιο βαθμό τις σχέσεις με τη Ρωσία και το ΚΚΣΕ, αλλά τις
διατήρησαν με το καθεστώς του Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, (που ήταν ίσως
το πιο άθλιο απ’ τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού»). Το τελικό δε
αποτέλεσμα του «δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό» ήταν όχι η
«δημοκρατική» διεκδίκηση της εξουσίας, αλλά η διάλυση
ευρωκομμουνιστικών κομμάτων μέσα στον «ιστορικό συμβιβασμό» με τις
αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Πριν αυτοκτονήσει το 1979, ο Ν. Π. «πρόλαβε» να ζήσει το άδοξο τέλος
της Πολιτιστικής Επανάστασης, που τόσο τον είχε συναρπάσει στη νεότητά
του, «πρόλαβε» να δει το Κ.Κ. Ιταλίας, το μεγαλύτερο ευρωκομμουνιστικό
κόμμα του κόσμου -κόμμα των θεσμών πια-, να καταστέλλει το μαζικό
φοιτητικό κίνημα του 1977. Κυρίως «πρόλαβε» να υποστεί την εκλογική
συντριβή του ΚΚΕεσ το 1977 και τη διάσπαση, το 1978, στο «Ρήγα Φεραίο»,
τη νεολαία του κόμματος με τη δημιουργία της Β’ Πανελλαδικής. Ο
επίλογος της ζωής του είχε συμπέσει με την παρακμή βασικών ιδεών στις
οποίες είχε βαθειά πιστέψει…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] «αντικειμενικά η σοσιαλδημοκρατία είναι η μετριοπαθής πτέρυγα του
φασισμού… οι δύο οργανώσεις δεν αλληλοαποκλείονται αλλά
αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν είναι αντίποδες αλλά δίδυμοι». Στάλιν, «Die
Internationale», 1929.
[2] «επειδή οι ναζιστές κατάφεραν να κερδίσουν μια σημαντική εκλογική
επιτυχία, ορισμένοι σύντροφοι υποτιμούν τη σπουδαιότητα της πάλης μας
εναντίον του σοσιαλφασισμού… όλες οι δυνάμεις του κόμματος πρέπει να
ριχτούν στον αγώνα ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία». Τέλμαν, «Die
Internationale», 1931.
[3] «αυτά τα εκατομμύρια των εργατών… όσο δεν αποδεσμεύονται από την
επιρροή των σοσιαλφασιστών είναι χαμένα για τον αντιφασιστικό αγώνα».
Τέλμαν, «Die Internationale», 1932.
[4] Ο ευρωκομμουνιστικός δρόμος στην Ελλάδα πήρε τη μορφή της ΕΑΔΕ
(Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα): «…η συνεργασία αυτή
πρέπει να είναι αντιπολιτευτική και ανοιχτή σε όλες τις
αντιδικτατορικές δυνάμεις, και αυτές που βρίσκονται στο κυβερνητικό
στρατόπεδο. Δεν πρέπει να αποσκοπεί σήμερα στην ανατροπή της κυβέρνησης
της Ν.Δ., εφόσον δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, αλλά στη σταθερή
καταπολέμηση των αρνητικών πλευρών της, των αντιδημοκρατικών και
αντιλαϊκών εκδηλώσεών της, στην ενίσχυση των θετικών τάσεων στη Ν.Δ.
και στην κυβέρνηση και στην προετοιμασία των όρων για δημοκρατικότερα
κυβερνητικά σχήματα…» Απόφαση του 1ου συνεδρίου του ΚΚΕεσ (1976).