Το ζήτημα της οργάνωσης: παράδοση και σύγχρονα ερωτήματα

Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται σε μια ομιλία του Ahmed Shawki
-ηγετικού στελέχους της International Socialist Organization (ISO),
αδελφής οργάνωσης της ΔΕΑ στις ΗΠΑ- που έγινε κατά το τετραήμερο των συζητήσεων Socialism 2006 (Ιούνης 2006, Ν.Υόρκη).

Τη μετάφραση έκαναν οι σύντροφοι Αλέξανδρος Τσεκούρας και Μαρία Μητράκη  και
την επιμέλεια ο Πέτρος Τσάγκαρης.

Τι τύπου οργάνωση χρειάζεται άραγε να χτίσουν οι σοσιαλιστές στον παρόντα χρόνο και τόπο, στις ΗΠΑ; Σίγουρα δεν χρειαζόμαστε άλλη μια οργάνωση όπως είναι η υποτιθέμενη «αντιπολίτευση» σ’ αυτή τη χώρα, δηλ. οι Δημοκρατικοί, ή κάποιο παρόμοιο πολιτικό μόρφωμα. Ακόμη περισσότερο, αφού οι Δημοκρατικοί δεν ισχυρίζονται ούτε στα λόγια ότι είναι ένα σοσιαλιστικό κόμμα ή ένα κόμμα το οποίο προωθεί τα συμφέροντα των εργατών, δεν υπάρχει λόγος να τους αναφέρουμε ξανά, τουλάχιστον σε αυτήν τη συζήτηση.
Πρόθεσή μας είναι να γίνει μια συζήτηση για τις ιδέες, τις θεωρίες και τις παραδόσεις πάνω στις οποίες βασίζεται η σκέψη των σοσιαλιστών και των μαρξιστών, σχετικά με το τι είδους οργανωτικά μοντέλα και οργανώσεις χρειάζεται να αναπτύξουμε, ούτως ώστε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικοί στη μάχη ενάντια στον καπιταλισμό: Τι είδους κανόνες και τι πολιτικές θέσεις θα έπρεπε να έχει ένα τέτοιο κόμμα, πώς θα οργανωνόταν; κ.λπ.

Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους αυτό το ζήτημα είναι σημαντικό:

Ο πρώτος είναι γιατί είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε το ιστορικό φόντο
που υπάρχει πίσω από την προσπάθεια χτισίματος μιας τέτοιας οργάνωσης.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οφείλουμε επίσης να αντιμετωπίσουμε την
πραγματικότητα και να πούμε ότι κάποτε ήταν πολύ μεγαλύτερες οι
πτέρυγες της Αριστεράς που επιζητούσαν ένα τέτοιου τύπου κόμμα, πράγμα
που όμως δεν αποτελεί πλέον άποψή τους. Για να κατανοήσουμε πώς
προέκυψε αυτή η κατάσταση χρειάζονται κάποιες επεξηγήσεις σχετικά με τα
όσα συνέβησαν στο τελευταίο μεγάλο κύμα ριζοσπαστικοποίησης, το οποίο
έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και ’70, όπως επίσης
και τι ιδέες ξεπήδησαν από την περίοδο της ήττας αυτής της
ριζοσπαστικοποίησης. Υπήρξε μια καταπληκτική και ραγδαία άνοδος,
κατόπιν ένα αδιέξοδο και αργότερα μια αποδυνάμωση ή μια υποχώρηση της
Αριστεράς, καθώς επικράτησαν μια σειρά απόψεις οι οποίες απέρριπταν την
ιδέα της πολιτικής οργάνωσης ή ενός πολιτικού κόμματος. Πρόκειται για
μια κρίση που δυστυχώς ακόμα και σήμερα ταλανίζει κομμάτια της
Επαναστατικής Αριστεράς.

Τρίτον, το ερώτημα του τι είδους κόμμα χρειάζεται να χτίσουμε
απαντιέται σήμερα με διάφορες μορφές διεθνώς και αυτές οι απαντήσεις
εισάγονται και στη χώρα μας. Σήμερα διεξάγεται μια συζήτηση μεταξύ
τμημάτων της επαναστατικής Αριστεράς διεθνώς, προκειμένου να
δημιουργηθούν πλατιά αντικαπιταλιστικά κόμματα ως μια στρατηγική, αλλά
και προκειμένου να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση σε προσπάθειες για
εκλογικές επιτυχίες. Υπάρχει μεγάλος αριθμός τέτοιων ιδεών που οι
σοσιαλιστές χρειάζεται να αξιολογήσουν. Είναι ένα πλατύ θέμα, και
σίγουρα η κύρια σημασία του έγκειται στο να προαγάγει τη συζήτηση και
την κατανόηση των καθηκόντων που αντιμετωπίζουν οι επαναστάτες
σοσιαλιστές. Συζητώντας για αυτά τα καθήκοντα πρέπει να λάβουμε υπόψη
τόσο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όσο και τις πιθανές εξελίξεις.

Πολιτικά κόμματα και πολιτική εκπροσώπηση

Από την εμφάνιση κιόλας της μαρξιστικής πτέρυγας στο
σοσιαλιστικό κίνημα, είχε υπάρξει μια πρωταρχική τοποθέτηση πάνω στο
ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης –αν και όχι μόνο
από τους μαρξιστές. Τα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς, όπως επίσης και
των πρώτων σοσιαλιστών, αναγνώρισαν την ανάγκη της εργατικής τάξης να
έχει τη δική της πολιτική εκπροσώπηση.

Να τι έγραφε ο Μαρξ το 1850:

«Ακόμα κι όταν δεν υπάρχει οποιαδήποτε προοπτική εκλογής τους, οι
εργάτες οφείλουν να έχουν δικούς τους υποψηφίους με σκοπό να
διαφυλάξουν την ανεξαρτησία τους, να μετρήσουν τις δυνάμεις τους, να
δείξουν δημόσια την επαναστατική τακτική τους και την άποψη του
κόμματος. Σ’ αυτή τη βάση, οι εργάτες δεν πρέπει να παρασύρονται από
επιχειρήματα των δημοκρατικών, όπως για παράδειγμα ότι με αυτές τις
ενέργειες διασπούν τη δημοκρατική παράταξη και ανοίγουν το δρόμο στη
νίκη των αντιδραστικών. Ο τελικός σκοπός όλων αυτών των επιχειρημάτων
είναι να εξαπατήσουν το προλεταριάτο. Η πρόοδος που το προλεταριακό
κόμμα σίγουρα θα κάνει, ακολουθώντας αυτή την ανεξάρτητη δράση είναι
αδιαμφισβήτητα πιο σημαντική από το μειονέκτημα που μπορεί να επιφέρει
η εκλογή κάποιων αντιδραστικών στο αντιπροσωπευτικό σώμα».

Με άλλα λόγια ο Μαρξ και ο Ένγκελς έλεγαν ότι η καπιταλιστική τάξη αλλά
και οι παλιές τάξεις της φεουδαρχίας έχουν τα δικά τους πολιτικά
κόμματα. Γι’ αυτό και οι εργάτες χρειάζονταν ένα τρόπο να εκπροσωπήσουν
πολιτικά τον εαυτό τους.

Αυτή ήταν η πρωταρχική αξίωση όλων των μαρξιστών: η ανάγκη για πολιτική
εκπροσώπηση της εργατικής τάξης. Η γενική άποψη για το θέμα προέβλεπε
ένα κόμμα ολόκληρης της εργατικής τάξης το οποίο να περικλείει στις
γραμμές του και να ενώνει όλες τις διαφορετικές πτέρυγες και τις
διαφορετικές ομαδοποιήσεις του εργατικού κινήματος.

Εν μέρει αυτό συνέβη επειδή στο πρώιμο εργατικό κίνημα δεν κυριαρχούσε
μία μόνη ιδεολογική κατεύθυνση. Πολλοί έχουν διαβάσει, για παράδειγμα,
ότι ο Μαρξ είχε πει πως «δεν είμαι Μαρξιστής». Τόσο αυτός όσο και ο
Ένγκελς ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να απορρίψουν κάποιους δήθεν οπαδούς
τους που ερμήνευαν τις απόψεις των δύο με έναν συγκεκριμένο τρόπο και
δημιουργούσαν πολιτικές οργανώσεις που δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με
την κατεύθυνση που ήθελαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς να πάρει το κίνημα.

Ο Μαρξ έδωσε έμφαση στην προσπάθεια του χτισίματος πολιτικής οργάνωσης.
Αλλά ο ίδιος δρούσε σε μια περίοδο ανόδου των καπιταλιστικών κοινωνικών
σχέσεων. Έτσι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ο Μαρξ αναλώθηκε κυρίως με την
ανάπτυξη θεωρίας παρά με το χτίσιμο οργάνωσης.

Ο Ένγκελς συμμετείχε πολύ πιο ενεργά στη δημιουργία της Β’ Διεθνούς,
παίζοντας καθοριστικό ρόλο στο χτίσιμο αυτού που επρόκειτο να
αποτελέσει το μοντέλο σοσιαλιστικής οργάνωσης τότε, δηλ. του Γερμανικού
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Αυτή η οργάνωση, έπειτα από μια
περίοδο παρανομίας, έφτασε να εκδίδει δεκάδες εφημερίδες, να έχει
χιλιάδες μέλη, και να εκλέγει εκατοντάδες αξιωματούχους. Ο θεωρητικός
ηγέτης του SPD ήταν ο Καρλ Κάουτσκι, που εκείνο τον καιρό
χαρακτηριζόταν ως «πάπας του Μαρξισμού» και θεωρείτο η κύρια αυθεντία
πάνω στο μαρξισμό μετά το θάνατο των Μαρξ και Ένγκελς.

Έτσι τον καιρό του Κάουτσκι, τουλάχιστον στην Ευρώπη, υπήρχαν μαζικές
πολιτικές οργανώσεις που παρουσιάζονταν ως εκπρόσωποι ολόκληρης της
εργατικής τάξης. Αυτές οι οργανώσεις αγωνίζονταν για πολιτικές θέσεις
[σ.τ.μ. στο κράτος], είχαν πολιτική εκπροσώπηση και καθοδηγούσαν τα
συνδικάτα και πολλές από τις ενώσεις πολιτών.

Υπήρχαν βέβαια, διαφορετικές χώρες, διαφορετικές δυνάμεις και, κατά
περιπτώσεις, συγκεκριμένες αδυναμίες, αλλά αυτό ήταν το μοντέλο της
σοσιαλιστικής οργάνωσης και μέσα από αυτό εμφανιζόταν ένα διεθνώς
ενωμένο σοσιαλιστικό κίνημα υπό τη Β’ Διεθνή.

Πολλοί ιστορικοί κοιτάζοντας πίσω σε αυτή την περίοδο καταλήγουν στο
συμπέρασμα ότι ο Λένιν ήταν ένας πρώιμος αιρετικός. Αφού διάβασαν την
μπροσούρα του με τίτλο «Τι να κάνουμε;» (1902), απομόνωσαν ορισμένα
αποσπάσματα αυτού του κειμένου, και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι
αποτελεί την επιτομή όλων των λαθών του λενινισμού: Επικεντρώνονταν στο
ότι αντί για ένα πλατύ μοντέλο οργάνωσης, ο Λένιν επέμενε για ένα κόμμα
επαγγελματιών επαναστατών, αυστηρής ιεραρχίας και συγκεντρωτισμού, παρ’
όλο που, όποτε ήταν δυνατό, καθιερώνονταν η δημοκρατική αρχή.

Η πραγματικότητα είναι ότι η άποψη του Λένιν για το κόμμα, από την
πρώτη στιγμή, ήταν σε απόλυτη συνάφεια με τις συγκεκριμένες συνθήκες
στις οποίες οι σοσιαλιστές δρούσαν στη Ρωσία: Στην ιδρυτική συνδιάσκεψη
του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1898, σχεδόν τα 2/3 των
συνέδρων, αμέσως μετά συνελήφθησαν από την αστυνομία. Σήμερα, σε
γενικές γραμμές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οργανώνουμε ένα ανοιχτά
δημοκρατικό κόμμα είναι αρκετά διαφορετικές απ’ ό,τι ήταν κατά την
περίοδο που η αστυνομία κατέστειλε ωμά πολιτικές οργανώσεις.

Αυτό που πολλοί χαρακτηρίζουν ως «λενινισμό» είναι στην πραγματικότητα
εκείνες οι οργανωτικές αρχές οι οποίες επιβάλλονταν από τις άγριες
συνθήκες παρανομίας που επικρατούσαν στο εσωτερικό της τότε Ρωσίας. Η
κύρια διαφορά είχε να κάνει με τις αντικειμενικές συνθήκες που
αντιμετώπιζε ο Λένιν, και δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως
λενινισμός: η συνωμοτικότητα, οι επαγγελματίες επαναστάτες και το
γεγονός ότι μια ανώτερη επιτροπή μπορούσε να δίνει οδηγίες στα μέλη πώς
να δράσουν. Όπως έγραψε ο Λένιν: «Σε συνθήκες πολιτικής ελευθερίας το
κόμμα μας θα χτιστεί αποκλειστικά στη βάση της αρχής της αιρετότητας.
Σε συνθήκες απολυταρχίας αυτό είναι πρακτικά αδύνατο για τη
συλλογικότητα των χιλιάδων εργατών που απαρτίζουν αυτό το κόμμα».

Σίγουρα αυτό δε σημαίνει ότι ο Λένιν ήταν ίδιος με τον Κάουτσκι. Για
παράδειγμα, ο Κάουτσκι είχε ξεκαθαρίσει κάποτε ότι το SPD είναι ένα
«επαναστατικό κόμμα» αλλά όχι ένα «κόμμα που θα κάνει την επανάσταση».
Με άλλα λόγια ήταν ένα κόμμα που επιδίωκε την αλλαγή της κοινωνίας αλλά
δεν θα έριχνε τις δυνάμεις του στην προοπτική της επανάστασης.

Ο Λένιν επέμενε πάντα στον επαναστατικό χαρακτήρα των Μπολσεβίκων,
αφενός γιατί δρούσαν υπό το τσαρικό καθεστώς και αφετέρου εξ αιτίας των
εξελίξεων που συνέβησαν μετά τη συγγραφή του «Τι να κάνουμε;».

Ρεφορμιστές και επαναστάτες

Το κρίσιμο γεγονός που διέσπασε το σοσιαλιστικό κίνημα και είχε
αντίκτυπο και στο ζήτημα της οργάνωσης είναι φυσικά ο Α’ Παγκόσμιος
Πόλεμος. Στις 4 Αυγούστου του 1917, ο βασικός κορμός της
σοσιαλδημοκρατίας, το γερμανικό SPD, ψηφίζει υπέρ των δαπανών
(πολεμικές πιστώσεις) για το σφαγείο του πολέμου. Με εξαίρεση τον
βουλευτή της ριζοσπαστικής πτέρυγας του SPD, Καρλ Λίμπκνεχτ και
ορισμένους άλλους, το SPD και το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα στις άλλες
χώρες ακολούθησαν αυτή τη γραμμή. Σ’ αυτό το σημείο, ο Λένιν αρχίζει να
αναπτύσσει τις ιδέες σχετικά με την οργάνωση οι οποίες είναι πολύ πιο
σημαντικές και για εμάς σήμερα. Δεν κεντράρουν στο ζήτημα της
παρανομίας και του επαναστατικού επαγγελματισμού αλλά στο ζήτημα της
πολιτικής εκπροσώπησης.

Ο Λένιν εστιάζει την προσοχή του στην ιδέα ότι υπάρχει μια ενδογενής
αντίφαση ανάμεσα στο χτίσιμο μιας πολιτικής οργάνωσης που πολεμά τον
καπιταλισμό και μιας οργάνωσης που εξαρχής αντιπροσωπεύει το σύνολο της
εργατικής τάξης. Και συμπεραίνει ότι υπάρχει ανάγκη να ξεκινήσουμε με
τη συσπείρωση αγωνιστών και ακτιβιστών –όχι σχολιαστών και συγγραφέων,
αλλά ανθρώπων που όντως παίρνουν μέρος στην πάλη ενάντια στον
καπιταλισμό– σ’ ένα κόμμα που θα μπορεί να καθοδηγήσει πολιτικά άλλα
τμήματα του εργατικού κινήματος τόσο στην άμπωτη όσο και στην παλίρροια
της ταξικής πάλης.

Χρησιμοποίησε τον όρο «πρωτοπορία» γι’ αυτό. Εννοεί ανθρώπους που έχουν
προχωρημένη συνείδηση –δηλαδή πραγματικούς εχθρούς του καπιταλισμού και
όχι όσους κρατούν μεσοβέζικη στάση (όσους δηλ. από τη μια τον
μισοαποδέχονται και από την άλλη τον μισοαρνούνται). Καταλογίζοντας σε
κάποιους ότι μισοαποδέχονται τον καπιταλισμό, ο Λένιν δεν το εννοεί ως
προσβολή. Απλώς υπογραμμίζει ότι η πλειονότητα των ανθρώπων πραγματικά
μισεί το σύστημα αλλά δεν ξέρει με τι θα το αντικαταστήσει. Το θέμα,
λοιπόν, ήταν το πώς θα συγκροτηθεί μια πολιτική οργάνωση που στην
πραγματικότητα θα αντιπροσωπεύει τους καλύτερους μαχητές του εργατικού
κινήματος και θα συμβάλλει στην ανάπτυξη του κινήματος.

Να τι έλεγε ο ίδιος: «Όσο δυνατότερες είναι οι κομματικές μας
οργανώσεις που απαρτίζονται από πραγματικούς σοσιαλιστές, τόσο λιγότερη
ταλάντευση και αστάθεια υπάρχει στο εσωτερικό του κόμματος και τόσο
πλατύτερη, πιο ποικίλη, πιο πλούσια και πιο καρποφόρα θα είναι η
επιρροή του κόμματος στα κομμάτια των εργατικών μαζών που το
περιβάλλουν και καθοδηγούνται από αυτό. Το κόμμα, ως η πρωτοπορία της
εργατικής τάξης δεν πρέπει να συγχέεται στο κάτω κάτω με το σύνολο της
τάξης».

Η ιδέα της οργάνωσης ενός «κόμματος της πρωτοπορίας» διαφυλάχθηκε ως
ένα αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος για ένα
και μόνο λόγο: τη Ρωσική Επανάσταση. Δεν οφειλόταν τόσο στα γραπτά του
Λένιν όσο στις πράξεις του. Η Ρωσική Επανάσταση ήταν η πρώτη πετυχημένη
επανάσταση. Κάτω από δύσκολες συνθήκες κατόρθωσε να ανεβάσει ένα
αδύναμο εργατικό κίνημα στην εξουσία και έθεσε ανοιχτά το ερώτημα της
εργατικής εξουσίας παγκόσμια. Με βάση αυτή την εμπειρία κωδικοποιήθηκαν
οι βασικές αρχές των εργατικών  οργανώσεων, ενώ έγινε και προσπάθεια να
εξαπλωθούν διεθνώς.

Οι δυσκολίες ξεκίνησαν με την ήττα της Ρωσικής Επανάστασης. Εξαιτίας
της ήττας αυτής ούτε μπόρεσαν τελικά να κωδικοποιηθούν οι πραγματικές
εμπειρίες της Ρωσίας ούτε να κατανοηθούν οι συγκεκριμένες εθνικές
συνθήκες διαφορετικών κινημάτων, πράγμα που ο Λένιν πάντα υποστήριζε.
Αυτό που παγιώθηκε ήταν η ιδέα ενός παγκόσμιου συγκεντρωτικού κόμματος,
στο οποίο κυριαρχούσε η Κεντρική Επιτροπή και το Πολιτικό Γραφείο της
ΕΣΣΔ, κάτω από το οποίο λειτουργούσαν οι Κ.Ε. των Κομμουνιστικών
Κομμάτων των άλλων χωρών –και αυτό θα αποτελούσε το παγκόσμιο κίνημα
για το σοσιαλισμό.

Η σταλινική αντίληψη για το κόμμα και την ηγεσία είναι μια άρνηση του
λενινισμού όπως αυτός πραγματικά εφαρμόστηκε. Για παράδειγμα, κατά τη
ρωσική επανάσταση του 1905, οι Μπολσεβίκοι αρχικά είχαν υποτιμήσει τα
εργατικά συμβούλια όταν αυτά δημιουργήθηκαν. Αλλά αφότου είδαν ότι τα
συμβούλια έχουν τη μαζική υποστήριξη της εργατικής τάξης και μπορούν να
παρέχουν μια βάση στην πάλη ενάντια στην κυβέρνηση, οι Μπολσεβίκοι
άλλαξαν άποψη και έγιναν υπέρμαχοι αυτών των συμβουλίων, δηλ. των
σοβιέτ. Αυτό φανερώνει πως στις μέρες του Λένιν η πρωτοπορία δεν
θεωρούσε ότι είναι αλάνθαστη, αλλά ότι έπρεπε να διδάσκεται από την
εμπειρία της ταξικής πάλης. Μόνο κάτω από τη σταλινοποιημένη Κομιντέρν
άρχισε να κυριαρχεί η αντίληψη ότι όλη η αλήθεια πηγάζει από την
κεντρική ηγεσία.

Οι εξελίξεις στις δεκαετίες ’60 και ‘70

Γιατί όλα αυτά έχουν σημασία σήμερα; Διότι αυτό που κυριαρχούσε
παγκόσμια ως χτίσιμο ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού ή κομμουνιστικού
κόμματος, ήταν η σταλινική αντίληψη γι’ αυτή τη διαδικασία. Αυτή η
αντίληψη αποτέλεσε το κυρίαρχο μοντέλο, γύρω από το οποίο προέκυψαν
διάφορες διαμάχες και από το οποίο υιοθετήθηκαν διάφορα στοιχεία από
την επαναστατική Αριστερά που επανεμφανίστηκε στη δεκαετία του ’60.
Μια μικρή μειονότητα του κινήματος, κατά κύριο λόγο οι τροτσκιστικές
οργανώσεις στο κίνημα αλλά όχι μόνο αυτές, άρχισε να προσανατολίζεται
στο γνήσιο λενινισμό και όχι στο σταλινοποιημένο «λενινισμό» για τα
ζητήματα του κόμματος.

Με το αρχικό φούσκωμα των κινημάτων ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ
καθώς και για την απελευθέρωση των Μαύρων (σ.τ.μ.: στην Αμερική),
πολλοί άνθρωποι υιοθέτησαν εξ ολοκλήρου κάποιες ιδέες του
σταλινοποιημένου «λενινισμού» και τις εφάρμοσαν. Αυτό οδήγησε σε
διαφόρων ειδών παραμορφώσεις, και μία από τις πιο σημαντικές ήταν η
προσωπολατρία, ένα φαινόμενο πολύ έντονο στο σταλινικό ρεύμα και τις
μαο-γενείς οργανώσεις της τότε επαναστατικής Αριστεράς: Ηγέτες μικρών
ομάδων που αποτελούνταν από ριζοσπαστικοποιημένους πρώην φοιτητές
αυτοαναγορεύονταν ως «πρόεδροι» επαναστατικών κομμάτων και διάφορα άλλα
παρόμοια.

Είχαμε μια κατάσταση όπου τα επαναστατικά «κόμματα» προέκυπταν με πολύ
διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι κατά την περίοδο της Ρωσικής Επανάστασης.
Συνήθως, στις περισσότερες δυτικές χώρες όπου αναπτύχθηκε η νέα
επαναστατική Αριστερά, αυτή δεν προέκυψε μέσα από ένα μαζικό εργατικό
κίνημα που εκπροσωπούσε την εργατική τάξη, αλλά κυρίως μέσα από κύκλους
που βρίσκονταν εντελώς έξω από το υπαρκτό οργανωμένο εργατικό κίνημα.

Βέβαια υπήρχαν διαφορές από χώρα σε χώρα. Στις ΗΠΑ είχαμε ένα από τα
πιο ακραία «διαζύγια» ανάμεσα στους σοσιαλιστές και το εργατικό κίνημα.
Σε άλλες χώρες, δεν υπήρξαν τόσο στρεβλά φαινόμενα. Όμως διεθνώς, όλο
το κίνημα είχε να αντιμετωπίσει από τη μια το γεγονός ότι η γνήσια
μαρξιστική παράδοση στο ζήτημα της οργάνωσης είχε παραμορφωθεί από την
παράδοση του σταλινισμού, και από την άλλη την καπιταλιστική
πραγματικότητα.

Πράγμα που σημαίνει ότι η Αριστερά του ’60 και ’70 δεν απέτυχε μόνο
επειδή είχε λάθος ιδέες. Αντιμετώπιζε επίσης και μια διαφορετική
περίοδο, όπου ο καπιταλισμός ήταν δυνατότερος και πιο ευπροσάρμοστος
από ό,τι ήταν όταν τον αντιμετώπισαν οι επαναστάτες στις αρχές του 20ού
αιώνα. Η νέα αυτή Αριστερά βρέθηκε να έχει κληρονομήσει τις ιδέες που
γεννήθηκαν πριν από αυτήν, γι’ αυτό προσπάθησε να δράσει
χρησιμοποιώντας αυτές τις ιδέες. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι και ο
καπιταλισμός δρούσε κι αυτός από την πλευρά του και η Αριστερά δεν
μπόρεσε να επανακτήσει έγκαιρα τη σχέση της με το μαζικό εργατικό
κίνημα.

Σήμερα κυριαρχεί η άποψη ότι το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής οργάνωσης
είναι από τη φύση του ένα προβληματικό σχέδιο. Με λίγα λόγια η άποψη
ότι έχουμε ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση ότι έχουμε ξανακάνει αυτήν την
προσπάθεια στις δεκαετίες του ’60 και ’70, και ότι αυτό το μοντέλο
οργάνωσης γενικά «δεν δουλεύει». Κάποιος θα μπορούσε εύλογα να
ανταπαντήσει ότι οι ακτιβιστές του ’60 και ’70 έκαναν λάθη και ότι δεν
είναι υποχρεωτικό τώρα να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Αλλά υπάρχει κάτι
περισσότερο που πρέπει να πούμε. Η πιο σύνθετη απάντηση θα ήταν ότι η
Αριστερά του ’60, όχι μόνο κληρονόμησε ένα μοντέλο οργάνωσης από το
παρελθόν, αλλά ότι ήταν επίσης η ίδια αποσυνδεδεμένη από τον ιστορικό
της ρόλο και ξεκομμένη από το εργατικό κίνημα. Και αυτό δεν άλλαξε,
παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών οργανώσεων της Αριστεράς να
συνδεθούν ξανά με την εργατική τάξη. Προσπάθειες που πρέπει να
επιδοκιμάζουμε και όχι να χλευάζουμε.

Καλύπτοντας το πολιτικό κενό

Ποια είναι τα συμπεράσματα που πρέπει να βγάλουμε από τα
παραπάνω; Πρώτον, ότι οι σοσιαλιστές σήμερα αντιμετωπίζουν μια
κατάσταση πολύ πιο διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν. Στη δεκαετία
του ’60 στην Αριστερά διεθνώς κυριαρχούσαν τα μεγάλα κομμουνιστικά και
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που θεωρούνταν ως οι κύριοι εκφραστές της
αντιπολίτευσης στον καπιταλισμό. Βέβαια η πολιτική τους μπορεί να μην
ήταν το είδος της αντιπολίτευσης που εμείς θα οργανώναμε, αλλά εκείνα
τα κόμματα ήταν βασικοί στυλοβάτες της αντίστασης. Σήμερα, μέρος της
αδυναμίας της Αριστεράς είναι ότι αυτές οι οργανώσεις δεν υπάρχουν πια
ως πόλοι αντίστασης στον καπιταλισμό. Για να γίνει κατανοητό αυτό δεν
έχει παρά να δει κανείς πού κατάντησε το Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ,
που δεν χρησιμοποιεί ούτε καν αντικαπιταλιστική ή σοσιαλιστική ρητορική.
Η σοσιαλδημοκρατία υπάρχει, αλλά παγκόσμια έχει υιοθετήσει απόλυτα το
νεοφιλελευθερισμό και την υποστήριξη του καπιταλισμού ως πρόγραμμά της.
Τα Κ.Κ. δεν έχουν τη δύναμη και την επιρροή που είχαν κάποτε, πράγμα
που σημαίνει ότι στις διάφορες κοινότητες, στις γειτονιές και στους
συγκεκριμένους αγώνες, πολλοί άνθρωποι που κάποτε ήταν εκεί και
αναγνωρίζονταν ως αγωνιστές, τώρα απλώς δεν υπάρχουν.
Αυτό οδηγεί ορισμένους στο συμπέρασμα ότι πολιτικά υπάρχει χώρος για
ένα κόμμα όχι άμεσα επαναστατικό, για ένα κόμμα αντίστασης που δεν θα
έχει ως στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού. Επομένως υπάρχει διεθνώς
ένα πολιτικό κενό που ο κόσμος αναρωτιέται πώς θα το καλύψει. Αλλά δεν
υπάρχει καμία εγγύηση ότι το κενό αυτό θα καλυφθεί με τον τρόπο που ο
κόσμος θα ήθελε.

Όπως είπαμε η σοσιαλδημοκρατία έχει μετακινηθεί προς τα δεξιά,
υιοθετώντας το νεοφιλελευθερισμό και ο σταλινισμός έχει σε μεγάλο βαθμό
εξαφανιστεί οργανωτικά. Μέσα σε αυτό το κενό –ισχυρίζονται πολλοί–
μπορούμε να χτίσουμε ένα πλατύ αντικαπιταλιστικό αλλά όχι απαραίτητα
επαναστατικό κίνημα. Αυτό προτείνεται σε αρκετές περιπτώσεις, όπως για
παράδειγμα στη Βραζιλία όπου έγινε προσπάθεια να χτιστεί το Κόμμα
Σοσιαλισμού και Ελευθερίας (PSOL) στα αριστερά του Εργατικού Κόμματος
(PT) του Λούλα. Οι επαναστάτες σοσιαλιστές μπορούν να διάκεινται θετικά
σε αυτή την πρόταση, επειδή προέρχεται από ανθρώπους που προσπαθούν
ειλικρινά να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις αντίστασης ενάντια στο
σύστημα.

Ωστόσο, δεν μου είναι καθόλου ξεκάθαρο τι μπορεί να σημαίνει αυτό αν
προβληθεί σε διεθνή κλίμακα. Και αυτό γιατί οι βασικοί αγωνιστές που
ασχολούνται μ’ αυτό το σχέδιο διεθνώς, είναι οι ίδιοι μέλη
επαναστατικών οργανώσεων, ή σε μεγάλο βαθμό προσηλωμένοι στην
προσπάθεια χτισίματος μιας επαναστατικής οργάνωσης ενάντια στον
καπιταλισμό.

Ο στόχος είναι να προσπαθήσουμε να βρούμε και να κάνουμε να εκφραστεί η
διαφωνία και η οργή που υπάρχει ενάντια στο σύστημα, η οποία αυτή τη
στιγμή είναι ανοργάνωτη. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη σπουδαιότητα
αυτής της αντιπολίτευσης η οποία βρίσκεται έξω από το σύστημα και η
οποία είναι ανοργάνωτη.
Ωστόσο σε όρους κατανόησης του τι σημαίνει χτίσιμο μιας επαναστατικής
οργάνωσης, το κύριο ζήτημα που έχει χαθεί από το κλασικό λενινιστικό
μοντέλο είναι πώς ξεκινάς στην πράξη τη διαδικασία επανεκπαίδευσης,
επαναδιαπαιδαγώγησης και επαναδημιουργίας των επαναστατικών στελεχών
ανεξάρτητα από την οργανωτική δομή. Πώς βοηθάς μια νέα γενιά ανθρώπων
να μετατραπεί, από κάποιους απομονωμένους ή εξατομικοποιημένους
αγωνιστές ενάντια στο σύστημα, σε αυτό που ονομάζουμε συνειδητά
επαναστατικά στελέχη.

Ένας εργάτης αγωνιστής που ανήκε στο Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα
(Εσέροι) περιέγραφε πώς δρούσαν οι Μπολσεβίκοι στα εργοστάσια της
προεπαναστατικής Ρωσίας:

«Υπήρχαν λίγοι σοσιαλιστές εργάτες (κομματικά μέλη) και υποστηρίζονταν
από τους πιο συνειδητοποιημένους εργάτες. Οι τελευταίοι ήταν δέκα φορές
περισσότεροι από τους ίδιους τους σοσιαλιστές. Ο καθένας από αυτούς
ήταν κατά κάποιο τρόπο “ένα νομικής ακρίβειας σκεπτόμενο άτομο” ικανό
να κατανοεί όλα όσα τον περιέβαλλαν.
… Όλοι οι σοσιαλιστές, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, καταλάβαιναν
την κατάσταση των εργατών και τη σχέση τους με τους ιδιοκτήτες των
εργοστασίων. Η ίδια η ζωή τούς είχε μετατρέψει σε πρωτοπορία των
εργατικών μαζών… Αυτοί οι αυτοδίδακτοι αγκιτάτορες μιλούσαν γι’ αυτά
που ο κάθε εργάτης είχε στο κεφάλι του αλλά όντας λιγότερο ανεπτυγμένος
(πολιτικά) δεν του ήταν εύκολο να εκφράσει. Έπειτα από κάθε πρόταση των
σοσιαλιστών, οι εργάτες θα αναφωνούσαν: «Αυτό είναι! Ήταν ακριβώς αυτό
που ήθελα να πω».

Αυτό ουσιαστικά είναι το βασικό καθήκον των επαναστατών σοσιαλιστών
σήμερα. Η διαδρομή από το σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα στο σημείο
όπου θέλουμε να φτάσουμε, είναι το κρισιμότερο των ερωτημάτων. Τι
είδους κόμμα θέλουμε; Χρειαζόμαστε ένα επαναστατικό κόμμα ενός σοβαρού
μεγέθους ριζωμένο στην εργατική τάξη, πολυφυλετικό, πολυεθνικό,
εργαλείο για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας διεθνώς. Πιο εύκολα
είναι να το λες απ’ ό,τι να το κάνεις…

Το πρόβλημα είναι ότι καμιά οργάνωση δεν ενσαρκώνει αυτό το ιδανικό
σήμερα. Οι σοσιαλιστές πρέπει να κοιτάξουμε το σύνολο της Αριστεράς σε
αυτή τη χώρα και διεθνώς και να απαντήσουμε ειλικρινά στο ερώτημα τι
αριθμούμε και ποιες είναι συνολικά οι δυνάμεις μας. Δεν βρισκόμαστε στο
σημείο όπου μπορούμε να μιλάμε για ένα μαζικό κόμμα.

Πώς θα φτάσουμε στο στόχο

Επομένως, η ουσιαστική ερώτηση είναι πώς θα φτάσουμε από το εδώ
και τώρα στο σημείο-στόχο. Αυτό είναι πολύ δύσκολο επειδή δεν υπάρχει
μόνο ένας δρόμος για να φτάσουμε εκεί. Έχοντας πει αυτό, ωστόσο, είναι
σημαντικό να καταλάβουμε ότι δεν είναι όλοι οι δρόμοι ίσης αξίας. Για
παράδειγμα, δεν υπάρχει ζωτικός χώρος για ένα πλατύ, αντικαπιταλιστικό
κόμμα στις ΗΠΑ. Από την άλλη στη Βραζιλία υπάρχουν οι προϋποθέσεις για
ένα πλατύ αντικαπιταλιστικό σοσιαλιστικό κόμμα το οποίο έχει
αποχωριστεί από το Εργατικό Κόμμα (PT) του Λούλα.   

Η εκεί εμπειρία δείχνει ότι το καλύτερο κομμάτι της βραζιλιάνικης
Αριστεράς, αφού έχτισε το PT, τώρα ανακαλύπτει ότι οι πόθοι, οι ελπίδες
και οι φιλοδοξίες του είναι αντίθετες με αυτές της ηγεσίας του κόμματος
το οποίο δημιούργησε. Αυτοί οι αριστεροί αγωνιστές και αγωνίστριες
εκδιώκονται και περιθωριοποιούνται από ένα PΤ αφοσιωμένο τώρα πια στο
νεοφιλελευθερισμό. Αυτή τη στιγμή το PSOL, το βασικό κόμμα που
δημιουργήθηκε από αυτή την εκδίωξη,  συγκεντρώνει, στις δημοσκοπήσεις,
την υποστήριξη του 7%-11%, σε αντιπαράθεση με τον Λούλα. Επομένως, όχι
μόνο υπάρχει χώρος για μια τέτοια οργάνωση αλλά αυτή είναι μια
πραγματικότητα.

Το πρόβλημά μας σε αυτή τη χώρα είναι ότι δεν έχουμε τέτοιου είδους
Αριστερά. Όσοι μιλούν για ανασυγκρότηση της Αριστεράς έχουν απέναντί
τους μια πληθώρα δύσκολων ερωτήσεων και προβλημάτων. Για παράδειγμα, τι
στην πραγματικότητα είναι η Αριστερά και τι οργανώνει; Τι σημαίνει στην
πραγματικότητα ανασυγκρότηση; Θα σημάνει η ανασυγκρότηση μια ορμητική
κίνηση προς τα μπρος, ή θα σημάνει το βάλτωμα σε μια σειρά ατελείωτων
συζητήσεων και αντιπαραθέσεων;

Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα μας καθορίζουν.

Πιστεύουμε ότι το βασικό καθήκον των σοσιαλιστών σήμερα είναι να
εμπλέκονται και να αναπτύσσουν δεσμούς και στενές σχέσεις με κάθε
πιθανό αγώνα στη μάχη ενάντια στον καπιταλισμό, το ρατσισμό, το
μιλιταρισμό και το σεξισμό. Μια σοσιαλιστική οργάνωση πρέπει να είναι
αφοσιωμένη όχι απλώς στο σχολιασμό, ή στην κριτική, των αγώνων, αλλά να
είναι πλήρως και αλληλέγγυα δεμένη με αυτούς τους αγώνες και να
εμπλέκεται σε αυτούς. Δεδομένης της μικρής δύναμης των περισσότερων
σοσιαλιστικών οργανώσεων σήμερα, είναι αδύνατο να κάνουμε τα πάντα.
Αλλά είναι δυνατό να συμμαχήσουμε και να συμπαρασταθούμε σε κάθε αγώνα,
ακόμη κι αν ως σοσιαλιστές βάζουμε κάποιες προτεραιότητες για το πού
και σε τι μπορούμε να συνεισφέρουμε καλύτερα.
Δεύτερον, πέρα από αυτή τη γενική πολιτική προσέγγιση, είναι επίσης
αναγκαίο να υπογραμμιστεί ότι μια τέτοια οργάνωση δεν πρέπει να είναι
απλώς ακτιβίστικη και να στηρίζεται απλώς στον ενθουσιασμό των μελών.
Χρειάζεται επίσης να εκπαιδευτεί σε σχέση με τις παραδόσεις, με τη
γλώσσα, καθώς και σε σχέση με τη θεωρία και την πρακτική του
παρελθόντος. Τα μέλη των επαναστατικών σοσιαλιστικών οργανώσεων σήμερα
πρέπει να είναι ηγέτες στο μαζικό κίνημα. Αλλά για να γίνει αυτό δεν
αρκεί να είσαι απλώς αγωνιστής. Πρέπει να έχεις κατανοήσει τα βασικά
θέματα πολιτικής και θεωρίας.

Τρίτον, οι σοσιαλιστικές οργανώσεις πρέπει να μεγαλώνουν αριθμητικά σε
πραγματικούς όρους. Δεν πρέπει να υπάρχει αντίθεση ανάμεσα σε αυτό το
στόχο και στη συμμετοχή στους μαζικούς αγώνες. Πολύς κόσμος της
Αριστεράς επιτίθεται στους σοσιαλιστές επειδή προσπαθούν να
«στρατολογήσουν» μέσα από τους αγώνες. Οι σοσιαλιστές δεν πρέπει να
αποφεύγουν αυτή την αντιπαράθεση. Πρέπει να υπερασπιστούμε τη βασική
ιδέα ότι οι πολιτικές οργανώσεις χρειάζονται και πρέπει να μεγαλώσουν.

Πρέπει επίσης να υπερασπιστούμε ακόμη μια ιδέα: μιλάμε για ένα κόμμα
που είναι ξεκάθαρο σε σχέση με τη ριζοσπαστικότητά του και σε σχέση με
το χαρακτήρα του προγράμματός του. Μια από τις αδυναμίες της Αριστεράς
που προέκυψε μέσα από τη δεκαετία του ’60, είναι η υποτίμηση της
πολιτικής και της θεωρίας, ενισχύοντας έτσι μια τάση που υπήρχε πάντα
στο ριζοσπαστικό κίνημα των ΗΠΑ. Σήμερα όμως οι πιο σοβαροί ακτιβιστές
επιζητούν επιτακτικά την πολιτική συζήτηση και τη θεωρία. Υπάρχει μια
τάση να πιστεύουν οι άνθρωποι ότι το να προσπαθείς να χτίσεις μια
ανοικτά σοσιαλιστική οργάνωση είναι κάτι ακατόρθωτο για τα δεδομένα των
ΗΠΑ σήμερα. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο…

Όταν τα κινήματα του ’70 βρίσκονταν στην ακμή τους και αναζητούσαν
καινούργιες αφετηρίες, υπήρχαν πολλές επιλογές. Μία επιλογή ήταν να
παραιτηθούν από το καθήκον του χτισίματος μιας άμεσα εργατικής
οργάνωσης δίνοντας έμφαση στη συνδικαλιστική δουλειά.

Μια άλλη επιλογή ήταν να χτιστεί μια οργάνωση αφοσιωμένη στην προοπτική
της εργατικής εξουσίας, αλλά εστιάζοντας την άμεση δουλειά της στη
νεολαία και τους φοιτητές.

Αυτή ήταν μια από τις πολλές συζητήσεις μεταξύ μας. Τριάντα χρόνια
αργότερα είναι αδιαμφισβήτητο ότι κάποιοι σύντροφοι που διάλεξαν να
δουλέψουν κυρίως ως συνδικαλιστές έχουν κάνει κάποια δουλειά στο
εργατικό κίνημα. Ωστόσο από τη σκοπιά του προγράμματος του λενινισμού
–του κτισίματος δηλαδή των θεμελίων μιας σοσιαλιστικής οργάνωσης που θα
είναι αφοσιωμένη στην αλλαγή της κοινωνίας– το ISO έχει συνεισφέρει
περισσότερο: έχει διατηρήσει αυτόν τον στόχο ως εφικτό στόχο.

Το να φτάσουμε σε αυτό το σημείο ήταν ένα κατόρθωμα. Αλλά το πραγματικό
κατόρθωμα θα είναι η απόδειξη της συνάφειας και της σημασίας μας για
τους αγώνες. Το επόμενο στάδιο θα είναι να σφυρηλατηθούν τα θεμελιώδη
χαρακτηριστικά μιας οργάνωσης, που, έχοντας μαζικές εμπειρίες και
μετωπική λογική συνεργασίας μαζί με άλλους, μπορεί να μετατραπεί στο
κόμμα που είναι απαραίτητο σήμερα.