Ο μεταπολεμικός Λίβανος, το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα και η Αριστερά

Του Θανάση Κούρκουλα

Οι πολιτικές εξελίξεις στον μεταπολεμικό Λίβανο έχουν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας. Οι φιλοδυτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας, συνεπικουρούμενες από τις ωμές επεμβάσεις της «διεθνούς κοινότητας», προσπαθούν να περιορίσουν την ισχύ της Χεζμπολάχ και των συμμάχων της. Όμως, οι δυνάμεις της αντίστασης δεν φαίνονται διατεθειμένες να υποχωρήσουν εύκολα. Τουναντίον, επιχειρούν από τη δική τους μεριά να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στο ταραγμένο πολιτικό τοπίο του Λιβάνου. Πρόκειται για ένα συνεχές μπρα-ντε-φερ, για το οποίο κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιος θα βγει νικητής. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η τεράστιας σημασίας νίκη της Χεζμπολάχ στον πρόσφατο πόλεμο με το Ισραήλ έχει απελευθερώσει σοβαρές κοινωνικές δυνάμεις που μπαίνουν στο προσκήνιο δυναμικά και ανατρέπουν τις εύθραυστες ισορροπίες του παρελθόντος.

Πολιτικός σεισμός στον Λίβανο


Στις αρχές Δεκέμβρη του 2006, οι δυνάμεις της αντίστασης οργάνωσαν δύο
γιγάντια συλλαλητήρια (1 και 10/12), που καθένα μόνο του ξεπερνούσε το
1 εκ. διαδηλωτές (ο Λίβανος έχει πληθυσμό 3,8 εκατομμύρια). Οι
διαδηλωτές που συνέρρευσαν από κάθε γωνιά του Λιβάνου απαίτησαν την
παραίτηση της κυβέρνησης του φιλοδυτικού πρωθυπουργού Σινιόρα και το
σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο σουνίτης Σινιόρα
κατηγορείται ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου άφησε μόνη της τη
Χεζμπολάχ ενάντια στην εισβολή του Ισραήλ και σε κάποιες περιπτώσεις
υπονόμευσε τη στρατιωτική δράση της αντίστασης, ενώ μετά τον πόλεμο
εμφανίζεται ιδιαίτερα υποχωρητικός στις ιμπεριαλιστικές απαιτήσεις. Η
Χεζμπολάχ χαρακτήρισε τη διαδήλωση της 10ης του Δεκέμβρη ως τη
μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία του Λιβάνου. Στις διαδηλώσεις και
στις καθημερινές πολιτικές εκδηλώσεις και συναυλίες που γίνονταν όλο
τον Δεκέμβρη στην ασφυκτικά γεμάτη από αντίσκηνα κεντρική πλατεία της
Βηρυτού πήραν μέρος σιίτες και υποστηρικτές της Χεζμπολάχ, αλλά και
χριστιανοί που στήριξαν την αντίσταση-υποστηριχτές του Κ.Κ. Λιβάνου
μαζί με σουνιτικές οργανώσεις και κόμματα που έχουν προσχωρήσει στην
αντιπολίτευση. και, τέλος, το μεγαλύτερο χριστιανικό κόμμα του
αντιπολιτευόμενου μπλοκ, το Ελεύθερο Πατριωτικό Κίνημα του στρατηγού
Μισέλ Αούν, που στήριξε τις δυνάμεις της αντίστασης στον πρόσφατο
πόλεμο. Πρόκειται για μια πολύ πλατιά συμμαχία, που συσπειρώνει τη
συντριπτική πλειοψηφία των απλών Λιβανέζων πολιτών. Ενός λαού που έχει
σιχαθεί τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και έχει βγει περήφανος νικητής
από την πρόσφατη μάχη απέναντι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Στηριγμένοι στην τεράστια αυτή κοινωνική δύναμη, η Χεζμπολάχ και οι
σύμμαχοί της συνεχίζουν να απαιτούν τη διενέργεια έκτακτων εκλογών, με
στόχο μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με διευρυμένη τη συμμετοχή του
μπλοκ της αντίστασης. Η Χεζμπολάχ και οι σύμμαχοί της εξακολουθούν έως
και τα μέσα του Γενάρη, που γράφονται αυτές οι γραμμές, να μην
αναγνωρίζουν την κυβέρνηση του Λιβάνου, να τη χαρακτηρίζουν
αντισυνταγματική – και προειδοποιούν με νέο κύμα διαδηλώσεων, για να
εξαναγκαστεί ο Σινιόρα να αποδεχτεί τα αιτήματά της. Η φάση της έντονης
πολιτικής αντιπαράθεσης ξεκίνησε τον Οχτώβρη του 2006. Έξι σιίτες
υπουργοί είχαν παραιτηθεί, για να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση, που
προσπαθούσε να περιορίσει τη ραγδαία αυξανόμενη επιρροή της Χεζμπολάχ.
Επίσης, στόχος της Χεζμπολάχ είναι η αλλαγή του καλπονοθευτικού
συστήματος θρησκευτικών ποσοστώσεων, που δίνει μόλις 30% των
βουλευτικών εδρών στους σιίτες και 50% συνολικά στους μουσουλμάνους,
«καντονοποιεί» τον Λίβανο και υψώνει διαχωριστικά τείχη ανάμεσα στις
διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες του πληθυσμού, που όχι μόνο δεν έχουν
τίποτα να χωρίσουν, αλλά η αντίσταση απέναντι στο Ισραήλ τις έχει φέρει
ακόμα πιο κοντά. Σημειώνεται ότι, με τη σημερινή πληθυσμιακή σύνθεση,
οι μουσουλμάνοι πλησιάζουν το 70% του πληθυσμού με ενδομουσουλμανική
σιτική πλειοψηφία.
Η επίδειξη ισχύος της αντιπολίτευσης συνέβη, μάλιστα, μόλις λίγες μέρες
μετά τη δολοφονία του Φαλαγγίτη υπουργού βιομηχανίας, Πιερ Τζεμαγιέλ,
στις 21 του Νοέμβρη. Ο δολοφονημένος πολιτικός ήταν γιος του δεξιού
πρώην πρωθυπουργού και εγγονός του ιδρυτή των Φαλαγγιτών του Λιβάνου,
ενός κόμματος που είχε σχηματιστεί στα πρότυπα του φασιστικού κόμματος
του Φράνκο στην Ισπανία. Η δολοφονία αυτή είχε πυροδοτήσει κοσμοσυρροή
κυρίως σουνιτών στην κηδεία, που είχε γίνει στα τέλη του Νοέμβρη 2006,
καθώς και εμπρηστικές δηλώσεις των φιλοδυτικών πολιτικών. Το φάντασμα
του εμφυλίου πολέμου επανήλθε και καλλιεργήθηκε έντεχνα από όσους
επιθυμούν τη διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος κυριαρχίας των
πλούσιων σουνιτών και χριστιανών αστών στην πολιτική σκηνή. Μαρωνίτες,
σουνίτες και Δρούζοι πολιτικοί του «αντισυριακού μπλοκ», όπως ο Δρούζος
ηγέτης Ουαλίντ Τζουμπλάτ, εξαπέλυαν ευθείες βολές εναντίον της Συρίας,
κατηγορώντας τη για διαφαινόμενη εμπλοκή της στη δολοφονική επίθεση.

Δόθηκε, επίσης, το έναυσμα και για έμμεσες κατηγορίες απέναντι σε
όποιους στο εσωτερικό του Λιβάνου θα επιθυμούσαν τη συγκάλυψη των
ενόχων αυτής και της προηγούμενης δολοφονίας του σουνίτη πρωθυπουργού
Ραφίκ Χαρίρι, το 2005. Με άλλα λόγια, τη Χεζμπολάχ και τους
υποστηρικτές της Συρίας στον Λίβανο, που είχαν πρόσφατα κατηγορήσει τον
Σινιόρα ότι εκχωρεί στον ΟΗΕ όλες τις αρμοδιότητες του Διεθνούς
Δικαστηρίου έναντι των δολοφόνων του Χαρίρι, καθώς δεν υπήρχε συμμετοχή
Λιβανέζων σε αυτό. Την επομένη της δολοφονίας του Τζεμαγιέλ, το Ισραήλ,
οι ΗΠΑ, και οι Ε.Ε. άρπαξαν την ευκαιρία και διεμήνυαν σε όλους τους
τόνους ότι στηρίζουν την κυβέρνηση Σινιόρα: η φινλανδική προεδρία της
Ε.Ε. δήλωσε την άνευ όρων υποστήριξη της Ένωσης στη «νόμιμη» κυβέρνηση
του Λιβάνου και ο ΟΗΕ επέσπευσε την ενεργοποίηση του Διεθνούς
Δικαστηρίου για την υπόθεση Χαρίρι.

Ο Λευκός Οίκος προειδοποίησε ακόμη ότι «Οποιαδήποτε απόπειρα
αποσταθεροποίησης της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Λιβάνου, με
μέσα όπως οι οργανωμένες διαδηλώσεις και η προσφυγή στη βία ή οι
απειλές κατά των επικεφαλής της, θα αποτελούσε ξεκάθαρη παραβίαση της
εθνικής κυριαρχίας του Λιβάνου». Ο Μπους καταδίκασε όλους τους
«τρομοκράτες», λέγοντας ότι «Υπερασπίζουμε τις προσπάθειες της
κυβέρνησης Σινιόρα να προασπίσει τη δημοκρατία του Λιβάνου, απέναντι
στις απόπειρες της Συρίας, του Ιράν και των συμμάχων τους να προωθήσουν
αστάθεια και βία». Και το Ισραήλ απείλησε ανοιχτά ότι τυχόν ανατροπή
της κυβέρνησης Σινιόρα θα θεωρηθεί αιτία πολέμου.

Στο συρφετό των δυτικών υποστηρικτών του μπλοκ της 14ης του Μάρτη,
προστέθηκε μέχρι και ο Γιώργος Παπανδρέου, που ως πρόεδρος της
Σοσιαλιστικής Διεθνούς επισκέφθηκε το κόμμα των Δρούζων του Τζουμπλάτ
και δήλωσε πολέμιος της έντασης και υποστηρικτής του Σινιόρα.

Όλη η πίεση –από δυνάμεις εντός και εκτός Λιβάνου– στοχεύει στη
Χεζμπολάχ και αποσκοπεί στον περιορισμό των αξιώσεων και της
δημοτικότητάς της, που απογειώθηκε με τη νίκη επί του Ισραήλ (87%
υποστήριξη στις μέρες του πολέμου τον Ιούλιο και αποδοχή ως νόμιμης
δύναμης αντίστασης που έφτανε στο 74% στους κόλπους των Χριστιανών πριν
ακόμη ξεκινήσει ο πόλεμος). Επίσης, η συνωμοσιολογία κατά της Συρίας,
σκοπεύουν στην περιθωριοποίηση του καθεστώτος Άσαντ, σε μια φάση που η
Δαμασκός προσπαθεί να βγει από την απομόνωση που της είχε επιβληθεί με
την αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων από τον Λίβανο το 2005 την
επόμενη της δολοφονίας Χαρίρι. Πιθανή αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ και της
Συρίας αντικειμενικά θα ωφελεί τα συμφέροντα του Ισραήλ και των ΗΠΑ
στην περιοχή, των συμμάχων τους μέσα στον Λίβανο, καθώς και των
διεφθαρμένων φιλοδυτικών αραβικών καθεστώτων της Μέσης Ανατολής, που
βλέπουν εφιάλτες μετά τη νίκη της λιβανικής αντίστασης.

Η Συρία παλιότερα είχε χρησιμοποιηθεί από τις ΗΠΑ για να περιορίσει τη
δύναμη του ένοπλου παλαιστινιακού κινήματος στον Λίβανο. Όμως, η αλλαγή
της στρατηγικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή –ξεκινώντας με τον πόλεμο στο
Αφγανιστάν και συνεχίζοντας με τον δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ–,
φιλοδοξούσε να τσακίσει τις περιφερειακές δυνάμεις στην περιοχή, όπως
το Ιράν και η Συρία. Γι’ αυτό και το Ισραήλ ανέλαβε να καθαρίσει τη
«φιλο-ιρανική» Χεζμπολάχ στα βόρεια σύνορά του, αλλά σκόνταψε για άλλη
μια φορά στην αντίσταση – όπως και το 2000, που είχε αναγκαστεί σε
στρατιωτική αποχώρηση από τον κατεχόμενο νότιο Λίβανο.

Η τελευταία ήττα του Ισραήλ στον Λίβανο, σε συνδυασμό με την καθημερινή
τραγωδία που ζουν οι Αμερικανοί και Βρετανοί στρατιώτες στο Ιράκ,
οδήγησαν στην ήττα του Μπους στις πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ και στις
δεύτερες σκέψεις για τη στρατηγική που θα ακολουθήσει από δω και μπρος
η εξωτερική πολιτική των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή. Σε έναν βαθμό
αυτές οι δεύτερες σκέψεις άρχισαν να εκφράζονται στην περίφημη έκθεση
Μπέικερ.

Οι πιέσεις στο Ιράν φαίνεται να μην προχωρούν με τον αρχικό
«ενθουσιώδη» ρυθμό και οι σιίτες του Σαντρ, σύμμαχοι του Ιράν εντός του
Ιράκ, που πρόσφατα αποχώρησαν από την ιρακινή φιλοκατοχική κυβέρνηση,
εμφανίζονται με αυξημένη αυτοπεποίθηση.


Το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα


Σ’ αυτήν την πολύπλοκη διεθνή συγκυρία, που οι ιμπεριαλιστικές
επιθέσεις σκοντάφτουν και αντιμετωπίζουν αυξημένες δυσκολίες και
πρωτόγνωρες αντιστάσεις, το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα, η σύνδεσή του
με τις υπαρκτές αντιστάσεις στη Μέση Ανατολή και η πολιτική
αποφασιστικότητά του αποκτούν ιδιαίτερα αυξημένη σημασία. Στο Συνέδριο
Στήριξης της Λιβανικής Αντίστασης, που οργανώθηκε από τη Χεζμπολάχ και
το Κ.Κ. Λιβάνου, από τις 16 έως τις 19 του Νοέμβρη στη Βηρυτό,
εμφανίστηκε ένα παγκόσμιο δυναμικό κίνημα αντίστασης στον ιμπεριαλισμό.
Συναντήθηκαν δυνάμεις αντίστασης της Μέσης Ανατολής με σημαντικά
τμήματα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Αριστεράς και επιχειρήθηκαν
κάποια σοβαρά βήματα συντονισμού των δυνάμεων που παλεύουν απέναντι
στην κυριαρχία των ΗΠΑ σε Ανατολή και Δύση. Υιοθετήθηκαν κοινές
πρωτοβουλίες, όπως η Διεθνής Μέρα Στήριξης της Λιβανικής Αντίστασης
στις 12 του Ιούλη, δημιουργήθηκαν δίκτυα νομικής στήριξης και
ανοικοδόμησης του νότιου Λιβάνου και ανανεώθηκαν τα κινηματικά ραντεβού
για τις νέες διεθνείς συναντήσεις του Ναϊρόμπι και του Ροστόκ.

Όμως, την ίδια ώρα τέθηκαν τα ζητήματα που απασχολούν τις δυνάμεις της
κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς στη Δύση, επισημάνθηκαν οι αδυναμίες
και οι πολιτικές πιέσεις που ασκούνται πάνω της. Δεν είναι τυχαίο ότι
από τη Σύνοδο της Βηρυτού απουσίαζε το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής
Αριστεράς, που ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες του πολέμου στον Λίβανο
εμφανίστηκε διστακτικό στη συμμετοχή του στο αντιπολεμικό κίνημα. Το
καλοκαίρι, όσο συνεχιζόταν η επίθεση του Ισραήλ στον Λίβανο, πλήθαιναν
οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις και μαζικοποιούνταν το αντιπολεμικό κίνημα
σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Ιδιαίτερα μετά τη σφαγή στην Κάνα, τόσο
στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη είχαμε περισσότερες και μεγαλύτερες
κινητοποιήσεις. Όμως, το μέγεθος των διαδηλώσεων αυτών μόνο στον
αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο ήταν συγκρίσιμο με εκείνο των
αντίστοιχων κινητοποιήσεων του 2003, όταν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ.
Και μετά τον πόλεμο, η στάση του κινήματος απέναντι στην αποστολή
στρατιωτικής δύναμης του ΟΗΕ στον νότιο Λίβανο, έβγαλε ξανά στην
επιφάνεια τις σοβαρές διαφορές ανάμεσα στις πτέρυγες του κινήματος.

Στις μέρες του πολέμου, οι δυνάμεις του αντιπολεμικού κινήματος
χωρίστηκαν σε εκείνες που στήριξαν αποφασιστικά τις αντιπολεμικές
κινητοποιήσεις και σε όσες είχαν ενδοιασμούς στην υποστήριξη των
δυνάμεων της αντίστασης, επειδή ήταν ισλαμικές, ή φιλο-ιρανικές, ή
χρησιμοποιούσαν βία, ή εμφανίστηκαν από τα διεθνή ΜΜΕ ως επιτιθέμενες
πρώτες. Δύο είναι τα βασικά σημεία της συζήτησης στο εσωτερικό του
αντιπολεμικού κινήματος και φάνηκαν να μπλοκάρουν ένα σημαντικό τμήμα
του, κυρίως αυτό που κινείται εντός της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και
μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς:

Πολιτικά, αν αναγνωρίζουμε το δικαίωμα αντίστασης στις ιμπεριαλιστικές
επιθέσεις χωρίς όρους και προϋποθέσεις ή θα πρέπει να υιοθετηθεί η
λογική των «ίσων αποστάσεων» απέναντι στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.

Ιδεολογικά, αν θα απαντήσουμε αποφασιστικά στην «ισλαμοφοβία» και το ιδεολόγημα της αναπόφευκτης «σύγκρουσης των πολιτισμών».


Ποιος επιτέθηκε πρώτος;


Η συζήτηση για το άνευ όρων δικαίωμα αντίστασης της Χεζμπολάχ στην
περίπτωση του πολέμου στον Λίβανο εκφράστηκε, π.χ., κατά τη διάρκεια
των πρώτων ημερών της επίθεσης του Ισραήλ με τη σύγχυση του μετώπου
UFPJ (United For Peace and Justice: Ενωμένοι Για Ειρήνη και
Δικαιοσύνη)[1], του μεγαλύτερου αντιπολεμικού συνασπισμού των ΗΠΑ, που
είχε συμβάλει στη μαζική κινητοποίηση ενάντια στον πόλεμο των ΗΠΑ στο
Ιράκ. Στο κάλεσμα για αντιπολεμική κινητοποίηση στις 18 του Ιούλη στις
ΗΠΑ, το UFPJ δήλωνε ότι «χρειάζεται να καταδικάσουμε τόσο τις επιθέσεις
της Χεζμπολάχ σε Ισραηλινούς αμάχους όσο και την επιθετικότητα του
Ισραήλ σε Γάζα και Λίβανο». Το UFPJ κατηγορούσε το Ισραήλ για
«δυσανάλογη» απάντηση στις «ανεύθυνες» πράξεις της Χεζμπολάχ, όπως ήταν
η αιχμαλωσία των Ισραηλινών φαντάρων και οι ρουκέτες στο Β. Ισραήλ,
αποδεχόμενο ότι η Χεζμπολάχ επιτέθηκε πρώτη και το Ισραήλ παραφέρθηκε,
απαντώντας στην πρόκληση.

Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Χεζμπολάχ είχε «επιτεθεί» πρώτη τον Ιούλη,
με την αιχμαλωσία των Ισραηλινών φαντάρων (κάτι που, έτσι κι αλλιώς,
δεν ίσχυε – αφού το Ισραήλ είχε ήδη εξαπολύσει μία άνευ όρων αιματηρή
επίθεση απέναντι στους Παλαιστίνιους της Γάζας και στη νόμιμα εκλεγμένη
παλαιστινιακή κυβέρνηση από τις αρχές του καλοκαιριού), το «επιχείρημα»
είναι πολύ σαθρό, αφού τείνει να αναγάγει ένα μεμονωμένο επεισόδιο της
σύγκρουσης Ισραήλ - Λιβάνου σε απαρχή των γεγονότων! Ξεχνάει την
εισβολή και κατοχή των εδαφών του νότιου Λιβάνου από το στρατό του
Ισραήλ από το 1982 ώς το 2000, που τελικά είχε εξαναγκαστεί σε
αποχώρηση εξαιτίας της λιβανικής αντίστασης. Από τότε, τα συνοριακά
επεισόδια, οι επιλεκτικοί βομβαρδισμοί από αεροσκάφη του Ισραήλ και οι
απειλές πολέμου από το Ισραήλ προς τον Λίβανο ήταν η ρουτίνα και όχι η
εξαίρεση στον κανόνα μιας «ειρηνικής συνύπαρξης». Αυτή η καθημερινότητα
είχε και κρατούμενα: δεκάδες Λιβανέζους αιχμαλώτους στο Ισραήλ και
κατεχόμενα λιβανέζικα εδάφη από αυτό, όπως οι φάρμες Σεμπά.

Τα επιχειρήματα περί «ίσων αποστάσεων» παραβλέπουν ότι το Ισραήλ ήταν
που επιτέθηκε για να καταλάβει λιβανέζικα εδάφη και για να στραγγαλίσει
τη δύναμη αντίστασης στον Λίβανο και όχι η Χεζμπολάχ που εισήλθε με
στρατό στο έδαφος του Ισραήλ! Ότι η Χεζμπολάχ, εκτός του ότι
υπερασπίζονταν τα εδάφη του νότιου Λιβάνου απέναντι σε μια κατοχική
δύναμη, είχε την απόλυτη κοινωνική υποστήριξη του πληθυσμού των
περιοχών αυτών, που είναι σιιτικές, και λόγω αυτής της υποστήριξης
συμμετείχε και με υπουργούς σε μια νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση στο
εσωτερικό του Λιβάνου. Και, τέλος, ξεχνούν το σπουδαιότερο: Ότι το
Ισραήλ είναι συνεχώς επιτιθέμενο εδώ και 60 χρόνια και διεξάγει
ασταμάτητα πολέμους, έχει καταλάβει εδάφη από όλες τις αραβικές χώρες
με τις οποίες συνορεύει. Ότι το σιωνιστικό κράτος είναι ένα
ιμπεριαλιστικό δημιούργημα των ΗΠΑ, που αποκλειστικό σκοπό έχει την
κατάπνιξη κάθε αραβικής και παλαιστινιακής αντίστασης και την επίτευξη
των γαιοστρατηγικών συμφερόντων των πολυεθνικών του πετρελαίου στην
περιοχή. Ότι, δηλαδή, η σύγκρουση Ισραήλ - Χεζμπολάχ δεν είναι παρά ένα
τμήμα της ιμπεριαλιστικής επίθεσης των ΗΠΑ στην Ανατολή και πρέπει ο
καθένας να πάρει θέση απλά και καθαρά, αν είναι με τους ιμπεριαλιστές ή
με τις δυνάμεις που αντιστέκονται.


Η ειρηνευτική δύναμη ΟΗΕ


Το ίδιο καθαρά χρειάζεται να τοποθετηθεί κανείς στις μεταπολεμικές
επεμβάσεις των ευρωπαϊκών στρατευμάτων στον νότιο Λίβανο υπό την αιγίδα
του ΟΗΕ. Ο χαρακτηρισμός αυτών των στρατευμάτων ως «ειρηνευτική δύναμη»
–με ή χωρίς εισαγωγικά– που υπερασπίζεται την ειρήνη και την ασφάλεια
στην περιοχή χρησιμοποιήθηκε από τμήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς για
να δικαιολογήσει τη συμμετοχή χωρών, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, σ’ αυτές
τις δυνάμεις με την αποδοχή του Κ.Κ. Γαλλίας και της Κομμουνιστικής
Επανίδρυσης που συμμετέχει στην κυβέρνηση Πρόντι στην Ιταλία. Βασίζεται
στο επιχείρημα ότι χρειάζεται να κρατήσουμε ίσες αποστάσεις απέναντι
στη βία και την επιθετικότητα των δύο πλευρών, από τη μία του Ισραήλ
και από την άλλη της Χεζμπολάχ. Ανάγει την Ε.Ε. σε προοδευτική δύναμη
ειρήνης, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που είναι φιλοπόλεμη και ιμπεριαλιστική
χώρα. Θεωρεί θετική και καθοριστική για τη λήξη του πολέμου την απόφαση
1701 του ΟΗΕ που ανέλαβε να επιβάλλει η διεθνής δύναμη στο Λίβανο.

Όλα αυτά τα επιχειρήματα είναι τόσο λάθος όσο και τα προηγούμενα.

Η απόφαση 1701 κάθε άλλο παρά ήταν καθοριστική για το σταμάτημα του
πολέμου. Η ειρήνευση ήταν αποτέλεσμα του στρατιωτικού αδιεξόδου του
Ισραήλ, που οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην αποτελεσματική
αντίσταση της Χεζμπολάχ και στην ολοένα και μεγαλύτερη απονομιμοποίηση
της εισβολής μετά τη σφαγή στην Κάνα και την αυξανόμενη αντίδραση του
αντιπολεμικού κινήματος. Η απόφαση 1701 είναι ένας διπλωματικός ελιγμός
από τις Δυτικές δυνάμεις, που αποδέχτηκε και η Χεζμπολάχ για να
σταματήσει ο πόλεμος, αλλά είναι μια άδικη ευρωαμερικανική απόφαση, που
στρέφεται καθαρά κατά της αντίστασης και υπέρ των συμφερόντων του
Ισραήλ: απαιτεί εμπάργκο όπλων και αφοπλισμό της Χεζμπολάχ, κάτι που
προσπαθεί να πετύχει στρατιωτικά το Ισραήλ πάνω από 20 χρόνια. Η
διεθνής στρατιωτική δύναμη αναπτύσσεται μόνο εντός του Λιβάνου και
καθόλου εντός του Ισραήλ. Δεν ζητάει ευθύνες από το Ισραήλ για το
κόστος που προκλήθηκε σε αμάχους και υποδομές στον Λίβανο. Δεν απαιτεί
την απελευθέρωση των Λιβανέζων αιχμαλώτων, αλλά επιμένει για τους δύο
«ομήρους» Ισραηλινούς που έχει συλλάβει η Χεζμπολάχ.

Επομένως, οι «ίσες αποστάσεις» που βλέπει η… καλοπροαίρετη ευρωπαϊκή
Αριστερά δεν είναι καθόλου ίσες, και ο μόνος λόγος που η διεθνής δύναμη
είναι προς το παρόν κλεισμένη στο καβούκι της στα στρατόπεδα του νότιου
Λιβάνου και δεν παίζει ρόλο αστυνόμευσης στην περιοχή είναι διπλός:
Αφενός δεν έχει τίποτε να αστυνομεύσει, μια που η Χεζμπολάχ έχει
επιλέξει να κρύψει τα όπλα της και στρέφει όλες τις δυνάμεις της στην
ανοικοδόμηση και την πολιτική πάλη μέσω των διαδηλώσεων απέναντι στη
φιλοδυτική κυβέρνηση Σινιόρα. Αφετέρου, ακόμα και αν υπήρχε στρατιωτική
κινητικότητα από τη Χεζμπολάχ, δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να ελεγχθεί
και να κατασταλεί από τη δύναμη των 12.000 κυανοκράνων. Τέλος, η
αντίληψη περί φιλειρηνικής Ε.Ε. ξεχνά παντελώς τα ιμπεριαλιστικά
συμφέροντα των γαλλικών πολυεθνικών στον Λίβανο (κάτι που ιδιαίτερα η
γαλλική Αριστερά έχει καθήκον να αναδείξει), την προηγούμενη απόφαση
1559 του Σ.Α. περί αποχώρησης της Συρίας και αφοπλισμού της Χεζμπολάχ,
που ομόφωνα είχαν ψηφίσει ΗΠΑ, Γαλλία και Γερμανία το 2005, την
παρουσία στρατευμάτων της Ε.Ε. ανά τον κόσμο στο πλευρό των ΗΠΑ (Ιράκ,
Αφγανιστάν, Κόσοβο, Βοσνία και αλλού), καθώς και τη μη αναγνώριση από
την Ε.Ε. τής νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης των Παλαιστινίων, όσο η Χαμάς
δεν αναγνωρίζει το Ισραήλ. Όλα αυτά είναι απλή σταχυολόγηση κάποιων
θέσεων της Ε.Ε., μιας δύναμης εξίσου ιμπεριαλιστικής με τις ΗΠΑ, όπου
οι κάθε φορά συσχετισμοί ισχύος και οι ανταγωνισμοί συμφερόντων οδηγούν
στην ταύτιση με τις ΗΠΑ ή την τήρηση κάποιων αποστάσεων από τις
επιλογές του Μπους.


Ισλαμοφοβία


Τέλος, η υποχωρητικότητα που περιγράφτηκε παραπάνω, στηρίζεται και
αντλεί δυνάμεις από τη μικρότερη ή μεγαλύτερη αποδοχή της θεωρίας περί
«σύγκρουσης πολιτισμών» που ο Μπους με πάθος υποστηρίζει για να
δικαιολογήσει τη ρατσιστική και φιλοπόλεμη πολιτική του. Η
«αντιδραστική φύση του Ισλάμ» –που καταπιέζει τα δικαιώματα των
γυναικών, επιβάλλει θεοκρατικά καθεστώτα και στερεί δημοκρατικές
ελευθερίες και δικαιώματα– είναι εξίσου πρόβλημα (μας λένε κάποιοι
αριστεροί στη Δύση) με την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα των ΗΠΑ. Αν δεν
καταδικάσουμε ταυτόχρονα τα «δύο κακά», κινδυνεύουμε να ρίξουμε νερό
στο μύλο της αντίδρασης και του σκοταδισμού.

Στην πραγματικότητα, αυτή η ισλαμοφοβία αδρανοποιεί τεράστια τμήματα
εργαζομένων και νέων που απεχθάνονται τον Μπους στη Δύση και στερεί από
το αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό κίνημα από σοβαρές δυνάμεις
αντίστασης και δυνατότητες κοινής δράσης μαζί με τους μετανάστες από
τις χώρες της εμπόλεμης Ανατολής. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γαλλία, που
μεγάλα τμήματα της Αριστεράς έχουν υποχωρήσει στην ισλομοφοβία
(αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα την απαγόρευση της μαντίλας και είχαν
παθητική στάση απέναντι στην εξέγερση των μεταναστών δεύτερης γενιάς),
το κενό που αφήνουν αυτές οι λογικές στο κίνημα είναι ακόμα πιο μεγάλο.
Δεν είναι τυχαίο που οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις στο πολυπληθές Παρίσι
το περασμένο καλοκαίρι ήταν λιγότερες και μικρότερες από τις
κινητοποιήσεις στην Αθήνα, ενώ με το τέλος του πολέμου δεν έγινε καμιά
κινητοποίηση ενάντια στη συμμετοχή των γαλλικών στρατευμάτων στις
δυνάμεις του ΟΗΕ στον Λίβανο. Αντίστοιχα, στην Ιταλία –ευτυχώς– υπήρξαν
αντιδράσεις στην αποστολή ιταλικών στρατευμάτων στον Λίβανο (όπως και
στο Αφγανιστάν λίγο πριν), όμως η προσχώρηση της Επανίδρυσης στην
πολιτική των «ίσων αποστάσεων» μεταξύ ιμπεριαλισμού - Ισλάμ και η
ανάδειξη της «μη βίας» ως πρωταρχικού κριτηρίου για τον προσανατολισμό
σε μια εμπόλεμη (!) περιοχή,  περιόρισε τις αντιδράσεις στο επίπεδο των
διαδηλώσεων μερικών χιλιάδων ανθρώπων που οργανώθηκαν από την άκρα
Αριστερά.

Βεβαίως, θα προτιμούσαμε απέναντι στις επιθέσεις Μπους - Ολμερτ στον
Λίβανο, την Παλαιστίνη, το Ιράκ και όπου γης να υπήρχαν αριστερά
επαναστατικά κινήματα! Όμως, θα ήταν καθαρή τρέλα να βάζουμε αυτήν τη
στιγμή προϋποθέσεις «καθαρότητας» και πολιτικής ορθότητας, τόσο στις
υπάρχουσες δυνάμεις αντίστασης στη Μέση Ανατολή, όσο και στην όποια
διαθέσιμη δύναμη του αντιπολεμικού κινήματος στη Δύση (μεταναστευτικές
συλλογικότητες, μουσουλμανικές κοινότητες, αραβικές οργανώσεις). Προς
το παρόν, η αντιιμπεριαλιστική πάλη στη Μέση Ανατολή διεξάγεται από
δυνάμεις αντίστασης, όπως η Χεσμπολάχ, η Χαμάς, η ιρακινή αντίσταση.
Αυτές είναι που δίνουν τη δυνατότητα στο αντιπολεμικό κίνημα στη Δύση
να στηρίζεται σε υπαρκτές νίκες ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Νίκες και
αντιστάσεις που, χωρίς αυτές τις δυνάμεις, δεν θα υπήρχαν. Έτσι έγινε
δυνατή η ήττα του Αθνάρ στην Ισπανία ή του Μπους στις πρόσφατες εκλογές
στις ΗΠΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμάμε την ανάγκη πολιτικής
αντιπαράθεσης της Αριστεράς απέναντι στο πολιτικό Ισλάμ, ούτε τους
κινδύνους που απορρέουν από την επικράτησή του σε κοινωνίες ή τμήματα
πληθυσμών. Προϋπόθεση, όμως, γι’ αυτήν την πολιτική αντιπαράθεση είναι
να βρίσκεται η Αριστερά στην ίδια μεριά των χαρακωμάτων με τον κόσμο
που αντιστέκεται στα ισραηλινά τανκ στη Γάζα και στον Λίβανο, όπως και
απέναντι στους στρατούς κατοχής στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Και για να
γίνει αυτό, πρωταρχική προϋπόθεση είναι η στήριξη της υπαρκτής
αντίστασης στον ιμπεριαλισμό και στον πόλεμο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Οι κυριότεροι αντιπολεμικοί σχηματισμοί στις Η.Π.Α. είναι:
Το UFPJ (United For Peace and Justice). Δημιουργήθηκε στα τέλη του
2002. Είναι ο ευρύτερος αντιπολεμικός φορέας και απαρτίζεται από
μαζικές κοινωνικές οργανώσεις, στελέχη και κόμματα, από την αριστερά
των Δημοκρατικών μέχρι την άκρα αριστερά. Έχει καλέσει τις πιο μαζικές
αντιπολεμικές διαδηλώσεις, αλλά δέχεται δεξιές πιέσεις από τη
μετριοπαθή φιλελεύθερη πολιτική των Δημοκρατικών, που κάποιες φορές
οδηγούν και σε αδυναμία αποτελεσματικής κινηματικής δράσης.

Το International ANSWER (Act Now Stop War End Racism): Δημιουργήθηκε το
Σεπτέμβριο του 2001. Μέτωπο σταλινογενών οργανώσεων με κυριότερο το
Workers World Party (WWP). Οργάνωση με πιο μαχητικά χαρακτηριστικά,
σαφώς όμως μικρότερης εμβέλειας από το UFPJ. Αντιμετωπίζει σοβαρά
πολιτικά προβλήματα υποστήριξης «προοδευτικών» καθεστώτων τύπου
Β.Κορέας και Σαντάμ Χουσεϊν. Χαρακτηρίζεται από σεκταριστική
αντιμετώπιση του αντιπολεμικού κινήματος (ξεχωριστές διαδηλώσεις,
ιδιαίτερη υπερτίμηση του πολιτικού πλαισίου σε βάρος της μαζικότητας).

Το “Troops Out Now” (Έξω Τώρα οι Στρατοί): Νέος συνασπισμός που
ιδρύθηκε το 2005, και προήλθε από διάσπαση του ANSWER στη βάση
πολιτικών διαφωνιών εντός του WWP. Αποτελεί το μικρότερο τμήμα του
ενιαίου ANSWER αλλά συνεχίζει να στηρίζεται στο βασικό τμήμα του
Workers World.

Το CAN (campus antiwar network) είναι μια οργάνωση που δρα στα
πανεπιστήμια και έχει κοινή αντιπολεμική γραμμή με το ISO(
international socialist organization).