Το κίνημα που συντάραξε το νεοφιλελεύθερο σύστημα εκπαίδευσης της δικτατορίας του Πινοσέτ
*Μετάφραση-Απόδοση: Γιώργος Τσιολάκης
«Οργανωμένοι ενάντια στην εκπαίδευση της αγοράς». Αυτό έγραφε το πανό που ήταν κρεμασμένο στην πρόσοψη του Εθνικού Ινστιτούτου «Μπάρος Αράνας» στο Σαντιάγκο. Βρισκόταν εκεί για βδομάδες. Μέσα στο κτίριο οι μαθητές είχαν συνελεύσεις για να αποφασίσουν τη συνέχεια των καταλήψεων. Σε εκατοντάδες άλλα σχολεία σε όλη τη χώρα η κατάσταση ήταν παρόμοια. Για 90 μέρες οι μαθητές συναντιόνταν είτε με υπουργούς της κυβέρνησης είτε με τον Τύπο. Ταυτόχρονα έκαναν με χιλιάδες συμμαθητές τους και συμπαραστάτες διαδηλώσεις και πορείες. Σχεδόν για έναν ολόκληρο μήνα συγκρούονταν με την αστυνομία και ανάγκασαν την πρόεδρο της χώρας να απαντήσει μέσω της εθνικής τηλεόρασης στα αιτήματά τους. Επέβαλαν σε πανεθνικό επίπεδο το άνοιγμα της συζήτησης με το εξής ερώτημα: Μπορεί η εκπαίδευση να είναι στα χέρια των κερδοσκόπων;
Οι κινητοποιήσεις προκάλεσαν σοκ στη Χιλή και αιφνιδίασαν τη νεοεκλεγείσα πρόεδρο Μισέλ Μπασελέτ. Η Μπασελέτ ήταν ηγέτιδα της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και εκλέχτηκε με τη μαζική ψήφο των φτωχών και των εργατών της Χιλής με την προσδοκία για μια καλύτερη ζωή.
Για 16 χρόνια, οι μετά-Πινοσέτ κυβερνήσεις (1990-2006) χαρακτηρίζονταν
από αυτό που λεγόταν «συναινετική δημοκρατία» και στηριζόταν στις
συμφωνίες με τη Δεξιά της Χιλής και τα κατάλοιπα της στρατιωτικής
χούντας. Την τελευταία χρονιά όμως, αυτή η συναίνεση παρουσίασε ρωγμές
(με την κατάργηση της ισόβιας θητείας στη Γερουσία, ένα σώμα που
κυριαρχείται από ανοιχτά φασιστικά στοιχεία όπως ο ίδιος ο Πινοσέτ που
ήταν ισόβιος γερουσιαστής). Ταυτόχρονα, η αύξηση της τιμής του χαλκού,
που είναι το βασικό εξαγωγικό προϊόν της Χιλής, έδωσε ελπίδες στους
φτωχούς για κοινωνικές παροχές.
Τον Απρίλη του 2006, ο μήνας του μέλιτος των μαζών με την Μπασελέτ
τελείωσε. Στην εργατούπολη Λότα ξέσπασαν οι πρώτες κινητοποιήσεις
γονιών και μαθητών, διεκδικώντας την επισκευή των σχολικών κτιρίων.
Ήταν η πρώτη εκδήλωση της γενικής κρίσης στο εκπαιδευτικό σύστημα της
χώρας.
Τα τελευταία χρόνια οι χιλιανές κυβερνήσεις είχαν προωθήσει την
ιδιωτικοποίηση της παιδείας με διάφορα μέτρα, όπως το να πληρώνουν οι
μαθητές για τις εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, την περικοπή του
μαθητικού πάσου κ.λπ. Αυτά όμως τα μέτρα ήταν συνέχεια μιας ολόκληρης
πολιτικής, που είχε στόχο την κατεδάφιση της δημόσιας και δωρεάν
παιδείας στη Χιλή.
Το σύστημα Πινοσέτ
Απ’ την αρχή του εικοστού αιώνα η παιδεία στη Χιλή είχε δημόσιο
χαρακτήρα. Από τις αρχές του ’60 είχε συντελεστεί η μεγαλύτερη
φιλολαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην ιστορία της χώρας. Μέσα σε 10
χρόνια, από το 1964 ως το 1974, ο μαθητικός πληθυσμός αυξήθηκε σχεδόν
σε 1.500.000. Οι συλλογικές συμβάσεις των δασκάλων προστατεύτηκαν από
το κράτος και τα δίδακτρα στο πανεπιστήμιο περιορίστηκαν στους πιο
πλούσιους φοιτητές.
Το πραξικόπημα του Πινοσέτ το 1973 δεν κατέστρεψε μόνο τη δημοκρατία στη Χιλή, αλλά και αυτό που
ονομαζόταν τότε Δημόσια Παιδεία. Αυτή η πολιτική, για να εφαρμοστεί,
προϋπέθετε την καταστολή των αριστερών δασκάλων και φοιτητών. Τα
συνδικάτα των δασκάλων και των φοιτητών διαλύθηκαν και οι ηγεσίες τους
εκτελέστηκαν μαζικά. Το 1975 η κυβέρνηση του Πινοσέτ πέρασε δύο
μεταρρυθμίσεις στο όνομα της απελευθέρωσης της διδασκαλίας. Η πρώτη
ήταν η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, μεταφέροντας τη
διοίκηση για τα εκπαιδευτικά προγράμματα από την εθνική κυβέρνηση στα
τοπικά σχολεία, διαλύοντας έτσι τους συλλόγους των δασκάλων. Η δεύτερη
αλλαγή ήταν η παραχώρηση του δικαιώματος σε ιδιώτες-επιχειρηματίες να
ιδρύουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, ακόμη και πανεπιστήμια. Τις τελευταίες
μέρες της χούντας (1973-1990), το 1990, η δικτατορία πέρασε μέσα στο
Σύνταγμα αυτές τις «μεταρρυθμίσεις», να είναι δύσκολη η ανατροπή τους
από την αριστερά. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν τη χούντα μετά το ’90,
αυτές που ονομάσαμε «συναινετική δημοκρατία», ποτέ δεν αντιστρατεύτηκαν
αυτές τις επιλογές. Αντίθετα, όλο και περισσότερο δημόσιο χρήμα
διοχετευόταν σε χέρια ιδιωτών που επένδυαν στην εκπαίδευση.
Το 1981 το 78% των σπουδαστών ανήκαν στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης.
Σήμερα μόνο το 50% παρακολουθεί δημόσια σχολεία. Τα ιδιωτικά σχολεία
ανθούν στις πλούσιες συνοικίες σε αντίθεση με τα δημόσια σχολεία των
φτωχών περιοχών. Αυτή η πολιτική έχει παραγάγει τόσο μεγάλες
ανισότητες, ώστε στη Χιλή την ονόμασαν εκπαιδευτικό απαρτχάιντ. Αυτές
οι ανισότητες, όπως είναι φυσικό, εκφράζονται και στις εξετάσεις για
την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Έτσι, για παράδειγμα, οι μαθητές από τα
ιδιωτικά σχολεία και τις πλούσιες περιοχές έχουν όλες τις πρωτιές στις
εξετάσεις.
Από το ’90 και μετά, το συνδικάτο των δασκάλων, οι φοιτητικοί σύλλογοι,
η άκρα Αριστερά, οι νεολαίες αριστερών κομμάτων και πάρα πολλές
κινηματικές οργανώσεις είχαν ξεκινήσει εκστρατεία ενάντια σ’ αυτό το
σύστημα του 1975. Τρεις ήταν μέχρι τώρα οι κύριες δυνάμεις: οι
Σπουδαστικές Λέσχες του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το Λαϊκό Μέτωπο
Σπουδαστών του Κομμουνιστικού Κόμματος και η Σπουδαστική Ομοσπονδία
Αλληλεγγύης. Σε αυτή τη βάση συγκροτήθηκε η συντονιστική επιτροπή των
μαθητών των ανώτερων σχολείων (ACES).
Η Επανάσταση των Πιγκουίνων
Η ACES, στις 26 του Απρίλη 2006, κάλεσε σε διαδήλωση στο κέντρο του
Σαντιάγκο, ενάντια στο υπουργείο Παιδείας. Πάνω από 5.000 μαθητές
συγκεντρώθηκαν, αλλά δέχτηκαν τη βάρβαρη επίθεση της αστυνομίας και
δεκάδες συνελήφθησαν. Οι μαθητές ζητούσαν να συναντήσουν τον υπουργό
Παιδείας Ζίλιτς, αλλά ο Ζίλιτς είχε απορρίψει αυτή την πρόταση. Για τις
επόμενες τρεις βδομάδες γίνονταν βδομαδιάτικες διαδηλώσεις, που η
καθεμία ήταν μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Η κυβέρνηση δεν είχε
επιλέξει το διάλογο αλλά το δρόμο της καταστολής. Μετά την τρίτη
βδομάδα όμως, αναγκάστηκε σε μια υποχώρηση, συμφωνώντας να ανακαλέσει
τους περιορισμούς στη χορήγηση πάσου. Οι μαθητές απέρριψαν την προσφορά
και οργάνωσαν νέα διαδήλωση στις 17 του Μάη, τρεις μέρες πριν την
ετήσια προεδρική ομιλία στο Κογκρέσο. Η κυβέρνηση αποφάσισε να βάλει
τέλος στο κίνημα με εκτεταμένη αστυνομική καταστολή. Η ίδια η πρόεδρος
Μπασελέτ απείλησε ότι δεν θα ανεχτεί άλλους «βανδαλισμούς» και ότι θα
εφαρμόσει το νόμο και την τάξη αποφασιστικά.
Η απάντηση όμως των μαθητών ήταν η κατάληψη, αρχικά, του Εθνικού
Ινστιτούτου «Μπάρος Αράνας» και η εξάπλωση των καταλήψεων στη συνέχεια
σε εκατοντάδες σχολεία. Η αστυνομία, με τη βοήθεια ναζιστικών
συμμοριών, προσπάθησε να σπάσει τις καταλήψεις με εφόδους, αλλά βρέθηκε
μπροστά στην αντίσταση των μαθητών, που οργάνωσαν τα σχολεία τους σαν
οχυρά, εξοπλισμένοι με κάθε όπλο που μπορούσαν να βρουν ή να
κατασκευάσουν (πέτρες, λοστούς, τούβλα, μπαστούνια, μολότοφ κ.λπ.).
Ο κυνισμός του υπουργού Παιδείας και οι απόψεις της προέδρου της χώρας
προκάλεσαν ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης στις μαθητικές καταλήψεις.
Έτσι, συνδικάτα δασκάλων και εργατών, αριστερές οργανώσεις, ενώσεις
γονέων και κηδεμόνων, δήλωσαν την υποστήριξη και τη συμμετοχή τους στο
κάλεσμα για πανεθνική διαδήλωση της ACES στις 30 του Μάη.
Η πανεθνική απεργία στις 30 του Μάη είχε τεράστια επιτυχία. Όλη η
εκπαιδευτική κοινότητα αναγνώρισε τους μαθητές σαν την αγωνιστική
πρωτοπορία του κλάδου της εκπαίδευσης. Η αστυνομική καταστολή δεν
μπόρεσε να αποκρούσει την ανάπτυξη του κινήματος. Έτσι ο χειρισμός του
προβλήματος έφυγε από τα χέρια του υπουργού Παιδείας και πέρασε στην
πρόεδρο Μπασελέτ, η οποία στις 31 του Μάη, μέσω του εθνικού δικτύου
τηλεόρασης, πρότεινε στη συντονιστική επιτροπή ACES ένα πακέτο μέτρων
για εκτόνωση της κρίσης. Τα μέτρα αυτά περιλάμβαναν: για το φτωχότερο
80% των μαθητών και σπουδαστών, την κατάργηση των εξετάστρων, το
ελεύθερο πάσο και την αύξηση των σχολικών γευμάτων, καθώς και τη
συγκρότηση μιας «συμβουλευτικής επιτροπής» για την αναθεώρηση του
εκπαιδευτικού συστήματος του ’75.
Μετά από συνελεύσεις στα εκατοντάδες κατειλημμένα σχολεία, οι μαθητές
κατέληξαν στο ότι η προσφορά ήταν ανεπαρκής. Εξηγούσαν ότι «το μέσο
κόστος του κολεγίου είναι 4.000 δολάρια το χρόνο… οι οικογένειες που
ανήκουν στην εργατική τάξη δεν μπορούν να παρέχουν τα χρήματα για τα
γεύματα και τα εισιτήρια μεταφοράς των παιδιών τους. Απ’ την άλλη, η
Μπασελέτ λέει πως δεν υπάρχουν λεφτά, αλλά το κόστος μόνο από τα 17
F-16 που αγόρασε για τις ένοπλες δυνάμεις φέτος είναι υπεραρκετό για να
καλύψει όλα μας τα αιτήματα». Έτσι οι μαθητές κάλεσαν σε νέα εθνική
απεργία στις 5 Ιούνη όλους όσους τους στήριζαν. Ο αριθμός σχολείων που
καταλήφθηκαν από τους μαθητές αυξήθηκε, περιλαμβάνοντας ακόμα και
κάποια νηπιαγωγεία, και συνολικά περισσότερες από 100 πολιτικές και
κοινωνικές οργανώσεις πήραν μέρος στην απεργία. Οι μαθητές απαιτούσαν η
πρόεδρος να υποσχεθεί γραπτώς ότι θα αναμορφώσει το σύστημα του 1975
και η συμβουλευτική επιτροπή να αποτελείται κυρίως από κοινωνικές
οργανώσεις.
Η κυβέρνηση διακήρυξε ότι η περίοδος για διαπραγματεύσεις είχε
τελειώσει και πως, με καταλήψεις ή χωρίς, τα κυβερνητικά μέτρα θα
εφαρμόζονταν. Στις 5 Ιούνη, τη μέρα της εθνικής απεργίας, η πρόεδρος
συγκάλεσε τη Βουλή των Αντιπροσώπων σε έκτακτη συνεδρίαση, ώστε να
περάσει κάποια από τα μέτρα και να επιβάλει μια πολιτική για τις
μεταρρυθμίσεις, ενώ ο υπουργός Παιδείας άρχισε να ετοιμάζει ένα
χρονοδιάγραμμα, υλοποιήσης της προεδρικής απόφασης. Την ίδια ώρα, έξω
από τη Βουλή βρισκόταν ένα πλήθος 900.000 μαθητών και συμπαραστατών
τους. Ήταν η μεγαλύτερη μαζική κινητοποίηση από το 1972.
Για τις επόμενες τρεις μέρες, ακολούθησε ένας «μαραθώνιος» συνελεύσεων
στα κατειλημμένα σχολεία, καθώς οι μαθητές αξιολογούσαν την
κινητοποίηση και τι είχε επιτευχθεί. Παρά τη διάθεση αρκετών να
συνεχιστεί ο αγώνας, πολλοί, συμπεριλαμβανομένων κάποιων στελεχών της
συντονιστικής επιτροπής ACES, ζήτησαν από τους μαθητές να σταματήσουν
τις σχολικές καταλήψεις στις 9 Ιούνη. Ωστόσο το ACES διακήρυξε
ταυτόχρονα ότι όχι μόνο δεν υποχωρούσε, αλλά ότι θα συνέχιζε τις
κινητοποιήσεις. Και προειδοποίησε ότι: «Η τελευταία προσφορά της
Μπασελέτ στους μαθητές, αν και αποτελεί αδιαμφισβήτητο θρίαμβο, είναι
μια απάτη. Προσφέρει τα εξέταστρα και το πάσο δωρεάν μεταφοράς στα
φτωχότερα 4/5 των μαθητών, ενώ ιδιωτικοποιεί τη διοίκηση και των δύο
υπηρεσιών. Όσο για το σύστημα του 1975, προσφέρει μια επιτροπή για να
το αναμορφώσει, με 10% μαθητική συμμετοχή, αλλά είναι μόνο
συμβουλευτική… για την ώρα το ACES αποφάσισε να τερματίσει τις
καταλήψεις, αλλά να διατηρήσει τις κινητοποιήσεις ώστε να πιέσει την
κυβέρνηση. Αυτό είναι θετικό, καθώς τα παιδιά ήταν κουρασμένα τόσο
σωματικά όσο και πνευματικά… αλλά θα είναι δύσκολο να καλμάρουμε όλους
τους μαθητές που πίστευαν ότι μάχονταν για να εξαλείψουν το σύστημα του
1975».
Παρ’ όλα αυτά, κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί τα κέρδη της
κινητοποίησης των μαθητών. Ουσιαστικά άνοιξε μια πανεθνική συζήτηση και
ανάγκασε την κοινωνία να ξανασκεφτεί το πώς αντιμετωπίζει την παιδεία.
Ακόμη σημαντικότερο, οι μαθητές έδωσαν ένα πρώτο, δυναμικό χτύπημα στο
νεοφιλελεύθερο νόμο του Πινοσέτ για την παιδεία. Γενικότερα, οι
μαθητές, οργανώνοντας τις μεγαλύτερες μαζικές κινητοποιήσεις από τον
καιρό του πραξικοπήματος, άλλαξαν την όψη της πολιτικής στη Χιλή. Και
αυτό είναι ένα μάθημα χρήσιμο για όλους μας…
*Το άρθρο στηρίχτηκε σε αντίστοιχο άρθρο του περιοδικού International Socialist Review ( τ. 49), ΗΠΑ.