Η Ρωσία ως παγκόσμιος παίκτης
Η άλλη πλευρά του ιμπεριαλισμού
Το τελευταίο επεισόδιο στο δράμα του Καυκάσου ήταν η συμφωνία του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Μεντβέντεφ με το Γάλλο ομόλογό του –και προεδρεύοντα της Ε.Ε.– Νικολά Σαρκοζί για απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από το έδαφος της Γεωργίας (με εξαίρεση ασφαλώς τη Ν. Οσετία και την Αμπχαζία) με την προϋπόθεση ότι στη θέση τους θα αναπτυχθούν παρατηρητές της Ε.Ε.
Η Ρωσία συμφώνησε ακόμη να απομακρύνει τα σημεία ελέγχου που έχει εγκαταστήσει στην περιοχή του λιμανιού του Πότι εντός μίας εβδομάδας αν η Γεωργία δεσμευτεί ότι δεν θα κάνει χρήση βίας κατά της Αμπχαζίας. Σε ό,τι αφορά τη ρωσική αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας, ο Μεντβέντεφ τόνισε ότι η χώρα του δεν πρόκειται να αναθεωρήσει την απόφαση και ότι «αυτό είναι μία πραγματικότητα που οι εταίροι μας, συμπεριλαμβανομένων των Ευρωπαίων, πρέπει να αναλογιστούν». Στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στις 2/9, οι ηγέτες της Ε.Ε. είχαν αποφασίσει να αναστείλουν τις συνομιλίες που θα διεξάγονταν στις 15 Σεπτεμβρίου μέχρι η Ρωσία να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Γεωργία. Ωστόσο μετά τη συνάντηση με τον Μεντβέντεφ ο Σαρκοζί έριξε τους τόνους δηλώνοντας ότι, αν η συμφωνία με την Ρωσία υλοποιηθεί, «δεν υπάρχει λόγος να μην γίνουν οι συνομιλίες τον Οκτώβριο».
Ιμπεριαλισμός
Η σύγκρουση στον Καύκασο οδήγησε πολλά κομμάτια της Αριστεράς από την αρχική –σωστή– καταγγελία του ρόλου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, σε λάθος συμπεράσματα. Άλλοι συμπέραναν ότι τώρα δεν υπάρχει ψυχρός πόλεμος καθώς ο όρος αυτός αφορούσε τη σύγκρουση δύο διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων, ενώ τώρα η Ρωσία βρίσκεται μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα το οποίο υποτίθεται ότι αντιμάχονταν η Σοβιετική Ένωση. Άλλοι συμπέραναν ότι η Ρωσία είναι κατά κάποιο τρόπο το αντίβαρο στην αμερικανική κυριαρχία, το «λιγότερο κακό» το οποίο πρέπει να υποστηρίξουμε. Άλλοι τέλος, αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει κάτι θετικό για το εργατικό κίνημα στη Ρωσία του Πούτιν, τη θεωρούν ωστόσο «περιφερειακή δύναμη» που συγκρούεται με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Κι όμως, η Ρωσία δεν είναι ένα αντίπαλο δέος στον ιμπεριαλισμό, μια αντιιμπεριαλιστική δύναμη που αντιστέκεται στις επιλογές των ΗΠΑ από τη σκοπιά του «διεθνούς δικαίου». Ούτε είναι απλώς μια «περιφερειακή δύναμη» όπως είναι π.χ. η Ινδία. Είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη η οποία προσπαθεί να εξασφαλίσει για την άρχουσα τάξη της όσα της αναλογούν με βάση την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της. Η ίδια η Σοβιετική Ένωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μια ιμπεριαλιστική δύναμη που ανταγωνιζόταν τη Δύση όχι μέσα από την αγορά αλλά μέσα από τους στρατιωτικούς ανταγωνισμούς με έπαθλο τις σφαίρες επιρροής παγκόσμια.
Σήμερα, όπως ακριβώς η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, έτσι και αυτή της Ρωσίας προσπαθεί να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της παγκόσμια. Γι’ αυτό μετά την απόφαση των Δυτικών για αναγνώριση του Κοσόβου, η Ρωσία αντέδρασε. Πιο χαρακτηριστική των προθέσεων της Μόσχας ήταν η δήλωση του εθνικιστή πρεσβευτή της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ Ντμίτρι Ρογκόζιν, ο οποίος εξήγησε τι σήμαινε η απόφαση αυτή:«Τότε κι εμείς πρέπει να κινηθούμε με την άποψη ότι για να μας σέβονται πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ωμή δύναμη, με άλλα λόγια στρατιωτική δύναμη».
Πράγματι, στη βάση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης η ρωσική κυβέρνηση σήμερα δρα κατ’ αρχάς τοπικά: Πρώτον καταστέλλει με τον πιο βάρβαρο τρόπο τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που ξεσπούν στο έδαφός της. Ο πόλεμος στην Τσετσενία είναι η πλέον αιματηρή περίπτωση καθώς έχει εξολοθρεύσει τεράστιο ποσοστό του λαού αυτού του Καυκάσου. Παράλληλα οι μυστικές υπηρεσίες της Μόσχας δολοφονούν συστηματικά όσους Ρώσους δημοσιογράφους τολμούν να αποκαλύψουν τις ωμότητες του ρωσικού στρατού και των συνεργατών τους στην περιοχή. Τελευταίο θύμα ήταν ο Μαγκόμεντ Εβλόγεφ, ο οποίος δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής του από την αστυνομία της Ινγκουσετίας στις 30 Αυγούστου.
Όμως εκτός από το μαστίγιο υπάρχει και το καρότο, καθώς η Ρωσία ανασυστήνει συμμαχίες του παρελθόντος: Η Λευκορωσία ήταν η πρώτη χώρα με την οποία επαναβεβαιώθηκαν οι οικονομικοί και στρατιωτικοί δεσμοί μετά την κρίση του Καυκάσου. Ο Λευκορώσος πρόεδρος Αλεξάντερ Λουκασένκο, δικαιολόγησε πλήρως τη στάση της Μόσχας. Ταυτόχρονα η Ρωσία και η Λευκορωσία ανακοίνωσαν ότι θα αντιτάξουν δικό τους πυραυλικό σύστημα απέναντι στην «αντιπυραυλική ασπίδα» που στήνουν οι ΗΠΑ σε Τσεχία και Πολωνία.
Λίγο μετά, στις αρχές Σεπτέμβρη συσφίχθηκαν και πάλι οι παγωμένες σχέσεις της Μόσχας με το Ουζμπεκιστάν. Ο Πούτιν συμφώνησε με τον πρόεδρο της χώρας αυτής Ισλάμ Καρίμοφ για την κατασκευή ενός νέου αγωγού που θα μεταφέρει μέσω ρωσικών εδαφών στην Ευρωπαϊκή Ένωση 30 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου κάθε χρόνο. Ο ρωσικός κολοσσός Gazprom θα κατασκευάσει μαζί με ουζμπέκικες εταιρείες αυτόν τον αγωγό, ενώ η επίσης ρωσική Lukoil θα επενδύσει 5 δισ. δολ. για την ανάπτυξη κοιτασμάτων αερίου στη χώρα αυτή. Άλλος ένας ουζμπέκικος αγωγός αερίου δυναμικότητας 24 δισ. κυβ. μέτρων το χρόνο είναι υπό κατασκευή με προορισμό επίσης τη Ρωσία, μέσω Καζακστάν. Στην επίσκεψή του στην Τασκένδη, ο Ρώσος πρωθυπουργός φρόντισε, όπως κάνει κάθε συνετός ιμπεριαλιστής, να συνδυάσει τις εμπορικές συμφωνίες με στρατιωτικές: το Ουζμπεκιστάν θα αγοράσει ρωσικά οπλικά συστήματα αξίας 5 δισ. δολαρίων (!) για την αντιμετώπιση, φυσικά, της «ισλαμικής τρομοκρατίας». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καρίμοφ πριν από μερικά χρόνια συνεργάστηκε στενά με τις ΗΠΑ όταν παραχώρησε βάσεις στο Ουζμπεκιστάν για να εξαπολυθεί η επίθεση στο Αφγανιστάν.
Όμως μετά το 2005 ο Ουζμπέκος πρόεδρος (που δεν είναι καθόλου δημοκράτης καθώς έχει προβεί σε αιματηρή καταστολή του λαού του με αποκορύφωμα τις σφαγές στο Αντιτζάν το 2005) στράφηκε και πάλι προς τη Ρωσία καθώς δεν έλαβε την οικονομική βοήθεια που του είχαν υποσχεθεί οι ΗΠΑ.
Μάλιστα τα χέρια της Ρωσίας πήγαν ακόμη πιο μακριά: Στις 3/9, η Βουλγαρία θεμελίωσε τον δεύτερο πυρηνικό σταθμό της χώρας στο Μπέλενε, στις όχθες του Δούναβη. Το συμβόλαιο για την κατασκευή του σταθμού, ύψους 3,977 δισ. ευρώ, υπογράφηκε το Γενάρη κατά τη διάρκεια επίσκεψης Πούτιν στη Σόφια. Ο πυρηνικός σταθμός θα κατασκευασθεί από τη ρωσική εταιρεία Atomstroyexport και θα είναι το πρώτο της έργο σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διεθνής παίκτης
Η Ρωσία όμως σήμερα δεν δρα μόνον τοπικά. Στο πλαίσιο της υποστήριξης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, ο Πούτιν αναζητεί συμμαχίες με άλλους ιμπεριαλιστές με τους οποίους θεωρεί ότι έχει κοινά συμφέροντα. Εξ ου και οι συμφωνίες με χώρες της Δυτικής Ευρώπης για παροχή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι συμφωνίες αυτές δεν είναι ετεροβαρείς όπως θα συνέβαινε με μια αδύναμη χώρα. Για παράδειγμα, στις αρχές Σεπτέμβρη, λίγες μόνο ημέρες μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Αμπχαζίας και της Ν. Οσετίας, η ρωσική κυβέρνηση υπέγραψε μνημόνιο κατανόησης με τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πετρελαϊκή εταιρεία, την BP. Η συμφωνία προέβλεπε την αντικατάσταση του προέδρου της κοινοπραξίας που ήταν εκλεκτός της ΒΡ, αλλά καθόλου αρεστός στους Ρώσους πολυεκατομυριούχους Μιχαΐλ Φρίντμαν, Γκέρμαν Χαν, Βίκτορ Βέκσελμπεργκ και Λεν Μπλαβάτνικ, αφεντικά τoυ ομίλου Alfa Access-Renova που ελέγχει το 50% της κοινοπραξίας με την BP. Η τελευταία καλωσόρισε τη διευθέτηση της διαφοράς, καθώς αυτή είναι η πιο σημαντική κοινοπραξία της στο εξωτερικό και προσφέρει το 25% της συνολικής παραγωγής της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Μπορεί, άραγε, να πετύχει κάτι τέτοιο μια απλώς «περιφερειακή δύναμη», όπως η Ρωσία; Ίσως. Φαντάζει όμως παράλογο αυτή η απλώς «περιφερειακή δύναμη», να μπορεί να κάνει άλλους ιμπεριαλιστές, την Ε.Ε. δηλ., να αγωνιούν για την ενεργειακή ροή από τους ρωσικούς αγωγούς. Υπάρχει άραγε άλλη περιφερειακή δύναμη που να κάνει χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και πολύ περισσότερο η Ιταλία (η ιταλική ΕΝΙ έχει τις σημαντικότερες συμφωνίες με την Gazprom) να κοντοστέκονται μπροστά της;
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρώσος πρωθυπουργός μπορεί να βγαίνει και να δηλώνει ότι δεν τον αγγίζουν οι αμερικανικές απειλές περί μη ένταξης της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η Ρωσία, είπε ο Πούτιν, δεν βλέπει πλεονεκτήματα στην ένταξή της στον ΠΟΕ και θα πρέπει να ανακαλέσει κάποιες από τις δεσμεύσεις της στη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Την ίδια στιγμή (4/9) ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου Πίτερ Μάντελσον δήλωνε χαρακτηριστικά: «Δεν νομίζω ότι είναι προς το συμφέρον κανενός να μείνει η Ρωσία εκτός του οργανισμού μια ημέρα παραπάνω από όσο είναι απολύτως αναγκαίο. Η Ρωσία σαφώς δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με τα μετασοβιετικά σύνορά της, αλλά καμία υπερδύναμη δεν μπορεί να περιορίσει το μέγεθός της εύκολα. Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη οικονομία που παραμένει εκτός του ΠΟΕ κάτι που όχι μόνο την αποδυναμώνει αλλά αποτελεί και μια χαμένη ευκαιρία για τις ευρωπαϊκές και άλλες χώρες που αναζητούν νέες αγορές για επενδύσεις και εξαγωγές».
Και μπορεί επίσης μια «περιφερειακή δύναμη» να κάνει τον προεδρεύοντα της Ε.Ε. Ν. Σαρκοζί να ικετεύει να αποχωρήσουν τα ρωσικά στρατεύματα από τη Γεωργία και να γελοιοποιείται όταν αντιμετώπιζε την παγερή μοσχοβίτικη συγκαταβατικότητα; Θα μπορούσε να επιβάλει καμία άλλη «περιφερειακή δύναμη» τέτοιας έκτασης στρατιωτική ήττα σε ένα στενό σύμμαχο των ΗΠΑ, όπως η Γεωργία; Και πώς μπορεί να μιλά ακόμη κανείς για «περιφερειακή δύναμη» όταν η Ρωσία αρχίζει να ξεπερνά και τα στενά όρια της «γειτονιάς» της; Στις 8/9 ο εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Νεστερένκο έκανε γνωστό ότι η Ρωσία θα σταθμεύσει προσωρινά στη Βενεζουέλα αεροπλάνα ανθυποβρυχιακού πολέμου. Πολλά πλοία του ρωσικού στόλου, μεταξύ των οποίων το πυρηνοκίνητο καταδρομικό «Μέγας Πέτρος» και το «Ναύαρχος Τσερνιένκο», θα καταπλεύσουν επίσης στη Βενεζουέλα ως το τέλος του χρόνου, διευκρίνισε ο Νεστερένκο. Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες επιβεβαίωσε τη συμφωνία. Την ίδια στιγμή η Ρωσία ανακοίνωνε τον επανεξοπλισμό του στόλου της με πυρηνικά όπλα.
Προβλήματα
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Ρωσία δεν έχει τα προβλήματά της. Οικονομικά απέχει πολύ από τις ΗΠΑ, καθώς το ΑΕΠ της είναι μόλις ένα τρισ. δολάρια, έναντι 13 τρισ. δολ. των ΗΠΑ. Οι στρατιωτικές της δαπάνες είναι 35 δισ. δολ., δηλ. μόλις το 11% των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ που είναι 310 δισ. δολ. (οι διαφορές αυτές δεν πρέπει να υπερτονίζονται ωστόσο, καθώς τα κόστη είναι πολύ μικρότερα στη Ρωσία, ενώ και επί κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης, η Μόσχα υστερούσε σε απόλυτες δαπάνες έναντι των ΗΠΑ).
Επίσης η Ρωσία έχει άλλα περιφερειακά προβλήματα, αφού οι ΗΠΑ έχουν προσεγγίσει αποτελεσματικά άλλους δικτατορίσκους της περιοχής που διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Τουρκμενιστάν, το οποίο σήμερα πωλεί το περισσότερο φυσικό αέριό του στη Ρωσία. Η Ουάσινγκτον φλερτάρει, μάλλον επιτυχώς, με τον Τουρκμένο πρόεδρο Γκ. Μπερντιμουχαμέντοφ, τον οποίο καλεί να διαφοροποιήσει τις διαδρομές εξαγωγών φυσικού αερίου προτιμώντας τον μελλοντικό αγωγό φυσικού αερίου Nabucco, ο οποίος προορίζεται να συνδέσει την Ευρώπη με τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής της Κασπίας, παρακάμπτοντας τα ρωσικά εδάφη.
Σοβαρό πρόβλημα για τη Μόσχα αποτελεί επίσης το ίδιο το κόστος του πολέμου στη Γεωργία, καθώς εκτός από τις άμεσες δαπάνες, άλλα 16 δισ. δολ. ξένων επενδύσεων έφυγαν από τη χώρα λόγω του πολέμου και της αστάθειας που προοιωνίζεται. Και το κόστος θα μεγαλώσει αν η Μόσχα χρειαστεί να επαναλάβει τη στρατιωτική της δράση σε περίπτωση απόπειρας του Αζερμπαϊτζάν να κάνει στο αρμενικό θύλακο Ναγκόρνο Καραμπάχ ό,τι έκανε η Γεωργία στη Νότια Οσετία.
Μακροπρόθεσμα η νίκη επί της Γεωργίας μπορεί να αποδειχθεί πύρρειος, καθώς είναι πολύ πιθανό να σημάνει αναζωπύρωση των εντάσεων στον Καύκασο εντός των ρωσικών συνόρων. Αυτό είναι ήδη ένα γεγονός καθώς, ενώ η Τσετσενία φαίνεται να βρίσκεται υπό ρωσικό έλεγχο, τώρα οι συγκρούσεις έχουν μετατοπιστεί στην Ινγκουσετία, όπου οι μάχες ενόπλων με την αστυνομία είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Τ α γεγονότα μετά τις 6 Αυγούστου οδήγησαν την Αριστερά παγκόσμια στο να επικεντρώσει τα πυρά της –και σωστά– ενάντια στον μεγάλο ιμπεριαλισμό του πλανήτη, τις ΗΠΑ και το τοπικό ενεργούμενό τους, τον Σαακασβίλι. Όμως, επειδή η σύγκρουση είναι ιμπεριαλιστική δεν υπάρχει καλή και κακή πλευρά.
Αμπχαζία
Η Ρωσία είχε ήδη εμπλακεί στα εσωτερικά της Γεωργίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, καθώς στο πραξικόπημα που ανέτρεψε τον εθνικιστή Γκαμσαχούρντια πήραν μέρος μερικά από τα πιο αντιδραστικά στοιχεία του ρωσικού κράτους. Μετά το 1991 οι εθνικιστές ηγέτες των Αμπχάζιων, σε συνεργασία με τμήματα του ρωσικού κράτους μπόρεσαν να «εξισορροπήσουν» τις φρικτές εθνικές εκκαθαρίσεις στις οποίες είχε προβεί ο γεωργιανός στρατός στην πρωτεύουσα της Αμπχαζίας, Σοχούμι. Μέσα σε 18 μήνες δολοφονήθηκαν πάνω από 10.000 Γεωργιανοί, ενώ άλλοι 200.000 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αμπχαζία. Οι δολοφονικές συμμορίες δεν απαρτίζονταν αμιγώς από Αμπχάζιους, καθώς σε αυτές συμμετείχαν πολέμαρχοι που χρησιμοποιούσε η Μόσχα και στους άλλους πολέμους της στον Καύκασο, όπως π.χ. ο διαβόητος Σαμίλ Μπασάγεφ από την Τσετσενία. Μία έκθεση του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα έγραφε τα εξής: «Σε μια 12μελή ομάδα στρατιωτών της πρώτης γραμμής, οι δύο ήταν Αμπχάζιοι, οι δύο Αρμένιοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν είτε από τον Βόρειο Καύκασο είτε από τη Σιβηρία. Ποιο ήταν το κίνητρό τους; Το πλιάτσικο».
Το Σεπτέμβρη του 1992, οι Ρώσοι διαβεβαίωναν ότι το Σοχούμι δεν θα δεχθεί επίθεση αν αποχωρούσε ο γεωργιανός στρατός από την πόλη. Στις 16 Σεπτέμβρη οι Αμπχάζιοι αυτονομιστές, και εθελοντές από το Βόρειο Καύκασο μαζί με τις ειδικές δυνάμεις της Ρωσίας ξεκίνησαν μια 12ήμερη αιματηρή επίθεση ενάντια στην πόλη, την οποία υπερασπίζονταν πολύ ελαφρά οπλισμένοι Γεωργιανοί. Η ρωσική αεροπορία και τα ρωσικά κανόνια έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην έκβαση της μάχης. Η παραπάνω έκθεση του ΠΑΔ, εξιστορούσε τα εξής: «Στις 27 Σεπτεμβρίου, η πόλη έπεσε καθώς μονάδες Αμπχάζιων, Ρώσων και μέλη της Ομοσπονδίας των Ορεσίβιων Λαών του Καυκάσου κατέλαβαν το βασικό κτίριο της κυβέρνησης της Αμπχαζίας. Μετά την πτώση του Σοχούμι πραγματοποιήθηκε μία από τις πιο ανηλεείς σφαγές ενάντια στον άμαχο πληθυσμό της πόλης. Κάπου 1.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν καθώς οι μονάδες των Αμπχαζίων σάρωναν τους δρόμους του Σοχούμι».
Ν. Οσετία
Το τέλος των πολέμων στις αρχές της δεκαετίας του ’90 βρήκαν τόσο την Αμπχαζία όσο και τη Ν. Οσετία σε μια κατάσταση ντε φάκτο ανεξαρτησίας καθώς η Γεωργία είχε εξαναγκαστεί σε συνθηκολόγηση. Το εθνικό κίνημα της Ν. Οσετίας ωστόσο δεν ήταν καθόλου ανεξάρτητο από τη Μόσχα. Προσωποποίηση αυτής της εξάρτησης ήταν ο Εντουαρντ Κοκόιτι που είναι και σήμερα επικεφαλής στη Ν. Οσετία. Ο Κοκόιτι ήταν πρώην παλαιστής στην Α. Πετρούπολη ο οποίος έγινε αργότερα επιχειρηματίας και λίγο μετά διορίστηκε, από τους Ρώσους, πρόεδρος της Νότιας Οσετίας. Μεταξύ άλλων, διόρισε αρχηγό της μυστικής αστυνομίας της Ν. Οσετίας ένα στέλεχος της ρωσικής FSB δηλ. της διαδόχου της Κα-Γκε-Μπε. Όλη η χώρα μετατράπηκε σε ένα μεγάλο άντρο λαθρεμπορίου από το οποίο βέβαια ο φτωχός λαός δεν είχε να κερδίσει τίποτε.
Το 2006 ο Κοκόιτι διοργάνωσε δημοψήφισμα όπου ο λαός καλείτο να αποφασίσει αν ήθελε να αποσχιστεί από τη Γεωργία και να αποτελέσει ανεξάρτητο κράτος. Το ποσοστό της νίκης ήταν σταλινικού τύπου: 99,9% τάχθηκε υπέρ του «ναι» και το ποσοστό συμμετοχής ξεπέρασε το 95%. Υπέρ του «ναι» ψήφισαν 52.000 άνθρωποι υποστήριξε η εφορευτική επιτροπή του Κοκόιτι. Όμως ολόκληρη η Ν. Οσετία είχε τότε πληθυσμό μόλις 70.000 ανθρώπους εκ των οποίων το 25% ήταν Γεωργιανοί που δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Αν κάνει κάποιος τις πράξεις θα διαπιστώσει ότι ακόμη κι αν ψήφισαν τα βρέφη είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί πώς προέκυψαν τα 52.000 «ναι». Είναι χαρακτηριστικό ότι το δημοψήφισμα διοργανώθηκε από έμπειρα στελέχη του Κρεμλίνου όπως ο Ολεγκ Σαποζνίκοφ, ο οποίος ήταν επικεφαλής του κέντρου Τύπου στο Τσχινβάλι, έχοντας την εμπειρία ενός αντίστοιχου Κέντρου Τύπου στη διαφιλονικούμενη Υπερδνειστερία δύο μήνες πριν. Η βασική οργάνωση διεθνών παρατηρητών, που δίνει υποτίθεται αξιοπιστία σε εκλογικές διαδικασίες ήταν η ρωσική νεολαιίστικη «Νάσι» που καθοδηγείται ευθέως από το Κρεμλίνο.
Μετά το τέλος του πολέμου ο Κοκόιτι ξεκαθάρισε ευθέως ότι οι εθνικές εκκαθαρίσεις αποτελούσαν τετελεσμένο, καθώς απαγόρευσε στους Γεωργιανούς που ζούσαν μέχρι τότε στη Ν. Οσετία να επιστρέψουν.
Πέτρος Τσάγκαρης
Διαβάστε επίσης: