Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς αντέδρασε με διαφορετικές αποχρώσεις στην κρίση του Καυκάσου, ωστόσο έχοντας μια κοινή συνισταμένη: το εθνικό συμφέρον. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η πολιτική ντύθηκε τον κλασικό μανδύα του αντιιμπεριαλισμού. Έτσι δεν έλειψαν οι απόλυτα σωστές και αναγκαίες κριτικές ενάντια στο ρόλο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, στον αντιδραστικό χαρακτήρα του καθεστώτος Σαακασβίλι λόγω ακριβώς της συνεργασίας του με τις ΗΠΑ, καθώς και στην ανάγκη για τήρηση αποστάσεων από τις επιλογές των ΗΠΑ στην περιοχή.
Όμως το «διά ταύτα» ήταν από αδύναμο έως λάθος. Ένα κομμάτι διατήρησε τις αυταπάτες του για τον ειρηνευτικό ρόλο της Ε.Ε., του ΟΗΕ κ.λπ. Ωστόσο η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει ότι αυτοί οι οργανισμοί, στο βαθμό που δεν επιχειρούν οι ίδιοι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, δεν μπορούν να αποτρέψουν πολέμους και αιματοχυσίες.
Άλλοι πάνε πιο βαθιά στα εθνικιστικά νερά, καθώς υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν πρέπει επ’ ουδενί να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας με βασικό επιχείρημα όχι κάποιον αντιιμπεριαλισμό, αλλά με το ότι αυτό θα έχει συνέπειες στην Κύπρο «μας», δηλ. θα υπάρξει κίνδυνος αναγνώρισης του τουρκοκυπριακού κράτους στο Βορρά. Ελπίζουμε οι διαρκείς καθησυχαστικές δηλώσεις της ρωσικής πλευράς ότι η περίπτωση της Κύπρου είναι διαφορετική από αυτή του Καυκάσου, να χαλάρωσε τους αριστερούς πατριώτες.
Ένα άλλο, μεγάλο, κομμάτι της Αριστεράς βλέπει με χαρά την επανάκαμψη της Ρωσίας, γιατί επιτέλους θα υπάρχει έναν αντίπαλο δέος στις ΗΠΑ. Όμως αυτό δεν κάνει πιο ειρηνικό τον κόσμο, όπως δεν τον έκανε πιο ειρηνικό η επανάκαμψη της Γερμανίας στο μεσοπόλεμο. Ίσα-ίσα τώρα μπορεί οι ανταγωνισμοί να διεξάγονται με πιο λυσσασμένο τρόπο και μάλιστα με πυρηνικούς αντιπάλους. Στην πραγματικότητα οι απόψεις αυτές γεννιούνται από την απαισιοδοξία για τις δυνατότητες του εργατικού κινήματος να πετύχει νίκες διεθνώς.
Εξάλλου, αυτή η γραμμή θα αφήσει έκθετη την ελληνική Αριστερά, αν η κυβέρνηση αποφασίσει να στρίψει προς Ρωσία, λόγω του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη. Η ευθυγράμμιση πίσω από την ελληνική κυβέρνηση δεν θα σημάνει σε αυτή την περίπτωση κάποιο αντιιμπεριαλιστικό εθνικό μέτωπο (εκτός κι αν κανείς πιστεύει ότι αυτή η ελληνική κυβέρνηση του Καραμανλή μπορεί να ασκήσει αντιιμπεριαλιστική πολιτική).
Αν θέλει να προλάβει κι άλλους πολέμους, τόσο η ελληνική όσο και η παγκόσμια Αριστερά θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να παλέψει ενάντια στον εθνικισμό των «δικών μας», γιατί σε αυτή τη βάση πάτησαν οι ΗΠΑ και η Ρωσία για να εμπλακούν στην περιοχή: οι Αμερικανοί για να «προστατέψουν» τους Γεωργιανούς από τη διαρκή ρωσική απειλή και τις εθνικές εκκαθαρίσεις σε Αμπχαζία και Ν. Οσετία, και οι Ρώσοι για να προστατέψουν Αμπχάζιους και Οσέτους, από τις σφαγές και την καταπίεση των Γεωργιανών. Αν υπήρχε μια δυνατή διεθνιστική Αριστερά στη Ρωσία που θα υποστήριζε σθεναρά την ανεξαρτησία της Γεωργίας, θα είχε αποτρέψει από χρόνια τη στροφή της Γεωργιανής πλευράς προς τις ΗΠΑ. Κι αν επίσης υπήρχε μια Αριστερά στη Γεωργία που θα υποστήριζε τα πλήρη δικαιώματα αυτονομίας Οσέτων και Αμπχάζιων, οι τελευταίοι δύσκολα θα στρέφονταν προς τη Ρωσία.
Και υπάρχει και ένα άλλο αίτημα που θα έπρεπε άμεσα να θέσει η Αριστερά, αν μιλάμε για τη συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου. Εκεί παράγεται, ή περνά μέσω των αγωγών, τεράστιος πλούτος. Κι όμως οι λαοί της περιοχής ζουν μέσα στην εξαθλίωση. Θα έπρεπε να ζητήσουμε όλος αυτός ο πλούτος να κάνει καλύτερη τη ζωή των ανθρώπων εκεί και να μην πηγαίνει στις τσέπες των μεγάλων εταιρειών -δυτικών και ρωσικών-, στις τσέπες της διεφθαρμένης άρχουσας τάξης του Καυκάσου ή στις τσέπες των Ελλήνων και άλλων μεγαλοκαπιταλιστών που απομυζούν ξένο πλούτο μέσω της κατασκευής και εκμετάλλευσης των αγωγών. Κι όχι να δεχόμαστε αμήχανα τα σχέδια της ελληνικής άρχουσας τάξης με μόνη μας αίρεση την… περιβαλλοντική επιβάρυνση.
Διαβάστε επίσης: