Για το μακεδονικό έθνος και την εθνότητα

Τη συνέντευξη πήρε
ο Μιχάλης Βεργίτσης

 


Συνέντευξη με την Αθηνά Σκουλαρίκη, κοινωνιολόγο, μέλος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΕΟ).

 

1. Αναφέρεται ότι η μακεδονική εθνότητα είναι δημιούργημα του Τίτο. Πόσο αντιστοιχεί αυτό στην πραγματικότητα;

Πρόκειται για πολύ διαδεδομένη αντίληψη, που βασίζεται στην επίσημη
θέση του ελληνικού κράτους σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Δίνοντας
έμφαση στο ρόλο του Τίτο, η ελληνική εξωτερική πολιτική επιχειρούσε να
εμφανίσει την ίδρυση της Λαϊκής (μετέπειτα Σοσιαλιστικής) Δημοκρατίας
της Μακεδονίας ως αποτέλεσμα των στρατηγικών επιδιώξεων του ηγέτη ενός
κομμουνιστικού καθεστώτος, υποτιμώντας παράλληλα την εθνοτική και
ιστορική διάσταση του θέματος.
Όμως, τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα. Ο μακεδονική εθνογέννεση είχε
ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα, στη διάρκεια της σύγκρουσης του
ελληνικού και του βουλγαρικού εθνικισμού στη Μακεδονία. Η ελληνική
πλευρά μάλιστα είχε επιχειρήσει πρώτη να τονίσει την υποτιθέμενη αρχαία
μακεδονική καταγωγή των κατοίκων, προκειμένου να υποσκάψει τη
διαμόρφωση βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας.


Η αμφίπλευρη πίεση και η απογοήτευση από το συγκεντρωτισμό και τις
αυταρχικές πολιτικές επιλογές της βουλγαρικής ηγεσίας του κινήματος,
οδήγησε ένα μέρος των στελεχών της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής
Οργάνωσης (ΕΜΕΟ/VMRO) να προκρίνουν την ιδέα της αυτόνομης Μακεδονίας,
με σοσιαλιστικά μάλιστα αιτήματα.


Μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) και την ενσωμάτωση των
μακεδονικών εδαφών στα εθνικά κράτη της Ελλάδας (51%), της Σερβίας
(38%), της Βουλγαρίας (10%) και της Αλβανίας (1%), τα εθνικά κέντρα
εφάρμοσαν πολιτικές αφομοίωσης, με στόχο την εθνική ομογενοποίηση της
επικράτειάς τους. Στη σερβική Μακεδονία κατά το μεσοπόλεμο, ασκήθηκαν
σφοδρές πιέσεις, με στόχο τον εκσερβισμό του πληθυσμού. Το 1941 η
περιοχή πέρασε στη βουλγαρική ζώνη κατοχής. Οι Βούλγαροι έγιναν δεκτοί
ως απελευθερωτές, αλλά η εξέλιξη του πολέμου σε βάρος τους και η βίαιη
συμπεριφορά των φασιστικών βουλγαρικών αρχών αποξένωσε με τον καιρό
τους κατοίκους και από τη βουλγαρική εθνική ιδέα. Έτσι, η σταδιακή
ενίσχυση της αυτονομιστικής τάσης στην περιοχή της σερβικής Μακεδονίας
οδήγησε το 1943 τους παρτιζάνους στην επιλογή να αναγνωρίσουν το
μακεδονικό λαό ως ένα από τα έθνη της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας.


Η ίδρυση αυτόνομου μακεδονικού κράτους εξυπηρετούσε βεβαίως την
ανάγκη εξισορρόπησης του σερβικού εθνικισμού μέσα στη Γιουγκοσλαβία,
την ανάσχεση των βουλγαρικών βλέψεων, αλλά και το όραμα του Τίτο για τη
δημιουργία μιας ευρύτερης βαλκανικής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας, με
ένταξη της Βουλγαρίας, της Αλβανίας και της ελληνικής Μακεδονίας. Η
ρήξη με τον Στάλιν το 1948 (εξαιτίας ακριβώς της φιλοδοξίας του Τίτο να
διαμορφώσει έναν ισχυρό περιφερειακό πόλο) και η επακόλουθη απομόνωση
της Γιουγκοσλαβίας από τις υπόλοιπες χώρες του κομμουνιστικού
συνασπισμού ακύρωσε αυτά τα σχέδια.
Στο νέο κράτος οργανώθηκε η εθνική διαπαιδαγώγηση με στόχο την
καλλιέργεια της μακεδονικής εθνικής συνείδησης και η τυποποίηση της
μακεδονικής εθνικής γλώσσας. Οι διαδικασίες αυτές ακολούθησαν ένα
παρόμοιο πρότυπο σε όλα τα εθνικά κράτη. Ας θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα η
ανάγκη επιλογής και τυποποίησης μιας εθνικής γλώσσας οδήγησε στο
λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα», το οποίο έληξε 150 χρόνια μετά την ίδρυση
του ελληνικού κράτους!


Η αντίληψη περί «τεχνητού έθνους» είναι βαθιά ουσιοκρατική, καθώς
προϋποθέτει την ύπαρξη άλλων εθνών που δεν είναι τεχνητά. Όλα τα έθνη
όμως είναι πολιτικές κοινότητες που διαμορφώθηκαν μέσα από κοινωνικούς
και πολιτικούς μετασχηματισμούς της νεοτερικότητας, μετά το 18ο αιώνα.
Συμπυκνώνουν το αίτημα χειραφέτησης μιας πολιτικής κοινότητας στο όνομα
μιας κοινής ιστορικής διαδρομής και ενός συνόλου κοινών πολιτισμικών
χαρακτηριστικών, τα οποία όμως βασίζονται στην επιλεκτική πρόσληψη του
παρελθόντος. Η πολιτισμική ομοιογένεια στα όρια του έθνους-κράτους ήταν
εκείνη την εποχή το ζητούμενο, όχι η προϋπόθεση.

2. Πότε παρουσιάστηκε για πρώτη φορά
ο εθνοτικός προσδιορισμός «Μακεδόνας»;

Όπως είναι γνωστό, στα διαφιλονικούμενα εδάφη της Οθωμανικής Ρούμελης
(όπως ονομάζονταν τα Βαλκάνια) κατοικούσαν πολλές εθνο-γλωσσικές
ομάδες: τουρκόφωνοι, ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι,
ελληνόφωνοι χριστιανοί (επονομαζόμενοι Ρωμιοί ή Γραικοί και μετά το
1821 και Έλληνες, οι οποίοι υπερτερούσαν στη νότια ζώνη της Μακεδονίας
και στα μεγάλα αστικά και εμπορικά κέντρα), Βλάχοι ελληνίζοντες και μη,
Σαρακατσάνοι, σλαβόφωνοι Χριστιανοί που αποτελούσαν την πλειονότητα
στον αγροτικό χώρο, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί, Εβραίοι, Αρμένιοι,
Τσιγγάνοι, τουρκόφωνοι χριστιανοί, κ.α.


Η περιοχή άρχισε να ξαναγίνεται γνωστή ως Μακεδονία από τους ευρωπαίους
περιηγητές, τους χαρτογράφους και τους Έλληνες και ξένους λόγιους. Τα
όρια της Μακεδονίας προσδιορίστηκαν συμβατικά στο Συνέδριο του
Βερολίνου το 1878 και έφταναν από τον Όλυμπο έως το όρος Σκάρδος στα
βόρεια των Σκοπίων.
Μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1871, την εξάπλωση του
σχολικού δικτύου και τη δημιουργία αντάρτικων ομάδων (των λεγόμενων
Κομιτατζήδων), το βουλγαρικό εθνικό κίνημα κέρδισε έδαφος μεταξύ των
σλαβόφωνων χριστιανών. Ο ελληνικός εθνικισμός απάντησε με ενίσχυση της
προπαγάνδας μέσω των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών, που
συντονίζονταν από τα ελληνικά προξενεία.


Οι Έλληνες ήταν αυτοί που προώθησαν αρχικά την ιδέα της μακεδονικής
ταυτότητας των ντόπιων χριστιανών, για να τους προσελκύσουν στο
ελληνικό εθνικό κίνημα. Όπως εξηγεί ο Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του
«Η απαγορευμένη γλώσσα» (εκδόσεις Βιβλιόραμα), η ελληνική προπαγάνδα
εξέδωσε τη δεκαετία του 1880 μια μπροσούρα με τις «Προφητείες του
Μεγαλέξανδρου» στα σλαβομακεδονικά με ελληνικούς χαρακτήρες. Τα
ελληνικά σχολεία καλλιεργούσαν την ταύτιση με την αρχαιότητα, δίνοντας
έμφαση στη Μακεδονία του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου. Η ενσωμάτωση της
μακεδονικής ιστορίας στο σχήμα της συνέχειας του ελληνικού έθνους από
τον Κ.Παπαρρηγόπουλο εξυπηρετούσε τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις,
τα «ιστορικά δίκαια του ελληνισμού» στη Μακεδονία.


Το οξύμωρο είναι ότι, ενώ αρκετοί σλαβόφωνοι απομακρύνθηκαν τελικά
από τη λεγόμενη ελληνική «παράταξη» και στράφηκαν στο βουλγαρικό
εθνικισμό, η ιδέα της ένδοξης μακεδονικής αρχαιότητας είχε ριζώσει. Η
περιοχή, χωρισμένη ως τότε σε τρία βιλαέτια και χωρίς ενιαίο όνομα,
άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως μια ενιαία επικράτεια, που έφερε το
φημισμένο όνομα της Μακεδονίας και είχε μια μακρά, ιδιαίτερη και
σημαντική ιστορία. Το όνομα Μακεδόνας άρχισε να χρησιμοποιείται κατά το
δεύτερο μισό του 19ου αι. από τους ντόπιους πληθυσμούς και σταδιακά
απέκτησε και εθνοτικό περιεχόμενο.

3. Τι καταγραφές υπάρχουν γι’ αυτό;

Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα έχουμε πολλές μαρτυρίες
για τη χρήση του όρου. Κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύγκρουσης των
αντάρτικων σωμάτων, που επονομάστηκε Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908),
πολλές ελληνικές πηγές της εποχής αναφέρονται στους σλαβόφωνους
«ελληνίζοντες» ή «βουλγαρίζοντες» Μακεδόνες. Τον όρο χρησιμοποιεί και ο
Παύλος Μελάς.
Την πιο σημαντική ελληνική μαρτυρία για τον αυτοπροσδιορισμό των ίδιων
των πληθυσμών, δίνει ο Στρατής Μυριβήλης στη «Ζωή εν τάφω» (στην πρώτη
έκδοση του 1924, πριν αυτολογοκριθεί). Λέει χαρακτηριστικά: «δεν θέλουν
να ’ναι μήτε “Μπουλγκάρ” [Βούλγαροι], μήτε “Σρρπ” [Σέρβοι], μήτε
“Γκρρτς” [Έλληνες]. Μοναχά “Μακεντόν ορτοντόξ”.»


Ένα άλλο στοιχείο αποτελούν οι δηλώσεις των μεταναστών στις ΗΠΑ,
στις αρχές του αιώνα, όπου, όπως προκύπτει από τα αρχεία, αρκετές
χιλιάδες είχαν δηλώσει εθνικότητα «Μακεδόνες».

4. Έχει υπάρξει εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Μακεδόνων; Έχουν
υπάρξει άλλες διεκδικητικές προσπάθειες για την εθνική τους αναγνώριση;

Το 1903 η εξέγερση του Ίλιντεν κατά της Οθωμανικής εξουσίας είχε ως
σύνθημα: «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Το όνομα είχε γεωγραφική έννοια
ακόμη, αλλά η τοπική ταυτότητα γινόταν σταδιακά όλο και πιο ισχυρή.
Στελέχη της αυτονομιστικής φράξιας της ΕΜΕΟ και κάποιοι διανοούμενοι
άρχισαν να προωθούν την ιδέα μιας διακριτής μακεδονικής εθνότητας. Ο
Κρίστε Μίσιρκοφ αμφιταλαντευόταν μεταξύ του βουλγαρικού εθνικισμού και
της διαπίστωσης μιας ιδιαίτερης μακεδονικής ταυτότητας. Στο έργο του
«Περί των Μακεδονικών Υποθέσεων» (1903) υποστηρίζει την αυτόνομη
πολιτική οργάνωση των Μακεδόνων και την τυποποίηση της μακεδονικής
γλώσσας.


Το αίτημα της αυτόνομης Μακεδονίας, στο πλαίσιο της μελλοντικής
Βαλκανικής Ομοσπονδίας, διατυπώθηκε από την Κομιντέρν το 1924 και
υιοθετήθηκε από το ΚΚΕ έως το 1935. Αποσχιστικές τάσεις εκφράστηκαν και
από τις σλαβομακεδονικές οργανώσεις (ΝΟΦ) που συμμετείχαν στον ελληνικό
εμφύλιο πόλεμο. Αυτό το προηγούμενο ενίσχυσε την ανασφάλεια του
ελληνικού κράτους σχετικά με την εθνική κυριαρχία στην ελληνική
Μακεδονία.


Βεβαίως η μακεδονική εθνική ταυτότητα αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τις
συγκρούσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ίδρυση της Δημοκρατίας. Η
ανεξαρτητοποίηση του κράτους και η αντιπαράθεση με τον ελληνικό και
αλβανικό εθνικισμό ισχυροποίησε ακόμη περισσότερο την εθνική ταύτιση
και οδήγησε στην αναζήτηση νέων επιχειρημάτων για την ιστορική
νομιμοποίηση του έθνους, με αναφορά όχι τόσο στο σλαβικό πολιτισμό πια,
όσο στην αρχαία Μακεδονία.


Όσο κι αν σοκάρει πολλούς στην Ελλάδα, η αυθαίρετη επιλογή βολικών
ιστορικών αναφορών, η αναχρονιστική προβολή σύγχρονων ταυτοτήτων στο
παρελθόν και η κατά το δοκούν ερμηνεία των ιστορικών δεδομένων είναι
πολύ διαδεδομένη πρακτική των εθνικών ιστοριογραφιών, της ελληνικής
συμπεριλαμβανομένης. Αυτά τα προβλήματα επιλύονται όμως στα ιστορικά
συνέδρια και όχι με εμπάργκο και συλλαλητήρια.


5. Το ελληνικό κράτος έχει τηρήσει μια ενιαία γραμμή διαχρονικά στο Μακεδονικό;

Η ελληνική πολιτική στο μακεδονικό έχει διαφοροποιηθεί πολλές
φορές. Από το 1920 έως το 1951 στις απογραφές υπήρχε ερώτημα για τη
μητρική γλώσσα των κατοίκων και καταγραφόταν η «μακεδονοσλαυική» (1928)
ή «σλαβική» (1951). Στο μεσοπόλεμο, η Ελλάδα αναγνώριζε την ύπαρξη
μειονοτήτων, τα δικαιώματα των οποίων εποπτεύονταν από την Κοινωνία των
Εθνών. Το 1925 έγινε μια απόπειρα καθιέρωσης εκπαίδευσης στη
«μακεδονοσλαβική» διάλεκτο, εκδόθηκε και ένα αναγνωστικό, γνωστό ως
«Αμπετσεντάρ», αλλά η απόφαση ακυρώθηκε λόγω πολιτικών αντιδράσεων.


Μετά την ίδρυση της Λ.Δ. της Μακεδονίας, το ελληνικό κράτος δεν πρόβαλε
ενστάσεις στο θέμα του ονόματος. Ως τη δεκαετία του 1990, οι ελληνικές
αντιδράσεις αφορούσαν μόνο στην άρνηση αναγνώρισης μακεδονικής
μειονότητας στην Ελλάδα, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν
επισήμως τους όρους Γιουγκοσλαβική Μακεδονία και Βουλγαρική Μακεδονία.
Το 1991 μεγιστοποιήθηκε το ζήτημα του ονόματος από τον τότε Υπουργό
Εξωτερικών της ΝΔ, Αντώνη Σαμαρά, και μάλιστα με την αξίωση να μη
χρησιμοποιούνται οι όροι Μακεδονία/μακεδονικός από το γειτονικό,
ανεξάρτητο πλέον, κράτος.


Η στροφή του 1991 οφείλονταν στην επιρροή ενός δυναμικού
εθνικιστικού «λόμπι» στη Βόρεια Ελλάδα και στη διάθεση του Σαμαρά να
εκμεταλλευτεί πολιτικά το νέο πατριωτικό ρεύμα, σε μια εποχή υποχώρησης
της πολιτικοποίησης και των αριστερών ιδεών, προκειμένου να συσπειρώσει
το εκλογικό κοινό και να διαμορφώσει νέους όρους πολιτικής ηγεμονίας.
Τα δύο μεγάλα κόμματα, με λίγες εξαιρέσεις, υιοθέτησαν το βασικό κορμό
των εθνικιστικών επιχειρημάτων, παρότι κατήγγειλαν το ρόλο του Σαμαρά.
Ακόμη και σήμερα που η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει υιοθετήσει πιο
μετριοπαθή στάση υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας, η εθνοκεντρική
επιχειρηματολογία, η απαξίωση της άλλης πλευράς και τα αξιώματα περί
εθνικής συνέχειας και αποκλειστικών δικαιωμάτων στη μακεδονική ιστορική
κληρονομιά δεν έχουν αναθεωρηθεί.

6. Πώς σχολιάζετε το ζήτημα της αναγνώρισης μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα;

Ο πληθυσμός των σλαβόφωνων Μακεδόνων στην Ελλάδα μειώθηκε σημαντικά στη
διάρκεια του 20ού αιώνα, λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, της ανταλλαγής
των πληθυσμών, της μετανάστευσης και του Εμφυλίου πολέμου. Σήμερα, ο
πληθυσμός που μιλά ενεργά τη γλώσσα, περιορίζεται σε λίγες δεκάδες
χιλιάδες πολίτες, όμως πολλοί περισσότεροι έχουν ακούσματα από
παλαιότερες γενιές και διατηρούν μια ισχυρή τοπική ταυτότητα. Η
αποσιώπηση της σλαβοφωνίας, οι διώξεις της μεταξικής δικτατορίας και
της μετεμφυλιακής περιόδου και τα μέτρα αφομοίωσης οδήγησαν στη
συρρίκνωση της δημόσιας χρήσης της γλώσσας και στην ενίσχυση του φόβου
εκδήλωσης της εθνοτικής διαφοράς.


Η πλειονότητα των σλαβόφωνων στην ελληνική Μακεδονία έχει σήμερα
ελληνική εθνική ταυτότητα και δεν αμφισβητεί την κυρίαρχη εθνική
αφήγηση. Δεν επιθυμούν συνεπώς να έχουν μειονοτικό καθεστώς. Σε μεγάλο
ποσοστό πάντως διατηρείται το αίσθημα ότι ανήκουν στην κοινότητα των
«ντόπιων» Μακεδόνων, σε αντιπαράθεση κυρίως με τους Μικρασιάτες
πρόσφυγες. Πολλοί κάτοικοι εκφράζονται υπέρ της ελεύθερης χρήσης της
γλώσσας και της καλλιέργειας της ιδιαίτερης μακεδονικής τους
κουλτούρας.


Τα τελευταία 15 χρόνια, η πόλωση γύρω από το Μακεδονικό, η πίεση
που ασκήθηκε στις τοπικές κοινωνίες και η καχυποψία που εκφράστηκε, για
άλλη μια φορά, σχετικά με το «εθνικό φρόνημα» των σλαβόφωνων, οδήγησε
στη ριζοσπαστικοποίηση μιας μερίδας πολιτών, οι οποίοι ίδρυσαν ή
υποστηρίζουν το μειονοτικό κόμμα των «εθνικά Μακεδόνων» της Ελλάδας, το
Ουράνιο Τόξο. Οι ακτιβιστές και οι ψηφοφόροι του κόμματος, στην πιο
ευνοϊκή περίσταση, δεν ξεπέρασαν τους 7.260 χιλιάδες σε εθνικό επίπεδο,
αλλά η διεκδίκηση αναγνώρισης μειονοτικών δικαιωμάτων από Έλληνες
πολίτες έχει πλέον καταγραφεί και το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να τη
σεβαστεί. Οι ακτιβιστές του Ουράνιου Τόξου ξεκαθαρίζουν σε κάθε
περίπτωση ότι δεν θέτουν κανένα εδαφικό ζήτημα, ούτε αμφισβητούν την
ένταξή τους στο ελληνικό κράτος.

Στην περιοχή, πολλοί κάτοικοι έχουν συγγενικούς δεσμούς με οικογένειες
πέραν των συνόρων. Μεταξύ αυτών είναι και οι σλαβομακεδόνες πολιτικοί
πρόσφυγες, στους οποίους το ελληνικό κράτος δεν επιτρέπει τον
επαναπατρισμό. Το ζήτημα αποτελεί μια επιπλέον πτυχή της αντιπαράθεσης
μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων, ενώ συντηρεί έως σήμερα το τραύμα του
Εμφυλίου.
Οι εθνικιστικές εντάσεις οξύνουν όχι μόνο τις πιέσεις, που υφίστανται
οι ντόπιοι σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά και τη βαθιά,
εσωτερικευμένη ανασφάλεια για την ταυτότητά τους, η οποία, σε κάθε
περίοδο κρίσης, τίθεται υπό κρατική επιτήρηση.