Η χειρότερη κρίση του καπιταλισμού μετά το 1929

Του Joel Geier
Μετάφραση:
Θάνος Λυκουργιάς

 

Ο Τζόελ Γκάιερ ανήκει στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού «International Socialist Review» των ΗΠΑ. Το κείμενό του δημοσιεύτηκε στο εν λόγω περιοδικό λίγο πριν από την εκλογή του Ομπάμα στην προεδρία. Η επικαιρότητα του άρθρου, ωστόσο, παραμένει ακέραιη.

 

 

Τ όσο οι  ΗΠΑ, όσο και ολόκληρος ο πλανήτης, βρίσκονται πλέον στα
αρχικά στάδια της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης μετά την ύφεση της
δεκαετίας του ’30. Και η κρίση αυτή αποτελεί την ομολογία της
μεγαλύτερης αποτυχίας της ελεύθερης αγοράς μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καιρό τώρα, οι «επίσημοι» οικονομολόγοι μας έλεγαν ότι οι αγορές
αυτορυθμίζονται και αυτοδιορθώνονται. Η δοξασία αυτή έχει πλέον
ανατραπεί. Η κρίση αυτή υπέσκαψε τα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος,
οδήγησε σε κατάρρευση τα χρηματιστήρια και έχει ανοίξει το δρόμο για τη
μεγαλύτερη και βαθύτερη ύφεση μεταπολεμικά. Η σημερινή κρίση δεν είναι
μια τυπική κυκλική κρίση, από αυτές που εμφανίζονται γενικά στον
καπιταλισμό περίπου κάθε δέκα χρόνια, αλλά μια κρίση συστημική, μια
κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυτού δηλαδή που χρηματοδοτεί
την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το εμπόριο και τις επενδύσεις. Και
επίσης, ενώ τόσα χρόνια μας έλεγαν ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την
ελεύθερη αγορά, τώρα ισχυρίζονται ότι δεν γίνεται να σωθούμε χωρίς
κρατικές παρεμβάσεις και ρυθμίσεις στις αγορές.


Ο Καρλ Μαρξ εξήγησε το φαινόμενο των κρίσεων πριν από πολλά χρόνια,
τονίζοντας ότι οι κρίσεις στον καπιταλισμό δεν προέρχονται από έλλειψη
αγαθών ή από χαμηλές σοδειές, αλλά λόγω υπερπαραγωγής προϊόντων. Και
όταν μιλάμε για υπερπαραγωγή δεν εννοούμε ότι παράγονται περισσότερα
αγαθά απ’ όσα έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, αλλά ότι παράγονται περισσότερα
απ’ όσα μπορούν να πωληθούν επικερδώς. Αν τα προϊόντα δεν μπορούν να
πωληθούν επικερδώς, ανεξάρτητα αν αυτά είναι φυσικά προϊόντα ή
εγγυήσεις για δάνεια σαν αυτές που πουλούσαν οι επενδυτικές τράπεζες,
τότε δημιουργείται πρόβλημα και το σύστημα μπαίνει σε κρίση, καθώς οι
δανειοδοτήσεις και οι επενδύσεις μπλοκάρονται. Ως επακόλουθο οι εργάτες
απολύονται, τα εργοστάσια κλείνουν, οι τράπεζες πτωχεύουν και πάει
λέγοντας. Και η μόνη διέξοδος του καπιταλισμού είναι να περιορίσει το
εργατικό κόστος (περικοπές μισθών δηλαδή) και να υποτιμήσει το κεφάλαιο
σε μεγάλη κλίμακα, καθώς κάποιες επιχειρήσεις θα καταστραφούν και οι
καπιταλιστές, που θα επιβιώσουν, θα καταπιούν τις πιο αδύναμες
επιχειρήσεις για ένα κομμάτι ψωμί.


Ήδη έχει υπάρξει μια τεράστια καταστροφή κεφαλαίου. Τους
τελευταίους μήνες πάνω από 7 τρισ. δολάρια χάθηκαν από τα αμερικάνικα
χρηματιστήρια. Από αυτά, το 1,1 τρισεκατομμύρια εξαφανίστηκε μέσα σε
μια μέρα, στις 15 Οκτώβρη συγκεκριμένα. Μετά τα μέσα Οκτώβρη, 27 τρισ.
δολάρια έχουν διαγραφεί από τα χρηματιστήρια παγκοσμίως. Οι αξίες των
ακινήτων έχουν υποχωρήσει κατά 5 τρισ. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία κατά
2,5 τρισ. Και οι διαγραφές χρεών από τις τράπεζες βρίσκονται ανάμεσα
στα 600 με 700 δισ. δολάρια και αναμένεται να φτάσουν τα 1.4 τρισ.
Επίσης, μεγάλες εταιρίες, φαινομενικά ακλόνητες, έχουν εξαφανιστεί. Η
Lehman Brothers, με κεφαλαιακή αξία ανάμεσα στα 30 με 40 δισ. δολάρια,
κήρυξε πτώχευση και η ΑIG, της οποίας η κεφαλαιακή αξία υπολογιζόταν
μεταξύ 150 και 200 δισ. δολάρια μέχρι πριν λίγους μήνες, χρειάστηκε
κρατική επιδότηση ύψους 123 δισεκατομμύρια για να συνεχίσει τη
λειτουργία της. Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε μαζικό κύμα αδυναμίας
αποπληρωμής χρεών. Και οι τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα δεν εμπιστεύονται το ένα το άλλο, καθώς καμία τράπεζα δεν
γνωρίζει σε τι βαθμό είναι εκτεθειμένες οι υπόλοιπες. Έτσι, οι τράπεζες
δεν δανείζουν η μία την άλλη, κάτι που δημιουργεί κατάρρευση της
τραπεζικής πίστης και επηρεάζει το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.


Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε μια ακόμα πιο βαθιά ύφεση. Στις ΗΠΑ, τα
κέρδη, η κινητήριος δύναμη του συστήματος, βρίσκονται σε ελεύθερη
πτώση. Έφτασαν στο ανώτερο τους σημείο στο τρίτο τέταρτο του 2006 και
έχουν υποχωρήσει ήδη κατά 29%, χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τις διαγραφές
χρεών των τραπεζών. Στην αγορά ακινήτων, η υποχώρηση, που πυροδότησε
και τις εξελίξεις που παρακολουθούμε, συνεχίζεται. Οι τιμές των σπιτιών
έχουν πέσει κατά 23% σε εθνικό επίπεδο και βρίσκονται σε ακόμα
χαμηλότερο στην Καλιφόρνια, τη Νεβάδα και τη Φλόριδα.


Το ένα έκτο των ακινήτων έχει πλέον μικρότερη αξία από το δάνειο
που πήραν οι πολίτες για να το αποκτήσουν. Υπάρχουν 6 εκατομμύρια
απούλητα σπίτια και άλλα 4 εκατομμύρια αναμένεται να κατασχεθούν, και
όλα αυτά πολύ πριν η κρίση δείξει το χειρότερό της πρόσωπο. Η ανεργία
έχει φτάσει ήδη στο 6,1%, και οι αναλυτές εκτιμούν ότι μπορεί να φθάσει
στο 8 με 9% του χρόνου. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ύφεσης το
2001, το υψηλότερο ποσοστό που έφτασε η ανεργία ήταν 6,3%. Πέρυσι μόνο,
ο αριθμός των ανέργων ανέβηκε από τα 7,3 εκατομμύρια στα 9,5 εκατ. Το
Υπουργείο Εργασίας αναφέρει πως το ποσοστό της ανεργίας φτάνει το 11%,
αν συνυπολογίσουμε τα 5 εκατ. ανέργων που απογοητευμένοι σταμάτησαν να
αναζητούν εργασία, συν ένα κομμάτι των 6,1 εκατ. που δουλεύουν με
μερική απασχόληση, αν και θα ήθελαν πλήρη. Επίσης, οι πραγματικοί
μισθοί είχαν υποχωρήσει πριν ακόμα ξεκινήσει η ύφεση. Πέρυσι, οι
εβδομαδιαίες απολαβές των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 2,8%,
αλλά, αν λάβουμε υπόψη τον πληθωρισμό, στην πραγματικότητα έγινε μείωση
κατά 2,5%.


Και η πιστωτική κρίση μόλις έχει αρχίσει... Ακόμα και αν υποτεθεί ότι
τα τελευταία μέτρα των κυβερνήσεων Ευρώπης και Αμερικής –που αποφάσισαν
την τελευταία στιγμή να προχωρήσουν σε μερική κρατικοποίηση του
τραπεζικού συστήματος, διοχετεύοντας τρισεκατομμύρια στις τράπεζες–
είναι πετυχημένα, ο περιορισμός των δανειοδοτήσεων θα συνεχιστεί.


Οι κυβερνήσεις παρενέβησαν με σκοπό να παρέχουν τα απαραίτητα κεφάλαια
στις τράπεζες, ώστε αυτές να συνεχίσουν να λειτουργούν. Στις ΗΠΑ το
σχέδιο να επενδυθούν 250 δισ. δολάρια σε εννιά από τις μεγαλύτερες
τράπεζες της χώρας εκτόπισε το προηγούμενο σχέδιο που πρότεινε να
επενδυθούν 700 δισ. από τα χρήματα των φορολογούμενων, για να αγοραστεί
το τοξικό χρέος των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι τράπεζες
εξακολουθούν να έχουν στην κατοχή τους πάρα πολλά ενυπόθηκα και άλλης
μορφής δάνεια σε παραφουσκωμένες τιμές. Ακόμα και μετά τη διάσωση, θα
πρέπει να διαθέσουν αυτούς τους τίτλους για να μπορέσουν να
συγκεντρώσουν κεφάλαια. Επίσης, υποχρεώνονται να μειώσουν τη «μόχλευσή»
τους, δηλαδή υποχρεώνονται να αποπληρώσουν κάποια από τα χρέη τους και
να μην επαναλάβουν κάποιες από τις «επικίνδυνες» δανειοδοτήσεις που
προσέφεραν τα προηγούμενα χρόνια. Για να το καταλάβουμε αυτό καλύτερα,
ας σκεφτούμε ότι οι τράπεζες έδιναν δάνεια πολύ πάνω από το δεκαπλάσιο
της αξίας των κεφαλαίων που είχαν στην κατοχή τους, κάτι που έφτανε
μέχρι 30 και 40 φορές παραπάνω. Και στην Ευρώπη η «μόχλευση» ήταν ακόμα
υψηλότερη.


Θα υπάρξει λοιπόν μια παρατεταμένη περίοδος αναδόμησης του
τραπεζικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα υπάρχουν
λιγότερα λεφτά για
επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια, κάτι που θα επιδεινώσει την
κρίση, οδηγώντας και άλλες εταιρίες σε πτώχευση. Και συνεπακόλουθα, θα
έχουμε περισσότερες απολύσεις και μεγαλύτερη ανεργία.
Επίσης, η αναδόμηση του τραπεζικού συστήματος δεν είναι το μόνο
αξιοσημείωτο που θα συμβεί κατά τη διάρκεια της κρίσης. Θα υπάρξουν
ταυτόχρονα διαφόρων ειδών βιομηχανίες –τονίζουμε βιομηχανίες και όχι
απλά κάποιες εταιρίες– που θα φτάσουν στα όρια της πτώχευσης, όπως η
αυτοκινητοβιομηχανία, ο κατασκευαστικός κλάδος και η αερογραμμές. Όλες
αυτές θα αναδομηθούν μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων και μέσω της
πώλησης εταιριών σε εξευτελιστικές τιμές. Η μόνη διέξοδος του
καπιταλισμού, όπως σε κάθε κρίση έτσι και τώρα, θα είναι η μαζική
υποτίμηση του κεφαλαίου και η μείωση των μισθών, μέχρι το σημείο που η
κερδοφορία και οι επενδύσεις να αποκατασταθούν.

Μια διεθνής κρίση


Ταυτόχρονα, ο διεθνής χαρακτήρας της κρίσης τη βαθαίνει ακόμα
περισσότερο. Ήδη. Όλες οι ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες –Γερμανία,
Ιταλία, Βρετανία, Γαλλία και Ιαπωνία– βρίσκονται ήδη σε μεγαλύτερη
ύφεση από τις ΗΠΑ. Η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος στην Ευρώπη
είναι πιθανότατα χειρότερη απ’ ό,τι στην Αμερική, επειδή σε αρκετές
χώρες της Ευρώπης οι στεγαστικές φούσκες ήταν μεγαλύτερες απ’ ό,τι στις
ΗΠΑ και επίσης, όπως προαναφέρθηκε, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν
υψηλότερη «μόχλευση». Η κατάρρευση του μπουμ των εμπορευμάτων –οι τιμές
του πετρελαίου, του χαλκού, των σιτηρών και άλλων εμπορευμάτων έχουν
μειωθεί δραματικά μετά το καλοκαίρι του 2008– έχει βουλιάξει στο χάος
μια σειρά από αναδυόμενες αγορές. Στη Ρωσία το χρηματιστήριο
κατέρρευσε, βρισκόμενο μετά τα μέσα Οκτώβρη 60% κάτω από το υψηλότερό
του σημείο.

 

Τα νομίσματα μιας σειράς χωρών έχουν υποτιμηθεί. Η αξία του
βραζιλιάνικου νομίσματος έχει υποχωρήσει κατά 40% τους τελευταίους δύο
μήνες και του κορεάτικου νομίσματος κατά 50%. Ολόκληρες χώρες, από τις
οποίες η Ισλανδία είναι μόνο η πρώτη, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της
πτώχευσης. Ο δείκτης Baltic dry, που μετρά το κόστος των ναυτιλιακών
εμπορευμάτων, έχει πέσει κατά 80% από το σημείο στο οποίο βρισκόταν
λίγους μήνες πριν. Είναι μια ένδειξη της κατάρρευσης του παγκόσμιου
εμπορίου.


Αυτή θα είναι η πρώτη φορά μετά το 1973 όπου όλος ο πλανήτης θα
βρίσκεται ταυτόχρονα σε ύφεση. Επομένως η κρίση θα βαθύνει ακόμα
περισσότερο, καθώς θα είναι αδύνατον για οποιαδήποτε χώρα να βγει από
την κρίση, εξάγοντας προϊόντα σε κάποια άλλη.

Τα αίτια της κρίσης


Η κρίση αυτή έρχεται σαν αποτέλεσμα των αντιφάσεων του νεοφιλελεύθερου
μπουμ 25ετούς διάρκειας, το οποίο ξεκίνησε το 1982. Το μεταπολεμικό
μπουμ έληξε το 1973 και μεταξύ 1973 και 1982 υπήρξαν τρεις περίοδοι
ύφεσης στις ΗΠΑ. Η αναδόμηση που εξελίχθηκε στις ΗΠΑ και σε μικρότερο
βαθμό διεθνώς, με την εισαγωγή του νεοφιλελευθερισμού και της ελεύθερης
αγοράς, οδήγησε στο 25ετές μπουμ. Και είναι αυτές οι αντιφάσεις των
νεοφιλελεύθερων μέτρων που προκάλεσαν αυτή την κρίση.
Η πρώτη σημαντική αντίφαση ήταν η δημιουργία μιας τεράστιας πιστωτικής
φούσκας. Η αύξηση του χρέους, κατά την περίοδο των κυβερνήσεων Κλίντον
και Μπους, τρίκλιζε. Στην περίοδο 1997-2007 το χρέος στις πιστωτικές
αγορές υπερτετραπλασιάστηκε, φτάνοντας από τα 11 τρισ. δολάρια στα 48
τρισ., ξεπερνώντας κατά πολύ τους ρυθμούς ανάπτυξης.

 

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη Wall Street Journal, μετά το 1983 το χρέος
αυξανόταν με ρυθμό 8.95% ετησίως, ενώ το ΑΕΠ αυξανόταν μόλις κατά 5.9%.
Το δημόσιο χρέος έφτασε σε ασύλληπτα μεγέθη που δεν ήταν δυνατόν να
διατηρηθούν, κάτι που πρωτοέγινε αντιληπτό με την Ασιατική πιστωτική
κρίση του 1997-1998. Αν και μια σειρά από παράγοντες έπαιξαν ρόλο στη
δημιουργία αυτής της πιστωτικής φούσκας, ο κυριότερος ήταν η εφαρμογή
των μονεταριστικών πολιτικών για την αντιμετώπιση των οικονομικών
προβλημάτων. Όταν η Ασιατική κρίση έκανε την εμφάνιση της, οι ΗΠΑ
διοχέτευσαν τόνους ρευστού στο τραπεζικό σύστημα και μείωσαν δραματικά
τα επιτόκια, παρά το γεγονός ότι η χώρα βρισκόταν ακόμα σε μπουμ. Αυτό
οδήγησε στη φούσκα των εταιριών dot-com –τον έντονο πληθωρισμό των
τεχνολογικών μετοχών– η οποία έσκασε το 2000.


Η δεύτερη αντίφαση ήταν ότι οι ΗΠΑ έγιναν ο «αγοραστής έκτακτης
ανάγκης», καθιερώνοντας ένα σύστημα εμπορικών συναλλαγών με την Ασία,
σύμφωνα με το οποίο οι ασιατικές χώρες εξήγαγαν στις ΗΠΑ και οι
Αμερικάνοι κατανάλωναν μέσω δανεισμού. Το αμερικάνικο ισοζύγιο πληρωμών
ανέβηκε στα 700-800 δισ. δολάρια από τα 200 δισ. Και όλο αυτό έγινε με
δανεικά. Η αμερικάνικη κυβέρνηση επί Κλίντον είχε πλεονασματικό
προϋπολογισμό. Αλλά επί Μπους, με τις περικοπές φόρων και τις πολεμικές
δαπάνες, αυτό εξαφανίστηκε, φτάνοντας από πλεόνασμα 250 δισ. δολαρίων
το 2000 σε έλλειμμα 300 δισ. το 2003. Η οικονομία τονώθηκε, αλλά οι ΗΠΑ
ήταν πλέον εξαρτημένες από ξένα κεφάλαια, καθώς ο ρυθμός αποταμίευσης
έπεφτε σταθερά και έγινε αρνητικός τα τελευταία χρόνια του μπουμ. Τα
ξένα κεφάλαια, που χρηματοδοτούσαν το δανεισμό, προέρχονταν από την
Κίνα, την Ιαπωνία και τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Και όταν η φούσκα
dot-com έσκασε το 2001 και υπήρξε ύφεση, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής
Αμερικανικής Τράπεζας (Fed), Άλαν Γκρίνσπαν, μείωσε τα επιτόκια σε
επίπεδα μεταξύ 1-2% για τρία χρόνια. Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω
ήταν άγριος πληθωρισμός, κυρίως στις τιμές των σπιτιών.


Ένας σημαντικός παράγοντας, που συνέβαλε στην έκρηξη του χρέους, ήταν η
τρομακτική αύξηση στις εισοδηματικές ανισότητες. Το νεοφιλελεύθερο
μπουμ ήταν αποτέλεσμα μιας μεγάλης αλλαγής στο συσχετισμό δυνάμεων
ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, κατά την οποία το ποσοστό εκμετάλλευσης
αυξήθηκε, οι πραγματικοί μισθοί συμπιέστηκαν και σχεδόν όλος ο πλούτος,
που παραγόταν, πήγαινε στο κεφάλαιο. Το παρακάτω μέγεθος είναι
ενδεικτικό. Το 1973, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερή αξία ήταν 20
χιλιάδες δολάρια ετησίως. Το 2006 έφτασε να είναι 38 χιλ., μια αύξηση
δηλαδή μεγαλύτερη του 90%. Οι μισθοί παρ’ όλα αυτά μειώθηκαν στη
διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι πραγματικοί μισθοί το 1973 ήταν 330
δολάρια τη βδομάδα. Και το 2007 ήταν 279 δολάρια τη βδομάδα. Μειώθηκαν
δηλαδή κατά 15%!


Αυτή η μεταφορά πλούτου από τη εργατική τάξη στους καπιταλιστές
δημιούργησε μια τεράστια ποσότητα κεφαλαίου, που μπορούσε δυνητικά να
επενδυθεί. Αλλά στον τελευταίο εμπορικό κύκλο, το κεφάλαιο δεν μπορούσε
να βρει αρκετά κερδοφόρες επενδύσεις εγχώρια. Δεν υπήρχε διευρυμένη
αναπαραγωγή, ούτε συσσώρευση κεφαλαίου στις ΗΠΑ από το 2000 και έπειτα.
Σε αυτό τον εμπορικό κύκλο, υπήρχαν λιγότερα εργοστάσια στην αρχή της
κρίσης πριν ένα χρόνο, απ’ όσα υπήρχαν το 1999. Αυτό συνέβη, επειδή οι
καπιταλιστές, αντί να επενδύουν σε νέες τεχνολογίες, νέες εγκαταστάσεις
και εξοπλισμό, επένδυαν τα χρήματά τους σε χρηματαγορές ανά τον κόσμο.
Εγχώρια, οι επενδύσεις πήγαιναν στους πιο προσοδοφόρους κλάδους –αγορές
ακινήτων, κατασκευές και χρηματοοικονομικά. «Το 1983, οι τράπεζες, τα
μεσιτικά γραφεία και άλλες χρηματιστικές επιχειρήσεις συνέβαλαν στην
εγχώρια επιχειρηματική κερδοφορία κατά 15,8%. Το ποσοστό πλέον είναι
διπλάσιο!», γράφει ο James Grant στις 18/10 στη Wall Street Journal.


Αυτές οι επενδύσεις μεγέθυναν τη στεγαστική και πιστωτική φούσκα.
Μεταξύ του 2000 και του 2005, οι τιμές των σπιτιών αυξήθηκαν πάνω από
50% και υπήρξε πανικός στις κατασκευές σπιτιών. Οι τράπεζες και άλλα
χρηματιστικά ιδρύματα μοίραζαν αφειδώς ενυπόθηκα δάνεια, φτιάχνοντας
μια τεράστια αγορά για αυτά τα προϊόντα, τα οποία ήταν δάνεια με
κυμαινόμενο επιτόκιο για δανειζόμενους με χαμηλή πιστοληπτική
ικανότητα. Υπήρξε επίσης μεγάλη αύξηση στη στεγαστική κερδοσκοπία,
καθώς διάφοροι μικροεπενδυτές αγόραζαν δύο και τρία σπίτια, ελπίζοντας
ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν και ότι θα μπορέσουν να
ξαναπουλήσουν αυτά τα σπίτια επικερδώς. Η Merrill Lynch εκτίμησε ότι
στο πρώτο 6μηνο του 2005, πάνω από τη μισή οικονομική ανάπτυξη
προερχόταν από το μπουμ στον οικιστικό τομέα.


Ταυτόχρονα, οι εργάτες προσπαθούσαν να διατηρήσουν το βιοτικό τους
επίπεδο παρά τη μείωση των πραγματικών μισθών. Στις δεκαετίες του ’80
και του ’90 δούλευαν περισσότερες ώρες, έκαναν δύο δουλειές και
αυξήθηκε ο αριθμός των μελών της οικογένειας που εργάζονταν. Όλα αυτά
μπορούσαν να στηρίξουν κάπως το οικογενειακό εισόδημα. Ακόμα κι έτσι
όμως, το οικογενειακό εισόδημα μειώθηκε από το 1998 και έπειτα, κατά τη
διάρκεια του μπουμ. Ο μόνος τρόπος τελικά να διατηρηθεί το βιοτικό
επίπεδο, ενώ οι πραγματικοί μισθοί έπεφταν, ήταν να δανειστούν
βασιζόμενοι στην αυξανόμενη αξία των σπιτιών, βάζοντας τα τελευταία
υποθήκη. Στην περίοδο του τελευταίου μπουμ, οι ιδιοκτήτες σπιτιών
έβγαλαν 5 τρισ. από την αξία τους –9 τρισ. από το 1997– τροφοδοτώντας
μια όλο και πιο ασταθή δανειακή δομή, η οποία τελικά έσκασε, όταν οι
υπεραυξημένες τιμές των σπιτιών μειώθηκαν. Ο τρίτος παράγοντας, που
οδήγησε στην πιστωτική φούσκα, ήταν η απορύθμιση του τραπεζικού
συστήματος και η εμφάνιση ενός άλλου, σκιώδους συστήματος. Το σκιώδες
τραπεζικό σύστημα έγινε μεγαλύτερο από τις ρυθμισμένες, ασφαλισμένες
τράπεζες, οι οποίες μέσω του σκιώδους συστήματος μπορούσαν να διατηρούν
δάνεια και επενδύσεις όλων των ειδών έξω από τα βιβλία τους, όπως για
παράδειγμα έκανε η Enron.


Χάρη στο σκιώδες σύστημα, οι τράπεζες δεν χρειαζόταν να διατηρούν
επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα. Ως αποτέλεσμα, μπορούσαν να δανείζονται
τριάντα, σαράντα ή και πενήντα φορές πάνω από την αξία του κεφαλαίου
τους και να επενδύουν σε διάφορα «εξωτικά» πιστωτικά προϊόντα, όπως τα
CDOs, τα CDSs και διάφορα άλλα, τα οποία πρακτικά φτιάχνονταν
δημιουργώντας ξανά και ξανά νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, που
στηρίζονταν στα ενυπόθηκα δάνεια. Όλα αυτά ενώνονταν και τεμαχίζονταν,
δημιουργώντας επενδυτικά εργαλεία με γερές δόσεις «τοξικότητας». Για
παράδειγμα, δημιουργήθηκαν δάνεια τύπου subrime αξίας 900 δισ.
δολαρίων.


Το απορυθμισμένο τραπεζικό σύστημα παρείχε μεγάλο μέρος των πιστώσεων,
που δημιούργησαν τον πληθωρισμό στα ακίνητα, και ενεργοποίησε τα νέα
χρηματοπιστωτικά εργαλεία, τα οποία οδήγησαν σε μια κερδοσκοπική μανία
που ανέβαζε διαρκώς τις τιμές. Την ίδια στιγμή, τα εργαλεία αυτά ήταν
τόσο σύνθετα που κανείς δεν ήξερε πραγματικά ποια ήταν η αξία τους.
Αρχικά τα κέρδη ήταν τεράστια για τις τράπεζες. Το ανατροφοδοτούμενο
παραλήρημα αύξησε τις τιμές, δημιούργησε ένα περιβάλλον στο οποίο όλοι
ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν και τελικά προετοίμασε το έδαφος για την
αναπόφευκτη κατάρρευση. Όλος αυτός ο πύργος από τραπουλόχαρτα άρχισε να
γκρεμίζεται, μόλις η αγορά κατοικιών άρχισε να υποχωρεί.

Το εμπορικό σύστημα που στηρίζεται στις πιστώσεις τελείωσε


Το εμπορικό σύστημα, που προέκυψε από την Ασιατική κρίση του 1998, ήταν
από την αρχή ασταθές. Το αξιοσημείωτο είναι ότι διατηρήθηκε για τόσο
μεγάλο διάστημα. Η παρούσα κρίση πάντως αποκλείει τη συνέχισή του. Οι
ΗΠΑ δημιούργησαν ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα που χρηματοδοτούνταν
μέσω ξένου δανεισμού δολαρίων, που αποτελούσαν το παγκόσμιο αποθεματικό
νόμισμα. Αν το δολάριο δεν είχε αυτό το ρόλο, θα ήταν αδύνατο να
διατηρηθεί ένα τέτοιο εμπορικό έλλειμμα για τόσο μεγάλο διάστημα.
Πλέον, καθώς όλος ο κόσμος βρίσκεται σε ύφεση, οι ΗΠΑ θα έχουν όλο και
μεγαλύτερα ελλείμματα στον προϋπολογισμό τους. Τα ελλείμματα αυτά θα
μεγαλώσουν επίσης από τις αυξημένες πολεμικές δαπάνες, οι οποίες από
300 δισ. δολάρια ετησίως το 2000 πήγαν στα 800 δισ. δολάρια εδώ και ένα
χρόνο, συνυπολογίζοντας το κόστος τροφοδοσίας για τους πολέμους στο
Ιράκ και το Αφγανιστάν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, θα εφαρμοστεί
και το φοβερά δαπανηρό σχέδιο διάσωσης των τραπεζών. Όλα αυτά σημαίνουν
ότι, κατά πάσα πιθανότητα, τα ελλείμματα θα είναι της τάξης των τριών
τετάρτων του τρισεκατομμυρίου, αν όχι περισσότερο, τα επόμενα χρόνια!


Από πού θα προέλθουν όλα αυτά τα χρήματα; Στην παρούσα φάση δεν
υπάρχουν καθόλου αποταμιεύσεις στη χώρα, αν και αυτό πιθανόν να αλλάξει
και μάλιστα δραματικά. Αλλά είναι εντελώς απίθανο η Κίνα, η Ιαπωνία και
οι λοιπές χώρες να είναι διατεθειμένες να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν
ένα αμερικάνικο εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 700-800 δισ. το χρόνο,
τη στιγμή που το αμερικάνικο χρέος από 5 τρισ., που ήταν όταν
πρωτοεκλέχθηκε ο Μπους, έφτασε στα 11 τρισ. σήμερα. Φαίνεται αδύνατο οι
Κινέζοι και οι άλλοι να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν αυτό το χρέος –αν
και οι Αμερικάνικοι κρατικοί τίτλοι εξακολουθούν να είναι ασφαλείς.
Αυτό συμπεραίνεται, επειδή το κινεζικό εμπορικό πλεόνασμα θα
περιοριστεί σημαντικά λόγω της παγκόσμιας ύφεσης.


Οι Κινέζοι καταναλώνουν μόλις το 35% της παραγωγής τους. Το
υπόλοιπο προορίζεται είτε για επανεπένδυση είτε για εξαγωγές. Η
κινέζικη οικονομία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό εκμετάλλευσης στο
βιομηχανικό κόσμο. Όμως η ζήτηση για τα εξαγωγικά τους προϊόντα θα
περιοριστεί –ήδη έχει αρχίσει να υποχωρεί. Γι’ αυτό το λόγο, όσο και αν
θα το ήθελαν, δεν μπορούν να συνεχίσουν να δανείζουν τις ΗΠΑ, ειδικά
όταν τα αμερικάνικα επιτόκια είναι χαμηλά. Οι ΗΠΑ λοιπόν δεν μπορούν να
έχουν ταυτόχρονα τεράστια ελλείμματα και στο εμπορικό ισοζύγιο και στον
προϋπολογισμό, ελπίζοντας ότι θα τα συντηρήσουν μέσω ξένου δανεισμού.
Το σύστημα πρέπει να αναδομηθεί. Ταυτόχρονα, είναι πιθανό οι ΗΠΑ να
εξαρτηθούν περισσότερο από τις άμεσες ξένες επενδύσεις χωρών όπως η
Ιαπωνία και η Κίνα που, όπως προαναφέρθηκε, έχουν βρεθεί με τεράστια
χρηματικά αποθέματα. Αυτό εννοούμε λοιπόν, όταν λέμε πως δεν πρόκειται
για μια τυπική κυκλική κρίση του καπιταλισμού. Όλες οι αντιφάσεις του
νεοφιλελεύθερου μπουμ έχουν ξεσπάσει και πλέον τα κομμάτια πρέπει με
κάποιο τρόπο να επανενωθούν.

Κρατική παρέμβαση


Πολλοί από τη Δεξιά ισχυρίζονται ότι οι κρατικές παρεμβάσεις συνιστούν
«σοσιαλισμό». Ακόμα και ο Υπουργός Οικονομίας Χένρι Πόλσον, αφού
συμφώνησε να εφαρμόσει το βρετανικής έμπνευσης σχέδιο διάσωσης των
τραπεζών (που προβλέπει να επενδυθεί απευθείας κεφάλαιο στις τράπεζες
αντί απλώς να αγοράσει το Δημόσιο το τοξικό χρέος των τελευταίων),
δήλωσε πως «το να αποκτά η κυβέρνηση τμήματα οποιασδήποτε αμερικάνικης
επιχείρησης δεν βρίσκει σύμφωνους τους περισσότερους Αμερικανούς – και
μεταξύ τους και εμένα». Προφανώς ο Πόλσον, ζώντας στο μαγικό κόσμο των
τραπεζιτών και των κερδοσκόπων, δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει καλά
τις δημοσκοπήσεις, που δείχνουν καθαρά ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών
ζητά να τους εξασφαλίζει το κράτος ιατρική περίθαλψη και καλύτερες
κοινωνικές υπηρεσίες.


Για όλους τους θιασώτες της ελεύθερης αγοράς, που φοβούνται ότι το
σχέδιο διάσωσης αποτελεί μια μορφή μασκαρεμένου σοσιαλισμού, τα λόγια
ενός συντάκτη των Financial Times είναι αρκετά διδακτικά:
«Μήπως αυτό το σχέδιο διάσωσης σημαίνει το τέλος του
ιδιωτικοοικονομικού καπιταλισμού; Φυσικά και όχι! Αν και το μέγεθος της
κρίσης επιβάλλει έκτακτες λύσεις, δεν συναντάμε τίποτε άλλο από την
τελευταία κρίση σε μια μακριά σειρά τραπεζικών κρίσεων και δημόσιων
επεμβάσεων. Οι κρατικές τράπεζες πιθανότατα θα είναι πραγματικότητα σε
μια σειρά από χώρες μέσα στην επόμενη δεκαετία. Στην επόμενη μεγάλη
οικονομική κρίση –και να είστε βέβαιοι πως θα υπάρξει και επόμενη– οι
διασώσεις τραπεζών μέσω εξαγορών θα είναι μάλλον απλώς το πρώτο βήμα
παρά λύση έκτακτης ανάγκης. Αλλά τα τμήματα των τραπεζών, που θα
κρατικοποιηθούν, θα ξαναπουληθούν αργά ή γρήγορα στους ιδιώτες. Οι
κυβερνήσεις δεν μπορούν παρά να προχωρούν σε ρυθμίσεις για να αποφύγουν
επόμενες κρίσεις. Τα σχέδια αυτά όμως θα αποτύχουν και θα αναγκαστούν
ξανά να μαζέψουν τα σπασμένα. Είναι αναπόφευκτο!


Ο μοντέρνος καπιταλισμός χρειάζεται τράπεζες που να λειτουργούν καλά.
Οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες χρειάζονται ρευστότητα και
αποτελεσματικούς τρόπους μετατροπής των αποταμιεύσεών τους σε
αποδοτικές επενδύσεις. Αλλά οι τράπεζες εκτελούν αυτή τη λειτουργία
ρισκάροντας. Αυτός είναι ο λόγος ύπαρξής τους και ακριβώς γι’ αυτό το
λόγο είναι εκ φύσεως ασταθείς. Τείνουν να υπερεπεκτείνουν τις
δραστηριότητές τους τις καλές μέρες και να είναι διστακτικές τις
άσχημες, μεγεθύνοντας τόσο τις ανόδους όσο και τις πτώσεις…


Οι κυβερνήσεις λοιπόν δεν θυσιάζουν τον καπιταλισμό για χάρη της
ευγενέστερης λειτουργίας του κράτους. Απλά χρησιμοποιούν το κράτος για
να καταπολεμήσουν τον πιο επικίνδυνο εχθρό της ελεύθερης αγοράς: τη
γενικευμένη ύφεση. Και πολύ καλά κάνουν!»
Η ανάλυση αυτή φτάνει ως το σημείο να παραδέχεται ότι ο κύκλος
ανάπτυξης-κρίσης είναι ενδημικό φαινόμενο του καπιταλισμού και ότι η
τραπεζική πίστη ναι μεν τονώνει τα οικονομικά μπουμ, αλλά επίσης
βαθαίνει τις κρίσεις ακόμα περισσότερο. Το κλασικό ιδεολόγημα TINA
(There Is No Alternative – Δεν υπάρχει εναλλακτική στην ελεύθερη αγορά)
έχει πλέον μετατραπεί σε: Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από τις κρατικές
παρεμβάσεις, προκειμένου να σωθεί ο καπιταλισμός από την τάση του να
μπαίνει σε κρίση.


Ας είμαστε όσο πιο συγκεκριμένοι γίνεται. Οι κρατικές παρεμβάσεις,
για να σωθεί ο καπιταλισμός από τις αντιφάσεις του, δεν έχουν καμία
σχέση με το σοσιαλισμό. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι μια καπιταλιστική
κυβέρνηση, στελεχωμένη με πολιτικούς εκπροσώπους των καπιταλιστών, τόσο
από το Δημοκρατικό όσο και από το Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα. Ο Πόλσον, για
παράδειγμα, ήταν βασικό στέλεχος της Goldman Sachs. Η κυβέρνηση
σκέφτεται με τον τρόπο που σκέφτονται οι καπιταλιστές: υπερασπίζεται τα
συμφέροντά τους και φορά τις ίδιες παρωπίδες. Η κυβέρνηση ήταν αυτή που
απορύθμισε το τραπεζικό σύστημα, συγκεκριμένα υπό την ηγεσία του Alan
Greenspan (προέδρου της Fed από το 1987 ως το 2006), του Robert Roubin
(υπουργού οικονομίας επί Κλίντον) και του Lawrence Summers (υπουργού
οικονομίας τον τελευταίο ενάμισι χρόνο της κυβέρνησης Κλίντον). Όλοι
αυτοί απορύθμισαν τις τράπεζες και υπεραμύνθηκαν της ανάπτυξης του
απορυθμισμένου εμπορικού-πιστωτικού συστήματος. Ήταν η κυβέρνηση και οι
πολιτικές της που έριξαν λάδι στη φωτιά της οικονομικής κρίσης. Ηγήθηκε
της διαδικασίας αναδιανομής του πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο,
παρείχε τεράστιες φοροαπαλλαγές στους πλούσιους και ενθάρρυνε το φτηνό
δανεισμό και την κατανάλωση μέσω αυτού. Η αμερικανική κυβέρνηση λοιπόν
είναι εξίσου υπεύθυνη με τους τραπεζίτες γι’ αυτή την κρίση.

 

Επιπλέον, η αντίδραση της κυβέρνησης στη χρηματοοικονιμική κατάρρευση
ως τα μέσα Οκτώβρη ήταν εντελώς ανεπαρκής. Η κρίση εξελίσσεται δύο
χρόνια τώρα και η κυβέρνηση αρνούνταν για μήνες να αναγνωρίσει το
μέγεθος του προβλήματος, παίρνοντας αστεία μέτρα, με μεγάλη
καθυστέρηση. Έχουν υπάρξει πέντε διαφορετικές απόπειρες διάσωσης,
μεταξύ αυτών η μείωση των επιτοκίων, η φτηνή χρηματοδότηση των τραπεζών
και η εθνικοποίηση της Fannie Mae και της Freddie Mac. Ο Πόλσον έπειτα
άφησε την Lehman Brothers να πτωχεύσει, μια κίνηση που πυροδότησε ένα
βαθύτερο χρηματοοικονομικό πανικό. Ακολούθησε η διάσωση της AIG και
έτσι οδηγηθήκαμε στο σχέδιο διάσωσης του Πόλσον αξίας 700 δισ., που
προέβλεπε την αγορά των τοξικών στοιχείων των τραπεζών. Και τώρα
βλέπουμε την έκτη απόπειρα να σταθεροποιηθεί το χρηματοοικονομικό
σύστημα, με την απόφαση στα μέσα Οκτώβρη να ενισχυθεί το κεφάλαιο των
τραπεζών και να εθνικοποιηθούν αυτές μερικώς, κάτι που συμφωνεί και με
τις ανάλογες ενέργειες του Βρετανού πρωθυπουργού Γκόρτον Μπράουν.
Τελικά, ίσως αυτό να είναι και το σχέδιο που θα ξεμπλοκάρει τον
τραπεζικό δανεισμό.


Στις απόπειρές τους να βγουν από την κρίση, τα κυβερνητικά στελέχη
εκτίμησαν ότι το πρόβλημα των τραπεζών είναι πρόβλημα ρευστότητας και
όχι αφερεγγυότητας. Συγκεκριμένα, θεώρησαν ότι, αν πρόσφεραν χρήματα
στις τράπεζες, αυτές θα άρχιζαν να δανείζουν. Αλλά οι τράπεζες
αρνήθηκαν να δανείσουν η μια την άλλη, καθώς γνώριζαν ότι όλες ήταν
εξίσου εκτεθειμένες σε τοξικά στοιχεία και άρα, αν δάνειζαν, υπήρχε
κίνδυνος να μην επιστραφούν τα χρήματά τους. Υπάρχει λοιπόν πρόβλημα
εμπιστοσύνης: η κάθε τράπεζα φοβάται ότι οι άλλες ίσως να απειλούνται
με χρεοκοπία και επομένως δεν δίνουν δάνεια. Η διστακτικότητα να πάρουν
ρίσκα έφτασε στο αποκορύφωμά της, όταν άφησαν τη Lehman Brothers να
χρεοκοπήσει στα μέσα του Σεπτέμβρη. Αυτό ήταν που οδήγησε στην
κατάρρευση της τραπεζικής πίστης από τα τέλη Σεπτεμβρίου ως τα μέσα
Οκτώβρη και γονάτισε τις αγορές παγκοσμίως.


Το άλλο πρόβλημα με τους πολιτικούς της Ουάσιγκτον είναι ότι δεν
βοήθησαν καθόλου στη στεγαστική κρίση. Όταν η Bear Sterns κήρυξε
πτώχευση το Μάρτιο, ο φιλελεύθερος –και βραβευμένος με Νόμπελ
οικονομίας πλέον– οικονομολόγος Πολ Κρούγκμεν έγραψε ένα άρθρο στους
New «York Times» στο οποίο, ενώ επιχειρηματολογούσε υπέρ της στήριξης
των τραπεζών, απέτρεπε την κυβέρνηση να παρέμβει στην αγορά στέγης, με
το σκεπτικό ότι η τελευταία είναι υπερπληθωρισμένη. Αυτή την πολιτική
εφάρμοσε και η κυβέρνηση και αυτός είναι ο λόγος που δεν κάνει τίποτα
για τις κατασχέσεις. Ωστόσο, ο αποπληθωρισμός των τιμών των σπιτιών
ήταν που βύθισε στην κρίση τις ασφαλίσεις των επενδυτικών τραπεζών και
τα υπόλοιπα σχετικά δάνεια. Γι’ αυτό το λόγο έχουν γίνει αφερέγγυες οι
τράπεζες. Στην ουσία η κυβέρνηση προσπαθεί να σώσει τους κατόχους του
τοξικού χρέους, επιτρέποντας ταυτόχρονα στα πραγματικά αίτια του χρέους
αυτού να εντείνουν κι άλλο το πρόβλημα!


Η κυβέρνηση αρνούνταν για μήνες να ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες.
Αντίθετα, προσφερόταν να πάρει κάποια από τα τοξικά στοιχεία των
τραπεζών σε παραφουσκωμένες τιμές, για να αποκτήσουν έτσι κάποια
κεφάλαια. Η επιλογή αυτή είναι εντελώς λανθασμένη και δεν πρόκειται να
αποκαταστήσει τη διαδικασία των δανειοδοτήσεων. Ο λόγος είναι ότι οι
τράπεζες, όταν έχουν κεφάλαια, μπορούν να δανείσουν μέχρι και δέκα
φορές το ύψος τους. Το να αφαιρέσεις κάποια τοξικά στοιχεία από τα
λογιστικά τους βιβλία δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα
κανείς δεν είχε καταλάβει πού αποσκοπούσε το σχέδιο του Πόλσον και
επίσης ο ίδιος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας πει την αλήθεια. Ο Βρετανός
πρωθυπουργός Μπράουν το απέρριψε ως άχρηστο. Ο Πόλσον αποδέχτηκε το
σχέδιο της μερικής κρατικοποίησης των τραπεζών μόνο όταν το εφάρμοσε
αρχικά η Βρετανία και έπειτα και η υπόλοιπη Ευρώπη.


Φαίνεται καθαρά πως ο Πόλσον έχει πολύ μεγάλη ευθύνη για το πόσο
βαθιά είναι η κρίση. Σε κανονικές συνθήκες θα τον είχαν «αδειάσει» προ
πολλού. Αλλά υπάρχει μεγάλο πολιτικό κενό στη χώρα. Η κυβέρνηση Μπους
δεν έκανε απολύτως τίποτα, οι ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο ζουν ακόμα
στο 19ο αιώνα και οι δημοκρατικοί φοβούνται να κάνουν το παραμικρό που
θα μπορούσε να ρισκάρει τη νίκη τους στις εκλογές.[1] Κανείς λοιπόν δεν
κάνει τίποτα. Αυτοί που καλύπτουν το κενό είναι ο Πόλσον και ο Μπεν,
νυν πρόεδρος της Fed, και ο Πόλσον ήταν αυτός που εκτελούσε την
οικονομική πολιτική.


Ο Μπερνάνκι ισχυρίζεται τώρα ότι ήταν ανέκαθεν υπέρ της
ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Όμως ο Μπους και ο Πόλσον είχαν
προβάλει βέτο, με το σκεπτικό ότι η ανακεφαλαιοποίηση σημαίνει μερική
εθνικοποίηση των τραπεζών. Με απλά λόγια, δεν ήθελαν η κυβέρνηση να
κατέχει μετοχές των τραπεζών. Ο Πόλσον έλεγε στην τραπεζική επιτροπή
της γερουσίας: «Κάποιοι λένε πως πρέπει απλά να πάμε και να ρίξουμε
κεφάλαια στις τράπεζες, να πάρουμε προνομιακές μετοχές… Αλλά εμείς
είπαμε σε όλους αυτούς ότι το σωστό είναι να χρησιμοποιήσουμε τους
μηχανισμούς της αγοράς». Το συμπέρασμα είναι ότι πλέον δεν λέει ακριβώς
τα ίδια…

 

Το σχέδιο Πόλσον για μερική εθνικοποίηση είναι ότι η κυβέρνηση δίνει
χρήματα στις τράπεζες, χωρίς να έχει κανέναν έλεγχο στο πώς αυτές θα
αξιοποιήσουν αυτά τα χρήματα. Οι τράπεζες έχουν πλήρη ελευθερία
κινήσεων, καθώς το κράτος αγοράζει προνομιακές μετοχές, οι οποίες δεν
δίνουν δικαίωμα ψήφου στις συνελεύσεις των μετόχων. Πρόκειται λοιπόν
για δημόσια ιδιοκτησία χωρίς δημόσιο έλεγχο! Το σχέδιο θέτει απλά
κάποιους αστείους κανονισμούς, οι οποίοι ζητούν από τις τράπεζες, που
θα συμμετάσχουν, «να αποθαρρύνουν μη αναγκαία και υπερβολικά ρίσκα που
πιθανά να απειλήσουν την αξία του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος». Με λίγα
λόγια, ζητάμε από τις ίδιες τράπεζες, που με τις απορυθμισμένες
επενδύσεις τους μας έφεραν στο χείλος του γκρεμού, να αυτορυθμιστούν!!!
Και δεν υπάρχει κανείς να τις εμποδίσει να δώσουν τα χρήματα, που
πήραν, στους μετόχους και τα στελέχη τους, αντί να προχωρήσουν σε
δανειοδοτήσεις. Γιατί το σχέδιο δεν τους βάζει τέτοιες υποχρεώσεις. Οι
τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες να επαναδιαπραγματευτούν τους όρους των
ενυπόθηκων δανείων με τους οφειλέτες –ακόμα και όταν ένας στους έξι
ιδιοκτητες σπιτιών χρωστούν περισσότερα απ’ ό,τι αξίζει το σπίτι τους.


Αν κάποιος χρειάζεται κι άλλες αποδείξεις για την άρνηση της
κυβέρνησης να παρέμβει ουσιαστικά στις τράπεζες, μπορεί να δει τον
ασφαλιστικό γίγαντα AIG, που κρατικοποιήθηκε κατά 80%, καθώς ασκεί
πιέσεις στο κογκρέσο να διαγράψει κάποιες νέες ρυθμίσεις όσον αφορά την
εποπτεία στα ενυπόθηκα δάνεια.


Η κυβέρνηση λοιπόν λειτούργησε με τις ίδιες παρωπίδες που φορούν οι
πιο πλούσιοι καπιταλιστές, αφού ήταν ξεκάθαρο για περισσότερο από ένα
χρόνο ότι βουλιάζουμε σε μια τεράστια οικονομική κρίση, τη μεγαλύτερη
από τη δεκαετία του ’30. Ακόμα και τώρα λειτουργούν με τρόπο που κάνει
το πρόβλημα διαρκώς μεγαλύτερο.

Τα όρια της κρατικής παρέμβασης


Μπορεί η κρίση να είναι παγκόσμια, δεν υπάρχει όμως κάποια παγκόσμια
κυβέρνηση για να κάνει μια συντονισμένη προσπάθεια αντιμετώπισης του
ζητήματος. Δεν υπάρχει ούτε κάποια ενιαία βούληση για να προστατέψει
όλες τις τράπεζες παγκοσμίως. Κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να σώσει τις
δικές τις τράπεζες. Βρισκόμαστε όμως σε ένα σημείο που όλες οι
κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να δράσουν και το μέγεθος της κρίσης τις
υποχρεώνει να κινηθούν με παρόμοιο τρόπο. Εκτιμάται πως στις ΗΠΑ έχουν
δεσμευτεί 4-6 τρισ. από τα δολάρια των φορολογούμενων για τα σχέδια
διάσωσης, ενώ στην Ευρώπη έχουν δεσμευτεί 2,3 τρισ. Παρ’ όλα αυτά δεν
μιλάμε για συνεργασία, αλλά για απόπειρες του κάθε κράτους να μη μείνει
πίσω από τους εθνικούς του αντιπάλους. Όλοι καταλαβαίνουν ως ένα σημείο
τι έγινε τη δεκαετία του ’30. Η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης
εξελίχθηκε σε παγκόσμια ύφεση, όταν το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα
κατέρρευσε και κάθε χώρα προσπάθησε να βγει από την κρίση, εφαρμόζοντας
πολιτικές που φόρτωναν τα βάρη στις υπόλοιπες χώρες. Η στάση αυτή
χειροτέρευσε κι άλλο το παγκόσμιο εμπόριο και έκανε την κρίση ακόμα πιο
βαθιά. Και σήμερα όμως οι επιλογές των κρατών είναι περιορισμένες, λόγω
του ανταγωνισμού που έχουν τα τελευταία μεταξύ τους. Κάθε χώρα ελέγχει
ένα μικρό κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας. Η κρατική παρέμβαση μπορεί
λοιπόν να μετριάσει τα αποτελέσματα της κρίσης, αλλά δεν μπορεί να
αποτρέψει την ύφεση.


Μέχρι τώρα, η μόνη χώρα που θα μπορούσε να διαμορφώσει μια συνδυασμένη
διεθνή πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης ήταν οι ΗΠΑ, αλλά δεν έπαιξαν
αυτό το ρόλο. Τα σχέδια της αμερικάνικης κυβέρνησης ήταν ανεπαρκή και
κανείς δεν τα πήρε σοβαρά σε διεθνές επίπεδο. Τώρα όλοι συναινούν στο
ότι μόνο η μαζική ανακεφαλαιοποίηση και η κρατική εγγύηση του
διατραπεζικού δανεισμού μπορεί να ξεμπλοκάρει το σύστημα. Η βρετανική
κυβέρνηση πήγε ένα βήμα παραπέρα και εγγυήθηκε όχι μόνο τις τραπεζικές
καταθέσεις, αλλά και όλα τα διατραπεζικά δάνεια. Ο Πόλσον όμως αρνείται
να κάνει το ίδιο, εξακολουθώντας να προσπαθεί να προστατέψει το σκιώδες
τραπεζικό σύστημα.


Την ίδια στιγμή οι όποιες απόπειρες συντονισμού γίνονται μόνο από τις
παλαιότερες αναπτυγμένες χώρες, χωρίς να συμπεριλαμβάνουν τις τέσσερις
αναπτυσσόμενες οικονομικές υπερδυνάμεις (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα
–γνωστές και σαν BRIC) ή και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Κάποιες από
τις πιο πλούσιες χώρες θα μπορέσουν να ξεπεράσουν το σκόπελο της κρίσης
σχετικά ευκολότερα από τις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες (εκτός της
Κίνας). Ο Lee Sustar έγραφε στο «Socialist Worker»: «Καθώς οι τράπεζες
θα εθνικοποιούνται, η ευρυθμία του οικονομικού συστήματος θα εξαρτάται
από την οικονομική κατάσταση της κάθε χώρας. Οι μικρότερες και με
μεγαλύτερο χρέος χώρες, όπως αυτές της Ανατολικής Ευρώπης και της
Λατινικής Αμερικής, θα έχουν πολύ μικρότερα περιθώρια να ελιχθούν και
μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με καταστάσεις σαν αυτές του 1930».


Αν τυχόν τα σχέδια διάσωσης αποκαταστήσουν τις δανειοδοτήσεις, κάτι
που πιθανόν να έχει συμβεί, μέχρι να τυπωθεί το συγκεκριμένο άρθρο,
αυτό δεν θα σημαίνει και ότι βγήκαμε από την κρίση. Γιατί ακόμα και αν
οι τράπεζες ξαναρχίσουν να παρέχουν δάνεια, θα στηρίζονται σε πολύ
λιγότερα κεφάλαια, αφού προσπαθούν ακόμα να αντιμετωπίσουν τις απώλειες
από τα ενυπόθηκα δάνεια. Μην ξεχνάμε ότι η Lehman Brothers κήρυξε
πτώχευση λόγω της κατάρρευσης των real estate, η AIG χρειάστηκε 85 δισ.
ως τα μέσα Σεπτέμβρη (ποσό που έχει φτάσει στα 122 δισ.) για να καλύψει
τα χρέη της και έχουμε να δούμε πολλά τέτοια ακόμα.[2] Οι τράπεζες
αναμένεται να έχουν πολλές απώλειες ακόμα από δάνεια στην
αυτοκινητοβιομηχανία, από επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια και από
δάνεια για εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων. Η δομή του
πιστωτικού συστήματος είναι τόσο προβληματική στις δανειοδοτήσεις στους
υπόλοιπους τομείς όσο ήταν και στις δανειοδοτήσεις στο στεγαστικό
τομέα. Μια σειρά από κακής ποιότητας δάνεια, που δόθηκαν χωρίς
εγγυήσεις ή προκαταβολές, πέρασαν στα χέρια εταιριών private equity και
hedge funds (επενδυτικών κεφαλαίων που αναζητούν εταιρίες για να τις
εξαγοράσουν ή παίζουν με συναλλαγματικές ισοτιμίες κ.λπ). Τα δάνεια
αυτά δεν θα εξοφληθούν και οι τράπεζες δεν θα μπορούν να τα
ξανακυκλοφορήσουν στην αγορά. Σαν αποτέλεσμα, μια σειρά από junk bonds
(ομόλογα που προσφέρουν υψηλές αποδόσεις, αλλά με ανάλογο υψηλό
κίνδυνο) και συμφωνίες εξαγορών θα καταρρεύσουν.


Το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του συστέλλεται. Οι τράπεζες δεν θα
μπορούν πλέον να δανείζουν 30 και 40 φορές την αξία των κεφαλαίων τους.
Θα είναι υποχρεωμένες να διατηρούν τη μόχλευσή τους σε επίπεδο μέχρι
δέκα φορές το κεφάλαιο τους. Με λίγα λόγια, θα αναγκαστούν να
περιοριστούν σε «σφιχτή πολιτική δανεισμού». Όπως η αύξηση των τιμών
των σπιτιών και η πιστωτική φούσκα υπερεπέκτειναν το μπουμ και
δημιούργησαν έναν τεράστιο όγκο κεφαλαίου «στα χαρτιά», έτσι τώρα η
καταστροφή αυτού του κεφαλαίου μαζί με την καταστροφή της πραγματικής
οικονομίας θα παρατείνουν την ύφεση.

Ο αντίκτυπος της κρίσης
στη θέση των ΗΠΑ
στο παγκόσμιο σύστημα


Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε υποχώρηση –σε οικονομικό, στρατιωτικό και
ιδεολογικό επίπεδο. Η συναίνεση σε όσα λέει η Ουάσινγκτον, γνωστή ως
«Washington Consensus» –η οικονομική και ιδεολογική κυριαρχία των ΗΠΑ
στο παγκόσμιο σύστημα– δεν υπάρχει πια. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να
υπαγορεύουν στον κόσμο τι θα κάνει. Ο κόσμος στον οποίο οι ΗΠΑ
καθόριζαν τους κανόνες του εμπορίου και κυριαρχούσαν σε αυτό, ο κόσμος
στον οποίο είχαν τις ισχυρότερες τράπεζες και κυριαρχούσαν οικονομικά
μέσω αυτών, τελείωσε.


Σε επίπεδο στρατιωτικής αντιπαράθεσης, εξακολουθεί να μην υπάρχει
αντίπαλο δέος. Ωστόσο, η κρίση έχει δυσκολέψει πολύ τη δυνατότητα να
διατηρείται αυτή η υπεροπλία. Οι ΗΠΑ παραμένουν καθηλωμένες σε
Αφγανιστάν και Ιράκ, χάνουν στη Μέση Ανατολή σε έναν πόλεμο που
κοστίζει αφάνταστα και περιορίζει τις επιλογές του στρατού. Δεν υπάρχει
πλέον η δυνατότητα επίθεσης εναντίον χωρών όπως η Β.Κορέα, η Συρία ή
άλλες χώρες του «Άξονα του Κακού». Επίσης, δεν μπόρεσαν να κάνουν
τίποτα, εκτός από το να εκτοξεύουν απειλές γενικώς, όταν οι Ρώσοι
εισέβαλαν στη Γεωργία. Το Washington Consensus που προαναφέραμε, όπως
και το Δόγμα Μπους (το δικαίωμα «προληπτικής επίθεσης» σε όσους δήθεν
απειλούν τις ΗΠΑ) –οι δύο πυλώνες της αμερικάνικης οικονομικής και
στρατιωτικής πολιτικής– καταρρέουν ταυτόχρονα.
Η αμερικάνικη άρχουσα τάξη θα πρέπει να επανεξετάσει τις επιλογές της.
Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί στην προεκλογική περίοδο. Αντιθέτως, τόσο
ο Ομπάμα όσο και ο ΜακΚέην αποφεύγουν τα δύσκολα ζητήματα. Αλλά μετά
τις εκλογές αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν.


Δεν είναι εύκολο, πάντως, να προβλέψουμε το προς τα πού θα πάνε τα
πράγματα, μια και βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της κρίσης και δεν
γνωρίζουμε ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στις υπόλοιπες χώρες. Για
παράδειγμα, η Ρωσία ενθαρύνθηκε και αποφάσισε να αμφισβητήσει στην
πράξη αυτό που η Αμερική θεωρούσε ότι ανήκει στη σφαίρα επιρροής της,
δηλαδή το κομμάτι της πρώην ΕΣΣΔ στην Κεντρική Ασία και τον Καύκασο. Η
πηγή της ρωσικής αυτοπεποίθησης ήταν η τρομακτική της οικονομική
ανάπτυξη, που προήλθε από το μπουμ των τιμών σε εμπορεύματα και
πετρέλαιο. Αυτό το μπουμ οδήγησε τη Ρωσία να διατηρεί πάνω από 500 δισ.
δολάρια σε συναλλαγματικό απόθεμα –το τρίτο μεγαλύτερο παγκοσμίως μετά
την Κίνα και την Ιαπωνία. Οι Ρώσοι θεωρούσαν ότι έχουν τα κεφάλαια για
να εκσυγχρονίσουν το στρατό τους. Όλα αυτά όμως ίσχυαν μέχρι πριν από
λίγους μήνες. Η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου δημιούργησε
πιστωτική κρίση, ενώ το ρώσικο χρηματιστήριο είναι πλέον ένα από τα πιο
αδύναμα στον κόσμο. Τον Οκτώβρη του 2008, χρειάστηκε να κλείσει τρεις
φορές μέσα σε δύο εβδομάδες λόγω της τραπεζικής κρίσης. Είναι δύσκολο
για όσους μιλούσαν για μια Ρωσία που αναγεννάται, να πουν το ίδιο και
τώρα.


Αντίστοιχα, ο Γερμανός υπουργός οικονομίας, Πεερ Στάινμπρουκ,
ισχυρίστηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου ότι οι ΗΠΑ δεν θα είναι πια η μόνη
παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη και ότι πλέον θα υπάρχει ένας
οικονομικά πολυπολικός κόσμος. Την επόμενη εβδομάδα όμως, όταν οι
Γάλλοι πρότειναν ένα κοινό σχέδιο διάσωσης παρόμοιο με αυτό του Πόλσον,
η Γερμανία αρνήθηκε να συμμετάσχει, κάτι που πυροδότησε πιστωτική κρίση
στην Ευρώπη. Το επιχείρημά της ήταν ότι η κρίση είναι αμερικάνικο και
όχι γερμανικό πρόβλημα. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι
ότι το γερμανικό τραπεζικό σύστημα πιθανόν να είναι και το πιο αδύναμο,
καθώς είχαν ακόμα πιο μοχλευμένες τράπεζες από τους Αμερικανούς και
είχαν πολύ πιο ψηλές τιμές στα ακίνητα. Το γεγονός ότι η Γερμανία
τελικά δέσμευσε 679 δισ., για να ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες στα
μέσα Οκτώβρη, δείχνει ξεκάθαρα τη σοβαρότητα της τραπεζικής κρίσης.


Η θέση του δολαρίου είναι ένα ακόμα ερώτημα. Τρεις μήνες πριν, το
αμερικάνικο δολάριο κατέρρεε. Πρόσφατα, βρισκόταν σε ξέφρενο ανοδικό
ράλι, καθώς η κρίση εξαπλωνόταν διεθνώς. Επομένως το ερώτημα δεν είναι
μόνο ποιες θα είναι οι συνέπειες της κρίσης στις ΗΠΑ, αλλά ποιες θα
είναι οι συνέπειες σε κάθε χώρα και σε ποια θέση θα βρεθεί η καθεμιά σε
σχέση με τις υπόλοιπες.
Ξέρουμε ότι θα υπάρξει μια τεράστια αλλαγή στους συσχετισμούς δύναμης
παγκοσμίως. Γνωρίζουμε πλέον ότι οι ΗΠΑ είχαν υπερεκτιμήσει τη δύναμή
τους. Πίσω από τις προσπάθειες των νεοσυντηρητικών και τις
θριαμβολογίες του Δόγματος Μπους, βρισκόταν η δυνατότητα των ΗΠΑ όχι
μόνο να κάνουν «προληπτικές επεμβάσεις, αλλά και να υποχρεώνουν χώρες
να κάνουν ό,τι αυτές ήθελαν. Όλα αυτά όμως έχουν τελειώσει και επομένως
θα πρέπει να υπάρξει μια τεράστια αλλαγή στους πραγματικούς
συσχετισμούς δύναμης παγκοσμίως. Είναι δύσκολο πάντως να προβλέψουμε τι
θα συμβεί ακριβώς, μια και είμαστε ακόμα στην αρχή της κρίσης και δεν
συζητάμε μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για το πώς θα επηρεαστεί το σύνολο
του πλανήτη.


Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν μια σειρά από εθνικιστικές
πατερναλιστικές διαμάχες. Ακόμα και πριν την ύφεση, οι συζητήσεις για
το παγκόσμιο εμπόριο, στα πλαίσια του Γύρου της Ντόχα, είχαν
καταρρεύσει, λόγω της αντίστασης που πρόβαλαν οι αναπτυσσόμενες χώρες
–κυρίως η Κίνα και η Ινδία– ενάντια στις προσπάθειες των G8 να
επιβάλλουν μεγαλύτερα ανοίγματα στις αναπτυσσόμενες αγορές, χωρίς να
δεσμεύονται για κάποιο αντάλλαγμα. Πολλές χώρες είναι διατεθειμένες να
κάνουν οτιδήποτε χρειαστεί, για να προστατευτούν από τους ανταγωνιστές
τους. Δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η εξέλιξη. Γνωρίζουμε όμως ότι όπως
θα προσπαθήσουν να φορτώσουν τα βάρη της κρίσης στις πλάτες της
εργατικής τάξης (κάτι που θα διαμορφώσει τους όρους για μεγαλύτερη
αντίσταση και ταξική πάλη), έτσι θα προσπαθήσουν να επιβαρύνουν και
άλλες χώρες (κάτι που θα οδηγήσει σε διακρατικές συγκρούσεις). Είναι
ακόμα πολύ νωρίς για να πούμε κάτι περισσότερο. Το τοπίο θα ξεκαθαρίσει
τους επόμενους μήνες.

 

Οι ΗΠΑ βελτίωσαν την ανταγωνιστική τους θέση στην παγκόσμια οικονομία
και προσπάθησαν να επιβάλουν το ρόλο τους σαν παγκόσμια υπερδύναμη στα
τέλη της δεκαετίας του ’80 και τη δεκαετία του ’90. Εξασφάλισαν
καλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από τους ανταγωνιστές τους στην Ιαπωνία
και την Ευρώπη τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά υπολείπονται πλέον των
αναπτυσσόμενων χωρών, όπως η Κίνα, και για να συντηρήσουν την οικονομία
τους χρειάστηκε να αυξήσουν κατά πολύ το χρέος τους. Το αποτέλεσμα
είναι ότι την τελευταία δεκαετία έχουν χάσει την ανταγωνιστική τους
θέση στην παγκόσμια αγορά. Τώρα πρέπει να αναδομήσουν την οικονομία
τους, κάτι που σίγουρα θα συμπεριλάβει απόπειρες να αυξηθούν τα ποσοστά
εκμετάλλευσης, όπως αύξηση της παραγωγικότητας με ταυτόχρονες περικοπές
μισθών και επιδομάτων. Αυτά συμβαίνουν ήδη στην αυτοκινητοβιομηχανία,
όπου οι μισθοί έχουν πέσει περίπου στο μισό σε πολλές περιπτώσεις. Οι
ΗΠΑ θα γίνουν μια χώρα με φτηνό εργατικό δυναμικό, συγκρινόμενες με
τους ανταγωνιστές τους. Οι μισθοί στην αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας
είναι περίπου στο ένα τρίτο των αντίστοιχων μισθών στη Γερμανία. Ο
κατώτερος μισθός είναι ο μισός από τους αντίστοιχους στη Βρετανία, τη
Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιρλανδία. Οι αντιφάσεις του
νεοφιλελευθερισμού έχουν εντείνει την εξαθλίωση και τη φτώχεια της
αμερικάνικης εργατικής τάξης. Και προκειμένου να βγουν από την κρίση,
θα επιτεθούν ακόμα περισσότερο στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Ερωτήματα που προκύπτουν


Η οικονομική αστάθεια της περιόδου οδηγεί σε ιδεολογική και πολιτική
αστάθεια. Η συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης θα μεταβληθεί
αντίστοιχα. Μέχρι τώρα, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονταν την κρίση
έχοντας στο μυαλό τους την πτώση των τιμών των σπιτιών και την αύξηση
των τιμών των τροφίμων και του πετρελαίου, που σημειώθηκαν τον
τελευταίο χρόνο. Αυτή τη στιγμή, οι συντάξεις τους εξαφανίζονται. Πιο
συγκεκριμένα, οι αποταμιεύσεις της αμερικάνικης εργατικής τάξης
σαρώνονται από τη μείωση των τιμών των σπιτιών, της αξίας των
συνταξιοδοτικών προγραμμάτων κ.λπ. Τα εισοδήματα μειώνονται και οι
απολύσεις πολλαπλασιάζονται. Όλοι γνωρίζουν ότι η χώρα και ο κόσμος
βρίσκονται σε κρίση και κανείς δεν έχει πια εμπιστοσύνη στο τραπεζικό
σύστημα ή την κυβέρνηση.


Κάποιοι θα παρασυρθούν από το κλίμα αλλαγής, που υπόσχεται ο Ομπάμα,
απλά και μόνο ελπίζοντας σε μια οποιαδήποτε αλλαγή, αφού δεν υπάρχει
πλέον καμιά προσδοκία από τους υπάρχοντες θεσμούς και τους πολιτικούς.
Δεν υπάρχει κανένας άλλος υποψήφιος, πέραν του Ομπάμα, για τον οποίο θα
μπορούσαν να καλλιεργηθούν αυταπάτες. Δεν είναι ότι οι απλοί άνθρωποι
πέταγαν τη σκούφια τους για την οικονομία της αγοράς. Αναγκάστηκαν να
την αποδεχτούν, αλλά δεν την ενστερνίστηκαν ποτέ. Τώρα όμως βλέπουν
καθαρά την ολοκληρωτική αποτυχία της και την αναγκαιότητα της κρατικής
παρέμβασης.
Το κράτος πρέπει να παρέμβει! Αυτό λένε όλες οι τράπεζες και σύσσωμη η
καπιταλιστική τάξη, αν εξαιρέσουμε τους υπερσυντηρητικούς. Έχει υπάρξει
πολύ μεγάλη αλλαγή στην κάποτε κυρίαρχη ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς,
που με πάθος υποστήριζαν τα ΜΜΕ και οι ακαδημαϊκοί. Όλοι αυτοί τόνιζαν
πόσο κακή είναι και η σκέψη ακόμα της κρατικής παρέμβασης, πόσο καλές
είναι οι αγορές και ότι η μόνη απάντηση σε όλα τα προβλήματα είναι η
απελευθερωμένη παγκόσμια αγορά. Σήμερα παρατηρούμε την κατάρρευση αυτών
των δοξασιών.


Τι θα τις αντικαταστήσει; Το άμεσο υποκατάστατο θα είναι ο
παραδοσιακός φιλελευθερισμός. Οι Δημοκρατικοί θα σαρώσουν στις εκλογές.
Θα βρουν ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο. Θα υπάρξουν προγράμματα για
την τόνωση της οικονομίας, μέσω αυξημένων επιδομάτων ανεργίας και
δημόσιων δαπανών για υποδομές. Και συνολικά, θα υπάρξει κάλεσμα να
σφίξουν όλοι το ζωνάρι για να βγουν από την κρίση. Οι
δισεκατομμυριούχοι προφανώς δεν μπορούν να ζητήσουν τέτοιες θυσίες, γι’
αυτό χρειάζεται να παρέμβουν οι Δημοκρατικοί και οι φιλελεύθεροι. Μέχρι
τώρα υπεύθυνη θεωρούνταν η κυβέρνηση Μπους για τον πόλεμο και την
οικονομική συμφορά. Στα μάτια του κόσμου ο εχθρός ήταν η Δεξιά! Τα ηνία
κρατάνε πλέον οι φιλελεύθεροι και αυτά που θα προσφέρουν (μειώσεις των
απολύσεων, αύξηση των επιδομάτων ανεργίας και απαγόρευση των
πλειστηριασμών) θα αναδιαμορφώσουν συνολικά το πολιτικό σκηνικό.


Η οικονομική κρίση, πάντως, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν ευκαιρίες δράσης
και εξάπλωσης μόνο για την αριστερά. Η Δεξιά θα μεγαλώσει επίσης. Στην
Αυστρία, η άκρα δεξιά ανέβηκε σε ποσοστό 30%. Στην Ιταλία, οι
νεοφασίστες, που συμμετέχουν στον κυβερνητικό σχηματισμό, ψηφίζουν
ρατσιστικά νομοσχέδια εναντίον των Τσιγγάνων. Στη Ν. Αφρική έγιναν
πογκρόμ ενάντια σε πρόσφυγες από άλλες χώρες. Η Δεξιά θα πάρει πολλές
επικίνδυνες πρωτοβουλίες και θα είναι μια αυξανόμενη απειλή. Και δεν
πρόκειται για την παραδοσιακή Δεξιά, αλλά για καινούργιους σχηματισμούς
που έχουν ως κέντρα τους την αντιμεταναστευτική πολιτική, τον
προστατευτισμό και άλλες μορφές του δεξιού λαϊκισμού.


Από την άλλη, είναι τεράστιες οι δυνατότητες που ανοίγονται για την
Αριστερά, η οποία βρισκόταν στο περιθώριο για δεκαετίες. Η καταστροφή
της ελεύθερης αγοράς μας διευκολύνει να λέμε ότι πρόκειται για αποτυχία
του καπιταλισμού συνολικά και ότι χρειαζόμαστε μια εναλλακτική λύση που
να έχει ως κέντρο τις ανθρώπινες ανάγκες. Η ελεύθερη αγορά, που
υποτίθεται πως θριάμβευσε το 1989 και έφερε το τέλος της Ιστορίας,
οδήγησε στην εξαθλίωση και την καταστροφή εκατομμύρια ανθρώπους, καθώς
καταδικάζονται σε φτώχεια, πείνα, ανεργία και αρρώστιες –και χάρη στη
νεοφιλελεύθερη μανία των περασμένων δεκαετιών– χωρίς ένα κοινωνικό
δίχτυ ασφαλείας για να τους προστατέψει.


Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα αναγκαστούν να αναρωτηθούν επίσης: τι
ακριβώς προσφέρει σε μας η κρατική παρέμβαση, όταν μιλάμε για ένα
κράτος που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργατών, αλλά των
ιδιοκτητών, των τραπεζιτών και των βιομηχάνων; Το κράτος επεμβαίνει για
καπιταλιστικούς σκοπούς, για να οργανώσει το κεφάλαιο και πιθανώς να
αμβλύνει κάποιες από τις υπερβολές του. Αλλά ο στόχος του είναι να
συντηρήσει τον καπιταλισμό και τις κοινωνικές σχέσεις που απορρέουν από
αυτόν, σχέσεις στις οποίες η εργατική τάξη κυριαρχείται και γίνεται
αντικείμενο εκμετάλλευσης για τα συμφέροντα λίγων. Όπως ειπώθηκε και
παραπάνω, στα πλαίσια της ανοικοδόμησης του καπιταλισμού θα υπάρξει
άγρια επίθεση στο επίπεδο διαβίωσης της εργατικής τάξης. Την ίδια
στιγμή όμως οι εθνικοποιήσεις μας δίνουν τη δυνατότητα να αντισταθούμε
στις ιδιωτικοποιήσεις, να μιλήσουμε για την υπεράσπιση των δημόσιων
σχολείων και να διεκδικήσουμε ένα εθνικό σύστημα υγείας. Θα πρέπει όμως
να είναι ξεκάθαρο ότι οι καπιταλιστικές εθνικοποιήσεις –η παρέμβαση του
κράτους προκειμένου να αποκατασταθεί η κερδοφορία των τραπεζιτών και
των βιομηχάνων σε βάρος μας και χωρίς κανένα δημόσιο έλεγχο στη
διαδικασία– δεν είναι κάποια τρομερή βελτίωση σε σχέση με πριν. Πρέπει
να διεκδικήσουμε την κρατική παρέμβαση, που έχουμε ανάγκη, με μαζικούς
αγώνες και έλεγχο από τα κάτω. Να διεκδικήσουμε παρεμβάσεις για να
βελτιωθούν το σύστημα υγείας, η εκπαίδευση, τα επιδόματα ανεργίας, να
σταματήσουν οι πλειστηριασμοί των σπιτιών κ.λπ.

Η Αριστερά πρέπει να δράσει σε δύο επίπεδα. Πρώτον, πρέπει να
χτιστεί, ή καλύτερα να ξαναχτιστεί, μια Αριστερά που δεν θα διστάζει να
συγκρουστεί σε κανένα μέτωπο, για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της
εργατικής τάξης, είτε πρόκειται για απολύσεις, είτε για
πλειστηριασμούς, είτε για περικοπές στην Υγεία και στις κοινωνικές
παροχές. Και δεύτερον, πρέπει να είναι προετοιμασμένη ώστε, μαζί με την
υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, να προβάλλει ένα
πολιτικό και ιδεολογικό όραμα, ικανό να αντικαταστήσει την ελεύθερη
αγορά και να απομονώσει τους υπερασπιστές της, είτε αυτοί είναι
συντηρητικοί είτε φιλελεύθεροι. Η Αριστερά οφείλει να αξιοποιήσει την
κρίση, να συγκρουστεί σκληρά με τον καπιταλισμό και να μιλήσει για μια
άλλη κοινωνία. Για το σοσιαλισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το άρθρο του Geier γράφτηκε πριν από την εκλογική νίκη του Ομπάμα.
2. Το άρθρο δεν πρόλαβε τις εξελίξεις για τη διάσωση της Citigroup.