Αυτούς τους διώξαμε
Το Μάρτη του 2004 ο Πρετεντέρης καλωσόριζε τον Καραμανλή στην εξουσία, δηλώνοντας ότι «η χώρα απέκτησε ηγέτη δεκαετίας».
Μετά από 5,5 χρόνια η ΝΔ έφτασε στην εκλογική συντριβή του 33,4%, καταγράφοντας το χαμηλότερο ποσοστό της Δεξιάς από την εποχή της νίκης της στον εμφύλιο πόλεμο. Ο Καραμανλής οδηγήθηκε στην ταπεινωτική παραίτηση της νύχτας των εκλογών. Ο Σουφλιάς και ο Αλογοσκούφης εκπαραθυρώθηκαν από την πολιτική και κάμποσοι –μέχρι χθες– πανίσχυροι υπουργοί δεν κατόρθωσαν να επανεκλεγούν ούτε ως βουλευτές. Η ηγεσία της ΝΔ είναι ήδη κομμάτια και θρύψαλλα.
Βαθιά κρίση
Το κόμμα της Δεξιάς μπαίνει σε μια βαθιά κρίση
που μπορεί να συγκριθεί ευθέως με τις ανάλογες του 1981 και του 1993.
Μόνο που τώρα οι ηγετικές «εναλλακτικές λύσεις» είναι ακόμα πιο
δυσδιάκριτες. Μετά το 1981 ο Αβέρωφ είχε δώσει την έμφαση στην
κομματική ανασυγκρότηση της ΝΔ με βάση την επιστροφή στις ιδέες της
«σκληρής Δεξιάς». Το 1993 ο Έβερτ προσπάθησε να βγάλει τη ΝΔ από την
κρίση του μητσοτακικού νεοφιλελευθερισμού στρέφοντας προς τον
«ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό», για να παραδώσει τελικά το κόμμα στον Κ.
Καραμανλή τον νεότερο, που ερχόταν ως αντίβαρο στον Πασοκικό
«εκσυγχρονισμό» με τις ιδέες του καλυμμένου νεοφιλελευθερισμού («ήπια
προσαρμογή») και την τακτική του «μεσαίου χώρου». Σήμερα το πρόβλημα
του ηγετικού προσώπου είναι πιο οξύ: Η διαδοχή θα είναι μια δύσκολη
υπόθεση για τη Ντόρα Μπακογιάννη και πολύ πιο δύσκολη θα είναι η
επόμενη μέρα της στη Ρηγίλης, όπου θα πρέπει να επιβληθεί στους
συνασπισμένους «καραμανλικούς». Πολύ πιο σύνθετο είναι το ζήτημα της
πολιτικής: Ο νεοφιλελευθερισμός είναι «καμένος» από την εμπειρία του
κόσμου στις ημέρες Καραμανλή-Αλογοσκούφη, ενώ η στροφή σε μια πολιτική
«λαϊκής Δεξιάς» είναι αναντίστοιχη με τις προθέσεις των καπιταλιστών
μέσα στην κρίση.
Έχουμε κάθε λόγο να χαιρόμαστε για την
εκλογική συντριβή και για τη βαθιά κρίση της ΝΔ. Είναι το κόμμα –
κορμός της Δεξιάς: Παρά τις προβλέψεις για εκτόξευση του ακροδεξιού
ΛΑΟΣ, η κρίση της ΝΔ κόντυνε συνολικά τη δεξιά «πολυκατοικία» που
περιορίστηκε στο 39%. Είναι ταυτόχρονα το πιο «αυθεντικό» κόμμα για να
κάνει τις δουλειές της η κυρίαρχη τάξη. Οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες
έχουν επανειλημμένα αποδείξει ότι μπορούν κάλλιστα να συνεργάζονται με
τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά επίσης δεν κρύβουν ότι προτιμούν τα δεξιά
κόμματα και τις δεξιές κυβερνήσεις. Γιατί στην κοινωνική βάση τους οι
εργαζόμενοι είναι πιο υποβαθμισμένοι, γιατί η σχέση τους με τα
συνδικάτα είναι δευτερεύουσας σημασίας, γιατί στην ιστορική διαδρομή το
πολικό προσωπικό της Δεξιάς δε δίστασε να αναλάβει τις πιο βρώμικες
υποθέσεις και τις πιο σκληρές επιθέσεις ενάντια στους εργαζόμενους και
τη νεολαία.
Ο Καραμανλής έφτασε στην πολιτική ήττα μέσα από
τη συσσώρευση του θυμού του κόσμου ενάντια στις αντεργατικές και
αντικοινωνικές αντιμεταρρυθμίσεις του. Έφτασε στην πολιτική συντριβή
όταν είχε το θράσος να προτείνει ακόμα πιο «δύσκολα μέτρα» (δύσκολα για
την κοινωνική πλειοψηφία των μισθωτών) ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση.
Η οργή του κόσμου
Ο
κόσμος εξοργίστηκε, αξιοποίησε την ευκαιρία της κάλπης της 4/10 και
έστειλε τον αρχηγό της Δεξιάς και το επιτελείο του στον σκουπιδοτενεκέ
της πολιτικής.
Πρόκειται για μια έμμεση, για μια
«διαθλασμένη» μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της κοινοβουλευτικής
διαδικασίας, λαϊκή νίκη: Ο κόσμος βύθισε τη ΝΔ για να αμυνθεί απέναντι
στη νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα των αφεντικών. Όμως αυτό το δύσκολο
έργο δεν είναι δυνατόν να επιτελεστεί «κοινοβουλευτικά». Ήδη οι
ντερμπεντέρηδες των μίντια υποδέχονται τη νέα «ισχυρή κυβέρνηση». Οι
τραπεζίτες και οι βιομήχανοι συντρώγουν πλέον με τον Γ. Παπανδρέου. Υπό
το πρόσχημα της «συνέχειας του κράτους», ετοιμάζεται ήδη η συνέχεια της
αντεργατικής-αντικοινωνικής πολιτικής που απαιτούν τα ποικιλώνυμα
επιμελητήρια και ο «κόσμος του επιχειρείν». Το έργο της υπεράσπισης των
εργαζομένων, της ανατροπής της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας, της
κάλυψης των λαϊκών αναγκών, δεν επιτελείται κοινοβουλευτικά. Πρέπει να
το αναλάβουμε οι ίδιοι, με τους αγώνες μας.
Να ανατρέψουμε και την πολιτική τους
Καμιά περίοδο «χάριτος» στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ
Τ ο ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία με 43,9% και με μια διαφορά 10,5% από τη ΝΔ. Αυτή η εικόνα δείχνει μια καθαρή πολιτική νίκη των σοσιαλδημοκρατών σε βάρος του συντηρητικού δεξιού χώρου. Όμως στην πραγματικότητα το ΠΑΣΟΚ πήρε 3 εκατ. ψήφους, ακριβώς όσους είχε πάρει και το 2004, όταν ηττήθηκε από τον Καραμανλή.
Ο Γ. Παπανδρέου έρχεται στην κυβέρνηση καβάλα στο κύμα οργής και θυμού του κόσμου ενάντια στη ΝΔ. Αυτό το κύμα, που διέλυσε πολιτικά τον Καραμανλή μέσα στους τελευταίους 11 μήνες, στρέφεται ενάντια στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, ενάντια στα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα που επέβαλλαν οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι σε όλες τις κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προσπάθησε συστηματικά σε όλη την προεκλογική περίοδο να πείσει ότι σκοπεύει να διαφοροποιηθεί από αυτή την πολιτική. Γι’ αυτό ο Γ. Παπανδρέου μίλησε –έστω γενικά και αφηρημένα– για «αναδιανομή εισοδήματος», πέταξε τις κορώνες ενάντια στον «εργασιακό μεσαίωνα» και υπαινίχθηκε μια πολιτική αύξησης των κοινωνικών δαπανών.
Την ίδια στιγμή φρόντιζε αυτές οι αναφορές να μην πάρουν τη μορφή συγκεκριμένων δεσμεύσεων, ώστε το ΠΑΣΟΚ να μπορεί να βαδίζει προς την εξουσία βελτιώνοντας τις σχέσεις του με την κυρίαρχη τάξη. Σε αυτό το επίπεδο προχώρησε πράγματι αρκετά: μεγαλοτραπεζίτες τοποθετήθηκαν στο πλευρό του Γ. Παπανδρέου, ο ΣΕΒ και τα επιμελητήρια χαιρέτησαν τη νέα κυβέρνηση, ακόμα και ο διαβόητος κ. Μίχαλος υποχρεώθηκε να ρίξει γέφυρες προς τη νέα κατάσταση.
Για τους εργαζόμενους και τη νεολαία δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αυταπατών για την πραγματική πολιτική της νέας κυβέρνησης. Μας προειδοποιούν τα πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ, είτε της εποχής των κυβερνήσεων Σημίτη, είτε της ψοφοδεούς αντιπολίτευσης του Γ. Παπανδρέου στην εποχή Καραμανλή. Μας προειδοποιούν οι αόριστες και πενιχρές «υποσχέσεις» της προεκλογικής περιόδου: Αύξηση στους μισθούς και τις συντάξεις κατά 0,3 – 0,5 ευρώ την ημέρα δεν είναι πολιτική «αναδιανομής», ούτε και στην πιο χλωμή μεταρρυθμιστική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας. Πρέπει να σημειώσουμε με προσοχή ότι ακόμα πριν σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση, «άρχισαν τα όργανα» με στόχο τον περιορισμό των λαϊκών προσδοκιών: το έλλειμμα «αποδεικνύεται» υψηλότερο, η ΝΔ παραδίδει «καμένη γη», οι προεκλογικές υποσχέσεις θα υλοποιηθούν σε βάθος τετραετίας και πάντα υπό την προϋπόθεση της αντοχής των δημοσιονομικών.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου θα ακολουθήσει επί της ουσίας την ίδια πολιτική που ετοίμαζε ο Καραμανλής, την πολιτική που επιλέγει, απαιτεί και μπορεί να επιβάλει η κυρίαρχη τάξη. Θα φροντίζει ασφαλώς να μην πάρουν χαμπάρι οι εργαζόμενοι και η νεολαία αυτή την προσαρμογή. Αυτή η υποχρέωση υπαγόρευσε τα προσεκτικά βήματα του Παπανδρέου στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης: ο σκληρός «συντονισμός» μέσω του βετεράνου Πάγκαλου, η συμμετοχή του «όλου ΠΑΣΟΚ» (με τον Βενιζέλο στο Άμυνας και το Λοβέρδο στο Εργασίας), η μη συμμετοχή των «νέων λύκων» του σοσιαλφιλελευθερισμού στην κυβέρνηση (τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο) και –κυρίως– η δημαγωγία περί «ανοιγμάτων» προς τους Οικολόγους και παράγοντες της Αριστεράς, είχαν και έχουν ως στόχο να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν πρέπει να έχει ούτε μια ημέρα περίοδο χάριτος. Όλοι οι αναλυτές σημειώνουν την ταχύτητα της κατάρρευσης του Καραμανλή ως προειδοποίηση προς τον Παπανδρέου, υπογραμμίζουν ότι «οι πολιτικοί κύκλοι εναλλαγής» έχουν μικρύνει κατά πολύ. Αυτές οι αναλύσεις έχουν μια πραγματική βάση: ο Γ. Παπανδρέου δεν έρχεται στην εξουσία πατώντας σε ένα θετικό ρεύμα επιδοκιμασίας της πολιτικής του. Το ΠΑΣΟΚ του 2009 δεν έχει καμιά σχέση με τις δυνατότητες του κόμματός του το 1993 και πολύ περισσότερο με τις αντίστοιχες του 1981. Ο ρυθμός της φθοράς και της ανατροπής του μπορεί να είναι κυριολεκτικά ραγδαίος. Αυτό πρέπει να γίνει το κέντρο της πολιτικής της Αριστεράς.
Να βάλουμε μπροστά τις ανάγκες του κόσμου. Να τις εκφράσουμε με συγκεκριμένα αιτήματα. Να διεκδικήσουμε με ένα κύμα αγώνων την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, της πραγματικής πολιτικής των βιομηχάνων και των τραπεζιτών. Να προσπαθήσουμε συστηματικά να μετατρέψουμε την κυβερνητική εναλλαγή της 4/10 σε μια συνολικότερη αμφισβήτηση της σταθερότητας του συστήματος, σε μια περιπέτεια για τον κόσμο των από πάνω, σε μια ευκαιρία για νίκες των εργαζομένων και της νεολαίας. Αυτό θα είναι το κεντρικό στοίχημα στους μήνες που έρχονται.