Η
κυβέρνηση Παπαδήμου δεν έχει για πολλούς, κυρίως στην Αριστερά, τη συνταγματική
νομιμοποίηση. Ο Δ. Καζάκης κάνει λόγο για πραξικόπημα γράφοντας χαρακτηριστικά:
«Οι
διατάξεις του συντάγματος που επικαλείται ο κ. Παπούλιας [σ.σ. για το διορισμό
του Παπαδήμου] δεν του δίνουν καμιά
αρμοδιότητα να διορίσει εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό, ούτε προβλέπουν κανενός
είδους “μεταβατική” κυβέρνηση, πέρα από τη ρητή απαίτηση για δημιουργία υπηρεσιακής με μόνο
σκοπό τη διενέργεια εκλογών.
Ούτε βέβαια η σύμφωνη γνώμη των κομμάτων με πλειοψηφία στη Βουλή αποτελεί
άλλοθι ή νομιμοποιητική βάση αυτού του πραξικοπήματος».
Έτσι
κι αλλιώς αυτή και η προηγούμενη κυβέρνηση έχουν παραβιάσει σειρά άρθρων του
Συντάγματος με τα μέτρα που επιβάλλουν προσπαθώντας τα υλοποιήσει τα μνημόνια,
τα μεσοπρόθεσμα κ.λπ. Όμως εδώ μιλάμε
πράγματι για πραξικόπημα.
Ο
Παπαδήμος είναι ένας τραπεζίτης που έκανε «όνομα» χάρη στο ΠΑΣΟΚ, υπήρξε
εκλεκτός του Σημίτη, διοργανωτής της υποτίμησης της δραχμής, ο καθοδηγητής των
μετοχοδάνειων. Είναι ο ίδιος που, ενώ είχε ήδη αρχίσει να καταγγέλλεται η
φούσκα του Χρηματιστηρίου, αύξησε το όριο δανειοδότησης για αγορά τίτλων από 5
σε 15 εκατομμύρια δραχμές, οδηγώντας κι άλλους απλούς ανθρώπους στην καταστροφή.
Είναι τέλος υπεύθυνος για τη «δημιουργική» λογιστική με την οποία μπήκε η
Ελλάδα στην ευρωζώνη. Λίγο αργότερα το ελληνικό τραπεζικό κεφάλαιο επέδειξε την
ισχύ του, καθώς ο Παπαδήμος ορίστηκε αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (ενός μη εκλεγμένου οργανισμού που δεν είναι υπόλογος σε κανέναν
και καθορίζει την πολιτική του με βάση τις οδηγίες που παίρνει από σώματα
εκπροσώπων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου) και τώρα τον επέβαλε ως πρωθυπουργό.
Βέβαια,
οι απολογητές του συστήματος θυμίζουν ότι κι άλλη φορά ορίστηκε τραπεζίτης
πρωθυπουργός, χωρίς να έχει εκλεγεί, χωρίς να είναι αρχηγός κόμματος, χωρίς να
έχει καν κόμμα και χωρίς να είναι ούτε βουλευτής. Πράγματι ο Ξ. Ζολώτας
ορίστηκε πρωθυπουργός για λίγους μήνες το 1990. Ήταν εγκληματικό ατόπημα της
ενιαίας τότε Αριστεράς το ότι συμμετείχε σε αυτήν την κυβέρνηση (όπως επίσης
και στην κυβέρνηση Τζανετάκη που προηγήθηκε). Όμως η περίπτωση Ζολώτα διαφέρει
πολύ από την περίπτωση Παπαδήμου. Η κυβέρνηση Ζολώτα προέκυψε σε μια διαδικασία
απανωτών εκλογών στην προσπάθεια να εκφραστεί η λαϊκή βούληση. Το 1990 δεν
υπήρξε ο σημερινός κοινοβουλευτικός τραγέλαφος, δηλ. να έχει κάποιο κόμμα την
πλειοψηφία στη Βουλή, κι όμως να εκχωρείται η πρωθυπουργία σε έναν μη
κοινοβουλευτικό γραφειοκράτη.
Αντίθετα, το 1990 κανένα κόμμα δεν είχε την
πλειοψηφία στη Βουλή και εκατομμύρια άνθρωποι ήλπιζαν –κακώς– ότι μπορούσε να
πάρει με αυτό τον τρόπο παράταση η έλευση του Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία. Η
κυβέρνηση Ζολώτα ήταν πράγματι παρένθεση, ενώ αντίθετα οι φιλοδοξίες των αστών
με τον Παπαδήμο είναι να αποφύγουν τις εκλογές. Η κυβέρνηση Ζολώτα ήταν
πράγματι –κακώς– κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Αντίθετα, η κυβέρνηση Παπαδήμου
δημιουργήθηκε μόνον από τα κόμματα της άρχουσας τάξης στην προσπάθεια να
παταχθεί και όχι να εκφραστεί η λαϊκή βούληση. Η σημερινή δεν είναι κυβέρνηση
εθνικής ενότητας, αλλά κυβέρνηση των αστών ενάντια στην πλειονότητα του
πληθυσμού, καθώς οι δημοσκοπήσεις δίνουν πλέον κάτω από 50% στα κόμματα αυτά. Η
πιο σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι οι συνθήκες στις οποίες
προέκυψαν: Η κυβέρνηση Ζολώτα είχε να διαχειριστεί τη λεγόμενη «κάθαρση» σε
συνθήκες σχετικής οικονομικής σταθερότητας, ενώ η κυβέρνηση Παπαδήμου ορίστηκε
από την άρχουσα τάξη –σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού στην Ευρώπη
και παγκόσμια– για να συνεχίσει την πιο βάρβαρη ταξική επίθεση ενάντια στις
οικονομικές και πολιτικές κατακτήσεις των εργαζομένων στην ιστορία της χώρας.
Συνεπώς η
κυβέρνηση Παπαδήμου δεν μοιάζει καθόλου με την περίπτωση Ζολώτα. Μοιάζει
περισσότερο με την περίπτωση του δικτάτορα Μεταξά. Κατ’ αναλογία με το ΛΑΟΣ
σήμερα, το κόμμα του Μεταξά είχε πάρει μόλις 3,97% στις εκλογές του Γενάρη του
’36, κι όμως τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Κατ’ αναλογία με τον Παπαδήμο σήμερα, ο Μεταξάς έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης
από τα αστικά κόμματα στη Βουλή με πρωτοφανή πλειοψηφία 241 ψήφων υπέρ και 16
κατά (του ΚΚΕ). Φυσικά λίγο αργότερα ο Μεταξάς κατέλυσε τη δημοκρατία. Το
ανοιχτό πραξικόπημα
έγινε με την ίδια δικαιολογία που χρησιμοποιείται και σήμερα: «την
αντιμετώπιση βαθύτατης εθνικής κρίσεως».
Υπήρξε
κι άλλος ένας τραπεζίτης όμως που βρέθηκε στην πρωθυπουργία και που είχε τους
ίδιους ξεκάθαρους ταξικούς στόχους με τον Παπαδήμο. Στις 24/1/1947 ορίστηκε εξωκοινοβουλευτικός
πρωθυπουργός ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Δημήτριος Μάξιμος. Την
κυβέρνηση στήριξε ένας συνασπισμός κομμάτων που συγκροτήθηκε προκειμένου να
σώσει τη χώρα «από τον κομουνιστικό κίνδυνο». Την κυβέρνηση Μάξιμου στήριξαν
όλα τα κόμματα της Βουλής –τα αστικά, ασφαλώς, γιατί ο κομουνιστικός κίνδυνος
ήταν εκτός βουλής και ένοπλος. Για να μην ξεχνιόμαστε: Σε εκείνη την κυβέρνηση
συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Σοφοκλής Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής,
Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Ναπολέων Ζέρβας.
Σήμερα,
Αριστερά θα όφειλε να μην νομιμοποιεί με κάθε τρόπο αυτή την ανοιχτά ταξική και
πραξικοπηματική κυβέρνηση. Καλύπτοντας το κινηματικό κενό τις ημέρες μετά την
εγκαθίδρυση του «μαύρου μετώπου», τουλάχιστον οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ
θα έπρεπε να καταγγέλλουν την νέα κυβέρνηση και –σε συμβολικό τουλάχιστον
επίπεδο- να μη δέχονται να συναντήσουν τον Παπαδήμο νομιμοποιώντας τον. Κάτι
τέτοιο θα ήταν μια μίνιμουμ συμβολή στην προσπάθεια αναθέρμανσης των αγώνων από
τα κάτω. Οι ηγεσίες δεν είναι για να τηρούν το γράμμα του νόμου σε τέτοιες
συνθήκες, αλλά για να ανοίγουν δρόμους, ειδικά όταν υπάρξει κόπωση από τα κάτω.
Δεν μπορείς να ζητάς πολιτική ανυπακοή από το λαό (π.χ. στα χαράτσια) κι εσύ να
συναντάς το προϊόν του πραξικοπήματος, τον Παπαδήμο, σαν μην τρέχει τίποτε. Ο
κοινοβουλευτικός κρετινισμός έχει όρια.