Εδώ και τρία χρόνια η περιβόητη οικονομική κρίση βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας και φέρεται ως υπεύθυνη για τα πρωτοφανούς αγριότητας αντεργατικά μέτρα που όλες οι δυτικές κυβερνήσεις σχεδιάζουν και παίρνουν. Από τις ΗΠΑ ως την Ελλάδα, ακόμη κι οι επιπόλαιες ερμηνείες από τους «κακούς» τραπεζίτες μέχρι τους νεφελώδεις διεθνείς κερδοσκόπους φαίνεται τελευταία να προσπερνιούνται, ώστε η κρίση να λάβει το χαρακτήρα του αναπόφευκτου φυσικού κακού και οι εργαζόμενοι να προσαρμοστούν «ώσπου να περάσει η μπόρα». Δεν πρόκειται όμως ούτε για μπόρα, ούτε για κάτι που θα περάσει από μόνο του…
Το καπιταλιστικό σύστημα είναι ένα ασταθές οικονομικό σύστημα. Κατά τη λειτουργία του μπορεί να περάσει διαφόρων ειδών προβλήματα που βάζουν σε κίνδυνο τα κέρδη, τις επενδύσεις και την επέκτασή του[1]. Ωστόσο, η σημερινή κρίση αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά επεισόδια και υπάγεται σε αυτό που ο Μαρξ περιέγραφε ως «νόμο της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους».
Ο νόμος της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους
Το ποσοστό κέρδους ενός καπιταλιστή είναι το πηλίκο της υπεραξίας (υ) ή κέρδους, που αυτός αντλεί από τους εργάτες του, προς το συνολικό κεφάλαιο που αυτός επένδυσε για να την αντλήσει (). Το επενδυμένο κεφάλαιο διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: το σταθερό (σ) που είναι το «άψυχο» (εγκαταστάσεις, μηχανές, πρώτες ύλες κ.λπ.) και το μεταβλητό (μ), δηλαδή το κεφάλαιο που ξοδεύεται σε μισθούς ανθρώπων για την αγορά της εργατικής τους δύναμης (). Θα σημειώσουμε μόνο ότι η διαφορά μεταξύ των δύο δεν είναι τεχνική: η υπεραξία παράγεται μόνο από το μεταβλητό κεφάλαιο, μόνο από την ανθρώπινη εργασία, αφού αυτή δημιουργεί κάθε αξία στα προϊόντα[2]. Αφού το κέρδος εξάγεται από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας, γι’ αυτό έχει ανάγκη την ανθρώπινη εργασία. Αν ρομπότ και μηχανές παρήγαγαν όλα τα πράγματα –ακόμη και τους εαυτούς τους– σε αφθονία και χωρίς ανθρώπινη εργασία, τότε αυτά δεν θα είχαν καμία ανταλλακτική αξία και ο «καπιταλιστής» δεν θα μπορούσε να βγάλει κανένα κέρδος.
Αυτό το ποσοστό του κέρδους είναι πολύ σημαντικό για τον καπιταλιστή. Ο λόγος είναι ότι το ποσοστό κέρδους καθορίζει το πόσο γρήγορα θα μπορέσει αυτός να αγοράσει νέο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο και να επεκτείνει την επιχείρησή του. Αν το ποσοστό κέρδους είναι π.χ. 10% το χρόνο για τον Α και 2% για τον Β καπιταλιστή, τότε ο Α θα μπορέσει να ανοίξει μια δεύτερη επιχείρηση ίδιου μεγέθους με την αρχική σε 10 χρόνια, ενώ ο Β σε 50 χρόνια. Και δεν χρειάζεται να επιμείνουμε ιδιαίτερα στην υπαγορευμένη από τον διαρκή και απρόβλεπτο ανταγωνισμό ανάγκη για επένδυση όλο και περισσότερου κεφαλαίου (συσσώρευση), για κατάκτηση όλο και μεγαλύτερου κομματιού της αγοράς. Το μικρό καπιταλιστικό ψάρι που αρκείται σε ό,τι έχει, «καταπίνεται» –αργά ή γρήγορα– από κάποιο πιο δραστήριο που μεγάλωσε γρήγορα...
Ο Μαρξ πρώτος επισήμανε ότι το μέσο ποσοστό κέρδους (π.κ.) είναι καταδικασμένο να πέφτει. Η αιτία βρίσκεται στο ότι όσο προχωρά η τεχνολογία, τόσο το κομμάτι του σταθερού κεφαλαίου (των «μηχανών») αποκτά πιο μεγάλο μερίδιο στη διαδικασία παραγωγής και την αξία που ανακυκλώνεται σε αυτή. Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός είναι αναπόφευκτος στον καπιταλισμό, αφού, όταν εισάγεται σε μια επιχείρηση, αυξάνει το μερίδιο κερδών της έναντι των ανταγωνιστριών και άρα αυτή τον επιδιώκει. Όσο όμως οι τεχνολογικές καινοτομίες υιοθετούνται κι από άλλες επιχειρήσεις, προστίθενται κι άλλες παραγωγικές μηχανές κι άρα τόσο λιγότεροι –αναλογικά πάντα– εργάτες χρησιμοποιούνται. Επειδή όμως είναι μόνο από τους εργάτες που παράγεται η υπεραξία, αυτό σημαίνει ότι με την αναπόδραστη αύξηση της παραγωγικότητας μειώνεται το ποσό της υπεραξίας που αντλεί ο καπιταλιστής –σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο που χρησιμοποιεί κάθε φορά. Στον παραπάνω δηλαδή τύπο του ποσοστού κέρδους αυξάνεται «ασταμάτητα» ο παρονομαστής σε σχέση με τον αριθμητή –άρα το ποσοστό μειώνεται. Το ποσοστό κέρδους μειώνεται όχι επειδή η εργασία γίνεται λιγότερο παραγωγική, όπως ισχυρίζονται οι απολογητές του συστήματος που προσπαθούν να ρίξουν την ευθύνη των κρίσεων στους δήθεν σπάταλους και τεμπέληδες εργάτες. Μειώνεται ακριβώς επειδή η εργασία γίνεται περισσότερο παραγωγική –τόσο που οι κεφαλαιοκράτες δεν μπορούν να τη διαχειριστούν με όρους αυξημένων κερδών. Μειώνεται επειδή η παραγωγή παύει όλο και περισσότερο να χρειάζεται την ανθρώπινη εργασία και άρα κατά κάποιον τρόπο δυσκολεύει και την εκμετάλλευσή της –ο πλούτος είναι τόσος πολύς που δεν συμβιβάζεται εύκολα με μια κοινωνία θεμελιωμένη στην ανισότητα.
Όταν το π.κ. πέφτει για αρκετό καιρό, τότε οι καπιταλιστές δεν κάνουν πια επενδύσεις, αφού δεν κερδίζουν αρκετά από αυτές και δεν παράγουν τόσα όσα πριν (ύφεση), μέρος των υπαρχουσών επενδύσεων δεν μπορεί να αξιοποιηθεί κι αδρανοποιείται (υπερσυσσώρευση κεφαλαίου), οι απολύσεις κι η ανεργία αυξάνονται και η οικονομία μπαίνει σε κρίση.
Παράγοντες που αντιστέκονται
Φυσικά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, διαφορετικά ο καπιταλισμός θα βρισκόταν διαρκώς σε κατάσταση μειούμενων κερδών και κρίσης. Ο ίδιος ο Μαρξ ξεκαθάρισε ότι το μέσο ποσοστό κέρδους δεν πέφτει με συνεχή τρόπο και ότι υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που μπορούν να μετριάσουν, να αναστείλουν ή και να αντιστρέψουν προσωρινά την πτωτική του τάση. Τέτοιοι μπορεί να είναι:
α) Ένας αυξημένος ρυθμός εκμετάλλευσης των εργατών (με τη μορφή της απλήρωτης εργασίας ή της εντατικοποιημένης εργασίας με ίδιο ωράριο ή της παράτασης του ωραρίου ή της μείωσης του πραγματικού μισθού με τον πληθωρισμό κ.λπ.).
β) Η σχετική υποτίμηση της αξίας του σταθερού κεφαλαίου με τη μεγαλύτερη αξιοποιήσιμη μάζα του (π.χ. οι πολλές πρώτες ύλες που κινητοποιεί μια μοντέρνα μηχανή).
γ) Οι αυξήσεις των τιμών των προϊόντων πάνω από την αξία τους (π.χ. στην περίπτωση μονοπωλίων).
δ) Η αγορά κεφαλαίου κάτω από την αξία του (π.χ. απομύζηση πρώτων υλών από μια κατακτημένη χώρα ή συμπίεση μισθού κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης).
ε) Ο περιορισμός του μέρους του κεφαλαίου που μένει ανά πάσα στιγμή αχρησιμοποίητο στην παραγωγική διαδικασία (π.χ. βελτίωση των μεταφορών ή παράταση εργάσιμης μέρας με πληρωμή υπερωριών ή αξιοποίηση/ανακύκλωση αποβλήτων της παραγωγής).
στ) Η δημιουργία νέων κλάδων παραγωγής που ξεκινούν με χαμηλή αναλογία σταθερού κεφαλαίου και μεγάλη ένταση εργασίας.
ζ) Το εξωτερικό εμπόριο με λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.
η) Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, που σημαίνει εξοικονόμηση πόρων και μείωση του απαιτούμενου σταθερού –αλλά ίσως και μεταβλητού– κεφαλαίου[3].
Με κάθε τρόπο λοιπόν οι καπιταλιστές προσπαθούν να αυξήσουν την υπεραξία που αντλούν από τους εργάτες και να μειώσουν τα κόστη παραγωγής για ν’ αυξήσουν το ποσοστό κέρδους τους. Το θέμα όμως είναι ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες δεν μπορούν να δρουν για μεγάλα διαστήματα και είναι αυστηρά οριοθετημένοι. Αυτή π.χ. είναι η περίπτωση της συμπίεσης του μισθού, που δεν μπορεί –τουλάχιστον για μεγάλο διάστημα– να πέσει κάτω από το απολύτως απαραίτητο για την επιβίωση. Οι καπιταλιστές δεν μπορούν να πεθάνουν κυριολεκτικά όλους τους εργάτες τους στην πείνα. Με τον ίδιο τρόπο, η εντατικοποίηση της εργασίας δεν μπορεί να ξεπεράσει τις φυσικές αντοχές του ανθρώπινου σώματος και η παράταση του ωραρίου δεν μπορεί να ξεπεράσει το 24ωρο. Αντίθετα, δεν υπάρχει αντικειμενικό όριο στην τεχνολογική πρόοδο και την ελαχιστοποίηση του ρόλου της ανθρώπινης εργασίας στην παραγωγή.
Κάποιοι μάλιστα ανασταλτικοί παράγοντες τελικά διογκώνουν το πρόβλημα. Για παράδειγμα, το εξωτερικό εμπόριο με υπανάπτυκτες χώρες με μεγαλύτερα ποσοστά εκμετάλλευσης και κέρδους οδηγεί σε ένταση της καπιταλιστικής παραγωγής και σε αυτές και στις αναπτυγμένες χώρες –σε διαφορετικά προϊόντα– για να ανταπεξέλθουν στις εμπορικές ευκαιρίες∙ άρα σε τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, υπερπαραγωγή, πτώση του ποσοστού κέρδους κι ακόμη εμφάνιση ανεξάρτητων ανταγωνιστών στις πρώην υπανάπτυκτες χώρες. Οι επενδύσεις των Άγγλων στην Ινδία ή των Αμερικάνων στην κατεστραμμένη μεταπολεμική Ιαπωνία σήμαιναν υψηλά ποσοστά κέρδους για τους ιμπεριαλιστές, αλλά μακροπρόθεσμα τα έριξαν, δημιουργώντας δυναμικές εθνικές αστικές τάξεις με δική τους ανταγωνιστική παραγωγή.
Η δημιουργία νέων κλάδων παραγωγής ουσιαστικά διογκώνει το πρόβλημα της υπερπαραγωγής, μεταθέτοντάς το στο μέλλον –γιατί και η νέα παραγωγή κάπου θα πρέπει να απορροφηθεί, καθιστώντας πιο ανελαστικές τις μισθοδοτικές δαπάνες. Αν μια νέα αγορά υβριδικών αυτοκινήτων θέλει να επιβιώσει, τότε πρέπει να κρατήσει ψηλά και τους μισθούς για να μπορούν οι εργαζόμενοι να αγοράζουν εκτός από ψωμί και τα προϊόντα της. Όταν συμπιεσθούν όμως οι μισθοί για χάρη των κερδών ισχυρότερων κλάδων, οι νεότερες παραγωγικές σφαίρες κινδυνεύουν με κατάρρευση.
Άλλοι πάλι από αυτούς τους παράγοντες (π.χ. η σχετική υποτίμηση του σταθερού κεφαλαίου) αδυνατούν να αναχαιτίσουν την πτώση του π.κ. έστω και για μια στιγμή και απλώς την επιβραδύνουν.
Τα παραπάνω δεν είναι μόνο θεωρίες. Τα διπλανά διαγράμματα[4] απεικονίζουν το π.κ. σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και Γερμανία τις τελευταίες δεκαετίες, όπως το προσεγγίζει η μαρξιστική οικονομολογία. Είναι κοινός τόπος των μαρξιστών –και όχι μόνο– οικονομολόγων ότι το παγκόσμιο ποσοστό κέρδους έχει πέσει 30% σε σχέση με τα επίπεδα των χρόνων 1945-1970. Παρόμοια συμπεράσματα δίνουν και καπιταλιστικοί υπολογισμοί, όπως του ΟΟΣΑ, με πτώση κατά 37%, 16% και 12% για Βρετανία, Γερμανία και Ιαπωνία αντίστοιχα τα έτη 1965-1976 και πάνω από 50% κατά τη δεκαετία του ’80 για τις επτά πλουσιότερες χώρες[5]. Τα σκαμπανεβάσματα του ποσοστού αναπαριστούν τις διαρκείς προσπάθειες των καπιταλιστών να αναστείλουν την πτώση του, κυρίως με τη συμπίεση του εργατικού κόστους που είναι η προσφιλέστερη μέθοδος. Αυτή η «φιλότιμη» προσπάθεια ξεκινά χονδρικά από τη δεκαετία του ’80 και είναι ο γνωστός και μη εξαιρετέος νεοφιλελευθερισμός. Ήταν η πολιτική που εφαρμόστηκε πρώτα στα μέσα του ’70 στις χούντες τύπου Πινοσέτ στη Λατινική Αμερική, όπου εκτός από 420.000 δολοφονίες και 2,5 εκατ. εξόριστους μόνο στην Κεντρική Αμερική (1973-1983), είχαμε μείωση του «εργατικού κόστους» ως και τρεις φορές και άρα τόνωση των κερδών. Η ίδια πολιτική που έριξε το βιοτικό επίπεδο των πρώην Ανατολικών Χωρών μεταξύ 30% και 80% την πρώτη δεκαετία της μετάβασης από τον κρατικό στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό[6]. Η ίδια που μεταφέρει σε χώρες φτηνού εργατικού δυναμικού κομμάτια της παραγωγής («παγκοσμιοποίηση») και περιθωριοποιεί τους μετανάστες εργάτες στη Δύση για να τους υπερεκμεταλλεύεται. Η πολιτική που πέρασε στη μητροπολιτική Δύση με πρωτεργάτες τη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν και ήρθε στην Ελλάδα μετά τα μέσα του ’80. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ έπεσε από 75% το ‘80 σε 62% σήμερα με τις γνωστές μεθόδους: μείωση πραγματικών μισθών, απλήρωτα ένσημα, φορολογικά βάρη στους εργάτες και ελαφρύνσεις στο κεφάλαιο κ.λπ.[7].
Ανεπίλυτες αντιφάσεις
Αλλά αυτή η πολιτική περικοπών έχει κοντά ποδάρια. Για τους λόγους που αναφέραμε, δεν μπορεί να αναστείλει μόνιμα την τάση του μέσου ποσοστού κέρδους να πέφτει. Υπάρχει κι ένας επιπρόσθετος λόγος που και αυτόν είχε εύκολα εντοπίσει ο Μαρξ: η αντίφαση μεταξύ των ιδιοτήτων του εργάτη ως αντικείμενο εκμετάλλευσης και ως καταναλωτή. Ενώ δηλαδή ο καπιταλιστής εργοδότης θέλει να μειώνει το μισθό για να αυξήσει τα κέρδη του, ταυτόχρονα θέλει να υπάρχει κατανάλωση της παραγωγής κι από τους μισθωτούς. Σήμερα, που αυτοί είναι πλειοψηφία στο εργατικό δυναμικό όλης της Δύσης (γύρω στο 70% στην Ελλάδα), η αντίφαση είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι τον καιρό του Μαρξ. Προφανώς η φτώχεια δεν πάει μαζί με την κατανάλωση μιας όλο και πλουσιότερης παραγωγής αγαθών[8].
Αυτό το πρόβλημα «υποκατανάλωσης-υπερπαραγωγής» προσπάθησαν να υπερκεράσουν οι καπιταλιστές σε διάφορες χώρες του κόσμου με τη μέθοδο των καταναλωτικών δανείων προς τους εργάτες[9]. Για τους Αμερικάνους καπιταλιστές τα στεγαστικά δάνεια σε εργάτες ήταν καλή επένδυση: και δεν αύξαναν τους μισθούς και πετύχαιναν κατανάλωση της παραγωγής τους –κατοικίες εν προκειμένω– και ταυτόχρονα μπορούσαν να βγάλουν επιπρόσθετο κέρδος από τη μεταπώληση των υποθηκών των σπιτιών. Με ένα χρεόγραφο οι εργάτες υπόσχονταν να πληρώνουν τις δόσεις αποπληρωμής του δανείου στην τράπεζα, με εγγύηση το σπίτι που αγόρασαν. Αυτό το χρεόγραφο η τράπεζα μπορούσε να μεταπωλήσει σε άλλους επενδυτές-εισοδηματίες. Όσο γιγαντωνόταν η φούσκα των στεγαστικών δανείων, τόσο αυξανόταν η ζήτηση για νέες κατοικίες και τόσο ανέβαινε η αξία των κατοικιών. Άρα τόσο ανέβαινε και η αξία των υποθηκευμένων σπιτιών και γίνονταν πιο ελκυστικά για τους εισοδηματίες-επενδυτές τα χρεόγραφα και οι υποθήκες («κι αν δε μου πληρώσει τις δόσεις, θα του πάρω το πανάκριβο σπίτι του»). Ειδικά αφού για αυτά «εγγυούνταν» οι τρεις διαβόητοι ιδιωτικοί οίκοι αξιολόγησης (Standard & Poor’s, Moody’s, Fitch)[10].
Επρόκειτο για μια υπεκφυγή μπροστά στην πτωτική τάση των κερδών, που οπωσδήποτε θα κατέρρεε. Όταν οι δανειολήπτες μισθωτοί άρχισαν να δηλώνουν μαζικά αδυναμία αποπληρωμής, τότε τα δάνεια περιορίστηκαν, οι αγορές νέων κατοικιών κατέρρευσαν μαζί με τις τιμές τους και τα υπεσχημένα κέρδη στους προϋπολογισμούς των τραπεζιτών και των εισοδηματιών καπιταλιστών αποκαλύφτηκαν ψευδή. Ακολούθησαν πτωχεύσεις τραπεζικών κολοσσών, αλλά και βιομηχανιών όπως η General Motors, που βάσιζαν τη λειτουργία τους στα τραπεζικά δάνεια[11]. Κάπως έτσι βγήκε με πρωτοφανώς εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια η σαθρότητα των καπιταλιστικών κερδών κι άρχισε η «οικονομική κρίση» στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Υπολογίζεται ότι σε τέτοια τοξικά δάνεια, ομόλογα και «κέρδη» βασίζεται περισσότερο από την αμερικάνικη η ευρωπαϊκή οικονομία. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση τα κράτη, ως κεντρικά συντονιστικά των καπιταλιστών, αναλαμβάνουν να εγγυηθούν τα κέρδη, δίνοντάς τους αθρόα δάνεια, φοροαπαλλαγές κι επιδοτήσεις και ουσιαστικά αναλαμβάνοντας να καθοδηγήσουν μια διεθνή επιχείρηση καταλήστευσης των εργατικών τάξεων –διαφορετικά και τα δικά τους κρατικά δάνεια θα αποδειχθούν φούσκες, τα κέρδη θα καταρρεύσουν οριστικά και η καπιταλιστική οικονομία θα μπει σε μόνιμη στασιμότητα και αποδιοργάνωση. Είναι η φάση των κρατικών παρεμβάσεων κι ελλειμμάτων. Χαρακτηριστικά, από το 2007 η αμερικάνικη κυβέρνηση έχει δώσει 13 τρισ. δολάρια σε εγγυήσεις προς ιδιωτικές επιχειρήσεις και αντίστοιχα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγοράζει τοξικά ομόλογα από τις υπερεκτεθειμένες εθνικές (ιδίως ισπανικές) τράπεζες. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η Ελλάδα με τα 78 δισ. ευρώ στους τραπεζίτες (28 δισ. από τον Καραμανλή και άλλα 50 δισ. από τον «σοσιαλιστή» Παπανδρέου) ή τη μείωση στη φορολογία των επιχειρήσεων και των μερισμάτων σε νέα χαμηλά ρεκόρ που υλοποιεί το ΠΑΣΟΚ.
Οι τακτικές κρατικής ενίσχυσης του κεφαλαίου με επίθεση στην εργασία για να «ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις», π.χ. με πιο εύκολα δάνεια και κρατικές εγγυήσεις, δεν μπορούν να αποδώσουν μακροπρόθεσμα. Αυτή η πολιτική έχει δοκιμαστεί τόσο από τις ΗΠΑ μετά την κρίση του 1929 όσο και στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990. Το μόνο που «καταφέρνει» είναι η εκτόξευση του δημόσιου χρέους (στην Ιαπωνία έχει ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ), η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα (πάντα ανάμεσα σε 14-20% στις ΗΠΑ το 1929-1940, υψηλότερη από ποτέ στην Ιαπωνία το 2010) και περικοπές σε μισθούς και κοινωνικό κράτος. Μάλιστα είναι συνηθισμένο, αφού οι παραγωγικές επιχειρήσεις δεν αποδίδουν, τα κρατικά δάνεια, που παίρνουν οι καπιταλιστές, να «επενδύονται» σε κερδοσκοπικά παιχνίδια και φούσκες που, όταν σκάσουν, επιδεινώνουν την κατάσταση –αυτή είναι η περίπτωση και της ιαπωνικής φούσκας ακινήτων του ’90 κι εν μέρει της σημερινής σε όλο και περισσότερες χώρες. Ας θυμόμαστε, τέλος, το παράδειγμα της Αργεντινής, που με τέτοια μέτρα «προσπάθησε» –έλεγε η κυβέρνηση– επί τέσσερα χρόνια να αντιμετωπίσει την κρίση που τη χτύπησε το 1997 και το 2001 κήρυξε από πάνω και πτώχευση.
Συμπεράσματα
Η αντεργατική επίθεση μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να σώσει το καπιταλιστικό σύστημα από την κρίση, αφού αυτή οφείλεται στις ανεξάλειπτες εσωτερικές αντιφάσεις του. Αυτό που μπορεί να κάνει προσωρινά είναι η εξαφάνιση του μικρού κεφαλαίου (πτωχεύσεις μικρών επιχειρήσεων μέσα από την υποκατανάλωση και τον οξυμμένο ανταγωνισμό) και η περικοπή του εργατικού κόστους παραγωγής με διάφορα τεχνάσματα[12]∙ πράγματα που οδηγούν σε επιβίωση ή αύξηση των κερδών μεγάλων επιχειρήσεων και σε μονοπωλιακές καταστάσεις (βλέπε σχεδιαζόμενες συγχωνεύσεις σε γαλακτοβιομηχανίες, τράπεζες, Aegean-Ολυμπιακή κ.λπ.). Τελικά όμως αυτό που ιστορικά και θεωρητικά έχει φανεί ότι ακολουθεί, είναι η επίταση του ανταγωνισμού (βλέπε εσωτερικούς ανταγωνισμούς σε ευρωζώνη κι απειλές διάλυσής της), ο οικονομικός πόλεμος μεταξύ κρατών, οι στρατιωτικές επενδύσεις και ο… σώζων εαυτόν σωθήτο.
Για την εργατική τάξη ιδιαίτερα, κάθε υποχώρηση από κεκτημένα δικαιώματα σημαίνει μόνο χειρότερες μέρες –από την άποψη όχι μόνο της φτώχειας κι ανεργίας σήμερα, αλλά κυρίως της αποδοχής ενός δρόμου που οδηγεί στη γιγάντωση των προβλημάτων. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι τα χρηματοπιστωτικά γιατροσόφια τύπου χαμηλότοκων ευρωομολόγων κι «ευρωενισχύσεων» (δηλαδή να μας κλέβουν… φτηνότερα οι τραπεζίτες) ή λαϊκών ομολόγων που αναζητά μέρος της ρεφορμιστικής Αριστεράς –μέχρι και το ΠΑΣΟΚ. Αυτά δεν απαντούν στο κεντρικό ζήτημα: Για ποιον δουλεύει η οικονομία, για τα κέρδη ή τους ανθρώπους; Η δεύτερη επιλογή είναι αλληλένδετη με κάθε νικηφόρα αντεπίθεση από την Αριστερά και το εργατικό κίνημα, που θα φέρνει σε όλο και πιο δύσκολη θέση ένα αποσαθρωμένο και αυτοκαταστρεφόμενο σύστημα. Για να γίνεται εκτός από πιο αναγκαία και πιο πραγματοποιήσιμη η σοσιαλιστική διέξοδος από αυτό. Εναλλακτικά, η κρίση του συστήματος θα ξεπεραστεί προσωρινά για ένα –μικρό ή μεγαλύτερο– διάστημα, πατώντας πάλι πάνω σε πτώματα[12]. Το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης είναι λοιπόν κυρίως πολιτικό και όχι οικονομικό ή δημοσιονομικό πρόβλημα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για παράδειγμα, η τυχαία υπερπαραγωγή προϊόντων από τις διακυμάνσεις της ζήτησης στους σημαντικούς κλάδους της οικονομίας, πράγμα που φέρνει υπερπαραγωγή και στους συναφείς κλάδους και οφείλεται στην άναρχη λειτουργία του αγοραίου καπιταλισμού. Το ίδιο μπορεί να συμβεί εξαιτίας των αυστηρών προθεσμιών πληρωμής στο τραπεζικό σύστημα που, όταν η πώληση «στομώσει», πιέζει ακόμη πιο έντονα τον καπιταλιστή να «ξεπουλήσει» φτηνά και άρα να μην μπορεί να επανεπενδύσει γρήγορα. Άλλοι λόγοι υπερπαραγωγής μπορεί να είναι το πιστωτικό στένεμα σε μια καταναλώτρια χώρα κ.λπ. Κάθε κρίση υπερπαραγωγής δεν οφείλεται σε μειούμενο μέσο ποσοστό κέρδους –αλλά κάθε κρίση λόγω του τελευταίου καταλήγει σίγουρα σε κατάσταση υπερπαραγωγής κεφαλαίου. Για την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, όταν το ποσοστό κέρδους πέφτει, βλέπε: «Το Κεφάλαιο», Καρλ Μαρξ, 1867, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1978, Τόμος ΙΙΙ κεφ. 15, σελ. 317-318.
2. Αυτός είναι και ο νόμος της αξίας κατά τη μαρξιστική διατύπωση. Ακόμη και οι κλωστικές μηχανές, που φτιάχνουν τα υφάσματα, χρωστούν την ανταλλακτική αξία τους στο ότι δεν έπεσαν σαν μάννα από τον ουρανό, αλλά κάποιοι άνθρωποι δούλεψαν για να κατασκευαστούν. Ενώ όμως αυτές απλώς μεταφέρουν αυτή την αξία τους –ως κόστος– στην τιμή των υφασμάτων, οι εργάτριες της βιοτεχνίας που τις χρησιμοποιούν, κάνουν δύο δουλειές ταυτόχρονα. Πρώτον, σαν τις μηχανές μεταφέρουν τη δική τους αξία στο τελικό προϊόν (το μισθολογικό «κόστος» που απαιτείται για να «φτιαχτεί» η εργατική τους δύναμη, δηλαδή για να συντηρούνται στη ζωή). Δεύτερον, δημιουργούν καινούργια αξία –δουλεύοντας παραπάνω απ’ ό,τι χρειάζεται σε αυτές για να ζήσουν· την υπεραξία που καρπώνεται ο εργοδότης τους. Βλ. «Το Κεφάλαιο», Καρλ Μαρξ, 1867, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1978, Τόμος Ι, κεφ. 6, σ. 213.
3. Για παράγοντες που αντιδρούν: «Το Κεφάλαιο», Καρλ Μαρξ, 1867, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1978, Τόμος ΙΙΙ , κεφ. 14.
4. Παρατίθενται στα άρθρα: «The rate of profit and the world today», Chris Harman, «A note on Goldman Sachs and the rate of profit», Joseph Choonara και «Not all Marxism is dogmatism: A reply to Michel Husson», Chris Harman, «International Socialism» τ.115, 124-5, από «The Economics of Global Turbulence», Brenner Robert, 2006 και «The Savings Glut, the Return on Capital and the Rise in Risk Aversion», Daly-Kevin-Ben Broadbent, 2009, Global Economics Paper No185, Goldman Sachs Global Economics, Commodities and Strategy Research.
5. Αναφέρονται στο «Παγκοσμιοποίηση, νεοφιλελευθερισμός, οι εξελίξεις στην Ε.Ε.», Άγγελος Καλοδούκας, 2004, Διεθνιστική Εργατική Αριστερά (σ. 40).
6. Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ μειώθηκε με τον νεοφιλελευθερισμό, μόνο τη δεκαετία του ’80 ως εξής: Αργεντινή από 41% στο 25%, Χιλή από 48% στο 38%, Μεξικό από 38% στο 27%. Αντίστοιχα και άλλα μεγέθη. Για παράδειγμα, στη Χιλή το εργατικό εισόδημα ως ποσοστό της κοινωνικής παραγωγής από 60% επί εργατικών αγώνων την περίοδο Αλιέντε στο 19% επί Πινοσέτ, στο Μεξικό πτώση 70% στο μισθολογικό εισόδημα ως τις αρχές του 2000. Βλέπε: «Η Παγκοσμιοποίηση χωρίς Μάσκα», Τζ. Πέτρας & Χ. Βελτμέγιερ, σελ. 19-21, 112, 199, εκδόσεις ΚΨΜ, 2005).
7. «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, ετήσια έκθεση 2009», ΙΝΕ, ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2009.
8. Ενώ η υποκατανάλωση (μια άλλη όψη της υπερπαραγωγής) συναντιέται σε όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες, στον καπιταλισμό μπορεί να δημιουργεί ή να εντείνει κρίσεις. «[Η φτώχεια των μαζών]…αντιτίθεται στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας [ενώ η πραγματική ικανότητα κατανάλωσης εξαρτάται από τους μισθούς κι όχι τις ανάγκες]». Βλ. «Το Κεφάλαιο», Τόμος ΙΙΙ, κεφ. 15, σελ. 309-310, 324, κεφ. 30, σελ. 609-610.
9. Εμπίπτει στην περίπτωση αύξησης των κερδών με το μη-παραγωγικό κεφάλαιο. Η αύξηση του μη-παραγωγικού ή πλασματικού κεφαλαίου (π.χ. χρηματιστικού που φουσκώνει πλαστά κέρδη ή των πολεμικών κι αστυνομικών δαπανών) αποτελεί επίσης παράγοντα αναστολής της πτώσης του ποσοστού κέρδους. Το μη-παραγωγικό κεφάλαιο είναι μια επένδυση που «υπόσχεται» ότι θα φέρει κέρδη –από τη νίκη σε έναν πόλεμο ή την πετυχημένη επέκταση της παραγωγής και των κερδών μετά τη δανειοδότηση ή και από το τίποτα μερικές φορές. Όταν η προσδοκία φυσικά διαψευσθεί, μεγάλο κομμάτι της δηλούμενης υπεραξίας διαγράφεται, τα κέρδη επιστρέφουν στα πραγματικά χαμηλά τους και το επιχειρηματικό «κλίμα» πλήττεται. Για πλασματικό κεφάλαιο βλ. και «Το Κεφάλαιο», Τόμος ΙΙΙ , κεφ. 29.
10. Είχαν κίνητρο σοβαρό, αφού οι τράπεζες, που κατάφερναν και πουλούσαν τις υποθήκες με κατατμημένη-καμουφλαρισμένη μορφή CDOs, τους έδιναν ποσοστά. Άλλωστε η κερδοσκοπική φύση αυτών των «αξιολογητών» είναι αυτή που τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε ρεαλιστική αξιολόγηση στην περίπτωση της κατάρρευσης της Enron το 2001 ή της Lehman Brothers το 2008 ή της ισλανδικής οικονομίας, λίγες μέρες πριν όλες αυτές κηρύξουν πτώχευση. Και τα πορίσματα αυτών των οίκων αποτελούν επιχείρημα στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και την αναγκαιότητα των αντεργατικών μέτρων…
11. Στις μέρες μας τα χαμηλά π.κ. του παραγωγικού τομέα διεθνώς σημαίνουν ότι και βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο, εκτός από το τραπεζικό, οδηγούνται όλο και περισσότερο σε χρηματοπιστωτικές επενδύσεις και φούσκες. Για παράδειγμα, το 2008 το 40% του εισοδήματος της General Electric, η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία στον κόσμο, προερχόταν από το χρηματιστικό της βραχίονα GE Capital («Zombie Capitalism», Κρις Χάρμαν, σελ. 285, Bookmarks Publications 2009). Αυτό σημαίνει για το παγκόσμιο σύστημα ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια κι εξάρτηση από τα κρατικά χρέη και τις κρατικές παρεμβάσεις. Οι αναλύσεις των Λένιν και Μπουχάριν για το χρηματιστικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό έρχονται ξανά στο προσκήνιο, ίσως ισχυρότερα από ποτέ.
12. Η «πτώχευση» της Αργεντινής σήμαινε ότι δεσμεύθηκαν οι καταθέσεις των μισθωτών, αλλά όχι οι λογαριασμοί των επιχειρήσεων…
13. Σε αντίθεση με ό,τι συχνά πιστεύεται, οι ΗΠΑ βγήκαν από την κρίση του 1929 μόνον όταν μπήκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όχι με τον «κεϊνσιανισμό» του Ρούσβελτ. Βλ. «The slump of the 1930s and the crisis today», Chris Harman, International Socialism, τ.121.