Οπισθοχώρηση για τον Τσάβες
Του Λι Σάσταρ
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του 2007 του αμερικανικού περιοδικού «International Socialist Review» που εκδίδει η οργάνωση ISO.
Η συζήτηση μέσα στη βενεζουελάνικη Αριστερά γύρω από την καταψήφιση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του προέδρου Ούγκο Τσάβες άρχισε σχεδόν αμέσως με την ανακοίνωση –τα ξημερώματα της 3ης Δεκέμβρη– της επικράτησης του «όχι» που υποστήριζε η αντιπολίτευση (με την οριακή διαφορά βέβαια του 51% προς 49%). Ενώ οι ψήφοι της Δεξιάς αυξήθηκαν κατά 300.000 σε σχέση με τις προεδρικές εκλογές που είχαν γίνει περίπου έναν χρόνο πριν, οι ψήφοι υπέρ του Τσάβες μειώθηκαν κατά 3.000.000 κυρίως λόγω αποχής. Γιατί λοιπόν η «Μπολιβαριανή Επανάσταση» (ο Μπολιβάρ ήταν ηγέτης του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της περιοχής στο 19ο αιώνα) που επιχειρεί ο Τσάβες υπέστη αυτή τη σημαντική οπισθοχώρηση;
Η συζήτηση πολύ γρήγορα άναψε, στους δρόμους, στις συναντήσεις και στα
μπλογκ συζήτησης του Ίντερνετ. Οι Τσαβίστας είχαν εφησυχάσει έπειτα από
10 διαδοχικούς εκλογικούς θριάμβους, από τότε που ο Τσάβες εξελέγη για
πρώτη φορά, δηλ. από τον Δεκέμβριο του 1998. Οι προτάσεις για επέκταση
των εξουσιών και των δημοσιονομικών αρμοδιοτήτων των κοινοτικών
συμβουλίων, καθώς και για ενδυνάμωση του ρόλου του κράτους στην
οικονομία αποδείχθηκε ότι δεν άρεσαν στα μετριοπαθή στελέχη της
κυβέρνησης. Επίσης, το καινούργιο κόμμα, το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα
της Βενεζουέλας (PSUV), το οποίο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Τσάβες,
φάνηκε ότι κυριαρχείται από γραφειοκράτες που απέτυχαν να
κινητοποιήσουν τη βάση των ακτιβιστών του κόμματος. Από την άλλη η
άγρια αντικομμουνιστική εκστρατεία της σκληροπυρηνικής Δεξιάς
–εκστρατεία που προωθήθηκε από τα ιδιωτικά ΜΜΕ, την καθολική εκκλησία,
τις εργοδοτικές ενώσεις, καθώς και από ομάδες που χρηματοδοτούνται από
τις ΗΠΑ (ειδικά φοιτητικά γκρουπ)– δημιούργησε αμφιβολίες και φόβο. Οι
εργάτες και άλλα φτωχά στρώματα δεν έδειξαν διατεθειμένοι να υπομένουν
άλλο τον πληθωρισμό και τις ελλείψεις βασικών καταναλωτικών αγαθών,
όπως το κοτόπουλο, το γάλα, το βοδινό, τα αυγά και το λάδι, τόσο στα
κρατικά όσο και στα ιδιωτικά καταστήματα. Η διαφθορά στο κράτος, η
οποία είναι από χρόνια παγιωμένη στη Βενεζουέλα, είχε επιτείνει τη
λαϊκή δυσαρέσκεια. Στη βάση των Τσαβίστας υπήρξε επίσης σύγχυση εξ
αιτίας της πολυπλοκότητας των μεταρρυθμίσεων, αλλά και των προτάσεων
για κατάργηση των περιορισμών στη διάρκεια της προεδρικής θητείας, για
συγκέντρωση επιπλέον πολιτικής δύναμης στην εκτελεστική εξουσία και για
το χτίσιμο του σοσιαλισμού. Πολύ φιλο-Τσαβικοί κυβερνητικοί
αξιωματούχοι σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις αντιτίθονταν στις μεταρρυθμίσεις
και δεν έκαναν τίποτε για να οργανώσουν την υποστήριξή τους. Ο ίδιος ο
Τσάβες αδιαφόρησε για την προεκλογική εκστρατεία του δημοψηφίσματος,
προτιμώντας να πραγματοποιεί διεθνή ταξίδια και να εμπλέκεται, την ίδια
περίοδο, σε διπλωματικά επεισόδια με τον βασιλιά της Ισπανίας και τον
πρόεδρο της γειτονικής Κολομβίας.
Κατακτήσεις
Όλα αυτά αποτελούν σημαντικούς παράγοντες όσον αφορά την κατανόηση της
ήττας στο δημοψήφισμα. Ωστόσο, αποτελούν απλώς συμπτώματα ενός
βαθύτερου προβλήματος που βρίσκεται στην καρδιά του εγχειρήματος του
Τσάβες, δηλαδή στους περιορισμούς μιας επαναστατικής αλλαγής που θέλει
να ξεκινήσει από το κράτος.
Βεβαίως οι αλλαγές είναι σημαντικές, όπως απέδειξε και ο οικονομολόγος
Μαρκ Βάισμπροτ σε ένα πρόσφατο άρθρο του: «Η κυβέρνηση Τσάβες έχει
εξασφαλίσει υπηρεσίες υγείας για τη συντριπτική πλειονότητα των φτωχών
Βενεζουελάνων, έχει επιδοτήσει τη σίτιση και έχει αυξήσει την πρόσβαση
στην εκπαίδευση. Η κατά κεφαλήν πραγματική (αποπληθωρισμένη) κοινωνική
δαπάνη έχει αυξηθεί κατά 314% στα οκτώ χρόνια της διακυβέρνησης του
Τσάβες (!). Το ποσοστό των νοικοκυριών που ζουν στο επίπεδο της
φτώχειας έχει μειωθεί κατά 38% – και αυτό αν λάβουμε υπόψη μας μόνον το
χρηματικό εισόδημα και όχι το κοινωνικό εισόδημα όπως είναι οι
υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης».
Παρ’ όλα αυτά, το κράτος, παρότι επιβάλλει πιο επιθετικά την
είσπραξη των φόρων, δεν έχει πιέσει τη βενεζουελάνικη αστική τάξη –την
ολιγαρχία– μέσω υψηλότερης φορολόγησης ή μέσω απαλλοτρίωσης της
ιδιοκτησίας της. Αντίθετα, οι δραστικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στη
Βενεζουέλα, οι οποίες έχουν ωφελήσει τους φτωχούς, έχουν χρηματοδοτηθεί
σχεδόν αποκλειστικά από τα έσοδα της κρατικής πετρελαιοβιομηχανίας, της
PDVSA. Αξίζει εδώ να πούμε ότι όσες εθνικοποιήσεις έγιναν,
περιορίστηκαν στον τομέα του πετρελαίου και σε εξαγορές των
επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών και ηλεκτρισμού οι οποίες ανήκαν έτσι κι
αλλιώς παλιότερα στο κράτος. Μάλιστα, οι μέτοχοι εισέπραξαν από την
κυβέρνηση ως αντάλλαγμα για τις μετοχές τους την –υψηλή–
χρηματιστηριακή τιμή τους. Η αγροτική μεταρρύθμιση είναι εκτεταμένη.
Όμως και σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση δίνει «δίκαιες» αποζημιώσεις
στους μεγαλογαιοκτήμονες. Την ίδια στιγμή τα κέρδη των τραπεζών έχουν
γίνει δυσθεώρητα, ενώ το προκλητικά ορατό «μπουμ» στην κατανάλωση των
μεσοστρωμάτων ανάγκασε τον ίδιο τον Τσάβες να παραπονεθεί για την
«επανάσταση των Χάμερ», αναφερόμενος στα πολυτελή τζιπ που προτιμούν τα
ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης και οι πλούσιοι.
Από την άλλη πλευρά, οι εταιρείες του αγροτικού τομέα, αλλά και οι
εταιρείες διανομής, μπόρεσαν να περιορίσουν την παραγωγή τροφίμων ή να
διοχετεύσουν προϊόντα που προορίζονταν για τα επιδοτούμενα από το
κράτος μανάβικα, στη μαύρη αγορά, πλήττοντας έτσι άμεσα την κοινωνική
βάση του Τσάβες και κάνοντας την κυβέρνηση να φαίνεται
αναποτελεσματική. «Τα μεσοβέζικα κυβερνητικά μέτρα κρατικού
παρεμβατισμού και ριζοσπαστικής ρητορικής ήταν αρκούντως “προκλητικά”
για να προξενήσουν την αντίσταση των μεγάλων εταιρειών και τη φυγάδευση
κεφαλαίων στο εξωτερικό, από την άλλη όμως ήταν ανεπαρκή στο να
δημιουργήσουν εναλλακτικούς θεσμούς παραγωγής και διανομής», έγραφε ο
ειδικός σε θέματα Λατινικής Αμερικής Τζέιμς Πέτρας αμέσως μετά το
δημοψήφισμα. «Με άλλα λόγια οι διαρκείς κρίσεις πληθωρισμού, οι
ελλείψεις, καθώς και η φυγάδευση κεφαλαίου θέτουν υπό αμφισβήτηση τη
σημερινή μπολιβαριανή πρακτική της μικτής οικονομίας, η οποία βασίζεται
στη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η οποία χρηματοδοτεί ένα
εκτεταμένο κοινωνικό κράτος», συνέχιζε ο Πέτρας.
Οι μεταρρυθμίσεις
Το μεγάλο κεφάλαιο έδρασε κατ’ αρχάς οικονομικά μποϊκοτάροντας και
σπάζοντας το σιωπηρό «κοινωνικό συμβόλαιο» με την κυβέρνηση Τσάβες.
Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο σήμαινε μια άρρητη συμφωνία μεταξύ των δύο
μερών: μεγάλα κέρδη και υψηλοί ρυθμοί επενδύσεων για τους μεν και
αύξηση της απασχόλησης και της λαϊκής κατανάλωσης για τους δε. Τώρα, με
την πανίσχυρη υποστήριξη και την επέμβαση των συνεργατών τους από τις
ΗΠΑ, οι μεγάλες εταιρείες της Βενεζουέλας προχώρησαν και σε πολιτικό
επίπεδο και, εκμεταλλευόμενες τη λαϊκή δυσαρέσκεια, μπλόκαραν τις
προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ο Αλφόνσο Άλβαρες που
διοργάνωσε την εναρκτήρια συνάντηση της Ένωσης των Μπολιβαριανών
Σοσιαλιστών Οικονομολόγων, μερικές εβδομάδες πριν από το δημοψήφισμα,
συνόψισε πολύ χαρακτηριστικά το πρόβλημα: «Προσπαθούμε να κάνουμε τη
μετάβαση στο σοσιαλισμό, όμως ακόμη έχουμε ένα αστικό κράτος».
Αυτό είναι ένα επιχείρημα πολύ συνηθισμένο στην Αριστερά των
ακτιβιστών, η οποία στη μεγάλη της πλειοψηφία υποστήριξε το «ναι» στο
δημοψήφισμα εξαιτίας των προτάσεων που στόχευαν στην ενίσχυση της
εξουσίας των τοπικών κοινοτικών συμβουλίων και των «κομμούνων» που
υπάρχουν σε επίπεδο πόλεων, τα οποία θα ανελάμβαναν κάποιες από τις
αρμοδιότητες των δημάρχων και των τοπικών κυβερνητών (μια προοπτική
καθόλου ευχάριστη στους περισσότερους από αυτούς τους αξιωματούχους
–των Τσαβίστας συμπεριλαμβανομένων). Άλλες προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις
περιλάμβαναν την παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου και στους
δεκαεξάχρονους, την κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των ομοφυλόφιλων
(γκέι και λεσβιών), την εισαγωγή εργάσιμης εβδομάδας 36 ωρών, την
ενίσχυση της αγροτικής μεταρρύθμισης και την εξασφάλιση ασφαλιστικών
δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους στον ανεπίσημο τομέα της οικονομίας
(στην παραοικονομία). Οι μεταρρυθμίσεις προέβλεπαν επίσης την
εγκαθίδρυση συμβουλίων εργατών, αγροτών, φοιτητών και άλλων κοινωνικών
ομάδων.
Άλλες μεταρρυθμίσεις, όμως, αποτέλεσαν σημείο τριβής ακόμη και στο
εσωτερικό του στρατοπέδου Τσάβες. Παράλληλα με την κατάργηση του
περιορισμού των ορίων της προεδρικής θητείας, αυτές οι προτάσεις
περιλάμβαναν και τη δημιουργία ενός απεριόριστου αριθμού διορισμένων
αντιπροέδρων οι οποίοι θα προΐσταντο στις νεοδημιουργημένες
ομοσπονδιακές περιφέρειες. Επίσης περιλάμβαναν νέες εξουσίες μέσω των
οποίων θα μπορούσε να κηρύσσεται κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα
περιοριζόταν το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Τέλος προβλεπόταν η αύξηση
των υπογραφών που απαιτούνται προκειμένου να ανακληθεί ένας εκλεγμένος
αξιωματούχος.
Αυτή η κριτική που προερχόταν από την Αριστερά, δεν πρέπει σε καμία
περίπτωση να συγχέεται με την εκστρατεία άγριας διαστροφής της
πραγματικότητας στην οποία επιδόθηκαν τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ, τα οποία
παρουσίασαν τη συνταγματική μεταρρύθμιση ως μια δικτατορική αρπαγή της
εξουσίας από τον Τσάβες. Η έλλειψη περιορισμού όσον αφορά το πόσες
φορές μπορεί να επανεκλεγεί κάποιος πρόεδρος ή πρωθυπουργός είναι
κανόνας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Εξ άλλου η πρόταση για
επέκταση των εξουσιών του κράτους κατά την κήρυξη έκτακτης ανάγκης
προέκυψε ως ανάγκη για να υπερασπιστεί η χώρα τον εαυτό της από ένα
ακόμη αμερικανικής έμπνευσης και υποστήριξης πραξικόπημα. Η κριτική της
Αριστεράς ήταν ότι δεν μπορούσε να βασιστεί κανείς στο κράτος και τις
ένοπλες δυνάμεις για να υπερασπίσει αυτό που οι Βενεζουελάνοι αποκαλούν
«επαναστατική διαδικασία», καθώς ήταν ακριβώς τμήματα αυτού του στρατού
που αποπειράθηκαν το πραξικόπημα του 2002.
Σε κάθε περίπτωση, οι αντιθετικές εκτιμήσεις και στάσεις απέναντι σε
αυτά τα προτεινόμενα μέτρα –αλλά και η μόλις ενός μηνός διάρκεια της
προεκλογικής περιόδου μέσα στην οποία έπρεπε να εξηγηθούν και να
υποστηριχτούν ιδέες όπως «κοινωνική ιδιοκτησία»– αναντίρρητα υπονόμευσε
την αποτελεσματικότητα των Τσαβίστας όσον αφορά την κινητοποίηση των
ψηφοφόρων τους. Εξάλλου το PSUV, που ενέταξε στις γραμμές του περίπου
έξι εκατομμύρια μέλη στη διάρκεια της χρονιάς, δεν έχει πραγματοποιήσει
ακόμη το ιδρυτικό του συνέδριο και μόνο μια σχετικά μικρή μειοψηφία
δραστηριοποιήθηκε γύρω από το δημοψήφισμα. Αν είχαν ψηφίσει όλα τα μέλη
του PSUV υπέρ των μεταρρυθμίσεων, τότε το κόμμα θα είχε κερδίσει στο
δημοψήφισμα και μάλιστα με σημαντική διαφορά.
Η Δεξιά
Η Δεξιά, αντίθετα, υπήρξε πειθαρχημένη και στοχοπροσηλωμένη. Έχοντας
αποτύχει να ανατρέψει τον Τσάβες με το πραξικόπημα του 2002 που
υποστήριξαν οι ΗΠΑ, αλλά και με το λοκ-ουτ της πετρελαιοβιομηχανίας
μερικούς μήνες αργότερα, τελικά η Δεξιά οδηγήθηκε στην πολυδιάσπαση,
ειδικά αφότου ο Τσάβες κατανίκησε την προσπάθειά τους να πετύχουν την
απομάκρυνσή του από την προεδρία είτε με την απόπειρα ανάκλησής του το
2004 είτε με τις εκλογές του 2006. Ωστόσο, η αντιπολίτευση έλαβε ένα
αναπάντεχο δώρο όταν ο πρώην υπουργός Άμυνας κ αι συνταξιούχος, πλέον,
στρατηγός Ραούλ Μπαντουέλ, που είχε υπάρξει για πολλά χρόνια σύμμαχος
του Τσάβες, ανακοίνωσε την αντίθεσή του στις συνταγματικές
μεταρρυθμίσεις, τις κατήγγειλε ως «πραξικόπημα» και ουσιαστικά κάλεσε
το στρατό να αντισταθεί ενάντια σε αυτές. Δεν είναι ξεκάθαρο το μέγεθος
της υποστήριξης που έχει ο Μπαντουέλ μέσα στο στρατό, ωστόσο το σώμα
των αξιωματικών πιθανώς να είχε αποστασιοποιηθεί από τον Τσάβες
εξαιτίας μιας προτεινόμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης η οποία
μετέθετε τις αποφάσεις για τις προαγωγές των αξιωματικών αποκλειστικά
στη δικαιοδοσία του προέδρου.
Στο μεταξύ, φοιτητές προερχόμενοι από τη μεσαία τάξη, στα μεγάλα
κρατικά και ιδιωτικά πανεπιστήμια βγήκαν στους δρόμους, παρουσιάζοντας
τους εαυτούς τους ως ειρηνικούς πολέμιους μιας «δικτατορίας». Κι αυτό
ακόμη και τη στιγμή που ακροδεξιοί τραμπούκοι προέβαιναν σε βίαιες
επιθέσεις κατά των φιλο-Τσαβικών φοιτητών και πανεπιστημιακών. Η
Αμερικανοβενεζουελάνη δικηγόρος Έβα Γκόλινγκερ, αλλά και πολλοί άλλοι,
έχει στοιχειοθετήσει τη χρηματοδότηση τόσο των φοιτητικών όσων και
άλλων ομάδων της αντιπολίτευσης από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Το μοντέλο
που χρησιμοποιήθηκε για να στηθούν οι φοιτητικές διαδηλώσεις ήταν
παρόμοιο με αυτό των «έγχρωμων επαναστάσεων» που υποστήριξαν οι ΗΠΑ την
τελευταία δεκαετία, οι οποίες ανέτρεψαν κυβερνήσεις σε χώρες όπως η
Σερβία, η Ουκρανία, η Γεωργία, ο Λίβανος και το Κιργιστάν (σύμφωνα με
μια αναφορά οι φοιτητές της Βενεζουέλας εκπαιδεύτηκαν στο Βελιγράδι).
Περιμένοντας ότι θα ηττηθεί στο δημοψήφισμα, η Δεξιά είχε προετοιμαστεί
να ξεκινήσει μια εκστρατεία διαμαρτυρίας ενάντια στη «νοθεία». Αν τα
έγγραφα που παρουσίασε η κυβέρνηση της Βενεζουέλας ως ραπόρτο της CIA
είναι ακριβή, τότε η αντιπολίτευση σχεδίαζε να κλιμακώσει μια ατέρμονη
σειρά διαμαρτυριών προκειμένου να αναγκάσει τον Τσάβες να παραιτηθεί.
Μετά το δημοψήφισμα η αντιπολίτευση προσπάθησε να αλλάξει τακτική,
υποστηρίζοντας ένα κοινωνικό συμβόλαιο που προφανώς στόχευε στο
κέρδισμα των πιο συντηρητικών στοιχείων της κυβέρνησης, καθώς και
κομματιών των πρώην ψηφοφόρων του Τσάβες που απείχαν από το
δημοψήφισμα. Όμως ταυτόχρονα αναμένονται κι άλλες αντικυβερνητικές
διαδηλώσεις υπό την καθοδήγηση της Ουάσινγκτον. Θα εστιάζονται πιθανόν
στο ζήτημα των υψηλών ποσοστών εγκληματικότητας ή στο ζήτημα των
ελλείψεων τροφίμων. Το μοντέλο που ίσως χρησιμοποιήσουν είναι αυτό που
χρησιμοποιήθηκε και στης Χιλής του Σαλβαντόρ Αλιέντε και της κυβέρνησης
της Λαϊκής Ενότητας, όπου ένα μακροχρόνιο οικονομικό σαμποτάζ μαζί με
της διαδηλώσεις της «κατσαρόλας» έθεσαν τις βάσεις για το στρατιωτικό
πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ το 1973.
Η Αριστερά
Όσον αφορά την Αριστερά, το site Aporrea.org είναι γεμάτο με συζητήσεις
και αντιπαραθέσεις. Η ίδια η κυβέρνηση έδωσε τη δυνατότητα να ακουστούν
φωνές κριτικής ακόμη και στα κρατικά μέσα ενημέρωσης. Σημαντικές
οργανώσεις και ομάδες εξέδωσαν ανακοινώσεις καλώντας σε αριστερή στροφή
και σε άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης τροφίμων, των
χαμηλών μισθών και του πληθωρισμού, ενώ παράλληλα πήραν την πρωτοβουλία
για οργάνωση λαϊκών κινητοποιήσεων. Ωστόσο, το ζήτημα της οργάνωσης
αυτών των αγώνων είναι προς κατάκτηση. Γιατί, έπειτα από εννιά χρόνια
ύπαρξης της λεγόμενης «επαναστατικής διαδικασίας», αυτό που αποκαλούν
οι Βενεζουελάνοι «οργανώσεις της βάσης» παραμένουν σχετικά μικρές και
επικεντρωμένες σε τοπικά ζητήματα. Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται από τις
διαιρέσεις στην εργατική συνομοσπονδία της χώρας, την Εθνική Ένωση
Εργατών (UNT), η οποία δημιουργήθηκε το 2003 ως διάσπαση της παλιάς
διεφθαρμένης και διαβρωμένης από τις ΗΠΑ εργατικής συνομοσπονδίας, της
CTV.
Σήμερα, η UNT έχει διασπαστεί σε πέντε διαφορετικά ρεύματα τα οποία
λειτουργούν, λιγότερο ή περισσότερο, ανεξάρτητα. Η πιο ισχυρή από αυτές
τις παρατάξεις είναι το ριζοσπαστικό ταξικό ρεύμα C-CURA, το οποίο και
το ίδιο έχει διασπαστεί γύρω από το ζήτημα της εισόδου ή όχι στο PSUV,
καθώς και το ζήτημα της υποστήριξης ή όχι της συνομοσπονδίας. Ο πιο
γνωστός ηγέτης του C-CURA, ο Ορλάντο Τσιρίνο, δυσαρέστησε τη
συντριπτική πλειοψηφία της Αριστεράς, δηλώνοντας την αντίθεσή του στις
προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του Τσάβες, συμμετέχοντας σε πάνελ στο
πλευρό των ηγετών της CTV και δίνοντας αφειδώς συνεντεύξεις στα ΜΜΕ που
υποστηρίζουν την αντιπολίτευση. Μια άλλη πτέρυγα της C-CURA, στην οποία
ηγείται ο Στάλιν Πέρες Μπόρχες και οι σύμμαχοί του, ίδρυσε το ρεύμα
Μαρέα στο εσωτερικό του PSUV και υποστήριξε τις συνταγματικές
μεταρρυθμίσεις ως μέσο για να ηττηθεί η Δεξιά αλλά και για να παλέψουν
στο πλευρό των πιο δραστήριων και συνειδητών κομματιών της εργατικής
τάξης και των φτωχών.
Διέξοδος
Βραχυχρόνια, το PSUV θα αποτελέσει πιθανόν ένα πεδίο συζήτησης,
αντιπαράθεσης και ανασύνθεσης της Αριστεράς. Οι αγωνιστές από το Μαρέα
ζητούν ένα κόμμα χωρίς γραφειοκράτες, χωρίς διεφθαρμένα στοιχεία και
χωρίς αφεντικά, και αναμένουν να στήσουν συμμαχίες με ακτιβιστές της
βάσης που έχουν αντίστοιχες απόψεις. Είναι εντελώς άγνωστο αν το PSUV
θα επιτρέψει μια τόσο διεξοδική συζήτηση αλλά και την ανοιχτή
λειτουργία οργανωμένων ρευμάτων. Όμως η ήττα στο δημοψήφισμα έχει
αφήσει αναντίρρητα χώρο για να ακούγονται οι φωνές κριτικής μέσα στο
κόμμα. Όταν ο Τσάβες δήλωσε πως η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων ήταν
ένδειξη ότι οι Βενεζουελάνοι πιθανόν δεν ήταν αρκετά «ώριμοι» για τον
σοσιαλισμό, η Αριστερά απάντησε με ένα κύμα γραμμάτων, κυρίως στο
Ίντερνετ, ότι αυτοί που δεν είναι έτοιμοι για μια ριζική αλλαγή είναι
οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι.
Ο Γκονζάλο Γκόμες, υποστηρικτής του Μαρέα και εκλεγμένος
αντιπρόσωπος του PSUV από το μπάριο (φτωχογειτονιά) Κάτια του Καράκας,
εξηγούσε την αντιπαράθεση που γίνεται σε ένα άρθρο του γραμμένο για τα
μέλη του κόμματος: «Η επικύρωση των μελών του κόμματος δεν βασίστηκε
από την αρχή στη στρατολόγηση και την πρωταρχική συσσώρευση στελεχών
και πολιτικών ακτιβιστών από τα κοινωνικά κινήματα και από τα όργανα
λαϊκής εξουσίας, αλλά αντίθετα οργανώθηκε σε γεωγραφική βάση όπου οι
εργάτες και οι αγρότες ήταν μια διασκορπισμένη μάζα, με έναν πολυταξικό
και αδόμητο τρόπο. Πολλοί προσχωρούσαν απλώς και μόνον επειδή τους
ενθάρρυνε προς αυτήν την κατεύθυνση το αφεντικό τους». Γι’ αυτό ο
Γκόμες υποστηρίζει ότι οι αριστεροί αγωνιστές μέσα στο κόμμα πρέπει να
πιέσουν για να υπάρξει αναδιοργάνωση του PSUV. «Είναι πολύ σημαντικό να
χαράξουμε ένα σχέδιο αγώνα προκειμένου να προωθήσουμε συγκεκριμένες
επαναστατικές αλλαγές και να προχωρήσουμε παραπέρα όχι μόνο μέσα από το
PSUV, αλλά και μέσα από μια λαϊκή συνάθροιση που θα περιλαμβάνει
κοινωνικά κινήματα, κοινοτικά συμβούλια και άλλα».
«Ευτυχώς», προσθέτει, «αν η ήττα στο δημοψήφισμα έχει και ένα καλό,
αυτό είναι η βαθιά αντανάκλασή της και η συζήτηση που πυροδότησε μέσα
στο κόμμα και μέσα στο επαναστατικό κίνημα».
Εκτιμήσεις αγωνιστών
Ο Πολ Χέιστ, Βρετανός συνδικαλιστής που ζει στην Κολομβία, συγκέντρωσε αυτές τις δηλώσεις ακτιβιστών από τη Βενεζουέλα.
Ντάλια Πέρες, Μπαρκισιμέτο: Ο πρόεδρος για χρόνια υποστηρίζει
ανθρώπους που έχουν λίγους πόρους επιβίωσης και προτείνει δράσεις ώστε
να συνεχιστεί η βοήθεια προς τους πιο φτωχούς, όπως για παράδειγμα μέσα
από τα κοινοτικά συμβούλια. Πιστεύω πως η αποχή ήταν αποτέλεσμα
αυτάρκειας, έλλειψης πολιτικής ωριμότητας, και αγνωμοσύνης, ωστόσο το
κύριο πρόβλημα είναι η καθημερινή πραγματικότητα της εγκληματικότητας
και του γκανγκστερισμού στα μπάριος.
Η εκστρατεία απέτυχε να οργανώσει κανονικές πολιτικές συζητήσεις
προκειμένου να εξηγήσει και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα
μειονεκτήματα που έχουν ο σοσιαλισμός και ο καπιταλισμός. Μερικοί απλώς
ήθελαν να πάρουν από την επανάσταση, και γι’ αυτούς δεν έχει σημασία αν
ψήφισαν ή όχι. Αυτοί που απείχαν πρέπει να δεχτούν την ανευθυνότητά
τους…
Χοσέ Ρόχας, Μπάριο Ελ Χουνκίτο, Καράκας: Ελπίζω ο πρόεδρος να
αντεπιτεθεί. Μου φαίνεται ότι οι πολιτικοί επέδειξαν υπερβολική
σιγουριά στην προεκλογική εκστρατεία, ωστόσο τώρα πρέπει να
προχωρήσουμε στην αντεπίθεση.
Πάμπλο Τρινιντάντ, Κούα: Πρέπει να δούμε τι έγινε με αυτούς τους Τσαβίστας που έμειναν στο σπίτι τους, πρέπει να δούμε το τι συμβαίνει με το λαό.
Επιπλέον
πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα είναι μόνον οι πολιτικοί στα ΜΜΕ
αυτοί που θα επηρεάζουν αυτή τη «σκοτεινή» κοινή γνώμη, αλλά ότι όλοι
οι Βενεζουελάνοι θα συμμετάσχουν στην πολιτική. Πρέπει να οργανωθούμε,
να βγούμε στους δρόμους, να χτίσουμε αυτήν την κοινότητα, αυτά τα
συμβούλια… Πρέπει να σεβαστούμε τον πρόεδρό μας και να φέρουμε ξανά
στις κάλπες τους συγχυσμένους ψηφοφόρους που απείχαν. Ο αγώνας
συνεχίζεται, σύντροφοι –αυτός δεν τέλειωσε. Και όποιος δεν το πιστεύει
δεν του αξίζει να ονομάζεται επαναστάτης.
Φρανσίσκο Ακούνια, Βαλένσια: Νομίζω ότι ένας από τους λόγους της
ήττας ήταν από τη μια οι σκόρπιες προσπάθειες για την οργάνωση του
PSUV, και από την άλλη η συζήτηση γύρω από τη μεταρρύθμιση. Από τα έξι
εκατομμύρια μέλη, μόνον το ένα εκατομμύριο και κάτι παρακολούθησε τις
συγκεντρώσεις. Το PSUV δεν έχει οργανωθεί και ειδικά αυτή η μάχη (του
δημοψηφίσματος) το βρήκε εξαιρετικά απροετοίμαστο. Πιστεύω στο PSUV,
θεωρώ ότι είναι αναγκαίο, αλλά επίσης θεωρώ ότι ήταν λάθος το να
αφήσουμε για μετά το δημοψήφισμα το ζήτημα της οργάνωσης του κόμματος.
Ραμόν Πράντα, Καράκας: Αυτό που συνέβη ήταν το καλύτερο που θα
μπορούσε να συμβεί. Αν λάβουμε υπόψη μας τον αντίπαλο που
αντιμετωπίζαμε, δεν θα μας έφτανε το να κερδίσουμε στο δημοψήφισμα με
οριακή διαφορά. Αν δεν επρόκειτο να κερδίσουμε με ικανοποιητική
διαφορά, τότε ήταν καλύτερα να χάσουμε. Η άμεση αναγνώριση της νίκης
των αντιπάλων μας, χωρίς προσφυγή σε θεωρίες συνωμοσίες, υιοθετήθηκε
από ολόκληρο το κίνημά μας με ένα πειθαρχημένο τρόπο, πράγμα που έσωσε
τη χώρα από, ποιος ξέρει πόση, αχρείαστη βία.
Στάλιν Πέρες, Βίλμα Βίβας, Μάρκο Γκαρσία και Ίσμαελ Χερνάντες, Εθνική Ένωση Εργατών (UNT):
Τι πρέπει να κάνουμε; Αν θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας αυτή την
κατάσταση και να εξασφαλίσουμε ότι η επαναστατική διαδικασία θα
μπορέσει να βαθύνει ακόμη περισσότερο, τότε θα πρέπει να περάσει όλη η
εξουσία στο λαό και τις οργανώσεις του. Το συνέδριο του PSUV πρέπει να
γίνει ένας πιο δημοκρατικός οργανισμός όπου όλοι θα μπορούν να
σκέφτονται, να προτείνουν, να κριτικάρουν και να αποφασίζουν την
καλύτερη δυνατή πορεία για την μπολιβαριανή επανάσταση, χωρίς τους
περιορισμούς ή τις γραφειοκρατικές παρεμβάσεις που εμποδίζουν την
ελεύθερη συζήτηση. Έχουμε απόλυτη βεβαιότητα ότι εκατοντάδες χιλιάδες
Βενεζουελάνων θα συνεχίσουν να προωθούν τη σοσιαλιστική προοπτική και
ότι σε αυτή την πορεία θα αντισταθούν σε οποιεσδήποτε επιθέσεις
επιχειρήσει να κάνει η Δεξιά. Όμως αυτή η βεβαιότητα πρέπει να
συνοδευτεί από ενότητα και οργάνωση, καθώς και από το χτίσιμο ενός
χώρου όπου θα μπορούμε να συζητάμε όλα αυτά τα προβλήματα.