Ο Τζόελ Γκάιερ εξηγεί γιατί η οικονομική κρίση που συγκλόνισε τις ΗΠΑ τους προηγούμενους μήνες είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθεί. Το κείμενο υπάρχει στο πρόσφατο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού «International Socialist Review» (Νο 57, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008).
του Joel Geier
Τ α τελευταία πέντε χρόνια η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε κατά 5% περίπου το χρόνο. Ο ρυθμός αυτός είναι ο μεγαλύτερος που σημειώθηκε από το 1973, από τότε δηλαδή που τελείωσε η μακρόχρονη άνθηση η οποία υπήρξε τη μεταπολεμική περίοδο. Το τωρινό μπουμ, που είχε ως επίκεντρο τις «αναδυόμενες οικονομίες» της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας και της Ρωσίας, απειλείται πλέον από τις «φούσκες» που έσκασαν –τόσο τη χρηματοπιστωτική όσο και τη στεγαστική– στις αναπτυγμένες χώρες, ιδίως στις ΗΠΑ όπου διαφαίνεται σοβαρά το φάσμα της ύφεσης.
Προκειμένου να βγουν από την προηγούμενη ύφεση, οι κεντρικές τράπεζες των προηγμένων βιομηχανικών χωρών μείωσαν δραστικά τα επιτόκια για να τονώσουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και να αποκαταστήσουν την κερδοφορία των μεγάλων εταιρειών. Ακούσια συνέπεια του φτηνού χρήματος υπήρξε η παγκόσμια οικοδομική άνθηση, την οποία πριν από μερικά χρόνια το περιοδικό «Economist» ορθά χαρακτήριζε ως «τη μεγαλύτερη οικονομική φούσκα του κόσμου», και η οποία απειλεί τώρα να προκαλέσει μια νέα ύφεση, πολύ πιο βαθιά, περισσότερο μακροχρόνια και σίγουρα οικουμενική.
Η Federal Reserve Bank (η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ) κράτησε τα
βραχυπρόθεσμα επιτόκια στο 1%-2% από το 2002-04, προκαλώντας τη γοργή
ανάπτυξη μιας οικοδομικής αγοράς, στην οποία οφειλόταν το 40% της
συνολικής οικονομικής μεγέθυνσης και των νέων θέσεων εργασίας και η
οποία δημιουργούσε την εντύπωση μιας ισχυρότατης ανάκαμψης. Οι τιμές
των σπιτιών ανέβηκαν στα ύψη, εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων των
στεγαστικών δανείων, οδηγώντας σε μεγάλη αύξηση των κερδών των τεχνικών
εταιρειών, των εργολάβων, των αναπτυξιακών εταιρειών, των εταιρειών
δανεισμού και των τραπεζών. Προκειμένου να κρατήσουν ψηλά την παραγωγή,
εφευρέθηκαν «ευέλικτα» στεγαστικά δάνεια χωρίς προκαταβολή και με
χαμηλές δόσεις βασισμένες σε πολύ ελκυστικά κυμαινόμενα επιτόκια τα
οποία ίσχυαν για μιαν αρχική περίοδο δύο χρόνων, και που στη συνέχεια
αντισταθμίζονταν από θεαματικά υψηλότερα επιτόκια της τάξης του 9%-11%
για τα επόμενα 28 χρόνια! Μάλιστα οι δανειστές βεβαίωναν τους αγοραστές
πως υπήρχε τρόπος να αποφύγουν αυτά τα υψηλά επιτόκια: Εφόσον οι τιμές
των σπιτιών ανέβαιναν γρήγορα, οι αγοραστές θα συσσώρευαν στο ακίνητό
τους τεράστια αξία και, με την υψηλή πιστοληπτική τους ικανότητα που θα
τους εγγυάτο η τακτή πληρωμή των δόσεων, θα μπορούσαν να ξαναδανειστούν
με χαμηλότερο τόκο.
Οι επενδυτικές τράπεζες συγκέντρωσαν εκατοντάδες από αυτά τα δάνεια και
τα ενοποιούσαν σε μία μετοχή ή ένα ομόλογο και στη συνέχεια πουλούσαν
πληθώρα από αυτά τα ομόλογα στις εμπορικές τράπεζες, στις θυγατρικές
εταιρείες που βρίσκονταν στις παρυφές των τραπεζικών ομίλων, σε
ασφαλιστικά ταμεία, σε ασφαλιστικές εταιρείες, σε αμοιβαία κεφάλαια
(συνήθως αντιστάθμισης κινδύνου), καθώς και σε διεθνείς οικονομικούς
οργανισμούς.
Τα τεράστια κέρδη από αυτό το κερδοσκοπικό παιχνίδι παρήγαγαν το τυπικό
καπιταλιστικό κυκλικό αποτέλεσμα: υπερπαραγωγή σπιτιών που δεν
μπορούσαν να πουληθούν με το συνηθισμένο κέρδος. Εδώ κι έναν χρόνο η
οικοδομική δραστηριότητα και οι τιμές των οικοδομών βάλτωσαν κι έπειτα
έπεσαν, τη στιγμή ακριβώς που άρχιζε η μετατροπή (δηλ. η ραγδαία
αύξηση) των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια «χαμηλής εκκίνησης». Οι
άνθρωποι ανακάλυπταν ότι με την πτώση των τιμών των ακινήτων, δεν
μπορούσαν πλέον να εξασφαλίσουν αναχρηματοδότηση των δανείων τους και
ότι βρίσκονταν πια παγιδευμένοι σε αυτά τα εξωφρενικά υψηλά επιτόκια
(11%) και τις σημαντικά υψηλότερες δόσεις που αυτά συνεπάγονταν. Μέσα
σε λίγους μήνες μισό εκατομμύριο οικογένειες που δεν μπορούσαν να
πληρώσουν τις δόσεις τους, έχασαν τα σπίτια τους. Εκτιμάται ότι, ακόμη
κι αν δεν επιδεινωθεί η οικονομική κατάσταση (πράγμα που κανείς δεν
πιστεύει πια), άλλα δύο εκατομμύρια οικογένειες θα χάσουν τα σπίτια
τους τα επόμενα δύο χρόνια λόγω της αύξησης των επιτοκίων των
στεγαστικών δανείων (και συνεπώς και των δόσεων) πέρα από τα όρια των
οικονομικών τους δυνατοτήτων.
Απούλητα σπίτια
Πέρα από την ανθρώπινη τραγωδία, αυτό θα σημάνει και αύξηση του ήδη
μεγάλου αποθέματος απούλητων σπιτιών, πράγμα που θα συμπιέζει ακόμη
περισσότερο τις τιμές. Πολλά στεγαστικά δάνεια θα είναι μεγαλύτερα από
την αξία των ίδιων των ακινήτων για τα οποία εκδόθηκαν κι έτσι όλο και
περισσότεροι αγοραστές θα αποφεύγουν τα σπίτια με τις διογκωμένες τιμές
(τις οποίες θα ζητούν οι πωλητές για να ξοφλήσουν το δάνειό τους),
προκαλώντας ακόμη περισσότερες αγωγές κατασχέσεων και ακόμη μεγαλύτερη
πτώση των τιμών. Και φυσικά οι τράπεζες αρνούνται πια να δώσουν
στεγαστικά δάνεια σε αυτή τη φθίνουσα ή ασταθή αγορά, στενεύοντας
περαιτέρω το απόθεμα των πιθανών αγοραστών. Αυτή είναι η τρελή λογική
της καπιταλιστικής αγοράς σε κρίση που κινείται σπειροειδώς προς τα
κάτω και που προκαλεί τη χειρότερη οικοδομική ύφεση από τη δεκαετία του
1930.
Καθώς συρρικνώνεται η οικοδομική βιομηχανία, υπάρχει επίσης μικρότερη
ζήτηση για έπιπλα, συσκευές, είδη διακόσμησης και είδη επισκευών, βαφών
κ.λπ. Οι παραγγελίες προς τις βιομηχανίες πέφτουν, κι έτσι οι
εργαζόμενοι στην οικοδομή, στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στη
βιομηχανία αρχίζουν να απολύονται.
Η πτώση των τιμών των ακινήτων έχει αρχίσει να πλήττει και τις λιανικές
πωλήσεις. Το οικογενειακό εισόδημα δεν μπόρεσε να συνέλθει ποτέ από την
προηγούμενη κρίση. Οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές κατηύθυναν
την αύξηση του πλούτου στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού, ενώ τα
εισοδήματα όλου του υπόλοιπου πληθυσμού είναι μικρότερα απ’ ό,τι ήταν
το 1999! Καθώς οι μισθοί έμεναν στάσιμοι, ή ακόμη και μειώνονταν, η
κατανάλωση μπορούσε να συντηρηθεί μόνον μέσα από την αύξηση του
δανεισμού. Οι ιδιοκτήτες σπιτιών δανείζονταν έναντι της αυξανόμενης
αξίας των σπιτιών τους με ετήσιο ρυθμό 800 δισ. δολ. τα τρία τελευταία
χρόνια. Το ύψος του χρέους αυξήθηκε ραγδαία και οι δείκτες αποταμίευσης
έγιναν αρνητικοί για πρώτη φορά μετά τη ζοφερή δεκαετία του 1930. Τώρα
πέφτουν οι τιμές των ακινήτων, ο δανεισμός των νοικοκυριών έπαψε να
είναι το όχημα της διατήρησης καλού επιπέδου ζωής και ταυτόχρονα
διολισθαίνουν οι λιανικές πωλήσεις προς τις οικογένειες της εργατικής
τάξης.
Όλα αυτά μειώνουν τα κέρδη, τη δυναμική δηλ. που συντηρεί την
καπιταλιστική μηχανή. Το τελευταίο τρίμηνο του 2007 τα κέρδη έπεσαν
κατά 8% σε σχέση με πέρσι –επρόκειτο για την πρώτη πτώση του όγκου των
κερδών μετά την προηγούμενη ύφεση. Με μικρότερα κέρδη, οι δαπάνες των
επιχειρήσεων για κεφαλαιακά αγαθά περικόπτονται. Έτσι όλα τα
χαρακτηριστικά της ύφεσης ξεδιπλώνονται αργά αργά εδώ και μήνες. Αλλά
αυτή είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ύφεση: Είναι και η έναρξη μιας
διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που όμοιά της δεν έχουμε γνωρίσει
ποτέ στη μεταπολεμική περίοδο.
Χρηματοπιστωτική κρίση
Η ογκώδης συσσώρευση «τοξικού χρέους» απειλεί τη λειτουργία του
διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι τράπεζες έχουν αναγκαστεί
τους δύο τελευταίους μήνες να διαγράψουν από το ενεργητικό τους 80 δισ.
δολ. που αφορούσαν επισφαλή στεγαστικά δάνεια. Οι πιο συντηρητικές
εκτιμήσεις λένε ότι θα αναγκαστούν να αποδεχθούν ζημίες ύψους 300–400
δισ. δολ. τον επόμενο χρόνο – κι αυτό αν δεν μπει η οικονομία σε ύφεση.
Η Citibank, η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα, σημείωσε ζημίες 6 δισ.
δολ. τον Νοέμβριο και αναμένεται να σημειώσει περαιτέρω ζημίες ύψους
10–15 δισ. δολ. τους επόμενους τρεις μήνες, μόνο από τα επισφαλή
στεγαστικά δάνεια. Όπως και οι άλλες τράπεζες, έχει σοβαρά προβλήματα
τόσο με τον δικό της ισολογισμό όσο και με αυτούς των εκτός ομίλου
θυγατρικών της, για τις οποίες δεν είχε κάνει προβλέψεις τηρώντας
αποθεματικό. Έτσι η σημαντικότερη διεθνής τράπεζα μπορεί να
αντιμετωπίσει μια τεράστια κεφαλαιακή κρίση, διότι δεν έχει αρκετά
αποθέματα για να καλύψει όλα τα επισφαλή της δάνεια.
Αυτές είναι οι συνθήκες που παράγουν μια διεθνή πιστωτική κρίση: οι
τράπεζες διστάζουν να δανείζουν σε εταιρείες ή άλλες τράπεζες διότι
φοβούνται ότι δεν θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους, ή επειδή έχουν ανάγκη
να κρατούν κεφάλαιο για να αντιμετωπίσουν τα επισφαλή χρέη που έχουν
στους δικούς τους ισολογισμούς ή στους ισολογισμούς των θυγατρικών
τους. Υπολογίζεται ότι η κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων και
μόνο μπορεί να προκαλέσει μια συρρίκνωση της ικανότητας των τραπεζών να
παρέχουν δάνεια κατά δύο τρισεκατομμύρια δολάρια(!), πράγμα που θα
βαθύνει ακόμη περισσότερο την ύφεση. Ήδη μερικές τράπεζες στη Γερμανία
και την Αγγλία χρειάστηκαν οικονομική στήριξη από το κράτος για να
σωθούν από τη χρεοκοπία. Πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές και ασιατικές
τράπεζες υπέστησαν σημαντικές ζημιές εξαιτίας της διαλυτικής κρίσης με
τα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ. Και μάλιστα αυτό συνέβη πριν σκάσουν οι
«φούσκες» στα ακίνητα στις άλλες χώρες, όπου οι τιμές των σπιτιών ήταν
ακόμη πιο φουσκωμένες απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Τον Δεκέμβριο η ελβετική
τράπεζα UBS αναγκάστηκε να διαγράψει χρέη ύψους 10 δισ. δολ. από το
ενεργητικό της, ενώ από την άλλη έλαβε «τονωτική ένεση» 11,5 δισ. δολ.
από τον κρατικό επενδυτικό οργανισμό της Σιγκαπούρης, καθώς και από
έναν επενδυτή της Μέσης Ανατολής.
Όμως αυτή η κρίση επικεντρώνεται στις αντιφάσεις της καπιταλιστικής
οικονομίας των ΗΠΑ, που είναι ο κεντρικός άξονας και ο νέος αδύναμος
κρίκος του παγκόσμιου συστήματος. Η χρηματοπιστωτική αποτυχία των ΗΠΑ
απειλεί να δημιουργήσει τεράστιες διεθνείς κρίσεις, καθώς ξεπερνά,
τελικά, τα όρια των μακροχρόνιων, ανεξέλεγκτων δομικών αντιφάσεων του
παγκόσμιου εμπορικού συστήματος.
Από την ασιατική ύφεση του 1997–98 και μετά, οι ΗΠΑ αποτέλεσαν τον
«σωτήριο αγοραστή της τελευταίας στιγμής», καθώς μέσω των εισαγωγών
τους απορροφούσαν προϊόντα που δεν μπορούσαν να απορροφηθούν κερδοφόρα
από τις εγχώριες αγορές της Ασίας. Αυτό προκάλεσε μια απίστευτη
ανισορροπία στο παγκόσμιο εμπόριο, καθώς η ανάπτυξη πολλών χωρών
εξαρτιόταν από τις εξαγωγές στην αμερικανική αγορά, και καθώς οι ΗΠΑ
συσσώρευαν δυσθεώρητο έλλειμμα στο ισοζύγιο συναλλαγών, το οποίο
χρηματοδοτείτο με δανεισμό από ξένες χώρες, συχνά από τις χώρες από τις
οποίες εισήγαγε προϊόντα. Αυτό δημιούργησε ένα έλλειμμα στο εμπορικό
ισοζύγιο της τάξης των 700-800 δισ. δολ. το χρόνο! Προκειμένου να
καλύψουν το έλλειμμα αυτό οι ΗΠΑ δανείστηκαν 2,5 τρισ. δολάρια από τον
υπόλοιπο κόσμο τα τελευταία τρία χρόνια, απορροφώντας το 80% της
παγκόσμιας αποταμίευσης. Τώρα οι ξένοι καπιταλιστές διστάζουν να
δανείσουν σε μια χώρα που βρίσκεται στα όρια της αντοχής της και όπου η
παροχή πίστωσης αρχίζει να αποτελεί ρίσκο.
Κρίση του δολαρίου
Ενώ οι ΗΠΑ εξαρτώνται από εξωτερικό δανεισμό ύψους 50-60 δισ. δολ. τον
μήνα προκειμένου να πληρώνουν το έλλειμμα του εμπορικού τους ισοζυγίου,
τα κεφάλαια έχουν αρχίσει να φυγαδεύονται από τη χώρα μετά την κορύφωση
της κρίσης με τα στεγαστικά δάνεια τον Αύγουστο. Η εκροή ξένου
κεφαλαίου οδήγησε σε οξεία κρίση το δολάριο. Η πτώση του δολαρίου
προκάλεσε πληθωριστικές πιέσεις επειδή οδήγησε στην άνοδο των τιμών του
πετρελαίου, του χρυσού και άλλων αγαθών. Στο μεταξύ ο ατελείωτος
πόλεμος στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έχει συμβάλει στον απρόβλεπτο
χαρακτήρα της κρίσης, αφού τα έξοδα του πολέμου ανέβηκαν, από 299 δισ.
δολ. το 2000, σε ένα ποσό της τάξης των 700-800 δισ. δολ. φέτος –και
μεγάλο μέρος αυτού του ποσού εξαρτάται από πιστώσεις από το εξωτερικό.
Τώρα ακόμη και οι αισιόδοξοι οικονομολόγοι προβλέπουν ανάπτυξη από 0%
έως 2% τον επόμενο χρόνο, ενώ πολλοί άλλοι αναμένουν ύφεση. Ορισμένες
πολιτείες, όπως η Φλόριδα, η Νεβάδα και το Μίσιγκαν είναι ήδη σε ύφεση.
Επίσης αρκετοί τομείς της οικονομίας είναι σε ύφεση: οι
κατασκευαστικές, τα ακίνητα, ο πιστωτικός τομέας, καθώς και οι τρεις
μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες. Η υπόλοιπη οικονομία –λιανικό εμπόριο,
μεταφορές, σταθερά καταναλωτικά αγαθά κ.λπ.– επιβραδύνει ραγδαία τους
ρυθμούς της. Το μόνο πράγμα που πάει καλά αυτή τη στιγμή είναι οι
εξαγωγές που γνώρισαν άνοδο κατά 18% τον περασμένο χρόνο, ως αποτέλεσμα
της πτώσης της ισοτιμίας του δολαρίου. Όπως σημείωνε όμως η «Wall
Street Journal» στις 10 Δεκεμβρίου «οι οικονομολόγοι λένε πως το
καθοδικό ρεύμα της οικονομίας των ΗΠΑ έχει ήδη υπερκαλύψει αυτά τα
οφέλη».
Η επιδείνωση της αγοράς των στεγαστικών δανείων, καθώς και άλλων
πιστωτικών αγορών σημαίνει ότι οι τράπεζες είναι σε χειρότερη κατάσταση
τώρα απ’ ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια του πανικού του περασμένου
Αυγούστου. Για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση ανεβάζουν τα
επιτόκια με τα οποία δανείζουν, περιλαμβανομένων των επιτοκίων
ορισμένων στεγαστικών δανείων, παρά τις δύο μειώσεις στις οποίες προέβη
η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ.
Και αυτό συνέβη πριν από την έλευση της ενδεχόμενης ύφεσης που θα φέρει
στο προσκήνιο και το χρέος των εταιρειών. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός
εταιρειών έχουν τόσο υψηλά επίπεδα χρέους, όσο δεν υπήρξαν ποτέ στο
παρελθόν. Τα χρέη αυτά δημιουργήθηκαν από συγχωνεύσεις και εξαγορές με
δανειοδοτήσεις όπου εταιρείες εξαγοράζονταν όχι στη συνήθη τιμή, δηλ.
έξι με οχτώ φορές του τζίρου τους, αλλά δέκα και δεκαπέντε φορές
παραπάνω. Αυτές οι παραφουσκωμένες τιμές πληρώθηκαν με τη δημιουργία
τεράστιων χρεών μέσα από την έκδοση ομολόγων-«δηλητήριο». Σε άλλες
επιχειρήσεις το επισφαλές χρέος συσσωρεύτηκε προκειμένου να
χρηματοδοτήσει επαναγορά μετοχών προκειμένου να αυξηθεί η
χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών αυτών. Είναι κάτι παρόμοιο με τα
«τοξικά απόβλητα» του χρέους στην αγορά στεγαστικών δανείων. Μέχρι τώρα
δεν παραβιάστηκαν συμβόλαια, ωστόσο όταν έρθει η ύφεση, δεν θα μπορέσει
να διατηρηθεί αυτό το επίπεδο των εταιρικών χρεών κι έτσι θα υπάρξουν
σημαντικές χρεοκοπίες που θα οδηγήσουν πολλούς ανθρώπους στην ανεργία.
Διεθνείς οικονομικές ανακατατάξεις
Τα τελευταία πέντε χρόνια, εξαιτίας του ελλείμματος του εμπορικού
ισοζυγίου και του πολεμικού χρέους, το δολάριο έχει χάσει το 30% της
αξίας του, φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από ποτέ. Η κρίση των
στεγαστικών δανείων καθώς και η πιστωτική κρίση πυροδότησαν την φυγή
κεφαλαίων κι όλα αυτά μαζί έκαναν το δολάριο να χάσει άλλο ένα 10% της
αξίας του ήδη από τον Αύγουστο, ενώ έχουν ενισχύσει την απειλητική
προοπτική μιας βαθύτερης, διεθνούς κρίσης του δολαρίου. Αρκετά άλλα
νομίσματα είναι προσδεδεμένα με το δολάριο και, καθώς αυτό υποχωρεί,
ασκεί πληθωριστικές πιέσεις σε χώρες που είναι ακόμα οικονομικά
ανθηρές, όπως εκείνες του Κόλπου, των οποίων τα νομίσματα εξαρτώνται
άμεσα από το δολάριο. Ορισμένες άρχισαν μάλιστα να συζητούν τώρα την
προοπτική να αποσυνδέσουν τα νομίσματά τους από το αμερικανικό νόμισμα.
Επίσης ανοιχτή παραμένει η συζήτηση για το κατά πόσον το δολάριο μπορεί
να εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται ως διεθνές νόμισμα τήρησης
συναλλαγματικών αποθεμάτων. Για πρώτη φορά συζητιέται σοβαρά στους
οικονομικούς κύκλους η τήρηση συναλλαγματικών αποθεμάτων σε άλλα
νομίσματα όπως το κινεζικό γουάν. Ακόμη και η σκέψη να αποτελέσει το
κινεζικό γουάν –δίπλα στο δολάριο και το ευρώ– νόμισμα τήρησης
συναλλαγματικών αποθεμάτων, αποτελεί ένδειξη της τεράστιας μετατόπισης
της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων που σημειώθηκε τα τελευταία πέντε
χρόνια. Η πτώση του δολαρίου αντανακλά την έλλειψη ανταγωνιστικότητας
των αμερικανικών κεφαλαίων στην παγκόσμια αγορά, καθώς και την
αποδυνάμωση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού μετά την καταστροφή που
σήμανε ο πόλεμος στο Ιράκ.
Η μετατόπιση της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων σημαίνει επίσης και ότι
πολλές από τις χώρες που δάνεισαν χρήματα στις ΗΠΑ και απόχτησαν
τεράστιο απόθεμα δολαρίων, τώρα χρησιμοποιούν αυτό το απόθεμα για να
αγοράσουν στη φτήνια αμερικανικά αγαθά. Για παράδειγμα, το Άμπου
Ντάμπι, η πλουσιότερη πόλη στον κόσμο και πρωτεύουσα των Ενωμένων
Αραβικών Εμιράτων, πρόσφατα εξαγόρασε το 4,9% της Citigroup έναντι 7,5
δισ. δολ. μέσω προνομιούχων μετοχών που απέφεραν 11% απόδοση. Ωστόσο
αυτή η εξέλιξη αντανακλά μια μεγαλύτερη μετατόπιση που έχει γίνει στην
παγκόσμια κατανομή του πλούτου. Οι ΗΠΑ, που μέχρι πριν από 5 χρόνια
παρήγαγαν το 30% του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος, τώρα παράγουν
μόνον το 25%: πρόκειται για τη μεγαλύτερη μετατόπιση όσον αφορά την
παραγωγή του παγκόσμιου πλούτο εδώ και δεκαετίες.
Χειρότερα από το παρελθόν
Η επερχόμενη κρίση θα είναι χειρότερη από τις οικονομικές υφέσεις της
προηγούμενης γενιάς, όχι μόνο λόγω του μεγέθους του προβλήματος του
χρέους, αλλά και διότι οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν λιγότερες επιλογές για
να αντιμετωπίσουν την κρίση σε σχέση με τις δύο προηγούμενες φορές,
αφού σχεδόν εξήντλησαν αυτές τις επιλογές προκειμένου να αναβάλουν την
αντιμετώπιση της οικονομικής τους δυσπραγίας στο παρελθόν. Από το
πλεόνασμα των 250 δισ. ευρώ που είχαν στον κρατικό προϋπολογισμό του
2000, έφτασαν να έχουν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς της τάξης των
200-300 δισ. δολ. από το 2001 και εντεύθεν. Έδωσαν τεράστιες
φοροαπαλλαγές στους πλούσιους αλλά δεν αντέχουν πλέον να κάνουν το
ίδιο, ιδίως λόγω του κόστους του πολέμου στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος πιστωτής στον
κόσμο, ενώ τώρα έχει γίνει ο μεγαλύτερος χρεώστης. Και δεν μπορεί να
μειώσει τα επιτόκια με εκείνη τη μονομέρεια και με εκείνο το ρυθμό που
συνήθιζε στο παρελθόν χωρίς ταυτόχρονα να διακινδυνεύσει τη φυγή ξένου
κεφαλαίου το οποίο χρειάζεται τόσο πολύ. Επιπλέον, μια μείωση των
επιτοκίων απειλεί να οδηγήσει σε πληθωρισμό, τόσο στο εσωτερικό των
ΗΠΑ, όσο και διεθνώς. Ο εγχώριος [σ.τ.μ.: στις ΗΠΑ] πληθωρισμός είναι
τώρα 3,5%, αλλά αν χρησιμοποιούσαμε τους δείκτες της δεκαετίας του
1980, τότε θα ήταν 6%-10%! Και για τις οικογένειες της εργατικής τάξης
ο πραγματικός πληθωρισμός είναι ακόμη ψηλότερος, διότι οι μεγαλύτερες
αυξήσεις τιμών έχουν γίνει στα τρόφιμα, τα καύσιμα, τα νοίκια και τα
νοσήλια. Τέλος, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να βασίζονται πια στην καταναλωτική
δαπάνη προκειμένου να στηρίξουν την οικονομία, επειδή η κρίση στα
στεγαστικά δάνεια έχει σχεδόν στραγγίξει αυτή τη δαπάνη.
Λέγεται, από πολλούς ωστόσο, ότι η οικονομική άνθηση της Κίνας και του
αναπτυσσόμενου κόσμου θα κρατήσει τις ΗΠΑ έξω από την κρίση. Το
πρόβλημα μ’ αυτό το σενάριο είναι ότι η άνθηση αυτών των οικονομιών
βασίζεται στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Αν
χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα και άλλα αναπτυσσόμενα έθνη, εξαρτώνται
από τις πλέον αναπτυγμένες χώρες για διατηρήσουν σε άνθηση τις αγορές
τους, τότε μια ύφεση στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Ευρώπη θα
συμπαρασύρει κι αυτές προς τα κάτω.
Η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ μπήκαν σε βαθιά κρίση ήταν η περίοδος
ανάμεσα στο 1973 και το 1982, όταν σημειώθηκαν τρεις υφέσεις. Το
βιοτικό επίπεδο έπεσε δραματικά και από τότε οι μισθοί δεν «συνήλθαν»
ποτέ: σήμερα οι μισθοί είναι χαμηλότεροι, με αληθινούς όρους, απ’ ό,τι
ήταν το 1972! Το οικογενειακό εισόδημα κρατήθηκε σε ένα επίπεδο μόνον
και μόνον επειδή οι άνθρωποι δούλευαν περισσότερες ώρες και επειδή
πλέον έμπαιναν δύο μισθοί μέσα στο σπίτι σε όλο και περισσότερες
οικογένειες. Η κερδοφορία ανέκαμψε μέσα από την τεράστια μεταφορά
πλούτου από την εργασία προς το κεφάλαιο. Τότε ο μέσος Γενικός
Διευθυντής μιας επιχείρησης κέρδιζε 30 φορές περισσότερα από έναν
εργάτη, ενώ σήμερα πλέον εισπράττει 500 φορές το μισθό ενός εργάτη! Στο
χαμηλότερο σκαλί μιας άνθησης που δεν έφτασε να αγγίξει την εργατική
τάξη, σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν να χάσουν τις δουλειές
τους και τα σπίτια τους.
Ποιος θα πληρώσει την κρίση;
Μέχρι τώρα τα μέτρα που πάρθηκαν για να αντιμετωπιστεί η προοπτική μιας
μακρόχρονης και βαθιάς κρίσης υπήρξαν αναποτελεσματικά: πλημμύρισαν με
λεφτά τις τράπεζες, μείωσαν τα επιτόκια και πάγωσαν τους τόκους των
στεγαστικών δανείων για έναν περιορισμένο αριθμό τέτοιων δανείων. Καθώς
οι επιλογές του αμερικανικού κεφαλαίου αρχίζουν να περιορίζονται, δεν
πρέπει να αποκλείουμε πιο ακραία, απρόβλεπτα μέχρι τώρα, μέτρα για να
προλάβουν τη ζημιά. Όμως, όποιες πολιτικές κι αν υιοθετηθούν τελικά,
μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η άρχουσα τάξη θα προσπαθήσει να κάνει
την εργατική τάξη να πληρώσει για το χάος που το ίδιο το κεφάλαιο
δημιούργησε. Οι πρόσφατες τεράστιες περικοπές μισθών στην
αυτοκινητοβιομηχανία, όπου οι νεοπροσλαμβανόμενοι θα πληρώνονται τα
μισά απ’ όσα πληρώνονταν πριν οι εργάτες, θα πρέπει να είναι μια
προειδοποίηση σχετικά με το πώς θα προσπαθήσει να λύσει την κρίση του
το κεφάλαιο.
Όλες οι πολιτικές που δημιουργούν αυτήν την κρίση προέρχονται από τα
νεοφιλελεύθερα μέτρα της ελεύθερης αγοράς: η απορύθμιση των τραπεζών,
τα φτηνά δάνεια ως μέθοδος αντιμετώπισης της ύφεσης, καθώς και η
μεταφορά πλούτου μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων που ωφελούν τους
ευκατάστατους δήθεν ως μέσον για να τονωθεί η οικονομία –όλα αυτά
γίνονται σε βάρος του επιπέδου της ζωής της εργατικής τάξης και της
ζήτησης των καταναλωτών. Αυτά είναι τα μεγάλα αποτελέσματα του
«θριάμβου της ελεύθερης οικονομίας» και του «δεν υπάρχει άλλη επιλογή»,
της νεοφιλελεύθερης πολιτικής η οποία αναδύθηκε μέσα από την τελευταία
μεγάλη καπιταλιστική κρίση και η οποία φόρτωσε όλα τα δεινά του
συστήματος στο κράτος πρόνοιας, στα συνδικάτα και στους υψηλούς
μισθούς. Αυτές οι πολιτικές που ηγεμόνευσαν από τότε και στα δύο
καπιταλιστικά κόμματα [σ.τ.μ.: τους Ρεπουμπλικάνους και τους
Δημοκρατικούς] είναι υπεύθυνες για την καταστροφή που πλησιάζει σήμερα.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η επερχόμενη κρίση θα οδηγήσει στην
αμφισβήτηση της ελεύθερης αγοράς. Η απάντηση στην ύφεση που πλησιάζει
είναι η εναντίωση σε αυτές τις πολιτικές. Πρέπει να ρωτήσουμε προς
όφελος ποιου λειτουργεί αληθινά αυτή η υπαρκτή «ελεύθερη αγορά». Πρέπει
να προετοιμαζόμαστε για μια δραματική ενίσχυση της οικονομικής και της
πολιτικής αστάθειας, καθώς και για πιο άγριες επιθέσεις από την πλευρά
των εργοδοτών. Θα πρέπει να υπάρξουν οργανωμένες προσπάθειες για να
προστατευτούν οι εργάτες από τις απολύσεις, τις εξώσεις, τις μειώσεις
στους μισθούς και τα επιδόματα, τις απελάσεις όσων από αυτούς είναι
μετανάστες, καθώς και από το υπόλοιπο αντιδραστικό πρόγραμμα που θα
προσπαθήσει να βάλει σε εφαρμογή το κεφάλαιο για να λύσει την κρίση
του.