Μπροστά στην Πανελλαδική Σύσκεψη στις 14, 15 και 16 Μαρτίου
του Αντώνη Νταβανέλλου
Ο ι δημοσκοπήσεις βεβαιώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυξάνει με ραγδαίο ρυθμό την επιρροή του, έχοντας ήδη ξεπεράσει (σε πρόθεση ψήφου) το ΚΚΕ. Αυτή η αυξητική τάση -που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην απόσπαση κόσμου από την επιρροή του ΠΑΣΟΚ- είναι πολύ σημαντικός παράγοντας: δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κατορθώσει να εμπνεύσει ελπίδα σε ένα πλατύ τμήμα εργαζομένων και νεολαίας, έχει τις δυνατότητες να μετατραπεί σε ένα αποτελεσματικό αριστερό πολιτικό ρεύμα.
Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι η αυξητική τάση είναι ακόμα αβέβαιη και επισφαλής. Στηρίζεται σε μικρότερο βαθμό (απ’ ό,τι το ΚΚΕ) σε στέρεους οργανωτικούς δεσμούς με τον κόσμο και δεν έχει επιβεβαιωθεί σε αγωνιστικό επίπεδο, με μοναδική -ίσως- εξαίρεση το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ στο κίνημα για το Άρθρο 16. Όπως είχε δηλώσει ο Αλ. Αλαβάνος, «οι επιτυχίες μας είναι υπό δοκιμή» και αυτό το χαρακτηριστικό θα μας συνοδεύει για μεγάλο διάστημα.
Σήμερα είναι σαφές ότι η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στην «αριστερή στροφή» της προηγούμενης περιόδου. Αν αυτός ο παράγοντας -το «ριζοσπαστικό» στοιχείο στην πολιτική μας- τεθεί σε αμφισβήτηση, πιστεύουμε ότι η αυξητική τάση στην επιρροή και στις εκλογικές προσδοκίες μπορεί ταχύτατα να εξανεμιστεί.
Ο απόλυτα καθοριστικός παράγοντας θα είναι η αντιμετώπιση των πολιτικών
εξελίξεων: Η γρήγορη και ταυτόχρονη φθορά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ
δημιουργεί μια δυναμική πολιτικής αστάθειας του συστήματος. Στη βάση
αυτής της εξέλιξης βρίσκεται η απονομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού
σε πλατιά τμήματα των εργαζομένων και της νεολαίας, με άξονες το
ασφαλιστικό, τη διαρκή λιτότητα, την ελαστικοποίηση της εργασίας και
τις περικοπές κοινωνικών δαπανών. Και αυτά συμβαίνουν την ώρα που η
διεθνής οικονομική κρίση χτυπάει την πόρτα του συστήματος, πιέζοντας
τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες να αναζητούν ισχυρότερες
κυβερνήσεις αλλά και σκληρότερες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές.
Σε μια τέτοια συγκυρία -κατά τη γνώμη μας- η ριζοσπαστική Αριστερά
οφείλει να επιδιώξει την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, την
κατοχύρωση σημαντικών κοινωνικών επιτυχιών για την εργατική τάξη και τη
νεολαία, την ανατροπή του αρνητικού συσχετισμού μεταξύ εργασίας και
κεφαλαίου που εμπεδώθηκε στη δεκαετία του ’90. Αυτή είναι σήμερα η
αναγκαία και εφικτή «αλλαγή του τοπίου». Η Αριστερά που θα μείνει
σταθερά και αποτελεσματικά προσηλωμένη σε αυτόν το στόχο έχει πολύ
μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης από τα 10% που «δίνουν» οι σημερινές
δημοσκοπήσεις. Ο στόχος της ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού είναι ένα
βασικό «χαρακτηριστικό» που θα πρέπει να κατοχυρώσουμε.
Η ΔΕΑ αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα αντινεοφιλελεύθερο πολιτικό
ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς, ειδικού τύπου. Ενιαίο μέτωπο, γιατί σε
αυτήν την πολιτική προσπάθεια εντάσσονται οργανώσεις και τμήματα της
Αριστεράς με διαφορετικές παραδόσεις και στρατηγικές αναφορές. Ειδικού
τύπου, γιατί πέρα από τις οργανωμένες δυνάμεις υπάρχει ένα κρίσιμο
ανένταχτο δυναμικό, ο ρόλος του οποίου θα πρέπει να κατοχυρωθεί. Αυτά
τα χαρακτηριστικά θα πρέπει να συζητηθούν και να διευκρινιστούν κατά
την 1η Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ με συντροφικό, έντιμο αλλά και
σαφή τρόπο.
Πιο συγκεκριμένα:
• Η Π.Σ. οφείλει να συζητήσει την πρόταση «κυβερνητικής εναλλακτικής
λύσης» της Αριστεράς, που κατέθεσε ο σ. Αλ. Αλαβάνος και θα
διευκρινιστεί στο συνέδριο του Συνασπισμού.
Έχουμε ήδη ως δεδομένο (από τη Διακήρυξη του 2007) την απόρριψη της
κεντροαριστερής πολιτικής -με την κλασική μορφή- της διαμόρφωσης
«κυβερνητικής πλειοψηφίας» σε συνεργασία με τμήματα της
σοσιαλδημοκρατίας. Γνώμη μας είναι ότι, χωρίς την προϋπόθεση κοινωνικών
ανατροπών, μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» (που σήμερα εκλογικά είναι
εφικτή μόνο ως συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία) δεν θα είχε καμιά
διαφορά από τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις που γνωρίσαμε τα τελευταία
20 χρόνια στην Ευρώπη, με πικρά αποτελέσματα. «Αλλαγή» στηριγμένη
μόνον, ή κυρίως, στην κάλπη σημαίνει κυβέρνηση δέσμια του πραγματικού
κοινωνικού συσχετισμού, της πραγματικής εξουσίας, δηλαδή κυβέρνηση
δέσμια των βιομηχάνων και των τραπεζιτών. Η κατάρρευση της κυβέρνησης
Πρόντι στην Ιταλία και τα μεγάλα αδιέξοδα της Κομμουνιστικής
Επανίδρυσης αποδεικνύουν ότι -ανεξάρτητα από προθέσεις- τέτοιοι
«πειραματισμοί» οδηγούν σε διάλυση τις ελπίδες και την επιρροή που με
κόπο συγκέντρωσε η Αριστερά κατά την προηγούμενη περίοδο
ανασυγκρότησης.
Η γνώμη μας είναι ότι η Π.Σ. οφείλει να ορίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη
μαχητικής, κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης. Αυτό περιμένει ο
κόσμος από εμάς, αυτό το κενό οφείλουμε να καλύψουμε και κάθε άλλος
προσανατολισμός δημιουργεί μεγάλους κινδύνους συγχύσεων και απωλειών.
• Η Π.Σ. οφείλει να συζητήσει για το «ελάχιστο πρόγραμμα δράσης» του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στη συγκυρία που διαμορφώνεται.
Έχουμε
συνείδηση ότι η διαμόρφωση «προγράμματος» είναι μια σύνθετη διαδικασία
που δεν έχει προχωρήσει σε σημαντικούς κοινωνικούς χώρους. Όμως ο
ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αρχίσει να «ακούει» περισσότερο τον κόσμο και το
κίνημα: το ποτάμι των απεργών της 12/12 έδωσε πολλές αιχμές για το
αναγκαίο πρόγραμμα της Αριστεράς και πολλές ιδέες για το πώς πρέπει να
απαντήσουμε στην ακρίβεια, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην ελαστικότητα και
στο ασφαλιστικό.
Αιτήματα όπως οι ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και τις
συντάξεις (π.χ. τα 1400 ευρώ ως εισαγωγικό μισθό που υιοθετεί η ΔΟΕ),
οι μαζικές προσλήψεις του αναγκαίου προσωπικού στα νοσοκομεία και τα
σχολεία, ο έλεγχος των τιμών, η δρακόντεια προστασία της απασχόλησης
από την ελαστικότητα και τις απολύσεις, η ρητή απόρριψη των
ιδιωτικοποιήσεων, η φορολόγηση των πλουσίων και η μονομερής δραστική
περικοπή των εξοπλισμών θα έδιναν το περίγραμμα ενός άμεσου
αντινεοφιλελεύθερου «προγράμματος πάλης» που όλοι –από τους
εργαζόμενους ως τους καπιταλιστές- θα κατανοούσαν σχεδόν αμέσως τη
σημασία του. Γνωρίζουμε ότι αυτά απαιτούν περαιτέρω επεξεργασίες (και
κυρίως συμφωνίες τμημάτων που δίνουν τις μάχες στους εργατικούς
χώρους), όμως τα καταθέτουμε ενδεικτικά γιατί πιστεύουμε ότι υπάρχει
ένα ευρύτερο πρόβλημα πολιτικής συνεννόησης: ακόμα και
«μεταρρυθμιστικά» αντινεοφιλελεύθερα αιτήματα δεν γίνονται δεκτά μέσα
σε ένα τμήμα της παραδοσιακής Αριστεράς, που στη δεκαετία του ’90
υποχώρησε στις νεοφιλελεύθερες ιδέες. Αυτό το χαρακτηριστικό πρέπει να
εγκαταλειφθεί με σαφήνεια από τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν είναι πλέον συμβατό
με τις δυνατότητες και τις υποχρεώσεις που μας επιβάλλει η συγκυρία.
Πρόγραμμα διεκδικήσεων
Επίσης το πρόγραμμά μας πρέπει να διαμορφωθεί με αποκλειστικό κριτήριο
τις ανάγκες και τα συμφέροντα του κόσμου μας. Πρέπει να εγκαταλειφθεί
μια παλιά παράδοση που κατανοεί τις «μεταρρυθμίσεις» ως αναζήτηση
γενικών σχεδίων ή κοινών τόπων όπου, στο όνομα συνήθως της «ανάπτυξης»,
συγκεντρώνεται -τάχα- η εμπιστοσύνη των εργατών και η ανοχή των
καπιταλιστών. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά αρκεί ο απλούστερος: στην
εποχή του νεοφιλελευθερισμού τέτοιοι κοινοί τόποι δεν υπάρχουν. Με
αυτήν την έννοια δεν πρέπει να μας ενδιαφέρουν συνολικά «θετικά σχέδια»
π.χ. για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού ή την αναμόρφωση των ΑΕΙ ή
του ΕΣΥ. Αυτά δεν είναι μεταρρυθμίσεις, είναι διαχείριση του
νεοφιλελευθερισμού. Τα διλήμματα γίνονται όλο και σκληρότερα (με την
«ανάπτυξη» ή με τις ανάγκες;) αλλά και σαφέστερα, με συνέπειες
καταδικαστικές για την Αριστερά που δεν παίρνει θέση.
Ακόμα πρέπει να συζητηθεί η λεγόμενη «ευρωπαϊκή» διάσταση. Η νέα
Ευρωσυνθήκη και η διαβόητη Flexicurity επιβάλλουν ένα καλύτερο
ξεκαθάρισμα από αυτό που επιτεύχθηκε στη Διακήρυξη. Η Ε.Ε. του
κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού δεν μπορεί να συγχέεται πλέον με
κάποια ανύπαρκτη γενική κατηγορία «Ευρώπη». Ο διεθνισμός, η απόρριψη
του εθνικού απομονωτισμού σημαίνουν αποκλειστικά συντονισμό των
κινημάτων, σημαίνουν ενότητα στην αντίσταση και όχι υποταγή στην
πολιτική της Ε.Ε. και των κυβερνήσεων μελών της.
• Η Π.Σ. θα πρέπει, τέλος, να συζητήσει τα μέτρα συγκρότησης και οργανωτικής ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ.
Θεωρούμε
ότι κεντρικός στόχος θα πρέπει να είναι η σταθεροποίηση, η διεύρυνση, ο
πολλαπλασιασμός των Τοπικών Επιτροπών. Σε αυτόν το στόχο θα πρέπει να
προσανατολιστούν οι διαδικασίες πριν και μετά την Π.Σ.
Κάποιοι σύντροφοι θέτουν με έμφαση το στόχο της θεσμοθέτησης της
έννοιας του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ σε τοπικό επίπεδο. Η ΔΕΑ δεν έχει κάποιο
σοβαρό λόγο να αρνηθεί. Τα μέλη μας θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις σε
όποιο «μοντέλο» θα μπορούσε να επιλεγεί. Δεν μπορούμε όμως να δούμε με
ποιον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε σήμερα να αποφασίσει: Να δεχθεί ως
μέλος «όποιον-οια ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ» με βάση κυρίως τη σοσιαλδημοκρατική
παράδοση για το κόμμα; Να δεχθεί ως μέλος «όποιον-οια αποδέχεται την
πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, την εφαρμόζει, πληρώνει συνδρομή και συμμετέχει
στις συνεδριάσεις της Τοπικής Επιτροπής», με βάση κυρίως τη λενινιστική
παράδοση; Να υιοθετήσει μια ενδιάμεση λύση, με βάση κάποια νέα αντίληψη
που κάποιος σύντροφος θα μπορούσε να μας παρουσιάσει;
Επίσης πρέπει να είναι σαφές ότι -αν δεν δημαγωγούμε σε αυτά τα
ζητήματα- η επιλογή στην έννοια του μέλους συναρτάται (έμμεσα αλλά
καθοριστικά) με τις επιλογές στα ζητήματα των υποχρεώσεων και των
δικαιωμάτων των μελών, δηλαδή με τα κεντρικά ζητήματα ενός
καταστατικού. Όποιος θέλει να ανοίξει τέτοια ζητήματα είναι ασφαλώς
ελεύθερος να το κάνει, αλλά, θα παρακαλούσαμε, με απαντήσεις και όχι με
ερωτήσεις και ευχές.
Η άποψή μας είναι ότι η πραγματική συμμετοχή του κόσμου -και κυρίως
των ανένταχτων- θα πρέπει να ενισχυθεί αποφασιστικά μέσα στην
πραγματική δράση των Τοπικών Επιτροπών και όχι με κάποια αφηρημένη
«θεσμοθέτηση»: με την οργάνωση της παρέμβασης σε κεντρικό και τοπικό
επίπεδο, με καμπάνιες, με συστηματικές συζητήσεις, με υλικό και
παρουσία σε χώρους που η Αριστερά έχει εγκαταλείψει στις γειτονιές. Με
τέτοια δράση -που σε ελάχιστες περιοχές έχει συστηματοποιηθεί- μπορούν
να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για επόμενα οργανωτικά βήματα.
Ενιαίο κόμμα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει ενιαίο κόμμα.
Απόψεις που στο όνομα μιας γενικόλογης «ανασύνθεσης της Αριστεράς»
αναζητούν «κάτι παραπάνω» από την ενιαιομετωπική δράση οδηγούν σε
βεβιασμένες «ενοποιήσεις», καταδικασμένες σε πικρές αποσυνθέσεις στην
πρώτη στροφή της συγκυρίας. Η ευρωπαϊκή Αριστερά και άκρα Αριστερά έχει
αρκετά ανάλογα παραδείγματα τα τελευταία χρόνια (Ιταλία, Βρετανία,
Γαλλία, Σκωτία κ.λπ.). Η παράδοση του ενιαίου μετώπου επιτρέπει να
δράσουμε και να οργανωθούμε μαζί με πολύ κόσμο -κινηματικά και
πολιτικά- για να πετύχουμε την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού. Η
διατήρηση της αυτονομίας και της ανεξάρτητης λειτουργίας κομμάτων και
οργανώσεων με διαφορετικές ιδέες και στρατηγικές όχι μόνον δεν έρχεται
σε αντίθεση με την πιο ειλικρινή ενιαιομετωπική οργάνωση αλλά -στην
ουσία- είναι προϋπόθεσή της. Αυτόν το δρόμο ανοίγει ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ, αλλά
και μέσα στην ευρωπαϊκή Αριστερά.
Και η 1η Πανελλαδική Σύσκεψη με τη μεγάλη επιτυχία της οφείλει να τον επιβεβαιώσει.