Μπροστά στην πολιτική κρίση
Τ ο σκάνδαλο Ζαχόπουλου έχει όλα τα στοιχεία μιας υπόθεσης που θα μπορούσε να βάλει βόμβα στο πολιτικό σκηνικό: γλοιώδη πολιτικά στελέχη του στενού πρωθυπουργικού πυρήνα, αστρονομικές «χορηγίες» του ΥΠΠΟ προς πρόσωπα αλλά και εκατοντάδες «οργανώσεις» όλου του φάσματος της Δεξιάς, της παραεκκλησιαστικής Δεξιάς και της ακροδεξιάς, «αποχαρακτηρισμούς» χώρων που έδιναν ευκαιρίες τεράστιας κερδοσκοπίας σε συγκεκριμένους μεγαλοεργολάβους, εκβιασμούς (ακόμα και σεξουαλικούς) των συμβασιούχων κ.λπ.
Όμως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι αρκετά για να εξηγήσουν το τσουνάμι που απειλεί την πολιτική σταθερότητα του συστήματος. Υπό κανονικές συνθήκες οι μηχανισμοί χειραγώγησης της ενημέρωσης και της πολιτικής συζήτησης (ο μόνος τομέας όπου η Ν.Δ., διά του Θ. Ρουσόπουλου, έχει κάνει σημαντικό «έργο») θα ήταν ικανοί να περιορίσουν τις απώλειες. Οι σαρωτικές συνέπειες της υπόθεσης Ζαχόπουλου αποδεικνύουν ότι οι συνθήκες δεν είναι πλέον «κανονικές», ότι η σταθερότητα του συστήματος ήταν ήδη υπονομευμένη.
Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η επιρροή της Ν.Δ. κατρακυλά κάτω
από το –ήδη χαμηλό– ποσοστό που πήρε στις 16/9 και της έδωσε την οριακή
αυτοδυναμία των 152 βουλευτών, ενώ ανάλογες (ή και αναλογικά
μεγαλύτερες!) απώλειες καταγράφει το ΠΑΣΟΚ. Ο κόσμος, εγκαταλείποντας
τα δύο κόμματα που άσκησαν την εξουσία, στρέφεται προς τα Αριστερά. Το
άθροισμα στην πρόθεση ψήφου προς το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ αγγίζει ήδη το
20%, ενώ η ακροδεξιά (παρά τη συστηματική υποστήριξη των ΜΜΕ προς το
ΛΑΟΣ) παραμένει στάσιμη.
Με αυτά τα δεδομένα, η «αυτοδυναμία» –ακόμα και με το νέο εκλογικό
νόμο που δίνει το «μπόνους» των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα– γίνεται
απίθανη. Η γρήγορη φθορά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται σε
πολιτική κρίση του συστήματος, σε σημαντικό πρόβλημα για τους
βιομήχανους και τους τραπεζίτες.
Στη βάση αυτής της εξέλιξης βρίσκεται η κρίση απονομιμοποίησης του
νεοφιλελευθερισμού στις συνειδήσεις ενός πλατιού τμήματος των
εργαζομένων και της νεολαίας. Η ακρίβεια, η διαρκής λιτότητα, οι
ιδιωτικοποιήσεις, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, οι περικοπές
των κοινωνικών δαπανών, η κατεδάφιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων
αναγνωρίζονται πλέον από τον κόσμο ως συνθήματα μιας σκληρής ταξικής
επίθεσης και όχι ως συντεταγμένες ενός μονόδρομου, μιας «αναπτυξιακής»
πολιτικής που θα μεγάλωνε τάχα την πίτα για όλους. Αυτή η υπόγεια
γενικευμένη αγανάκτηση εκφράστηκε με τα 2,5 εκατομμύρια των απεργών
στις 12 Δεκέμβρη. Η 12/12 ήταν για τον Καραμανλή ό,τι ήταν για τον
Σημίτη η γιγάντια απεργία ενάντια στο Ασφαλιστικό νομοσχέδιο Γιαννίτση:
ένα σημείο καμπής στις πολιτικές εξελίξεις το οποίο υπαγόρευσε ο ίδιος
ο κόσμος.
Σε μέγγενη η κυβέρνηση
Η συνέχεια θα είναι ακόμα πιο δύσκολη για τον Καραμανλή. Το ξέσπασμα
της διεθνούς οικονομικής κρίσης περιορίζει εξαιρετικά τα περιθώρια
«ελιγμών» της κυβέρνησης. Η Ν.Δ. θα είναι εγκλωβισμένη μεταξύ Σκύλλας
και Χάρυβδης: από τη μια, οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες θα απαιτούν
πιο σκληρά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα για να υπερασπίσουν τα
«κεκτημένα» τους μέσα στην κρίση, από την άλλη, οι εργαζόμενοι και η
νεολαία θα αποδεικνύονται πλέον «ανελαστικοί» στα χτυπήματα του
νεοφιλελευθερισμού. Οι συνθήκες της κρίσης επιφέρουν έναν ακόμα –διόλου
αμελητέο– πονοκέφαλο για τον Καραμανλή: το ξέσπασμα των
ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών. Ο πόλεμος στο χώρο του Τύπου που
ξεδιπλώθηκε με άξονα την υπόθεση Ζαχόπουλου δείχνει καθαρά πόσο
επικίνδυνοι μπορούν να γίνουν οι ανταγωνισμοί για τα μερίδια στην αγορά
και την εξουσία όταν το κυβερνητικό μπλοκ δεν μπορεί να διασφαλίσει
στοιχειώδη έλεγχο για λογαριασμό του συστήματος συνολικά. Και ανάλογες
εξελίξεις εκκρεμούν πλέον στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στα
έργα, στις τράπεζες κ.λπ.
Φθορά του ΠΑΣΟΚ
Η κρίση απονομιμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού ερμηνεύει ταυτόχρονα
την εικόνα διάλυσης του ΠΑΣΟΚ. Το πρόβλημα της ηγετικής ομάδας του Γ.
Παπανδρέου είναι η πρόσδεσή της στις πολιτικές που υπαγορεύει το
κεφάλαιο. Το κράμα από ολίγον Μπλερ, ολίγον Κλίντον, ολίγον Σρέντερ,
ολίγη Μέρκελ ή ακόμα και Σαρκοζί δεν εμπνέει κανέναν για τη «νέα
αλλαγή» που ζητάει ο αρχηγός, ο οποίος, αν και νίκησε εύκολα στην
εσωκομματική αντιπαράθεση, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την πιο ασταθή
και ευάλωτη Δεξιά στη νεότερη ιστορία. Τα πράγματα για τον Βενιζέλο
είναι ακόμα χειρότερα: η ταύτισή του με τον «εκσυγχρονισμό» και η
υπενθύμιση των ημερών Σημίτη επέφεραν ένα σχεδόν ακαριαίο ξεφούσκωμα
της επιρροής του, παρά τις ευκαιρίες που του έδινε το στραπάτσο του Γ.
Παπανδρέου στις 16/9. Η διάθεση της κοινωνικής βάσης της
σοσιαλδημοκρατίας για στροφή αριστερά εκδηλώνεται σχεδόν χειροπιαστά:
πιέζει τις ηγεσίες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας για πιο μαχητική
γραμμή και στο πολιτικό πεδίο δημιουργεί το υπόβαθρο για ομαδική
«μετανάστευση» προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και εφόσον αυτός συνεχίζει να πείθει
ότι εννοεί ειλικρινά τη γραμμή της σύγκρουσης με το νεοφιλελευθερισμό.
Οι συνθήκες της πολιτικής κρίσης πρέπει να αντιμετωπιστούν ως
μεγάλη ευκαιρία για την Αριστερά. Η αξιοποίηση της ευκαιρίας σημαίνει,
κατ’ αρχήν, γραμμή κλιμάκωσης των μαζικών αγώνων. Τώρα που τα
οικονομικά και πολιτικά επιτελεία είναι σε σύγχυση χρειάζεται
συστηματική προσπάθεια για την ανατροπή της πολιτικής τους. Οι λέξεις
κλιμάκωση-συντονισμός-ενοποίηση των μετώπων γίνονται οι πρώτες και
βασικές συντεταγμένες μιας αριστερής πολιτικής. Η διεκδίκηση της
ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού έχει ως προϋπόθεση την ανάδειξη ενός
αντίστοιχου «ελάχιστου προγράμματος», με άξονες τα αιτήματα των αγώνων
και τις ανάγκες του κόσμου μας. Εννοούμε τη διεκδίκηση βασικών
αιτημάτων, όπως οι ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στις
συντάξεις, ο έλεγχος στις τιμές, οι μαζικές προσλήψεις στα νοσοκομεία
και στα σχολεία, η απαγόρευση των μαζικών απολύσεων, η κατάργηση του
αίσχους των συμβάσεων μερικής απασχόλησης, η φορολόγηση των πλουσίων, η
αύξηση των κοινωνικών δαπανών, η μονομερής μείωση των εξοπλισμών κ.λπ.
Εννοούμε τα αιτήματα που μπορεί να ακούσει κανείς σε κάθε απεργία και
κάθε διαδήλωση. Είναι αιτήματα «μεταρρυθμιστικά», που όμως έχει
υποτιμήσει ακόμα και η Αριστερά κάτω από το βάρος των νεοφιλελεύθερων
ιδεών τα προηγούμενα χρόνια. Είναι όμως, επίσης, αιτήματα που, όλα
μαζί, οδηγούν στην ανατροπή του συσχετισμού με τους τραπεζίτες και τους
βιομήχανους, στην άμεση αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους μέσα στις
συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής. Αυτή η μάχη μπορεί να κερδηθεί. Όμως
προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να υπάρξουν και μεγάλες αλλαγές μέσα στην
Αριστερά.
Αλλαγές στην Αριστερά
Το ΚΚΕ οφείλει να εγκαταλείψει τη συντηρητική τακτική της αναστολής των
αποφασιστικών αγώνων (και των αντίστοιχων πολιτικών επιλογών) σε ένα
απροσδιόριστο… μέλλον, να πάψει να υπερτονίζει ως προϋπόθεση την
κοινοβουλευτική ενίσχυση του κόμματος και την επικράτηση της ηγεσίας
του στην «εσωτερική» μάχη για το κέρδισμα του κόσμου της Αριστεράς.
Αυτή η παθητική τακτική –που παρά τους φραστικούς λεονταρισμούς
συγκεντρώνει την προσοχή της κυρίως στις κάλπες- και η υποτίμηση της
αντιπαράθεσης με τη Δεξιά, γίνονται πλέον παράγοντες αντιληπτοί για τον
κόσμο. Γι’ αυτό η δυναμική ανόδου του ΚΚΕ είναι ήδη μικρότερη από την
αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ που –αν και ξεκινούσε από χαμηλότερα- εμφανίζεται
ήδη σε δημοσκοπήσεις στην Τρίτη θέση.
Όμως, επίσης, στο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κλείσει με σαφή και αποφασιστικό
τρόπο το ερώτημα της κεντροαριστεράς. Όχι τόσο με την «παραδοσιακή»
μορφή –π.χ. των προτάσεων Κωνσταντόπουλου- της σύγκλισης με τη
σοσιαλδημοκρατία. Κυρίως με τη νέα μορφή, που δημιουργούν υπαρκτές
πολιτικές πιέσεις της περιόδου: την τάση για «θετικές» εναλλακτικές
προτάσεις, την τάση να απαντηθεί «ρεαλιστικά» το ζήτημα της εξουσίας,
την τάση προς τον κυβερνητισμό.
Η κατάρρευση της κυβέρνησης Πρόντι στην Ιταλία δίνει ένα πολύτιμο
μάθημα: το πρόβλημα με τις κεντροαριστερές στρατηγικές δεν είναι μόνον
ο υπαρκτός κίνδυνος να ρυμουλκείται η Αριστερά προς τα… δεξιά, μέσα από
την κίνηση των σοσιαλδημοκρατικών και κεντρώων «συμμάχων» της. Είναι,
επίσης, το πρόβλημα του κυβερνητισμού καθεαυτό. Η Αριστερά,
ανεβαίνοντας στην κυβερνητική εξουσία μέσα από τις κάλπες –και όχι μέσα
από κοινωνικές διεργασίες ανατροπής–, γίνεται έρμαιο των διαθέσεων των
τραπεζιτών και των βιομηχάνων που διατηρούν την πραγματική εξουσία στον
καπιταλισμό. Αναλαμβάνει τη διαχείριση ενός συστήματος που είναι
αντικειμενικά εχθρικό προς τις ανάγκες του κόσμου και υποχρεώνεται να
έρθει σε άμεση αντιπαράθεση με την ίδια την κοινωνική βάση της. Αυτή
ήταν η ιστορία του Πρόντι που, δυστυχώς, τη συμμερίστηκε και η
Κομμουνιστική Επανίδρυση του Μπερτινότι, οδηγώντας τις ελπίδες που
έθρεψε η περίοδος της Γένοβας και τη Φλωρεντίας σε τραγικό πολιτικό
αδιέξοδο.
Η Αριστερά μπορεί να αναπτυχθεί και να δυναμώσει ιδιαίτερα, αλλά ως
δύναμη μαχητικής αντιπολίτευσης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ως
κοινωνικό ρεύμα που διεκδικεί την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, την
ιεράρχηση των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας πάνω από τα κέρδη των
καπιταλιστών.
Η κρίση της νεοφιλελεύθερης αγριότητας, αντικειμενικά, συνδέεται με
τη συνολική αμφισβήτηση του συστήματος. Σαράντα χρόνια μετά το 1968 η
απειλή ενός νέου Μάη κυκλοφορεί ήδη στους δρόμους της Λατινικής
Αμερικής και γίνεται εξαιρετικά επίκαιρη στην Ευρώπη και στην Αμερική,
στην ίδια την καρδιά του συστήματος.