Η κρίση του Covid-19 έχει οδηγήσει σε τεράστια πτώση της ζήτησης και της τιμής του πετρελαίου παγκοσμίως. Σε αυτό το άρθρο, ο Άνταμ Χάνιε εξετάζει τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την παγκόσμια οικονομία και το περιβάλλον. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο versobooks στις 8 Απρίλη και μεταφράστηκε από την Στέλλα Μούσμουλα. Ο Άνταμ Χάνιε είναι αναπληρωτής καθηγητής παλαιστινιακών σπουδών και πολιτικής οικονομίας της Μέσης Ανατολής, στο Τμήμα Αναπτυξιακών Σπουδών στο SOAS, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Οι οικολογικές διαστάσεις της πανδημίας COVID-19 απασχολούν όλο και περισσότερο την σχετική δημόσια συζήτηση, με αρκετές σημαντικές συμβολές στο διάλογο να διερευνούν την πανδημία σε σχέση με την βιομηχανοποιημένη γεωργία στον καπιταλισμό, την εκτεταμένη απώλεια της βιοποικιλότητας και την καταστροφή των φυσικών οικοσυστημάτων. Υπάρχει, ωστόσο, ένα ακόμη στοιχείο στην «οικολογία» του COVID-19 που αξίζει μεγαλύτερη προσοχή: οι τρόποι με τους οποίους η κλιμακούμενη πανδημία συναντιέται με ένα σφοδρό σοκ στη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων και ταυτόχρονα το επιταχύνει.
Ως αποτέλεσμα αυτού του σοκ, οι παγκόσμιες αγορές πετρελαίου υφίστανται έναν μετασχηματισμό άνευ προηγουμένου. Αν και μακροπρόθεσμα η τροχιά των εξελίξεων δεν είναι προκαθορισμένη, αυτή η συγκυρία θα διαμορφώσει αναμφίβολα την πολιτική που θα ακολουθηθεί στον τομέα του πετρελαίου -και τις πιθανότητες του περιορισμού της κλιματικής αλλαγής- για τις επόμενες δεκαετίες.
Καθώς τα κράτη που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ βρέθηκαν ακινητοποιημένα υπό διάφορες εκδοχές lockdown, με το επακόλουθο κλείσιμο μεγάλων τμημάτων της παγκόσμιας παραγωγής, των μεταφορών, της βιομηχανίας και του λιανικού εμπορίου, η ζήτηση για πετρέλαιο και πετρελαϊκά προϊόντα έπεσε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Πράγματι, έχει εκτιμηθεί ότι μόνο η μείωση της χρήσης αυτοκινήτου στις ΗΠΑ οδήγησε την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου σε μια εντυπωσιακή πτώση κατά 5% -όσο θα ήταν δηλαδή αν είχαν σταματήσει την οδήγηση ταυτόχρονα ολόκληρη η Ευρώπη, η Αφρική και η Μέση Ανατολή. Ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Διεθνούς Ένωσης Ενέργειας, Fatih Birol, έκανε στις 25 Μαρτίου την εκτίμηση ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα μπορούσε να μειωθεί κατά περίπου 20 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, μια πρόβλεψη που έχει τώρα αναθεωρηθεί στα 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.
Αυτή η βουτιά στην χρήση ενέργειας παγκοσμίως δεν έχει προηγούμενο τόσο σε ταχύτητα όσο και σε βάθος, υπερβαίνοντας όλες τις άλλες μείζονες κρίσεις του περασμένου αιώνα -συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης κρίσης του 1929 και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008.
Τη στιγμή που η ζήτηση ενέργειας βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση, η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου θα αυξανόταν σημαντικά μετά την ανακοίνωση στις αρχές Μαρτίου ότι η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία επρόκειτο να καταργήσουν τους περιορισμούς στα επίπεδα παραγωγής πετρελαίου. Σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας, αυτός ο «Πετρελαϊκός Πόλεμος» ώθησε τις παγκόσμιες τιμές στα χαμηλότερά τους επίπεδα εδώ και πολλές δεκαετίες και έκανε τους παραγωγούς να ψάχνουν τρέχοντας σε στεριές και θάλασσες για να βρουν αποθηκευτικό χώρο για το πετρέλαιό τους, προκειμένου να αποφύγουν να πουλήσουν με χασούρα. Με τους αποθηκευτικούς χώρους παγκοσμίως να προσεγγίζουν με γρήγορους ρυθμούς το μέγιστο της χωρητικότητάς τους, ορισμένοι έμποροι πετρελαίου έχουν πλέον την αξίωση από τους παραγωγούς να πληρώσουν προκειμένου να ξεφορτωθούν το πετρέλαιό τους.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν τους αναλυτές στην πρόβλεψη για ρεκόρ πτωχεύσεων πετρελαϊκών εταιρειών μέσα στο 2020, ενδεχόμενο το οποίο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο μια σειρά από σημαντικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με τρόπο που θυμίζει 2008. Αλλά ποιά μπορεί να είναι η σημασία αυτού το ακραίου σοκ που υπέστησαν οι αγορές ενέργειας, για το μέλλον της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων και το ενδεχόμενο τερματισμού της εξάρτησης από το πετρέλαιο;
Ορισμένοι σχολιαστές εικάζουν ότι όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι τα καλά νέα μέσα στη γενικότερη συμφορά του COVID-19. Η πανδημία θα μπορούσε «να σκοτώσει τη βιομηχανία πετρελαίου και να βοηθήσει στη διάσωση του κλίματος» όπως διακήρυξε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Guardian της 1ης Απριλίου. Εκτιμούν ότι το κλείσιμο πολλών μικρότερων παραγωγών πετρελαίου και η αποδυνάμωση μεγάλων παραγωγών, όπως η Exxon Mobil, η Royal Dutch Shell και η BP, μπορούν να μας φέρνουν πιο κοντά σε μια μετάβαση έξω από τη χρήση ορυκτών καυσίμων.
Τέτοια αισιόδοξα σενάρια, ωστόσο, τείνουν να μην έχουν επαφή με την πραγματικότητα του καταστροφικού καπιταλισμού ο οποίος είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένος με την εξόρυξη και εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων και ο οποίος έχει ενσωματώσει βαθιά τους πετρελαϊκούς κολοσσούς σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Όπως σε όλες τις στιγμές ραγδαίων αλλαγών, ο δρόμος που θα οδηγήσει έξω από αυτές τις πολλαπλές, διασταυρούμενες κρίσεις -κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, σοβαρή οικονομική ύφεση και πανδημία οφειλόμενη σε ιό- θα εξαρτηθεί από την ικανότητά μας να οικοδομήσουμε αποτελεσματικές πολιτικές εναλλακτικές λύσεις απέναντι στο Εξορυκτικό Κεφάλαιο.
Πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στους πιθανούς νικητές και ηττημένους που θα μπορούσαν να προκύψουν από την τρέχουσα συγκυρία, και να αποφύγουμε την ταύτιση μιας προσωρινής (αν και σοβαρής) κατάρρευσης της βασιζόμενης στο πετρέλαιο οικονομίας με το οριστικό τέλος αυτού του συστήματος.
Το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής, της Ρωσίας και των ΗΠΑ
Είναι μακρά και περίπλοκη η ιστορία πίσω από την άνοδο του παγκόσμιου καπιταλισμού που έχει ως επίκεντρο το πετρέλαιο. Αυτή η ιστορία περιλαμβάνει την εκτόπιση του άνθρακα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στις αρχές του 20ού αιώνα, την άνοδο των πετρελαιοπαραγωγών της Μέσης Ανατολής (με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία) κατά τη μεταπολεμική περίοδο, πολυάριθμους πολέμους και επαναστάσεις, τεράστιες διακυμάνσεις στις παγκόσμιες τιμές κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, και σημαντικές αλλαγές στη δομή της παγκόσμιας βιομηχανίας πετρελαίου. Είναι σημαντικό ότι αυτή η ιστορία συνδέεται επίσης στενά με το πώς αναπτύχθηκε ο παγκόσμιος χρηματοπιστωτικός τομέας κατά τη μεταπολεμική περίοδο –ένα γεγονός που συχνά διαφεύγει σε αναλύσεις οι οποίες εστιάζουν υπερβολικά στο πετρέλαιο ως υλικό/φυσικό εμπόρευμα. Οι ροές των λεγόμενων «πετροδολαρίων» έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση νέων χρηματοπιστωτικών αγορών (όπως οι ευραγορές) από τη δεκαετία του 1960 και μετά, στην άνοδο της αγγλοαμερικανικής χρηματοοικονομικής κυριαρχίας και στα μοτίβα εξάρτησης από το χρέος που συνεχίζουν να καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου. Εν συντομία, το πετρέλαιο είχε διεισδύσει σε όλες τις πτυχές του παγκόσμιου καπιταλισμού μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα.
Από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000, οι παγκόσμιες τιμές πετρελαίου ανέβαιναν σταθερά λόγω της αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης που σχετιζόταν με την άνοδο της Κίνας. Οι τιμές μειώθηκαν απότομα το 2008 με την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά σύντομα ξανάρχισαν την ανοδική τροχιά τους και τελικά κορυφώθηκαν στα 114 δολάρια το βαρέλι στα μέσα του 2014. Αυτό ήταν ένα οικονομικό δώρο για τους περισσότερους εξαγωγείς πετρελαίου της Μέσης Ανατολής (και είχε σημαντικές συνέπειες για τις πολιτικές δυναμικές στην ευρύτερη περιοχή), αλλά η παρατεταμένη περίοδος αύξησης των τιμών ωφέλησε επίσης περιφερειακούς παραγωγούς και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Κυρίως, κατά τη διάρκεια αυτής της παρατεταμένης περιόδου υψηλών τιμών, είχαν δοθεί σημαντικά κίνητρα για επενδύσεις στον τομέα της εκμετάλλευσης των λεγόμενων «μη συμβατικών» αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου –αποθέματα των οποίων η εξαγωγή είναι δύσκολη και σημαντικά ακριβότερη από ότι αυτή των συμβατικών ορυκτών καυσίμων. Σε αυτό το θέμα έχει ιδιαίτερη σημασία ο σχιστόλιθος στις ΗΠΑ, το αργό πετρέλαιο που βρίσκεται μέσα σε σχιστόλιθο ή ψαμμίτη χαμηλής διαπερατότητας και το οποίο συνήθως εξάγεται μέσω θραύσης των βράχων με πεπιεσμένο υγρό (από όπου προκύπτει ο όρος «fracking»).
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για τον υπολογισμό του «νεκρού σημείου» (ΣτΜ: «break even point», τα έσοδα που χρειάζεται μια επιχείρηση για να καλύψει τα έξοδα, μη πραγματοποιώντας ούτε κέρδος ούτε ζημιά) στην παραγωγή πετρελαίου από σχιστόλιθο. Αυτό το νούμερο μεταβάλλεται ανάλογα με τη συγκεκριμένη πετρελαιοπηγή και το ισχύον κόστος της τεχνολογίας, της εργασίας, των φόρων και ούτω καθεξής. Μια ευρέως αναφερόμενη εκτίμηση είναι ότι οι περισσότεροι παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ χρειάζονται μια τιμή 45 δολαρίων ή και παραπάνω για να βγάλουν κάποιο κέρδος. Αντίθετα, το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας έχει κόστος παραγωγής περίπου 4 δολάρια το βαρέλι και το ρωσικό πετρέλαιο περίπου 10 δολάρια το βαρέλι. Αυτές οι συγκρίσεις πρέπει να ερμηνευθούν με προσοχή, καθώς η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία δεν είναι εταιρείες αλλά κράτη και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για την κάλυψη των δημοσιονομικών τους αναγκών. Με αυτήν την έννοια, η τιμή κάλυψης του κόστους (Σημείο Μηδέν) για αυτά τα κράτη είναι πολύ υψηλότερη και κυμαίνεται ανάλογα με τα επίπεδα των κρατικών δαπανών που θέλουν να καλύψουν.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σταθερά υψηλές τιμές του πετρελαίου, κατά το μεγαλύτερο μέρος των δύο πρώτων δεκαετιών της νέας χιλιετίας, συνέβαλαν στην προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων στην ανάπτυξη του τομέα του πετρελαίου από σχιστόλιθο και οδήγησαν σε σημαντική αναβάθμιση των τεχνολογιών εξόρυξης για αυτά τα μη συμβατικά αποθέματα. Αυτό αποτέλεσε, φυσικά, μια ολοκληρωτική οικολογική και κοινωνική καταστροφή, η οποία υποστηρίχθηκε κατά βάση από την επαναλαμβανόμενη χρήση κρατικής βίας εναντίον αυτόχθονων πληθυσμών στις ΗΠΑ (και τον Καναδά) προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τους αγωγούς και τις άλλες υποδομές. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια θεαματική οικονομική αύξηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ.
Μεταξύ του 2009 και του 2014, η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ τριπλασιάστηκε, εκτοξεύοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κορυφή της κατάταξης μεταξύ των παραγωγών πετρελαίου παγκοσμίως. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ΗΠΑ έγιναν καθαρός εξαγωγέας πετρελαίου (ΣτΜ: περισσότερες εξαγωγές από ότι εισαγωγές) στις αρχές του 2011 και -ξεπερνώντας τη Σαουδική Αραβία- έγιναν ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο το 2013. Την πρώτη θέση διατηρούν μέχρι σήμερα, σε μια συνθήκη που απέχει πολύ από τις πανικόβλητες προβλέψεις περί «ενεργειακής εξάρτησης» που καθόριζαν τις συζητήσεις για την χάραξη της αμερικανικής πολιτικής στις αρχές της νέας χιλιετίας.
Το σύμφωνο OPEC+ και ο πόλεμος των τιμών του πετρελαίου το 2020
Ωστόσο, η τεράστια αύξηση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου που οφείλεται σε αυτήν την πρόσθετη παραγωγή των ΗΠΑ -σε συνδυασμό με τη μείωση της κινεζικής ενεργειακής ζήτησης, τη φθίνουσα πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και την κίνηση προς μεγαλύτερη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας- προκάλεσαν το αιφνίδιο τέλος της περιόδου των υψηλών παγκόσμιων τιμών πετρελαίου στα μέσα του 2014. Η τιμή του πετρελαίου Brent (ΣτΜ: Brent Crude Oil, ένα ελαφρύ, αργό πετρέλαιο το οποίο προέρχεται από τη Βόρεια Θάλασσα και του οποίου η τιμή λειτουργεί ως «σημείο αναφοράς» για τις πετρελαιαγορές γενικότερα) μειώθηκε κατά 70% έως το 2015, κατρακυλώντας τελικά στα 30 περίπου δολάρια/ βαρέλι στις αρχές του 2016. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πτώση στις τιμές του πετρελαίου μέσα σε τρεις δεκαετίες. Καθώς οι ΗΠΑ βίωναν την πρώτη τους μείωση στην ετήσια παραγωγή πετρελαίου μετά το 2008, πολλές μικρότερες και υπερχρεωμένες εταιρείες χρεοκόπησαν –για το 2015, η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών για την Ενέργεια (Energy Information Administration, EIA) υπολόγισε ότι οι συνδυασμένες απώλειες μεγάλων εισηγμένων στο χρηματιστήριο επάκτιων πετρελαιοπαραγωγών έφτασαν το ιλιγγιώδες ποσό των 67 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι αμερικανοί παραγωγοί πετρελαίου δεν ήταν οι μόνοι που επλήγησαν από την κατρακύλα των τιμών του 2014-16. Όλοι οι μεγάλοι εξαγωγείς πετρελαίου αντιμετώπισαν αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και αιμορραγία των αποθεματικών τους -συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, η οποία εξάντλησε πάνω από το 1/3 των συναλλαγματικών της αποθεμάτων στο διάστημα μεταξύ της κορύφωσης της τιμής του πετρελαίου το 2014 και του χαμηλότερου επιπέδου της το 2016. Απέναντι σε αυτές τις αυξανόμενες δημοσιονομικές πιέσεις, δύο από τους κορυφαίους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, έλαβαν μέτρα για να ενισχύσουν τις παγκόσμιες τιμές μέσω μιας σειράς συντονισμένων μειώσεων στην παραγωγή. Αυτή η ντε φάκτο συμμαχία επισημοποιήθηκε με ένα αμοιβαίο σύμφωνο, που ονομάστηκε OPEC+.
Αυτό συμφωνήθηκε μεταξύ των χωρών του OPEC (Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών) και 11 χωρών εκτός του OPEC, τον Δεκέμβριο του 2016. Μέχρι την κατάρρευσή του στις αρχές Μαρτίου του τρέχοντος έτους, το σύμφωνο OPEC+ είχε αποδειχθεί επιτυχημένο στη συγκράτηση της τιμής του πετρελαίου σε ένα περιορισμένο εύρος μεταξύ 50 και 80 δολαρίων περίπου. Για τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες -που δεν δεσμεύονταν από καμία από αυτές τις διεθνείς συμφωνίες- το σύμφωνο OPEC+ αποδείχθηκε εξαιρετικά επωφελές. Στον απόηχο της βουτιάς των τιμών το 2015 υπήρξε ένα κύμα συγχωνεύσεων και πτωχεύσεων στη βιομηχανία πετρελαίου των ΗΠΑ και η σταθεροποίηση των τιμών του πετρελαίου σε σχετικά υψηλό επίπεδο συνέβαλε στην αναζωογόνηση της εγχώριας εξερεύνησης και παραγωγής. Πράγματι, μέχρι τον Ιανουάριο του 2020, η ημερήσια παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ είχε φτάσει τα 12,7 εκατομμύρια βαρέλια, μια αύξηση της τάξης σχεδόν του 45% από τον Δεκέμβριο του 2016 και πολύ ψηλότερα από τα 5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα του 2008.
Αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν ξεκάθαρα ότι ενώ οι περισσότερες πετρελαιοπαραγωγές χώρες επεδίωκαν τον περιορισμό στα επίπεδα παραγωγής σύμφωνα με τις προβλέψεις του OPEC+, οι αμερικανικές πετρελαϊκές ουσιαστικά αφέθηκαν ελεύθερες να αυξήσουν τα επίπεδα παραγωγής τους ανεμπόδιστα. Όπως σημείωσε ο Keith Johnson στο Foreign Policy στις 27 Μαρτίου: «Καμία χώρα δεν έχει προσθέσει περισσότερο πετρέλαιο στον παγκόσμιο κορεσμό τα τελευταία χρόνια από τις Ηνωμένες Πολιτείες –και παρά την πρόσφατη πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου, οι αμερικάνοι παραγωγοί εξακολουθούν να αυξάνουν την απόδοσή τους».
Ωστόσο, στις 6 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, το σύμφωνο του OPEC+ κατέρρευσε με θεαματικό τρόπο, όταν η Ρωσία απέρριψε το αίτημα του OPEC για νέα μείωση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου κατά επιπλέον 1,5 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα. Η Ρωσία όχι μόνο απέρριψε το αίτημα του OPEC, αλλά επίσης ανακοίνωσε ότι δε δεσμεύεται πλέον από την αρχική συμφωνία του Δεκεμβρίου του 2016. Αυτή η απόφαση απαντήθηκε άμεσα από τη Σαουδική Αραβία που ανταπέδωσε το χτύπημα στις 8 Μαρτίου: Με μια ανακοίνωση-βόμβα ενημέρωνε ότι το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας επίσης δε δεσμεύεται πλέον από τα συμφωνημένα σε διαπραγμάτευση όρια στην παραγωγή και ότι πρόκειται να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου στα 12,3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέσα στον Απρίλιο (από 9,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα τον Μάρτιο) και στη συνέχεια να αυξήσει ακόμα περισσότερο την παραγωγική ικανότητα στα 13 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το συντομότερο δυνατό.
Με την προοπτική της αύξησης της ημερήσιας προσφοράς κατά αρκετά εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα να βρίσκεται προ των πυλών της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, η τιμή του Brent, του βασικού διεθνούς δείκτη αναφοράς για το πετρέλαιο, μειώθηκε πάνω από 30% σε διάστημα 48 ωρών. Οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές σημείωσαν επίσης πτώση, με τον Dow Jones να καταγράφει πτώση ρεκόρ 2000 μονάδων στις 9 Μαρτίου, τη μεγαλύτερη απώλεια που είχε ποτέ στη διάρκεια μιας μέρας.
Παραμένει ασαφές το τι ακριβώς πυροδότησε την απόφαση της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας να αποχωρήσουν από το σύμφωνο OPEC+. Ορισμένοι παρατηρητές εκτιμούν ότι η Ρωσία μπορεί να επεδίωκε να προβεί σε αντίποινα για τις αμερικανικές κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στη μεγαλύτερη ρωσική πετρελαϊκή εταιρεία, την Rosneft, τον Φεβρουάριο. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Ρωσίας πρέπει να γίνει κατανοητή εντός του πλαισίου της εσωτερικής πολιτικής, με τον Πούτιν να επιδιώκει να διασφαλίσει την υποστήριξη των ρωσικών ελίτ που συνδέονται στενά με τη βιομηχανία πετρελαίου και οι οποίες είχαν από καιρό αντιταχθεί στο σύμφωνο OPEC+. Άλλοι αναλυτές έχουν περιγράψει τις ενέργειες της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας ως «αριστοτεχνικές κινήσεις της θεωρίας των παιγνίων», για τις οποίες και οι δύο χώρες προετοιμάζονταν πλήρως αρκετά πριν από τις ανακοινώσεις του Μαρτίου.
Ανεξάρτητα από τους άμεσους συγκυριακούς παράγοντες, το μακροπρόθεσμο στρατηγικό κίνητρο πίσω από τη Ρωσική και τη Σαουδαραβική απόφαση είναι σαφές. Για αρκετά χρόνια, και οι δύο χώρες έβλεπαν τους αμερικανούς παραγωγούς πετρελαίου, ανεμπόδιστους από οποιοδήποτε όριο στην παραγωγή, να συνεχίζουν να κερδίζουν μερίδιο της αγοράς εις βάρος τους. Με την απειλή να πλημμυρίσει ο κόσμος με ακόμα περισσότερο πετρέλαιο (και σε αυτό, οι ενέργειες της Σαουδικής Αραβίας είναι ιδιαίτερα αποφασιστικές, λόγω της μοναδικής της δυνατότητας να αυξάνει ταχύτατα την παραγωγική της ικανότητα) η τιμή του πετρελαίου θα μειωθεί σημαντικά. Η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία θα χρειαστεί να αντέξουν τους πόνους των χαμηλών τιμών του πετρελαίου για αρκετά χρόνια. Εν τω μεταξύ όμως, οι αμερικανοί παραγωγοί που έχουν υψηλό κόστος θα οδηγούνταν σε ναυάγιο.
Ο πόλεμος για την τιμή του πετρελαίου συναντά τον COVID-19
Τις ημέρες που ακολούθησαν αυτό το τεράστιο σοκ στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, έγινε γρήγορα φανερό ότι ερχόταν ένα ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα στις τιμές του πετρελαίου ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης εξάπλωσης του COVID-19 εκτός της Κίνας. Για τους πετρελαιοπαραγωγούς, το τσουνάμι καταστροφής της ζήτησης πολλαπλασίασε τις επιπτώσεις των ανακοινώσεων της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας και ώθησε τις τιμές του πετρελαίου σε μονοψήφια επίπεδα. Μέχρι τις 29 Μαρτίου, ο δείκτης αναφοράς για την τιμή του πετρελαίου στις ΗΠΑ, η τιμή του πετρελαίου West Texas Intermediate (WTI), είχε μειωθεί περισσότερο από 60% σε σχέση με τις αρχές του έτους, πέφτοντας κάτω από τα 20 δολάρια το βαρέλι, στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και 18 χρόνια. Ο διεθνής δείκτης αναφοράς, η τιμή του Brent, έπεσε στα 23,03 δολάρια το βαρέλι, τη χαμηλότερη τιμή από το 2002.
Είναι σημαντικό ότι αυτές οι τιμές αναφοράς συχνά δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική τιμή του πετρελαίου στην αγορά -με τους εμπόρους να αναφέρουν ότι ορισμένοι τύποι πετρελαίου πουλιούνται για μόλις 8 δολάρια το βαρέλι. Εν μέσω προβλέψεων για τιμές της τάξης των 10 δολαρίων το βαρέλι, οι πετρελαϊκές εταιρίες άρχισαν να μειώνουν τα έξοδά τους για περαιτέρω εξερεύνηση, κατασκευή εξεδρών εξόρυξης και κεφαλαιουχικές δαπάνες.
Αντιμέτωποι με αυτές τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές, οι πετρελαιοπαραγωγοί σπεύδουν να αποθηκεύσουν το πετρέλαιό τους, με την ελπίδα ότι θα αποκομίσουν κέρδος όταν οι τιμές ανεβούν κάποτε στο μέλλον. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι ο αποθηκευτικός χώρος είναι πολύ περιορισμένος (ειδικά στην ξηρά) και υπάρχουν δαπάνες υλικοτεχνικής στήριξης και τεχνικά κόστη που σχετίζονται με τη μεταφορά πετρελαίου εκεί που μπορεί να αποθηκευτεί με ασφάλεια. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι περίπου τα 3/4 της χωρητικότητας αποθήκευσης στον κόσμο έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί και ότι τα όρια θα εξαντληθούν έως τα τέλη Μαΐου. Στα μέσα Μαρτίου, οι κορυφαίες εταιρείες μεταφοράς μέσω αγωγών στις ΗΠΑ ανησυχούσαν ότι οι παραγωγοί πετρελαίου μπορεί να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν τις υποδομές τους προκειμένου να αποθηκεύσουν το πετρέλαιο αντί να το μεταφέρουν, και έτσι άρχισαν να απαιτούν πλήρη εξόφληση πριν παραλάβουν οποιοδήποτε νέο φορτίο. Και επειδή είναι δαπανηρός ο τερματισμός ή η προσωρινή διακοπή άντλησης (και οι μισθώσεις οικοπέδων μερικές φορές περιέχουν ρήτρες οι οποίες απαιτούν διαρκή παραγωγή), οι πετρελαϊκές ενδέχεται να προτιμήσουν να χαρίσουν το προϊόν τους παρά να διακόψουν την παραγωγή. Πράγματι, στα μέσα Μαρτίου, έμποροι υπέβαλαν προσφορές για έναν τύπο αργού πετρελαίου, το επονομαζόμενο «Wyoming Asphalt Sour» (που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή πίσσας) με αρνητική τιμή μείον 19 σεντς ανά βαρέλι. Ουσιαστικά ζητούσαν από τους παραγωγούς να πληρώσουν προκειμένου να ξεφορτωθούν το πετρέλαιό τους.
Όλα αυτά ασκούν τεράστιες πιέσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα αξιοποίησης του πετρελαίου, από τους παραγωγούς αργού πετρελαίου (εταιρείες και κράτη) έως τη βιομηχανία διύλισης και πετροχημικών. Αναμένονται, σχεδόν με βεβαιότητα, χρεοκοπίες εταιρειών και κλεισίματα πετρελαιοπηγών. Πιθανότατα αυτές θα συμβούν μεταξύ των παραγωγών που βασίζονται σε σχετικά υψηλές τιμές, π.χ. Αμερικανικές και Καναδικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ακριβή εξόρυξη πετρελαίου σε άμμο και σχιστόλιθο.
Πράγματι, αυτή η πρόγνωση επιβεβαιώθηκε τον Μάρτιο, στην επισκόπηση για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της ομοσπονδιακής τράπεζας του Ντάλας, όπου εκπρόσωποι της βιομηχανίας σχολίαζαν ότι η προοπτική της «εγχώριας βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου ποτέ δεν υπήρξε πιο θλιβερή», ότι ήταν «μια τέλεια καταιγίδα που έφερε την καταστροφή» και «η χειρότερη κατρακύλα των τιμών ενέργειας που έχουμε δει στη ζωή μας».
Πετρέλαιο και χρηματαγορές
Όμως, η χαρτογράφηση των πιθανών διαφορετικών κατευθύνσεων αυτής της κρίσης που πυροδοτήθηκε από την πανδημία απαιτεί μια προσεκτικότερη εξέταση των δεσμών μεταξύ της βιομηχανίας πετρελαίου και της ευρύτερης οικονομίας. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό παίζει η βαθιά διασύνδεση μεταξύ των εταιρειών του ενεργειακού κλάδου και των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία είναι πιο εμφανής στις ΗΠΑ, όπου οι εταιρείες ενέργειας έχουν δανειστεί κεφάλαια σε ακραίο βαθμό τα τελευταία χρόνια.
Μεγάλο μέρος των δανειακών τίτλων που έχουν εκδώσει αυτές οι εταιρείες -όχι μόνο εταιρείες που παράγουν αργό πετρέλαιο, αλλά και οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών σε πετρελαιοπηγές, τα διυλιστήρια και άλλες εταιρείες που έχουν ως αντικείμενο τη μεταφορά, αποθήκευση και χονδρεμπόριο αργού ή διυλισμένου πετρελαίου, όπως οι εταιρείες αγωγών- έχουν υποβαθμιστεί ως ακατάλληλοι για επένδυση. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι εταιρείες ενέργειας είναι οι μεγαλύτεροι εκδότες «ομολόγων υψηλού κινδύνου» (τα διαβόητα «σκουπίδια») στις ΗΠΑ στα 10 από τα τελευταία 11 χρόνια, και πλέον αποτελούν περισσότερο από το 11% της συνολικής αγοράς των αμερικανικών ομολόγων υψηλού κινδύνου.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται από το σημαντικότατο μέγεθος των μη εξασφαλισμένων χρεών (χρέη που δεν υποστηρίζονται από κανενός είδους ασφάλεια) των αμερικανικών εταιρειών του ενεργειακού κλάδου. Ο αριθμός αυτός ξεπέρασε τα επίπεδα του εγγυημένου χρέους για πρώτη φορά το 2016, φθάνοντας τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια τον Δεκέμβριο του 2019, από μόλις 1 δισεκατομμύριο δολάρια το 2015.
Με τον περιορισμό της ζήτησης μετά τον COVID-19 –ενισχυμένο από την απόφαση της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας να αυξήσουν τα επίπεδα παραγωγής– πολλές εταιρείες που σχετίζονται με τον κλάδο της ενέργειας είναι αντιμέτωπες με την υποβάθμιση των οικονομικών τους αξιολογήσεων. Ο Όμιλος UBS υπολόγισε στις 16 Μαρτίου ότι ομόλογα αξίας έως και 140 δισ. δολαρίων που εκδόθηκαν από αμερικανικές ενεργειακές εταιρίες κινδυνεύουν να γίνουν «έκπτωτοι άγγελοι» (ΣτΜ: ομόλογα που αρχικά είχαν καλή αξιολόγηση και κατρακύλησαν στο επίπεδο των «σκουπιδιών»). Καθώς το χρέος αυτό αξιολογείται με αρνητικές προοπτικές και μετατρέπεται σε ομόλογα «σκουπίδια» (junk), η αυξημένη προσφορά θα μειώσει τις τιμές των ομολόγων αυξάνοντας παράλληλα τις αποδόσεις τους (τους τόκους των ομολόγων, οι οποίοι κινούνται αντίστροφα προς την τιμή). Μια πιθανή συνέπεια είναι μια κρίση ρευστότητας κατά την οποία οι εταιρείες του ενεργειακού κλάδου όχι μόνο θα δυσκολεύονται να βρουν αγοραστές για το χρέος τους –ένα ζήτημα κρίσιμης σημασίας, καθώς πολλές οφείλουν να διαπραγματευτούν εκ νέου τα χρέη τους καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020– αλλά θα αναγκάζονται επίσης να καταβάλλουν πολύ υψηλότερα επιτόκια επί των ομολόγων τους.
Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι αναμφίβολα μια απότομη αύξηση των πτωχεύσεων μεταξύ των αμερικανικών ενεργειακών εταιρειών κατά το 2020 και το 2021. Η πρώτη από τις σημαντικές πτωχεύσεις συνέβη την 1η Απριλίου, όταν υπάχθηκε στο κεφάλαιο 11 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ η Whiting Petroluem, η μεγαλύτερη ανεξάρτητη εταιρεία πετρελαίου στη Βόρεια Ντακότα (δεύτερη Πολιτεία σε μέγεθος παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ). Η Whiting είχε εγγραφές χρεών στα βιβλία της που υπερέβαιναν τα 2,8 δισ. δολάρια. Λίγες μέρες πριν την υπαγωγή της στο κεφάλαιο 11, τα υψηλά ιστάμενα στελέχη της έδωσαν στους εαυτούς τους μπόνους 14,6 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ στο Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας καταβλήθηκε άμεσα κατά την αποχώρησή του το ποσό των 6,4 εκατομμυρίων δολαρίων –αυτός στάθηκε πολύ πιο τυχερός από το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού της εταιρείας που απολύθηκε.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η Whiting είναι η πρώτη από ένα επερχόμενο κύμα πτώχευσης εταιριών του ενεργειακού κλάδου. Πράγματι, η Rystad Energy ανακοίνωσε στις 3 Απριλίου ότι εάν το πετρέλαιο συνεχίσει να παραπαίει (γύρω στα 20 δολάρια/βαρέλι), τότε περισσότερες από 500 εταιρείες θα υπαχθούν αναγκαστικά στο Κεφάλαιο 11 κατά την διετία 2020-21. Θα είναι ο μεγαλύτερος αριθμός τέτοιων υπαγωγών εταιριών στη σύγχρονη ιστορία.
Τέτοιου είδους αδυναμίες πληρωμών θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά και τα άλλα τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν στην κατοχή τους μεγάλες ποσότητες του χρέους των ενεργειακών εταιριών και ενδέχεται να τεθούν σε κίνδυνο σε περίπτωση ενός μεγάλου κύματος αθέτησης υποχρεώσεων των εταιρειών –ειδικά οι μικρότερες περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ, είναι πολύ εκτεθειμένες στον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε επίσης η διαδεδομένη πρακτική τιτλοποίησης εταιρικών δανείων υψηλής μόχλευσης –δηλ. η ομαδοποίηση μεγάλου αριθμού επιχειρηματικών δανείων υψηλού κινδύνου που στη συνέχεια πωλούνται ως κινητές αξίες γνωστές ως εγγυημένα ομολογιακά δάνεια (CLOs). Παρόλο που είναι δύσκολο να διαχωριστούν τα CLO ανά τομέα ή να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιος τα κατέχει, ένα κύμα αδυναμίας πληρωμών μεταξύ των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου θα μπορούσε να πέσει σαν καταρράκτης στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με τον ίδιο τρόπο που συνέβη με τα τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια το 2008.
Τέτοιου είδους αλληλεξαρτήσεις με τις χρηματοοικονομικές αγορές δεν είναι φυσικά φαινόμενο που περιορίζεται αποκλειστικά στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, αυτός ο κλάδος ξεχωρίζει έντονα ανάμεσα στις πιθανές νάρκες που βρίσκονται διάσπαρτες σήμερα μέσα στις χρηματοπιστωτικές αγορές: Πολύ υψηλά επίπεδα μη εξασφαλισμένου χρέους, υπερίσχυση της κατηγορίας των ομολόγων που έχουν υποβαθμιστεί σε «σκουπίδια» και των μη εξυπηρετούμενων χρεών και το ακραίο σοκ που προκλήθηκε από την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου – όλα αυτά σε συνδυασμό, καθιστούν αυτόν τον κλάδο πολύ πιθανό υποψήφιο για τη διάδοση μιας σοβαρής χρηματοοικονομικής πίεσης σε άλλα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας (όπως συνέβη με τον κλάδο των ακινήτων το 2008-2009).
Νικητές, χαμένοι… και το κλίμα
Είναι βέβαιο ότι σύσσωμη η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων πρόκειται να αντιμετωπίσει μια σοβαρή κρίση κατά το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους και μέσα στο 2021 –αλλά τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το οικολογικό μας μέλλον; Δυστυχώς –αν δεν μπορέσουμε να παλέψουμε αποτελεσματικά ενάντια στο Εξορυκτικό Κεφάλαιο τώρα– ένα πιθανό σενάριο είναι ότι ένα σημαντικό κύμα πτωχεύσεων στον ενεργειακό τομέα θα επιταχύνει στην πραγματικότητα την περαιτέρω συγκέντρωση του ελέγχου από τους μεγαλύτερους πετρελαϊκούς κολοσσούς.
Οι εταιρείες που περιγράφονται ως «Big Oil» -η Exxon, η Shell, η BP και μια χούφτα άλλες- βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση για να επιβιώσουν μέσα σε αυτήν την κρίση, σε σύγκριση με άλλους μικρότερους παραγωγούς. Τείνουν να είναι κάθετα ενοποιημένες εταιρείες, δηλαδή δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την αλυσίδα αξιοποίησης του ενεργειακού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διύλισης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ορισμένες από τις απώλειές τους στην παραγωγή αργού πετρελαίου πρόκειται να αντισταθμιστούν από το χαμηλότερο κόστος των εισροών καυσίμου στο τελικό στάδιο των δραστηριοτήτων τους (μεταποίηση σε εμπορεύσιμο προϊόν). Ως πραγματικά παγκόσμιες εταιρείες, έχουν αποθεματικά και περιουσιακά στοιχεία κατανεμημένα σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο στον εξαιρετικά πιο κοστοβόρο σχιστόλιθο στις ΗΠΑ. Από οικονομικής πλευράς, αυτές οι εταιρείες επίσης τείνουν να έχουν πολύ βαθύτερες τσέπες και οι προοπτικές τους είναι βαθιά συνυφασμένες με ευρύτερες χρηματοπιστωτικές αγορές (συμπεριλαμβανομένων και των συνταξιοδοτικών ταμείων). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, η BP και η Shell κατέχουν το αξιοσημείωτο ποσοστό του ενός πέμπτου όλων των μερισμάτων της εταιρείας αξιολόγησης Financial Times Stock Exchange Group (FTSE).
Αυτό ακριβώς το σενάριο εκτιμούν ότι θα εκτυλιχθεί στους επόμενους 12-18 μήνες οι κορυφαίες χρηματοοικονομικές εταιρείες. Η Goldman Sachs, για παράδειγμα, πρόσφατα δήλωσε ότι ενώ η τρέχουσα κρίση αναμφίβολα θα «αλλάξει το τοπίο στη βιομηχανία», η πιθανότερη έκβαση είναι ότι «η Big Oil θα συγκεντρώσει τα καλύτερα περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού του κλάδου και θα θυσιάσει τα χειρότερα... όταν έρθει η ανάκαμψη του κλάδου από αυτήν την πτώση, θα υπάρχουν λιγότερες εταιρείες με υψηλότερης ποιότητας περιουσίες».
Οι ενδοβιομηχανικές διαμάχες σε ό,τι αφορά την κρατική στήριξη προς την ασθμαίνουσα βιομηχανία σχιστόλιθου στις ΗΠΑ αντανακλούν επίσης αυτό το πιθανό αποτέλεσμα. Όπως τεκμηριώνει αναλυτικά ο Justin Mikulka, πετρελαϊκοί κολοσσοί όπως η Exxon προσπάθησαν να επιταχύνουν την κατάρρευση των μικρότερων παραγωγών και έχουν αντιταχθεί σθεναρά σε οποιαδήποτε κρατική στήριξη προς τη σχιστολιθική βιομηχανία. Ο Mikulka παραθέτει τα λεγόμενα του Διευθύνοντα Συμβούλου μιας εταιρείας σχιστόλιθου, της Pioneer Natural Resources, ο οποίος είπε στο CNBC ότι οι προσπάθειες να πειστεί η κυβέρνηση Τραμπ να υποστηρίξει τους παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου δεν απέδιδαν, επειδή, «συναντήσαμε αντιδράσεις από την Exxon, η οποία ελέγχει το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου και την Ένωση Πετρελαίου και Φυσικού αερίου του Τέξας… και προτιμά όλοι οι ανεξάρτητοι να χρεοκοπήσουν για να μαζέψει αυτή τα απομεινάρια».
Η τρέχουσα συγκυρία εμπεριέχει πραγματικό κίνδυνο για τους αγώνες για κλιματική δικαιοσύνη. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η κυβέρνηση Τραμπ συμφώνησε να χαλαρώσει τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς για τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, τα εργοστάσια και άλλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις –επιτρέποντας ουσιαστικά σε αυτούς τους ρυπαντές να «αυτό-ρυθμίζουν» τα δικά τους επίπεδα ρύπανσης, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα των New York Times. Αυτή η νέα πολιτική υποστηρίχτηκε από την Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος ως μέρος της αντιμετώπισης της κρίσης του COVID-19. Αλλά είναι ενδεικτικό ότι ήταν ένα από τα βασικά αιτήματα που είχε θέσει το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, σε μια επιστολή που έστειλαν οι λομπίστες των πετρελαϊκών κολοσσών στην κυβέρνηση Τραμπ, στις 20 Μαρτίου.
Δεν είναι μόνο η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτήν την κρίση για να ακυρωθούν οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί. Μεγάλες τράπεζες και εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα πιέζουν επίσης για χαλάρωση των απαιτήσεων για παροχή στοιχείων σχετικά με την κλιματική αλλαγή και για καθυστέρηση των «stress tests» για το κλίμα.
Ένα σενάριο το οποίο προβλέπει την υπονόμευση των (ήδη ανεπαρκών) περιβαλλοντικών περιορισμών και ένα κύμα συγκεντροποίησης της βιομηχανίας φέρνει τελικά τους πετρελαϊκούς κολοσσούς σε ισχυρότερη θέση να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους το μετά-τον-ιό τοπίο.
Ενώ οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, δεν θα παραμείνουν εκεί μακροπρόθεσμα. Μία από τις κρίσιμες συνέπειες της σημερινής τεράστιας καταστροφής στη ζήτηση πετρελαίου είναι ότι οι περισσότερες κορυφαίες πετρελαϊκές εταιρίες ανακοινώνουν δραστικές περικοπές στις κεφαλαιουχικές τους δαπάνες (CAPEX) για την έρευνα και την ανάπτυξη έργων. Για τις μεγάλες εταιρίες πετρελαίου, αυτές οι αρχικές περικοπές είναι κατά μέσο όρο περίπου 20% στις τελευταίες εβδομάδες. Είναι ακόμη υψηλότερες στη βιομηχανία σχιστόλιθου, όπου υπολογίζεται σε 40% η μείωση των δαπανών το 2020. Θα χρειάζεται πολύς χρόνος και πολλά έξοδα για την επανεκκίνηση ή την εκ νέου παραγωγή πετρελαίου μετά τη διακοπή των εργασιών ή το κλείσιμο των πετρελαιοπηγών. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι επιπτώσεις των σημερινών περικοπών στις κεφαλαιουχικές δαπάνες θα γίνονται αισθητές στους περιορισμούς στην προσφορά για αρκετό καιρό στο μέλλον.
Αυτό δημιουργεί μια μεγάλη πιθανότητα απότομης ανάκαμψης των τιμών καθώς θα βγαίνουμε από αυτήν την κρίση –ένα αποτέλεσμα το οποίο θα δώσει κίνητρα για νέο κύμα επενδύσεων και επέκτασης στα ορυκτά καύσιμα παγκοσμίως (όπως συνέβη και στην πρόσφατη ιστορία της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ).
Τι αντίκτυπο θα μπορούσε να έχει μια τέτοια εξέλιξη έξω από τις ΗΠΑ και τις τύχες των μεγάλων, παγκοσμιοποιημένων πετρελαϊκών κολοσσών; Εδώ πρέπει επίσης να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ των ισχυρότερων πετρελαιοπαραγωγών κρατών και άλλων φτωχότερων εξαγωγέων πετρελαίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και άλλα κράτη του Κόλπου θα αντιμετωπίσουν ασφαλώς αυξανόμενα ελλείμματα και μεγαλύτερη πίεση στις κρατικές δαπάνες κατά τη διάρκεια μιας παρατεταμένης περιόδου χαμηλών τιμών πετρελαίου. Αυτά τα κράτη, ωστόσο, έχουν σχετικά χαμηλά επίπεδα υφιστάμενου χρέους και μπορούν να δανειστούν αρκετά φθηνά στις διεθνείς αγορές. Η ιδιόμορφη ταξική διαστρωμάτωση του Κόλπου –που επαφίεται συντριπτικά στην εργασία προσωρινών μεταναστών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου οι οποίοι αποτελούν πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού– σημαίνει ότι το βάρος οποιασδήποτε απότομης οικονομικής συρρίκνωσης μπορεί μερικώς να «εκτοπιστεί» απλά στέλνοντας τους μετανάστες εργάτες πίσω στις πατρίδες τους (όπως έπραξε το Ντουμπάι μετά την κρίση του 2008).
Αντίστοιχα με την πιθανή ενίσχυση της «Big Oil» μέσα απ’ αυτή την κρίση, έτσι και τα κράτη του Κόλπου θα μπορούσαν να δουν τη θέση τους να ενισχύεται ακόμα περισσότερο εάν τα περιουσιακά στοιχεία γειτονικών χωρών γίνουν ακόμα πιο φθηνά διαθέσιμα σε έναν κόσμο μετά-τον-ιό. Μια σημαντική αγορά σε αυτό το πεδίο είναι η Ινδία, όπου εταιρείες με έδρα στον Κόλπο συνεχίζουν να πραγματοποιούν σημαντική διείσδυση, προσδοκώντας μια μελλοντική αύξηση της ζήτησης ενέργειας. Είναι επίσης σημαντικό να επισημάνουμε την στρατηγική ένταξη του Κόλπου στα εμπορικά και χρηματοοικονομικά δίκτυα που συνδέονται με την Κίνα. Το αργό πετρέλαιο και τα πετροχημικά παραμένουν κεντρικά σε αυτές τις διασυνδέσεις και οι εργασίες σε κομβικά έργα σε αυτούς τους τομείς συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης (όπως το διυλιστήριο Ruwais του Αμπού Ντάμπι, το οποίο θα είναι το μεγαλύτερο ολοκληρωμένο διυλιστήριο και εργοστάσιο πετροχημικών στον κόσμο μετά την αποπεράτωσή του).
Άλλοι φτωχότεροι εξαγωγείς πετρελαίου θα αντιμετωπίσουν πολύ πιο σοβαρά προβλήματα ως αποτέλεσμα της τρέχουσας βουτιάς των τιμών. Σε αυτά τα κράτη περιλαμβάνονται το Εκουαδόρ, η Βενεζουέλα και το Ιράν –με τα δύο τελευταία να έχουν να αντιμετωπίσουν και τις άγριες κυρώσεις που τους έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ. Κράτη όπως η Νιγηρία –η οποία εξαρτάται από το πετρέλαιο για το 57% των κρατικών εσόδων και πάνω από το 90% του συναλλάγματος– θα δυσκολευτούν πολύ να ανταποκριθούν στις δημοσιονομικές ανάγκες τους, ένα πρόβλημα που θα έχει θανατηφόρες συνέπειες εν μέσω της τρέχουσας πανδημίας. Παρομοίως στο Ιράκ, όπου οι εξαγωγές πετρελαίου αποτελούν το 90% των κρατικών εσόδων, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού εξαρτάται από το δημόσιο τομέα για μισθούς ή συντάξεις, είναι δύσκολο να σκεφτούμε πώς θα αντιμετωπιστεί το αναμενόμενο έλλειμμα χρηματοδότησης.
Ωστόσο, δεν πρέπει να κατηγορούμε τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτές οι χώρες. Αντίθετα, οι μακροχρόνιες συνέπειες της αποικιοκρατίας, η καταστροφή που προκλήθηκε από πολέμους και κατοχές που καθοδήγησε η Δύση και οι σχέσεις χρέους και εξάρτησης που συνδέουν αυτές τις χώρες με τα κέντρα της παγκόσμιας οικονομίας πρέπει να αντιμετωπιστούν ως το κύριο ζήτημα σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση αυτής της πανδημίας. Η Νιγηρία, για παράδειγμα, μπορεί να εξαρτάται από το πετρέλαιο για μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων, αλλά περισσότερα από τα μισά από αυτά τα έσοδα δαπανώνται για την εξυπηρέτηση του υπάρχοντος εξωτερικού χρέους. Κάθε προσπάθεια να προχωρήσουμε πέρα από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα σε παγκόσμιο επίπεδο πρέπει να θέσει σε αμφισβήτηση αυτόν τον εύφλεκτο συνδυασμό πετρελαίου, χρέους και χρηματοδότησης.
Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, γινόταν λόγος για μια πιθανή συμφωνία ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία σχετικά με τα επίπεδα παραγωγής πετρελαίου. Είναι απίθανο μια τέτοια συμφωνία να έχει επαρκή αντίκτυπο στην τιμή του πετρελαίου, δεδομένης της τεράστιας κατάρρευσης της ζήτησης που συνέβη τις τελευταίες εβδομάδες. Ορισμένοι παρατηρητές εντόπισαν την ειρωνεία του να βλέπουμε κορυφαίους Ρεπουμπλικάνους που προηγουμένως ζητούσαν τη διάλυση του OPEC λόγω του ότι συμπεριφέρεται ως καρτέλ, να απαιτούν τώρα πιο στενή σύμπραξη με τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία για τον καθορισμό των τιμών.
Σίγουρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις της πανδημίας του COVID-19 και της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης όντως προκαλούν μια ολόκληρη σειρά απροσδόκητων πολιτικών αναδιατάξεων, παράδοξων συμμαχιών και νέων «ανοιγμάτων» για πολιτικές αλλαγές. Αλλά αυτή είναι επίσης μια συγκυρία όπου οι υπάρχουσες διευθετήσεις μπορεί να αναπροσαρμοστούν και να παγιωθούν προς το συμφέρον των πιο ισχυρών. Αντιμετωπίζουμε τον πολύ πραγματικό κίνδυνο μιας αναθαρρημένης και αναζωογονημένης βιομηχανίας πετρελαίου, που θα έχει βρεθεί σε ακόμα κεντρικότερη θέση στα πολιτικά και οικονομικά μας συστήματα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν μια καταστροφική έκβαση της τρέχουσας πανδημίας.
*Ο συγγραφέας ευχαριστεί τον Jeffrey R. Webber για τις χρήσιμες υποδείξεις του πάνω σε αυτό το άρθρο.