Ένα άρθρο συνολικότερης παρέμβασης στη μεγάλη συζήτηση για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821, που άνοιξε και πάλι στα πλαίσια της επετείου των 200 χρόνων.
1. Η σηµασία της συζήτησης
Στα 200 χρόνια που προηγήθηκαν, η συζήτηση για το χαρακτήρα της επανάστασης του 1821 υπήρξε διαρκής. Όµως επίσης, σε κάθε εποχή, το «κέντρο» αυτής της συζήτησης όπως το αποτύπωνε η Ακαδηµία Αθηνών και η κυρίαρχη ιστοριογραφία, υπήρξε µεταβλητό και καθοριζόταν από τις άµεσες πολιτικές ανάγκες, όπως τις αντιλαµβανόταν η κυρίαρχη τάξη.
Στις πρώτες δεκαετίες της συγκρότησης του ελληνικού εθνικού κράτους, όταν κυριαρχούσαν ακόµα οι ανάγκες του διαχωρισµού µε το οθωµανικό παρελθόν, παρέµεινε ισχυρή η «αφήγηση» που αναζητούσε το ιστορικό παρελθόν κατ’ ευθείαν στην παράδοση της κλασσικής αρχαιότητας.
Όταν η Μεγάλη Ιδέα έπαψε να αποτελεί ιδεολογικό προσανατολισµό και έγινε συγκεκριµένο πολιτικό πρόγραµµα, στην περίοδο της προετοιµασίας των µεγάλων επεκτατικών πολέµων στις αρχές του 20ού αιώνα, η κυρίαρχη ιστοριογραφία ρίχτηκε αποφασιστικά στην προσπάθεια να συνενώσει όλα τα αντιφατικά στοιχεία του ιστορικού παρελθόντος σε µια νέα ιστορική αφήγηση, που είχε ως κέντρο την αδιάλειπτη συνέχεια του ελληνισµού, µε στόχο να παρουσιάσει το σύγχρονο ελληνικό κράτος που είχε προκύψει από την επανάσταση του 1821 ως το νόµιµο κληρονόµο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αυτή η «ιδεολογική χρήση της Ιστορίας» είχε ως θύµα την ίδια την επανάσταση του 1821. Είναι πραγµατικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη υποβαθµίζει συνειδητά το ιστορικό γεγονός, την τοµή που την έφερε στην εξουσία. Οι επαναστατικές ιδέες της εποχής, οι πραγµατικοί επαναστάτες, οι οργανώσεις τους, το πρόγραµµά τους, έχουν απωθηθεί στο σκοτάδι. Ο φόβος της επανάστασης είναι, εδώ και πολύ καιρό, το αποφασιστικό κριτήριο για την κυρίαρχη τάξη και καθορίζει την παρέµβασή της, ακόµα και όταν πρόκειται για την ιστορία του ιδρυτικού γεγονότος της ανόδου της στην εξουσία.
Αυτό το φαινόµενο είναι διεθνές. Στην επέτειο των 200 χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789-93, αναπτύχθηκε στη Γαλλία µια µεγάλη «αναθεωρητική» συζήτηση. Που είχε ως στόχο να επιβάλει την άποψη ότι η επανάσταση υπήρξε µια άχρηστη, επώδυνη και επικίνδυνη διαδικασία, όπως και το ότι το «έθνος» είχε και άλλες επιλογές: την ανάπτυξη του καπιταλισµού και της δηµοκρατίας µέσω του πιο οµαλού δρόµου της σταδιακής µεταρρύθµισης του «παλαιού καθεστώτος». Η αποκήρυξη των Γιακωβίνων και κυρίως η αποκήρυξη της δράσης των «ξεβράκωτων» του Παρισιού, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη σε µια εποχή όπου η κυρίαρχη τάξη συγκρούεται αποφασιστικά και ξεδιάντροπα µε τη µεγάλη πλειοψηφία των υπηκόων του κράτους της.
Ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης υπήρξε ο Αρχιεπίσκοπος που διεκδίκησε έναν πιο ενεργό και δραστήριο ρόλο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην πολιτική διαχείριση της εξουσίας και ειδικότερα στη διαχείριση των λεγόµενων εθνικών θεµάτων. Ας δούµε πώς συνοψίζει τη θέση του για το 1821: «(ενεφανίσθησαν οραµατιστές) µε πρόγραµµα επαναστατικό, αλλά µε βάσι τις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως, που δεν άγγιζαν το µέγα πρόβληµα της υπόδουλης χώρας. Απεναντίας έσπερναν αναρχία και θεωρητική εξέγερσι. Κρινόµενος ο Ρήγας µε τα µέτρα της εποχής του ήταν ένας επικίνδυνος ονειροπόλος. Η υπό στυγνή δουλεία Ελλάς είχε ανάγκη πολιτικής και όχι κοινωνικής επαναστάσεως» (Χριστόδουλος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, «Ο Εθνάρχης της Οδύνης Γρηγόριος Ε΄», παρατίθεται από τον Δηµ. Ψαρρά στο εύστοχο βιβλίο του «Πώς συλλογάται ο Ρήγας;», εκδόσεις Πόλις, 2020).
Τα βασικά σηµεία αυτής της θέσης είναι: α) Το έθνος και η χώρα (η «υπό στυγνή δουλεία Ελλάς») προϋπήρχαν της επανάστασης του 1821. β) Οι επαναστάτες που εµφανίστηκαν εκείνη την εποχή επηρεάζονταν από τη Γαλλική Επανάσταση, «έσπερναν αναρχία και θεωρητική εξέγερσι» και ήταν «επικίνδυνοι ονειροπόλοι». γ) Η Ελλάς είχε ανάγκη «πολιτικής» (ή «εθνικής») αλλά όχι «κοινωνικής» επαναστάσεως. δ) Το καθήκον αυτό (κάπως…) πραγµατοποιήθηκε, αφού ενοποιήθηκαν οι «δυνάµεις του έθνους» συµπεριλαµβάνοντας ακόµα και τους πιο φανατικούς εχθρούς της επανάστασης (όπως ο «Εθνάρχης της Οδύνης»).
Γύρω από την άποψη αυτή του σκοταδιστή ακροδεξιού Χριστόδουλου, συγκλίνει σήµερα το σύνολο της κυρίαρχης τάξης, αφού τα πιο «φωτισµένα» τµήµατά της έχουν από καιρό σιωπήσει κάτω από το φόβο των επαναστάσεων. Σε όλο το φάσµα των εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από το 1821 κυριάρχησαν είτε η χοντροκοµµένη πολιτική σκοπιµότητα («η Ελλάς ως εξώστης της ΕΕ στην Ανατολική Μεσόγειο»), είτε η αναπαραγωγή των πιο αυθαίρετων µύθων σε βάρος της ιστορικής εντιµότητας (όπως το λάβαρο της Αγίας Λαύρας που «κόσµησε» το τραπέζι της Προέδρου της Δηµοκρατίας στους διεθνείς προσκεκληµένους, µεταξύ µπισκότων σουπιάς και κεφτέδων γαρίδας…). Απέναντι στην άποψη αυτή στάθηκαν µια σειρά νέες εκδόσεις, αλλά και εκδηλώσεις-συζητήσεις, που προσπάθησαν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα τις απαντήσεις της αριστερής-κοµµουνιστικής ιστοριογραφίας. Εµείς ξεχωρίσαµε το βιβλίο του Γ. Μηλιού («1821: Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020) και τον τόµο που επεξεργάστηκε το Τµήµα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ µε τίτλο: «1821, η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού κράτους».
Είναι γνωστό ότι οι εκτιµήσεις για το χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821 υπήρξαν άµεσα συνδεδεµένες µε τις περιπέτειες της κοµµουνιστικής στρατηγικής στην Ελλάδα. Στην πρώιµη περίοδο συγκρότησης του κοµµουνιστικού κινήµατος, οι εργασίες του Σκληρού και αργότερα του Κορδάτου (µε το εµβληµατικό βιβλίο του «Η κοινωνική σηµασία της επανάστασης του ’21» στις πρώτες εκδόσεις του, πριν τις «υποχωρήσεις» του συγγραφέα που ενσωµατώθηκαν στο βιβλίο µετά τα τέλη της δεκαετίας του ’30), στήριξαν την άποψη ότι το ’21 ήταν µια νικηφόρα αστική επανάσταση, που συγκρότησε το πρώτο σύγχρονο αστικό-δηµοκρατικό κράτος στα Βαλκάνια, µέσα στις συνθήκες σήψης της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της άποψης ήταν σηµαντικές: οι πόλεµοι των αρχών του 20ού αιώνα ορίζονταν ως επεκτατικοί και όχι ως (κάποιου είδους) «εθνικοαπελευθερωτικοί», το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ κράτησε απέναντι στο βενιζελισµό στάση απόλυτης εχθρότητας, ενώ η αναγκαία απάντηση στα δεινά και στα βάσανα του εργαζόµενου πληθυσµού εντασσόταν στην προοπτική της εργατικής/σοσιαλιστικής επανάστασης. Σε αυτό το υπόβαθρο ο Παντελής Πουλιόπουλος εκτιµούσε τον ελληνικό καπιταλισµό ως «τον πιο δυναµικό των Βαλκανίων», εκτίµηση που επιβεβαιώθηκε σε όλη τη διαδροµή του 20ού αιώνα.
Η ρήξη στην κοµµουνιστική ιστοριογραφία για το 1821, άρχισε όχι σαν µια διαµάχη επί της ιστορικής ύλης, αλλά αντίστροφα, ξεκινώντας από την ανατροπή της θέσης του ΚΚΕ για τον χαρακτήρα της επερχόµενης επανάστασης στην Ελλάδα. Η 6η Ολοµέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1934), µε ευθύνη της ηγεσίας υπό τον Ν. Ζαχαριάδη, περιέγραψε τον ελληνικό καπιταλισµό σαν µια «καθυστερηµένη» χώρα, που καθοριζόταν από µια «αστικοτσιφλικάδικη» συµµαχία στην εξουσία. Ο χαρακτήρας της επερχόµενης επανάστασης οριζόταν πλέον ως «αστικοδηµοκρατικός», που θα όφειλε να ολοκληρώσει τη δηµοκρατική ανάπτυξη και την ανεξαρτησία της χώρας, για να ανοίξει έτσι τη δυνατότητα για τη µετάβαση στο επόµενο «στάδιο», προς τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των συµµάχων της.
Σε αυτή τη βάση, ο Ζεύγος ανέλαβε να επιτεθεί στις προηγούµενες εργασίες του Κορδάτου και να βάλει τα θεµέλια της άποψης που εκτιµά το 1821 σαν µια επανάσταση που έµεινε ανολοκλήρωτη, γιατί «προδόθηκε» από την ηγεσία της που προτίµησε να συµβιβαστεί σε µια κάποια συµµαχία µε τους τσιφλικάδες (κοτζαµπάσηδες) και να υποταχθεί στην εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάµεις. Ο Φιλ. Ηλίου συνοψίζει ως εξής την άποψη που κυριαρχεί στο έργο του Ζεύγου: «…στηρίζεται στην εκτίµηση ότι η ελληνική αστική τάξη στάθηκε ανίκανη, για πολλούς λόγους αλλά κυρίως εξαιτίας της συµµαχίας της µε τους φεουδάρχες, να πραγµατοποιήσει η ίδια τον αστικό µετασχηµατισµό της χώρας. Από την ίδια της τη φύση δεν θα µπορούσε να τον πραγµατοποιήσει ούτε στο µέλλον: ο ιστορικός αυτός ρόλος ανήκε, πια, στην εργατική τάξη και στο κόµµα της» (Φ. Ηλίου, Η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, Σχόλιο στη συζήτηση Κορδάτου-Ζεύγου, υπογραµµίσεις δικές µου).
Εδώ γίνεται καθαρό το ιδεολογικοπολιτικό διακύβευµα πίσω από την ιστορική διαµάχη: η άποψη του Κορδάτου ωθούσε το ΚΚΕ να αναµετρηθεί µε τα καθήκοντα της εργατικής/σοσιαλιστικής επανάστασης, ενώ η άποψη του Ζεύγου ωθεί στην «παράκαµψη» από αυτά τα καθήκοντα, στο δρόµο του να αναλάβει η εργατική τάξη και το κόµµα της τον ιστορικό ρόλο του αστικού µετασχηµατισµού της χώρας. Έχοντας πλέον την πείρα του 20ού αιώνα, γνωρίζουµε πόσο άστοχες ήταν οι εκτιµήσεις για την τάχα ανικανότητα της αστικής τάξης να προωθήσει τον αστικό µετασχηµατισµό της χώρας και πόσο ακριβά πληρώθηκε µέσα στη δεκαετία του 1940 η αυταπάτη ότι αυτόν το ρόλο θα µπορούσε να αναλάβει η εργατική τάξη και το κόµµα της.
Σήµερα το Τµήµα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ αισθάνεται, δικαίως, την ανάγκη να αναµετρηθεί µε αυτό το ζήτηµα. Ο τόµος του ΚΚΕ για το 1821, αρχίζει µε ένα αναλυτικό κείµενο του Μ. Μαΐλη, µε τίτλο: «Η Κοµµατική Ιστοριογραφία για το Χαρακτήρα και τις Κινητήριες Δυνάµεις της Επανάστασης του 1821 και η Στρατηγική του ΚΚΕ». Ο Μ. Μαΐλης τοποθετείται ευθέως: «…όσον αφορά το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάµεις της Επανάστασης του 1821, το δίκαιο βρισκόταν µε το µέρος του Κορδάτου, ανεξάρτητα από τα λάθη και από τις αντιφάσεις του…» (υπογράµµιση δική µου). Επίσης ευθέως, ο Μαΐλης συνδέει αυτή τη «διαµάχη» για το 1821 µε τις συζητήσεις για τη στρατηγική του ΚΚΕ στη δεκαετία του ’30, αλλά και τις µεγάλες ανατροπές στις κατευθύνσεις του παγκόσµιου κοµµουνιστικού κινήµατος µετά το 6ο Συνέδριο της Κοµµουνιστικής Διεθνούς (1928). Σε όσους, ακόµα και σήµερα, θεωρούν το µεγάλο κίνηµα του ΕΑΜ σαν µια «συνέχεια του 1821», ο έµπειρος αναγνώστης θα κατανοήσει ότι ο Μ. Μαΐλης υποδεικνύει ότι αυτή η στρατηγική, αν και δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του ΕΑΜ (αφού η Αντίσταση δεν αναπτύχθηκε σαν κίνηµα Εθνικής Ενότητας, αλλά κάτω από την ηγεµονία της Αριστεράς), έπαιξε αντίθετα καθοριστικό ρόλο για την τελική ήττα του ΕΑΜ, σαν η στρατηγική «µήτρα» από την οποία ξεκινούν όλα τα διαδοχικά και καθοριστικά «λάθη» της ηγεσίας του ΚΚΕ (Καζέρτα, Λίβανος, Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου, Βάρκιζα).
Αυτή η αρχική τοποθέτηση λειτουργεί απελευθερωτικά για τις εργασίες ανάλυσης που έπονται στον τόµο του ΚΚΕ για το 1821. Είναι σηµαντικό και ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι µια µεγάλη µάζα αριστερών αγωνιστών-στριών καλούνται να αντιµετωπίσουν τα σωστά ερωτήµατα και από τη σωστή σκοπιά. Ένας «χώρος» διανοουµένων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που επιµένει στην προτεραιότητα του «εθνικού» επί του «κοινωνικού», αναπαράγοντας τη διάσπαση της κοµµουνιστικής στρατηγικής σε «στάδια», αισθάνθηκε την ανάγκη να επιτεθεί στις επεξεργασίες του ΚΚΕ από τη σκοπιά των αναλύσεων Ζεύγου-Ζαχαριάδη. Οφείλουν να κατανοήσουν ότι αυτή είναι µια κριτική στο ΚΚΕ από τα δεξιά του.
2. Σηµειώσεις για το Έθνος
Είναι αδύνατο να προχωρήσει κανείς στη συζήτηση για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάµεις της επανάστασης του 1821 (όπως και όλου του «κύκλου» των µεγάλων αστικών επαναστάσεων εκείνης της εποχής) αν δεν θέσει κάποια βασικά σηµεία άποψης για το Έθνος.
Μια µεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών-στριών της Αριστεράς κινείται µέσα στα πλαίσια που έθεσε ο γνωστός ορισµός του Στάλιν: «έθνος είναι µια ιστορικά συγκροτηµένη, µόνιµη κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονοµικής ζωής και ψυχοσύνθεσης, που φανερώνεται στην κοινότητα του πολιτισµού».
Η χρησιµότητα αυτού του ορισµού είναι εξαιρετικά αµφίβολη. Είναι φανερό ότι πρόκειται για µια ταυτολογία. Μας λέει ότι το έθνος, είναι το… έθνος. Όµως πιο σηµαντικό είναι το ότι συσκοτίζει το γεγονός ότι όλες οι παράµετροι του ορισµού (γλώσσα, έδαφος, οικονοµική ζωή, κοινότητα πολιτισµού) δεν είναι αναλλοίωτες µέσα στην εξέλιξη της ιστορίας.
Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, µε το καθοριστικό βάρος της υπαίθρου και της αγροτικής παραγωγής, η µεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων ολοκλήρωνε το βίο χωρίς να έχει µετακινηθεί ποτέ από τον τόπο γέννησης περισσότερο από µερικές δεκάδες χιλιόµετρα. Σε αυτές τις κοινωνίες δεν υπήρχε ενιαία γλώσσα, ούτε και κρατικοί µηχανισµοί επιβολής και αναπαραγωγής της. Η ενιαία γλώσσα, η «εθνική» γλώσσα, είναι σύγχρονο φαινόµενο, δεµένο µε την ανάπτυξη της ενιαίας-εθνικής αγοράς της εργασίας και των προϊόντων, που χαρακτηρίζει την άνοδο του καπιταλισµού.
Το ίδιο ισχύει ακόµα και για την πιο «σκληρή» παράµετρο του ορισµού του Στάλιν, το έδαφος. Ο Κολοκοτρώνης γράφει στα αποµνηµονεύµατά του ότι η µεγάλη επανάσταση µας δίδαξε τις διαστάσεις του χώρου. Μέχρι τότε, λέει, νοµίζαµε ότι ακόµα και η Ζάκυνθος είναι πολύ µακριά, ότι ανήκει σε έναν άλλο τελείως διαφορετικό κόσµο. Αυτή η αφήγηση υποδεικνύει µια σωστή κατεύθυνση: η συνείδηση των ανθρώπων για το έδαφος πάνω στο οποίο ζούσαν και δρούσαν, η συνείδηση για τον «εθνικό» χώρο, ήταν ένας παράγοντας απολύτως δυναµικός, που καθοριζόταν από µεγάλα ιστορικά γεγονότα. Και αντίστροφα. Η συνείδηση των ανθρώπων για το έδαφος και τον «εθνικό χώρο» έγινε πεδίο συστηµατικής παρέµβασης της κυρίαρχης τάξης και του κράτους της: µεταξύ του 1834 και του 1997(!), άλλαξαν οι ονοµασίες πόλεων, χωριών, βουνών, ποταµών και λιµνών, σε ποσοστό που ξεπερνά το 95%. Όχι τυχαία, πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την «κάθαρση» έπαιξαν οι δικτατορίες του 1936 και του 1967-74.
Και βέβαια, ούτε λόγος δεν µπορεί να γίνει για κοινότητα οικονοµικής ζωής, ψυχοσύνθεσης και πολιτισµού, µεταξύ του φτωχού αγρότη του δεµένου µε το κτηµατάκι του στα ορεινά της Ρούµελης και του Μωριά, και του εµπόρου που µπορούσε να ζει και να δρα στα µεγάλα λιµάνια της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας ή του Δούναβη.
Αυτή η παρατήρηση µας ωθεί προς τις εργασίες των πιο σύγχρονων µαρξιστών (Χόµπσµπαουµ κ.ά.) που ερµηνεύουν το έθνος ως αποτέλεσµα των νικηφόρων αστικών επαναστάσεων, που συγκρότησαν τα σύγχρονα έθνη/κράτη. Τα εθνικιστικά κινήµατα έφτιαξαν τα έθνη και όχι το αντίστροφο. Εδώ είναι χρήσιµες δύο παρατηρήσεις: α) Οι αστικές επαναστάσεις, στη σύγκρουσή τους µε τη φεουδαρχία και τον απολυταρχισµό, ήταν σε εκείνο τον ιστορικό κύκλο προοδευτικά κινήµατα. β) Σε αυτή τη σύγκρουση πήραν µαζικά µέρος οι αγρότες, οι τεχνίτες, οι φτωχοί, αναγνωρίζοντας στην ανατροπή του απολυταρχισµού την πιθανότητα απαλλαγής τους από τη φεουδαρχική καταπίεση. Η «εθνική πολιτικοποίηση των µαζών», που ο Μηλιός υπογραµµίζει στο βιβλίο του, σηµαίνει ότι οι λαϊκές µάζες της εποχής αναγνώριζαν στην υπόσχεση της ανερχόµενης αστικής τάξης για τη συγκρότηση ενός εθνικού-δηµοκρατικού κράτους, τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη θέση τους.
Αν τα παραπάνω είναι χρήσιµα για να κατανοήσει κανείς τις ανατροπές στις παλιές Αυτοκρατορίες, που οδήγησαν στη δηµιουργία των σύγχρονων εθνών-κρατών στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερµανία κ.ο.κ., είναι απολύτως αναντικατάστατα για κάθε σοβαρή συζήτηση για τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους µέσα από τη σήψη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Ο όρος «Έλληνας» είχε στα Βαλκάνια συγκεκριµένο, διαφορετικό περιεχόµενο µέσα στο χρόνο. Στην περίοδο της ακµής του Βυζαντίου, «Έλληνας» σήµαινε ειδωλολάτρης, οπαδός των παγανιστικών προχριστιανικών θρησκευτικών δοξασιών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγόρευε τη βάπτιση παιδιών µε αρχαιοελληνικά ονόµατα, ενώ είναι γνωστή η κακή τύχη που επιφύλασσε στους ανθρώπους και στα κείµενα που επιχειρούσαν να κρατήσουν ζωντανή την αναφορά στην παράδοση της κλασσικής αρχαιότητας.
Το ΚΚΕ στον τόµο για το 1821, επιλέγει να υπενθυµίσει τον Τράιαν Στογιάνοβιτς. Ο Στογιάνοβιτς, στο κλασσικό κείµενό του «Ο Κατακτών τα Βαλκάνια Ορθόδοξος Έµπορος», υπογραµµίζει ότι στον 18ο αιώνα ο όρος «Έλληνας» σήµαινε πλανόδιος έµπορος και, σταδιακά, έµπορος µεγάλων αποστάσεων. Αυτός ο έµπορος µπορεί να ήταν Βλάχος, Μακεδόνας, Αρβανίτης, Βούλγαρος κ.ο.κ. που χρησιµοποιούσε τα ελληνικά κατά τις επαγγελµατικές δραστηριότητές του. Τα «ελληνικά» (στη συγκεκριµένη µορφή που τα χρησιµοποιούσε η Εκκλησία) έγιναν η lingua franca του εµπορίου στα Βαλκάνια, γιατί οι έµποροι επιδίωκαν να αξιοποιήσουν τα δίκτυα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τις φοροαπαλλαγές που αυτή είχε πετύχει από το Σουλτάνο, τις προστασίες που απολάµβανε από το καθεστώς της Πύλης αλλά και από τις µεγάλες χριστιανικές αυτοκρατορίες στο εξωτερικό.
Για να αποφύγουν αυτές τις κακοτοπιές, η Εκκλησία και οι καθεστωτικοί οπαδοί της θεωρίας για το 1821 ως «παλιγγενεσία», προσέχουν να µη χρησιµοποιούν συχνά τον όρο «έθνος» όταν µιλούν για την πριν την Επανάσταση περίοδο. Χρησιµοποιούν κυρίως τον (πιο φλου αρτιστίκ) όρο «Γένος». Όµως ποιο ήταν το «Γένος» στα τέλη του 18ου αιώνα; Η απάντηση είναι σαφής: όλοι οι χριστιανοί υπήκοοι της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, που αυτοπροσδιορίζονταν ως χριστιανοί Ρωµιοί (δηλαδή Ρωµαίοι…). Όµως πέραν του αυτοπροσδιορισµού, αυτό το «Γένος» ορίζονταν και θεσµικά ως συνιστώσα της «πολυεθνικής» (µε τους σηµερινούς όρους…) Οθωµανικής Αυτοκρατορίας (millet Rum Orthodox). Ο Στογιάνοβιτς παρατηρεί ότι µε το κίνηµα του Διαφωτισµού και την προετοιµασία της Επανάστασης του 1821, ο όρος «Έλληνας» άρχισε σταδιακά να πλησιάζει στη σηµερινή του έννοια. Το ίδιο συνέβη και µε το «Γένος»: η άφιξη των εθνικών κινηµάτων και επαναστάσεων στα Βαλκάνια, διέσπασε το «Γένος» των ορθόδοξων Ρωµιών προς την κατεύθυνση των µετέπειτα Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Μακεδόνων κ.ο.κ.
3. Σηµειώσεις για την Οθωµανική Αυτοκρατορία
Η εγκατάσταση των Οθωµανών στα Βαλκάνια, ακόµα και πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης, επέφερε µια αξιοσηµείωτη βελτίωση της θέσης των αγροτών, αφαιρώντας από τις πλάτες τους σηµαντικό τµήµα από το βάρος της Βυζαντινής και Λατίνικης φεουδαρχικής καταπίεσης.
Αυτό εξηγεί την ευκολία της κατάκτησης, αλλά και τη συνοχή της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας στην περίοδο της ακµής της. Στην περίοδο όπου το καθεστώς της Πύλης υπήρξε µια παγκόσµια υπερδύναµη.
Το οθωµανικό καθεστώς υπήρξε µια συγκεκριµένη παραλλαγή του φεουδαρχικού απολυταρχισµού, που πολλοί (και µέσα στη µαρξιστική ιστοριογραφία) περιγράφουν ως Ασιατικό Δεσποτισµό. Βασική διαφορά του µε την εξέλιξη της φεουδαρχίας στη Δύση ήταν ότι δεν αναγνώριζε το δικαίωµα ατοµικής ιδιοκτησίας στη γη. Το σύνολο της γης ήταν συλλογική/κρατική ιδιοκτησία, που ελεγχόταν από τον Σουλτάνο και την κρατική γραφειοκρατία της Πύλης, που στην περίοδο της ακµής ανέπτυξε πολύπλοκες και εξελιγµένες λειτουργίες, ενώ στη συνέχεια αναδείχθηκε σε παράγοντα τροχοπέδης και κρίσης.
Οι εκτάσεις της αχανούς Αυτοκρατορίας είχαν χωριστεί λεπτοµερώς σε τιµάρια, που ελέγχονταν από τη συνδυασµένη τοπική εξουσία µουσουλµάνων τιµαριούχων (αγιάνηδες) και χριστιανών (κοτζαµπάσηδες). Το τιµαριωτικό σύστηµα συνδεόταν στενά µε το ρόλο των κοινοτήτων, που υπήρξαν θεσµοί της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, στις οποίες ανατίθονταν η συλλογική υποχρέωση της συγκέντρωσης και απόδοσης του αναλογούντος φόρου, η διαχείριση της καλλιέργειας της γης και η απονοµή δικαιοσύνης (σε ξεχωριστά δικαστήρια των µουσουλµάνων και των χριστιανών υπηκόων, που συνυπολόγιζαν τις εκκλησιαστικές δοξασίες για τις αποφάσεις τους). Επειδή υπάρχει µια ωραιοποίηση του ρόλου των κοινοτήτων, ειδικά από το ρεύµα του νέο-ορθόδοξου εθνικισµού, αξίζει να θυµίσουµε ότι έχουν καταγραφεί στην ιστορία πολλές εξεγέρσεις µουσουλµάνων και χριστιανών αγροτών, που ζητούσαν την «πατρική προστασία» του Σουλτάνου απέναντι στη βάρβαρη καταπίεση του τιµαριωτικού/κοινοτικού συστήµατος και των ανεξέλεγκτων τοπικών αρχόντων.
Η δεύτερη Πολιορκία της Βιέννης (1683) αναδεικνύει την οριστική ανακοπή των δυνατοτήτων εδαφικής επέκτασης της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, που πλέον είχε ισχυρούς αντιπάλους στα δυτικά και στα ανατολικά σύνορά της. Όµως η κρίση της καθορίζεται και από µεγάλους εσωτερικούς παράγοντες. Οι αγιάνηδες και οι κοτζαµπάσηδες αγωνίζονταν να επεκτείνουν τον έλεγχο επί της γης, να κατοχυρώσουν ιδιοκτησιακά και κληρονοµικά δικαιώµατα. Περιφερειακοί ηγεµόνες (πασάδες) εξεγείρονταν διεκδικώντας αυτονοµία από την Πύλη. Το πολύπλοκο γραφειοκρατικό σύστηµα οικονοµικού και στρατιωτικού ελέγχου της Αυτοκρατορίας, ανθίσταται στις απόπειρες µεταρρυθµίσεων µε στόχο να ενσωµατωθούν οι νεωτερισµοί που δίνουν δυναµική στους αντιπάλους της. Κοµβική είναι η αδυναµία του συστήµατος της Πύλης να ενσωµατώσει προωθητικά την ανάπτυξη του εµπορίου και της βιοτεχνίας, δηλαδή τη δυναµική της ανερχόµενης αστικής τάξης.
Όµως πριν να δούµε αυτόν το καθοριστικό παράγοντα, οφείλουµε να δούµε ένα σηµείο που υπήρξε πολύ σηµαντικό στη διαδικασία της επανάστασης.
Όπως σηµειώσαµε παραπάνω, η Οθωµανική Αυτοκρατορία θα µπορούσε να χαρακτηριστεί (µε σηµερινούς όρους) σαν µια «πολυεθνική» αυτοκρατορία. Μέσα στους θεσµούς και στους πόρους εξουσίας της, ήταν καθορισµένη η ύπαρξη και η δύναµη του «Γένους». Η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε ένας ισχυρότατος θεσµός της Αυτοκρατορίας και ο µεγάλος κλήρος του Πατριαρχείου ήταν τµήµα της Οθωµανικής κυρίαρχης τάξης. Είχε την αρµοδιότητα και την εξουσία να επιβάλει φόρους, να ασκεί διοίκηση και να απονέµει δικαιοσύνη στη µεγάλη µάζα των ορθόδοξων Ρωµιών υπηκόων. Χαρακτηριστικό της δύναµης που απέκτησε αυτός ο µηχανισµός είναι το ότι ο Πατριάρχης είχε υποχρέωση λογοδοσίας µόνο απέναντι στο Σουλτάνο και σε κανέναν άλλο αξιωµατούχο του καθεστώτος. Αυτή η τεράστια δύναµη είχε αντίτιµο: Ο Πατριάρχης, όπως και οι πασάδες, οι στρατηλάτες ή οι ναύαρχοι της Πύλης, αν αποτύγχανε στο ρόλο του, θα έχανε το κεφάλι του. Αυτό συνέβη στον Γρηγόριο τον Ε΄: Απαγχονίστηκε γιατί απέτυχε να εµποδίσει την εξέγερση στο Μωριά και στη Ρούµελη και όχι γιατί συνεργαζόταν µε τους επαναστάτες.
Μεγάλη δύναµη συγκέντρωσαν επίσης οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι κάτοικοι της πλούσιας συνοικίας Φανάρι. Οι Φαναριώτες ανέλαβαν σταδιακά τον έλεγχο της διπλωµατίας της Αυτοκρατορίας, αλλά και το προνόµιο να αναδεικνύουν τους Ηγεµόνες στις παραδουνάβιες ηγεµονίες. Ο τρόπος που τις διοίκησαν συγκέντρωνε το µίσος των τοπικών χριστιανικών πληθυσµών και αυτός είναι πιθανότατα ο λόγος της αποτυχίας της απόπειρας του Υψηλάντη να κηρύξει την επανάσταση στη Μολδαβία και στη Βλαχία.
Σηµαντική δύναµη συγκέντρωσαν και οι «σαράφηδες» του Γαλατά, οι µε σηµερινούς όρους τραπεζίτες της Αυτοκρατορίας, που ήταν κυρίως ελληνόφωνοι και αρµένηδες και δευτερευόντως Εβραίοι.
Συµπερασµατικά, ένα ηγετικό τµήµα του «Γένους» υπήρξε τµήµα της Οθωµανικής κυρίαρχης τάξης, µε αξιοσηµείωτη δύναµη µέσα στους θεσµούς της Αυτοκρατορίας. Αυτό εξηγεί την εχθρότητά του απέναντι στην επανάσταση, τον προσανατολισµό του σε µια «µακρά πορεία» µεταρρύθµισης της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Εξηγεί επίσης και το γιατί στα κείµενα των επαναστατών της εποχής, ως εχθρός ορίζεται ο οθωµανικός δεσποτισµός συνολικά και όχι η µία ή η άλλη «συνιστώσα» του.
4. Η ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης
Ο τόµος του ΚΚΕ και το βιβλίο του Γ. Μηλιού υπογραµµίζουν τη σηµασία του γεγονότος ότι οι «Έλληνες» έµποροι κυριάρχησαν στο χερσαίο και θαλάσσιο εµπόριο της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, αναλαµβάνοντας τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων προς τις διψασµένες για τρόφιµα αγορές της Δύσης και της Ρωσίας, αλλά και τις εισαγωγές από αυτές επεξεργασµένων προϊόντων που ήταν δυσεύρετα στις αγορές της Ανατολής.
Πέτυχαν έτσι µεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίων, την ανάπτυξη εµπορικών «βάσεων» στα λιµάνια της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας και του Δούναβη, την ανάπτυξη αυτόνοµων σχέσεών τους µε τις Μεγάλες Δυνάµεις, την απόσπαση ειδικών προστατευτικών καθεστώτων στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Σταδιακά πέτυχαν ακόµα και το δικαίωµα στη νόµιµη ανάπτυξη αυτόνοµης ένοπλης δύναµης: τα πλοία τους εξοπλίστηκαν µε βαριά όπλα, στα χερσαία περάσµατα και στα στενά αναπτύχθηκαν µισθοφορικές φρουρές, τα καραβάνια του χερσαίου εµπορίου µεγάλων αποστάσεων απέκτησαν ένοπλες συνοδείες κλπ.
Οι οπαδοί της θεωρίας της «καθυστερηµένης» ανάπτυξης του καπιταλισµού στην Ελλάδα, οι οπαδοί της ανάλυσης της σύγχρονης αστικής τάξης ως «κοµπραδόρικης» και παρασιτικής τάξης, σηκώνουν εδώ την αντίρρηση: Ναι, πράγµατι αυτά συνέβησαν, αλλά το εµπόριο δεν αρκεί από µόνο του για τη συγκρότηση αστικής τάξης… Όµως η ανάπτυξη του εµπορίου δεν είναι µια διαδικασία που συµβαίνει «από µόνη της», αφήνοντας ανεπηρέαστους τους άλλους τοµείς της παραγωγής και της οικονοµίας.
Η ανάπτυξη των εµπορικών σχέσεων επηρέασε καθοριστικά την αγροτική παραγωγή. Η µικρή παραγωγή για αυτοκατανάλωση ή για περιορισµένες τοπικές ανταλλαγές υποβαθµίστηκε, ενώ ενισχύθηκε αποφασιστικά η µαζική παραγωγή προϊόντων που προορίζονταν για εξαγωγή: σταφίδα, λάδι, µετάξι, σιτηρά, δέρµατα κλπ. Η σύνδεση της αγροτικής παραγωγής µε τη διεθνή αγορά µέσω του µεγάλου εµπορίου, ενίσχυσε στην ύπαιθρο τις σχέσεις που στηρίζονταν στο χρήµα (προαγορές της σοδειάς) και έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία που µετέτρεπε τους µεγαλοκτηµατίες (κυρίως τους χριστιανούς κοτζαµπάσηδες) σε επιχειρηµατίες της αγροτικής παραγωγής. Αυτοί πλέον δεν αρκούνταν στα πενιχρά κίνητρα των «δοσιµάτων» (δηλαδή στην απόσπαση ενός τµήµατος της σοδειάς που δηµιουργούσαν οι καλλιεργητές) αλλά αποσκοπούσαν στα µεγάλα κέρδη που µπορούσε να αποφέρει ο προσανατολισµός της αγροτικής παραγωγής σε εξαγώγιµα προϊόντα, αλλά και η συµµετοχή τους στη διαδικασία εµπορίας αυτών των προϊόντων. Στη Ρούµελη και περισσότερο στην Πελοπόννησο, αναπτύσσονται οικογένειες γαιοκτηµόνων που, µε τα µέτρα της εποχής, µπορούµε να περιγράψουµε ως υπερπλούσιους: διαθέτουν κεφάλαια που τους επιτρέπουν να δανείζουν τις οθωµανικές Αρχές, ή να συντηρούν πολυάριθµες µισθοφορικές φρουρές, µέσω των οποίων επιβάλουν τις κατευθύνσεις τους στα χωριά και στη µάζα των µικροκαλλιεργητών.
Είναι γνωστή η ιστορική σχέση της ανάπτυξης του εµπορίου µε την ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Τα εµπορικά καραβάνια που µετέφεραν εµπορικά προϊόντα σε πιο αναπτυγµένες περιοχές, επέστρεφαν από αυτές κουβαλώντας όπλα, εργαλεία, πρώτες ύλες, τεχνικές, «ιδέες» κερδοφορίας κλπ. Σε αυτή τη διαδικασία διακρίθηκαν οι Βλάχοι και οι Μακεδόνες πρωταγωνιστές του χερσαίου εµπορίου.
Όµως ακόµα πιο δυναµικό ήταν το φαινόµενο της ανάπτυξης του θαλάσσιου εµπορίου. Οι ελληνόφωνοι καραβοκύρηδες εκµεταλλεύτηκαν τις άγριες συγκρούσεις στις θάλασσες εκείνης της εποχής και αναδείχθηκαν σε σηµαντική δύναµη στη Μεσόγειο. Οι Μεγάλες Δυνάµεις, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, υποχρεώνονταν να ελίσσονται για να τους προσεταιριστούν. Ο Σουλτάνος τους αναθέτει το καθήκον πάταξης της πειρατείας (που σε µεγάλο βαθµό αποτελούσε και δική τους δραστηριότητα). Στα µέσα του 1700, οι Υδραίοι καραβοκύρηδες υπερηφανεύονται ότι τα πλοία τους µπορούν να διεκδικούν συµβόλαια ακόµα και στον Ατλαντικό.
Τα πλοία αυτού του σηµαντικού στόλου αρχίζουν σταδιακά να ναυπηγούνται στους ταρσανάδες των νησιών και των µεγάλων ναυτικών κέντρων της Στερεάς. Ναυπήγηση µεγάλων ιστιοφόρων πλοίων σήµαινε την ανάπτυξη εξειδικευµένης εργασίας ξυλουργών, σιδηρουργών, υφαντών, σχοινοποιών και γύρω τους την ανάπτυξη όλης της συνδεδεµένης µε αυτή την εργασία βιοτεχνικής δραστηριότητας.
Οι Έλληνες έµποροι, αυτοί οι κατά τον Στογιάνοβιτς «κατακτώντες τα Βαλκάνια», επεκτάθηκαν προς όλα τα κέντρα του τότε αναπτυγµένου κόσµου. Ήρθαν σε επαφή µε τα πιο µοντέρνα ρεύµατα, έµαθαν να ελίσσονται και να αξιοποιούν τους ανταγωνισµούς των Μεγάλων Δυνάµεων, απέκτησαν συνδέσεις και απόσπασαν προστασίες, «βίασαν» την εξέλιξη φέρνοντας πίσω στα ορµητήριά τους τις προωθηµένες τεχνικές ενός κόσµου που ήδη είχε µπει στην εποχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Όπως υπογραµµίζει το ΚΚΕ, όροι και λέξεις που νωρίτερα ήταν παντελώς άγνωστες, όπως εταιρίες, µετοχές και µέτοχοι, λογιστήριο, εκτιµητές, προαγορές, κερδοσκοπία σε συνάλλαγµα κ.ο.κ. είχαν γίνει κοινός τόπος στις µεγάλες εµπορικές επιχειρήσεις του 1800.
Αυτό το νέο «υποκείµενο», η ελληνόφωνη αστική τάξη, αποκτούσε συνείδηση των συµφερόντων του και της δυναµικής του, κατανοώντας ότι προϋπόθεση για παραπέρα αλµατώδη ανάπτυξη ήταν το καθήκον να σπάσει το κέλυφος του οθωµανικού δεσποτισµού και να εγκαθιδρύσει πολιτικές και οικονοµικές σχέσεις που θα ταίριαζαν στην προοπτική της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
5. Ο Διαφωτισµός και η προετοιµασία της Επανάστασης
Το 1821 εντάσσεται στον ιστορικό κύκλο των αστικών επαναστάσεων που άρχισε µε την Αγγλική, την Αµερικανική και κυρίως τη µεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη κυριαρχούσε η αντίδραση της Ιεράς Συµµαχίας. Όµως αυτό δεν σήµαινε ότι η φωτιά της Επανάστασης είχε σβήσει: σηµαντικές εξεγέρσεις συγκλόνιζαν τον ίδιο καιρό την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ στη Γαλλία επωαζόταν ήδη ο επόµενος µεγάλος κύκλος αγώνων.
Κυρίως, δεν είχε σβήσει η ιδεολογική επιρροή των δηµοκρατικών επαναστάσεων. Ο γιακωβινισµός και ο καρµποναρισµός, τα πιο ριζοσπαστικά ρεύµατα της εποχής, εξακολουθούσαν να συνεπαίρνουν τις πρωτοπορίες, ειδικά µέσα στη διανόηση.
Ο Δηµήτρης Ψαρράς, στο βιβλίο του που προαναφέραµε, αναδεικνύει την επιρροή αυτών των ιδεών στα Βαλκάνια, µε το κορυφαίο παράδειγµα του Ρήγα Βελεστινλή. Αυτό το ρεύµα ιδεών αρχίζει να καλεί τους συγχρόνους του «να ζώσουνε σπαθί» µε στόχο «την ελευθερία». Προτείνει την ανατροπή του οθωµανικού δεσποτισµού µε επαναστατικά µέσα, αλλά και την αντικατάστασή του µε ένα νέο καθεστώς «Διοίκησης» όπου ο υπήκοος θα γίνει πολίτης, µε σχέσεις που θα ρυθµίζονται από το νόµο, µε ισότητα όλων απέναντι στο νόµο, µε δικαιώµατα που θα επεκτείνονται σε όλους τους τοµείς της συλλογικής και προσωπικής ζωής. Αυτό το ριζοσπαστικό δηµοκρατικό κίνηµα δεν µπορεί να θεωρήσει ως νίκη τίποτα λιγότερο από την ίδρυση ανεξάρτητου ρεπουµπλικανικού κράτους.
Αυτό το ρεύµα ιδεών (όπως και τα ευρωπαϊκά και αµερικανικά οµόλογά του…) αναζητά ιστορική αναφορά στην παράδοση της κλασσικής αρχαιότητας. Όµως δεν εννοεί κάποια ανύπαρκτη και αναπόδεικτη «συνέχεια» ανά τους αιώνες: αντίθετα, σε όλα τα σηµαντικά κείµενα της εποχής, η περίοδος της κατάκτησης του ελλαδικού χώρου από τους Μακεδόνες βασιλείς και πολύ περισσότερο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ορίζονται ως περίοδοι «βαρβαρότητας», ως πρόδροµοι του οθωµανικού δεσποτισµού. Στο µεγάλο Βλάχο επαναστάτη διανοούµενο, στον Ρήγα Βελεστινλή, η αναφορά στην «Ελλάδα» είναι η αναφορά στην κοινωνία των πολιτών, ενάντια σε φυλετικές διακρίσεις («Αράπηδες και Άσπροι, µε µια κοινή ορµή…»), πέρα από διαφορές καταγωγής («Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρµένοι και Ρωµιοί… Ανδρείοι Μακεδόνες…»), έξω από τοπικισµούς («Μαυροβουνιού καπλάνια κι Ολύµπου σταυραετοί…»), ακόµα και πέρα από τις θρησκευτικές διαφορές («Στην Πίστη του ο καθένας ελεύθερος να ζει!»). Θα µπορούσε να πει κανείς ότι ο Ρήγας είναι ένα ιδιαίτερα προωθηµένο παράδειγµα, αλλά το κάλεσµα για αποφασιστικό αγώνα ενάντια στην απολυταρχική καταπίεση, µε στόχο την «ελευθερία», είναι το γνώρισµα των πολλών µυστικών επαναστατικών οργανώσεων που αναπτύσσονται, µε µοντέλο τους καρµπονάρους, εκείνη την εποχή. Στον υπό την οθωµανική εξουσία ευρύτερο χώρο, η πιο σηµαντική από αυτές τις οργανώσεις υπήρξε η Φιλική Εταιρεία.
Από τα αρχεία της προκύπτει µια εικόνα για τη σύνθεσή της, όπως και για τον προσανατολισµό της. Το 50% των µελών της υπήρξαν έµποροι και πλοιοκτήτες και αν συνυπολογιστούν τα στελέχη των επιχειρήσεών τους, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 70%. Η Φιλική Εταιρεία αρχικά δεν στρατολογεί κληρικούς και αργότερα δέχεται στις γραµµές της λίγους κληρικούς στρατολογηµένους σε ατοµική βάση. Από αυτούς µόνο ένας (Παπαφλέσσας) αναδεικνύεται σε ηγετικό ρόλο. Η Φ.Ε. αρχικά δεν στρατολογεί κοτζαµπάσηδες και σταδιακά δέχεται στις γραµµές της µια µειοψηφία σε ατοµική βάση. Κανένας από αυτούς δεν αναδείχθηκε σε ηγετικά όργανα. Είναι φανερός, λοιπόν, ο χαρακτήρας της Φιλικής Εταιρείας: Μια επαναστατική δηµοκρατική οργάνωση της αστικής τάξης.
Όµως είναι γνωστό ότι η αστική τάξη είναι µια ολιγοµελής τάξη. Όλες οι αστικές-δηµοκρατικές επαναστάσεις είχαν ως προϋπόθεση το κέρδισµα σηµαντικών µερίδων του εργαζόµενου πληθυσµού.
Εδώ υπήρξε ιδιαίτερα σηµαντική η διαδικασία που ο Μηλιός περιγράφει ως «εθνική πολιτικοποίηση των µαζών».
Οι αγρότες κατανόησαν το κάλεσµα της Φ.Ε. για ανεξάρτητο κράτος ως τη µοναδική πιθανότητα για να βελτιώσουν τη θέση τους απέναντι στην οθωµανική/φεουδαρχική καταπίεση. Κατανόησαν επίσης το κάλεσµα για ρεπουµπλικανικό ανεξάρτητο κράτος σαν τη µοναδική πιθανότητα για να βελτιώσουν το συσχετισµό δύναµης απέναντι στους χριστιανούς κοτζαµπάσηδες που, ειδικότερα στην Πελοπόννησο, είχαν γίνει ιδιαίτερα ισχυροί. Οι µικροκαλλιεργητές υπήρξαν η µαζική βάση της επανάστασης, επάνδρωσαν κατά πλειοψηφία τα χερσαία ένοπλα σώµατά της, ενώ η στάση τους είχε µεγάλη σηµασία κατά τον «εσωτερικό αγώνα», στα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια.
Ιδιαίτερα πρωτοπόρο ρόλο έπαιξαν οι ναύτες και οι τεχνίτες των ναυπηγείων και των συνδεδεµένων µε αυτά βιοτεχνικών εργασιών. Ο εξ αντικειµένου ριζοσπαστισµός τους, ενισχύθηκε από τις προκλήσεις που αντιµετώπισαν µε την κρίση που ξέσπασε στη ναυτιλία και στο µεγάλο θαλάσσιο εµπόριο, στα τέλη της δεκαετίας του 1810. Μια «σερµαγιά» (το συλλογικό κεφάλαιο που επενδυόταν σε ένα ναύλο) σε ένα υδραίικο καράβι στα 1810, υπολόγιζε κατά µέσο όρο σε κέρδος που ξεπερνούσε το 110%. Στα 1820 αυτό το σηµαντικό κέρδος είχε µειωθεί στην προσδοκία ενός 10-13%. Οι καραβοκύρηδες έθεσαν τα πλοία σε ακινησία και οι εργασίες στα ναυπηγεία σταµάτησαν. Η πείνα ώθησε τους ναύτες και τους τεχνίτες σε εξεγέρσεις, που αντικειµενικά συνδέονταν µε πίεση πάνω στους εφοπλιστές για επιτάχυνση των επαναστατικών αποφάσεων.
Οι µικροκαλλιεργητές, οι ναύτες και οι τεχνίτες, µαζί µε τα πιο αποφασιστικά στοιχεία της Φιλικής Εταιρείας ήταν η δύναµη που επέβαλε το ξεκίνηµα της επανάστασης.
Μια ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται στο ρόλο των προϋπαρχόντων ενόπλων σωµάτων, των κλεφτών και των αρµατολών. Έχουν µακρόχρονη και ιδιαίτερα αντιφατική παράδοση στα προεπαναστατικά χρόνια. Παράδοση που δεν µπορεί να γίνει κατανοητή παρά µόνο εάν συνυπολογίσουµε ότι η ίδια η ύπαρξη των κλεφτών και των αρµατολών είναι συνδεδεµένη µε το τιµαριωτικό/κοινοτικό σύστηµα της οθωµανικής διοίκησης. Ο οπλαρχηγός είναι αρχοντικός ρόλος. Οι οπλαρχηγοί παλινδροµούν και ελίσσονται, µε πυξίδα το συµφέρον τους και το συµφέρον της φατρίας τους. Παλινδροµούν µεταξύ της κατάστασης του κλέφτη και του αρµατολού. Παλινδροµούν µεταξύ της υποστήριξης των αυτονοµιστών πασάδων και της υποστήριξης του Σουλτάνου. Παλινδροµούν µεταξύ ενός ρόλου «κλέφτικης» ανταρσίας απέναντι στην καταπίεση των χωρικών και ενός ρόλου παρασιτικής µάστιγας πάνω στα χωριά. Αναπτύσσουν τη συνήθεια της αιφνίδιας αλλαγής στάσης («καπάκια») και της προσφοράς στρατιωτικών υπηρεσιών σε όποιον προσφέρει τα περισσότερα. Άλλοτε λειτουργούν σαν ένοπλη απειλή απέναντι στη δύναµη των κοτζαµπάσηδων και άλλοτε σαν µισθοφορική φρουρά τους.
Αυτή την αντιφατική στάση επέδειξαν και απέναντι στην επανάσταση. Άλλοι, κυρίως στο Μωριά, προσχωρούν από νωρίς (Κολοκοτρώνης) και παίζουν σοβαρό στρατιωτικό ρόλο. Άλλοι καθυστερούν να ενταχθούν (Καραϊσκάκης), αλλά όταν εντάσσονται µένουν µέχρι τέλους. Ο σηµαντικός οπλαρχηγός της Ανατολικής Στερεάς, Οδυσσέας Ανδρούτσος (µορφωµένος και εκπαιδευµένος αξιωµατικός στην αυλή του Αλή Πασά), οργανώνεται από νωρίς στη Φ.Ε., συµµετέχει στις επαναστατικές µάχες, αλλά αργότερα µεταστρέφεται και αναζητά συµβιβασµό µε τους Οθωµανούς, αποσκοπώντας στο αρµατολίκι της Ανατολικής Στερεάς και Εύβοιας.
Στη συγκρότηση του µετεπαναστατικού κράτους, επεµβαίνουν διεκδικώντας γη σε αντάλλαγµα για τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους. Το αίτηµα είναι λογικό και δίκαιο για τους απλούς πολεµιστές, όµως οι οπλαρχηγοί διεκδικούν µεγάλες ιδιοκτησίες. Αυτή ήταν η βάση της τελικής συµµαχίας τους µε τους κοτζαµπάσηδες, ιδιαίτερα στο Μωριά, µέσα από την οποία απώλεσαν γρήγορα την αίγλη που είχαν αποκτήσει στα πεδία των µαχών.
Δυστυχώς, το «αντάρτης-κλέφτης-παλληκάρι, πάντα ο ίδιος ο λαός» είναι µια εκ των υστέρων κατασκευή, που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγµατικότητα.
6. Η Επανάσταση
Μέσα από τη διαδικασία που επιχειρήσαµε να περιγράψουµε -την ανάπτυξη της ελληνόφωνης αστικής τάξης, το κίνηµα του Διαφωτισµού, την οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας και την «εθνική πολιτικοποίηση των µαζών»- έγινε επίκαιρο και εφικτό το ξέσπασµα της επανάστασης.
6α. Έχει σηµασία να υπενθυµίσουµε ότι η πρώτη απόπειρα της Φ.Ε. ήταν να κηρύξει την επανάσταση στη Μολδαβία και στη Βλαχία το Φλεβάρη του 1821, υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Εύκολα µπορεί να προβλέψει κανείς ότι αν αυτή η απόπειρα αποδεικνυόταν επιτυχής, οι κρατικές, εθνικές, γλωσσικές κ.ά «πραγµατικότητες» που θα διαµόρφωνε θα ήταν αρκετά διαφορετικές από αυτές που τελικά υλοποιήθηκαν µε τη νίκη της επανάστασης στο άλλο άκρο της Βαλκανικής. Είναι ένα ισχυρό επιχείρηµα για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα υλικά αποτελέσµατα των επαναστάσεων καθορίζονται από τις πράξεις των επαναστάσεων και όχι από τα αφηρηµένα «σχέδια» των επαναστατών. Καµιά από τις προβλέψεις της Φιλικής Εταιρείας δεν επιβεβαιώθηκε: ο Τσάρος δεν παρενέβη υπέρ των επαναστατών, τηρώντας τις δεσµεύσεις του απέναντι στην Ιερά Συµµαχία. Οι ντόπιοι αγρότες καθορίστηκαν από την καχυποψία τους απέναντι στους ελληνόφωνους φαναριώτες Ηγεµόνες και δεν ανταποκρίθηκαν στο επαναστατικό κάλεσµα. Σηµαντικοί οπλαρχηγοί λιποτάκτησαν ή αυτοµόλησαν από το πλευρό του Υψηλάντη προς την υποστήριξη των οθωµανικών στρατευµάτων. Το κίνηµα συνετρίβη γρήγορα.
6β. Η κήρυξη της επανάστασης επισηµοποίησε τη διάσπαση του «Γένους». Η Εκκλησία αφόρισε τους επαναστάτες και κάλεσε τους υπηκόους να δείξουν πίστη στον «ελέω Θεού» Βασιλιά τους, δηλαδή στο Σουλτάνο.
Το Φανάρι διχάστηκε. Ένα τµήµα του δήλωσε πίστη στο καθεστώς και επιµονή στο «σχέδιο» εσωτερικής µεταρρύθµισης της Αυτοκρατορίας. Μια µειοψηφία, λειτουργώντας κυρίως σε ατοµική βάση, εντάχθηκε στην επανάσταση και έπαιξε ρόλο στην πολιτική οργάνωσή της.
Ανάλογα διχάστηκαν οι κοτζαµπάσηδες. Ισχυρές οικογένειες µεγαλοκτηµατιών έµειναν ουδέτερες, περιµένοντας να δουν πού θα γύρει η πλάστιγγα. Άλλοι, κυρίως στο Μωριά, κάτω από την ασφυκτική πίεση των µικροκαλλιεργητών, προσχώρησαν και διέθεσαν χρήµατα και ένοπλη δύναµη.
Οι οπαδοί της θεωρίας του ’21 ως «εθνικής» επανάστασης, ως προσπάθειας απελευθέρωσης ενός προϋπάρχοντος έθνους από τη «µακραίωνα δουλεία», ξεπερνούν αυτό το έντονο φαινόµενο της διάσπασης µπροστά στην προοπτική της επανάστασης, συνήθως µε λαθροχειρίες. Το πρόβληµά τους γίνεται µεγαλύτερο αν αποδεχθεί κανείς την ιστορική πραγµατικότητα που λέει ότι µεταξύ των δυνάµεων που προσήλθαν πρόθυµα στο ξέσπασµα της επανάστασης, ένα µεγάλο τµήµα των οπλαρχηγών του Μωριά και της Ρούµελης, όπως και οι καραβοκυραίοι της Ύδρας, των άλλων νησιών του Αργοσαρωνικού και της Άνδρου, ήταν διαφορετικής «εθνοτικής» καταγωγής από αυτή που µετέπειτα αποκαλέσαµε ελληνική. Γιατί αν τα ελληνικά ήταν από νωρίτερα η βασική γλώσσα στο εµπόριο, στη διανόηση και στις συναλλαγές µε την Πύλη, η βασική γλώσσα της ένοπλης δράσης στα βουνά και στη θάλασσα υπήρξαν τα αρβανίτικα.
6γ. Οι στρατιωτικές επιτυχίες της πρώτης φάσης της επανάστασης, µέχρι την εισβολή του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, απελευθερώνουν εδάφη και θέτουν έτσι µε υλικούς όρους το ζήτηµα του ανεξάρτητου κράτους.
Το ζήτηµα αυτό υπογραµµίζεται µε τις πρώτες «κυβερνητικές» αποφάσεις και κυρίως τα πρώτα µετεπαναστατικά Συντάγµατα. Αυτά, εµπνεόµενα σαφώς από τα αντίστοιχα της Αµερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης, ορίζουν ως πηγή όλων των εξουσιών το λαό. Απονέµουν την ιδιότητα του πολίτη του νεοσύστατου κράτους σε όλους τους χριστιανούς κατοίκους των απελευθερωµένων περιοχών, χωρίς καµία άλλη διάκριση (καταγωγής, γλώσσας, περιουσίας κ.ο.κ.). Εγκαθιστούν το γενικό εκλογικό δικαίωµα για όλους τους άνδρες-πολίτες, αν και πρωτοπόρα για την εποχή θεσµοθετούν το δικαίωµα των γυναικών στην εκπαίδευση. Θεσµοθετούν την κατάργηση της δουλείας, την ισονοµία και τη διάκριση των εξουσιών. Ο αγώνας για ανεξάρτητο κράτος ταυτίζεται στα πρώτα Συντάγµατα µε το αίτηµα για δηµοκρατικό κράτος.
Η κατεύθυνση αυτή προκαλεί συγκίνηση και ενθουσιασµό διεθνώς. Οµάδες εθελοντών, γιακωβίνοι και καρµπονάροι «φιλέλληνες», προσέρχονται για να πολεµήσουν στο πλευρό των εξεγερµένων. Το δικό µας 1821 εµφανίζεται σαν µια ριζοσπαστική αναβίωση του πνεύµατος της Επανάστασης µέσα στο ζόφο της Ιεράς Συµµαχίας.
6δ. Η εισβολή του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο (άνοιξη του 1825) σηµαδεύει τη δεύτερη φάση της επανάστασης. Ο στρατός του Ιµπραήµ δεν είχε καµµιά σχέση µε τα «µπουλούκια» που, µέχρι τότε, µπορούσαν να κινητοποιήσουν στο Μωριά οι Οθωµανοί. Ήταν ο ετοιµοπόλεµος στρατός του Βαλή της Αιγύπτου Μεχµέτ Αλή (πατέρα του Ιµπραήµ), που ήταν εξοπλισµένος και οργανωµένος από Γάλλους αξιωµατικούς. Οι στρατιωτικές νίκες του άρχισαν να διαδέχονται η µια την άλλη. Η προέλαση του Ιµπραήµ θέτει την επανάσταση σε άµεσο κίνδυνο και εµπλέκει τη µοίρα της µε την πολιτική των Μεγάλων Δυνάµεων.
Εδώ θα χρειαστεί να αντιµετωπίσουµε δύο βασικά ιστορικά ψεύδη:
1) Δεν είναι αλήθεια ότι οι Μεγάλες Δυνάµεις προσήλθαν αυτοβούλως στη βοήθεια της επανάστασης. Αντίθετα, η πολιτική της Ιεράς Συµµαχίας ήταν η διατήρηση του στάτους κβο στην Ανατολή. Αυτό ταίριαζε ιδεολογικά στις ανάγκες τους (ο φόβος των επαναστάσεων) αλλά κυρίως ταίριαζε πολιτικά, αφού όλες οι Μεγάλες Δυνάµεις φοβούνταν µήπως µια από αυτές επωφεληθεί ιδιαίτερα από µια «πρόωρη» κατάτµηση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν όµως µια ισορροπία ασταθής και ευαίσθητη.
Το ίδιο το «γεγονός» της επανάστασης του 1821, οι στρατιωτικές επιτυχίες της πρώτης φάσης και η συγκρότηση του κράτους παρότι δεν είχε διεθνή αναγνώριση, τράνταξε συθέµελα αυτή την ισορροπία και ενεργοποίησε τις αντιθέσεις µεταξύ των Μεγάλων Δυνάµεων.
Το 1823-24, ήδη η Ρωσία είχε επεξεργαστεί την πρόταση των τριών βιλαετιών (Δυτικής Ρούµελης, Ανατολικής Ρούµελης κι Εύβοιας, Μωριά και νησιών Αργοσαρωνικού), ζητώντας να κατοχυρωθεί µια ηµι-αυτονοµία τους, σε καθεστώς φόρου υποτελείας στο Σουλτάνο. Η πρόταση αυτή «πατούσε» σε προηγούµενα σχέδια µεταρρύθµισης της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και διέθετε µια υποστήριξη µεταξύ των ένοπλων εξεγερµένων (Οδ. Ανδρούτσος). Κρυφή επιδίωξη αυτής της πρότασης ήταν ότι οι αδύναµες ηµιαυτόνοµες «ηγεµονίες» θα στρέφονταν αναγκαστικά για προστασία στον Τσάρο.
Η πιθανότητα ενίσχυσης της παρουσίας της Ρωσίας στο Αιγαίο, επέσπευσε την αλλαγή της πολιτικής της Αγγλίας. Το 1823-24 η Αγγλία αναγνωρίζει πρώτη τις ένοπλες επαναστατικές δυνάµεις ως «εµπόλεµο έθνος», γεγονός που απελευθερώνει τα οπλισµένα ελληνόκτητα πλοία από τους περιορισµούς «κατά της πειρατείας» που είχε επιβάλει το αγγλικό Ναυαρχείο, αλλά κυρίως αποτελεί µια προειδοποίηση αναγνώρισης της ανεξαρτησίας. Παράλληλα η αγγλική κυβέρνηση επιτρέπει στις «αγορές» του Λονδίνου να εκδώσουν τα πρώτα δάνεια προς τις επαναστατικές κυβερνήσεις και οι «αγορές» ανταποκρίνονται κερδοσκοπώντας άγρια, αλλά στην πράξη «προεξοφλώντας» την ανεξαρτησία. Στη συνθήκη του Λονδίνου, η Αγγλία σε συνεργασία µε τη Γαλλία (που διεκδικούσε αύξηση της επιρροής της κυρίως στη Βόρεια Αφρική) επιβάλουν το «µυστικό άρθρο» που προειδοποιούσε τον Σουλτάνο και τον Μεχµέτ Αλή της Αιγύπτου ότι οι Μεγάλες Δυνάµεις δεν θα επιτρέψουν το στραγγαλισµό της επανάστασης από το στρατό του Ιµπραήµ.
Έτσι πήραν το δρόµο προς τη ναυµαχία στο Ναβαρίνο (1827). Είναι πολλές οι ιστορικές µαρτυρίες που δείχνουν ότι οι Μεγάλες Δυνάµεις δεν είχαν τη γραµµή για συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο. Μάλλον τυχαία γεγονότα και η υπεροψία του Ιµπραήµ, που θεωρούσε ότι έχει υπεροπλία απέναντι στο µικρότερο (αλλά πιο σύγχρονο και πιο καλά εξοπλισµένο) συµµαχικό στόλο, συνέβαλαν σε αυτό το αποτέλεσµα. Ο Άγγλος αντιναύαρχος Κόδριγκτον, που ηγήθηκε της ναυµαχίας στο Ναβαρίνο, υποχρεώθηκε να απολογηθεί για το αποτέλεσµα, προκειµένου να αποφύγει την αποστράτευση και το ναυτοδικείο για τη… νίκη του!
2) Όµως είναι εξίσου ιστορικό ψεύδος, ο ισχυρισµός ότι οι εσωτερικές πολιτικές δυνάµεις της άµεσα µετεπαναστατικής περιόδου λειτούργησαν ως άβουλα πιόνια των Μεγάλων Δυνάµεων, ή σε πλήρη ταύτιση µε µια από αυτές.
Για το πιο ριζοσπαστικό τµήµα της αστικής ηγεσίας το πρόβληµα ήταν να αποκρουστεί κάθε «ενδιάµεσο» διεθνές σχέδιο, που θα αποµάκρυνε την προοπτική του ανεξάρτητου κράτους, να αξιοποιηθούν οι αντιθέσεις των Μεγάλων Δυνάµεων µε στόχο την απόκρουση του Ιµπραήµ, να επιτευχθεί η διεθνής αναγνώριση της ανεξαρτησίας. Αυτό το πολιτικό «σταυρόλεξο» αποδείχθηκε πολύπλοκο και επώδυνο και η λύση του δεν επιβλήθηκε µε ειρηνικά µέσα.
7. Ο εσωτερικός αγώνας
Είναι ίσως το πιο συσκοτισµένο πεδίο των αφηγήσεων για την περίοδο της Επανάστασης. Οι δηµοφιλείς αναµνήσεις των αγωνιστών (συνήθως των οπλαρχηγών) δεν είναι καλές πηγές, γιατί πληµµυρίζουν από υποκειµενισµούς και µικρότητες απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Αντίστοιχα, η κυρίαρχη ιστοριογραφία καθορίζεται από τις πολιτικές σκοπιµότητες των µετέπειτα συγκυριών.
Είναι παραπειστικός και δηµαγωγικός ο χαρακτηρισµός των «κοµµάτων» της εποχής ως γαλλικού, ρωσικού, αγγλικού. Οι διαιρέσεις τους ήταν πραγµατικές-ουσιαστικές και αφορούσαν ζητήµατα ζωής ή θανάτου στην άµεση πολιτική και κυρίως ζητήµατα στρατηγικής σε σχέση µε την προοπτική και το χαρακτήρα του ανεξάρτητου κράτους.
Οι φεντεραλιστές του λεγόµενου γαλλικού κόµµατος, δεν υποστήριζαν µια υποθετική οµοσπονδιακή δηµοκρατία, αλλά τη διατήρηση στη ζωή των προνοµίων που ήταν κατοχυρωµένα από το προηγούµενο τοπικό/κοινοτικό σύστηµα, δηλαδή των προνοµίων των κοτζαµπάσηδων. Γι’ αυτό οι βασικοί υποστηρικτές του ήταν οι µεγάλες οικογένειες των γαιοκτηµόνων της Πελοποννήσου.
Οι «συγκεντρωτικοί» του λεγόµενου ρωσικού κόµµατος, αποδέχονταν την ανάγκη για ένα ενιαίο-συγκεντρωτικό κράτος, αλλά υπό αυταρχική διοίκηση που θα µπορούσε να στηριχθεί κυρίως µε την ενίσχυση των οπλαρχηγών. Ο Κολοκοτρώνης περιέγραφε την πολιτική του ως «γκουβέρνο µιλιτέρ».
Οι συγκεντρωτικοί του λεγόµενου αγγλικού κόµµατος -οι Υδραίοι και ο κύκλος του Μαυροκορδάτου- υποστήριζαν την ενοποίηση και το συγκεντρωτισµό του κράτους, υπό µια ρεπουµπλικανική κυβέρνηση, αµφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία των κοτζαµπάσηδων και αρνούµενοι την προνοµιακή µεταχείριση των οπλαρχηγών.
Αυτές οι αντιθέσεις µεταξύ των ηγετικών µερίδων των προνοµιούχων τάξεων και στρωµάτων, διαπλέκονταν µε την αντίθεση των µικροκαλλιεργητών, των τεχνιτών, των ναυτών κ.ο.κ. µε το σύνολο των προνοµιούχων τάξεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα των αποφάσεων επί των «εθνικών γαιών», δηλαδή της µοίρας του µεγαλύτερου και πιο εύφορου τµήµατος της γης που είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του κράτους µετά την αποχώρηση των Οθωµανών. Οι κοτζαµπάσηδες και οι οπλαρχηγοί πίεζαν ασφυκτικά να πωληθεί η ιδιοκτησία της γης, για να βρεθούν οι πόροι για τον πόλεµο κατά του Ιµπραήµ, εµφανιζόµενοι συγκυριακά και ως αντίπαλοι του διεθνούς δανεισµού. Όµως σε εκείνη τη συγκυρία, οι µόνοι που ήταν ικανοί να αγοράσουν τη γη ήταν οι κοτζαµπάσηδες και οι οπλαρχηγοί που θα µετατρέπονταν σε ισχυρούς γαιοκτήµονες. Η επιµονή των ρεπουµπλικανών να παραµείνουν οι «εθνικές γαίες» σε κρατικό έλεγχο -έστω κι αν χρειάστηκε να υποθηκευτούν για να διασφαλιστούν τα δάνεια- άφησε ανοιχτή τη δυνατότητα να διατεθούν αυτές προς καλλιέργεια στους µικροκαλλιεργητές, οι οποίοι σταδιακά κατοχύρωσαν δικαιώµατα νοµής και αργότερα ιδιοκτησίας επ’ αυτών. Σε πείσµα των αναλύσεων περί «αστο-τσιφλικάδικου» συµβιβασµού, οι τσιφλικάδες δεν βγήκαν ενισχυµένοι στις περιοχές που απελευθέρωσε η επανάσταση. Αντίθετα στις «νέες χώρες», στις περιοχές που προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος µε τους πολέµους του 1912-22, η ισχύς των τσιφλικάδων υπήρξε αξιοσηµείωτα µεγαλύτερη.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία φτάσαµε στο αποτέλεσµα των δύο εµφυλίων, όπου όπως λέει ο Τ. Σταµατόπουλος στο εµβληµατικό βιβλίο του «Ο Εσωτερικός Αγώνας»: η συµµαχία των καραβοκυραίων µε τους διανοούµενους τσάκισε τη συµµαχία των κοτζαµπάσηδων της Πελοποννήσου µε τον Κολοκοτρώνη.
Ήταν ένα αποτέλεσµα συνδεδεµένο µε τις κρίσιµες στρατηγικές αποφάσεις για το χαρακτήρα και την προοπτική του ανεξάρτητου κράτους, αποφάσεις που πήρε και επέβαλε η πιο δυναµική πτέρυγα της ανερχόµενης αστικής τάξης.
Το γεγονός ότι η θανάσιµη απειλή της εισβολής του Ιµπραήµ αντιµετωπίστηκε στρατιωτικά µέσω της εµπλοκής των Μεγάλων Δυνάµεων, είχε ως συνέπεια την επιβολή του βοναπαρτιστικού καθεστώτος του Καποδίστρια και τελικά την επιβολή της µοναρχίας. Όµως η δυναµική της προηγούµενης επαναστατικής περιόδου εκφράστηκε σύντοµα ξανά, και από το 1843 οδήγησε στη συνταγµατική µοναρχία.
8. Συµπερασµατικά
α. Το 1821 υπήρξε η πρώτη χρονικά νικηφόρα αστική επανάσταση στα Βαλκάνια. Υπήρξε τµήµα του µεγάλου κύµατος των αστικών επαναστάσεων, ενώ µε τον ιδιαίτερο ριζοσπαστισµό της αρχικής περιόδου της, ενίσχυσε τη δυναµική του διεθνούς κύµατος των επαναστάσεων µέσα στο σκοτεινό διάλειµµα της Ιεράς Συµµαχίας.
β. Στην επανάσταση αυτή ηγήθηκε η ανερχόµενη ελληνόφωνη αστική τάξη, που καθόρισε το κίνηµα του Διαφωτισµού και τις βασικές επαναστατικές οργανώσεις της εποχής.
Στόχος της ήταν η ρήξη µε το περιοριστικό πλαίσιο του Οθωµανικού δεσποτισµού, η συγκρότηση ανεξάρτητου κράτους, µε πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις που θα επέτρεπαν την πιο δυναµική ανάπτυξη του καπιταλισµού, µέσα στους συγκεκριµένους περιορισµούς του χώρου και του χρόνου.
γ. Στην επανάσταση του 1821 συµµετείχαν ενεργά οι λαϊκές µάζες της εποχής. Οι µικροκαλλιεργητές, οι ναύτες, οι τεχνίτες, πίεσαν αποφασιστικά για το έγκαιρο ξέσπασµα της επανάστασης, σήκωσαν το βάρος των πολεµικών επιχειρήσεων, πλήρωσαν το βαρύτερο τµήµα του κόστους και των θυσιών της επανάστασης.
Αποσκοπούσαν στη βελτίωση της θέσης τους, µε την κατάργηση του φεουδαρχικού/δεσποτικού βάρους, αλλά και µε την κατάκτηση δηµοκρατικών πολιτικών ελευθεριών και δικαιωµάτων.
Στα όρια της εποχής, δεν µπορούσαν να έχουν ένα δικό τους, ανεξάρτητο από την αστική ηγεσία κοινωνικό και πολιτικό σχέδιο, για να θέσουν το νέο ανεξάρτητο κράτος κάτω από τον έλεγχο των κοινωνικών δυνάµεων που εργάζονταν για να ζήσουν. Απέκτησαν όµως την εµπειρία ότι µεγάλες «στιγµές» κρίσης είναι δυνατό να αντιµετωπιστούν µε τη µέθοδο της επανάστασης. Και αυτό υπήρξε µια βαθιά διαχωριστική γραµµή που συνόδεψε τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
δ. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η επανάσταση του 1821 έθεσε τα θεµέλια για τη δηµιουργία του σύγχρονου νεοελληνικού έθνους. Η επανάσταση και το κράτος που προέκυψε από αυτήν δηµιούργησε το έθνος, και όχι το αντίστροφο.
Η γλώσσα, οι διαστάσεις του «εθνικού» χώρου, οι σχέσεις µε την Εκκλησία, η συνείδηση για το ιστορικό παρελθόν, όλα τα στοιχεία του «οµού ανήκειν», διαµορφώθηκαν αρχικά µε τις πράξεις και τα αποτελέσµατα της Επανάστασης και στη συνέχεια µε τη συνειδητή µακρά ( και όχι πάντα ειρηνική και συναινετική ) λειτουργία του κράτους προς την εθνική οµογενοποίηση.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο «λαός» του 1821, που αποτελούσαν οι ελληνόφωνοι, αρβανίτες, βλάχοι, µακεδόνες, σλάβοι κ.ά. κάτοικοι των εξεγερµένων περιοχών, ενοποιήθηκε µε κέντρο την έννοια του πολίτη-υπηκόου του νέου ελληνικού κράτους.
ε. Μέσα σε αυτή την πορεία η αστική ηγεσία της επανάστασης υποχρεώθηκε να επεξεργαστεί και να συγκεκριµενοποιήσει τις σχέσεις της µε τις Μεγάλες Δυνάµεις. Είτε για να αντιµετωπίσει θανάσιµες απειλές για το νεοσύστατο κράτος, είτε για να ενισχύσει τη δυναµική της.
Η σχέση που προέκυψε προφανώς δεν ήταν ισοµερής. Άλλωστε ποτέ και πουθενά οι σχέσεις στην ιστορία ανάπτυξης του καπιταλισµού δεν υπήρξαν ισοµερείς. Δεν ήταν όµως και οι σχέσεις αποικιοκρατών-αποικιοκρατούµενων. Οι καραβοκύρηδες αρχικά και οι βιοµήχανοι και οι τραπεζίτες στη µακρά περίοδο που ακολούθησε, επέλεγαν τη στενή πρόσδεσή τους στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάµεων -και έκαναν συγκεκριµένες επιλογές ανάµεσα σε αυτές- εκτιµώντας ότι αυτός ήταν ο δρόµος για την ταχύτερη ανάπτυξή τους, για την ταχύτερη ανάπτυξη του καπιταλισµού στο νεοσύστατο κράτος.
Η ιστορία του ελληνικού καπιταλισµού είναι ένα καλό παράδειγµα για το πώς λειτουργεί ο «νόµος» της ανισόµερης αλλά και συνδυασµένης ανάπτυξης.
Η χρονικά πρωτοπόρα νίκη της αστικής επανάστασης στον αρχικό ελλαδικό χώρο, όπως και η συµµαχία της ντόπιας αστικής τάξης µε τις Μεγάλες Δυνάµεις, υπήρξαν βασικοί παράγοντες της δυναµικής του ελληνικού καπιταλισµού και όχι αποδείξεις της καθυστέρησής του.
στ. Απόδειξη του παραπάνω ισχυρισµού είναι η νικηφόρα επεκτατική πολιτική του ελληνικού κράτους στους πολέµους που ακολούθησαν. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι στον αιώνα που ακολούθησε το 1821, το ελληνικό κράτος αύξησε σηµαντικά την έκταση και τον πληθυσµό του, µέσα από µια διαρκή πολεµική προσπάθεια, που για τους εργάτες και τους αγρότες σήµαινε δεκαετίες αίµατος, δακρύων και ανελέητης καταπίεσης.
Η κατάπτωση της συστηµικής ιστοριογραφίας µπορεί, σε µεγάλο βαθµό, να ερµηνευτεί από το γεγονός ότι αυτή λειτούργησε δουλικά µπροστά στις σκοπιµότητες της Μεγάλης Ιδέας και υποτάχθηκε µπροστά στο ανερχόµενο τότε ρεύµα του νεοελληνικού εθνικισµού.
ζ. Η νίκη της επανάστασης του ’21 όρισε µια νέα ιστορική περίοδο. Όπως έγραφαν ο Σκληρός και ο Κορδάτος, σε αυτή τη νέα εποχή η µοναδική αντιµετώπιση που αρµόζει «στις ασθένειες του καπιταλισµού» είναι τα φάρµακα «της εργατικής-σοσιαλιστικής επανάστασης».
Όλες οι απόπειρες «παράκαµψης» από αυτά τα καθήκοντα, όπως υποδείκνυαν οι αναλύσεις του 1821 από τη «σχολή» του Ζεύγου, αποδείχθηκαν λαθεµένες συνταγές τραγικής ήττας. Είµαστε, λοιπόν, ευτυχείς που σήµερα µπορούµε να πούµε µαζί µε το ΚΚΕ: Ναι, ο Κορδάτος δίνοντας όλη την έµφαση στον κοινωνικό χαρακτήρα της επανάστασης του ’21 είχε δίκιο, παρά τις αντιφάσεις του και τα πολλά λάθη του.
Οι αντικειµενικές συνθήκες είναι υπερώριµες σήµερα για τη νίκη του φαρµάκου «της εργατικής-σοσιαλιστικής επανάστασης» απέναντι στις «ασθένειες του καπιταλισµού». Οι επικίνδυνες καθυστερήσεις αφορούν τον υποκειµενικό παράγοντα, τόσο ως προς τη συγκρότηση του εργατικού κινήµατος, όσο και ως προς τη συγκρότηση της πολιτικής έκφρασής του.
Στην προσπάθεια για να καλυφθεί αυτό το κενό, εµείς και όχι η κυρίαρχη τάξη έχουµε να εµπνευστούµε από το 1821. Γιατί ναι, η ιστορία γράφτηκε από τις επαναστάσεις.