«Αριστερισμός: Παιδική ασθένεια του κομουνισμού»

Τζον Ρόουζ
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 2013, στο τεύχος Νο 138 του International Socialist Journal. Τη μετάφραση έκανε ο Μάρκος Γαρμπής. Ο Τζον Ρόουζ αρθρογραφεί στο ISJ, θεωρητικό περιοδικό του SWP στη Βρετανία, ιδιαίτερα για ζητήματα ιστορίας. Πρόσφατα ολοκλήρωσε το διδακτορικό του με θέμα «Εργατική Εξουσία και η Αποτυχία του Κομουνισμού». 

Λένιν Γκράμσι

«Η προλεταριακή πρωτοπορία έχει κερδηθεί ιδεολογικά… Αλλά αυτό απέχει ακόμη πολύ από τη νίκη. Η νίκη δεν μπορεί να κερδηθεί μόνο με την πρωτοπορία. Το να ρίξεις μόνο την εμπροσθοφυλακή στην αποφασιστική μάχη… θα ήταν… εγκληματικό. Η προπαγάνδα και η αγκιτάτσια δεν αρκούν για να πάρει θέση μάχης ολόκληρη η τάξη, οι ευρείες μάζες των εργαζομένων, εκείνων που καταπιέζονται από το κεφάλαιο. Για να συμβεί αυτό, οι μάζες πρέπει να αποκτήσουν τη δική τους πολιτική εμπειρία. Αυτός είναι ο θεμελιώδης νόμος όλων των μεγάλων επαναστάσεων».(1)


Το διάσημο βιβλίο του Λένιν «Αριστερισμός: Η παιδική αρρώστια του κομουνισμού» [Στμ: «Αριστερισμός» από δω και πέρα], που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1920, είναι ένα πολύ πιο σημαντικό έργο από ό,τι συνήθως νομίζουμε.(2) Εκεί βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους η Ρωσική Επανάσταση του Οκτώβρη του 1917 δεν έγινε εφικτό να εξαπλωθεί στις πιο προηγμένες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης. Είναι βιβλίο απαραίτητο για την κατανόηση του μεγαλύτερου ζητήματος από όλα στον 20ό αιώνα: Γιατί απομονώθηκε η νικηφόρα εργατική επανάσταση στη Ρωσία;


Η πολιτική παρέμβαση του Λένιν, αν αξιοποιηθεί σωστά -καθώς αναλύει το παρελθόν- ενισχύει την ικανότητά μας να κατανοήσουμε το παρόν: τις αδυναμίες που εμποδίζουν την αναζωογόνηση μιας εκτεταμένης δημόσιας και διεθνούς συζήτησης για την ανάγκη ενός «πραγματικού», «γνήσιου» κομουνισμού ως απάντηση στην πιο βαθιά οικονομική, πολιτική και περιβαλλοντική κρίση του καπιταλισμού στη ζωή μας.


«Η πολιτική είναι μια επιστήμη και μια τέχνη που δεν πέφτει από τον ουρανό… για να ξεπεράσει την αστική τάξη, το προλεταριάτο πρέπει να εκπαιδεύσει δικούς του προλεταριακούς ταξικούς πολιτικούς, σε καμία περίπτωση κατώτερους από τους αστούς πολιτικούς».(3)


Ο Λένιν τονίζει εδώ τη σημασία της διανοητικής και θεωρητικής δύναμης, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την προπαγανδιστική ισχύ της δράσης ενός επαναστατικού κόμματος. Αυτό έχει σημασία, καθώς θα υποστηρίξω στη συνέχεια ότι η καταστροφική αποτυχία της πολιτικής σκέψης να εφαρμόσει τις αρχές που έθετε ο Λένιν απαντήθηκε με ένα από τα πιο παρεξηγημένα, αλλά και πιο εκλεπτυσμένα μαρξιστικά έργα του περασμένου αιώνα, τα «Τετράδια της Φυλακής» του Αντόνιο Γκράμσι. Πρέπει να κατανοήσουμε μαζί αυτά τα δύο, ομολογουμένως πολύ διαφορετικά κείμενα, ως βάση για ένα πολύ δυναμικό, δημιουργικό, ανοιχτό θεωρητικό και πρακτικό μοντέλο, που είναι απαραίτητο σήμερα για να κατανοήσουμε το παρόν και ως εκ τούτου να δράσουμε, αλλά και για να αναλύσουμε το παρελθόν.


Το βασικό επιχείρημα του Λένιν είναι ότι προέτρεπε τους επαναστάτες να δρουν εκεί όπου βρίσκονται οι μάζες. Ο Λένιν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο να εκπαιδευτούν τα νέα κομουνιστικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρώπη και πέρα από αυτή, να σχετίζονται ταυτόχρονα με τις επαναστατικές μειοψηφίες, αλλά και με τις ρεφορμιστικές πλειοψηφίες μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτό σήμαινε να δουλεύουν μέσα στα ρεφορμιστικά συνδικάτα, καθώς και να λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τις εθνικές κοινοβουλευτικές, περιφερειακές και τοπικές εκλογές. Περιλάμβανε την επιλογή να παρουσιάζονται κομουνιστές υποψήφιοι, όπου ήταν απαραίτητο. Ο Λένιν μάλιστα χαρακτήρισε «υποχρεωτικό» για το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου το καθήκον να παρουσιάζει τέτοιες υποψηφιότητες. Επαναλαμβάνει αυτή τη λέξη πολλές φορές.


Ο Λένιν δεν είχε ψευδαισθήσεις για την κοινοβουλευτική διαδικασία. Αναγνώριζε όμως ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι είχαν τέτοιες ψευδαισθήσεις και ότι αυτό το «δημοκρατικό» και δημόσιο φόρουμ έπρεπε να αξιοποιηθεί στο μέγιστο των δυνατοτήτων. Έφτασε να υπογραμμίζει ότι «δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί η νίκη των Σοβιέτ επί του κοινοβουλίου, αν δεν παρέμβουν φιλοσοβιετικοί πολιτικοί στο κοινοβούλιο, αν δεν αποσυντεθεί ο κοινοβουλευτισμός από τα μέσα».(4)


Η αναγνώριση της ανθεκτικότητας του κοινοβουλευτισμού, ειδικά στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ήταν αρχικά ένας πικρός απολογισμός σχετικά με την ταχύτητα με την οποία οι ρεφορμιστές «σοσιαλιστές» του SPD, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, μπόρεσαν να υπονομεύσουν την ανάδυση των εργατικών και στρατιωτικών συμβουλίων μετά τη Γερμανική Επανάσταση του Νοέμβρη του 1918. Η προοπτική της γρήγορης επέκτασης της σοσιαλιστικής επανάστασης από τη Ρωσία στη Δυτική Ευρώπη συνετρίβη, κάτι που υπογραμμίστηκε συμβολικά με τις δολοφονίες της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ τον Ιανουάριο του 1919. Στα πλαίσια της συνολικότερης στρατηγικής του, το SPD αντιπαράθεσε, πολύ αποτελεσματικά, την Εθνοσυνέλευση, το γερμανικό κοινοβούλιο, απέναντι στα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών.


Αν και ο Λένιν αναφέρεται περιορισμένα σε αυτά τα παραδείγματα στο βιβλίο του,(5) η απειλητική τους παρουσία το στοιχειώνουν σιωπηλά. Όλα τα λάθη που έγιναν κατά το καθυστερημένο ιδρυτικό συνέδριο του KPD, του Γερμανικού Κομουνιστικού Κόμματος, στα τέλη Δεκεμβρίου 1918, όταν η Γερμανική Επανάσταση θα μπορούσε ακόμη να πάρει άλλο δρόμο, αναπαράχθηκαν στη διάσπαση που συγκρότησε το «υπερ-αριστερό» KAPD, το Γερμανικό Κομουνιστικό Εργατικό Κόμμα, τον Απρίλιο του 1920. Το KAPD αποτελεί το αρνητικό παράδειγμα σε πολλά από τα επιχειρήματα της πολεμικής του Λένιν.


Δεν είναι σύμπτωση ότι η επιμονή του Λένιν για την παρέμβαση μέσα στο κοινοβούλιο αντανακλά τη διάσημη ομιλία της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο ιδρυτικό συνέδριο του KPD: 


«Βρισκόμαστε τώρα μέσα σε μια επανάσταση και η Εθνοσυνέλευση είναι ένα αντεπαναστατικό φρούριο που υψώθηκε ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο. Ο στόχος μας είναι λοιπόν να καταλάβουμε αυτό το φρούριο και να το καταστρέψουμε. Για να κινητοποιήσουμε τις μάζες ενάντια στην Εθνοσυνέλευση… πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις εκλογές και το βήμα της ίδιας της Εθνοσυνέλευσης… Για να καταγγείλουμε… όλα τα εξωφρενικά κόλπα αυτής της σεβαστής συνέλευσης, για να εκθέτουμε το αντεπαναστατικό της έργο σε κάθε της βήμα και για να καλέσουμε τις μάζες να παρέμβουν και να επιβάλουν τις αποφάσεις τους -αυτά είναι καθήκοντα της συμμετοχής μας στην Εθνοσυνέλευση».(6)


Η Λούξεμπουργκ ηττήθηκε στην ψηφοφορία του συνεδρίου. Θα επιστρέψουμε παρακάτω στα άλλα μεγάλα λάθη που έγιναν στο συνέδριο του KPD τον Δεκέμβριο του 1918.


Ο Λένιν απευθυνόταν επίσης στους επαναστάτες που δραστηριοποιούνταν στο εργατικό κίνημα στη Βρετανία, όπως η Σύλβια Πάνκχερστ και ο Γουίλι Γκάλαχερ, που ήλπιζε ότι θα ίδρυαν ένα βρετανικό κομουνιστικό κόμμα. Η αιχμηρή και λεπτομερής πολεμική του στον «Αριστερισμό», ενώ επαινούσε το ταξικό τους μίσος απέναντι στους ρεφορμιστές πολιτικούς, καυτηρίαζε την απροθυμία να κάνουν τακτικούς συμβιβασμούς μαζί τους. Με βαθιά ειρωνεία, υπονόησε ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ είχε καλύτερη κατανόηση του μαρξισμού!(7)


Ο Λένιν επεσήμανε μια ομιλία του Λόιντ Τζορτζ τον Μάρτιο του 1920, στην οποία καλούσε σε ενότητα των Φιλελεύθερων με τους Συντηρητικούς για να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη κοινοβουλευτική απειλή του Εργατικού Κόμματος. Ο Λόιντ Τζορτζ ανησυχούσε για τις «μπολσεβίκικες» υποσχέσεις των Εργατικών περί συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, μια απειλή για την ατομική ιδιοκτησία που «θα έθετε τον ίδιο τον πολιτισμό σε κίνδυνο».(8) Αυτό που ανησυχούσε πραγματικά τον Λόιντ Τζορτζ ήταν η βιομηχανική εργατική τάξη που υποστήριζε το Εργατικό Κόμμα: «Τα τέσσερα πέμπτα της χώρας είναι βιομηχανικά και εμπορικά… έχουν μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, και αν αρχίσουν οι αναταραχές, η συντριβή εδώ… θα είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα».(9)


Ο Λόιντ Τζορτζ καταλάβαινε τη σημασία της ενότητας του δικού του ταξικού στρατοπέδου, όσο και τη δύναμη των ιδεών. Ο Λένιν υποστήριζε ότι οι Βρετανοί κομουνιστές έπρεπε να διδαχθούν από αυτό. Θα έπρεπε, υπογραμμίζει, να υπάρξει μια προσωρινή εκλογική ενότητα με τους ηγέτες των Εργατικών, όπως ο Χέντερσον και ο Σνόουντεν, ενάντια στη συμμαχία των Φιλελεύθερων-Συντηρητικών. Όπου ήταν δυνατόν, κομουνιστές υποψήφιοι θα έπρεπε να συμμετέχουν στην εκλογική συμμαχία, διατηρώντας όμως την «πλήρη ελευθερία αγκιτάτσιας, προπαγάνδας και πολιτικής δραστηριότητας».(10)


Αν και ο Λένιν δεν χρησιμοποιεί τη φράση, ωστόσο προτείνει ένα εκλογικό ενιαίο μέτωπο. Οι Μπολσεβίκοι είχαν μακρά εμπειρία από αυτό το είδος πολιτικών συμβιβασμών. Στον «Αριστερισμό», ο Λένιν παραθέτει λεπτομερώς μια σειρά πολιτικών -και εκλογικών- συμμαχιών, γύρω από ένα κάθε φορά συμφωνημένο σύνολο αιτημάτων, που οι Μπολσεβίκοι ανέπτυξαν με τους φιλελεύθερους Καντέτους, αργότερα με τους ρεφορμιστές Μενσεβίκους, καθώς και με το αγροτικό κόμμα, τους Σοσιαλεπαναστάτες: «Πάντα ακολουθούσαμε αυτή την πολιτική», αλλά την ίδια στιγμή «δεν σταματήσαμε ποτέ τον ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα εναντίον τους, ως οπορτουνιστές και φορείς της αστικής επιρροής μέσα στο προλεταριάτο».(11)


Οι Μπολσεβίκοι ήταν έτοιμοι για όλων των ειδών τις συμμαχίες, ακόμα και τις πιο απροσδόκητες. Για παράδειγμα με τον Παπά Γκαπόν, τον Χριστιανοσοσιαλιστή που μπήκε μπροστά στην εργατική διαδήλωση στην αρχή της Επανάστασης του 1905. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι η ομάδα του Γκαπόν στηριζόταν στα ελεγχόμενα από την αστυνομία συνδικάτα -με βάση τις προσπάθειες του τσαρικού κράτους να υπονομεύσει τα ανεξάρτητα συνδικάτα.(12)


Αυτή η κατεύθυνση αντικατοπτρίζεται και στη στάση του Λένιν στα ζητήματα της προπαγάνδας. Το 1900, χτίζοντας την επαναστατική σοσιαλιστική εφημερίδα Ίσκρα , ο Λένιν ήταν πρόθυμος να καλέσει τον Πίτερ Στρούβε, τον μελλοντικό ηγέτη των Καντέτων, να γράφει σε αυτήν, σε ένα «άνοιγμα της εφημερίδας σε αντιπαραθέσεις με τους φιλελεύθερους».(13)


Έτσι αναδεικνύεται η κατεύθυνση: 


«Είναι απαραίτητο να συνδέουμε την αυστηρότερη αφοσίωση στις ιδέες του κομουνισμού, με την ικανότητα να πραγματοποιούμε όλους τους απαραίτητους πρακτικούς συμβιβασμούς, τακτικές, συμφιλιωτικούς ελιγμούς , ζιγκ-ζαγκ, υποχωρήσεις… για να επιταχύνουμε τις αναπόφευκτες τριβές, διαμάχες, συγκρούσεις και την πλήρη ρήξη».(14)


Αυτή η κατεύθυνση είναι περισσότερο αναγκαία στη δράση μέσα στα συνδικάτα. Ο Τζον Ριντέλ μας έχει δώσει μια λεπτομερή περιγραφή της εφαρμογής της στη Γερμανία, από το μετέπειτα μαζικό κομουνιστικό κόμμα, το διευρυμένο KPD, μετά τη συγχώνευσή του με την αριστερή πτέρυγα των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών.(15) Το «Ανοιχτό Γράμμα», τον Ιανουάριο του 1921, καλούσε τους συνδικαλιστές ηγέτες για συστηματική κοινή μαζική δράση επί συμφωνηθέντων αιτημάτων. Αυτή η προσέγγιση υποσχόταν τεράστιες δυνατότητες και ως προς τη διευκόλυνση της δράσης των μαζών, αλλά και ως προς το κέρδισμα χιλιάδων εργατών ρεφορμιστικών αντιλήψεων στο επαναστατικό στρατόπεδο. Η αντίστροφη Δράση του Μάρτη, το 1921, «δολοφόνησε» αυτή τη δυνατότητα. Ο Τζον Ρίντελ περιέγραψε το περιεχόμενο του «Αριστερισμού» ως «την προδρομική, τότε, προσέγγιση του Ενιαίου Μετώπου».(16)


Η γραμμή του «Ανοιχτού Γράμματος», που δημιούργησε τα πρώτα κριτήρια για τις ενιαιομετωπικές πρωτοβουλίες, βοήθησε να αποκρυσταλλωθούν και να διατυπωθούν πλήρως οι αρχές του Ενιαίου Μετώπου, που θα γινόταν αργότερα η πολιτική της Κομιντέρν.(17) Αυτή μπορεί να συνοψιστεί στην τριπλή φόρμουλα «αιτήματα/εκλογές/ιδεολογία», η οποία παραμένει σήμερα τόσο επίκαιρη όσο ήταν και στον καιρό του Λένιν.


1) Τα αιτήματα που διατυπώνει το κόμμα -που απευθύνονται πολύ έξω από τις γραμμές του κόμματος- είναι τα ζωτικά μέσα για την προσέγγιση των ευρύτερων «μη επαναστατικών» εργατικών μαζών και άλλων δυνητικών συμμάχων στην ταξική πάλη.
2) Η δράση μέσα στα ρεφορμιστικά συνδικάτα είναι αναγκαία, ενώ η παρέμβαση στις εκλογές, όπου είναι εφικτή, είναι επίσης αναγκαία.
3) Η ιδεολογική πάλη παραμένει κεντρικής σημασίας.


Λιβόρνο


Δυστυχώς, είτε όταν ήταν πλήρως διατυπωμένο είτε νωρίτερα, το επιχείρημα του Λένιν έπεσε σε άγονο έδαφος. Είναι πραγματικά σοκαριστικό το γεγονός ότι μέσα σε μόλις πέντε χρόνια από την Επανάσταση του Οκτώβρη του 1917, το «κίνημα» που πήρε την εξουσία και την κράτησε σε μια ευρωπαϊκή χώρα ήταν το ακριβώς αντίθετο του κομουνισμού -ο φασισμός του Μουσολίνι στην Ιταλία το 1922.


Είναι εξίσου σοκαριστικό το γεγονός ότι ένα χρόνο νωρίτερα, στη Γερμανία, όπου η εξάπλωση του Οκτώβρη ήταν ακόμη μια ζωντανή προσδοκία, παρά την αποτυχία της επανάστασης του Νοέμβρη του 1918, οι προοπτικές αποδυναμώθηκαν καίρια από τη διαβόητη «Δράση του Μάρτη» του 1921. Επρόκειτο για την τρελή αριστερίστικη περιπέτεια που χαρακτηρίστηκε από τον Κρις Χάρμαν «Η παράνοια του Μάρτη».(18)


Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο καταστροφικών γεγονότων που μας βοηθά να κατανοήσουμε αυτή την καταθλιπτική εικόνα: Το Συνέδριο στο Λιβόρνο του PSI, του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, στις αρχές του 1921. Το PSI ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης. Είχε αντιταχθεί στη συμμετοχή της Ιταλίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Διατήρησε τις μαρξιστικές του αναφορές και είχε υποβάλει αίτηση για ένταξη στην Κομιντέρν. Ωστόσο, όταν ήρθε το περίφημο biennio rosso, η «Κόκκινη Διετία» στην Ιταλία, που είχε στο κέντρο το κίνημα του Εργοστασιακών Συμβουλίων των εργατών του Τορίνο, το PSI στάθηκε στο περιθώριο παραλυμένο. Αυτή η παράλυση εμπόδισε την κλιμάκωση του εργατικού κινήματος.


Η τάση υπέρ της διάσπασης του PSI, μεταξύ της ρεφορμιστικής και της επαναστατικής γραμμής, ήταν ισχυρή. Αλλά πάνω σε ποια βάση; Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μια διάσπαση, που θα ακολουθούσε τις αρχές του Λένιν, επιτρέποντας τη δημιουργία ενός διακριτού επαναστατικού σοσιαλιστικού ρεύματος, που θα μπορούσε όμως να συνεχίσει να σχετίζεται με την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των αγροτών; Ένας από τους πιο ξεχωριστούς κομουνιστές στην Ιταλία, που ίσως θα μπορούσε να κατανοήσει πώς μπορεί να συμβεί αυτό, ήταν ο Αντόνιο Γκράμσι. 


Ο Γκράμσι και οι σύντροφοί του μετέτρεψαν την εφημερίδα των εργατικών μελών του PSI στο Τορίνο, την «L’ Ordine Nuovo» σε «μια εφημερίδα των Εργοστασιακών Συμβουλίων».(19) Ο Γκράμσι περιέγραφε σε αυτήν το πώς ο ίδιος και οι σύντροφοί του περιόδευαν στα εργοστάσια του Τορίνο, παλεύοντας για την ανάγκη μετατροπής του κινήματος των εργοστασιακών συμβουλίων σε επαναστατικά όργανα σοβιετικού τύπου.


Η «L’ Ordine Nuovo» μετατράπηκε στην πράξη σε εφημερίδα μιας μπολσεβίκικης φράξιας του PSI στο Τορίνο. Παρόλο που ο Γκράμσι είχε αποκλειστεί από την αντιπροσωπεία του PSI στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν, τον Ιούλιο του 1920, ο Λένιν διέκρινε την «L’ Ordine Nuovo» ως το βασικό όργανο για την πρόοδο της εξάπλωσης της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ιταλία.


Οι «Θέσεις για τα θεμελιώδη καθήκοντα του Δεύτερου Συνεδρίου της Κομουνιστικής Διεθνούς» υιοθετούσαν δημοσίως τις κριτικές της «L’ Ordine Nuovo» για την παράλυση του PSI μπροστά στο κίνημα των Εργοστασιακών Συμβουλίων του Τορίνο κατά τη «biennio rosso».(20)


Ωστόσο, το καθήκον της διαχείρισης της διάσπασης του PSI στο συνέδριο του Λιβόρνο αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο και ο γνωστός «υπερ-αριστερός» κομουνιστής Αμαντέο Μπορντίγκα -που επίσης είναι στόχος της κριτικής στον «Αριστερισμό» του Λένιν- δυστυχώς αποδείχθηκε πολύ ικανότερος στους χειρισμούς από τον Γκράμσι. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να συζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο Γκράμσι δεν κατάφερε να διαφοροποιηθεί αποτελεσματικά από τον Μπορντίγκα. Αλλά αυτό, τελικά, είχε ως αποτέλεσμα ο Γκράμσι να βοηθήσει «να δημιουργηθεί το είδος του κόμματος που δεν ήθελε».(21) Η εκδοχή διάσπασης που επέβαλε ο Μπορντίγκα αποδείχθηκε αποφασιστικής σημασίας, καθώς είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την απομόνωση του νέου κομουνιστικού κόμματος από τη μάζα των εργατικών στελεχών του PSI.


Όμως, σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλε κι ένας άλλος παράγοντας -η πραγματικά καταστροφική παρέμβαση του μηχανισμού της Κομιντέρν, των στελεχών της που επηρεάζονταν από τη λεγόμενη «Θεωρία της επίθεσης».(22) Αυτή είχε ως αποτέλεσμα την υπόκλιση στην υπερ-αριστερή «Δράση του Μάρτη» στη Γερμανία το 1921, η οποία ανέτρεψε τον Πάουλ Λέβι, το διάδοχο της Ρόζας Λούξεμπουργκ στην ηγεσία του KPD, όπως και έπληξε θανάσιμα τις προοπτικές σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γερμανία.(23)


Ο Λέβι ήταν παρών στο συνέδριο του PSI στο Λιβόρνο και αντιτάχθηκε έντονα στην υποστήριξη που έδωσαν οι εκπρόσωποι της Κομιντέρν προς τον Μπορντίγκα. Αυτό οδήγησε το μηχανισμό της Κομιντέρν [ΣτΜ: υπό την ηγεσία του Ζινόβιεφ και τον ενεργό ρόλο του Ράντεκ] σε ελιγμούς απομόνωσης του Λέβι μέσα στην ηγεσία του γερμανικού κομουνιστικού κόμματος, όπου προετοιμαζόταν η Δράση του Μάρτη του 1921.


Έτσι, στο Λιβόρνο έλαβε χώρα η «αδρανοποίηση» τόσο του Γκράμσι όσο και του Λέβι, που είχαν τις δυνατότητες να σταθούν απέναντι στον απομονωτικό υπερ-αριστερισμό, ο οποίος συνέβαλε στην υπονόμευση της επαναστατικής δυνατότητας των εργατικών πρωτοποριών τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία.


Ο αριστερισμός του Μπορντίγκα αποδείχτηκε απολύτως καταστροφικός. Πρέπει να μετρηθεί ως ένας σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στην αποτυχία να αντιμετωπιστεί η άνοδος του Μουσολίνι. Αυτό είναι το θέμα ενός καταπληκτικού βιβλίου του αείμνηστου Τομ Μπέχαν, στο οποίο περιγράφει λεπτομερώς την άνοδο και τις τεράστιες δυνατότητες των «Arditi del Popolo» (ADP, Οι Γενναίοι του Λαού),(24) δηλαδή του αυθόρμητου μαζικού αντιφασιστικού κινήματος στην Ιταλία. Οι ADP ανέπτυξαν μια ενιαιομετωπική αντίληψη με έναν κεντρικό στόχο: να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις του Μουσολίνι, με μαζική βία εάν ήταν απαραίτητο, επιδιώκοντας τη μέγιστη συμμετοχή όλου του πολιτικού φάσματος της Αριστεράς. Δυστυχώς, αν και συμμετείχαν πολλοί αγωνιστές του PSI και του PCI, αυτή δεν ήταν η επίσημη γραμμή αυτών των κομμάτων.


Τον Ιούλιο του 1921, ο Γκράμσι είχε συνειδητοποιήσει, καθυστερημένα, τη σοβαρή απειλή που αποτελούσε ο φασισμός και πρότεινε στους κομουνιστές να υποστηρίξουν τους ADP.(25) Αλλά ο Μπορντίγκα διαφωνούσε. Στο πρώτο μεγάλο άρθρο του σχετικά με το θέμα που δημοσιεύτηκε στην «Il Comunista», στις 14 Ιουλίου, υποστήριξε: 


«Η επαναστατική στρατιωτική οργάνωση του προλεταριάτου πρέπει να στηρίζεται σε κομματική βάση… Οι κομουνιστές επομένως δεν μπορούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που οργανώνονται από άλλα κόμματα ή που εν γένει προκύπτουν εκτός κόμματος».(26) 


Ακόμη και ο Γκράμσι δεν ήταν πάντα απόλυτα συνεπής στην υποστήριξή του στους ADP.(27)


Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1922, με τον Μουσολίνι να απέχει μόλις τρεις μήνες μακριά από την κατάληψη της εξουσίας, ο Μπορντίγκα χλευάζει αυτή την προοπτική. Γράφει: «Θέλουν λοιπόν οι φασίστες να κάψουν το κοινοβουλευτικό τσίρκο; Θα θέλαμε να τη δούμε αυτή τη μέρα!».(28)


Το PCI αρνήθηκε όλες τις εκκλήσεις συνεργασίας με τους σοσιαλιστές, καθώς και με τους ADP. Όπως ισχυριζόταν ο Μπορντίγκα, τον Μάιο του 1921: «Οι φασίστες και οι σοσιαλδημοκράτες δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο πλευρές του ενός και μοναδικού αυριανού εχθρού».(29) Και σε αυτό το σημείο ο Γκράμσι στεκόταν ακόμα με ταλαντεύσεις.


Η αποτυχία κατανόησης της απειλής του φασισμού και έγκαιρης διαμόρφωσης του τρόπου αντιμετώπισης επεκτείνονταν σε ορισμένους από τους ηγέτες της Κομιντέρν, που νωρίτερα είχαν υποστηρίξει τη «Θεωρία της Επίθεσης». Αυτό συνέχισε να ισχύει ακόμη και μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Μουσολίνι. Ο πρόεδρος της Κομιντέρν, ο Ζινόβιεφ, έγραφε: «Πρόκειται για πραξικόπημα ή για κωμωδία; Ίσως και τα δύο ταυτόχρονα. Από ιστορική άποψη, είναι κωμωδία. Σε λίγους μήνες η κατάσταση θα αναστραφεί προς όφελος της εργατικής τάξης».(30)


Ωστόσο, η Κομιντέρν συλλογικά είχε αρχίσει να μετατοπίζεται. Μετά την καταστροφική Δράση του Μάρτη στη Γερμανία, το Τρίτο Συνέδριο της Κομιντέρν το καλοκαίρι του 1921 υιοθέτησε τις αρχές του Ενιαίου Μετώπου. Παρόλο που ήταν πλέον αργά, τον Ιανουάριο του 1922, η Κομιντέρν απεύθυνε μια έντονη κριτική στους Ιταλούς κομουνιστές επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις των ADP:


«Πού ήταν η -στην πράξη- ηγεσία των εργατικών μαζών; Πού ήταν οι κομουνιστές εκείνη την περίοδο; Ήταν απασχολημένοι να εξετάζουν εξονυχιστικά το κίνημα με μεγεθυντικό φακό για να δουν αν ήταν αρκούντως μαρξιστικό και σύμφωνο με το πρόγραμμά τους; Δεν το πιστεύουμε. Αντιθέτως -μας φαίνεται ότι εκείνη τη στιγμή το νεαρό μας PCI ήταν πολύ αδύναμο για να μπορέσει να ηγεμονεύσει σε αυτό το αυθόρμητο κίνημα. Η αμφιβολία που προκύπτει αφορά το αν η σχολαστική και δογματική θέση του κόμματος απέναντι στους Arditi del Popolo ήταν η αιτία αυτής του της αδυναμίας… Το PCI θα έπρεπε να είχε ενταχθεί αμέσως και ενεργητικά στο κίνημα των Arditi, έχοντας κοινό στόχο με τους εργάτες και ως εκ τούτου μετατρέποντας μικροαστικά στοιχεία σε συναγωνιστές τους. Οι τυχοδιώκτες θα έπρεπε να είχαν καταγγελθεί και απομακρυνθεί από τις θέσεις ηγεσίας και αξιόπιστα στοιχεία να είχαν τοποθετηθεί επικεφαλής του κινήματος. Το Κομουνιστικό Κόμμα είναι η καρδιά και το μυαλό της εργατικής τάξης και δεν υπάρχει κανένα κίνημα στο οποίο παίρνουν μέρος εργατικές μάζες το οποίο να θεωρείται πολύ χαμηλού επιπέδου ή πολύ «μολυσμένο» για το Κόμμα.... Για το κίνημά μας, είναι πάντα πολύ πιο ωφέλιμο να κάνει λάθη μαζί με τις μάζες παρά να είναι μακριά τους, απομονωμένο σε ένα κλειστό κύκλο κομματικών ηγετών που διακηρύσσουν την ιδεολογική τους καθαρότητα».(31)

 
Η ιταλική εργατική τάξη έμελλε να πληρώσει βαρύ τίμημα γι’ αυτή την αποτυχία της Αριστεράς, όπως πλήρωσε και ο δυνητικά πιο ικανός ηγέτης της, ο Αντόνιο Γκράμσι.


Τα «Τετράδια της Φυλακής» του Γκράμσι και ο Σύγχρονος Ηγεμόνας


Η κυκλοφορία του βιβλίου «The Gramscian Moment» (Η Γκραμσιανή στιγμή) από τον Πίτερ Ντ. Τόμας έδωσε πρόσθετο βάρος στην οπτική για τα γραπτά του Γκράμσι που είχε αναπτύξει ο αείμνηστος Κρις Χάρμαν.(32) Ο Τόμας βγάζει παρόμοια συμπεράσματα μέσα από την ενδελεχή ενασχόλησή του με ένα ευρύ φάσμα κειμένων για τον Γκράμσι, μεγάλο μέρος των οποίων αντιπαρατίθεται σε μια τέτοια οπτική.(33)


Ο Χάρμαν ισχυριζόταν ότι «Τα Τετράδια» διατρέχονται από το βασανιστικό ερώτημα «γιατί η επαναστατική έφοδος στην Ιταλία δεν ήταν επιτυχής, καταλήγοντας στην άνοδο του Μπενίτο Μουσολίνι στην εξουσία;».(34) Μέρος της απάντησης ήταν η αποτυχία εφαρμογής των αρχών του Ενιαίου Μέτωπου, τις οποίες ο Γκράμσι είχε πλέον υιοθετήσει πλήρως -όχι μόνο σε σχέση με την αντίσταση στον Μουσολίνι, αλλά και νωρίτερα σε σχέση με την αποτυχία του κινήματος των εργοστασιακών συμβουλίων του Τορίνο κατά την Κόκκινη Διετία να καθοδηγήσει ένα παν-κοινωνικό κίνημα εκατομμυρίων ανθρώπων προς μια επαναστατική αντιπαράθεση με το Ιταλικό κράτος. Μια τέτοια πολιτική θα απαιτούσε την κατανόηση όλων των «πρακτικών και ιδεολογικών βημάτων για την προσέλκυση όλων των εργατών, της μάζας των αγροτών, των αποστρατευμένων στρατιωτών και των δυσαρεστημένων μικροαστικών στρωμάτων».(35) Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η πιο σημαντική (αλλά και κακοποιημένη) αντίληψη του Γκράμσι, περί της Ηγεμονίας.


Ο Γκράμσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι ιδεολογικοί δεσμοί που δένουν τους ανθρώπους με τα υπάρχοντα κράτη είναι ισχυρότεροι από ό,τι στη Ρωσία, λόγω της ύπαρξης πυκνών δικτύων επίσημων και άτυπων οργανώσεων (“κοινωνία των πολιτών”). Αυτά επηρεάζουν τις κατώτερες τάξεις, αλλά οι ηγεσίες τους συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τις δομές της υπάρχουσας κοινωνίας και χρησιμεύουν ως κανάλι που διαχέει τις ιδεολογίες στις “υποτελείς” (κατώτερες) τάξεις». Έτσι, ο «αγώνας για ηγεμονία είναι μια διπλή μάχη -για να απελευθερωθεί η εργατική τάξη από τους δεσμούς που τη συνδέουν με την υπάρχουσα εκμεταλλευτική τάξη και για να συνδέσει τις άλλες υποτελείς τάξεις σε ένα “μπλοκ” με την εργατική τάξη».(36)


Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Εδώ ο Χάρμαν αναδεικνύει ένα από τα πιο διάσημα αποσπάσματα του Γκράμσι με έμφαση στον «ενεργό άνθρωπο της μάζας»:


«Ο ενεργός άνθρωπος της μάζας έχει μια πρακτική δραστηριότητα, αλλά δεν έχει σαφή θεωρητική συνείδηση ​​της πρακτικής του δραστηριότητας, η οποία εντούτοις περιλαμβάνει την κατανόηση του κόσμου στο βαθμό που τον μεταμορφώνει. Η θεωρητική του συνείδηση ​​μπορεί πράγματι να είναι ιστορικά σε αντίθεση με τη δραστηριότητά του. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι σχεδόν έχει δύο θεωρητικές συνειδήσεις (ή μία αντιφατική συνείδηση): μία που εμφανίζεται άρρητα στη δραστηριότητά του και η οποία στην πραγματικότητα τον ενώνει με όλους τους συναδέλφους του στην έμπρακτη μεταμόρφωση του υπαρκτού κόσμου και μία επιφανειακά ρητή ή διατυπωμένη, την οποία έχει κληρονομήσει από το παρελθόν και έχει απορροφήσει άκριτα».(37)


Η αντιφατική συνείδηση ​​μπορεί να παραλύσει τον ενεργό άνθρωπο της μάζας. Πρέπει να ξεπεράσει την παραλυτική ιδεολογική κληρονομιά από το παρελθόν, αλλά δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Μια επαναστατική μάχιμη οργάνωση είναι απαραίτητη, στο βαθμό που διεξάγει τον ιδεολογικό αγώνα, ως μέρος της ταξικής πάλης, στο υψηλότερο επίπεδο. Αυτή είναι ο Σύγχρονος Ηγεμόνας:(38)


«Μια ανθρώπινη μάζα δεν «γίνεται διακριτή», δεν γίνεται ανεξάρτητη από μόνη της χωρίς, με την ευρύτερη έννοια, να οργανωθεί. Και δεν υπάρχει καμία οργάνωση χωρίς διανοούμενους, δηλαδή χωρίς οργανωτές ή ηγέτες, με άλλα λόγια, χωρίς να διακρίνεται η θεωρητική πτυχή του συμπλέγματος θεωρίας-πράξης μέσα από την ύπαρξη μιας ομάδας ανθρώπων «ειδικευμένων» στην εννοιολογική και φιλοσοφική επεξεργασία των ιδεών».(39)


Ο Τόμας ενισχύει αυτό το επιχείρημα, εισάγοντας την ενδυναμωτική ιδέα του Γκράμσι για τη «δημοκρατική φιλοσοφία», όπου οι διανοούμενοι εξίσου συχνά «εκπαιδεύονται» και «εκπαιδεύουν», καθώς συνεργάζονται με τους αγωνιστές εργάτες, «για να οικοδομήσουν ένα διανοητικό-ηθικό μπλοκ που καθιστά πολιτικά εφικτή μια μαζική διανοητική πρόοδο». Πρέπει να επιχειρούν «μόνιμα κι ενεργά να πείσουν», αγωνιζόμενοι για την προλεταριακή ηγεμονία προκειμένου να δημιουργηθεί η βάση για μια νέα κοινωνία.(40)


Η χαμένη επανάσταση στη Γερμανία


Ας επανεξετάσουμε τις αιτίες της αποτυχίας της Γερμανικής Επανάστασης. Σε ένα κρίσιμο σημείο στο βιβλίο του «Η χαμένη επανάσταση: Γερμανία 1918-23», ο Κρις Χάρμαν παραθέτει το απόσπασμα του Γκράμσι για τον «ενεργό άνθρωπο της μάζας».(41) Περιγράφει, έτσι, το πώς οι πιέσεις του SPD υπονόμευσαν την επανάσταση.


Η πρόσφατη κυκλοφορία στα αγγλικά του «All Power to the Councils! A Documentary History of the German Revolution of 1918-1919» (Όλη η Εξουσία στα Συμβούλια! Μια Ιστορία-Ντοκουμέντο της Γερμανικής Επανάστασης του 1918-1919), που επιμελήθηκε και μεταφράστηκε από τον Γκάμπριελ Κουν, μας επιτρέπει να δούμε τη σημασία αυτής της θέσης του Γκράμσι, εστιάζοντας σε έναν από τους βασικούς «ενεργούς ανθρώπους της μάζας», τον Ρίχαρντ Μίλερ. Ο Μίλερ ήταν ηγετικό μέλος της «Εκτελεστικής Επιτροπής των Συμβουλίων Εργατών και Στρατιωτών» στο Βερολίνο. Το βιβλίο συγκεντρώνει αρκετές ομιλίες και γραπτές δηλώσεις τεσσάρων από τους βασικούς ηγέτες της Γερμανικής Επανάστασης κατά τους κρίσιμους μήνες του Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1918: της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Καρλ Λίμπκνεχτ και των εργατών που ηγούνταν των επαναστατών συνδικαλιστών βάσης στο Βερολίνο, τον Ρίχαρντ Μίλερ και τον Ερνστ Ντάμουμινγκ. Και οι τέσσερις είχαν βρεθεί στη φυλακή για τις αντιπολεμικές δραστηριότητές τους.


Ένα θέμα είναι κυρίαρχο σε όλες τις παρεμβάσεις τους: πώς τα συμβούλια πρέπει να επιβάλουν τον ηγετικό τους ρόλο στην επανάσταση και να αντισταθούν στη φρενήρη ιδεολογική, στρατηγική και τακτική προσπάθεια του SPD να υποτάξει τα συμβούλια στην προοπτική για Εθνοσυνέλευση. Και όμως μία από τις πιο βασικές προϋποθέσεις -η ουσία της γκραμσιανής θεώρησης- για την επιτυχή διεξαγωγή μιας τέτοιας αντίστασης, ήταν θεαματικά απούσα: η ενότητα των επαναστατών διανοούμενων και των εργατικών στελεχών σε μια κοινή οργάνωση.(42) Αυτό εξακολούθησε να ισχύει ακόμα και μέσα στο ιδρυτικό συνέδριο του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD), στα τέλη Δεκεμβρίου του 1918.


Η απομόνωση της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ υπογραμμίστηκε ξεκάθαρα, όταν αποκλείστηκαν σκόπιμα από το Εθνικό Συνέδριο των Εργατικών και Στρατιωτικών Συμβουλίων στα μέσα Δεκεμβρίου.(43)


Ο Ρίχαρντ Μίλερ ήταν θεωρητικά και πολιτικά αφοπλισμένος. Η επισφαλής θέση του επιδεινωνόταν από την ύπαρξη μιας πλειοψηφίας αγωνιστών του SPD στην Εκτελεστική Επιτροπή Εργατών και Στρατιωτών του Βερολίνου. Όχι ότι αυτοί συμφωνούσαν μεταξύ τους. Όλοι τους, μερικοί ειλικρινά, άλλοι λιγότερο, ήταν ενθουσιώδεις υποστηρικτές της επανάστασης και της εργατικής της πλειοψηφίας. Και αρκετοί ήταν πραγματικά μπερδεμένοι από τη συζήτηση αντιπαραβολής Συμβουλίων και Εθνοσυνέλευσης. Η ομάδα τους και -πολύ πιο σημαντικό- οι υποστηρικτές τους στα εργοστάσια θα μπορούσαν να διασπαστούν, και πράγματι να κινητοποιηθούν για δράση, αν υπήρχε μια σαφής στρατηγική και τακτική από την επαναστατική πλευρά. Αρκετά χρόνια αργότερα, αναστοχαζόμενος κριτικά πάνω στον ρόλο του, σε ένα άρθρο που αναπαράγεται σε αυτή τη συλλογή, ο Ρίχαρντ Μίλερ έγραψε:


«Το πρωταρχικό και πιο σημαντικό καθήκον του Εκτελεστικού Συμβουλίου ήταν να δώσει στην επανάσταση ένα πρόγραμμα, και συνεπώς περιεχόμενο και κατεύθυνση. Αντ’ αυτού, το Εκτελεστικό Συμβούλιο καταπιάστηκε με χίλια-δυο πράγματα, άφησε τις πρώτες εβδομάδες να περάσουν χωρίς καμία πρωτοβουλία και επέτρεψε τόσο στους οπορτουνιστές όσο και στους αντιπάλους της επανάστασης να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη και να ορίσουν μια ημερομηνία για τις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης».(44)


Ο Πιερ Μπρουέ παρέχει μια αναλυτική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο Μίλερ ξεγελάστηκε στην Επιτροπή, με μια απόφαση που υποστήριζε επιφανειακά τα συμβούλια, αλλά στην πράξη τα υπέτασσε στην Εθνοσυνέλευση.(45) Οι εκκλήσεις του SPD για «εργατική ενότητα» και η υποχωρητικότητα του Μίλερ στην αναζήτηση συμβιβασμών, με κάθε κόστος,(46) τον έκαναν κυριολεκτικά όμηρο μιας αντιφατικής συνείδησης.


Ο Μίλερ είναι απολύτως δικαιολογημένος εάν η ανάγκη για ένα πρόγραμμα, που αναγνώρισε καθυστερημένα, ήταν πράγματι ο τρόπος για να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε αναπτύξει ένα τέτοιο πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα αιτημάτων που στηριζόταν στη μαζική δράση της εργατικής τάξης, στο οποίο αναφέρεται και ο Μίλερ αργότερα στο ίδιο άρθρο.(47) Η δραστηριοποίηση για αυτό το πρόγραμμα, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, θα αύξανε τις πιθανότητες για τίποτα λιγότερο από «ένα ενιαίο μέτωπο ολόκληρου του γερμανικού προλεταριάτου, που ενοποιεί το νότο με το βορρά, την πόλη με την επαρχία, τον εργάτη με τον στρατιώτη».(48) Να ποιος ήταν ο μηχανισμός για να απευθυνθεί στους υποστηρικτές του SPD στους χώρους εργασίας, «πάνω από τα κεφάλια» των ηγετών τους. Τα βασικά αιτήματα επικεντρώνονταν στην ανάγκη κινητοποίησης και την έναρξη της μεταφοράς εξουσίας στη βάση:


«Εκλογή επιχειρησιακών συμβουλίων σε όλους τους χώρους εργασίας. Σε συνεργασία με τα εργατικά συμβούλια, τα επιχειρησιακά συμβούλια θα είναι υπεύθυνα για τον έλεγχο των εσωτερικών υποθέσεων του χώρου εργασίας, των συνθηκών εργασίας, της παραγωγής και, τελικά, της διοίκησης».


Το αμέσως επόμενο αίτημα παρείχε τον μηχανισμό για την εφαρμογή:


«Συγκρότηση μιας κεντρικής απεργιακής επιτροπής, η οποία, σε συνεχή συνεργασία με τα επιχειρησιακά συμβούλια, θα δώσει στα απεργιακά κινήματα, που αναδύονται σε ολόκληρη τη χώρα, μια ενοποιημένη ηγεσία και σοσιαλιστική κατεύθυνση, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την υψηλότερη δυνατή υποστήριξη από τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών».(49)


Όπως εξηγούσε η Λούξεμπουργκ στο ιδρυτικό συνέδριο του KPD, αυτό ήταν το απαραίτητο επόμενο βήμα από την πολιτική στην «οικονομική επανάσταση και επομένως στη σοσιαλιστική επανάσταση».(50) Η διατύπωσή της -πραγματικά επιτυχής πρόβλεψη- για τα «απεργιακά κινήματα σε ολόκληρη τη χώρα» επιβεβαιώθηκε στους πρώτους μήνες του 1919. Τραγικά, συνέβη μετά τις δολοφονίες τόσο της ίδιας όσο και του Λίμπκνεχτ. Ωστόσο, λόγω της απόλυτης αποτυχίας του συνεδρίου στο να υιοθετήσει πολιτικές που να ταιριάζουν στη συγκυρία και να διευκολύνουν την ένταξη εργατών ηγετών όπως ο Ρίχαρντ Μίλερ και ο Ερνστ Ντάουμινγκ και ενδεχομένως χιλιάδες άλλοι,(51) το KPD απέτυχε να οικοδομήσει την ενοποιημένη ηγεσία και συνεπώς δεν μπόρεσε επαρκώς να παράσχει σοσιαλιστική κατεύθυνση στο απεργιακό κίνημα.(52) Παρ’ όλα αυτά, η παρέμβαση της Λούξεμπουργκ -επί της αρχής, έστω και αν δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί στην πράξη- επιβεβαιώνει τη σημασία της αντίληψης για το Ενιαίο Μέτωπο, που διαποτίζει τον «Αριστερισμό» του Λένιν και τις μετέπειτα επεξεργασίες του Γκράμσι.


Το πρόγραμμα αιτημάτων της Ρόζας είχε ως στόχο την κινητοποίηση της μάζας των εργαζομένων, για να σπάσει την παράλυση της επανάστασης και τον ισχυρισμό του SPD ότι η Εθνοσυνέλευση είχε μεγαλύτερη σημασία από τα Συμβούλια των Εργατών και Στρατιωτών.

Τα αιτήματα θα οδηγούσαν τους εργάτες να δράσουν άμεσα για να επιβάλουν μια θεμελιώδη αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων στην παραγωγική βάση της κοινωνίας και επομένως στην ίδια την επανάσταση. Αυτά τα πρακτικά βήματα θα έπρεπε να συνοδεύονται από μια ιδεολογική επίθεση, πολύ ρητά διατυπωμένη σε τόσα πολλά από τα γραπτά της Λούξεμπουργκ εκείνη την εποχή, που θα δημιουργούσε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον γνήσιο σοσιαλισμό, βασισμένο στην εργατική δύναμη από τα κάτω, απέναντι στην ελιτίστικη εκδοχή του SPD, όπου ο σοσιαλισμός θα εισαγόταν με διατάγματα στην Εθνοσυνέλευση.(53)


Ωστόσο, η Λούξεμπουργκ δεν υποτίμησε ούτε στιγμή την ανθεκτικότητα και την επιρροή της εκδοχής του SPD: «τι ωραία ιδέα να υλοποιούσαμε τον σοσιαλισμό με τον κοινοβουλευτικό τρόπο, με μια απλή ψήφο της πλειοψηφίας».(54) Αυτή η πραγματικότητα είναι που έκανε το άλλο σημείο της ενιαιομετωπικής φόρμουλας «αιτήματα/εκλογές/ιδεολογία» τόσο σημαντικό. Προσαρμόζοντας τη θέση του Λένιν, που παραθέσαμε νωρίτερα, στο γερμανικό πλαίσιο: η νίκη των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών επί του κοινοβουλίου δεν ήταν εφικτή χωρίς πολιτικούς υπέρ των συμβουλίων μέσα στο κοινοβούλιο, χωρίς δράση αποσύνθεσης του κοινοβουλευτισμού και από μέσα.


Συμπεράσματα για το σήμερα 


[…]

Υπάρχουν σημαντικά μαθήματα τόσο για την κατανόηση των αποτυχιών της Αριστεράς στις επαναστάσεις του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, όσο και για την καθοδήγηση της πρακτικής μας σε αυτόν τον αιώνα. Μαθαίνουμε ότι επαναστατικές κρίσεις μπορεί να γεννήσουν αυθόρμητες και πολύ προωθημένες μορφές εργατικών οργανώσεων. Αλλά μαθαίνουμε, επίσης, ότι οι πιέσεις της παλιάς κοινωνίας θα υπονομεύουν αυτούς τους νέους θεσμούς, αν δεν παρεμβαίνει ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα, ιδεολογικά καινοτόμο, που θα αναπτύσσει γρήγορα μια μαζική βάση μέσα στην επανάσταση, για να της δώσει ηγετική κατεύθυνση. Αυτό το καθήκον περιλαμβάνει τη συμβολή στην αύξηση της αυτοπεποίθησης των εργαζομένων, ώστε να αρχίσουν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως τη νέα ηγέτιδα τάξη σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. 


Οι Μπολσεβίκοι, φυσικά, είχαν αντιμετωπίσει μια ανάλογη κρίση. Ο Λένιν αρκετά απομονωμένος τον Απρίλη του 1917, όταν καλούσε για το «Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ». Όπως και στη Γερμανία, τα σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια, κυριαρχούνταν από ρεφορμιστικές δυνάμεις, που καλούσαν σε μια Εθνοσυνέλευση. Οι Μπολσεβίκοι ταλαντεύονταν. Περιγράφοντας αυτή την ιστορική στιγμή στη βιογραφία του Λένιν, ο Τόνι Κλιφ έδωσε στο σχετικό κεφάλαιο τον τίτλο «Ο Λένιν επανεξοπλίζει το Κόμμα», μια στρατιωτική μεταφορά που υπογραμμίζει την αποφασιστική σημασία της ηγετικής ιδεολογικής παρέμβασης του Λένιν. 


Η απουσία ακόμα και ενός σοβαρού εμβρύου του επαναστατικού κόμματος στην Πολωνία, το Ιράν και τη Νότια Αφρική στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τη δεκαετία του ’80, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την παράλυση και την επακόλουθη αποδιάρθρωση των επαναστατικών δυνατοτήτων των εργατικών κινημάτων σε αυτές τις χώρες, παρά τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξαν νωρίτερα στην ανατροπή αυταρχικών καθεστώτων.(55)


Στην αδράνεια και την κατάρρευση των εργατικών κινημάτων στην Πολωνία, στο Ιράν, στη Νότια Αφρική και αλλού συνέβαλε ασφαλώς και η συσσωρευόμενη κρίση της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της που κατέρρευσε το 1989. Η ανυποληψία του επίσημου Κομουνισμού κρεμιόταν πάνω από τα κεφάλια των αγώνων. Στην Πολωνία, η ίδια η εργατική εξέγερση στράφηκε ενάντια στον Επίσημο Κομουνισμό. Στο Ιράν, το υπερ-νομιμόφρον φιλοσοβιετικό κόμμα Τουντέχ ήταν απολύτως ανυπόληπτο. Στη Νότια Αφρική, το SACP, το Κομουνιστικό Κόμμα Νότιας Αφρικής, συνθηκολόγησε με το νεοφιλελευθερισμό μετά την αποσάρθρωση της ΕΣΣΔ. Δεν μιλάμε καν για μεταρρύθμιση εναντίον επανάστασης. Το SACP ήταν τόσο αποπροσανατολισμένο ιδεολογικά που δεν μπόρεσε να αντισταθεί ούτε στην υιοθέτηση πολιτικών της αγοράς από το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και να αντιπροτείνει στοιχειώδεις κρατικές μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια των μαύρων στις πόλεις, που είχε σωρευτεί στα χρόνια του Απαρτχάιντ. 


Στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, και ιδιαίτερα στους διανοούμενους της Δεξιάς, αλλά και σε μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, αναπτύχθηκε η ερμηνεία για την κατάρρευση του επίσημου Κομουνισμού ως μια μη-αναστρέψιμη ήττα των αρχών του κομουνισμού, όπως τέθηκαν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς στο Κομουνιστικό Μανιφέστο το 1848. Θα ήμασταν πολύ ανόητοι, αν υποτιμούσαμε την ένταση ενός πλέγματος αντιλήψεων και συμπεριφορών που έχουν πλέον αναπτυχθεί ως νέα «κοινή λογική»,56 που θεωρεί δεδομένη την «αλήθεια» αυτού του ισχυρισμού, ότι ο κομουνισμός υπήρξε ένα σχέδιο που δοκιμάστηκε και απέτυχε. 


Για να το θέσουμε με έναν άλλο τρόπο, επιστρέφοντας στο απόσπασμα του «Αριστερισμού» που παρατίθεται στην αρχή αυτού του άρθρου, μετά τον Οκτώβρη του 1917, ο Λένιν υπέθετε ότι η πρωτοπορία των εργατικών κινημάτων στη δυτική Ευρώπη είχε ήδη κερδηθεί, ή επρόκειτο να κερδηθεί σύντομα, στις ιδέες του Μπολσεβικισμού. Δεν ήταν μια παράλογη υπόθεση, καθώς δεκάδες -ή και εκατοντάδες- χιλιάδες αγωνιστές της εργατικής τάξης χαιρέτιζαν τη νίκη του Οκτώβρη και ταυτίζονταν με αυτή. Ο Λένιν και η Κομιντέρν συγκέντρωσαν αυτούς τους εργάτες και άλλους αγωνιστές, επιταχύνοντας τη δημιουργία νέων κομουνιστικών κομμάτων και πιέζοντας ταυτόχρονα αριστερούς ρεφορμιστές και αναρχικούς συμπαθούντες του Οκτώβρη να ενωθούν μαζί τους. 


Η Ρωσική Επανάσταση, η απομόνωσή της και τελικά ο σταλινικός εκφυλισμός της, θα καθόριζαν τις πρωτοπορίες των εργατικών κινημάτων σε όλο τον πλανήτη στη μεγαλύτερη διάρκεια του 20ού αιώνα. Οι αγωνιστές που παίζουν ηγετικό ρόλο στα εργατικά κινήματα του 21ου αιώνα κουβαλούν αυτή την ανάμνηση ως ένα ιστορικό βάρος, το οποίο δεν έχει ακόμα αντιμετωπιστεί καταλλήλως. Ακόμα χειρότερα, έχει οδηγήσει σε ιδεολογικό αποπροσανατολισμό τις τάξεις των αγωνιστών, μια έλλειψη πίστης στη σοσιαλιστική εναλλακτική, όπου συχνά ο «σοσιαλισμός» σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση την άσκηση μαζικής πίεσης στο υπάρχον καπιταλιστικό κράτος για να απαλυνθούν οι χειρότερες συνέπειες της κρίσης. 


Αυτά κάνουν το ζήτημα της ιδεολογικής πάλης, στην περίοδο που ζούμε, θεμελιωδώς πολύ πιο σημαντικό από ό,τι στην εποχή του Λένιν.

Σημαίνει ότι έχουμε φτάσει σε αυτό που ο Πίτερ Τόμας αποκαλεί «Γκραμσιανή Στιγμή».(57)


Το να βαθύνουμε την κατανόησή μας για την αποτυχία του Κομουνισμού με κεφαλαίο «Κ» στον 20ό αιώνα, ενισχύει την ικανότητά μας να δράσουμε στον αγώνα για τον κομουνισμό με μικρό «κ» στον 21ο αιώνα. 


Σημειώσεις
1. Λένιν, 1968, σελ. 75-76. Αυτό το άρθρο είναι μια προσαρμογή και ανάπτυξη ομιλιών σχετικά με αυτό το θέμα στο International Socialism Conference το Σεπτέμβριο 2012 και στο συνέδριο του Historical Materialism τον Νοέμβριο του 2012.
2. «Σπάνια ένα τόσο σύντομο έργο είχε τόσο ισχυρή και διαρκή επιρροή στο εργατικό κίνημα. Η επιρροή του θα μπορούσε να συγκριθεί με το Κομουνιστικό Μανιφέστο. Ήταν τεράστιας σημασίας για τη δημιουργική ανάπτυξη της στρατηγικής και της τακτικής του επαναστατικού κινήματος» - Κλιφ, 1979, σελ. 24.
3. Λένιν, 1968, σελ. 63.
4. Λένιν, 1968, σελ. 64.
5. Είναι περίεργο το ότι ο Λένιν δεν έγραψε ποτέ κάτι συγκεκριμένα γι’ αυτή την περίοδο.
6. Κλιφ, 1979, σελ. 15-16.
7. Λένιν, 1968, σελ. 101.
8. Λένιν, 1968, σελ. 65.
9. Λένιν, 1968, σελ. 65.
10. «Χωρίς αυτή την προϋπόθεση δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ένα μπλοκ, αυτό θα ήταν προδοσία… χρειαζόμαστε πλήρη ελευθερία για να εκθέτουμε τους Χέντερσον και τους Σνόουντεν» -Λένιν, 1968, σελ. 69. «Θέλω να στηρίξουμε τον Χέντερσον όπως το σχοινί στηρίζει τον κρεμασμένο» - Λένιν, 1968, σελ. 71. Αυτή ήταν μια από τις αγαπημένες φράσεις του Τόνι Κλιφ. 
11. Λένιν, 1968, σελ. 55
12. Ο ίδιος ο Γκαπόν αποκαλύφθηκε αργότερα ως κατάσκοπος της αστυνομίας. Ο Κλιφ αναφέρει τον ενθουσιασμό του Λένιν για τον Γκαπόν -Κλιφ, 1975, σελ. 149-158.
13. Κλιφ, 1975, σελ. 73.
14. Λένιν, 1968, σελ. 78.
15. Ριντέλ, 2011, σελ. 119-124.
16. Ριντέλ, 2011, σελ. 118.
17. Ριντέλ, 2011, σελ. 134.
18. Χάρμαν, 1982, σελ. 222-20.
19. Φιόρι, 1990, σελ. 120. Τρούντελ, 2007, σελ. 73.
20. Φιόρι, 1990, σελ. 134.
21. Μπάμπερι, 2007, σελ. 89.
22. Μπάμπερι, 2007, σελ. 89, επίσης Μπρουέ, 2006, σελ. 488-490. Χάρμαν, 1982, σελ. 207-8.
23. Βλ. Ζέχετμερ και Ρόουζ, 2013.
24. Μια πρόχειρη μετάφραση, σύμφωνα με τον Μπέχαν, 2003, σελ. 121.
25. Μπέχαν, 2003, σελ. 62.
26. Μπέχαν, 2003, σελ. 67-68. Έμφαση στο πρωτότυπο.
27. Μπέχαν, 2003, σελ. 74.
28. Μπέχαν, 2003, σελ. 92.
29. Μπέχαν, 2003, σελ. 92-93.
30. Μπέχαν, 2003, σελ. 94.
31. Μπέχαν, 2003, σελ.107-108.
32. Στο International Socialism Νο 114, ο Κρις, με τη βοήθεια πολλών συντρόφων, συγκέντρωσε μια μελέτη για τη ζωή του Γκράμμσι με τον τίτλο «Η Επαναστατική Κληρονομιά του Αντόνιο Γκράμσι».
33. Ενώ αναπόφευκτα αποδέχεται μέρος της ακατάληπτης σχολαστικής γλώσσα τους, ο Τόμας αποσαφηνίζει διαφωτιστικά μεγάλο μέρος τους. Σε ένα σημείωμά του για το άρθρο μου, γράφει: «Να τονίσεις ότι αναφέρομαι σε ένα από τα κείμενα του Κρις για τον Γκράμσι… ως αντίδοτο στις μετα-μαρξιστικές αναγνώσεις… Ο Κρις και εγώ μιλήσαμε επίσης μαζί σε μια ημερίδα του International Socialism για τον Γκράμσι το 2007, και είχα χαρεί όταν είδα ότι συμφωνήσαμε σε κεντρικά ζητήματα. Όσον αφορά την άποψή σου [ότι τα Τετράδια της Φυλακής είναι μια απάντηση στην καταστροφική ήττα της Αριστεράς στην Ιταλία με αποτέλεσμα τη νίκη του Μουσολίνι], νομίζω ότι αυτό που γράφεις είναι γενικά ακριβές -ωστόσο, θα προσέθετα ότι τα Τετράδια της Φυλακής και η ιδιαίτερα έννοια του Σύγχρονου Ηγεμόνα πρέπει να γίνουν κατανοητά επίσης και ίσως, πάνω απ’ όλα, ως απόρριψη της γραμμής της «τρίτης περιόδου» (του σταλινισμού) και ως έκκληση για ένα νέο Ενιαίο Μέτωπο στα 1930». 
34. Χάρμαν, 2007, σελ. 107.
35. Χάρμαν, 2007, σελ. 107-108.
36. Χάρμαν, 2007, σελ. 108-109.
37. Απόσπασμα του Γκράμσι -Παρατίθεται από Χάρμαν, 2007, σελ. 109-110 και Τόμας, 2010, σελ. 378.
38. Γιατί ο Σύγχρονος Ηγεμόνας; Βλέπε Χάρμαν, 2007, σελ. 106. Επίσης: «Από όλα τα θέματα που διερευνήθηκαν στα Τετράδια της Φυλακής, λίγα συζητούνται σήμερα όσο η θεωρία του Γκράμσι για το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης ως “οργάνωση μάχης”», Τόμας, 2010, σελ. 437.
39. Οι διανοούμενοι εδώ είναι «οργανικοί» διανοούμενοι, «ένας νέος τύπος διανοουμένου, που προκύπτει απευθείας από τις μάζες» -Γκράμσι, όπως παρατίθεται στον Χάρμαν, 2007 , σελ. 110-111.
40. Γκράμσι, παρατίθεται στον Τόμας, 2010, σελ. 436.
41. Χάρμαν, 1982, σελ. 148.
42. Μια σοβαρή αδυναμία αυτού του βιβλίου είναι η αποτυχία του να αντιμετωπίσει επαρκώς αυτό το ζήτημα. Θα πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα ακόλουθα κεφάλαια, «Μέρες εργατικής εξουσίας» (Days of Workers Power), Χάρμαν, 1982, σελ. 52-72, ειδικά το τελευταίο μέρος, και «Η περιοδος της δυαδικής εξουσίας» (The Period of Dual Power), Μπρουέ, 2006, σελ.157-188.
43. Χάρμαν 1982, σελ. 56. Νετλ, 1966, σελ. 745.
44. Κουν, 2012, σελ. 61.
45. Μπρουέ, 2006, σελ. 177-179.
46. Μπρουέ, 2006, σελ. 178.
47. Κουν, 2012, σελ. 70-71.
48. Κουν, 2012, σελ. 102.
49. Κουν, 2012, σελ. 105.
50. Χάρμαν, 1982, σελ. 67. Μπρουέ, 2006, σελ.219.
51. «Καταστροφικό» (Disastrous) -Χάρμαν, 1982, σελ. 72. Βλ. επίσης το λυπημένο και οργισμένο άρθρο του Λίμπκνεχτ «Διαπραγματεύσεις με τους Επαναστάτες Αντιπροσώπους» (Negotiations with the Revolutionary Stewards ) -Κουν, 2012, σελ.119-121. Βλ. επίσης το «Επαναστατική Γυμναστική» (Revolutionary Gymnastics) του Μίλερ -Κουν, 2012, σελ. 76-78.
52. Βλ. επίσης τα κεφάλαια «Οι Μήνες του Εμφυλίου Πολέμου» (The Months of Civil War), Χάρμαν, 1982, σελ. 96-124, και «Η περίοδος Νόσκε» (The Noske Period), Μπρουέ, 2006, σελ. 261-283.
53. Ωστόσο, υπάρχει ένα άλυτος γρίφος σχετικά με το τμήμα του προγράμματος με τίτλο «Διεθνή Καθήκοντα». Σε αυτό ζητάει: «Άμεση καθιέρωση τακτικής επικοινωνίας με τα διεθνή σοσιαλιστικά κόμματα προκειμένου να δοθεί στη σοσιαλιστική επανάσταση μια διεθνής πλατφόρμα και για να διαχειριστεί και να εξασφαλίσει την ειρήνη με την αδελφοποίηση και την επαναστατική εξέγερση του παγκόσμιου προλεταριάτου» -Κουν, 2012, σελ. 105. Δεν αναφέρει την ανάγκη αλληλεγγύης με την επιτυχή κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες στη Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917 και τον σκληρό αγώνα για την υπεράσπιση αυτής της ιστορικής εξέλιξης που εξελισσόταν σε ολόκληρη τη Ρωσία το 1918. Αυτό προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη, γιατί η ιδεολογική αναμέτρηση μεταξύ των ρεφορμιστών και των επαναστατών τον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη του 1918 στη Γερμανία ήταν ιδιαίτερα έντονη σε σχέση με τις ​​διαφορετικές ερμηνείες των γεγονότων στη Ρωσία. Ο Λίμπκνεχτ αναφέρει ότι μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου η πλειοψηφία των στρατιωτών είχε «υποκινηθεί ενάντια στον Μπολσεβικισμό» -Κουν, 2012, σελ. 107. Ο Ρίχαρντ Μίλερ παραθέτει τον Κάουτσκι: «Τα συμβούλια… δεν μπορούν ποτέ να δώσουν νομιμοποίηση στην εξουσία των μαζών με τον ίδιο τρόπο [όπως οι εκλογές στην εθνική συνέλευση]. Γι’ αυτό η [Μπολσεβίκικη] τρομοκρατία κατέστη απαραίτητη» -Κουν, 2012, σελ. 69. Ο Λένιν είχε προειδοποιήσει επανειλημμένα πόσο επικίνδυνος ήταν ο Κάουτσκι ως ιδεολογικός αντίπαλος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έγραψε τη μπροσούρα «Η Προλεταριακή Επανάσταση και ο Αποστάτης Κάουτσκι» -Μπρουέ, 2006, σελ. 121. Ήταν μια υπεράσπιση της σοβιετικής δημοκρατίας ενάντια στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, καθώς και μια πολεμική εναντίον των επιθέσεων του Κάουτσκι στην Μπολσεβίκικη Επανάσταση. Πόσο δυναμικά αντέδρασαν η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ στις επιθέσεις του Κάουτσκι στη Μπολσεβίκικη Επανάσταση; Ολόκληρη η γερμανική πολιτική τάξη, το πολιτικό φάσμα από τον Κάουτσκι μέχρι όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, αριστερά, κεντρώα και δεξιά, μέχρι το καταρρέον γερμανικό αριστοκρατικό κατεστημένο και τη στρατιωτική ελίτ, συνασπίστηκαν ενάντια στον «ιό» των Μπολσεβίκων που εξαπλωνόταν στη Γερμανία. Το μπαράζ προπαγάνδας ήταν ασφυκτικό. Μήπως οι σοβαρές αμφιβολίες της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τη Ρωσική Επανάσταση, όπως εκφράστηκαν στο χειρόγραφό της «Η Ρώσικη Επανάσταση», γραμμένο λίγο πριν την απελευθέρωσή της από τη φυλακή τον Αύγουστο/Σεπτέμβρη του 1918, επηρέασαν την κρίση της για το πώς να απαντήσει στις επιθέσεις; Ο Πάουλ Λέβι την είχε επισκεφτεί στη φυλακή και την έπεισε να μην το δημοσιεύσει -Μπρουέ, 2006, σελ. 123. Βλ. επίσης «Οι Κριτικές της Ρόζα Λούξεμπουργκ για τους Μπολσεβίκους στην Εξουσία», του Κλιφ, 1959. Φυσικά, πρέπει να επιδείξουμε εξαιρετική προσοχή προτού προβούμε σε επιφανειακά εύλογες κρίσεις εκ των υστέρων σχετικά με τη Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ. Ωστόσο, αυτή είναι μία περιοχή που προσφέρεται για θεμιτή έρευνα. Είναι ένα ακόμα παράδειγμα, όπου η αύξηση της ικανότητάς μας να γνωρίζουμε, αυξάνει την ικανότητά μας να δράσουμε: βλ. το σχετικό συμπέρασμα σε αυτό το άρθρο.
54. Κουν, 2012, σελ. 113.
55. Η πολιτική βιογραφία του Γιάτσεκ Κούρον, του πρώην επαναστάτη σοσιαλιστή που έγινε κορυφαίος σύμβουλος του εργατικού κινήματος της Αλληλεγγύης στην Πολωνία κι έπειτα ρεφορμιστής υπουργός Εργασίας στη νέα μετα-σταλινική κυβέρνηση της Αλληλεγγύης, λειτουργεί ως αρνητικό ή αντίστροφο παράδειγμα για το επιχείρημα που αναπτύσσεται εδώ. Βλ. Ζεμπρόφσκι, 2004. Η αποτυχία της Αριστεράς στους χώρους δουλειάς στη διάρκεια της Ιρανικής Επανάστασης επέτρεψε στον Χομεϊνί και τους Ισλαμιστές να γεμίσουν το κενό. Αναποδογύρισαν τα επιχειρήματα του Λένιν και του Γκράμσι. Ο Χομεϊνί εξαπέλυσε μια ιδεολογική επίθεση στο «μαρξισμό» στους χώρους δουλειάς και ενσωμάτωσε με επιτυχία τα αιτήματα των «σόρας» (έμβρυα εργατικών συμβουλίων) στο κοινωνικό πρόγραμμα της «Ισλαμικής» επανάστασης, επιβάλλοντας «Ισλαμικά» σόρας πάνω στα υπάρχοντα. Η αποτυχία της Αριστεράς έδωσε επίσης νομιμοποίηση στην επαναστατική Ισλαμική εκλογική δημοκρατία, με τη συμμετοχή στις εκλογές για το ιρανικό κοινοβούλιο στο μετεπεναστατικό Ιράν να θεωρείται πολύ σοβαρή υπόθεση από την πλειοψηφία του κόσμου. Βλ. Πόγια, 1987, σελ. 123-168.
56. Για τον Γκράμσι η «κοινή λογική» ήταν ιδεολογικά συντηρητική και προκαλούσε παθητικότητα. Βλ. Χάρμαν, 2007, σελ. 109 και Τόμας, 2010, σελ. 16.
57. Αυτή η «ενότητα θεωρίας και πράξης» προωθείται από το επαναστατικό κόμμα και «γίνεται η κρίσιμη τέχνη εντοπισμού, από τη μια, την ορθή θεωρητική μορφή μιας πρακτικής, ικανής να αυξάνει τη δυνατότητα δράσης ή, από την άλλη, την επαρκή πρακτική μορφή μιας θεωρίας, ικανής να αυξάνει την ικανότητα κατανόησης». Μια «αναζωογόνηση ενός Μαρξισμού που πασχίζει να γίνει, για να επικαλεστούμε τον Γκράμσι, “μια εναλλακτική αντίληψη του κόσμου”». Τόμας, 2010, σελ. 383 και σελ. 450-453.


Βιβλιογραφικές αναφορές


Μπάμπερι Κρις, 2007, «Hegemony and Revolutionary Strategy», International Socialism 114 (spring), www.isj.org.uk/?id=306
Μπέχαν Τομ, 2003, «The Resistible Rise of Benito Mussolini» (Bookmarks).
Μπρουέ Πιερ, 2006, «The German Revolution 1917–1923» (Haymarket).
Κλιφ Τόνι, 1959, «Rosa Luxemburg», www.marxists.org/archive/cliff/works/1959/rosalux/index.htm
Κλιφ Τόνι, 1975, «Lenin, volume 1: Building the Party» (Pluto).
Κλιφ Τόνι, 1979, «Lenin, volume 4: The Bolsheviks and World Revolution» (Pluto).
Φιόρι Τζουζέπε, 1990, «Antonio Gramsci, Life of a Revolutionary» (Verso).
Χάρμαν Κρις, 1982, «The Lost Revolution: Germany 1918 to 1923» (Bookmarks).
Χάρμαν Κρις, 1996, «Party and Class» (Bookmarks).
Χάρμαν Κρις, 2007, «Gramsci, the Prison Notebooks and Philosophy», International Socialism 114 (spring), www.isj.org.uk/?id=306
Λένιν, 1968 [1920], “Left-Wing” Communism: An Infantile Disorder (Progressive), www.marxists.org/archive/lenin/works/1920/lwc/ch09.htm
Κουν Γκάμπριελ (ed), 2012, «All Power to the Councils! A Documentary History of the German Revolution» (Merlin).
Νετλ Τζ. Π., 1966, «Rosa Luxemburg», volume 2 (Oxford University Press).
Πόγια Μαριάμ, (alias Elaheh Rostami Povey), 1987, «Iran 1979: Long live Revolution!…Long live Islam?» in Colin Barker (ed), «Revolutionary Rehearsals» (Bookmarks).
Ριντέλ Τζον, 2011, «The Origins of the United Front Policy», International Socialism 130 (spring), www.isj.org.uk/?id=724
Τρούντελ Μέγκαν, 2007, «Gramsci: The Turin Years», International Socialism 114 (spring), www.isj.org.uk/?id=306
Τόμας Πίτερ Ντ., 2010, «The Gramscian Moment: Philosophy, Hegemony and Marxism» (Haymarket).
Ζεμπρόφσκι Άντι, 2004, «Obituary: Jacek Kuron», Socialist Review (July), www.socialistreview.org.uk/article.php?articlenumber=8974
Ζέχετμερ Σεμπάστιαν και Τζον Ρόουζ, 2013, «Germany’s Lost Bolshevik: Paul Levi Revisited», International Socialism 137 (winter), www.isj.org.uk/?id=850

Συντάκτης
Τζον Ρόουζ