Δημήτρης Χριστόπουλος, ΠΟΛΙΣ, 2020 • 232 σελ. • €14,00
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, στο νέο του βιβλίο «Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση», επιχειρεί κάτι πολύ δύσκολο. Καταπιάνεται με ένα ζήτημα ενεργό, που κεντρίζει το πολιτικό ενδιαφέρον και κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο τη στιγμή της έκδοσης. Εξετάζει την προσφυγική συγκυρία εντάσσοντάς την στο ιστορικό της περιβάλλον και στο συγκεκριμένο χωροχρονικό της πλαίσιο. Με αυτό τον τρόπο, χωρίς προαποφασισμένες βεβαιότητες και απόλυτες αλήθειες, καταφέρνει να προσεγγίσει το προσφυγικό ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις, με στόχο όχι την εξεύρεση έτοιμων λύσεων, αλλά την κατανόηση ενός σύνθετου φαινομένου.
Σημαντική επιτυχία του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας δεν αποστασιοποιείται από τον αναγνώστη. Δεν απευθύνεται σε ειδικά ακροατήρια. Αντίθετα προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα, που γεννιούνται μέσα στην ίδια την κοινωνία, προσφέροντας επιχειρήματα και γνώσεις σε μια δύσκολη συζήτηση. Η παραβολική αναπαράσταση του πρόσφυγα, του μετανάστη και του κράτους-υποδοχέα στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αντικατοπτρίζει την πρόθεση του Δημήτρη Χριστόπουλου να διαλευκάνει συγκεχυμένες έννοιες με τρόπο απλό, σε καμία περίπτωση όμως απλοϊκό. Μέσω αυτής της διαδικασίας αναδεικνύει την κομβικότητα των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών στον ελληνικό εδαφικό χώρο, αντιμετωπίζοντάς τες όχι ως ένα σύγχρονο πρόβλημα που απαιτεί λύσεις, αλλά ως ένα διαχρονικό φαινόμενο που χρειάζεται κατανόηση.
Καταρρίπτοντας τα εθνοκεντρικά αφηγήματα περί αυτοχθονισμού και προαιώνιου ελληνισμού, εστιάζει στην Ελλάδα ως χώρα διέλευσης στην οποία ανέκαθεν υπήρχαν μετακινήσεις πληθυσμών. Αναφέρεται στις αναπαραστάσεις του προσφυγικού υποκειμένου είτε υπό το πρίσμα του φόβου, είτε της θυματοποίησης και διαφοροποιείται τονίζοντας ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεν είναι άβουλα όντα, αλλά άνθρωποι με τα καλά τους και τα κακά τους. Άνθρωποι που συχνά δαιμονοποιούνται με μια ρατσιστική οπτική από τους γηγενείς πληθυσμούς -και μάλιστα από χαμηλότερα ταξικά στρώματα- ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού που γεννά ο σύγχρονος καπιταλισμός. Κάπως έτσι το βιβλίο φτάνει στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90 και της μαζικής εισόδου Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα.
Στη συγκεκριμένη δεκαετία σημειώνεται μια ολική μεταβολή της αντίληψης περί πολυπολιτισμικότητας, καθώς η Ελλάδα μετατρέπεται από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Όπως τονίζει ο συγγραφέας, «η παράνομη είσοδος μεταναστών, λειτουργούσε ως αποκλειστική προϋπόθεση ένταξης στην αγορά εργασίας», και ο ελληνικός καπιταλισμός, ενώ φαινομενικά αντιτασσόταν στις μεταναστευτικές ροές, πρακτικά ωφελούνταν από τα φθηνά και ανασφάλιστα εργατικά χέρια. Οι μετανάστες, λοιπόν, αποτελούσαν έναν παράλληλο κόσμο μέσα στον πραγματικό, με μόνη συνθήκη επιβίωσης την αφομοίωση σε βάθος χρόνου. Την απεμπόληση, δηλαδή, της ταυτότητας που μπορεί να φέρει ο μετανάστης και την υιοθέτηση των εγχώριων ιδανικών.
Εδώ, όμως, ο Δημήτρης Χριστόπουλος εντοπίζει την αντίφαση του ελληνικού αφομοιωτικού μοντέλου, που από τη μία βλέπει την αφομοίωση ως μονόδρομο και από την άλλη αρνείται την ιδιότητα του πολίτη σε όσους επιδιώκουν να συμπεριληφθούν στην ελληνική «κανονικότητα». Σκιαγραφεί τη διαδρομή του ανύπαρκτου και υπαρκτού μεταναστευτικού νομοθετικού πλαισίου τις δεκαετίες των μαζικών εισροών Αλβανών μεταναστών, αναδεικνύοντας την απροθυμία και τη βραδύτητα κινήσεων εκ μέρους της ελληνικής Πολιτείας στην κατεύθυνση της διαχείρισης ενός ζητήματος που αντιμετωπίστηκε με την παραχώρηση υπέρμετρων εξουσιών στην αστυνομία, αντί της οργάνωσης και της επάρκειας του κράτους σε αρμόδιους φορείς και δομές. Όλα τα παραπάνω βέβαια εξυπηρετούσαν τον ελληνικό καπιταλισμό, που μέχρι το 2004 είχε ανάγκη από φτωχό και ανασφάλιστο εργατικό δυναμικό. Σύμφωνα με τον Χριστόπουλο η πρώτη θεσμική κίνηση σε θετική κατεύθυνση υπήρξε ο νόμος Ραγκούση το 2010 περί ιθαγένειας, ο οποίος όμως κρίθηκε αντισυνταγματικός από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το βιβλίο δεν εστιάζει όμως μόνο στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά και την ευρωπαϊκή. Αποδομεί το περιεχόμενο της συνθήκης του Δουβλίνου τονίζοντας ότι λειτούργησε στην κατεύθυνση της θωράκισης του ευρωπαϊκού Βορρά και της καταστρατήγησης βασικών κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, όπως είναι η αρχή της μη επαναπροώθησης των προσφύγων. Παρ’ όλα αυτά ο συγγραφέας τονίζει ότι στην πραγματικότητα η συνθήκη δεν επιβάρυνε με πραγματικούς όρους το ελληνικό κράτος, καθώς το τελευταίο κρίθηκε το 2011 μη ασφαλής χώρα για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, γεγονός που απέτρεψε επαναπροωθήσεις στην Ελλάδα και που με ανορθόδοξους όρους αξιοποιήθηκε ως «ελληνική επιτυχία» από τις επίσημες Αρχές, που δεν επιθυμούσαν την αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών στην Ελλάδα.
Η παραπάνω κατάσταση αναδεικνύει ότι πλέον και η Ελλάδα έχει εισέλθει στην ασφαλειοποίηση (securitization) της μεταναστευτικής πολιτικής, στην αντιμετώπιση δηλαδή του μεταναστευτικού ως ζητήματος ασφαλείας, στο οποίο εμφανίζονται απάνθρωπα κέντρα κράτησης, αστυνομικές επιχειρήσεις τύπου «Ξένιος Δίας», αλλά και καταδίκες σε διεθνή δικαστήρια. Ο φράχτης, οι πολιτικές αποτροπής και η εξοικείωση με την εικόνα εξαθλιωμένων προσφύγων είναι κατορθώματα της κυβέρνησης Σαμαρά, τα οποία έδωσαν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη του κρατικού και παρακρατικού ρατσισμού. Εντός αυτού του πλαισίου το βιβλίο φτάνει στο πολύ δύσκολο καλοκαίρι του 2015. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος αναγνωρίζει ότι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε η ρητορική απέναντι στους πρόσφυγες, όμως το πράγμα τελείωσε εκεί.
Στο βιβλίο γίνεται εκτενής αναφορά στους αριθμούς προσφύγων, που προσέγγισαν τα ελληνικά παράλια εκείνους τους μήνες, καθώς και στις ανεπάρκειες του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στις ανάγκες της περιόδου. Περιγράφονται οι τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάστηκαν να ζήσουν και ζουν χιλιάδες άνθρωποι είτε στη νησιωτική, είτε στην υπόλοιπη χώρα, την ίδια στιγμή που οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν επεδίωξαν να ξεπεράσουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και να διευκολύνουν την κατάσταση. Έτσι λοιπόν η ασφυκτική πίεση των νησιών πέρασε στην ενδοχώρα και η κατάσταση έγινε οριακή. Όλα αυτά σε μια περίοδο που η ΕΕ προωθούσε το λεγόμενο «externalization», την εδαφική μεταφορά των συνοριακών και πληθυσμιακών ελέγχων έξω από τα σύνορα των κρατών στα οποία κατευθύνονται οι άνθρωποι.
Κάπως έτσι η ΕΕ άσκησε σφοδρή κριτική στην Ελλάδα και στη συνέχεια με τις ευλογίες της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην περίφημη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, που έμελλε να αλλάξει ριζικά την κατάσταση στο προσφυγικό. Πρόκειται για μια Συμφωνία η οποία μετέτρεπε την Ελλάδα από χώρα διέλευσης σε χώρα εγκλωβισμού χιλιάδων προσφύγων και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δημήτρης Χριστόπουλος «όσοι ψέλλιζαν τότε ότι μεσοπρόθεσμα το ανακοινωθέν θα είχε αντίστροφα αποτελέσματα, καταστροφικά για την κοινωνική συνοχή στη χώρα, καθώς με μαθηματική βεβαιότητα θα οδηγούσε στον εγκλωβισμό πάρα πολλών ανθρώπων, αντιμετωπίζονταν ως Κασσάνδρες». Κι όμως, όπως τονίζεται στο βιβλίο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε ως νίκη την επίτευξη της Συμφωνίας την ίδια στιγμή που οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ «έτριβαν τα χέρια τους καθώς για πρώτη φορά μπορούσαν να πουν στα φοβισμένα εθνικά τους ακροατήρια ότι οι ροές έχουν σταματήσει».
Το βιβλίο ασκεί όμως σφοδρή κριτική και στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για τις μεθοδεύσεις της επί του προσφυγικού ζητήματος, με την αρχική κατάργηση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και την ενσωμάτωσή του στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, αλλά και τη μετέπειτα επανασύστασή του ως αυτόνομο χαρτοφυλάκιο ως «μια έμπρακτη και ομολογημένη ένδειξη μεταμέλειας». Πολύ περισσότερο όμως κατακρίνει την περίφημη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία εκδόθηκε λίγες μόλις ημέρες πριν την έκδοση του βιβλίου, σύμφωνα με την οποία αναστελλόταν η υποβολή αιτήσεων χορήγησης ασύλου για άτομα που εισέρχονταν παράνομα στη χώρα, καταστρατηγώντας τόσο το ευρωπαϊκό όσο και το διεθνές δίκαιο.
Απέναντι σε όλα τα παραπάνω ο Δημήτρης Χριστόπουλος προτάσσει τη συμφιλίωση με την πραγματικότητα και την υπέρβασή της ως το μονόδρομο της ενσωμάτωσης. Παρότι το βιβλίο εξετάζει το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα από ακαδημαϊκή-θεσμική σκοπιά και όχι υπό την οπτική των κινημάτων και των συλλογικών φορέων, θέτει επί τάπητος πολύ σημαντικά ζητήματα, όπως η ανάπτυξη των απαραίτητων κοινωνικών παροχών και η πρόσβαση των προσφύγων-μεταναστών στην υγεία, την εκπαίδευση και την απασχόληση.
Μέσα από την καταπολέμηση των ανισοτήτων οι μετανάστες-πρόσφυγες αποκτούν ορατότητα και μπορούν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης χωρίς μίσος, φτώχεια και ρατσισμό. Άλλωστε όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο: «είτε φύγουν, είτε όχι, είτε φύγουν σε πέντε μήνες είτε σε πέντε χρόνια, όσο οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται εδώ, δεν γίνεται να εξαϋλωθούν». Αν και κάποιοι ενδεχομένως να το ήθελαν, το βιβλίο δείχνει το δρόμο να μην τους αφήσουμε.