Δημήτρης Πέττας, Εκδόσεις των συναδέλφων, 2018 • 200 σελ. • €13,00
τεύχος
Η συζήτηση για το δηµόσιο χώρο απασχολεί έντονα, µέχρι και σήµερα, θεωρητικούς πολεοδόµους, γεωγράφους, κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους, τον πολεοδοµικό και αστικό σχεδιασµό, τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, τις κρατικές και αυτοδιοικητικές αρχές, καθώς και κινήµατα πόλης και πολιτικές συλλογικότητες. Η θεωρητική συζήτηση αυτή έχει διαχρονικά υιοθετήσει διαφορετικές οπτικές· από την τεχνική σκοπιά σχεδιασµού του δηµόσιου χώρου, τις συµβολικές του διαστάσεις, τη σχέση του µε την κοινωνική ζωή και την καθηµερινότητα, τη δηµόσια σφαίρα και τις διαστάσεις του δηµόσιου-ιδιωτικού, τις διαδικασίες αποκλεισµού και διαχωρισµού και το ρόλο του σε ευρύτερες οικονοµικές αναπροσαρµογές. Στο βιβλίο του «Δηµόσιος χώρος, πόλη και εξουσία», που εκδόθηκε το 2018 από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων, ο Δηµήτρης Πέττας καταπιάνεται µε το πολυδιάστατο αυτό θέµα, διαβάζοντάς το από την οπτική του πλέγµατος των σχέσεων εξουσίας, µέσω µιας ενδελεχούς βιβλιογραφικής επισκόπησης και επιστηµονικής ανάλυσης. Η σε βάθος θεωρητική συζήτηση του βιβλίου ανατροφοδοτείται συνεχώς από παρατηρήσεις και συµπεράσµατα, που προκύπτουν από ποιοτική έρευνα πεδίου, που υλοποίησε ο συγγραφέας σε τρεις πλατείες της κεντρικής Αθήνας. Ταυτόχρονα, τα παραπάνω διατρέχονται από µια σαφή πολιτική στάση στην οποία ο Δηµήτρης Πέττας παραµένει πιστός από την αρχή έως το τέλος του έργου του. Όπως αναφέρει:
«…ο δηµόσιος χώρος δεν µπορεί να προσεγγιστεί αποκοµµένος από ευρύτερες κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτιστικές διαδικασίες, οι οποίες διαµορφώνουν τις συνθήκες των σύγχρονων πόλεων. Επιπλέον, για όσους στοχάζονται πάνω σε ζητήµατα πόλης από µια κριτική σκοπιά, οι διαδικασίες αυτές είναι αποτέλεσµα σχέσεων εξουσίας και κυριαρχίας, σχέσεων που αναπτύσσονται σε διάφορα επίπεδα και κλίµακες και περιλαµβάνουν ένα πλήθος αστικών παραγόντων, οι οποίοι µε τη σειρά τους εκφράζουν διαφορετικές µνήµες, αφηγήσεις και επιδιώξεις και χρήσεις του χώρου».
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Δηµήτρης Πέττας καταπιάνεται µε µια ανάλυση για τη γενεαλογία του δηµόσιου χώρου, µε αναφορές που ξεκινούν από το ασιατικό γαιοκτητικό σύστηµα, την αρχαία ελληνική πόλη-κράτος, τη φεουδαρχία και το µεσαίωνα, την πρωτοκαπιταλιστική περίοδο, µέχρι τον βιοµηχανικό καπιταλισµό και τον µεταφορντισµό. Αναφορικά µε την παραγωγή του δηµόσιου χώρου, διαχρονικά και µέχρι σήµερα, ο Δηµήτρης Πέττας διακρίνει δύο βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις, τις οποίες –άµεσα ή έµµεσα– συγκρίνει και σε όλη την έκταση του βιβλίου. Η πρώτη είναι αυτή που µπορεί να περιγραφεί ως «κριτική αστική θεωρία» και στηρίζεται κυρίως στο έργο του γάλλου µαρξιστή κοινωνιολόγου Henri Lefebvre, σύµφωνα µε τον οποίο «ο χώρος είναι το προϊόν των κοινωνικών σχέσεων οι οποίες τον διαµορφώνουν, αλλά ταυτόχρονα ο ίδιος χώρος παρεµβάλλεται στην αναπαραγωγή των εκάστοτε κοινωνικών και οικονοµικών σχέσεων». Παρουσιάζεται και σχολιάζεται η τριπλή κατά τον Lefebvre ανάλυση της παραγωγής του χώρου ως χωρική πρακτική, αναπαραστάσεις του χώρου και χώροι της αναπαράστασης και γίνονται αναφορές για τις συνδέσεις του έργου του µε µια µαρξιστική ανάλυση για την εξουσία. Η δεύτερη προσέγγιση, που διακρίνει ο Δηµήτρης Πέττας, είναι η µεταµοντέρνα και µεταδοµιστική θεωρία η οποία αντλεί έννοιες και εργαλεία από το έργο των Gilles Deleuze, Felix Guattari και Michel Foucault. Με βάση αυτή, δίνεται έµφαση όχι τόσο στα κοινωνικά υποκείµενα και στις µεταξύ τους σχέσεις, αλλά περισσότερο σε συνθήκες, συστήµατα και ροές, που θεωρείται ότι κατέχουν σηµαντικό ρόλο από µόνα τους στην παραγωγή του δηµόσιου χώρου. Στην προσέγγιση αυτή αναδύονται έννοιες που απασχολούν σε όλο το βιβλίο, όπως αυτές της «επικράτειας», της «απεδαφικοποίησης»/«επανεδαφικοποίησης» και της «συνάθροισης». Παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω θεωρητικοί δεν είναι γεωγράφοι ή κοινωνιολόγοι της πόλης, ο Δηµήτρης Πέττας εντοπίζει κρίσιµες συνάφειες του έργου τους µε τις πολλαπλές διαστάσεις του δηµόσιου χώρου και το αξιοποιεί ιδιαίτερα στην ανάλυση των εµπειρικών ερευνητικών του αποτελεσµάτων για τις πλατείες στην πόλη της Αθήνας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου µε τίτλο «Σχέσεις εξουσίας» και µε βασική αναφορά στο έργο του Foucault, ο Δηµήτρης Πέττας απορρίπτει µια προσέγγιση της εξουσίας που στηρίζεται στο δίπολο εξουσιαστή-εξουσιαζόµενου. Απορρίπτει επίσης και την ύπαρξη µίας και µοναδικής εξουσίας, που δύναται να τεθεί υπό την κατοχή ενός ατόµου, µιας οµάδας ή µίας τάξης, υποστηρίζοντας τον κρίσιµο ρόλο ποικίλων θεσµών που παρουσιάζονται ως ανεξάρτητοι από την πολιτική εξουσία χωρίς να είναι. Επιπλέον, επιχειρηµατολογεί πως σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σχέσεων εξουσίας, οι δύο παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις παραπέµπουν σε διαφορετικές εστιάσεις της ανάλυσης: Η «κριτική αστική θεωρία» επικεντρώνεται «στα υποκείµενα και τις διαλεκτικές µεταξύ τους σχέσεις, το κράτος, τις αντιτιθέµενες τάξεις», µε τις σχέσεις εξουσίας να αναδύονται στα πλαίσια µιας ευρύτερης στρατηγικής οικονοµικής παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής, ενώ η µεταµοντέρνα προσέγγιση επικεντρώνεται στα συστήµατα και τις λειτουργίες, µε την παραγωγή του χώρου να µην αποτελεί πάντα µέρος µιας ευρύτερης στρατηγικής των κυρίαρχων δυνάµεων και του κράτους, αλλά να εξαρτάται και από άλλους παράγοντες (π.χ. πολιτισµικούς, συµβολικούς, εθνοτικούς κ.ά.). Προσκείµενος, άµεσα ή έµµεσα, πιο φιλικά στη δεύτερη προσέγγιση, ο συγγραφέας επιχειρεί να στοιχειοθετήσει, µεταξύ άλλων, ένα µεθοδολογικό εργαλείο που θα του επιτρέψει µια σε βάθος ανάλυση των σχέσεων εξουσίας στους χώρους που µελετάει, ξεπερνώντας κυρίαρχα, σύµφωνα µε αυτόν, δίπολα στην ανάγνωση του δηµόσιου χώρου.
Ο συγγραφέας επισηµαίνει πως η ανάπτυξη σχέσεων εξουσίας στο δηµόσιο χώρο δεν συνεπάγεται πάντα εµφανείς κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά τις περισσότερες φορές την εδραίωση συνθηκών αποκλεισµού και διαχωρισµού. Μπορεί, για παράδειγµα, σε µια πλατεία ή ένα πάρκο µιας πόλης να µην αναπτύσσονται κινήµατα διεκδίκησης του χώρου από διαφορετικές οµάδες, παρ’ όλα αυτά «σιωπηρά» να αποκλείονται οµάδες ανθρώπων συγκεκριµένων χαρακτηριστικών (εθνοτικών, εισοδηµατικών, έµφυλων κλπ). Η έννοια του χωρο-κοινωνικού διαχωρισµού έχει απασχολήσει την κλασσική επιστήµη της κοινωνικής γεωγραφίας ήδη από τη Σχολή του Σικάγου των αρχών του προηγούµενου αιώνα µέχρι και σήµερα. Στις κλασσικές σπουδές του διαχωρισµού, η επικέντρωση γίνεται γύρω από τους οικονοµικούς και εθνοτικούς παράγοντες, που καθορίζουν τον διαχωρισµό µε βάση την περιοχή κατοικίας στις πόλεις, τη χωρική απόσταση δηλαδή µεταξύ διαφορετικών οµάδων, τον γνωστό ως «στεγαστικό διαχωρισµό» ο οποίος βέβαια αντανακλά τις οικονοµικές και κοινωνικές ανισότητες στον αστικό χώρο. Ο Δηµήτρης Πέττας, ξεφεύγοντας από µια κλασσικού τύπου κοινωνικο-οικονοµική ανάλυση για τον στεγαστικό διαχωρισµό, επισηµαίνει και αναλύει 4 σηµαντικούς διαχωριστικούς µηχανισµούς που επιδρούν στον δηµόσιο χώρο: α) την καταστολή και την επιτήρηση, β) τον αποκλεισµό, γ) τον διαχωρισµό µε κριτήριο την καταναλωτική ισχύ και τον αποκλεισµό µέσω επιλογής συγκεκριµένων επιτρεπόµενων χρήσεων και δραστηριοτήτων και δ) τη συνειδητή περιχαράκωση. Η ανάλυση αυτή αποτελεί χρήσιµο εργαλείο στην έρευνα γύρω από τα ζητήµατα διαχωρισµού, που συµπληρώνει τις παραδοσιακές προσεγγίσεις και διευρύνει το φάσµα των χωρικών πεδίων προς διερεύνηση.
Στο επόµενο κεφάλαιο του βιβλίου γίνεται µια αναλυτική περιγραφή των συνδέσεων µεταξύ δηµόσιου χώρου και συλλογικών διεκδικήσεων. Σε αυτό, ο Δηµήτρης Πέττας συζητάει τα κοινωνικά κινήµατα (και ειδικά αυτά που συνδέονται µε συγκεκριµένους δηµόσιους χώρους, όπως την Αραβική Άνοιξη ή τα κινήµατα Occupy) και τα κινήµατα πόλης, µε σκοπό να τα ορίσει και να τα διαχωρίσει. Με δεδοµένη την παραδοχή ότι το αστικό περιβάλλον αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο διεξαγωγής της ταξικής πάλης και µε αναφορές (µεταξύ άλλων) στο «δικαίωµα στην πόλη» και πιο συγκεκριµένα το «δικαίωµα στην πόλη –έργο» του Lefebvre, ο συγγραφέας ξετυλίγει µια ανάλυση που στόχο έχει να καθορίσει τα κριτήρια για την ένταξη ενός κινήµατος σε αυτό που αποκαλείται «κίνηµα πόλης». Καταλήγει προτείνοντας 7 τέτοια κριτήρια: 1) Τη σύνδεση των συνθηκών του αστικού περιβάλλοντος µε ευρύτερες οικονοµικές και κοινωνικές συνθήκες στο λόγο του κινήµατος, 2) τη χωρικά περιορισµένη (συνήθως τοπική) κλίµακα δράσης, 3) την υιοθέτηση άµεσων στόχων, 4) την ανάπτυξη συλλογικής ταυτότητας, 5) την υιοθέτηση του «προτάγµατος της αυτονοµίας» ως µιας διαδικασίας ρήξεων µε την κυρίαρχη αφήγηση και τις κυρίαρχες πρακτικές, 6) την ανάπτυξη των κινηµάτων πόλης εκτός των νοµικά θεσµισµένων δοµών και µηχανισµών του κράτους και 7) την πρόθεση δηµιουργίας «ετεροτοπιών» µέσω της έκφρασης συλλογικών ταυτοτήτων και ετεροτήτων που έρχονται σε ρήξη µε τις κυρίαρχες. Τα κριτήρια αυτά, κατά τον συγγραφέα, οφείλουν να χαρακτηρίζουν ένα «κίνηµα πόλης» για να οριστεί ως τέτοιο και καταλήγει σε αυτά, µέσω µιας επιστηµονικής ανάλυσης µε συγκεκριµένες αναφορές που υποδηλώνουν ταυτόχρονα και πολιτική στάση. Όπως σωστά επισηµαίνει ο συγγραφέας, ενώ είναι κρίσιµη, και κατά την άποψή µας, η αναγκαιότητα «σύνδεσης των συνθηκών του αστικού περιβάλλοντος µε ευρύτερες οικονοµικές και κοινωνικές συνθήκες στο λόγο του κινήµατος», συχνά η σύνδεση αυτή δεν χαρακτηρίζει το λόγο των κινηµάτων πόλης, αλλά αποφεύγεται ως αντιθετική µε τη στόχευση της συγκεκριµενοποιηµένης και αποτελεσµατικής δράσης. Επιπλέον, συχνά τα «κινήµατα πόλης» συνδιαλέγονται µε θεσµούς του κράτους όπως η τοπική αυτοδιοίκηση ή πολιτικές δηµόσιας διαβούλευσης κ.ά., προσπαθώντας να προωθήσουν τις συγκεκριµένες διεκδικήσεις τους, ακριβώς επειδή προηγουµένως είχαν αποφύγει τις συνδέσεις µε ευρύτερες πολιτικές ανατρεπτικές κατευθύνσεις. Επίσης, χρειάζεται να σηµειωθεί µια κριτική στην άποψη του συγγραφέα ότι από τα «κινήµατα πόλης» οφείλουν να απουσιάζουν µορφές «ευρύτερων νοµικά θεσµισµένων µηχανισµών, όπως πολιτικά κόµµατα» –ένα κριτήριο που υποδηλώνει συγκεκριµένη πολιτική στάση αναφορικά µε τη γνωστή συζήτηση περί «αυτονοµίας των κινηµάτων». Την ίδια στιγµή ο Δηµήτρης Πέττας αναγνωρίζει την αναγκαιότητα δηµιουργίας µηχανισµών οργάνωσης και λήψης αποφάσεων εκ µέρους των «κινηµάτων πόλης».
Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στις οικονοµικές διαστάσεις του δηµόσιου χώρου, στη σηµασία του στις διαδικασίες κίνησης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου και προσδιορίζει τον ρόλο του δηµόσιου χώρου στις συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης, µε κύριες αναφορές στο έργο του David Harvey και στις έννοιες της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας του Karl Marx. Παρουσιάζονται οι τρόποι µε τους οποίους κατά τον 20ό αιώνα µεταβλήθηκαν οι συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης, µε επικέντρωση αφενός στις αρχές του φορντισµού και τεϊλορισµού στην παραγωγή και αφετέρου του µεταφορντισµού και του καθεστώτος «ευέλικτης οικονοµικής συσσώρευσης». Αναδεικνύεται το γεγονός πως ο αστικός σχεδιασµός έχει µετατραπεί σε ένα εργαλείο οργάνωσης των διαδικασιών παραγωγής και κατανάλωσης, οι αρχές χωρικής ανάπτυξης συνδέονται µε τους µηχανισµούς συσσώρευσης κεφαλαίου και οι πολιτικές αναβάθµισης του αστικού περιβάλλοντος και του δηµόσιου χώρου εξαρτώνται άµεσα από την προσέλκυση επενδύσεων, µέσω πολιτικών «city marketing». Το κεφάλαιο αυτό αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα χρήσιµο εργαλείο σε µια περίοδο που, ειδικά στην Ελλάδα της κρίσης, η εκµετάλλευση µεγάλων δηµόσιων χώρων της Αθήνας και άλλων πόλεων βρέθηκε στο επίκεντρο πολιτικών και σχεδιασµών µε στόχο την προσέλκυση επενδύσεων στην κατεύθυνση της «ανάπτυξης», και δηµόσια έργα και δηµόσιοι χώροι σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν µέσω µεγάλων «χορηγών».
Στο πέµπτο κεφάλαιο ο Δηµήτρης Πέττας αναλύει την παράµετρο του χρόνου και τους τρόπους µε τους οποίους συµβάλλει στις οικονοµικές διαδικασίες, στην κοινωνική αναπαραγωγή, στις συνδέσεις του µε τον αστικό χώρο και εντέλει στον δηµόσιο χώρο. Διακρίνει τέσσερις διαστάσεις αυτού που ονοµάζει «αστικός χρόνος»: τον χρόνο οικονοµικής παραγωγής και κατανάλωσης και τον χρόνο κοινωνικής αναπαραγωγής, τον ιστορικό χρόνο, τον χρόνο µεταβολής των συνθηκών του αστικού δοµηµένου περιβάλλοντος και τον ατοµικό χρόνο. Συζητάει το ρόλο συγκεκριµένων δηµόσιων χώρων και ειδικότερα των δρόµων και των ανοιχτών δηµόσιων χώρων ως πεδία του αστικού χρόνου αλληλεξαρτώµενα από τις µεταλλαγές των κυρίαρχων µοντέλων καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που αντλεί από την ιδιαίτερα αξιόλογη ερευνητική δουλειά στο πεδίο της πόλης της Αθήνας, ο Δηµήτρης Πέττας αναφέρεται στους τρόπους µε τους οποίους πλέγµατα σχέσεων εξουσίας επέδρασαν στη διαµόρφωση της καθηµερινότητας τριών δηµόσιων χώρων: την πλατεία Εξαρχείων, Αγίου Παντελεήµονα και Συντάγµατος. Εξετάζει σχέσεις εξουσίας τόσο µεταξύ συλλογικών υποκειµένων και θεσµικών µηχανισµών, όσο και µεταξύ διαφορετικών «εδαφικών παραγωγών», δηλαδή διαφοροποιηµένων χωρο-κοινωνικών «επικρατειών». Για την πλατεία Εξαρχείων συζητούνται και αναλύονται οι διαφορετικές χρήσεις της εκ µέρους διαφορετικών οµάδων και συγκεκριµένα των πολιτικών συλλογικοτήτων από τη µία πλευρά και των χρηστών ναρκωτικών από την άλλη. Αναλύονται οι δυο αυτές διαφορετικές «εδαφικές παραγωγές», παραγωγές χώρων και καθηµερινών κοινωνικών σχέσεων και επιχειρηµατολογείται πως εµφανίζονται τόσο «εδαφικές παραγωγές αποκλεισµού» όσο και «εδαφικές παραγωγές ένταξης», οι οποίες βρίσκονται σε διαρκή καθηµερινή σύγκρουση. Στην περίπτωση της πλατείας του Αγ. Παντελεήµονα συζητιούνται οι συγκρούσεις που αναπτύχθηκαν από το 2008 και µετά, µεταξύ του «κινήµατος απόρριψης» και του «κινήµατος υποστήριξης» των µεταναστών. Οι δράσεις της τοπικής Επιτροπής Κατοίκων Αγ. Παντελεήµονα σε συντονισµό µε τη νεοναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής αναλύονται ως «εδαφικές παραγωγές αποκλεισµού» των µεταναστών. Αντιθετικές «εδαφικές παραγωγές ένταξης» αναπτύχθηκαν από πρωτοβουλίες κατοίκων και πολιτικές και αντιρατσιστικές συλλογικότητες της ευρύτερης περιοχής. Έτσι, στη συγκεκριµένη περίπτωση ο δηµόσιος χώρος δεν αποτέλεσε το διακύβευµα της σύγκρουσης, αλλά το πεδίο της δράσης του «κινήµατος απόρριψης» και το υπόβαθρο παραγωγής και αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας. Σε ό,τι αφορα την πλατεία Συντάγµατος, ως «τελετουργικός» δηµόσιος χώρος και χώρος οικονοµικών και διοικητικών λειτουργιών, αποδίδεται µε τον όρο «δηµόσιος χώρος-αρένα» και διαχωρίζεται από τις προηγούµενες περιπτώσεις ως προς τη λειτουργία της, αλλά και τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται σε αυτήν.
Κλείνοντας, ο Δηµήτρης Πέττας σχολιάζει την «ανθεκτικότητα» των παραπάνω εδαφικών παραγωγών, βάσει της παραµέτρου του χρόνου και των ρυθµών. Επιπλέον, µε βάση τα κριτήρια ορισµού των «κινηµάτων πόλης», διερευνά ποια από τα κινήµατα που εµφανίζονται στις πλατείες της έρευνάς του βρίσκονται εντός ή πλησίον µίας αντίστοιχης κατηγοριοποίησης. Σχολιάζει και ασκεί κριτική στα κινήµατα και τις δράσεις που προέρχονται από τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, τις οργανώσεις και επιτροπές κατοίκων µε αναφορές στην Αριστερά και την επιτροπή κατοίκων Αγ. Παντελεήµονα, µε διαφορετικούς όρους κάθε φορά. Εντοπίζει πως, ενώ τα κινήµατα που διερεύνησε, δεν πληρούν όλα τα κριτήρια για τον χαρακτηρισµό τους ως «κινήµατα πόλης», συνήθως δρουν ή συγκροτούνται ως τέτοια. Επισηµαίνει ότι η «επιτυχία» ή η «αποτυχία» των κινηµάτων αυτών έγκειται σε µεγάλο βαθµό στη συστηµατικότητα της χωρικής τους παρουσίας και της διεκδίκησης της καθηµερινής τους επικράτειας, συµπέρασµα ιδιαίτερα κρίσιµο για κάθε είδους κίνηµα, παρέµβαση και οµάδα που στοχεύει σε σχετικά χωρο-κοινωνικά ζητήµατα σήµερα. Συνολικά, η προσέγγιση του Δηµήτρη Πέττα, που συνδέει τη θεωρία µε την πολιτική, αλλά και την καθηµερινή βιωµένη εµπειρία, αναδεικνύει το βιβλίο του όχι µόνο ως ένα κρίσιµο ανάγνωσµα για την επιστηµονική και ερευνητική κοινότητα, αλλά και ένα σηµαντικό πολιτικό εργαλείο στα χέρια των κοινωνικών κινηµάτων και των κινηµάτων πόλης και γειτονιάς. Άλλωστε, όπως ο ίδιος σηµειώνει, «το τι είδους πόλεις και δηµόσιους χώρους θέλουµε, σχετίζεται άµεσα µε το τι είδους κοινωνία θέλουµε».