Δημήτρης Ψαρράς, ΠΟΛΙΣ, 2020 • 216 σελ. • €14,00
Φτάνοντας στην επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, θα ανοίξει ξανά η συζήτηση για το χαρακτήρα αυτής της επανάστασης, που (μέσα από τις περιπέτειές της και μετά την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων εκείνης της εποχής) κατέληξε στην ίδρυση του ελληνικού κράτους. Του πρώτου χρονικά εθνικού κράτους, που ιδρύθηκε στα Βαλκάνια μέσα από τη διαλυτική κρίση της κάποτε πανίσχυρης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κυρίαρχη τάξη μέσα σε αυτό το κράτος, η σύγχρονη ελληνική αστική τάξη, έχει αρκετά «αγκάθια» να αντιμετωπίζει προκειμένου να διαμορφώνει την κυρίαρχη «αφήγηση» για το 1821, ώστε να ταιριάζει με τις ιδεολογικές και πολιτικές ανάγκες της σε κάθε περίοδο.
Έτσι η κυρίαρχη ιστορική αφήγηση υπήρξε… εναλλασσόμενη. Στην πρώιμη περίοδο συγκρότησης του ελληνικού αστισμού -μέχρι, περίπου, τις αρχές του 20ού αιώνα- όταν η βασική ανάγκη ήταν ο διαχωρισμός από το παρελθόν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σύμπλευση με τη γραμμή των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στο Ανατολικό Ζήτημα, το ελληνικό κράτος προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί κυρίως ως «κληρονόμος» της αρχαίας Ελλάδας, ενώ το Βυζάντιο απωθείται ως μια περίοδος «σκοτεινών χρόνων». Με την εκρηκτική ανάπτυξη του ελληνικού εθνικισμού, που συνοψίζει η επεκτατική στρατηγική της Μεγάλης Ιδέας, επανέρχεται η αναφορά στην κληρονομιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που νομιμοποιεί τη διεκδίκηση των «αλύτρωτων πατρίδων», τη διεκδίκηση της «ελληνικότητας» εδαφών και πληθυσμών που βρίσκονταν «εγκλωβισμένοι» εντός των συνόρων του τουρκικού κράτους ή των άλλων εθνικών κρατών, που στο μεταξύ είχαν ιδρυθεί στα Βαλκάνια (Β. Ήπειρος, Μακεδονία, Αν. Ρωμυλία, Αν. Θράκη, Μ. Ασία κ.ο.κ.). Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αστικός εκσυγχρονισμός παραιτείται από τις περαιτέρω διεκδικήσεις εδαφών και πληθυσμών, αρχίζει να απαιτεί την αναγνώριση και τη σταθερότητα των συνόρων και διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία κυρίως μέσα από την οικονομική και διπλωματική υπεροχή έναντι των ανταγωνιστών του. Η Ακαδημία των Αθηνών και η κυρίαρχη ιστοριογραφία αρχίζουν την προσπάθεια για να κλείσουν το ιδεολογικό δίλημμα αναφοράς στην Ανατολή ή στη Δύση, να παντρέψουν την κλασσική αρχαιότητα με την παράδοση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε ένα νέο συνεκτικό αφήγημα. Σε αυτή τη στροφή, οι «εξτρεμισμοί» της Μεγάλης Ιδέας δεν αποκηρύσσονται: γενιές ελληνοπαίδων «διαπλάστηκαν» τραγουδώντας το «Σκέπασε, μάνα, σκέπασε…» και η Εκκλησία της Ελλάδας, μαζί με την ακροδεξιά, εξακολουθούσε να δηλώνει ότι πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι η Κωνσταντινούπολη.
Σε όλες αυτές τις εκδοχές το ζήτημα του χαρακτήρα της επανάστασης του 1821 συσκοτίζεται τεχνηέντως. Ποιοι ήταν οι επαναστάτες, ποιες οι οργανώσεις τους, ποιο το πρόγραμμά τους; Τι από τις επιδιώξεις τους επιτεύχθηκε και τι παρέμεινε ως εκκρεμότητα μετά τους «συμβιβασμούς» της συγκρότησης του ελληνικού κράτους;
Σε αυτά τα ζητήματα αναφέρεται ο Δημήτρης Ψαρράς, με το βιβλίο του «Πώς συλλογάται ο Ρήγας;» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ). Διαλέγοντας την εμβληματική προσωπικότητα του Ρήγα, του Βελεστινλή, ο Δ. Ψαρράς δίνει έμφαση στην άμεση και ευθεία αναφορά στο έργο του, που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση των επαναστατικών πρωτοποριών της εποχής.
Η ζωή και ο μαρτυρικός θάνατος του Ρήγα λέει πολλά για τις πραγματικές συγκρούσεις στην προεπαναστατική περίοδο. Ο Βλάχος διανοούμενος και αγωνιστής έζησε και έδρασε σε πολλές σημαντικές πόλεις των πολυεθνικών Βαλκανίων και δολοφονήθηκε μαζί με 7 συντρόφους του στο Βελιγράδι το 1798. Στη δολοφονία του συνεργάστηκαν οι Αρχές και οι υπηρεσίες της μοναρχικής Αυστρίας, του Σουλτάνου της Πύλης, οι ελληνόφωνοι Φαναριώτες και το Πατριαρχείο επί Γρηγορίου του Ε΄ (κατά τον Κορδάτο, οι Φαναριώτες και το Πατριαρχείο πρωτοστάτησαν στη δολοφονία των 8 επαναστατών, πιέζοντας το Σουλτάνο να αρνηθεί να τους δώσει χάρη, γιατί τους θεωρούσαν ιδιαίτερα επικίνδυνους…).
Όμως ο Ψαρράς στέκεται κυρίως στο έργο του Ρήγα για να απαντήσει στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος του βιβλίου του. Αναδεικνύει τη σχέση του Ρήγα με τα πιο προχωρημένα ρεύματα της επαναστατικής δράσης στην τότε Ευρώπη, με το γαλλικό γιακωβινισμό να αποτελεί την πιο ριζοσπαστική εκδοχή τους: «Ο Ρήγας… ως ο εκπρόσωπος του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού, ως ο κομιστής κάθε προοδευτικής ιδέας από την ευρωπαϊκή Δύση, ως ο επαναστάτης που δεν επιζητεί άλλο πέρα από την ελευθερία». Πράγματι, ο Ρήγας καλούσε τους συγχρόνους του: «Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί…».
Ο Ψαρράς σωστά υπογραμμίζει (δίνοντας έμφαση στο «Φυσικής Απάνθισμα» και στο «Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών») ότι η διεκδίκηση της ελευθερίας στο Ρήγα δεν περιορίζεται σε στενά όρια:
«Το αίτημα της εξέγερσης του 18ου αιώνα περιλάμβανε όχι μόνο την εθνική απελευθέρωση, αλλά επίσης την κοινωνική δικαιοσύνη και την κατάκτηση των ατομικών δικαιωμάτων -που έφταναν μέχρι τις σχέσεις των δύο φύλων και φυσικά τον έρωτα».
Όμως, ποιο θα μπορούσε να είναι το «υποκείμενο» μιας τέτοιας εξέγερσης; Ποιους καλεί ο Ρήγας να ζώσουνε σπαθί για να πετύχουν την απελευθέρωση; Η εύκολη απάντηση, που προκύπτει μετά από χρόνια ελληνοχριστιανικής «εκπαίδευσης», θα ήταν: Μα φυσικά τους υπόδουλους Έλληνες! Ευτυχώς ο Ρήγας έχει διατυπώσει τη δική του απάντηση, στο συγκλονιστικό «Θούριο», που αποτελεί τμήμα του έργου του «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας». Ο Θούριος καλεί σε εξέγερση χρησιμοποιώντας πολλούς προσδιορισμούς: γεωγραφικούς (Μαυροβουνιού καπλάνια κι Ολύμπου σταυραετοί…), εθνικούς (Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί), «φυλετικούς» (Αράπηδες και άσπροι, με μιαν κοινή ορμή) για να τους ενώσει όλους στον αγώνα για την ελευθερία. Αρνείται να χρησιμοποιήσει διαιρετικά τον θρησκευτικό προσδιορισμό (Στην πίστη του ο καθένας – Ελεύθερος να ζει!). Για τους μετέπειτα οπαδούς της θεωρίας ότι δεν υπήρξαν ποτέ σύγχρονοι Μακεδόνες, ο Θούριος -γραμμένος στα 1795!- περιλαμβάνει εκπλήξεις (Ανδρείοι Μακεδόνες – Ορμήσατε με μιας…). Γι’ αυτό άλλωστε το σύνολο των στίχων αυτού του επαναστατικού καλέσματος είναι μάλλον δυσεύρετο… Ο Ρήγας είναι ο πρόδρομος της ιδέας μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας που θα μπορούσε να ενώσει «τους κατοίκους» της περιοχής, πέρα από -και ενάντια σε- κάθε διάκριση, στον αγώνα για την ελευθερία. Δεκαετίες μετά, το πρώιμο σοσιαλιστικό κίνημα και η Τρίτη Διεθνής στην εποχή του Λένιν θα επανέλθουν στην ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, συγκεκριμενοποιώντας τις κοινωνικές προϋποθέσεις για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, που είναι πάντα αναγκαίος για την πραγματική απελευθέρωση της πολύπαθης περιοχής. Ο Ρήγας, δεσμευμένος σε βάθος στην πάλη για την ελευθερία απέναντι στη δεσποτική/απολυταρχική καταπίεση, έγινε πρόγονος της πλούσιας διεθνιστικής παράδοσης στα Βαλκάνια.
Αυτή η αντίληψη, που διαπότιζε τους επαναστάτες των γιακωβίνικων Μυστικών Οργανώσεων (που έδρασαν για χρόνια στις μεγάλες πόλεις-λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, της Αδριατικής, του Δούναβη κ.ο.κ.), προετοίμαζε τον ένοπλο ξεσηκωμό ενάντια στους άρχοντες του Οθωμανικού καθεστώτος. Το οποίο, πέρα από τους υπαλλήλους του Σουλτάνου και της Πύλης, περιλάμβανε ως οργανικό στοιχείο του, τους ελληνόφωνους Φαναριώτες άρχοντες και την αριστοκρατία της ελληνορθόδοξης εκκλησίας. Γι’ αυτό όλοι αυτοί συνεργάστηκαν στην εξόντωση του Ρήγα και των συντρόφων του.
Ο Δ. Ψαρράς φέρνει πολλές αποδείξεις για να δείξει ότι ο τρόπος «που συλλογάται ο Ρήγας» δεν χώρεσε ποτέ στις τακτοποιήσεις της ιστορίας που επιχειρήθηκαν. Έχει σημασία η αναφορά του Δ.Ψαρρά στο «πόνημα» του Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη σχετικά με το Ρήγα και το Γρηγόριο τον Ε΄, τον «Εθνάρχη της Οδύνης»:
«Ενεφανίσθη ένας οραματιστής, με πρόγραμμα επαναστατικό αλλά με βάσι τις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως, που δεν άγγιζαν το μέγα πρόβλημα της υπόδουλης χώρας. Απεναντίας έσπερναν αναρχία και θεωρητικήν εξέγερσι. Κρινόμενος ο Ρήγας με τα μέτρα της εποχής του ήταν ένας επικίνδυνος ονειροπόλος. Η υπό στυγνή δουλεία Ελλάς είχε ανάγκη πολιτική και όχι κοινωνικής επαναστάσεως».
Η σύγχρονη Εκκλησία (η «Χρυσοπηγή» πιθανότατα θα καθορίσει και τον μετά τον Ιερώνυμο Αρχιεπίσκοπο) θεωρεί το Ρήγα «επικίνδυνο ονειροπόλο» και προτιμά να ανακηρύξει ως «Εθνάρχη» τον Γρηγόριο τον Ε΄ που, όπως όλοι οι Πατριάρχες της Πύλης, έφταναν να γίνονται (ακόμα και κατά τον Χριστόδουλο) «τουρκικότεροι των Τούρκων».
Το βιβλίο του Ψαρρά είναι πολιτικά εύστοχο, στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στα σωστά ερωτήματα και νομίζω ότι μέσα στη συζήτηση του 2021 θα αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο.