Γαλλία, 1995-2003-2010: Μαθήματα από τρεις απεργιακές μάχες

Ιάν Σεζάρ
Ημερ.Δημοσίευσης

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό L’ Anticapitaliste το Σεπτέμβρη του 2013. Αναδημοσιεύτηκε στα αγγλικά από το internationalviewpoint.org το φετινό Γενάρη, εν τω μέσω των απεργιών ενάντια στον Μακρόν, ως ένα χρήσιμος απολογισμός προηγούμενων κινημάτων. Ο Ιάν Σεζάρ είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA) στη Γαλλία.

Πανώ στη Γαλλία: Γενική Απεργία

Ακολουθεί μια αναδρομή σε τρία μεγάλα απεργιακά κινήματα που σημάδεψαν τα τελευταία 25 χρόνια, από τον απολογισμό των οποίων μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα χρήσιμα για το σημερινό αγώνα.

1995: Όταν η CGT και η FO διεξήγαγαν πραγματικά πόλεμο

Το 1995, όταν ο Πρόεδρος Σιράκ ανακοίνωσε μια αντιμεταρρύθμιση στην περίθαλψη, ένα «οργανωτικό πλάνο» λιτότητας για την SNCF [η κρατική εθνική σιδηροδρομική εταιρεία στη Γαλλία] και μια υποβάθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων των «κλαδικών» συνταξιοδοτικών κατηγοριών) στα επίπεδα εκείνου των ιδιωτικών υπαλλήλων, τα περισσότερα συνδικάτα, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της CFDT [μιας από τις δύο μεγαλύτερες εργατικές συνομοσπονδίες της Γαλλίας], αποφάσισαν να εμπλακούν σε μια πραγματικά αποφασιστική αναμέτρηση με την κυβέρνηση.

Η Δεξιά εξαπέλυε επίθεση σε πολύ σημαντικές θεσμικές κατακτήσεις, υποσκάπτοντας τη συνδιαχείριση στην Κοινωνική Ασφάλιση, αλλά και τη δύναμη των παραδοσιακών συνδικαλιστικών «κάστρων». Η FO [Force Ouvriere, μια μικρότερη συνομοσπονδία] και η CGT [ιστορικά η μεγαλύτερη συνομοσπονδία της χώρας, συνδεδεμένη με το ΚΚΓ] παρουσίασαν στους μισθωτούς ένα πραγματικό σχέδιο μάχης και απαίτησαν ξεκάθαρα την απόσυρση της μεταρρύθμισης. Τα συνδικάτα προετοίμασαν αρκετά νωρίτερα τη βάση των αγωνιστών για έναν επερχόμενο μεγάλο αγώνα. Οι μέρες δράσης γίνονταν αντιληπτές ως βήματα προς μια κλιμάκωση και όχι ως αποσπασματικές κινητοποιήσεις στις οποίες πηδάμε σαν «βατραχάκια» από τη μία στην άλλη.

Στις 10 Οκτώβρη, η πρώτη μέρα απεργίας ήταν μια μεγάλη επιτυχία, με τη διαδήλωση που κάλεσαν όλες οι ομοσπονδίες του δημόσιου τομέα. Στις 12 και στις 25 Οκτώβρη έγινε η απεργία στους σιδηρόδρομους. Στις 30 Οκτώβρη, όλα τα συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένης σε αυτή τη φάση και της CFDT, κάλεσαν σε «μια νέα κλιμάκωση» στις 14 Νοέμβρη. Η οποία ήταν επίσης πετυχημένη.

Αν κατέβουν 2 εκατομμύρια άνθρωποι στους δρόμους...

«Αν κατέβουν 2 εκατομμύρια άνθρωποι στους δρόμους, η κυβέρνησή μου δεν θα τους αντισταθεί», δήλωσε την επόμενη μέρα ο αλαζόνας και προκλητικός πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ, καταχειροκροτούμενος στο Κοινοβούλιο. Έτσι ξεκίνησε ο «Ζιπε-θώνιος» [κατά το «Μαραθώνιος»]. Η πλειοψηφία των συνδικάτων εξήγγειλε δύο νέες απεργίες για τις 24 Νοέμβρη και τις 28 του ίδιου μήνα.

Συμμετείχαν και οι οργανωμένοι στη CFDT σιδηροδρομικοί: ο γραμματέας της ομοσπονδίας, Notat, είχε εγκαταλείψει το κίνημα, αλλά οι αγωνιστές της βάσης, κάποιοι οργανωμένοι στην αντιπολιτευτική τάση «Tous ensemble» [Όλοι Μαζί] και αρκετές οργανώσεις της κατήγγειλαν την προδοσία και συμμετείχαν στο κίνημα. Στις 24 Νοέμβρη, ο Blondel [της Force Ouvriere] κάλεσε από το ραδιόφωνο «σε γενικευμένη κινητοποίηση, ακόμα και πέρα από τη σημερινή μέρα και την 28η Νοέμβρη».

Οι διαδηλώσεις ήταν πολύ μεγάλες, ιδιαίτερα στην επαρχία: το κίνημα «για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων» αποκρυστάλλωνε μια γενική δυσαρέσκεια. Κυρίως, παρέλυσαν οι δημόσιες συγκοινωνίες, ενώ η απεργία επηρέασε και τον ηλεκτρισμό, τα ταχυδρομεία, την εκπαίδευση κ.ά. Στην SNCF, όπου η συμμετοχή έφτασε στο 85% στις 24 Νοέμβρη, αποφασίστηκε η ανανέωσή της και για την επόμενη μέρα, κι έπειτα εξαπλώθηκε στα λεωφορεία και το μετρό του Παρισιού. Δεν κινούνταν πλέον το μετρό και τα τρένα, ενώ κυκλοφορούσε μόνο το 5% των λεωφορείων.

Στις 5 Δεκέμβρη, τα 107 από τα 130 ταχυδρομικά κέντρα βρίσκονταν σε απεργία. Η απεργία επ’ αόριστον «μέχρι την απόσυρση της μεταρρύθμισης» κατέληξε να γύρει την πλάστιγγα στη μάχη της κοινής γνώμης υπέρ του κινήματος. Αλλά η απεργία παρέμεινε περιορισμένη στο δημόσιο τομέα (και κυρίως στους σιδηροδρομικούς που «μπλόκαραν» όλη τη χώρα), την ίδια ώρα που «εξέφραζε» τη δυσαρέσκεια όλων των λαϊκών τάξεων.

Η μέθοδος της γενικής απεργίας

Αυτή η επιτυχία οφείλει πολλά στο βολονταρισμό που επέδειξαν κάποιες συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά και η βάση των συνδικάτων. Με τους συνδικαλιστικούς μηχανισμούς να μη λειτουργούν ανασταλτικά ως εμπόδιο, πολλοί απεργοί της SNCF συγκεντρώνονταν σε μαζικές, δημοκρατικές, «διεπαγγελματικές» γενικές συνελεύσεις. Τα πιο μαχητικά στρώματα καθοδηγούσαν τα υπόλοιπα και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, αλλά και έξω από αυτούς, με εξορμήσεις στα ταχυδρομεία, τα αμαξοστάσια των λεωφορείων κ.ο.κ.

Αυτός ο ενθουσιασμός σάρωνε κάθε «συντεχνιασμό». Οι απεργοί, εκπαιδευτικοί ή ταχυδρομικοί, συσπειρώνονταν γύρω από τις απεργιακές φρουρές των σιδηροδρόμων και δημιουργούσαν έναν καινούργιο κόσμο «Όλοι Μαζί», μέσα σε μια εξωπραγματική, ριζοσπαστική και αδελφική ατμόσφαιρα. Αυτή ήταν η ομορφιά του κινήματος του 1995: Ένας αυθεντικό πάθος για την απεργία και η αίσθηση ότι μπορούμε όχι μόνο να παραλύσουμε τη χώρα, αλλά και –γιατί όχι– να κάνουμε εφικτή μια άλλη κοινωνία.

Δύο μεγάλες μέρες διαδηλώσεων, στις 5 και τις 12 Δεκέμβρη, ενίσχυσαν το κίνημα και συσπείρωσαν κι άλλους μισθωτούς, τους άνεργους, τους φοιτητές, σε «κινηματικές κορυφώσεις» που έδιναν έναν ευρύτερο και βαθύτερο πολιτικό χαρακτήρα στο κίνημα.

Η συνθηκολόγηση του Ζιπέ και η ωμότητα του Τιμπό

Ως πρωθυπουργός μια χώρας που είχε παραλύσει από τις απεργίες, ο Ζιπέ υποχρεώθηκε σε ταπείνωση. Απέσυρε τη συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση και τα σχέδια αναδιάρθρωσης της SNCF, αν και διατήρησε κάποια μέτρα για την κοινωνική ασφάλιση και την υποβάθμιση στην υγειονομική περίθαλψη.

Εκείνη τη στιγμή η CGT κήρυξε το τέλος του κινήματος. Ο Τιμπό, ο γραμματέας της Ομοσπονδίας των σιδηροδρομικών, κάλεσε στον τερματισμό των κινητοποιήσεων στις 14 Δεκέμβρη, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια έστω να προσποιηθεί ότι συμβουλεύεται τις γενικές συνελεύσεις των απεργών, λίγο πριν την προκηρυγμένη διαδήλωση του Σαββάτου 16 Δεκέμβρη. Αυτή η διαδήλωση, που θα μπορούσε ίσως να διευκολύνει τη συμμετοχή νέων στρωμάτων του πληθυσμού στο κίνημα και (ποιος ξέρει;) να του δώσει μια νέα πολιτική διάσταση, εξελίχθηκε σε μια πανηγυρική νικηφόρα παρέλαση.

Με αυτή τη στάση, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, και ειδικά στη CGT, ήρθαν σε ρήξη με το πνεύμα της απεργίας, όπως βιωνόταν από ένα σημαντικό τμήμα της βάσης τους, αλλά παρέμεναν συνεπείς με τη λογική που είχαν οι αρχικές προθέσεις τους: να δείξουν στην κυβέρνηση ότι ο ρόλος τους παραμένει θεμελιώδης.  Επέτρεψαν να ξεδιπλωθούν οι τοπικές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των αγωνιστών της άκρας Αριστεράς, αλλά διατήρησαν τον έλεγχο του κινήματος. Αυτή τη δυνατότητα ελέγχου επιβεβαίωσαν με την ωμότητα της επιλογής τους για επιστροφή στη δουλειά.

Αλλά η νίκη του 1995 έδειξε τη δυνατότητα να υποχρεωθεί μια κυβέρνηση να γονατίσει από τη δύναμη της απεργίας, τη δυνατότητα της απεργίας να αλλάξει τις πολιτικές απόψεις και διαθέσεις του κόσμου, την αποτελεσματικότητα των δημοκρατικών γενικών συνελεύσεων και πρωτοβουλιών στην επέκταση του κινήματος μέσα από τη δράση των πιο μαχητικών στρωμάτων. Αλλά έδειξε επίσης την ανάγκη, σε κάθε περίσταση, για αυθεντικές δημοκρατικές δομές αυτό-οργάνωσης του αγώνα.

2003: Ο ενθουσιασμός μιας μειοψηφίας και η προδοσία των Συνομοσπονδιών

Το πλαίσιο της αντιμεταρρύθμισης του 2003 θυμίζει εκείνο του 1995 όσον αφορά τη φύση της επίθεσης (ο νόμος Φιγιόν ευθυγράμμιζε τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων με εκείνα των ιδιωτικών), αλλά όχι όσον αφορά την αντίδραση των συνδικάτων! Οι συνομοσπονδίες, συμπεριλαμβανομένων των FO και CGT, ήταν πολύ πιο πρόθυμες τώρα να παίξουν το παιχνίδι του «κοινωνικού διαλόγου» και να αποδεχτούν την «ανάγκη μεταρρυθμίσεων», χωρίς να υπερασπίζονται σαφή αιτήματα και σίγουρα όχι την επιστροφή του όριου ηλικίας συνταξιοδότησης για όλους τους εργαζόμενους, δημόσιους και ιδιωτικούς, στα 37,5 χρόνια. Το ίδιο κενό υπήρχε στους όρους κινητοποίησης. Η κυβέρνηση μπορούσε να κοιμάται ήσυχη, εκτός αν προέκυπτε μια έκπληξη…

Έκπληξη: Η απεργία στη Δημόσια Εκπαίδευση

Στις 18 Μάρτη έγινε μια πανεθνική μέρα δράσης στη Δημόσια Εκπαίδευση, ενάντια στην «αποκέντρωση» του μη-διδακτικού προσωπικού. Τις βδομάδες που ακολούθησαν, μια μειοψηφία του προσωπικού, απηυδισμένη από τις αποσπασματικές δράσεις, μπήκε σε επαναλαμβανόμενες απεργίες, στα σχολεία στο Σεν-Ντενί, την Τουλούζη, τη Μασσαλία, τη Χάβρη, τη Ρουέν, τη Ρεγιουνιόν, το Μπορντό κ.ο.κ. Καθιέρωσαν καθημερινές γενικές συνελεύσεις και επιτροπές κινητοποίησης, ενώ ξεκίνησαν τους «απεργιακούς περιπάτους», πορευόμενοι από τη μία αίθουσα στην άλλη για να καλούν σε απεργία.

Η πρωτοβουλία αυτών των κέντρων αυτό-οργάνωσης και απεργιακής δράσης της μαχητικής μειοψηφίας δημιουργήθηκε από μαχητικές τοπικές ομάδες, στις οποίες ακροαριστεροί αγωνιστές διάφορων ρευμάτων (LCR, PT, LO, CNT κ.ο.κ.) έπαιζαν καθοριστικό ρόλο και αυτές έπειτα υιοθετήθηκαν από κάποιες οργανώσεις της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας FSU.

Στην Τουλούζη και τη Ναντ, οι γενικές συνελεύσεις προσέλκυαν ως και 800 άτομα. Στη γενική συνέλευση στην Ιλ-ντε-Φρανς, στις 6 Μάη, συμμετείχαν πάνω από 500 απεργοί που εκπροσωπούσαν 200 κολέγια και λύκεια και δεκάδες σχολεία. Αυτές οι διαδικασίες βρίσκονταν σε σύνδεση με διαμερισματικές γενικές συνελεύσεις 200 ως 600 ατόμων και γενικών συνελεύσεων σε πόλεις. Ένα εθνικό συντονιστικό συνεδρίαζε τακτικά, με αντιπροσώπους από εκατοντάδες σχολεία και 44 διοικητικά διαμερίσματα (αν και δεν ήταν όλοι εκλεγμένοι από διαμερισματικές γενικές συνελεύσεις). Ήταν ένας χώρος διαλόγου, για την ανάπτυξη μιας απεργιακής τακτικής, το έμβρυο μιας πανεθνικής δημοκρατικής ηγεσίας για το κίνημα.

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ανταγωνιστεί τις πανεθνικές συνδικαλιστικές ηγεσίες, καθώς δεν είχε αναγνωρισμένη νομιμοποίηση σε όλη τη χώρα, αλλά τους ασκούσε πολύ μεγάλη πίεση και πρόσφερε μια πολιτική πρόταση σε χιλιάδες απεργούς.

Η 6η Μάη ήταν μια μεγάλη μέρα για την απεργία στη Δημόσια Εκπαίδευση. Αλλά το κίνημα, προστατευμένο από το συντεχνιασμό (ένα από τα πιο δημοφιλή συνθήματα ήταν: «Δεν αντέχουμε πια τις μαριονέτες που κλείνουν εργοστάσια και διαλύουν σχολεία»), είχε επίγνωση ότι δεν θα μπορούσε να νικήσει μόνο του. Επεδίωκε να διευρύνει την κινητοποίηση σε όλους τους μισθωτούς ενάντια στη συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση. Αυτοί κλήθηκαν να απεργήσουν από τις συνομοσπονδίες στις 13 Μάη.

Έτσι οι απεργοί στην εκπαίδευση αξιοποίησαν την επαναλαμβανόμενη απεργία για να διατηρήσουν τον ενθουσιασμό στο δικό τους περιβάλλον, αλλά και για να μπορέσουν να απευθυνθούν σε άλλους κλάδους, διακινώντας φυλλάδια σε επιχειρήσεις και οργανώνοντας διακλαδικές γενικές συνελεύσεις, που συνένωναν δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικούς, σιδηροδρομικούς, ταχυδρομικούς, ιδιωτικούς υπαλλήλους, ανέργους κ.ο.κ.

Σ’ εκείνη τη φάση, η ελπίδα ήταν να δούμε την υπόλοιπη χώρα να κινητοποιείται απεργιακά όπως συνέβη το 1995, ή έστω να έχουμε μια γενικευμένη απεργία στις συγκοινωνίες. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη.

Προς τη γενική απεργία;

Στις 15 Μάη, η CFDT, υπό την ηγεσία του Σερέκ, υπέγραψε μια συμφωνία με τον Φιγιόν και ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από το κίνημα. Αλλά η νίκη του 1995 δεν είχε εξασφαλιστεί μέσα από τη συνδικαλιστική ενότητα. Συνεπώς τίποτα δεν είχε χαθεί ακόμα. Αλλά η CGT, που έδειχνε πολύ ριζοσπαστική σε σύγκριση με την ανοιχτή προδοσία της CFDT, πρότεινε έναν σχεδιασμό αποκλιμάκωσης: μια πανεθνική διαδήλωση την Κυριακή 25 Μάη και απεργιακές διαδηλώσεις στις 3 Ιούνη. Χωρίς καμιά αναφορά στην επαναλαμβανόμενη απεργία!

Η επιχειρηματολογία τους ήταν τουλάχιστον σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Μια κοινή διακήρυξη των συνομοσπονδιών CGT, FO, UNSA, FSU έλεγε: «Μόνο μια γενίκευση του κινήματος, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, σε διαρκή βάση, μπορεί να υποχρεώσει την κυβέρνηση να υπαναχωρήσει από τις βλαβερές επιλογές της». Απολύτως σωστό! Μόνο που η CGT όχι μόνο αρνήθηκε να καλέσει σε γενική απεργία (όπως και η FO), αλλά είπε και στους σιδηροδρομικούς ότι δεν θα πρέπει να βγουν σε επαναλαμβανόμενη απεργία, αν δεν πράξουν το ίδιο και οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα...

Στις 13 Μάη, ο αριθμός απεργών στην SNCF, τη RATP (αστικές συγκοινωνίες) και τη La Poste (ταχυδρομεία) ήταν εξίσου μεγάλος όσο και το 1995. Την επόμενη μέρα, η απεργία ανανεώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις γενικές συνελεύσεις συγκεκριμένων σταθμών στη Μασσαλία, την Τουλούζη, το Παρί Γκαρ ντυ Νορντ, τη Ρουέν κ.ο.κ. Αλλά η CGT εναντιώθηκε ανοιχτά στην ανανέωση των απεργιών. Σχεδόν παντού εμφανίστηκαν επαγγελματικά συνδικαλιστικά στελέχη για να νουθετήσουν τις τοπικές οργανώσεις της CGT. Συνδικαλιστές αξιωματούχοι κάλεσαν τους σιδηροδρομικούς να επιστρέψουν στη δουλειά και να προετοιμάζονται για μια πανεθνική διαδήλωση την Κυριακή 25 Μάη (χωρίς απεργία)!

Αυτός ο προγραμματισμός αποσυσπείρωσε το κίνημα, απομονώνοντας την απεργία στη Δημόσια Εκπαίδευση. Οι απεργοί παραιτήθηκαν και γύρισαν στη δουλειά. Η πανεθνική διαδήλωση στις 25 Μάη είχε τεράστια επιτυχία, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να διαδηλώνουν στους δρόμους του Παρισιού. Επικρατούσε η ευφορία του μεγέθους της διαδήλωσης, αλλά και η ανησυχία που προκαλούσε η μη-εδραίωση της απεργίας.

Το απόγευμα, ο διασυνδικαλιστικός συντονισμός δεν κάλεσε σε γενική απεργία και ανακοίνωσε μια μετριοπαθή εκτίμηση (δεδομένου του μεγέθους της επίδειξης δύναμης εκείνη τη μέρα!) για 500 χιλιάδες διαδηλωτές, που απείχε πολύ από τις συνηθισμένες υπερβολές στα νούμερα που συνηθίζουν τα συνδικάτα.

Η αποτυχία του κινήματος

Στις 3 Ιούνη, υπήρξε μια νέα επιτυχημένη κινητοποίηση, που περιλάμβανε τους σιδηροδρομικούς. Αλλά και πάλι, η CGT της SNCF υπέσκαψε την απεργία. Συμφώνησε σιωπηλά σε μια ανανεούμενη απεργιακή κινητοποίηση, αλλά τη διέκοψε την Πεντηκοστή για να τη συνεχίσει στις 10 του μήνα. Επέβαλε γενικές συνελεύσεις κατά ειδικότητα, προκειμένου να προκαλέσει διαιρέσεις και να αποτρέψει το φαινόμενο-ντόμινο, προειδοποιώντας ενάντια στην παρουσία «εξωτερικών» στοιχείων (κυρίως των εκπαιδευτικών) στις συνελεύσεις. Εναντιώθηκε συνειδητά στις μεθόδους του 1995 και έπνιξε την απεργία. Στις 11 Ιούνη κάλεσε σε επιστροφή στη δουλειά.

Με τη λήξη της απεργίας στη SNCF, τερματίστηκε και η απεργία στη Δημόσια Εκπαίδευση μετά από τρεις μήνες, λίγο πριν την περίοδο των εξετάσεων. Στις 12 Ιούνη, οργανώθηκε μια συνάντηση των CGT και FO. Ο Μπλοντέ κάλεσε ανέξοδα σε μια γενική απεργία. Ο Τιμπό αρνήθηκε και γιουχαΐστηκε από πολλούς αγωνιστές. Αλλά το πρόβλημα δεν ήταν απλά ότι η CGT ή η FO δεν καλούσαν ανοιχτά σε γενική απεργία, αλλά ότι αρνούνταν σκόπιμα και συγκεκριμένα να ηγηθούν μιας πολιτικής προς τη γενίκευση των απεργιών και μια πραγματική δοκιμασία δυνάμεων.

2010: Ένα πανίσχυρο, αλλά ατελές κίνημα

Ο Σαρκοζί είχε μόλις ανακοινώσει την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Η μεταρρύθμιση, σε αντίθεση με εκείνες του 1995 και του 2003, έθιγε ξεκάθαρα όλες τις κατηγορίες μισθωτών ταυτόχρονα. Είχε επενδύσει στο κλίμα παραίτησης και σε έναν κυνικό σχεδιασμό: Παρουσιάζονται οι γενικές γραμμές της μεταρρύθμισης στις 16 Ιούνη, ακολουθεί το διάλλειμα των θερινών διακοπών κι έπειτα μια γρήγορη ψήφιση του νομοσχεδίου το φθινόπωρο.

Στις 24 Ιούνη, μια μέρα δράσης είχε ήδη καλή συμμετοχή. Κι έπειτα, μετά το καλοκαίρι, ήρθε ο αιφνιδιασμός της 7ης Σεπτέμβρη: Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στους δρόμους. Όλοι οι κλάδοι είχαν αντιπροσώπευση στο δρόμο, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών υπαλλήλων, που σε κάποιες περιπτώσεις κατέβηκαν με διακριτά μπλοκ ανά χώρο δουλειάς.

Το κίνημα είχε τις προοπτικές να γίνει πολύ γενικευμένο και πολιτικοποιημένο, εκφράζοντας την οργή ενάντια στην κρίση και τις πολιτικές της Δεξιάς. Επί δύο μήνες οι μέρες πανεθνικής απεργίας και διαδήλωσης διαδέχονταν η μία την άλλη: 23 Σεπτέμβρη, 12 Οκτώβρη, 19 Οκτώβρη, 28 Οκτώβρη κ.ο.κ. Στη διάρκεια του Οκτώβρη, πάνω από 3 εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν τρεις φορές σε λιγότερο από 10 μέρες. Ήταν κάτι μεγαλύτερο από όλες τις προηγούμενες μεγάλες κινητοποιήσεις! Κερδήθηκε και η μάχη της κοινής γνώμης.

Γενική απεργία ή απεργία δι’ αντιπροσώπου;

Αλλά όλοι διαισθάνονταν ότι μια σειρά διαδηλώσεων, ακόμα και θηριωδών, δεν θα ήταν αρκετή. Προέκυπτε το ζήτημα της απεργίας. Τη μέρα μετά τη διαδήλωση της 12ης Οκτώβρη, κάποιες ομοσπονδίες κάλεσαν σε επαναλαμβανόμενες απεργίες σε μια σειρά κλάδους: στην SNCF, στους εργαζόμενους στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα λιμάνια, στα διυλιστήρια. Μια άλλη έκπληξη που επιφύλασσε αυτό το πολυεπίπεδο κίνημα ήταν η κινητοποίηση ενός τμήματος της μαθητικής νεολαίας, που κατέβηκε στους δρόμους. Ωστόσο, η απεργία εδραιώθηκε μόνο σε μερικούς κλάδους.

Η ελπίδα εξαπλωνόταν: Κι αν οι σιδηροδρομικοί παραλύσουν τη χώρα όπως το 1995; Οι σιδηροδρομικοί πράγματι κατέβηκαν σε απεργία για 18 μέρες. Ο αριθμός των απεργών (60% σε κάποιες από τις «κυλιόμενες» απεργίες, ίσως 30% συνολικά όλες τις μέρες) άγγιζε εκείνον του 1995. Αλλά η διοίκηση της SNCF αυτή τη φορά κατάφερε να διατηρήσει σε κυκλοφορία τα μισά από τα επιβατικά τρένα, ενώ η απεργία ήταν αδύναμη στη RATP. Και σε τελική ανάλυση, οι σιδηροδρομικοί δεν μπορούν να κάνουν μόνοι τους μια πανεθνική απεργία, χρειάζεται να το κάνουν κι άλλοι.

Στη συνέχεια οι ελπίδες για μια παράλυση κατευθύνθηκαν προς τα διυλιστήρια, τα οποία έγιναν «κάστρα» της απεργίας και υποστηρίχθηκαν από εκατοντάδες απεργούς άλλων κλάδων. Η έλλειψη πετρελαίου ήταν γενικευμένη και η κυβέρνηση έστειλε τα CRS (ΣτΜ: τα θηριώδη γαλλικά ΜΑΤ) να σπάσουν τα μπλόκα στις δεξαμενές καυσίμων. Ο αγώνας των εργατών σε αυτούς τους κλάδους ήταν αποφασιστικός για να «αγκυρωθεί» ο αγώνας και να γίνει εφικτή μια γενίκευση της απεργίας. Αλλά δεν μπορούσε από μόνος του να λειτουργήσει «ως αντιπρόσωπος» και δεν μπορούσε να αντέξει, αν παρέμενε απομονωμένος σε αυτούς τους κλάδους.

Το (μικρό) παιχνίδι των συνδικάτων

Όταν το κίνημα έφτασε στην κορύφωσή του και στο πιο κρίσιμο σημείο, οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες βρέθηκαν σε συμφωνία… να το αφήσουν χωρίς προοπτική. Το απόγευμα της 19ης Οκτώβρη, ο διασυνδικαλιστικός συντονισμός δεν πρότεινε τίποτα κι έπειτα περίμενε ως τις 21 Οκτώβρη για να καλέσει σε δύο μακρινές κινητοποιήσεις (28 Οκτώβρη και 6 Νοέμβρη).

Με έναν τρόπο είχαν πετύχει κάποιους από τους στόχους τους. Η μεταρρύθμιση δεν αποσύρθηκε, αλλά υπενθύμισαν στη Δεξιά και στους εργοδότες τη δύναμή τους. Οι Τιμπό και Σερέκ μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι βρίσκονταν πλέον σε μεγαλύτερη επαφή με τη βάση των συνδικάτων (αφού η CFDT είχε προδώσει το κίνημα του 2003, ενώ η GGT είχε απογοητεύσει το κίνημα του 2007 στους σιδηροδρομικούς).

Μετά την 28η Οκτώβρη, σταδιακά οι εργασίες αποκαταστάθηκαν στη SNCF, στα διυλιστήρια και στις περιφέρειες, αν και οι εργαζόμενοι στην αποκομιδή απορριμμάτων στο Παρίσι δεν τερμάτισαν τον αποκλεισμό τους ως τις 8 Νοέμβρη.

Η τελευταία διαδήλωση, το Σάββατο 6 Νοέμβρη, είχε εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες να παρελαύνουν, περήφανοι που αντιστάθηκαν στον Σαρκοζί.

Υποσχόμενες απόπειρες

Αν αυτές οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν φάνηκαν να εναντιώνονται μετωπικά με το κίνημα, σίγουρα δεν μπορούμε να στηριζόμαστε πάνω τους για να το οδηγήσουν στη νίκη. Αντίθετα, μαχητικές μειοψηφίες, ομάδες συνδικαλιστών (μερικές φορές συνδεδεμένες με ρεύματα αντιπολιτευτικά προς τις ηγεσίες των ομοσπονδιών), αγωνιστές της άκρας Αριστεράς έχουν προωθήσει τις πρωτοβουλίες.

Ακόμα κι αν δεν έχει υπάρξει ένας σημαντικός συντονισμός όπως εκείνος του 2003 μεταξύ των καθηγητών, ή πραγματικές απεργιακές επιτροπές όπως αυτές στη SNCF, έχουμε σκόρπια παραδείγματα διακλαδικού συντονισμού.

Το ζήτημα είναι το χτίσιμο της επαναλαμβανόμενης απεργίας στον κάθε κλάδο, η διαμόρφωση εμβρύων δημοκρατικής οργάνωσης, η εγκαθίδρυση ενεργών αγωνιστικών δεσμών μεταξύ των κλάδων. Αυτά τα έμβρυα αναπτύσσονται ή περιορίζονται, ανάλογα με την επέκταση του ίδιου του κινήματος. Επίσης εξαρτώνται αναμφίβολα από τα όρια των δυνάμεων και του «ριζώματος» που έχουν οι αγωνιστές της άκρας Αριστεράς. Αλλά τέτοιες πρωτοβουλίες θα κάνουν εφικτό ένα γενικευμένο κίνημα στο μέλλον

Συντάκτης
Ιάν Σεζάρ