Βιβλιοκριτική: Κείμενα από τη δεκαετία του 1850 - Μία ανθολογία

Μαριλένα Καρρά
Ημερ.Δημοσίευσης

Καρλ Μαρξ, ΚΨΜ, 2018 • 1600 σελ. (2 τόμοι) • €75,00

Μαρξ 1850

«Εν τω µεταξύ οι Γάλλοι εργοστασιάρχες
αντιµετωπίζουν τους εργάτες τους τόσο αδίστακτα,
λες και δεν υπήρξε καµία επανάσταση».[
1]

Στο Προλογικό του Σηµείωµα, ο Θανάσης Γκιούρας, µεταφραστής της δίτοµης συλλογής κειµένων του Karl Marx, «Κείµενα από τη δεκαετία του 1850. Μια ανθολογία», γράφει:

«Πώς πραγµατεύεται κανείς την ήττα µιας επανάστασης; Πώς αντιµετωπίζει κανείς το γεγονός της οικονοµικής εξαθλίωσης, της αστυνοµικής δίωξης και του εκπατρισµού ως επιπλέον συνέπειες της ήττας της επανάστασης; Πώς συνεχίζει κανείς υπό αυτές τις συνθήκες ένα έργο επιστηµονικής κριτικής, που απαιτεί συστηµατική µελέτη και στοχασµό; Με αυτά τα ερωτήµατα ο Karl Marx και η οικογένειά του εγκαινίασαν τη δεκαετία του 1850, καταφθάνοντας διωγµένοι από το Παρίσι στο Λονδίνο, όπου και επρόκειτο να παραµείνουν εφεξής».[2]

Με αυτά τα ερωτήµατα ο Karl Marx εγκαινιάζει το πρόγραµµά του για µια κριτική της πολιτικής οικονοµίας. Εγκαινιάζει µια ολόκληρη παράδοση ανανέωσης αυτού που είναι η κριτική, διαρρηγνύοντας όµως την παράδοση. Την εγκαινιάζει επισηµαίνοντας πως, σε κρίσιµες στιγµές που απαιτούν ανάληψη πολιτικής ευθύνης, η διαµεσολάβηση της βούλησης από την εµβριθή κατανόηση των αντικειµενικών περιστάσεων προϋποθέτει την κριτική των περιστάσεων αυτών, όπως ακόµη προϋποθέτει την αυτοκριτική. Το πέρασµα από τα κείµενα της δεκαετίας του 1840[3] σε εκείνα του 1850 δεν σηµασιοδοτεί κάποια αφηρηµένη στοχαστική ωρίµανση του φιλοσόφου, περισσότερο µάλλον αναδεικνύει την επαλληλία των στρωµάτων που διαµορφώνουν το εννοιολογικό οπλοστάσιο της µαρξικής προβληµατικής.

Μέσα από την ετερογένεια των κειµένων που φιλοξενούνται στην εν λόγω δίτοµη έκδοση –από τα λεγόµενα «δηµοσιογραφικά» µέχρι τις επιστολές, από τις πολυδιαβασµένες µαρξικές αναπτύξεις στα «Βασικές Γραµµές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονοµίας», «Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία και «Η 18η Μπριµαίρ» µέχρι εν πολλοίς άγνωστα κείµενά του, όπως το «Αποκαλύψεις για τη δίκη των κοµµουνιστών στην Κολωνία»– αυτό που εµφανίζεται δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις των στοχασµών του Μαρξ, στοχασµών ολοποιητικών, που χαρτογραφούν τις παγκόσµιες πολιτικές και οικονοµικές ανακατατάξεις από τη δύση µέχρι την ανατολή. Φαίνεται, ήδη µέσα από ένα ξεφύλλισµα της ανθολογίας αυτής, πως ο Μαρξ γυρίζει το βλέµµα του προς κάθε σηµείο του ορίζοντα, αναζητώντας επαναδιαπραγµατεύσεις των προοπτικών που ανοίγονται στον παγκόσµιο πολιτικό χάρτη. Από τη Γαλλία µέχρι την Αγγλία, από την Αµερική µέχρι τις Ινδίες, τη Ρωσία, την Αυστρία, την Ιρλανδία και πλήθος άλλων τόπων ο Μαρξ δείχνει πως παράλληλα µε την παραγωγή και τη σχεσιακή χαρτογράφηση των εννοιών, η κριτική, στραµµένη προς την πράξη και την πραγµάτωση, εδαφικοποιεί προτού χρειαστεί να απεδαφικοποιήσει ξανά. Οι ταχύτατες περιστροφές του βλέµµατος του Μαρξ προς κάθε σηµείο του κόσµου, η ακρίβεια των επιστροφών του στα προνοµιακά του παραδείγµατα, ακρίβεια που θα έλεγε κανείς ότι δανείστηκε από κάποιον γεωµέτρη, µοιάζει να παίζει τον ρόλο αντίρροπης δύναµης. Μιας αντίρροπης δύναµης έναντι της δύναµης του χρόνου που τρέχει κυνηγώντας τους ηττηµένους επαναστάτες. Ενάντια στον χρόνο της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, ο Μαρξ δεν τοποθετεί µια αιώνια και αφηρηµένη, ιδεαλιστική φιλοσοφική ανάπτυξη, αλλά µια επαλληλία διεθνών ανακατατάξεων που διαµεσολαβούν τις παράλληλες, αλλά και τις κατοπινές στοχαστικές εργασίες του για την αξία και το χρήµα, το κεφάλαιο και την υπεραξία, τη συσσώρευση και τη βία της προόδου.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι ανιχνεύεται µια κεντρική προβληµατική ή ότι όλα οργανώνονται ωθούµενα από µία και µοναδική κεντροµόλο δύναµη. Μπορούµε, όµως, να επισηµάνουµε ενδεικτικά µία, κατά την άποψή µας τουλάχιστον, αξιοµνηµόνευτη σχέση: µεταξύ επανάστασης και κρίσης, µεταξύ κρίσης και επανάστασης που βαίνει προς την αιµατοκυλισµένη της ήττα. 

Ο Μαρξ επισηµαίνει ότι οι καπιταλιστικές κρίσεις µπορούν, από τη µία, να αποτελέσουν δυνητικά µια ευκαιρία για επανάσταση ή, από την άλλη, να χρησιµοποιηθούν ως όπλο υπέρ της αντεπανάστασης. Αµφότερα τα δύο παραδείγµατα απαντώνται στη Γαλλία µε εξέχουσες στιγµές την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848 και την Παρισινή Κοµµούνα το 1871. Ο Μαρξ γράφει στο «Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία»:

«Η χειραφέτηση των εργατών –ακόµη και ως σύνθηµα– έγινε ένας αβάσταχτος κίνδυνος για τη νέα πολιτεία, διότι αποτελούσε µια διαρκή διαµαρτυρία απέναντι στην αποκατάσταση της πίστωσης, η οποία βασίζεται στην αδιατάραχτη και ανέφελη αναγνώριση των υφιστάµενων οικονοµικών ταξικών σχέσεων».[4]

Η επανάσταση, που ξεσπάει ως κορύφωση των ταξικών συγκρούσεων, δεν ζητά παρά την άρση του στιγµιαίου χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης, µιας κρίσης που έχει γίνει κανόνας. Είκοσι χρόνια αργότερα ο Μαρξ, αναστοχαζόµενος τα γεγονότα της Κοµµούνας,[5] θα παρατηρήσει ότι µια τεχνητή κρίση επιστρατεύεται ως πολιτικό όπλο που επιτυγχάνει αποτελεσµατικά, από κοινού µε άλλες πρακτικές καταστολής, τη διάλυση της επανάστασης. Αλλά και αντίστροφα, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, ο Μαρξ δείχνει πως ελλοχεύει ένας κίνδυνος αντάξιος του ωραίου κινδύνου που εγκυµονεί µια επανάσταση:

«Αποσκοπώντας να σώσουν την ιδιοκτησία τους, έκαναν τα πάντα για να καταπνίξουν την επανάσταση και να συντρίψουν τις µάζες. Ανακαλύπτουν τώρα ότι αυτές οι ίδιες [οι ανώτερες τάξεις] αποτελούσαν τα εργαλεία µιας επανάστασης στην ιδιοκτησία µεγαλύτερης από κάθε επανάσταση που είχαν στοχαστεί οι επαναστάτες του 1848. Τους κοιτά κατάµατα µια γενική χρεοκοπία».[6]

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αντιλαµβανόµαστε ότι, στους κόλπους της µαρξικής σκέψης, η αυστηρή νοµοτέλεια εγκαταλείπεται από µια σειρά δυνατότητων. Υπό το φως του δυνητικού, του δυνατού, του εν δυνάµει πραγµατοποιήσιµου βλέπουµε ότι στον Μαρξ το ερώτηµα περί ιστορικού χρόνου συνιστά ένα διαρκές αντικείµενο επαναδιαπραγµάτευσης. Έτσι, η δίτοµη νεοεκδοθείσα ανθολογία, στον βαθµό που επανασυστήνει στο ελληνικό κοινό τη µαρξική σκέψη, άρα στον βαθµό που φέρει τη δυνατότητα µιας διάρρηξης παγιωµένων απόψεων και προκατειληµµένων αποτιµήσεων της σκέψης αυτής, αξίζει την προσοχή µας. Το σύντοµο σηµείωµα που εδώ σχεδιάσαµε, κλείνει προσωρινά, µε µερικές διαπιστώσεις του Μαρξ –όπως παρατίθενται στον πρόλογο του µεταφραστή– στον απόηχο των επαναστάσεων του 1848, διαπιστώσεις που µέσα από τη µεταφορική εκφορά τους διαρρηγνύουν µαζί µε τις αυταπάτες περί νοµοτέλειας και εκείνες που αποκαθιστούν στον ορίζοντα της µαρξικής προβληµατικής µονάχα µια σχέση από αιτιότητες:

«Οι λεγόµενες επαναστάσεις του 1848 δεν ήταν παρά απλά συµβάντα –απλές ρωγµές και σχισµές στην ξερή κρούστα της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Ωστόσο, ανήγγειλαν την άβυσσο. Κάτω από τη φαινοµενικά στέρεα επιφάνεια, κατέδειξαν ωκεανούς ρευστής ύλης, που χρειάζονταν απλώς επέκταση για να µετατρέψουν σε σπαράγµατα ολόκληρες ηπείρους από σκληρή πέτρα».[7]

Σηµειώσεις

1. Marx Karl, Κείµενα από τη δεκαετία του 1850. Μια ανθολογία, τόµος Β. Αθήνα: ΚΨΜ, 2018. σ. 1450. Από επιστολή του Karl Marx, Λονδίνο, 8 Δεκεµβρίου 1857 προς τον Friedrich Engels, Μάντσεστερ.

2. Ό. π., τόµος Α. σ. 19.

3. Βλέπε σχετικά Marx Karl, Κείµενα από τη δεκαετία του 1840. Μια ανθολογία. Αθήνα: ΚΨΜ, 2014.

4. Marx, Κείµενα από τη δεκαετία του 1850, ό. π. τόµος Α. σ. 116. Έµφαση δική µου.

5. Βλέπε ενδεικτικά περισσότερα στο Marx Karl και Engels Friedrich, Marx-Engels «Collected Works», Volume 22, Marx : 1870-71. International Publishers, 1975. σ. 496.

6. Marx, «Κείµενα από τη δεκαετία του 1850», ό. π. τόµος Β. σ. 908.

7. ό. π. τόµος Α. σ. 25. Έµφαση δική µου.

Συντάκτης
Μαριλένα Καρρά