Κρίτων Ηλιόπουλος, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2018 • 160 σελ. • €10,00
τεύχος
Το παγκόσµιο κίνηµα του Μάη του 1968 έχει αποτελέσει πεδίο διεξοδικής συζήτησης τόσο στους ακαδηµαϊκούς, όσο και στους κινηµατικούς χώρους της Ελλάδας. Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, δοκίµια και αναλύσεις, µε τα περισσότερα να εστιάζουν στον Γαλλικό και τον Αµερικάνικο Μάη. Ελάχιστα κείµενα έχουν γραφτεί για τον Μάη στη Λατινική Αµερική και ιδιαίτερα στο Μεξικό. Το κενό αυτό έρχεται να αναπληρώσει το βιβλίο του Κρίτωνα Ηλιόπουλου «Μεξικό 1968: Η εξέγερση. Οι άνθρωποι. Τα κείµενα».
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία µέρη. Το πρώτο, µε τίτλο «Η εξέγερση», πραγµατεύεται τις αιτίες, τις αφορµές και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης. Το δεύτερο «Το χρονικό των γεγονότων» είναι ένα αναλυτικό ηµερολόγιο των στιγµών του Μεξικάνικου ’68 από την απαρχή της εξέγερσης τον Ιούλιο έως τον Οκτώβρη µαζί µε τα απόνερα του αιµατηρού τέλους της. Στο τρίτο µέρος «Κείµενα και πρόσωπα» γίνεται µια καταγραφή κειµένων που έγραψαν άτοµα που έζησαν ή επηρεάστηκαν από το µεξικάνικο ’68.
Ποια είναι όµως αυτή η εξέγερση που σηµάδεψε τόσο τη µεξικάνικη ιστορία και τόσα λίγα έχουν γραφτεί (στην Ελλάδα τουλάχιστον) γι’ αυτή; Το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο διαδραµατίστηκε το µεξικάνικο ’68 είναι ένα πλαίσιο καπιταλιστικής ανάπτυξης του Μεξικού. Μάλιστα, η απόφαση ότι οι Ολυµπιακοί αγώνες του ’68 θα πραγµατοποιούνταν στο Μεξικό ήταν µία επιβράβευση του Θεσµικού Επαναστατικού Κόµµατος που κυβερνούσε τη δεκαετία του ’60, καθώς είχε καταφέρει να µετατρέψει το Μεξικό σε «φορέα σταθερότητας και ασφάλειας», σε µια περίοδο που η ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής και Λατινικής Αµερικής βρισκόταν σε αναβρασµό. Το µεξικάνικο σύνταγµα χαρακτηριζόταν «επαναστατικό», αφού είχε προκύψει από τη δεκάχρονη επανάσταση του 1910-1920, όµως στην πραγµατικότητα τα προοδευτικά και δηµοκρατικά άρθρα του δεν εφαρµόζονταν και οι πολιτικές συνθήκες ήταν τουλάχιστον συντηρητικές. Η κατάσταση αυτής της «οµαλότητας», όπου ο Ζαπάτα και ο Βίγια είχαν ενσωµατωθεί στα σχολικά βιβλία ως εθνικοί ήρωες, θα διαταραχτεί µε τα γεγονότα του καλοκαιριού του ’68.
Το βιβλίο ξεκινάει µε την αναφορά στην µπαζούκα, το αντιαρµατικό όπλο που χρησιµοποίησε ο µεξικάνικος στρατός εναντίον της πόρτας ενός σχολείου και των µαθητών, στο κέντρο της Πόλης του Μεξικού τα ξηµερώµατα της 30ής Ιουλίου 1968, γεγονός το οποίο σηµατοδότησε την εξέγερση και έµεινε γνωστό στη συλλογική µνήµη ως «bazookazo». Η πραγµατική αφετηρία όµως εντοπίζεται στις 22 Ιουλίου, όταν δύο παρέες µαθητών από δύο σχολεία του κέντρου της Πόλης του Μεξικού πλακώθηκαν στο ξύλο και επενέβηκε η αστυνοµία. Εκεί θα µπορούσαν να είχαν τελειώσει όλα, όµως εµφανίστηκαν οι γρεναδέρος (τα αντίστοιχα ΜΑΤ) και η αστυνοµική καταστολή πήρε ασύλληπτες διαστάσεις µε επιθέσεις σε µαθητές και συλλήψεις. Την επόµενη µέρα η Εθνική Οµοσπονδία Τεχνικών Σπουδαστών (FNET) κάλεσε για τις 26 Ιουλίου σε διαδήλωση ενάντια στην κρατική καταστολή και την αστυνοµική βία. Η FNET όµως δεν αποτελούσε κάποιον κινηµατικό θεσµό. Ήταν σε άµεση συνεργασία µε τη διοίκηση του Πολυτεχνείου και τα µέλη της εκπαιδεύονταν για να γίνουν τα µελλοντικά στελέχη του Θεσµικού Επαναστατικού Κόµµατος. Έτσι, δεν επρόκειτο για ένα αντικυβερνητικό κάλεσµα, αλλά για µια προσπάθεια εκτόνωσης των πραγµάτων, καθώς η αστυνοµική βία ήταν εξόφθαλµη και η οργή των φοιτητών µεγάλη.
Για τις 26 Ιουλίου, όµως, είχε καλεστεί και µια άλλη διαδήλωση, των οργανώσεων της Αριστεράς, «επετειακή» για την υποστήριξη της Κουβανικής Επανάστασης. Στο βιβλίο χαρακτηριστικά αναφέρονται οι µνήµες του Πάκο Ιγκνάσιο Τάιµπο ΙΙ:
« […] Ξαφνικά βρεθήκαµε σε µία πορεία µε φοιτητές του Πολυτεχνείου, που διαδήλωναν εναντίον της βίας και των επιθέσεων από συµµορίες, προχωρώντας προς το Σόκαλο. Έβριζαν τη FNET, την οργάνωση για τον έλεγχο των φοιτητών που είχε στήσει η κυβέρνηση στην Πολυτεχνική. Έδειχναν πιο κεφάτοι και αρκετά λιγότερο σοβαροί από εµάς. Έµοιαζαν να είναι γνήσια εξεγερµένοι. Έµοιαζαν πιο αθώοι.»
Η περιγραφή αυτή είναι χαρακτηριστική για την απόσταση µεταξύ των φοιτητών και της Αριστεράς. Οι οργανώσεις της Αριστεράς χαρακτηρίζονταν από µία έντονη γραφειοκρατία και µικρή γείωση µε τη νεολαία, ενώ οι φοιτητές το εντελώς αντίθετο: ήταν ζωντανοί και γειωµένοι στην πραγµατικότητα, χωρίς όµως να έχουν πάντα τα θεωρητικά εργαλεία να την αναλύσουν και να οργανώσουν τις αντιδράσεις τους. Αυτές οι δύο διαφορετικές οµάδες συνενώθηκαν –µε πρωτοβουλία των φοιτητών για να καταφέρουν να φτάσουν στο Σόκαλο. Το Σόκαλο είναι µία τεράστια πλατεία στο Κέντρο του Μεξικού, χτισµένη πάνω στα ερείπια της πόλης των Αζτέκων. Σ’ αυτή βρίσκεται ένας καθεδρικός ναός και το παλάτι- προεδρικό µέγαρο. Σ’ αυτή την πλατεία απαγορεύονταν αυστηρά οι συγκεντρώσεις και οι πορείες ποτέ δεν επιτρεπόταν να φτάσουν εκεί, παρά τις συχνές προσπάθειες των πιο «ασεβών» φοιτητών και µαθητών. Στις 26 Ιουλίου λοιπόν, η φοιτητική πορεία και η πορεία των οργανώσεων της Αριστεράς αποπειρούνται από διαφορετικές κατευθύνσεις να εισβάλουν στο Σόκαλο. Η απάντηση των αστυνοµικών δυνάµεων ήταν η χρήση άγριας βίας και οι συλλήψεις. Οι µαθητές των Προπαρασκευαστικών σχολείων του κέντρου µπήκαν τότε και αυτοί στη µάχη και, µετά το δυνάµωµα της κρατικής καταστολής, κλείστηκαν µαζί µε άλλους στα σχολεία τους για να βρουν καταφύγιο.
Ο συγγραφέας µεταφέρει την άποψη ότι όλα θα µπορούσαν να έχουν τελειώσει εκεί, αν αποσυρόταν η αστυνοµία. Αυτό είναι µια πραγµατικότητα που ισχύει σε όλη την πορεία εκκίνησης του Μεξικάνικου ’68. Η υπερβολική χρήση βίας αντί να πετύχει τον στόχο της καταστολής, κατάφερε µόνο να εξοργίσει και να συσπειρώσει ακόµα περισσότερο τους εξεγερµένους. Το ίδιο συνέβηκε και µε τις µαζικές συλλήψεις, καθώς ειδικά τα πρώτα βράδια, αλλά και στη συνέχεια, όσο περισσότεροι συλλαµβάνονταν, τόσο περισσότεροι έβγαιναν στο δρόµο. Η απάντηση της κυβέρνησης σε αυτό ήταν να κατεβάσει τον στρατό και τη νύχτα στης 30ής Ιουλίου µία µονάδα αλεξιπτωτιστών επιτέθηκε µε µπαζούκα στην πόρτα του σχολείου Σαν Ιλδεφόνσο, εισβάλλοντας στο πανεπιστηµιακό άσυλο, καθώς τα προπαρασκευαστικά σχολεία ανήκαν στα πανεπιστήµια. Ακολούθησε φοιτητική διαδήλωση, ενώ η κυβέρνηση κατηγόρησε για τα πάντα τον κοµουνιστικό δάκτυλο και αρνήθηκε ακόµα και τη φωτογραφία του µπαζούκα. Για να βρεθεί ο αποδιοποµπαίος τράγος, η αστυνοµία εισέβαλε στα γραφεία και το τυπογραφείο του ΚΚ Μεξικού, συλλαµβάνοντας στελέχη και κατάσχοντας υλικό. Οι εφηµερίδες έγραψαν ότι ήταν µια κοµουνιστική συνωµοσία, µε στόχο να διαταραχθεί η πολιτική σταθερότητα πριν τους Ολυµπιακούς αγώνες. Το ΚΚ όµως ήταν ένα πολύ µικρό κόµµα, µε ελάχιστη επιρροή στα συνδικάτα και ακόµα µικρότερη στο φοιτητικό κίνηµα.
Τις επόµενες µέρες, ο FNET εξέδωσε ψήφισµα υπέρ της κυβέρνησης και αποκόπηκε εντελώς από το κίνηµα. Άρχισαν όµως να εµφανίζονται οι πρώτες µπριγάδες, οµάδες φοιτητών που στόχο είχαν την ενηµέρωση του κόσµου και την επικοινωνία των αιτηµάτων του κινήµατος. Οι µπριγάδες, σε όλο το διάστηµα µέχρι τη σφαγή του Τλατελόλκο και την υποχώρηση του κινήµατος, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξή του. Χρησιµοποιώντας διάφορα µέσα, από µοιράσµατα υλικών, θεατρικά δρώµενα, καταλήψεις λεωφορείων, µέχρι γρήγορες διαδηλώσεις και τρικάκια, προσπαθούσαν να έρθουν σε επικοινωνία µε τον λαό και να κερδίσουν τη συνείδηση του κόσµου υπέρ τους. Αυτό βέβαια δεν ήταν πάντα εύκολο. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες ανήκαν σε µεγάλο βαθµό στη µικροαστική τάξη και για τους περισσότερους ήταν η πρώτη φορά που επιχειρούσαν να έρθουν σε επαφή µε την εργατική τάξη. Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο για τους φοιτητές της φιλοσοφικής:
«Είναι άτοµα που δεν είχαν ποτέ οικονοµικά προβλήµατα και σπουδάζουν για το κέφι τους […] έβλεπες ένα σωρό καλοντυµένα αγόρια και κορίτσια –γιατί η φιλοσοφική ήταν η πιο κυριλέ σχολή του πανεπιστηµίου– να γράφουν συνθήµατα µε µπογιές στους τοίχους και να συµµετέχουν σε όλα».
Το πιο δύσκολο λοιπόν ήταν να βρεθούν δίοδοι επικοινωνίας ανάµεσα στους φοιτητές –παιδιά από τις καλές συνοικίες της Πόλης του Μεξικού– και στα λαϊκά στρώµατα από τα οποία ζήταγαν αγωνιωδώς υποστήριξη. Αυτή η αγωνία µεταφέρεται πολύ χαρακτηριστικά και µέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ο Κρίτων Ηλιόπουλος έχει καταφέρει να συλλέξει πολλές µαρτυρίες, µέσα από τις οποίες γίνεται φανερό ότι το φοιτητικό κίνηµα κατάλαβε γρήγορα την ανάγκη να ενωθεί µε την εργατική τάξη. Κεντρικό πανό στην πρώτη από τις µεγαλύτερες πορείες στις 13 Αυγούστου µάλιστα έγραφε: «Λαέ µαζί µας. Λαέ µη µας εγκαταλείπεις».
Εξίσου σηµαντικό ρόλο έπαιξε και η Εθνική Απεργιακή Επιτροπή CNH, η οποία γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1968 µετά από µία τεράστια συνέλευση, στην οποία συµµετείχαν 38 Επιτροπές Αγώνα εκλεγµένες από το Εθνικό Αυτόνοµο Πανεπιστήµιο του Μεξικού (UNAM), τη Γεωπονική, το Πολυτεχνείο και τη σχολή Ανωτάτων Παιδαγωγικών, ενώ υποστήριξη δήλωσαν εκπρόσωποι και από άλλες σχολές και αρκετά δευτεροβάθµια σχολεία. Το σηµείο αυτό ήταν καθοριστικό για την εξέλιξη του κινήµατος, καθώς από το αυθόρµητο πέρασε στις οργανωµένες δοµές. Το κίνηµα απόκτησε κεντρική εκπροσώπηση, η οποία ήταν αιρετή και κυκλική, µε στόχο να µη δηµιουργηθεί κάποια γραφειοκρατία του κινήµατος. Ο όρος απεργιακή χρησιµοποιήθηκε όχι για να δηλώσει κάποια εργατική απεργία –η CNH δεν κατάφερε να ενωθεί µε το εργατικό κίνηµα– αλλά επειδή φοιτητές και κάποιοι µαθητές µετά τα πρώτα γεγονότα κήρυξαν «απεργία»: αποφάσισαν την αποχή επ’ αόριστο από τα µαθήµατα και την κατάληψη σχολών και σχολείων. Η CNH αποτέλεσε το κύριο όργανο του κινήµατος και από την ίδρυση της κιόλας υιοθέτησε τα λεγόµενα «6 Σηµεία», τα βασικά αιτήµατα του κινήµατος τα οποία αφορούσαν κυρίως την απόδοση ευθυνών, την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουµένων, την εναντίωση στην κρατική βία και την απαίτηση για διάλυση του σώµατος των γρεναδέρων (ΜΑΤ). Στη CNH συναντιούνται αντιπρόσωποι από τις επιτροπές αγώνα και συζητούν επί ώρες για να λάβουν αποφάσεις σχετικά µε τη δράση, τη συνέχιση και τα χαρακτηριστικά του κινήµατος. Η πολύωρες αυτές διαδικασίες κατάφερναν να διατηρούν όµως κάποιου είδους ζωντάνια, η οποία ίσως πήγαζε από το γεγονός ότι όσοι συµµετείχαν σε αυτές ήταν οι ίδιοι που κάθε µέρα στους δρόµους έστηναν οδοφράγµατα και πήγαιναν σε εργοστάσια και πλατείες µε τις µπριγάδες και όχι κάποιοι αποκοµµένοι από το κίνηµα και τον πραγµατικό κόσµο.
Όλο τον Αύγουστο οι συγκρούσεις αντί να µειώνονται, αυξάνονται. Από τις 13 Αυγούστου ήδη οι διαδηλωτές είχαν καταφέρει να φτάσουν στο Σόκαλο και οι φοιτητές πλέον ήταν οι «κυρίαρχοι» στο κέντρο της Πόλης. Η Σύγκλητος ανακοίνωσε την υποστήριξή της στα 6 σηµεία, η συνέλευση καλλιτεχνών και συγγραφέων έστειλε στη CNH αντιπρόσωπο, τον Χοσέ Ρεβουέλτας, ενώ κάποιες –µικρές µεν, σηµαντικές όµως– οµάδες εργατών αρχίζουν να δηλώνουν ανοιχτά την υποστήριξή τους (µεταξύ αυτών το συνδικάτο νοσοκοµείων και 37 ιερείς). Μετά τις 20 Αυγούστου ξεκίνησε µια απόπειρα για δηµόσιο διάλογο µεταξύ κυβέρνησης και φοιτητών, µε έκκληση του Συλλόγου Καθηγητών.
Οι βουλευτές και οι γερουσιαστές αρχικά αγνόησαν την έκκληση και η CNH δήλωσε ότι θα µπει σε διάλογο µόνο αν κάθε συζήτηση γίνεται δηµόσια. Ανεξαρτήτως αποτελέσµατος ανακοινώνει µία µεγάλη διαδήλωση για τις 27 Αυγούστου. Εκείνη τη µέρα έγινε ίσως η µεγαλύτερη διαδήλωση του κινήµατος, µε πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες συµµετέχοντες και εκατοντάδες εργατικά πανό. Μπροστά από το προεδρικό µέγαρο φωνάζουν συνθήµατα στον πρόεδρο Δίας Όρδας, ενώ αποφασίζουν να µείνουν στην πλατεία µέχρι την 1η Σεπτεµβρίου, όπου κάθε χρόνο ο πρόεδρος βγάζει ένα διάγγελµα προς τον λαό. Τα ξηµερώµατα όµως επιτίθενται τανκς στον συγκεντρωµένο κόσµο, ο οποίος υποχωρεί συγκροτηµένα και φωνάζοντας συνθήµατα. Την επόµενη µέρα ακολουθεί ένα ακόµα φιάσκο της κυβέρνησης, η οποία υποχρεώνει τους δηµόσιους υπάλληλους να κατέβουν σε αντισυγκέντρωση µε πρόφαση την «προσβολή της σηµαίας». Οι υπάλληλοι κατεβαίνουν φωνάζοντας «είµαστε πρόβατα και µας σέρνουν», ενώ κυριαρχούν αντικυβερνητικά συνθήµατα. Η κυβέρνηση απαντάει ξανά µε καταστολή.
Η δυναµικότητα του κινήµατος συνέχισε να αυξάνεται όλο τον Σεπτέµβρη, µε πιο χαρακτηριστική την Πορεία της Σιωπής στις 13 Σεπτέµβρη. Πέντε µέρες µετά οι γρεναδέρος εισβάλλουν στο Πανεπιστήµιο, ενώ στις 2 Οκτώβρη σηµατοδοτείτε το τέλος του κινήµατος µε τη σφαγή στην Πλατεία των Τριών Πολιτισµών. Εκείνη τη µέρα, περιπολικά, ελεύθεροι σκοπευτές και τανκς περικύκλωσαν την πλατεία, ενώ µέλη του επίλεκτου τάγµατος Ολύµπια –ξεχωρίζοντας από ένα άσπρο γάντι– βρέθηκαν ανάµεσα στο πλήθος. Ο αριθµός των νεκρών υπολογίζεται στους 250-400, καθώς πολλά πτώµατα εξαφανίστηκαν ή δεν παραδόθηκαν ποτέ για αναγνώριση. Στο βιβλίο παρατίθεται η γλαφυρή περιγραφή του Μονσεβάις σχετικά µε εκείνη τη µέρα.
«Πολυβόλα, µπαζούκας και πολεµικά τουφέκια διέλυαν την αθωότητα. Τα λυπηµένα πρόσωπα µετέτρεπαν σε χλοµάδα και αηδία το τέλος µίας παρατεταµένης εσωτερικής πίστης: δεν µπορεί να µας συµβεί αυτό, δεν το αξίζουµε, είµαστε αθώοι και είµαστε ελεύθεροι. Συνέχιζαν να βουίζουν οι σφαίρες, το βουητό τους συσσωρευόταν ως µια µορφή κουλτούρας, οδηγούσε σε οπισθοχώρηση τις διαδηλώσεις και τις φωνές διαµαρτυρίας και τις καλές µεταρρυθµιστικές προθέσεις του παρελθόντος».
Η 3 Οκτωβρίου βρήκε το κίνηµα διαλυµένο, µε τους περισσότερους επικεφαλής του νεκρούς, τραυµατισµένους ή φυλακισµένους. Τα αποµεινάρια της CNH συµφώνησαν µε την κυβέρνηση την «Ολυµπιακή Εκεχειρία» και λίγο µετά αποφάσισαν το σταµάτηµα της απεργίας. Στο τρίτο µέρος του βιβλίου, «Κείµενα και Πρόσωπα», καταγράφονται πολλές προσωπικές µαρτυρίες ατόµων που έζησαν τα γεγονότα, αλλά και πολλά –λογοτεχνικά και ποιητικά– κείµενα που παράχθηκαν εκείνη –ή για εκείνη– την περίοδο. Αποτελεί µια σπουδαία δουλειά και σε αυτή αποτυπώνεται όλη η φρίκη της σφαγής, το µούδιασµα και ο θρήνος που κυριάρχησε µετά.
Ο Μεξικάνικος Μάης του ’68 δεν κατάφερε να αφήσει χειροπιαστά αποτυπώµατα. Σηµαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός ότι η Αριστερά είχε πολύ µειοψηφική θέση και τα µέλη της φαίνονταν κυρίως ως «γραφικά» και δεν κατάφεραν να παρέµβουν και να καθορίσουν το κίνηµα. Φυσικά σηµαντικός παράγοντας σε αυτό ήταν και το γεγονός ότι τα πιο σηµαντικά µέλη του κινήµατος πέθαναν ή έµειναν για πολλά χρόνια φυλακισµένα. Στις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν στο Μεξικό και στον απόηχο της αιµατηρής καταστολής του µαζικού κινήµατος, οι περισσότερες οργανώσεις υποχρεώθηκαν να περάσουν στην παράνοµη-ένοπλη δράση και αντιµετώπισαν τον «βρώµικο πόλεµο» που εξαπέλυσε το µεξικανικό κράτος. Αποτέλεσµα αυτού ήταν και το γεγονός ότι δεν σχηµατίστηκε –τουλάχιστον όχι µε τους ρυθµούς και τη δυναµική της Ευρώπης και της Αµερικής– η νέα επαναστατική Αριστερά, που θα µπορούσε να εγγυηθεί τη συνέχεια του κινήµατος.
Ωστόσο o Μεξικάνικος Μάης µένει µέχρι τώρα αποτυπωµένος στη συλλογική µνήµη του µεξικάνικου λαού. Ο συγγραφέας, σχολιάζοντας «το τέλος και τι απέµεινε» επιλέγει να παραθέσει τον Ραούλ Άλβαρες Γκαρίν σε συνέντευξή του:
«…µετά το ’68, όταν ήρεµα συναντιούνται δύο άτοµα που συµµετείχαν τότε, υπάρχει µεγάλη πιθανότητα να κάνουν ο ένας στον άλλο την ίδια ερώτηση: “Είσαι ακόµα στον αγώνα;”… δεν έχει σηµασία τι δρόµο πήραν, άλλος επέλεξε το αντάρτικο, άλλος ένα πολιτικό κόµµα κι άλλος έµεινε απέξω ή διδάσκει στο πανεπιστήµιο. Το κοινό ζητούµενο υπάρχει: “Είσαι στον αγώνα;”.»