Βιβλιοκριτική: O Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης. Άκρα και Κέντρο στην εξέγερση του 2008 (πλήθος, ηγεμονία, στρατηγική)

Νικόλας Κολυτάς
Ημερ.Δημοσίευσης

Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Τόπος, 2018 • 320 σελ. • €14,40

Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης

Μια ξεχωριστή προσέγγιση, µιας ξεχωριστής εξέγερσης

Η εξέγερση του Δεκέµβρη του 2008 αποτέλεσε µια τοµή για το κίνηµα στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Πάνω από µια δεκαετία µετά, έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τη δυναµική των κινητοποιήσεων, το χαρακτήρα των γεγονότων και το αποτύπωµά τους σήµερα. Ο Δηµοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, µε το βιβλίο του «Ο ΜαυροΚόκκινος Δεκέµβρης», επιδιώκει µια τοµή µέσα στην τοµή. «Σκάβει» ακόµη περισσότερο στο πριν, στη διάρκεια και στο µετά της εξέγερσης, µελετώντας το χώρο, το χρόνο, τα υποκείµενα και τις αντικειµενικές συνθήκες της εξέλιξης των γεγονότων.

Το πιο σηµαντικό όµως στο βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας καταπιάνεται µε την εξέγερση ως τέτοια. Δεν υπάρχει καµία πρόθεση ωραιοποιήσεων, αγιοποιήσεων και προσαρµογής των γεγονότων σε αυθαίρετες εκτιµήσεις και συµπεράσµατα. Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο: «Ο Δεκέµβρης δεν έγινε εθνική γιορτή. Δηµιουργικός και καταστροφικός µαζί συσπείρωσε απέναντί του το “µετριοπαθές” Κέντρο και τα (δεξιά) άκρα». Ο αντικρατικός χαρακτήρας της εξέγερσης δεν κρατικοποιήθηκε ποτέ εκ των υστέρων. Ο Δεκέµβρης µέχρι σήµερα δεν έχει αποτελέσει ένα µουσειακό υλικό στα χέρια αυτών που έβαλε στο στόχαστρο, αλλά αντίθετα ένα αγκάθι που εκτός από το φόβο οδήγησε και στην περαιτέρω οχύρωση του αστικού κράτους και των πολιτικών του εκπροσώπων.

Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο δεν ξεκινάει από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Βρίσκεται σε έναν διαρκή διάλογο µε τη νίκη, αλλά και την ήττα του ’68, µελετάει τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες της µεταπολίτευσης και εστιάζει εξαιρετικά στην κοµβικότητα της δεκαετίας του ’90 ως ένα σηµείο ορόσηµο για την αντεπίθεση του νεοφιλελεύθερου κέντρου και της ακροδεξιάς: «Αποπολιτικοποίηση της οικονοµίας, ηθικιστική πολιτική, συρρίκνωση της µεταπολιτευτικής δηµοκρατίας: Πρόκειται για τάσεις που στη δεκαετία του 1990 γίνονται όλο και πιο ισχυρές, “πηγαίνουν” µαζί –και νοµιµοποιούνται αποκλειστικά ως οικονοµικά “αποτελεσµατικές”», αναφέρει χαρακτηριστικά. Πάνω σε αυτή τη βάση, ήταν πολύ πιο εύκολο να επιβληθούν πολιτικές λιτότητας, φτωχοποίησης και κάθε είδους διακρίσεων, δίνοντας πολιτικό χώρο στην ακροδεξιά για τη «βρόµικη» δουλειά. Για την αντιµετώπιση του εσωτερικού και του εσω-εξωτερικού εχθρού, δηλαδή των αναρχικών, της ριζοσπαστικής Αριστεράς, των απεργών, αλλά και των µεταναστών.

Η επίθεση απέναντι σε αυτόν τον εχθρό ανέδειξε και τους πρωταγωνιστές του Δεκέµβρη. Πριν όµως την εξέταση των υποκειµένων, ο Δηµοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος εστιάζει στο χώρο των γεγονότων. Τονίζει τη σηµασία της αθηναϊκής αστικής γεωγραφίας ως έναν κοµβικό παράγοντα στην εξέλιξη των γεγονότων λόγω της συγκέντρωσης φτωχοποιηµένων πληθυσµών στο κέντρο της πόλης, όπου από τη µία βρίσκονται όλα τα θεσµικά κάστρα και από την άλλη ο πυρήνας της κινηµατικής δραστηριότητας.

Παρ’ όλα αυτά φαίνεται σε κάποια σηµεία να υπερτονίζει την έννοια της κοινότητας και της γειτονιάς ως χώρους σφυρηλάτησης αγώνων έναντι των εργατικών χώρων και των συνδικάτων, εκεί δηλαδή που εµφανίζονται µε τον πιο ωµό τρόπο οι ταξικές αντιθέσεις και η διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων. Για παράδειγµα, αναφέρει:

«Στα χρόνια των µεγάλων εργατικών αγώνων, τα κόµµατα και τα συνδικάτα θεωρούνταν οργανώσεις του ταξικού χρόνου, όπου συνυφαίνονταν ο προσωπικός και ο συλλογικός χρόνος· όταν οι οργανώσεις αυτές εξέλειψαν, φάνηκε να παίρνει τη σκυτάλη ο ταξικός χώρος: η κοινότητα και η γειτονιά».

Ο Δεκέµβρης, όµως, είχε πρόσωπο και αυτό ξεδιπλώνεται σε όλο το βιβλίο. Δεκέµβρης ήταν οι µαθητές, οι εργαζόµενοι, οι άνεργοι, οι µετανάστες, οι Τσιγγάνοι, τα παιδιά των «βορείων προαστείων». Ο τρόπος µε τον οποίο απελευθερώθηκαν κοινωνικές δυνάµεις και βγήκαν στο προσκήνιο εκείνες τις ηµέρες είναι κάτι το οποίο παρουσιάζεται όχι µνηµειακά, αλλά βαθύτατα πολιτικά. Ο εσωτερικός και εσω-εξωτερικός εχθρός κυριάρχησε το Δεκέµβρη όχι µόνο στην Αθήνα, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα, αναδεικνύοντας όλες τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήµατος. Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικά αυτό το ξεγύµνωµα του κράτους από κάθε επίφαση νοµιµότητας και διασφάλισης δικαίου απέναντι στην ορµή των εξεγερµένων. Περνάει από «κόσκινο» τη στάση των κοµµάτων, των ΜΜΕ και διάφορων δηµοσιολόγων, αναδεικνύοντας ότι ο Δεκέµβρης αποτέλεσε µια σύγκρουση στην οποία δεν χωρούσαν οι ίσες αποστάσεις. Όλοι πήραν θέση και αυτή αποτυπώνεται διεξοδικότατα στο βιβλίο.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια που διαπνέει όµως όλο το βιβλίο αφορά την οχύρωση του αστικού κράτους µετά τον µεγάλο κρότο της εξέγερσης. Ο Δηµοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος αναφέρεται στη λεγόµενη «παθητική επανάσταση». Στην προσπάθεια των κυβερνήσεων να εξασφαλίσουν ευρείες συναινέσεις, να επεκτείνουν τις καταπιέσεις και να επιβάλουν µια νέα κανονικότητα στην οποία τα κινήµατα αντίστασης θα αποτελούν απλώς µια «κακή» ανάµνηση. Το κράτος της «αντιεξέγερσης», σύµφωνα µε τον ίδιο, είναι «η πολιτική µορφή του µνηµονιακού εκσυγχρονισµού της ελληνικής κοινωνίας». Σκοπός του είναι η αποκατάσταση της εµπιστοσύνης προς τους «θεσµούς» και τα προσκόµµατα σε κάθε αµφισβήτηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Όπως αναφέρει, η συγκεκριµένη συνθήκη «συµπιέζει τον ορίζοντα της Αριστεράς, περιορίζοντάς τον στην υπεράσπιση του πολιτικού φιλελευθερισµού, που εγκαταλείπουν οι φιλελεύθεροι –µπροστά στη διαφαινόµενη άνοδο της Αριστεράς».

Η «παθητική επανάσταση» και το κράτος της «αντιεξέγερσης» σηµατοδοτούν την προσαρµογή του ελληνικού καπιταλισµού µέσα σε συνθήκες κρίσης. Η αποεπένδυση και η εσωτερική υποτίµηση αποτυπώνουν, σύµφωνα µε τον συγγραφέα, τον εκσυγχρονισµό µέσα στην ελληνική κρίση. Έναν εκσυγχρονισµό ο οποίος αποφέρει καρπούς για το κεφάλαιο και συρρικνώνει τη δύναµη των εργαζοµένων. Η «άγρια νεολαία» του Δεκέµβρη πολιτικοποιήθηκε πάνω στο ασυµβίβαστο µε τη νέα µνηµονιακή κανονικότητα. Αναζήτησε πολιτική έκφραση στους «αγανακτισµένους», στις πλατείες και στο ευρύτερο αντιµνηµονιακό κίνηµα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το Δεκέµβρη, ανέλαβε το πολιτικό κόστος της παρέµβασης στις κινηµατικές διεργασίες της εποχής και συγκρότησε συγκεκριµένη πολιτική πρόταση εξόδου από τα µνηµόνια. Όµως, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο, «όσο η ανάληψη της κυβέρνησης έµοιαζε αναπόφευκτη, οι πιέσεις να προσαρµοστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην “κανονικότητα” της παθητικής επανάστασης πλήθυναν».

Έτσι λοιπόν, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένα κόµµα διαφορετικό στον πολιτικό χάρτη, «µε ισχυρές κοινωνικές εκπροσωπήσεις, κοινωνικές αναφορές και ανάλογες εκπροσωπήσεις, µε οργανώσεις και δεσµούς µε τα κοινωνικά κινήµατα, µε µέριµνα για το τώρα και το µετά», δεν κατόρθωσε να νικήσει. Συµβιβάστηκε µε τις πιέσεις της µνηµονιακής επίθεσης και πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο, αξιοποιώντας τον αρχηγισµό, την οργανωτική πλαδαρότητα και τον εκλογοκεντρισµό. Ο Δηµοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος αποφεύγει τις βεβαιότητες και τους αφορισµούς. Ισχυρίζεται ότι η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αναπόφευκτη. Δεν αποδίδει όµως τη συνθηκολόγηση µόνο στην υποχώρηση του ριζοσπαστικού συσχετισµού στο εσωτερικό του κόµµατος, αλλά και στην αποτυχία ανατροπής αυτού του συσχετισµού. Αποτιµά τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα εγχείρηµα που εµφανώς έχει κλείσει τον κύκλο του από τη σκοπιά της ριζοσπαστική Αριστεράς, όµως χρήζει περαιτέρω ανάλυσης και πολιτικής αποτίµησης. Το ερώτηµα του πώς ένα κόµµα που στήριξε τον ΜαυροΚόκκινο Δεκέµβρη έφτασε να εφαρµόζει µνηµόνια είναι ένα ερώτηµα που, σύµφωνα µε τον ίδιο, χρειάζεται προσοχή.

Σε αυτό το πλαίσιο προσεγγίζει κριτικά τις θεωρίες του µετααναρχισµού και του µεταµαρξισµού και ασχολείται µε τις έννοιες του πλήθους, του λαού και της ηγεµονίας. Προσπαθεί να εστιάσει στη σύγχρονη ριζοσπαστική θεωρία, χωρίς όµως να αρνείται τη σηµασία της ταξικής πάλης και την αντικαπιταλιστική προοπτική. Επιµένει στην ανάγκη διαµόρφωσης µιας σύγχρονης ριζοσπαστικής στρατηγικής, που θα καταφέρει να ενοποιήσει τη συλλογική λαϊκή θέληση σε µια κατεύθυνση ρήξης µε την καπιταλιστική εξουσία. Ο ίδιος αντιµάχεται τη στρέβλωση του Γκράµσι για την ηγεµονία και την υπερασπίζεται µέσα από την ανάδειξη των ταξικών ανταγωνισµών και όχι µέσα από τη δηµιουργία ενός εκλογικού συνασπισµού αυτονοµηµένου από αυτούς.

Ο «ΜαυροΚόκκινος Δεκέµβρης» είναι ένα βιβλίο χρήσιµο θεωρητικά, ιστορικά και πολιτικά. Ένα βιβλίο που δεν αντιλαµβάνεται την εξέγερση του 2008 ως µια µεµονωµένη έκρηξη ή αναλαµπή, αλλά ως ένα κρίσιµο σηµείο αφετηρίας µιας νέας εποχής. Το υπόβαθρο, η εξέγερση, η παθητική επανάσταση, το κράτος της αντιεξέγερσης και οι θεωρητικές επεξεργασίες γύρω από όλα αυτά δεν συµβάλλουν να κατανοήσουµε µόνο το τι συνέβη το 2008, αλλά το τι σηµασία είχε το 2008. Κάτι που είναι δύσκολα προσεγγίσιµο και κατανοήσιµο.

Συντάκτης
Νικόλας Κολυτάς